Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΕΤΙΕΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ (3)



Δικτατορία του προλεταριάτου

του Ετιέν Μπαλιμπάρ

 μετάφραση Δημήτρης Δημούλης

Μόνο πρόσφατα έγινε δυνατό να κατανοήσουμε με ποιόν τρόπο το περιεχόμενο και η χρήση της έννοιας «δικτατορία του προλεταριάτου» (ΔΠ) συνοψίζουν τα προβλήματα που θέτει ο μαρξισμός ως πολιτική θεωρία. Και αυτό διότι τώρα ολοκληρώνεται ένας κύκλος στον οποίο μπορούμε να διακρίνουμε διαδοχικά τη δημιουργία της έννοιας, την τυποποίηση της στη «μαρξιστική» θεωρία των κομμάτων της εργατικής τάξης, τη θεσμοποίησή της στη σοβιετική επανάσταση και το κομμουνιστικό κίνημα της τρίτης Διεθνούς και, τελικά, την αποδόμησή της μέσα στην κρίση του «σοσιαλιστικού συστήματος» και των κομμουνιστικών κομμάτων.
Κατά συνέπεια, μια απόπειρα ορισμού δεν μπορεί παρά να αποτελεί την ιστορία της έννοιας και των πρακτικών και θεωρητικών αντιφάσεων της. Για λόγους σαφήνειας θα διακρίνουμε τέσσερις στιγμές που διαδέχονται η μια την άλλη και στις οποίες αντιστοιχούν ουσιώδεις μεταβολές στον ορισμό της ΔΠ. Είναι ευνόητο ότι αυτή η διάκριση δεν εκφράζει παρά τάσεις. Μια νέα σημασία και χρήση υιοθετείται πάντοτε σε συσχετισμό με τις προηγούμενες και συχνά εμφανίζεται ως απόλυτα πιστή στην αρχική έννοια, ως «ανάπτυξη» ή «επιστροφή» στην κλασική θεωρία. Κάθε μεταβολή αποτελεί, συγκεκριμένα, «απάντηση» στις απαιτήσεις μιας ιστορικά απρόβλεπτης κατάστασης και, συγχρόνως, ξεδίπλωμα των αντιφάσεων που υπήρχαν, σε λανθάνουσα μορφή, στις προηγούμενες στιγμές.
Η πρώτη ιδιομορφία της έννοιας ΔΠ βρίσκεται στην αραιή και ασυνεχή χρήση του όρου στα κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς παρ' ότι αναφέρεται σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα: την επαναστατική μετάβαση. Πολύ περισσότερο που η σημασία την οποία αποδίδουν οι κλασικοί του μαρξισμού στην ΔΠ κατευθύνει κυριολεκτικά την αντίληψη τους για το καπιταλιστικό κράτος, που θεωρείται σε όλες τις ιστορικές μορφές του ως «δικτατορία της αστικής τάξης» στα πλαίσια μιας προβληματικής που εκλαμβάνει κάθε κράτος ως θεσμό ή οργάνωση μιας συγκεκριμένης «ταξικής δικτατορίας». Η λειτουργία του όρου «δικτατορία» είναι λοιπόν καθοριστική. Πάντως ο όρος ΔΠ δεν χρησιμοποιείται πάνω από δέκα φορές, αν υπολογίσουμε και την αλληλογραφία, τα προσχέδια, και τα «κομματικά» κείμενα για εσωτερική χρήση (παράδειγμα η Κριτική τον Προγράμματος της Γκότα). Το μόνο κείμενο στο οποίο χρησιμοποιείται αρκετές φορές και συστηματικά, είναι η μπροσούρα για τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία (1850).
Πρέπει επιπλέον να επισημάνουμε ότι οι αναφορές του Μαρξ και του Ένγκελς αποτελούν, από ιστορική άποψη, δύο σύνολα εντελώς ξεχωριστά, ανάμεσα στα οποία μεσολαβεί μια μακρόχρονη έκλειψη της έννοιας.
ΔΠ Ι: Επαναστατική στρατηγική (Μαρξ)
Συναντάμε αυτή την πρώτη σημασία στο σύντομο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κατάπνιξη των επαναστάσεων του 1848-1849 και την οριστική διάλυση της «Λίγκας των Κομμουνιστών» (1852). Η ΔΠ δηλώνει στην περίοδο αυτή. την αναγκαία στρατηγική του προλεταριάτου στη συγκυρία της επαναστατικής κρίσης. Είναι πιθανό ότι ο όρος αυτός είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στην περίοδο 1837-1840 από τον Μπλανκί. τον οποίο ο Μαρξ θα αποκαλέσει το 1848 «πραγματικό ηγέτη του γαλλικού προλεταριακού κόμματος». Το βέβαιο είναι ότι σ' αυτό το σύντομο διάστημα της σημαντικής σύγκλισης του Μαρξ και του μπλανκισμού. και οι δύο χρησιμοποιούν τον όρο με συγγενικές σημασίες που θα διαφοροποιούνται στη συνέχεια όλο και περισσότερο (πρβλ. το σημαντικό κείμενο του Ένγκελς Programm der blanquistischen
Kommune Flüchtlinge, 1874, MEW 18,528 επ.).
Οι αναλύσεις του Μαρξ στηρίζονται σε τρεις θεμελιώδεις θέσεις:
α. Οι ανταγωνισμοί που χαρακτηρίζουν την αστική κοινωνία, οδηγούν αναπόφευκτα σε μια ανοιχτή, παγκόσμια κρίση. Ο «εμφύλιος πόλεμος» που λανθάνει στην αστική κοινωνία, δεν μπορεί πια να αποτραπεί ή να μετατεθεί.
6. Οι συνθήκες για την προλεταριακή επανάσταση, όμως δεν είναι παντού το ίδιο ώριμες. Η Αγγλία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία έχουν πλήρως αναπτυχθεί: αυτό αποκλείει, παραδόξως, την Αγγλία από το πεδίο εφαρμογής της ΔΠ. Οι συνθήκες αυτές υπάρχουν σε ανεπαρκή βαθμό ανάπτυξης στην Γαλλία και την Γερμανία: τις συνέπειες αυτής της άνισης ανάπτυξης αποτυπώνει ο Μαρξ στο στρατηγικό μοντέλο της «επανάστασης με διάρκεια» που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πως συναρθρώνεται η, ανολοκλήρωτη ακόμη, αστική επανάσταση με την, αναπότρεπτη πλέον, προλεταριακή επανάσταση.
γ. Η τρίτη παραδοχή συνίσταται στη διαλεκτική σχέση επανάστασης και αντεπανάστασης που δεν επιτρέπει ουσιαστικά τις ειρηνικές διαδικασίες ή τις στάσεις σε ενδιάμεσα σημεία. Πρέπει υποχρεωτικά να επιλέξουμε ανάμεσα στην πρόοδο και την οπισθοδρόμηση αλλά και στις δυο περιπτώσεις ο συσχετισμός δυνάμεων θα είναι ιστορικά ασταθής.
Τι είναι λοιπόν η ΔΠ; Είναι το σύνολο των μεταβατικών πολιτικών μέσων που πρέπει να χρησιμοποιήσει το προλεταριάτο για να κυριαρχήσει και, μ' αυτόν τον τρόπο, να θέσει τέρμα στην επαναστατική κρίση. Τα μέσα αυτά συνδέονται με μια κατάσταση ανάγκης και εξυπηρετούν καθαρά πρακτικούς σκοπούς: να δώσουν οριστική απάντηση σε ένα στρατηγικό δίλημμα του οποίου οι όροι έχουν ήδη τεθεί από την ιστορία «με την επιτακτικότητα των φυσικών διαδικασιών» και συγχρόνως να «ξεγεννήσουν» την αναγκαία εξέλιξη της. Μ' αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνεύσουμε το πασίγνωστο απόσπασμα από το γράμμα στον Weydemeyer (5.3.1852): «Η συνεισφορά μου βρίσκεται στο ότι έδειξα (...) 2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί κατ' ανάγκη στη δικτατορία του προλεταριάτου· 3. ότι αυτή η δικτατορία αποτελεί τη μετάβαση προς την εξάλειψη όλων των τάξεων και την κοινωνία χωρίς τάξεις». (MEW, 28, 508).
Στην επαναστατική συγκυρία η λογική των άκρων επιβάλλεται στις όνο ανταγωνιστικές τάξεις: ή «δικτατορία της αστικής τάξης» ή «δικτατορία του προλεταριάτου». Δεν υπάρχει μέση λύση. Καθοριστικό πρόβλημα στρατηγικής αποτελεί, συνεπώς, η ανατροπή των συμμαχιών. Ο Μαρξ μιλά για το «πένθιμο σόλο» μιας προλεταριακής επανάστασης που θα είχε εναντίον της την μάζα των μικροϊδιοκτητών αγροτών. Από αυτή την άποψη, βασικό ζήτημα στην ΔΠ είναι η προσπάθεια να βρεθούν τρόποι να αντικατασταθεί, για τον αγρότη, η «δικτατορία των εκμεταλλευτών του» από τη «δικτατορία των συμμάχων του». Σε αυτό κυρίως το σημείο ο Μαρξ διαφοροποιείται από τον Μπλανκί: απέναντι στην αστική (αντεπαναστατική) στρατηγική, το προλεταριάτο εγκαθιδρύει την δική του δικτατορία σε δύο φάσεις: στην αρχή επιβάλλεται από μια οργανωμένη μειοψηφία προσωρινό καθεστώς ανάγκης· στη συνέχεια, αφού επιτευχθεί η ανατροπή των συμμάχων και περάσουν οι αγρότες στο προλεταριακό στρατόπεδο, δημιουργείται μια δικτατορία της πλειοψηφίας που εκλέγει τους αντιπροσώπους της με καθολική ψηφοφορία («δικτατορία του νομοθετικού» σε αντίθεση με την, βοναπαρτικού τύπου, «δικτατορία του εκτελεστικού»). Πρόκειται, συνεπώς, για δικτατορία με τη μορφή της λαϊκής δημοκρατίας, η οποία είναι πια ασυμβίβαστη με την αστική κυριαρχία. Εδώ ο Μαρξ αναφέρεται καθαρά στο παράδειγμα της Convention των Ορεινών (γιακωβίνων).
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του '50 ο Μαρξ διαπιστώνει πως είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί προλεταριακή επανάσταση στις συγκεκριμένες συνθήκες (έναρξη μιας νέας περιόδου ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς) και ασκεί κριτική στο «βολονταρισμό» των Μπλανκί και Βίλλιχ, το στρατηγικό μοντέλο της «επανάστασης με διάρκεια» διορθώνεται με «υλιστικό» τρόπο με σκοπό να περιλάβει τις αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες των επαναστατικών κρίσεων και να τις συνθέσει με την ιστορική ανάπτυξη του προλεταριάτου. Το 1848, το προλεταριάτο δεν ήταν «ώριμο» να διευθύνει και να επιβάλλει την επανάσταση. Αλλά στο διάστημα της προετοιμασίας, η διαδικασία προλεταριοποίησης εξακολουθεί σε όλες τις χώρες, μέσω της βιομηχανικής επανάστασης, γεγονός που θα οδηγήσει τελικά στην εξάλειψη των αποστάσεων, της άνισης ανάπτυξης. Σ' αυτές τις συνθήκες, η ΔΠ εξακολουθεί να είναι απαραίτητη; Περισσότερο από ποτέ, όπως φαίνεται, προκειμένου να υπερασπίσει εκ των υστέρων την επανάσταση της πλειοψηφίας απέναντι στην «αντίσταση των εκμεταλλευτών». Αυτή όμως η (από θεωρητική άποψη αδύναμη) ερμηνεία είναι, βασικά μεταγενέστερο εφεύρημα. Στην πραγματικότητα, η απάντηση του Μαρξ ήταν όχι και γι’ αυτό το λόγο δεν αναφέρεται μετά το 1852 στην ΔΠ.
ΔΠ ΙΙ: Κράτος μη - Κράτος (Μαρξ, Ένγκελς)
Ορθότερο είναι ότι η απάντηση θα ήταν «όχι» εάν τότε δεν άλλαζε περιεχόμενο για να μετασχηματισθεί, δυνάμει σε μια δεύτερη έννοια. Γι αυτό το λόγο επανεμφανίζεται το 1871-72, μετά είκοσι έτη αφάνειας. Η δεύτερη σειρά διατυπώσεων των Μαρξ και Ένγκελς ανήκουν στην περίοδο μετά την Κομμούνα του Παρισιού και αναφέρονται πάντοτε, έμμεσα ή άμεσα σ' αυτή (βλ. Ένγκελς, Πρόλογος στην επανέκδοση του Εμφύλιου Πολέμου στη Γαλλία (ΕΠΓ, 1981.MEW17, 615 επ.).
Η ΔΠ II δεν προορίζεται για την επεξεργασία ενός μοντέλου επαναστατικής στρατηγικής αλλά μιας πρωτότυπης πολιτικής μορφής, ειδικά «προλεταριακής» και κατάλληλης για τη διπλή λειτουργία που πρέπει να επιτελεσθεί σε κάθε περίπτωση, οποιοσδήποτε και αν είναι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, το προλεταριάτο και την αστική τάξη, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνθήκες«βίαιες» (εξέγερση) ή «ειρηνικές» (εκλογική νίκη) - κατάληψης της εξουσίας: να οργανώσει το προλεταριάτο και. γενικότερα, τους εργαζόμενους σε κυρίαρχη τάξη. Κατά συνέπεια, η θέση για την αναγκαιότητα της ΔΠ αποκτά, για πρώτη φορά. γενική ισχύ στη μαρξιστική θεωρία: «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία παρεμβάλλεται η περίοδος επαναστατικού μετασχηματισμού της πρώτης στη δεύτερη, στην οποία αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ; επαναστατική δικτατορία τον προλεταριάτου» (Μαρξ. Κριτική του Προγράμματος της Γκότα). Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναφέρονται ρητά στα θεσμικά χαρακτηριστικά και τα επαναστατικά μέτρα που πήρε η Κομμούνα, προκειμένου να προσδιορίσουν το περιεχόμενο της ΔΠ. Υπάρχουν τέσσερις σημαντικές πλευρές που συνδέονται στενά μεταξύ τους (MEW 19, σελ. 28).
α. Ο ένοπλος λαός (ή λαϊκός στρατός)
- αναγκαίος όρος και εγγύηση όλων των άλλων μέτρων - παρέχει στο προλεταριάτο τα υλικά μέσα άσκησης της εξουσίας.
β. «Η Κομμούνα δεν έπρεπε να είναι ένας κοινοβουλευτικός οργανισμός αλλά ένα δρων σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό συγχρόνως». Πρόκειται για τη μετάβαση από τους πολιτικούς αντιπροσωπευτικούς μηχανισμούς σε μια άμεση δημοκρατία με σκοπό να δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη εξουσία που να την ασκεί άμεσα ο εργαζόμενος λαός. Το ουσιώδες δεν είναι η «συνταγματική» αρχή αλλά η πραγματική κατάσταση που αποτελεί θεμέλιο της: η ύπαρξη μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Πρέπει να σημειώσουμε την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο ρόλο του επαναστατικού κόμματος στη διάρκεια της ΔΠ, την στιγμή που η αποδοχή ή μη της έννοιας αποτελεί, κατά τους Μαρξ και Ένγκελς, κριτήριο για την ορθότητα της θεωρητικής γραμμής των εργατικών κομμάτων (ΕΠΓ. MÊW 17. 339).
γ. Η καταστροφή του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους: κατάργηση των πολιτικών λειτουργιών της αστυνομίας και της «φενακιστικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης», γενική και ευθεία εξάρτηση (δυνατότητα άμεσης ανάκλησης) των δουλευτών, των δικαστούν και των υπαλλήλων που επανέρχονται στο επίπεδο του λαού (εν όψει και του «εργατικού μισθού» τους) ώστε να καταργηθεί κάθε «ιεραρχικό χρίσμα» και να γίνει το εξειδικευμένο προσωπικό του κρατικού μηχανισμού ένα σύνολο «υπεύθυνων υπηρετών της κοινωνίας» που προέρχονται από την ίδια και τοποθετούνται «έξω από αυτή». Η τάση που περιγράφεται μ1 αυτό τον τρόπο, χαρακτηρίζει μια πολιτική εξουσία που, για πρώτη φορά στην ιστορία, θα είχε ως σκοπό την εξασθένιση του κρατικού μηχανισμού ή, ορθότερα, την πάλη ενάντια στην ίδια την ύπαρξη τον (ΕΠΓ, όπ. π. σελ. 339340).
δ. Πρόκειται, τέλος, για μια μορφή οργάνωσης της εθνικής παραγωγής - και σ' αυτό το σημείο οι Μαρξ και Ένγκελς ασκούν πολεμική στους αναρχικούς - σύμφωνη με τις ανάγκες που προκύπτουν από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Συνίσταται αφ' ενός στη σχεδιοποίηση και τη συγκέντρωση των «γενικών λειτουργιών» της κοινωνίας και, αφ' ετέρου, στην επίτευξη της εθνικής ενότητας με την «πνευματική καθοδήγηση» των εργατών των πόλεων.
Αποβλέποντας στην εκπλήρωση μιας συγκεκριμένης ιστορικής λειτουργίας (την κατάργηση των τάξεων και της εκμετάλλευσης) αυτές οι πλευρές αποτελούν, ουσιαστικά, μια πρόωρη εμφάνιση τον κομμουνισμού από την αρχή της διαδικασίας επαναστατικής μεταβολής και αυτό ανεξάρτητα από τη διάρκεια και την πολυπλοκότητα της (που ο Μαρξ ελαχιστοποιούσε). Η πρωτοτυπία της νέας αντίληψης που πρότεινε ο Μαρξ έγκειται στο ότι θεωρεί πως αυτή η νέα λειτουργία αποκτά μια ειδική πολιτική μορφή την οποία ορίζει όχι με νομικό αλλά με διαλεκτικό τρόπο, με βάση την εσωτερική ικανότητα αυτομετασχηματισμού της: «μια πολιτική μορφή απόλυτα δεκτική επέκτασης ενώ οι μέχρι τώρα μορφές διακυβέρνησης βασίζονταν στην καταστολή. Ιδού το πραγματικό μυστικό της: ήταν μια πραγματική κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης των παραγωγών ενάντια στην τάξη αυτών που ιδιοποιούνται την εργασία τους, μια πολιτική μορφή που θα καθιστούσε επί τέλους δυνατή την οικονομική χειραφέτηση της εργασίας» (Για την Κομμούνα, ΕΠΓ, MEW 17, 342). Είναι αυτό που ο Λένιν θα περιγράψει στο Κράτος και Επανάσταση ως αντίφαση ενός «κράτους που είναι συγχρόνως μη - κράτος», οργανωτής του μαρασμού του. Ο Γκράμσι θα μεταφράσει τη «μορφή που είναι δεκτική επέκτασης» (Ausdehnung) ως «μορφή ανάπτυξης» (espansivita) για να συγκεκριμενοποιήσει την ιδέα του αυτομετασχηματισμού. Είναι φανερό ότι σε αυτό το σημείο ανακύπτουν οι θεωρητικές δυσκολίες που δημιουργεί η αντίληψη του Μαρξ, η οποία αποτέλεσε απαραβίαστο δόγμα για την «ορθοδοξία» της Β' και της Γ' Διεθνούς. Οι ιδεολογικές παραλλαγές του μαρξισμού της σοσιαλδημοκρατίας (από τον Κάουτσκυ ως τον αυστρομαρξισμό περνώντας από τον Μπερνστάιν και το γερμανικό, ολλανδικό και ιταλικό «κίνημα στων Συμβουλίων»), αποτελούν διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας «κυβέρνηση των παραγωγών».
ΔΠ III: περίοδος της μετάβασης (Λένιν)
Τα πράγματα είναι εντελούς διαφορετικά με τον Λένιν παρ' ότι και αυτός διεκδικεί την απόλυτη μαρξιστική ορθοδοξία. Το 1905 ο Λένιν αντιμετώπιζε τα προβλήματα των «δύο επαναστάσεων σε μια» (της αστικής και της προλεταριακής) στην «καθυστερημένη» Ρωσία και της συμμαχίας ανάμεσα στο προλεταριάτο και τους αγρότες. Δεν θέλησε να αναφερθεί στην Δ Π (σε αντίθεση με τους μενσεβίκους που την θεωρούσαν ωστόσο απραγματοποίητη) και διαμόρφωσε την έννοια μωσαϊκό «δημοκρατική επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου και των αγροτών» για να δηλώσει την ειδικά μπολσεβίκικη «τακτική» (που αντιστοιχεί σε αυτό, που αποκαλέσαμε πιο πάνω στρατηγικό πρόβλημα). Ο Τρότσκι θα βασιστεί σε αυτό για να επαναφέρει την έννοια της «διαρκούς επανάστασης». Στη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης και της περιόδου 19181923, ο Λένιν επανέρχεται στην Δ Π για να της αποδώσει όμως μια δυνάμει νέα σημασία, την τρίτη κατά σειρά: η ΔΠ αποτελεί μια ιστορική περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό (και όχι απλώς μια πολιτική μορφή ή μια «κυβερνητική μορφή» της μετάβασης). Αυτή την ιδέα είχε σκιαγραφήσει ο Μαρξ στην Κριτική του
Προγράμματος της Γκότα διακρίνοντας τις «δύο φάσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας». Στην αντίληψη του Λένιν ενυπάρχουν τα βασικά στοιχεία που συναντάμε στον Μαρξ αλλά έχει μεταβληθεί ριζικά η σημασία τους.
Αρχικά, η έννοια της ταξικής πάλης για την εξουσία αποκτά νέες ιδεολογικές και πολιτιστικές διαστάσεις. (Τον Λένιν απασχολεί, κατά κύριο λόγο, μετά τον Οκτώβρη η αναγκαιότητα της" «πολιτιστικής επανάστασης»: «η δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια επίμονη πάλη αιματηρή και αναίμακτη, βίαιη και ειρηνική, στρατιωτική και οικονομική, παιδαγωγική και διοικητική ενάντια στις δυνάμεις και τις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας. Η δύναμη της συνήθειας που υπάρχει σε εκατομμύρια, δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, είναι, η φοβερότερη δύναμη» - Ο αριστερισμός, παιδική αρρώστια τον κομμουνισμού, 1920)
Κατά δεύτερο λόγο, τα στοιχεία που συμπληρώθηκαν όπως είδαμε, εμφανίζονται πια ως όψεις μιας μακρόχρονης περιόδου μετάβασης που συμπίπτει, δυνάμει, με αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας» ή «σοσιαλισμό». Έτσι, ο κομμουνισμός, αν και δημιουργείται από τις τάσεις του καπιταλισμού, δεν μπορεί πια να θεωρηθεί προσχηματισμένος. Δεν είναι μόνον το αποτέλεσμα μιας ορισμένης πολιτικής αλλά και μιας ειδικής οικονομικής διαδικασίας, οι αντιφάσεις της οποίας πρέπει να αναδυθούν κάτω από τις διαφορετικές ιστορικές και εθνικές μορφές με τις οποίες είναι δυνατό να εμφανισθούν. θα πρόκειται, θεωρητικά, για τις αντιφάσεις ενός νέου κοινωνικού σχηματισμού (που έχει δική του βάση και εποικοδόμημα) και όπου συνυπάρχουν, αντιφατικά, στοιχεία κρατικού καπιταλισμού και (κομμουνιστικά) στοιχεία οργάνωσης και ελέγχου της παραγωγής από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Το σημαντικό νέο στοιχείο σε σχέση με τον Μαρξ είναι ότι ο Λένιν ορίζει την ΔΠ ως περίοδο νέων ταξικών ανταγωνισμών που παίρνουν, μάλιστα, νέα μορφή: «Οι τάξεις υπάρχουν και θα εξακολουθούν να υπάρχουν στη διάρκεια της δικτατορίας του προλεταριάτου (...) αλλάζουν όμως όλες μορφή και οι μεταξύ τους σχέσεις μεταβάλλονται εξίσου. Η ταξική πάλη δεν εμφανίζεται στη δικτατορία του προλεταριάτου, απλώς υπάρχει σε διαφορετικές μορφές« (Η οικονομία και η πολιτική στην περίοδο της δικτατορίας τον προλεταριάτου, 1919).
Από τις θεωρητικές συνέπειες αυτής της αλλαγής, δύο πρέπει να μας απασχολήσουν ειδικότερα:
α. Η πρώτη είναι η εμφάνιση μιας σειράς έργων «οικονομικής θεωρίας» της ΔΠ, η οποία αντιμετωπίζεται ως νέος τύπος κοινωνικού σχηματισμού, και πρώτο από τα οποία είναι η «Οικονομία της περιόδου της μετάβασης» τον Μπουχάριν (1920). Η συζήτηση διακόπηκε βίαια στη σταλινική περίοδο και ξανάρχισε επί Χρουτσώφ, μετά ttjv αποτυχία του προγράμματος «περάσματος στον κομμουνισμό» που διαμόρφωσε το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) και την αντικατάσταση του από το πρόγραμμα οικοδόμησης της «προωθημένης σοσιαλιστική κοινωνίας». Δεν αναφερόμαστε τόσο στους, εξαιρετικά πραγματιστές, υπέρμαχους της «αποκαταστάσεως του κέρδους» (Λίμπερμαν, Τραπέζνικωφ) όσο στη συζήτηση που ακολούθησε τη δημοσίευση των θεωρητικών θέσεων του Ja. A. Kronrod, (1971) οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ περισσότερο «σκανδαλώδεις» : υποστηριζόταν ότι υπάρχουν περισσότεροι τρόποι παραγωγής στη μετάβαση στον κομμουνισμό και ταξικές σχέσεις στον σοσιαλισμό'. Πολύ γρήγορα, η συζήτηση διακόπηκε για δεύτερη φορά βίαια.
β. Δεύτερη συνέπεια είναι η μαοϊκή αντίληψη της ΔΠ που κυριάρχησε στην «προλεταριακή πολιτιστική επανάσταση» μετά το 1966 αλλά που είχε εμφανιστεί ήδη στο προγενέστερο έργο του Μάο Τσε Τούνγκ. Σύμφωνα με τον Μάο, η ΔΠ είναι μια «αδιάκοπη επανάσταση» και η διάρκεια της δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί. Περιλαμβάνει κατ' ανάγκην την ανάπτυξη νέων αντιθέσεων και, δυνητικά, νέων ταξικών ανταγωνισμών - πάντα στη βάση της ιστορικής αντίθεσης καπιταλισμού κομμουνισμού. Η κατάσταση μεταβάλλεται άρδην: η ΔΠ δεν αποτελεί πλέον τη μεταδοτική μορφή που διαδέχεται μια συγκεκριμένη (στιγμιαία) επανάσταση (κατάληψη της εξουσίας) αλλά γίνεται, δυνητικά, μια ακολουθία από περισσότερες λαϊκές επαναστάσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν πριν τον οικονομικό, πολιτικό, και ιδεολογικό μετασχηματισμό που θα οδηγήσει στην αταξική κοινωνία (και ιδίως στην κατάργηση του χωρισμού χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας που θεωρείται ως ο βαθύτερος πυρήνας των ταξικών ανταγωνισμό).
Σ' αυτό το ακριβώς το σημείο επικεντρώνεται η διαφορά με το μαρξισμό σοβιετικού τύπου, διαφορά που παίρνει οξεία μορφή διότι από τη μαοϊκή προοπτική αμφισβητείται ο ρόλος του (κομμουνιστικού) Κόμματος στην ΔΠ. Μέχρι τον Λένιν, και παρά την έντονη πρακτική επεξεργασία του προβλήματος από τον ίδιο, το Κόμμα δεν είχε συνδεθεί ποτέ οργανικά με τη θεωρία της ΔΠ. θα δούμε ότι αυτό έγινε στην τέταρτη προσπάθεια καθορισμού (ΔΠ IV) με την οποία συνδέονται αντιθετικά, με ένα τρόπο φαινομενικά μόνο παράδοξο, τα ονόματα των Στάλιν και Γκράμσι.
ΔΠ IV: Κόμμα - Κράτος
(Στάλιν, Γκράμσι)
Μπορούμε να αποδώσουμε στον Στάλιν και γενικότερα στο σταλινικό μαρξισμό μια πρωτότυπη αντίληψη για την ΔΠ; Το θεωρούμε αναμφισβήτητο. Κι αυτό γιατί ο Στάλιν όχι μόνο ασχολήθηκε πρακτικά, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, με τη δημιουργία ενός κράτους αλλά και γιατί έθεσε καθαρά το θεωρητικό πρόβλημα που δεν είχε σαφή μορφή σ' εκείνους.
Ο Στάλιν ξεκινά από τις αναλύσεις του Λένιν για τη συγκυρία τη: ΝΕΠ και το ρόλο που αναλαμβάνουν στη διάρκεια της το σοβιετικό Κράτος, το κομμουνιστικό Κόμμα, τα συνδικάτα (μετά τη μεγάλη σύγκρουση του 1921 με τον Μπουχάριν, τον Τρότσκι και την «εργατική αντιπολίτευση») και οι μαζικές οργανώσεις (πρόβλημα της Προλετκούλτ). Από αυτές τις αναλύσεις ο Στάλιν συνάγει τον ορισμό ενός συστήματος της ΔΠ ή της ΔΠ ως κοινωνικού και θεσμικού «συστήματος». Το κόμμα γίνεται ο βασικός άξονας του όλου «συστήματος», η «ανώτερη μορφή οργάνωσης της προλεταριακής τάξης» και, κατά συνέπεια, η «ηγετική δύναμη του κράτους» γιατί το τελευταίο στη ΔΠ μπορεί να θεωρηθεί ως το σύνολο των «μορφών οργάνωσης της προλεταριακής τάξης». Το συνδικάτο αναλαμβάνει (θεωρητικά) την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και την οργάνωση της παραγωγικής άμιλλας κάτω από τον έλεγχο του Κόμματος, για το οποίο αποτελεί τον κύριο «ιμάντα μεταβίβασης». Με αυτόν τον τρόπο επιλύεται, τυπικά τουλάχιστον, το πρόβλημα της κινητήριας δύναμης των ιστορικών μετασχηματισμών που ο Μαρξ είχε συμπεριλάβει στη «δεκτική επέκτασης μορφή» της ΔΠ και ο Λένιν στην «περίοδο μετάβασης» οι οποίες θα έπρεπε να οδηγήσουν στην αταξική κοινωνία: στην πραγματικότητα, ' το κόμμα αποτελεί την κατ' εξοχήν επαναστατική δύναμη που δημιουργείται και αναπαράγεται διαρκώς με βάση τα πιο προωθημένα στοιχεία του προλεταριάτου (και η οποία, αν χρειαστεί, «εκκαθαρίζεται» περιοδικά) και αυτή η ανατρεπτική δύναμη φωλιάζει στην καρδιά των δομών του κράτους ! Η θεωρία της ΔΠ συγχωνεύεται λοιπόν με την έννοια της («μονολιθικής») ενότητας του κόμματος την οποία είχε επίσης θεωρητικοποιήσει ο Στάλιν με βάση τις συγκυριακές αναλύσεις του Λένιν (στο Τι να κάνουμε; και στα πρακτικά του 10ου συνεδρίου του ΚΚ(μπ).). Αυτή η συλλογιστική οδηγεί, αναγκαστικά, τον Στάλιν στο να «διορθώσει» τους προηγούμενους ορισμούς σε ένα βασικό σημείο: ο μαρασμός τον κράτους δεν είναι εξ ορισμού αναγκαίος (ως τάση) στην ΔΠ αλλά αναβάλλεται επ' αόριστον. «Το κράτος της ΔΠ» δεν είναι ένα «ημίκράτος» αλλά ένα «νέο» κράτος που τείνει να ενισχυθεί.
Μετά τον Στάλιν, ο μαρξισμός των σοσιαλιστικών χωρών δεν διαφοροποιείται σε αυτό το σημείο. Στην ανάγκη, διατηρεί τη βάση της σταλινικής αντίληψης, εγκαταλείποντας τον όρο (γίνεται λόγος για «λαϊκή δημοκρατία», «Κράτος ολόκληρου του λαού» ή «των εργαζομένων»). Αυτές οι ταλαντεύσεις υπήρχαν εν σπέρματι και στον Στάλιν που ερμήνευε τη λενινιστική θέση για «συνέχιση της ταξικής πάλης» στην ΔΠ είτε ως «όξυνση της ταξικής πάλης» στο σοσιαλισμό είτε ως «εξαφάνιση των ταξικών ανταγωνισμών» (η εισήγηση για το Σύνταγμα του 1936 εξαγγέλλει το τέλος της ΔΠ στην ΕΣΣΔ). Το ουσιώδες είναι βέβαια ο θεσμοποιημένος ηγετικός ρόλος του κόμματος, η ταύτιση του με το κράτος.
Για μια ακόμη φορά βρίσκουμε στον Μάο τις σημαντικότερες αναλύσεις των αντιφάσεων αυτής της αντίληψης. Η πολιτιστική επανάσταση - που αποτελεί με αυτή την έννοια τη μόνη αυθεντική προσπάθεια, κριτικής του σταλινισμού εκ των έσω - βασίζεται στο ότι η συνεχιζόμενη πάλη των τάξεων διαπερνά το ίδιο το κόμμα: δεν πρόκειται απλώς για «εκκαθαρίσεις» προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα του. αλλά για την αναγνώριση του ότι προεκτείνονται στο εσωτερικό του Κόμματος οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί που διαιρούν ολόκληρη την κοινωνία. Πάντως ο Μάο δεν κατορθώνει να αποφύγει την παλινδρόμηση ανάμεσα σε όνο εντελώς διαφορετικές αναλύσεις της θέσης αυτής που επικρατούν διαδοχικά στη διάρκεια της «πολιτιστικής επανάστασης»: πρώτον, την ιδέα ότι το Κόμμα πρέπει σε δεδομένες συνθήκες να τεθεί σε αμφισβήτηση εκ μέρους άλλων τύπων επαναστατικής οργάνωσης των μαζών, οι οποίες θα του αμφισβητήσουν το μονοπώλιο της πολιτικής διεύθυνσης και, δεύτερον, την ιδέα ότι οι ταξικοί ανταγωνισμοί «συγκεντρώνονται» στο εσωτερικό τον και εκεί πρέπει τελικά να δοθεί η λύση. Έτσι, διαφυλάσσεται το μονοπώλιο της πολιτικής διεύθυνσης με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη του μύθου της «μονολιθικής» ενότητας.
Αγγίζουμε πλέον τα ιστορικά και θεωρητικά όρια της έννοιας. Πάντως είναι δυνατόν να διευκρινισθούν περισσότερο σε μια νέα κατεύθυνση που μας προσφέρει το έργο του Γκράμσι.
Ο Γκράμσι ασχολείται με το πρόβλημα της ΔΠ όταν θεωρητικοποιεί την ηγεμονία, την οποία και αντιμετωπίζει ως πρόβλημα που εμπεριέχει το «πριν» και το «μετά» της επανάστασης ή της κατάληψης της εξουσίας. Η ΔΠ δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει απλή αντικατάσταση μιας τάξης από μια άλλη (ή των αντιπροσώπων μιας τάξης από τους αντιπροσώπους μιας άλλης) σε μια μορφή κυριαρχίας (ή στη θέση του «κυβερνώντος») η οποία παραμένει αμετάβλητη.
Φαίνεται πόντιος ότι ο Γκράμσι ασχολείται με την ΔΠ ξεκινώντας από μια «παρανόηση» της σημασίας που είχε στο έργο του Μαρξ και κυρίως του Λένιν όπου εμπεριείχε ήδη όπως είδαμε - την ιδέα της δημοκρατίας των μαζών, του συστήματος οργανικής συμμαχίας των λαϊκών τάξεων αλλά και της επαναστατική; μορφωτικής ή «παιδαγωγικής» διαδικασία;. Όπιο; εξ άλλου σημειώνει ο Β. Τζερρατάνα «στα Τετράδια της φυλακής κάθε φορά που γίνεται αναφορά στην ΔΠ, ο όρος ερμηνεύεται ως "θεωρία του Κράτους ως δύναμης", κάτι που επισημαίνει αποκλειστικά και μόνο το κοινό στοιχείο που υπάρχει σε κάθε κράτος». Αυτό πρέπει να μας εκπλήσσει, αν είναι αλήθεια ότι η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας δεν αποτελούσε παρά την επαναφορά και υπεράσπιση της πλήρους σημασίας της λενινιστικής ΔΠ σε αντιπαράθεση με τις θέσεις του Τρότσκι και του Μπορντίγκα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, αυτός ο μεταγενέστερος περιορισμός δείχνει ότι, ακόμη και με αυτή την έννοια, η λενινιστική ΔΠ αφήνει για τον Γκράμσι άλυτο ένα θεμελιώδες πρόβλημα. Πρέπει να διαστείλουμε το φαινόμενο «διεύθυνση ηγεμονία» από τη «δικτατορία κυριαρχία» και να το αναλύσουμε ειδικά με βάση την αντίληψη του Γκράμσι.
Πρέπει κυρίως να συναγάγουμε τις λειτουργίες και τα ηγεμονικά χαρακτηριστικά του κόμματος, που στον Λένιν παραμένουν ακαθόριστα. Από αυτό προκύπτει, τελικά μια τριπλή εννοιολογική μεταβολή: η αρχική σχέση ηγεμονίας και ΔΠ, αντιστρέφεται. Η ΔΠ γίνεται μια από τις πλευρές της ιστορικής ηγεμονίας, η «ευρύτερη» σύλληψη της οποίας περιλαμβάνει την ιδεολογική διεύθυνση που δεν προκύπτει από μια σχέση εξουσίας αλλά από τη σταδιακή ζύμωση των μαζών η οικοδόμηση του προλεταριακού κόμματος δεν περιορίζεται στην ανάδειξη μιας «πρωτοπορίας» («συνειδητής και οργανωμένης» κατά το κλισέ της Γ' Διεθνούς): είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που πριν και μετά την κατάληψη της εξουσίας ενοποιεί το προλεταριάτο και τις μάζες κάτω από μια δεδομένη «κοσμοαντίληψη» που επενδύεται στην καθημερινή πρακτική και αντιπαρατίθεται στην αντίστοιχη των εκμεταλλευτριών τάξεων: η έννοια του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» (ή. αλλιώς, «οργανικού» - σε αντίθεση με τον «γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό») μεταφέρεται από το κόμμα στο ίδιο το κράτος.
Το παράδοξο είναι πως, αν και αυτή η τροποποίηση έχει το πλεονέκτημα ότι ανοίγει ένα πεδίο ευρύτατων κριτικών αναλύσεων εντελώς διαφορετικό από το σταλινικό «σύστημα», προσκρούει στα ίδια ακριβώς θεωρητικά αδιέξοδα. Για τον Στάλιν, οι λειτουργίες του κόμματος απορροφώνται από τον κρατικό του ρόλο (ακριβώς όπως η ηγεμονία περιορίζεται στον έλεγχο που έχει το κόμμα στα συνδικάτα και τις μαζικές οργανώσεις). Το κόμμα είναι συνεπώς ο θεσμός που τείνει διαρκώς στο να ακυρώνει στην πράξη τη διεύθυνση ηγεμονία προς όφελος της δικτατορίας καταναγκασμού. Η προσπάθεια του Γκράμσι να αποτρέψει αυτή την αντιστροφή, αφήνει ανοιχτό το ζήτημα του «μαρασμού του κράτους». Για τον Γκράμσι υπάρχει, μάλλον, η προοδευτική δόμηση ενός κράτους νέου τύπου, ενός κράτους «ηθικού», για την υπέρβαση κάθε «οικονομικού κορπορατιστικού» (που θεμελιώνεται στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων, το χωρισμό πολιτικής και οικονομίας) και την υπέρβαση της διάκρισης κυβερνώντων κυβερνωμένων. Ένα τέτοιο «κράτος», ακόμη και αν δεν θεωρηθεί ως επάνοδος στην ουτοπία της κλασικής εξισωτικής δημοκρατίας, δεν αποτελεί, πάντως, μια μη έννοια. που δεν υφίσταται και δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθεί στα πλαίσια της μαρξιστικής προβληματικής;
Αν είναι έτσι τα πράγματα, κατανοούμε ακριβέστερα γιατί στο τέρμα μιας διαδικασίας διεύρυνσης που ανέσυρε προοδευτικά την ΔΠ από την κατάσταση μιας περιφερειακής, αν όχι περιθωριακής, έννοιας στη θεωρία, για να την συνδέσει τελικά με όλα τα κρίσιμα ζητήματα του μαρξισμού, η «κρίση» της έννοιας που σοβεί στη σημερινή πρακτική μπορεί να ταυτιστεί με την υπαρκτή «κρίση του μαρξισμού». Από αυτό το σημείο και πέρα είναι εντελώς μάταιο να προσπαθούμε να την αντιμετωπίσουμε ξεχωριστά, διατηρώντας το μύθο ενός ζωντανού και με εσωτερική συνοχή μαρξισμού... χωρίς αναφορά στην ΔΠ! Εκτός κι αν πρόκειται για πυροτεχνήματα καιροσκοπικής πολιτικής (βλέπε 22ο Συνέδριο του ΚΚΓ. 1976).

Σχετικά με τη μαρξιστική θεωρία της πάλης των τάξεων*

του Ετιέν Μπαλιμπάρ

Μετάφραση: Χρ. Γιαννούλη και Δ. Δημούλης

 * Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα του δοκιμίου του συγγραφέα υπό τον τίτλο: De la lutte des classes à la lutte sans classes? που δημοσιεύθηκε στη συλλογή: Ε. Balibar  -  Im. Wallerstein, «Race, nation, classe. Les identités ambiguës», Ed. La Découverte, Paris 1988, σελ. 207246.

Η «μαρξιστική θεωρία» των τάξεων

Δεν πρόκειται σ' αυτό το σημείο να συνοψίσουμε για μια ακόμη φορά τις θεμελιώδεις έννοιες του «ιστορικού υλισμού», αλλά να επισημάνουμε αυτό που στο έργο του Μαρξ, αν το πάρουμε κατά γράμμα - περισσότερο ως θεωρητική εμπειρία παρά ως σύστημα - δίνει διφορούμενη σημασία στην ανάλυση της ταξικής πάλης και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι της εξασφάλισε το «περιθώριο» που ήταν αναγκαίο για την πρακτική της επένδυση. Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα σε αναλύσεις που είναι πολύ γνωστές ή έχω υποστηρίξει αλλού.
Το πρώτο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι οι τεράστιες διαφορές των μορφών της ταξικής πάλης που συναντούμε στα «ιστορικοπολιτικά» έργα του Μαρξ αφ' ενός και στο Κεφάλαιο αφ' ετέρου.
Τα πρώτα επηρεάστηκαν, βεβαίως, περισσότερο από κάθε άλλο κείμενο από τις συνθήκες στις οποίες γράφτηκαν. Οι «εικόνες» που παρουσιάζουν μοιάζουν να είναι προσαρμογές του βασικού ιστορικού σχήματος στα απρόοπτα της εμπειρικής ιστορίας (που περιορίζεται βασικά στην ευρωπαϊκή ιστορία), οι οποίες ταλαντεύονται διαρκώς ανάμεσα στην εκ των υστέρων διόρθωση και την πρόβλεψη. Ορισμένες φορές αυτές οι προσαρμογές απαιτούν νέες εννοιολογικές κατασκευές, όπως το περίφημο ζήτημα της «εργατικής αριστοκρατίας». Άλλοτε δημιουργούν σημαντικές λογικές δυσχέρειες: για παράδειγμα η ιδέα που ξεκινά από το βοναπαρτισμό, ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να ασκήσει η ίδια, ως τάξη, την πολιτική εξουσία. Άλλες φορές φέρνουν στην επιφάνεια μια διαλεκτική του «συγκεκριμένου» πολύ πιο λεπτή: για παράδειγμα η ιδέα ότι οι επαναστατικές και αντεπαναστατικές κρίσεις συμπυκνώνουν σε μια δραματική διαδοχή, φαινόμενα αποσύνθέσης της ταξικής αντιπροσώπευσης και πόλωσης της κοινωνίας σε ανταγωνιστική στρατόπεδα. Κατά βάθος, αυτές οι αναλύσεις δεν θέτουν ποτέ υπό αμφισβήτηση μια αντίληψη της ιστορίας που μπορούμε να αποκαλέσουμε στρατηγική. Η ιστορία αντιμετωπίζεται ως συγκρότηση και αντιπαράθεση συλλογικών δυνάμεων με ξεχωριστή ταυτότητα, αποκλειστική κοινωνική λειτουργία και πολιτικά συμφέροντα: αυτό που αποκαλείται στο Μανιφέστο «εμφύλιος πόλεμος λανθάνων ανοιχτός». Απ' όπου και η δυνατότητα να προσωποποιηθούν οι τάξεις ως πραγματικά και ιδεολογικά υποκείμενα της ιστορίας. Μια τέτοια προσωποποίηση] προϋποθέτει, βέβαια, τη θεμελιώδη συμμετρία των όρων που αντιπαραθέτει.
Αυτό ακριβώς απουσιάζει ουσιαστικά από τις αναλύσεις του Κεφαλαίου (και είναι ριζικά αντίθετο στη «λογική» του). Βέβαια, το Κεφάλαιο εκθέτει μια διαδικασία που εξαρτάται απόλυτα από την ταξική πάλη αλλά εμπεριέχει μια θεμελιώ1 δη ασυμμετρία: σε σημείο που θα μπορούσαμε ακόμη και να πούμε ότι σύμφωνα Ι με τη δική του οπτική οι ανταγωνιστικές τάξεις δεν «συναντώνται» ποτέ. Πραγματικά, οι αστοί ή καπιταλιστές (θα επανέλθω στα προβλήματα που δημιουργεί αυτή ι η διπλή ονομασία) δεν εμφανίζονται ποτέ ως κοινωνική ομάδα αλλά αποκλειστικά ως «προσωποποίηση», «μάσκες», «φορείς», του κεφαλαίου και των ποικίλων λειτουργιών του. Μόνον όταν οι λειτουργίες αυτές συγκρούονται μεταξύ τους, οι «ταξικές μερίδες» των καπιταλιστών - επιχειρηματίες και χρηματιστές, έμποροι | - αρχίζουν να αποκτούν κοινωνιολογική υπόσταση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν αντιμετωπίζουν τα συμφέροντα της έγγειας ιδιοκτησίας και των προκαπιταλιστικών τάξεων που θεωρούνται «εξωτερικές» στο σύστημα. Αντίθετα, το προλεταριάτο εμφανίζεται από την αρχή απέναντι στο κεφάλαιο χρήμα ως συγκεκριμένη απτή πραγματικότητα («συλλογικός εργάτης», «εργασιακή δύναμη») στη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής. Μπορούμε να πούμε ότι, κατά μια ισχυρή ι έννοια, στο Κεφάλαιο δεν υπάρχουν δύο, τρεις ή τέσσερις τάξεις αλλά μια και\ μόνη, η εργατική προλεταριακή τάξη, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί συγχρόνως! προϋπόθεση αξιοποίησης του κεφαλαίου, αποτέλεσμα της συσσώρευσης του και [ εμπόδιο στο οποίο προσκρούει διαρκώς η αυτόματη κίνηση του.
Κατά συνέπεια, η ασυμμετρία των δύο «θεμελιωδών τάξεων» (η απουσία της Ι μιας αντιστοιχεί στην παρουσία της άλλης και αντιστρόφως) όχι μόνον δεν είναι αντίθετη στην ιδέα της ταξικής πάλης αλλά και εμφανίζεται ως η ευθεία έκφραση της βαθύτερης δομής της («η επιστήμη θα ήταν άχρηστη αν η ουσία των πραγμάτων συγχεόταν με την εξωτερική τους εικόνα» γράφει ο Μαρξ) δεδομένου ότι διεξάγεται ήδη μέσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή των όρων εκμετάλλευσης και δεν είναι απλά επιπρόσθετη σ' αυτή.
Μένει το ότι ο «μαρξισμός» συνενώνει αυτές τις δύο θεωρήσεις (ή, όπως πιστεύουμε ότι θα δείξουμε, συνενώνει έναν οικονομικό ορισμό και μια οικονομική προσωποποίηση με έναν πολιτικό ορισμό των τάξεων στο ίδιο ιστορικό δράμα). Σχηματοποιώντας, μπορούμε να πούμε ότι την ενότητα των διαφορετικών οπτικών του Κεφαλαίου και του Κομμουνιστικού Μανιφέστου φαίνεται να εξασφαλίζει μια σειρά σχέσεων έκφρασης και αντιπροσώπευσης - οι οποίες συνδέουν το ζήτημα της εργασίας με το ζήτημα της εξουσίας - και η λογική ανάπτυξης των αντιφάσεων.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να εξετάσουμε εγγύτερα τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ - ο Μαρξ του Κεφαλαίου - διέκρινε την απαρχή των αντιφάσεων στις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξης του προλεταριάτου: ως μια «συγκεκριμένη» ιστορική κατάσταση στην οποία συνδυάζονται σε μια ορισμένη στιγμή ο αφόρητος χαρακτήρας ενός τρόπου ζωής που καθορίζεται ολοκληρωτικά από την παραγωγική μισθωτή εργασία και τα απόλυτα όρια μιας οικονομικής μορφής που βασίζεται ολοκληρωτικά στην αυξανόμενη εκμετάλλευση αυτής της εργασίας.
Ας υπενθυμίσουμε τα βασικά σημεία. Η ανάλυση του Κεφαλαίου συναρθρώνει μια «μορφή» και ένα «περιεχόμενο» ή, αν θέλουμε, μια στιγμή καθολικότητας και μια στιγμή ειδικότητας. Η μορφή (το καθολικό) είναι η αυτόματη κίνηση του κεφαλαίου, η ατέρμονη διαδικασία των μεταμορφώσεων και της συσσώρευσης του. Το ειδικό περιεχόμενο συνίσταται στις αλληλένδετες στιγμές μετασχηματισμού του «ανθρώπινου υλικού» σε δύναμη μισθωτής εργασίας (που πουλιέται και αγοράζεται ως εμπόρευμα), της χρησιμοποίησης του σε μια διαδικασία παραγωγής υπεραξίας, της .αναπαραγωγής του στο επίπεδο της κοινωνίας. Αν προσεγγίσουμε αυτές τις αλληλένδετες στιγμές στην ιστορική τους διάσταση (ή τις θεωρήσουμε ως τάση που επιβάλλεται στην ιστορία όλων των κοινωνιών που υποκύπτουν στην καπιταλιστική «λογική») μπορούμε να πούμε ότι οδηγούν στην προλεταριοποίηση του εργαζομένου. Ενώ όμως η αυτόματη κίνηση του κεφαλαίου αποκτά χάρη στη συνέχεια της (και παρά τις κρίσεις) μια άμεση ενότητα, για την προλεταριοποίηση δεν μπορεί να υπάρξει μια έννοια αν δεν συναρθρώσουμε τρεις τουλάχιστον τύπους κοινωνικών φαινομένων που είναι εξωτερικά διακριτοί (τρεις «ιστορίες» αν θέλουμε).
* Πρώτα απ' όλα, η στιγμή της κατά κυριολεξία εκμετάλλευσης με την εμπορευματική μορφή της ως εξαγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας από το κεφάλαιο: ποσοτική διαφορά ανάμεσα στην αναγκαία εργασία, που αντιστοιχεί στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης σε δεδομένες ιστορικές συνθήκες, και την υπερεργασία που είναι μετατρέψιμη σε μέσα παραγωγής που αντιστοιχούν στην τεχνολογική ανάπτυξη. Για να υπάρξει αυτή η διαφορά και η παραγωγική ιδιοποίηση απαιτούνται συγχρόνως μια σταθερή νομική μορφή (η σύμβαση μισθωτής εργασίας) και ένας μόνιμος συσχετισμός δυνάμεων στον οποίο εντάσσονται οι τεχνικές απαιτήσεις, οι εργατικές και εργοδοτικές συμμαχίες, οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους που επιβάλλουν τη «μισθωτή νόρμα»
*Κατά δεύτερο λόγο, η στιγμή που θα αποκαλέσω κυριαρχία: πρόκειται για την κοινωνική σχέση που δημιουργείται μέσα στην παραγωγή και εισχωρεί σε όλους τους πόρους του χρόνου εργασίας του εργάτη. Αρχίζει με την τυπική απλώς υπαγωγή της εργασίας στις εντολές του κεφαλαίου και καταλήγει - μέσω του καταμερισμού, του κατακερματισμού, της εκμηχάνισης και της εντατικοποίησης της εργασίας - στην ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στις ανάγκες αξιοποίησης. Σ' αυτό ιδίως το σημείο πρέπει να αποδώσουμε καθοριστική σημασία στο χωρισμό πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, δηλαδή την απαλλοτρίωση της εργατικής γνώσης και την ενσωμάτωση της στην επιστημονική οργάνωση που την στρέφει ενάντια στην αυτονομία του εργαζομένου. Εδώ είναι σκόπιμο να μελετήσουμε την ανάπτυξη των «πνευματικών δυνάμεων» της παραγωγής (τεχνολογία, προγραμματισμός, σχεδιασμός) σε συσχετισμό με τα αντανακλαστικά αποτελέσματα της καπιταλιστικής μορφής στην ίδια την εργασιακή δύναμη, της οποίας οι φυσικές, ηθικές και πνευματικές συνήθειες καθορίζονται και μεταβάλλονται κατά διαστήματα (από την οικογένεια, το σχολείο, το εργοστάσιο, την κοινωνική ιατρική): όχι, βέβαια, χωρίς αντιστάσεις.
* Τέλος, η στιγμή της ανασφάλειας και του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργαζομένους που εκδηλώνεται με τον κυκλικό, ελκτικό απωθητικό λέει ο Μαρξ, χαρακτήρα της εργασίας και της ανεργίας («ο ειδικά προλεταριακός κίνδυνος» στις διαφορετικές μορφές του, κατά την έκφραση της Σ. ντε Μπρυνόφ). Ο Μαρξ διακρίνει σ' αυτόν τον ανταγωνισμό μια αναγκαιότητα της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, στην οποία μπορεί να θέσει φραγμούς η οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα και το συμφέρον του κεφαλαίου να σταθεροποιήσει ένα τμήμα της εργατικής τάξης, αλλά η οποία δεν είναι ποτέ δυνατόν να εκλείψει απόλυτα και τελικά κατορθώνει να επιβάλλεται ξανά (ιδίως στις κρίσεις και τις καπιταλιστικές στρατηγικές για την υπέρβασή τους). Ο Μαρξ την συνδέει ευθέως με τις διάφορες μορφές της «εφεδρικής βιομηχανικής στρατιάς» και του «σχετικού υπερπληθυσμού» (που περιλαμβάνουν την αποικιοκρατία, την ανταγωνιστική απασχόληση ανδρών γυναικών και παιδιών, τη μετανάστευση κτλ.) δηλαδή τους «πληθυσμιακούς νόμους» που διαιωνίζουν σε ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού την αρχική βίαιη προλεταριοποίηση.
Πρόκειται για τρεις πλευρές προλεταριοποίησης που αποτελούν επίσης τρεις κατευθύνσεις αναπαραγωγής του προλεταριάτου. Όπως ανάφερα σε άλλο σημείο1 περιέχουν μια σιωπηρή διαλεκτική «μάζας» και «τάξης»: διαρκής μετασχηματισμός μαζών (ή πληθυσμών) που είναι ιστορικά ετερογενείς (σημαδεμένες από ποικίλες ιδιαιτερότητες) σε μια εργατική τάξη ή σε διαδοχικές διαμορφώσεις της εργατικής τάξης και σύστοιχη ανάπτυξη «μαζικών» μορφών που χαρακτηρίζουν την ταξική κατάσταση («μαζική εργασία», «μαζική κουλτούρα», «μαζικά κινήματα»).
Αυτό που χαρακτηρίζει το συλλογισμό του Μαρξ είναι το ότι ενοποιεί αυτές τις τρεις στιγμές σε έναν ιδεότυπο που έχει λογική συνοχή και είναι εμπειρικά διαπιστώσιμος, με συγκυριακές μόνον παραλλαγές («de te fabula narratur» λέει στους γερμανούς εργάτες). Αυτή η ενοποίηση εμφανίζεται έτσι ως το αντιστάθμισμα της ενότητας κίνησης του κεφαλαίου, αποτελεί την αντίθετη όψη. Είναι, συνεπώς, αναγκαία προϋπόθεση για να σκεφτούμε in concrete την «λογική του κεφαλαίου» ως καθολική επέκταση της αξιακής μορφής. Μόνον όταν η εργασιακή δύναμη είναι απόλυτα εμπορευματοποιημένη, η εμπορευματική μορφή κυριαρχεί σε κάθε κοινωνική παραγωγή και κυκλοφορία. Και μόνον όταν αυτές οι διαφορετικές πλευρές προλεταριοποίησης ενοποιηθούν στην ίδια διαδικασία (στον ίδιο «μύλο» με την υλική παραγωγή, μας λέει ο Μαρξ) η εργατική δύναμη εμπορευματοποιείται απόλυτα.
Αυτό μας οδηγεί αμέσως σε ιστορικές δυσκολίες που δεν μπορούν να αρθούν παρά με αμφισβητήσιμες εμπειρικοθεωρητικές υποθέσεις. Παράδειγμα η υπόθεση ότι, με λίγες εξαιρέσεις, ο καταμερισμός εργασίας στην παραγωγή τείνει προς την αποειδίκευση και την ομογενοποίηση των εργαζομένων, έτσι ώστε να γενικευθεί η «απλή εργασία» που είναι αδιαφοροποίητη και εναλλάξιμη, και να υπάρξει, κατά κάποιο τρόπο, στην πραγματικότητα η «αφηρημένη» εργασία, η ουσία της αξίας. Αυτό καθιστά έντονα διφορούμενη την έννοια των «ιστορικών νόμων» του καπιταλισμού (και των αντιφάσεων αυτού του τρόπου παραγωγής), θα δούμε ότι αυτή η αμφισβήτηση βρίσκεται στο κέντρο της μαρξιστικής θεώρησης των τάξεων.
Ας ασχοληθούμε λίγο ακόμη με την περιγραφή της προλεταριοποίησης που συναντούμε στον Μαρξ. θα ήθελα να επισημάνω με συντομία την αμφισημία αυτής της περιγραφής αναφορικά με τις κλασικές κατηγορίες του οικονομικού και του πολιτικού. Αυτή η αμφισημία δεν υπάρχει μόνον για μας αλλά και για τον ίδιο τον Μαρξ. Πράγματι, είναι πάντοτε δυνατό να γίνουν δύο αναγνώσεις των αναλύσεων του Κεφαλαίου ανάλογα με το εάν δίνουμε προτεραιότητα σ' αυτό που αποκάλεσα «μορφή» ή σ' αυτό που αποκάλεσα «περιεχόμενο». Κατ' αυτόν τον τρόπο θα προκύψει είτε μια «οικονομική θεωρία των τάξεων» είτε μια «πολιτική θεωρία των τάξεων» με βάση το ίδιο κείμενο.
Σύμφωνα με την πρώτη οπτική, όλες οι στιγμές προλεταριοποίησης (και οι στιγμές αυτών των στιγμών που οδηγούν ως τις λεπτομέρειες της κοινωνικής ιστορίας του 18ου και του 19ου αιώνα, κυρίως στην Αγγλία) είναι προκαθορισμένες στον κύκλο της αξίας, της αξιοποίησης και της συσσώρευσης του κεφαλαίου που δεν αποτελεί απλώς έναν κοινωνικό εξαναγκασμό αλλά και την κρυμμένη ουσία των πρακτικών που χαρακτηρίζουν την εργατική τάξη. Αναμφίβολα αυτή η ουσία είναι, όπως μας λέει ο Μαρξ, «φετιχιστική», αποτελεί προβολή των«ιστορικών κοινωνικών σχέσεων στο απατηλό πεδίο της αντικειμενικότητας και, σε τελική ανάλυση, μια αλλοτριωμένη μορφή της πραγματικής ουσίας που μπορεί να θεωρηθεί ως «έσχατη» πραγματικότητα: η ανθρώπινη εργασία. Η αναγωγή σ' αυτό το θεμέλιο όχι μόνον δεν απαγορεύει μια οικονομιστική ανάγνωση της διαδικασίας ανάπτυξης των «μορφών» αλλά, αντίθετα, την επιβάλλει ως αξεπέραστο ορίζοντα. Διότι, η αλληλεξάρτηση των κατηγοριών της εν γένει εργασίας και του εμπορεύματος (ή της αξίας) αποτελεί την αρχή της κλασικής οικονομικής. Από αυτό το σημείο και πέρα, η κατάσταση πολιτικής σύγκρουσης που είναι πανταχού παρούσα στην περιγραφή των μεθόδων εξαγωγής αξίας και των αντιστάσεων που συναντούν (από τις απεργίες και τις εξεγέρσεις ενάντια στην εκμηχάνιση ή την αναγκαστική εγκατάσταση στις πόλεις έως την εργατική νομοθεσία και την κοινωνική πολιτική του κράτους - περνώντας από την οργάνωση των εργατών) δεν έχει αξία καθ' εαυτή αλλά μόνον ως έκφραση των αντιφάσεων της οικονομικής λογικής (ή της λογικής της εργασίας που αλλοτριώνεται μέσα στην «οικονομική» μορφή).
Αυτή όμως η ανάγνωση είναι αντιστρέψιμη. Φτάνει να αντικαταστήσουμε την πρωτοκαθεδρία της μορφής με την πρωτοκαθεδρία του περιεχομένου, η μορφή του οποίου δεν θα είναι παρά το ενδεχόμενο αποτέλεσμα «τάσης».
Έτσι, η πάλη των τάξεων αντί να αποτελεί έκφραση των οικονομικών μορφών γίνεται η αιτία της σχετικής συνοχής τους, αιτία που μεταβάλλεται, εξαρτάται από το τυχαίο της συγκυρίας και του συσχετισμού δυνάμεων. Αρκεί να εννοήσουμε με τον όρο «εργασία» όχι την ανθρωπολογική ουσία της αλλά ένα πλέγμα κοινωνικών και υλικών πρακτικών, η ενότητα των οποίων προκύπτει μόνον από την σύνδεση τους σε ένα θεσμοποιημένο χώρο (παραγωγή, επιχείρηση, εργοστάσιο) σε μια περίοδο της ιστορίας των δυτικών κοινωνιών (την περίοδο διάλυσης των συντεχνιακών επαγγελμάτων από την βιομηχανική επανάσταση, της εξόδου προς | τα αστικά κέντρα κτλ).
Αυτό που προκύπτει καθαρά - ήδη από το γράμμα των αναλύσεων του Μαρξ | - δεν είναι η προκαθορισμένη σύνδεση των μορφών αλλά ένα παιχνίδι ανταγωνιστικών στρατηγικών, στρατηγικές εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, στρατηγικές αντίστασης που διαρκώς μετατοπίζονται και δοκιμάζονται ξανά με βάση τα ίδια τα αποτελέσματα τους (κυρίως τα θεσμικά αποτελέσματα τους: γι’ αυτό και έχει Ι καθοριστική σημασία στο σημείο αυτό η μελέτη της νομοθεσίας για το χρόνο εργασίας - πρώτη εκδήλωση του «κοινωνικού κράτους» - γύρω από την οποία περιστρέφεται ιστορικά η μετάδοση από την τυπική στην ουσιαστική υπαγωγή, από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία ή ακόμη από την εκτατική στην εντατική εκμετάλλευση). Η πάλη των τάξεων εμφανίζεται επομένως ως πολιτικό πλαίσιο (ασταθές - versatile - πλαίσιο όπως θα έλεγε ο Negri, τόσο λίγο «όμοιο με τον εαυτό του» όσο και η εργασία) πάνω στο οποίο διαγράφονται οι διαφορετικές μορφές της οικονομίας που δεν έχουν καθ' εαυτές την παραμικρή αυτονομία.
Πάντως, όπως ήδη ανέφερα, αυτές οι δύο αναγνώσεις είναι τελικά αντιστρέψιμες, όπως συμβαίνει γενικά μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Και αυτό εκφράζει ικανοποιητικά το διφορούμενο χαρακτήρα της προσπάθειας του Μαρξ: είναι «κριτική της πολιτικής οικονομίας», με την κατάδειξη των ανταγωνισμών της παραγωγής, τη διαρκή παρουσία του συσχετισμού δυνάμεων και της πολιτικής εκεί όπου η φιλελεύθερη ιδεολογία (αφού θυσίαζε ένα κομμάτι, δηλαδή παραδεχόταν, ότι υπάρχει σύγκρουση στο στεγανό του κράτους και της «εξουσίας») πίστευε ότι βρήκε το βασίλειο του ορθολογικού υπολογισμού και του γενικού συμφέροντος που εξασφαλίζεται από ένα αόρατο χέρι και συγχρόνως είναι απόδειξη και καταγγελία των ορίων της πολιτικής, ως καθαρής σφαίρας του δικαίου, της κυριαρχίας και της σύμβασης (όρια πού δεν είναι τόσο εξωτερικά όσο εσωτερικά γιατί εκ των έσω αποκαλύπτεται ότι οι πολιτικές δυνάμεις είναι οικονομικές δυνάμεις, εκφράζουν «υλικά» συμφέροντα).
Αυτές οι δύο αναγνώσεις είναι αντιστρέψιμες και γι’ αυτό ασταθείς. Ορισμένες φορές παρουσιάζουν, στον ίδιο τον Μαρξ, σημεία σύγκλισης της ανάλυσης (πρόκειται κυρίως για τον οικονομιστικό ψευδοορισμό των κοινωνικών τάξεων με όρους διανομής του εισοδήματος που είναι ρικαρδιανής έμπνευσης και με τον οποίο διακόπτεται το χειρόγραφο του Κεφαλαίου· αλλά και για την καταστροφιστική προοπτική κατάρρευσης του καπιταλισμού που έχει αγγίξει τα «απόλυτα ιστορικά όρια του»). Με μια λέξη, η ταλάντευση ανάμεσα στον οικονομισμό και τον πολιτικισμό επηρεάζει την έννοια των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είτε, θα εκφράζουν, από τη μια πλευρά τον τρόπο με τον οποίο τα οικονομικά αποτελέσματα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, μετά από ένα ορισμένο στάδιο, δεν μπορούν παρά να μετατραπούν στο αντίθετο τους (από «όροι ανάπτυξης» της παραγωγικότητας της εργασίας θα γίνουν «εμπόδια»: άρα κρίση και επανάσταση)· είτε θα εκφράζουν, από την άλλη το σταθερό δεδομένο (που υπήρχε εξ αρχής) ότι η ανθρώπινη δύναμη εργασίας δεν ανάγεται στο επίπεδο του εμπορεύματος και ότι αντιστέκεται όλο και περισσότερο ισχυρά και οργανωμένα ως την ανατροπή του συστήματος (αυτό που αποτελεί κυριολεκτικά την ταξική πάλη). Είναι εντυπωσιακό το ότι μπορούμε να εννοήσουμε μ' αυτούς τους δύο τρόπους την περίφημη ρήση του Μαρξ για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών» ως «άρνηση της άρνησης».
Αυτή όμως η ταλάντευση δεν μπορεί να διατηρηθεί με αυτή τη μορφή. Για να είναι κατανοητή και εφαρμόσιμη, μια θεωρία πρέπει να σταθεροποιηθεί σε ένα σημείο. Αυτή τη λειτουργία επιτελεί στον Μαρξ - και ακόμη περισσότερο στους διαδόχους του - η ιδέα της διαλεκτικής, ως γενική ιδέα ενύπαρξης της πολιτικής στην οικονομία και ιστορικότητας της οικονομίας. Σ' αυτό κυρίως το σημείο εισάγεται, ως ενότητα των αντιθέτων, με πλούσιο νόημα για τη θεωρία και την πρακτική, η ιδέα του επαναστατικού προλεταριάτου, που εκφράζει τη συναρμογή οικονομικής αντικειμενικότητας και πολιτικής υποκειμενικότητας που «επιτέλους βρέθηκε». Οι θεωρητικές προϋποθέσεις αυτής της ιδέας συναντώνται στον ίδιο τον Μαρξ (αποτελούν αυτό που αποκάλεσα θεωρησιακό εμπειρισμό του Μαρξ). θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε ότι πρόκειται για την ιδανική ταύτιση της εργατικής τάξης ως «οικονομικής» τάξης και του προλεταριάτου ως «πολιτικού υποκειμένου». Μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως αυτή η ταύτιση ισχύει για όλες τις τάξεις, στη στρατηγική αναπαράσταση της ταξικής πάλης: πρέπει, πάντως, να δεχθούμε ότι μόνον η εργατική τάξη την κατέχει καθ' εαυτή, πράγμα που μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε την εργατική τάξη ως «καθολική» (ενώ οι άλλες τάξεις περιορίζονται σε μια προσέγγιση: ας ξαναθυμηθούμε την ενδεικτική αντίληψη ότι «η αστική τάξη δεν μπορεί να ασκεί την κυριαρχία αυτοπροσώπως» ενώ αντίθετα το προλεταριάτο μπορεί - και πρέπει απαραίτητα - να είναι το ίδιο επαναστατικό).
Φυσικά θα διαπιστώσουμε τις αποστάσεις και τα εμπόδια που επιδρούν αρνητικά στην κατά τεκμήριο ενότητα και μεταθέτουν τη στιγμή της ταύτισης: «καθυστέρηση συνείδησης», επαγγελματικές ή εθνικές «διαιρέσεις» της εργατικής τάξης, «ιμπεριαλιστικά απομεινάρια» κτλ. Οριακά, μπορούμε να θεωρήσουμε - όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ - ότι η ταξική ταύτιση του προλεταριάτου δεν επιτυγχάνεται παρά μόνον στην ίδια την επαναστατική πράξη. Αυτές όμως οι διευκρινήσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα μιας ταύτισης η οποία εμπεριέχεται δυνάμει στην αντιστοιχία μεταξύ αντικειμενικής ενότητας της εργατικής τάξης, που προέκυψε από την καπιταλιστική ανάπτυξη, και την υποκειμενική ενότητα που εγγράφεται - θεωρητικά τουλάχιστον - στο ριζικά αρνητικό χαρακτήρα της κατάστασης της εργατικής τάξης, δηλαδή στην ασυμβατότητα των συμφερόντων της αλλά και της ύπαρξης της με την καπιταλιστική ανάπτυξη από την οποία προέκυψε. Ή ακόμη στην αντιστοιχία μεταξύ της αντικειμενικής εξατομίκευσης της εργατικής τάξης, στην οποία συμμετέχουν όλα τα άτομα που της «ανήκουν», λόγω της θέσης τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, και του αυτόνομου σχεδίου μετασχηματισμού της κοινωνίας που μόνο με αυτό μπορεί να νοηθεί και να οργανωθεί η υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων των ατόμων αυτών και ο τερματισμός της εκμετάλλευσης (δηλαδή η «αταξική κοινωνία», ο σοσιαλισμός ή κομμουνισμός). Όπως φαίνεται, ο τρόπος με τον οποίο ο μαρξισμός αντιλαμβάνεται τον καθοριστικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την διπλή, υποκειμενική και αντικειμενική, ταυτότητα των ίδιων των τάξεων (και ιδίως του προλεταριάτου) προϋποθέτουν ο ένας τον άλλο.
Το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την έννοια των ιστορικών μετασχηματισμών και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη συνέχιση της ύπαρξης, τη συνεχιζόμενη ταυτότητα των τάξεων που εμφανίζονται στην ιστορική σκηνή ως ηθοποιοί του δράματος τους.
Οι θεωρητικές προϋποθέσεις αυτού του κύκλου υπάρχουν, όπως είπα πριν λίγο, στον ίδιο τον Μαρξ: στην ιδέα της επαναστατικής υποκειμενικότητας ως απλής συνειδητοποίησης του ριζικά αρνητικού χαρακτήρα που εμφανίζει η κατάσταση της εκμετάλλευσης· και στην ιδέα ότι αυτή η κατάσταση εκφράζει, έστω με διαβαθμίσεις και στάδια, μια ενιαία διαδικασία προλεταριοποίησης που ανταποκρίνεται ολόκληρη στην ίδια λογική. Σ' αυτές τις συνθήκες δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι η δομική ιδέα ενός ασυμφιλίωτων ανταγωνισμού δεν έχει πάψει να προβάλλεται στην ιστορική κατασκευή απλοποίησης των ταξικών σχέσεων, στο τέρμα της οποίας το βασικό στοίχημα της ανθρώπινης περιπέτειας θα φανερωθεί «στα μάτια όλων», σε «παγκόσμια» κλίμακα.
Για να σπάσει αυτός ο κύκλος και να αρχίσουν να διαχωρίζονται τα στοιχεία της θεωρητικής ανάλυσης από τα στοιχεία της χιλιαστικής ιδεολογίας που ενσωματώθηκαν στην αντιφατική ενότητα του μαρξισμού, είναι αρκετό οι εμπειρικά διαπιστώσιμες αποστάσεις ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές προλεταροποίησης να αντιμετωπιστούν ως δομικές, όχι δηλαδή ως μεταδοτικές αλλά ως εσωτερικές στις συγκεκριμένες συνθήκες του «ιστορικού καπιταλισμού» (Wallerstein). H κοινωνική λειτουργία της αστικής τάξης - η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, παρά την ψευδαίσθηση των Ένγκελς και Κάουτσκυ, ως «περιττή τάξη» - δεν περιορίζεται στο ρόλο του «φορέα» των οικονομικών λειτουργιών του καπιταλισμού. Κι ακόμη: «αστική τάξη» και «καπιταλιστική τάξη» δεν είναι, ούτε καν για την κυρίαρχη μερίδα, δύο ονόματα για το ίδιο πρόσωπο. Τέλος, και αυτό δεν είναι η πιο ασήμαντη δυσχέρεια, η επαναστατική (ή αντεπαναστατική) ιδεολογία δεν είναι, ιστορικά, το άλλο όνομα μιας ομοιόμορφης και καθολικής αυτοσυνείδησης αλλά το ενεργό αποτέλεσμα συγκυριών και συγκεκριμένων πολιτιστικών και θεσμικών μορφών.
Όλες αυτές οι διορθώσεις και οι διαφοροποιήσεις εμφανίστηκαν τόσο στην ιστορική εμπειρία όσο και στο έργο ιστορικών και κοινωνιολόγων, και κατέληξαν σε μια κυριολεκτική αποδόμηση της αρχικής μαρξιστικής θεωρίας. Οδήγησαν και στην πλήρη αναίρεση των μεθόδων του μαρξισμού; θα ήταν πιο εύλογο να αναρωτηθούμε μήπως δίνουν τη δυνατότητα να αναδημιουργηθεί η θεωρία αυτή στην οποία οι έννοιες τάξη και ταξική πάλη - αφού ασκηθεί ριζική κριτική στις ιδεολογικές προϋποθέσεις που οδηγούν στο να εκληφθεί η ανάπτυξη του καπιταλισμού ως «απλούστευση των ταξικών ανταγωνισμών» (που εμπεριέχει «καθ* εαυτή» την αναγκαιότητα της αταξικής κοινωνίας) - θα χαρακτήριζαν, αντίθετα, μια διαδικασία μετασχηματισμού χωρίς προκαθορισμένο σκοπό τέλος, με άλλα λόγια θα αντιστοιχούσαν κατ' αρχήν σε έναν αδιάκοπο μετασχηματισμό της ταυτότητας των κοινωνικών τάξεων. Έτσι ο μαρξιστής θα μπορούσε με κάθε σοβαρότητα να χρησιμοποιήσει ο ίδιος, και να επιστρέψει στον αποστολέα της την ιδέα διάλυσης των τάξεων, αν εννοήσουμε τις τάξεις ως πρόσωπα που έχουν αποκτήσει μυθική ταυτότητα και διάρκεια. Με μια λέξη, να διατυπωθεί η ιστορική και συγχρόνως δομική υπόθεση μιας «ταξικής πάλης χωρίς τάξεις».
Ο Μαρξ πέρα από τον Μαρξ
Ας επανέλθουμε για λίγο στην ταλάντευση του μαρξισμού ανάμεσα στην «οικονομική» και την «πολιτική» ερμηνεία της ταξικής πάλης. Και οι δύο περιορίζουν την ιστορική πολυπλοκότητα. Οι μορφές τους είναι σήμερα πολύ γνωστές, αφού η κάθε μια έδωσε την δυνατότητα να φανερωθεί, μερικά τουλάχιστον, η αλήθεια της άλλης.
Η κομμουνιστική παράδοση (από τον Λένιν στους Γκράμσι, Μάο, Αλτουσσέρ κ.ο.κ.) αποκάλυψε αρχικά ότι ο οικονομιστικός εξελικτισμός του «ορθόδοξου» μαρξισμού παραγνώριζε το ρόλο του κράτους στην αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης, η οποία συνδέεται με την ενσωμάτωση των οργανώσεων που εκπροσωπούν την εργατική τάξη στο σύστημα των κρατικών μηχανισμών (ή, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Γκράμσι, την υπαγωγή τους στην αστική ηγεμονία). Από την άλλη πλευρά, με την ανάλυση του ιμπεριαλισμού, συνέδεσε αυτή την ενσωμάτωση με τις διαιρέσεις των εκμεταλλευόμενων που οφείλονται στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αυτή όμως η κριτική οδήγησε, μέσω της βολονταριστικής υλοποίησης της «κατάληψης της εξουσίας» και της «πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής», στην αναδημιουργία κρατικών μηχανισμών που ήταν λιγότερο δημοκρατικοί, απ' ό,τι στις χώρες που αναπτύχθηκε το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κίνημα, και στους οποίους είδαμε το μονοπώλιο του ηγετικού κόμματος να υποκαθιστά την ίδια την τάξη και να συνδυάζεται με τον παραγωγισμό και τον εθνικισμό.
Δεν θεωρώ ότι αυτά τα φαινόμενα συνάγονται από κάποια προϋπάρχουσα λογική (διαφωνώντας με τις θεωρίες του «ολοκληρωτισμού») αλλά θα ήθελα να βγάλω μερικά συμπεράσματα συγκρίνοντας τα με τις δυσχέρειες της θεωρίας του Μαρξ. Χρησιμοποιώντας την ωραία έκφραση του Νέγκρι για διαφορετικό σκοπό, θα προσπαθήσω να δείξω με ποιόν τρόπο αυτή η σύγκριση μπορεί να επιτρέψει να οδηγήσουμε τις έννοιες του Μαρξ «πέρα από τον Μαρξ».
Ο διφορούμενος χαρακτήρας των αναπαραστάσεων της οικονομίας και της πολιτικής στον Μαρξ δεν πρέπει να μας αποκρύπτει την τομή που πραγματοποίησε. Κατά μια έννοια είναι το τίμημα της. Αποκαλύπτοντας ότι η σφαίρα των σχέσεων εργασίας δεν είναι μια «ιδιωτική» σφαίρα αλλά συγκροτεί άμεσα τις πολιτικές μορφές της σύγχρονης κοινωνίας, ο Μαρξ δεν ερχόταν μόνο σε πλήρη ρήξη με τη φιλελεύθερη αναπαράσταση του πολιτικού χώρου και της σφαίρας του δικαίου, της «δημόσιας» γνώμης και δύναμης. Πρόβλεπε και έναν κοινωνικό μετασχηματισμό του κράτους που, όπως αποδείχτηκε, δεν μπορούσε να αντιστραφεί. Συγχρόνως με το να δείξει ότι είναι αδύνατον να καταργηθούν πολιτικά - με αυταρχικές ή με συναινετικές μεθόδους - οι ανταγωνισμοί της παραγωγής ή να οδηγηθούμε σε μια σταθερή ισορροπία συμφερόντων μέσα στον καπιταλισμό, σε μια «διανομή της εξουσίας» ανάμεσα σε κοινωνικές δυνάμεις, αφαιρούσε κάθε πειστικότητα από την επαγγελία του κράτους ότι θα δημιουργήσει μια κοινότητα ουσιαστικά «ελεύθερων και ίσων» ατόμων. Αυτό ισχύει κυρίως για το εθνικό κράτος. Επισημαίνουμε σχετικά ότι κάθε «κοινωνικό κράτος» του 19ου και του 20ου αιώνα (συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλιστικού κράτους) είναι όχι μόνον εθνικό αλλά και εθνικιστικό.
Μ' αυτή την έννοια, ο Μαρξ έδινε ιστορική βάση στην αινιγματική ιδέα ότι εκείνο που συνδέει μεταξύ τους τις κοινωνικές ομάδες και τα άτομα δεν είναι ένα ανώτερο κοινό συμφέρον ή μια έννομη τάξη, αλλά μια σύγκρουση σε διαρκή ανάπτυξη. Γι αυτό το λόγο η ταξική πάλη και οι τάξεις καθ' εαυτές, αν και «οικονομικές» έννοιες και κυρίως ως «οικονομικές» έννοιες, αποτελούσαν πάντοτε κατ' εξοχήν πολιτικές έννοιες, εκφράζοντας όμως δυνάμει μια αναδιαμόρφωση της επίσημης έννοιας της πολιτικής. Αυτή ακριβώς η ρήξη και η αναδιαμόρφωση συγκαλύφθηκε και μπορούμε να πούμε ότι ακυρώθηκε ολοκληρωτικά από τον «ορθόδοξο» οικονομισμό και εξελικτισμό αλλά και από τον επαναστατικό κρατισμό, στον οποίο η έννοια της πάλης των τάξεων κατέληξε στερεότυπο επικάλυμμα για τεχνικές οργάνωσης και κρατικές δικτατορίες. Αυτό ακριβώς μας επιβάλλει να εξετάσουμε εγγύτερα τη σχέση που υπάρχει από ιστορική άποψη ανάμεσα στις ταξικές ταυτότητες, τα οργανωτικά φαινόμενα καυτούς κρατικούς μετασχηματισμούς.
Θα ξεκινήσω με τη θέση ότι αυτό που εκφράστηκε τον 19ο και τον 20ο αιώνα ως σχετικά αυτόνομη «προλεταριακή ταυτότητα», πρέπει να εννοηθεί ως αντικειμενικό ιδεολογικό αποτέλεσμα. Ένα ιδεολογικό αποτέλεσμα δεν είναι «μύθος», ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνον μύθος (και βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι η «αλήθεια του μύθου» βρίσκεται στον ατομικισμό: ο ατομικισμός είναι, πάνω απ' όλα, ένα ιδεολογικό αποτέλεσμα που συνδέεται οργανικά με την εμπορευματική οικονομία και το σύγχρονο κράτος). Και επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να περιορίσουμε σε μύθο την παρουσία στην πολιτική σκηνή μιας δύναμης που αναγνωρίζεται και κάνει τους άλλους να την αναγνωρίσουν ως «εργατική τάξη», όποιες κι αν είναι οι ασυνέχειες της παρέμβασης, της ενοποίησης και των διασπάσεων της. Χωρίς αυτή την παρουσία θα ήταν ακατανόητη η εμμονή του κοινωνικού ζητήματος και ο ρόλος που έπαιξε στους μετασχηματισμούς του κράτους.
Αντίθετα, εκείνο που οι μελέτες των ιστορικών μας επιβάλλουν να λάβουμε υπ' όψη είναι ότι αυτό το ιδεολογικό αποτέλεσμα δεν έχει τίποτα αυθόρμητο, αυτόματο, αμετάβλητο. Προκύπτει από τη συνεχή διαλεκτική των εργατικών πρακτικών και των μορφών οργάνωσης. Στη διαλεκτική αυτή δεν παρεμβαίνουν μόνο οι «συνθήκες ζωής», οι «συνθήκες δουλειάς» και οι «οικονομικές συγκυρίες», αλλά και οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η εθνική πολιτική στα πλαίσια του κράτους (για παράδειγμα το ζήτημα της καθολικής ψηφοφορίας, της εθνικής ενότητας, οι πόλεμοι, η εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης και της θρησκείας κτλ). Με μια λέξη, πρόκειται για μια συνεχώς επικαθοριζόμενη διαλεκτική, στην οποία μια σχετικά διακριτική τάξη δεν μπορεί να διαμορφωθεί παρά μόνο μέσω των σχέσεων που διατηρεί με τις υπόλοιπες στο εσωτερικό ενός θεσμικού δικτύου.
Η αντιστροφή της οπτικής οδηγεί στο να δεχτούμε ότι, σύμφωνα και με αυτό που διαπιστώνεται ιστορικά στην επιφάνεια των πραγμάτων, δεν υπάρχει «εργατική τάξη» που να βασίζεται αποκλειστικά σε μια κοινωνιολογική κατάσταση λιγότερο ή περισσότερο ομογενή. Εργατική τάξη υπάρχει μόνον εκεί όπου υφίσταται εργατικό κίνημα. Και ακόμη, εργατικό κίνημα υπάρχει μόνον εκεί όπου υφίστανται εργατικές οργανώσεις (κόμματα, συνδικάτα, εργατικά κέντρα, συνεταιρισμοί).
Εδώ ακριβώς τα πράγματα γίνονται δύσκολα και ενδιαφέροντα. Δεν πρέπει με έναν αντίστροφο αναγωγισμό2 - αυτόν που στηρίζει την εξιδανικευμένη αναπαράσταση της «τάξης υποκείμενο» - να ταυτίσουμε το εργατικό κίνημα με τις εργατικές οργανώσεις και την, έστω σχετική, ταξική ενότητα με το εργατικό κίνημα. Ανάμεσα σ' αυτά τα τρία στοιχεία υπήρχε πάντοτε μια απόσταση, από την οποία προέκυψαν οι αντιφάσεις που δημιούργησαν την αληθινή κοινωνική πολιτική και ιστορία της ταξικής πάλης. Έτσι, οι εργατικές οργανώσεις (κυρίως τα ταξικά πολιτικά κόμματα) όχι μόνον δεν «αντιπροσώπευσαν» ποτέ το σύνολο του εργατικού κινήματος αλλά και υποχρεώθηκαν κατά διαστήματα να έρθουν σε αντίθεση μ' αυτό, πρώτον, διότι η αντιπροσωπευτικότητά τους στηριζόταν στην ιδεοποίηση ορισμένων τμημάτων του «συλλογικού εργάτη» που είχαν κεντρική θέση σε ορισμένο στάδιο της βιομηχανικής επανάστασης και, δεύτερον, διότι αντιστοιχούσε σε μια μορφή πολιτικού συμβιβασμού με το κράτος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ερχόταν πάντοτε μια στιγμή που το εργατικό κίνημα έπρεπε να ανασυγκροτηθεί ενάντια στις υπάρχουσες πρακτικές και μορφές οργάνωσης. Γι αυτό το λόγο οι διασπάσεις, οι ιδεολογικές συγκρούσεις (ρεφορμισμός ή επαναστατική ρήξη) τα κλασικά και διαρκώς επανερχόμενα διλήμματα του «αυθορμητισμού» και της «πειθαρχίας» δεν αποτελούν άτυχες στιγμές, αλλά την ίδια την ουσία αυτής της σχέσης.
Επίσης, το εργατικό κίνημα δεν εξέφρασε και δεν ενσωμάτωσε ποτέ το σύνολο των ταξικών πρακτικών (που μπορούμε να αποκαλέσουμε μορφές εργατικής κοινωνικοποίησης) οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες ζωής και δουλειάς όπως αναπτύσσονται στον εργατικό χώρο του εργοστάσιου, της οικογένειας, της οίκησης, της εθνικής αλληλεγγύης κοκ. Όχι λόγω μιας καθυστέρησης στη συνείδηση αλλά λόγω των διαφορών ανάμεσα στα συμφέροντα, τις μορφές ζωής και λόγου (discours) που χαρακτηρίζουν τα προλεταριοποιημένα άτομα και είναι αξεπέραστες, όσο βίαιος και αν είναι ο καταναγκασμός που ασκείται από την εκμετάλλευση (για να μην μιλήσουμε και για την ποικιλία των μορφών εκμετάλλευσης). Αντίστροφα, αυτές ακριβώς οι ταξικές πρακτικές (επαγγελματικές συνήθειες, συλλογικές στρατηγικές αντίστασης, πολιτιστικοί συμβολισμοί) έδιναν πάντοτε ενοποιητική δύναμη στο κίνημα (απεργίες, διεκδικήσεις, εξεγέρσεις) και στις οργανώσεις.
Ας προχωρήσουμε περισσότερο. Όχι μόνον υπάρχει διαρκής απόσταση ανάμεσα στις πρακτικές, τα κινήματα και τις οργανώσεις που δημιουργούν την «τάξη» στη σχετική ιστορική της συνέχεια, αλλά υπάρχει και μια βασική έλλειψη καθαρότητας αυτών των στοιχείων. Καμιά ταξική οργάνωση (και ειδικότερα κανένα μαζικό κόμμα), ακόμη και όταν είχε αναπτύξει εργασιακή ιδεολογία, δεν υπήρξε καθαρά εργατική οργάνωση. Αντίθετα προέκυπτε πάντοτε από την, λιγότερο ή περισσότερο συγκρουσιακή, συνένωση ορισμένων τμημάτων της «πρωτοπορίας» με ομάδες διανοουμένων που είτε προσχώρησαν από τα έξω είτε δημιουργήθηκαν μερικά στο εσωτερικό της ως «οργανικοί διανοούμενοι». Επίσης, κανένα σημαντικό κοινωνικό κίνημα, ακόμη και όταν είχε έντονα προλεταριακό χαρακτήρα, δεν βασίστηκε σε καθαρά αντικαπιταλιστικές διεκδικήσεις και στόχους, αλλά πάντοτε βασιζόταν στο συνδυασμό αντικαπιταλιστικών και δημοκρατικών στόχων ή, καλύτερα, εθνικών, ειρηνιστικών ή πολιτιστικών με ευρεία έννοια. Επίσης, η στοιχειώδης αλληλεγγύη που συνδέεται με τις ταξικές πρακτικές, την αντίσταση και την κοινωνική ουτοπία, αποτελούσε πάντοτε - ανάλογα με το περιβάλλον και την ιστορική στιγμή - επαγγελματική αλληλεγγύη και συγχρόνως αλληλεγγύη γενεών, φύλων, εθνικοτήτων, συγκατοίκων στην πόλη ή την ύπαιθρο, συμπολεμιστών κ.ο.κ. (οι μορφές του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη μετά το 1924 θα ήταν ακατανότητες χωρίς την εμπειρία των «παλαιών πολεμιστών»).
Με αυτή την έννοια, η ιστορία δείχνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις δεν αναπτύσσονται ανάμεσα σε τάξεις κλεισμένες στον εαυτό τους αλλά διασχίζουν τις τάξεις - και την εργατική τάξη - ή, αν θέλουμε, δείχνει ότι η ταξική πάλη διεξάγεται μέσα στις ίδιες τις τάξεις. Και ακόμη ότι το κράτος με τους θεσμούς, τις λειτουργίες μεσολάβησης και διοίκησης, τα ιδεώδη και τους λόγους του, είναι πάντοτε ήδη παρών στη συγκρότηση των τάξεων.
Αυτό ισχύει κατ' αρχήν για την «αστική τάξη» («bourgeoisie») και σ' αυτό το σημείο προσέκρουσε ο κλασικός μαρξισμός. Η αντίληψη του ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι οργανισμός ή «μηχανή» εξωτερική προς την «ιδιωτική κοινωνία» - που άλλες φορές θεωρήθηκε ουδέτερο εργαλείο στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης και άλλες φορές παρασιτική γραφειοκρατία - μια αντίληψη που κληρονόμησε από τη φιλελεύθερη ιδεολογία και απλά αντέστρεψε ενάντια στην ιδέα του γενικού συμφέροντος, δεν του επέτρεψε να συλλάβει το συστατικό ρόλο του κράτους.
Μπορούμε, νομίζω, να υποστηρίξουμε ότι κάθε «αστική τάξη» είναι κατά μια ουσιαστική έννοια κρατική αστική τάξη (bourgeoisie d' Etat) ότι η αστική τάξη δεν καταλαμβάνει την κρατική εξουσία αφού συγκροτηθεί σε οικονομικά κυρίαρχη τάξη, αλλά αντιθέτως γίνεται οικονομικά (και κοινωνικά πολιτιστικά) κυρίαρχη στο μέτρο που αναπτύσσει, χρησιμοποιεί και ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό, με το να μετασχηματίζεται και να διαφοροποιείται η ίδια για να το επιτύχει (με το να ενωθεί με τις κοινωνικές ομάδες που είναι υπεύθυνες για τη λειτουργία του κράτους: στρατιωτικοί, διανοούμενοι). Αυτή είναι μια από τις πιθανές σημασίες της γκραμσιανής ιδέας της ηγεμονίας, αν οδηγηθεί στα όρια της. Δεν υπάρχει, συνεπώς, «καπιταλιστική τάξη» με αυστηρή έννοια, αλλά καπιταλιστές διαφορετικών τύπων (βιομήχανοι, έμποροι, χρηματιστές, εισοδηματίες κ.ο.κ.) που δεν συγκροτούν τάξη παρά μόνο αν συναντηθούν, δυνάμει, με άλλες κοινωνικές ομάδες φανερά εξωτερικές προς τη «θεμελιώδη κοινωνική σχέση»: διανοούμενοι, υπάλληλοι, στελέχη, ιδιοκτήτες γης κοκ. Ένα σημαντικό τμήμα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας αντικατοπτρίζει τα προβλήματα αυτής της «ένωσης». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η αστική τάξη συγκροτείται ανεξάρτητα από την ύπαρξη του κεφαλαίου ή των καπιταλιστών επιχειρηματιών, αλλά ότι η ενότητα των ίδιων των καπιταλιστών, ο συμβιβασμός των συγκρουόμενων συμφερόντων τους, και η επιτέλεση «κοινωνικών» λειτουργιών που είναι απαραίτητες για να υπάρξει εκμεταλλεύσιμη χειρωνακτική δύναμη, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς τη διαρκή μεσολάβηση του κράτους (και αν συνεπώς οι καπιταλιστές δεν είναι ικανοί - και δεν είναι πάντα - να μετατραπούν σε «διαχειριστές» του κράτους και να συνεργαστούν με μη καπιταλιστές αστούς στη διαχείριση και τη χρησιμοποίηση του κράτους).
Οριακά, αστική τάξη από ιστορική άποψη είναι μια αστική τάξη που επινοεί κατά διαστήματα νέες μορφές κράτους με τίμημα το δικό της μετασχηματισμό (που μπορεί να είναι και βίαιος). Έτσι, οι αντιφάσεις του χρηματιστικού κέρδους και της επιχειρηματικής δραστηριότητας ρυθμίστηκαν μόνο μέσω του «κεϋνσιανικού» κράτους. Το κράτος αυτό προσέφερε και τις «δομικές μορφές» (Aglietta) χάρη στις οποίες η αστική ηγεμονία πάνω στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης πέρασε από τον πατερναλισμό του 19ου αιώνα στην κοινωνική πολιτική του 20ου. Μ' αυτό τον τρόπο εξηγείται καλύτερα το πώς οι τεράστιες διαφορές σε θέματα εισοδήματος, τρόπου ζωής, εξουσίας και γοήτρου που υπάρχουν στο εσωτερικό της αστικής τάξης, ο διαχωρισμός οικονομικής ιδιοκτησίας και οικονομικής τεχνικής διαχείρισης (που αποκλήθηκε «τεχνοδομή») και οι διακυμάνσεις ατομικής και δημόσιας ιδιοκτησίας οδηγούν, ορισμένες φορές, σε δευτερεύουσες αντιφάσεις στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης, αλλά σπάνια θέτουν σε κίνδυνο τη συγκρότηση της, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η πολιτική σφαίρα ασκεί αποτελεσματικά τις ρυθμιστικές λειτουργίες της.
Αυτό που ισχύει για την αστική τάξη ισχύει επίσης (αλλά διαφορετικά και πιο παράδοξα όσον αφορά τη μαρξιστική ορθοδοξία) για την εκμεταλλευόμενη τάξη. Και αυτή βρίσκεται «μέσα στο κράτος», εκτός αν προτιμούμε να πούμε ότι το κράτος βρίσκεται «μέσα σ' αυτή». Οι τρεις πλευρές προλεταριοποίησης που αναλύθηκαν από τον Μαρξ μπορούν να θεωρηθούν πάντοτε παρούσες ως τάσεις μέσα σε ένα καπιταλιστικό σχηματισμό, αλλά από τις απαρχές ήδη της σύγχρονης εποχής (από την εποχή της «πρωταρχικής συσσώρευσης») δεν έγινε δυνατό να συναρθρωθούν χωρίς κρατική μεσολάβηση. Αυτή η μεσολάβηση δεν εξαντλείται στην εξωτερική εγγύηση της κοινωνικής τάξης από το «κράτος νυχτοφύλακα» ή τον «κατασταλτικό μηχανισμό», αλλά είναι εσωτερική και έχει χαρακτήρα σύγκρουσης. Πραγματικά, αυτή η μεσολάβηση απαιτείται ξεχωριστά για κάθε μια από τις στιγμές της προλεταριοποίησης (παγίωση της μισθωτής νόρμας και του εργατικού δικαίου, πολιτική εισαγωγής και εξαγωγής εργατικών χεριών, δηλαδή πολιτική εγκατάστασης και μετακινήσεων της εργατικής τάξης) και κυρίως για την συνάρθρωση της εξέλιξης τους σε δεδομένη στιγμή (διαχείριση της αγοράς εργασίας, της ανεργίας, της κοινωνικής ασφάλειας, της υγείας, της σχολικής εκπαίδευσης και της επαγγελματικής ειδίκευσης, που απαιτούνται για να υπάρξει εμπόρευμα «εργασιακή δύναμη» που να αναπαράγεται διαρκώς και να διατίθεται στην αγορά). Χωρίς το κράτος η εργασιακή δύναμη δεν θα ήταν εμπόρευμα. Και συγχρόνως η αδυναμία να αναχθείς εργασιακή δύναμη στο επίπεδο του εμπορεύματος - που εκφράζεται με την εξέγερση, την κρίση ή και το συνδυασμό τους - αναγκάζει διαρκώς το κράτος να μετασχηματίζεται.
Με την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους οι παρεμβάσεις που υπήρχαν ανέκαθεν πήραν απλώς μια περισσότερο οργανική, γραφειοκρατικοποιημένη μορφή, ενταγμένη σε σχεδιασμούς με τους οποίους επιχειρείται να συναρθρωθούν, σε εθνική τουλάχιστον κλίμακα, οι ροές πληθυσμού, χρηματικού κεφαλαίου και εμπορευμάτων. Ταυτόχρονα όμως το κοινωνικό κράτος και το σύστημα κοινωνικών σχέσεων που περιλαμβάνει έγιναν άμεσα επίδικο αντικείμενο και πεδίο για την ταξική πάλη και τα συνδυασμένα οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα της «κρίσης». Αυτό συμβαίνει κατά μείζονα λόγο όταν η κρατικοποίηση των σχέσεων παραγωγής (που ο Henri Lefebvre έφτασε να αποκαλέσει «κρατικό τρόπο παραγωγής») συνδυάζεται και με άλλους μετασχηματισμούς της σχέσης μισθωτής εργασίας: την τυπική επέκταση της μισθωτής εργασίας στη συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών δραστηριοτήτων, την όλο και περισσότερο έντονη εξάρτηση του επαγγελματικού προσανατολισμού από τη σχολική εκπαίδευση (και κατά συνέπεια το γεγονός ότι το σχολείο δεν αναπαράγει απλώς αλλά και παράγει τις ταξικές ανισότητες) την τάση μετασχηματισμού του άμεσου μισθού (που είναι ατομικός και ανάλογος με την «εργασία» και την «ειδίκευση») σε έμμεσο μισθό (που είναι συλλογικός ή μάλλον καθορίζεται συλλογικά, ανάλογα με τις «ανάγκες» και τη «θέση») και, τέλος, τον κατακερματισμό και την εκμηχάνιση των «μη παραγωγικών» εργασιών (υπηρεσίες, εμπόριο, επιστημονική έρευνα, επιμόρφωση, επικοινωνίες κ.ο.κ.) που επιτρέπουν το μετασχηματισμό τους σε διαδικασίες αξιοποίησης αξιών που επενδύει το κράτος ή το ιδιωτικό κεφάλαιο στο πλαίσιο μιας γενικευμένης οικονομίας. Πρόκειται για μετασχηματισμούς που σημαίνουν το θάνατο του φιλελευθερισμού - ή μάλλον το δεύτερο θάνατο και το μετασχηματισμό του σε πολιτικό μύθο - δεδομένου ότι κρατικοποίηση και εμπορευματοποίηση είναι πλέον απόλυτα συνδεδεμένες.
Αυτή η περιγραφή, που θα μπορούσε να συγκεκριμενοποιηθεί περισσότερο, παρουσιάζει πάντως ένα σοβαρό μειονέκτημα: μια «παράλειψη» κάθε άλλο παρά δευτερεύουσα που θα υπονόμευε, αν περιοριζόμασταν στα προηγούμενα, ολόκληρη την ανάλυση και, κατά μείζοντα λόγο, κάθε απόπειρα να συνάγουμε τις πολιτικές της συνέπειες.
Τοποθετήθηκα σιωπηρά, στο εθνικό πλαίσιο (πρέπει να πούμε ότι το ίδιο κάνει σχεδόν πάντα κι ο Μαρξ όταν μιλά για «κοινωνικό σχηματισμό»), θεώρησα ότι το πεδίο της ταξικής πάλης και της συγκρότησης των τάξεων είναι εθνικός χώρος. Ή μάλλον, αγνόησα το γεγονός ότι οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις ανταπτύσσονται ταυτόχρονα σε εθνικό πλαίσιο (στο πλαίσιο του εθνικού κράτους) και σε παγκόσμιο πλαίσιο.
Πώς να διορθώσουμε αυτή την παράλειψη; θα ήταν ανεπαρκές να μιλήσουμε εδώ για «διεθνείς» σχέσεις παραγωγής και επικοινωνίας. Μας είναι απαραίτητη μια έννοια που να εκφράζει καλύτερα τον εξαρχής διακρατικό χαρακτήρα των οικονομικοπολιτικών διαδικασιών από τις οποίες εξαρτώνται οι μορφές της ταξικής πάλης, θα δανειστώ από τον Braudel και τον Wallersteinn την έννοια της καπιταλιστικής «οικονομίας - κόσμου» - χωρίς πάντως να προεξοφλώ το μονομερή καθορισμό των εθνικών σχηματισμών από τη δομή της οικονομίας κόσμου ή το αντίστροφο. Και για να περιοριστώ στα ουσιώδη, θα προσθέσω εδώ δύο διορθώσεις στην προηγούμενη εικόνα, οι οποίες θα μου επιτρέψουν να επισημάνω τις αντιφάσεις που συγκροτούν τον ταξικό ανταγωνισμό και που ο κλασικός μαρξισμός ουσιαστικά παραγνώρισε (ακόμη και όταν αντιμετώπισε το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού).
Από τη στιγμή που θεωρούμε τον καπιταλισμό «οικονομία κόσμο» τίθεται κατ' ανάγκη το ερώτημα αν υπάρχει ένα είδος παγκόσμιας αστικής τάξης. Εδώ πάντως βρίσκουμε μια πρώτη αντίφαση: όχι μόνο διότι μια αστική τάξη σε παγκόσμια κλίμακα θα ήταν πάντοτε διαιρεμένη από συγκρούσεις συμφερόντων που ταυτίζονται λίγο πολύ με τις εθνικές όψεις - άλλωστε υπάρχει διαρκής σύγκρουση συμφερόντων και στο εσωτερικό της εθνικής αστικής τάξης - αλλά και με μια πολύ πιο ισχυρή έννοια.
Από τις απαρχές του σύγχρονου καπιταλισμού η συσσώρευση της αξίας γίνονταν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Braudel έδειξε ότι η οικονομία του χρηματιστικού κέρδους προϋποθέτει την κυκλοφορία χρήματος και εμπορευμάτων ανάμεσα σε έθνη ή μάλλον ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς και τρόπους παραγωγής όχι μόνον στη φάση της «προϊστορίας» και της «πρωταρχικής συσσώρευσης» (όπως το έδειξε ο Μαρξ) αλλά και σε ολόκληρη τη διάρκεια της ανάπτυξης του. Η κυκλοφορία αυτή έγινε προοδευτικά πιο πυκνή, βασίστηκε σε ειδικές κοινωνικές ομάδες και καθόρισε με τη σειρά της την εξειδίκευση των κέντρων παραγωγής τα οποία ανταποκρίνονται σε «προϊόντα» και «ανάγκες» που αυξάνουν συνεχώς. Ο Wallerstein άρχισε να συντάσσει τη λεπτομερειακή ιστορία του τρόπου με τον οποίο αυτή η κυκλοφορία απορροφά προοδευτικά όλους τους κλάδους παραγωγής είτε σε σχέσεις μισθωτής εργασίας του κέντρου είτε σε καπιταλιστικές αλλά όχι μισθωτές σχέσεις της περιφέρειας. Αυτή η διαδικασία εμπεριέχει τη βίαιη κυριαρχία των εμπορευματικών οικονομιών πάνω στις μη εμπορευματικές, του κέντρου στην περιφέρεια. Σ' αυτό το πλαίσιο τα εθνικά κράτη απέκτησαν σταθερή ατομικότητα και τα παλιότερα αποτελούσαν εμπόδιο στην ανάδειξη νέων πολιτικοοικονομικών κέντρων. Μ' αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι πράγματι σύγχρονος του καπιταλισμού, αν και μόνον μετά τη βιομηχανική επανάσταση ολόκληρη η παραγωγή οργανώνεται για την παγκόσμια αγορά. Διαπιστώνουμε λοιπόν μια τάση αντιστροφής στην κοινωνική λειτουργία των καπιταλισμών. Στο ξεκίνημα αποτελούσαν μια «διακρατική» ομάδα (και αυτό ισχύει πάντοτε για το χρηματιστικό κεφάλαιο και τους μεσάζοντες μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων εθνών). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι επιβλήθηκαν σε διεθνή κλίμακα εκείνοι ακριβώς που πέτυχαν μακροπόθεσμα να συσπειρώσουν γύρω τους άλλες «αστικές» ομάδες, να ελέγξουν την κρατική εξουσία και να αναπτύξουν τον εθνικισμό (εκτός και αν η σειρά αντιστραφεί και το κράτος ευνοεί τη διαδικασία συγκρότησης μιας καπιταλιστικής αστικής τάξης, για να κατορθώσει να διατηρήσει τη θέση του στο πεδίο των παγκόσμιων πολιτικών ανταγωνισμών). Οι εσωτερικές κοινωνικές λειτουργίες της αστικής τάξης και η συμμετοχή της στον εξωτερικό ανταγωνισμό ήταν συμπληρωματικές. Στο (προσωρινό) όμως τέρμα διαπιστώνουμε την όξυνση μιας αντίφασης που υπήρχε από την αρχή. Οι μεγάλες επιχειρήσεις γίνονται πολυεθνικές, οι βασικές βιομηχανικές διαδικασίες διασκορπίζονται σ' ολόκληρο τον κόσμο, οι εργατικές μετακινήσεις εντείνονται: με άλλους όρους, δεν διεθνοποιείται μόνον το κυκλοφορούν αλλά και το παραγωγικό κεφάλαιο. Αντίστοιχα, η χρηματιστική κυκλοφορία και η νομισματική αναπαραγωγή πραγματοποιούνται απ' ευθείας σε παγκόσμια κλίμακα (σύντομα δε και σε «πραγματικό χρόνο», δηλαδή «προκαταβολικά» μέσω της πληροφορικής και της διασύνδεσης των Χρηματιστηρίων και των σημαντικότερων Τραπεζών). Πάντως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ούτε παγκόσμιο κράτος ούτε ενιαίο διεθνές νόμισμα. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν οδηγεί σε κανενός είδους ενοποιημένη κοινωνική και πολιτική «ηγεμονία»: το πολύ να πρόκειται για την παραδοσιακή απόπειρα ορισμένων εθνικών αστικών τάξεων να εξασφαλίσουν μια διεθνή υπεροχή υποτάσσοντας καπιταλιστές, κράτη, οικονομικές πολιτικές και δίκτυα επικοινωνίας στις δικές τους στρατηγικές, ενοποιώντας όλο και περισσότερο τις οικονομικές και στρατιωτικές λειτουργίες του κράτους (αυτό που αποκαλείται ανάδειξη των «υπερδυνάμεων» και επιχείρησα σε άλλο σημείο, απαντώντας στον E. P. Thompson, να περιγράψω ως ανάπτυξη ενός υπεριμπεριαλισμού3. Αυτές οι στρατηγικές δεν παύουν να είναι αποκλειστικά εθνικές, ακόμη και όταν γίνονται αντιφατικές απόπειρες να αναδημιουργηθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του εθνικού κράτους (μοναδικό ουσιαστικά παράδειγμα η Ευρώπη). Δεν συγχέονται με την ανάδειξη πολιτικών μορφών - χαρακτηριστικό της παρούσας περιόδου που μόλις έχει αρχίσει να διαγράφεται - οι οποίες ξεφεύγουν εντελώς από το μονοπώλιο του εθνικού κράτους.
Στη σημερινή τουλάχιστον μορφή τους, οι κοινωνικές (ή ηγεμονικές) λειτουργίες της αστικής τάξης συνδέονται με εθνικούς ή οιονεί εθνικούς θεσμούς. Οι σύγχρονες εκδοχές των παλιών πατερναλιστικών δομών (παράδειγμα η δραστηριότητα των διεθνών, δημόσιων και ιδιωτικών, φιλανθρωπικών οργανώσεων) δεν επιτελούν παρά ένα πολύ μικρό μέρος από τα καθήκοντα ρύθμισης των κοινωνικών συγκρούσεων που ασκούσε το κράτος πρόνοιας. Το ίδιο ισχύει για το σχεδιασμό των νομισματικών και δημογραφικών ροών ο οποίος, παρά τον πολλαπλασιασμό των «υπερεθνικών» θεσμών, δεν είναι δυνατόν να οργανωθεί και να εφαρμοσθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Φαίνεται λοιπόν ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν οδηγεί, τουλάχιστον ως τάση, σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης αλλά σε μια σχετική αποδόμηση των αστικών τάξεων. Οι καπιταλιστικές τάξεις των υπανάπτυκων χωρών δεν μπορούν να οργανωθούν πλέον σε «κοινωνικές», «ηγεμονικές» αστικές τάξεις στο απυρόβλητο μιας εσωτερικής αγοράς ή ενός αποικιοκρατικού και προστατευτικού κράτους. Οι καπιταλιστικές τάξεις των «παλιών βιομηχανικών χωρών» δεν μπορούν - ούτε καν η καπιταλιστική τάξη της πιο ισχυρής ανάμεσα τους - να ρυθμίσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Όσον αφορά τις κρατικές αστικές τάξεις των σοσιαλιστικών χωρών είναι υποχρεωμένες, λόγω της προοδευτικής ενσωμάτωσης των οικονομιών τους στην παγκόσμια αγορά και της δυναμικής του υπεριμπεριαλισμού, να «εκσυγχρονιστούν» δηλαδή να μετασχηματιστούν σε κατά κυριολεξία καπιταλιστικές τάξεις: αυτό όμως έχει ως συνέπεια να απειλείται τόσο η ηγεμονία τους (είτε είναι κατασταλτική είτε ιδεολογική: στην πράξη αποτελεί συνδυασμό των δύο ανάλογα με το βαθμό νομιμοποίησης που τους προσέδωσε το επαναστατικό γεγονός) όσο και η ενότητα τους.
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να γίνει μια δεύτερη διόρθωση. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου συνυπήρχε ανέκαθεν με μια ανεξάλειπτη πολυμορφία στρατηγικών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Οι μορφές ηγεμονίας εξαρτώνται ευθέως απ' αυτές. Μιλώντας όπως ο Σαρτρ, θα λέγαμε ότι κάθε ιστορική αστική τάξη «φτιάχνεται» από τις στρατηγικές εκμετάλλευσης που αναπτύσσει, το ίδιο αν όχι περισσότερο από όσο τις «φτιάχνει» εκείνη: κάθε στρατηγική εκμετάλλευσης αντιπροσωπεύει την συνάρθρωση μιας οικονομικής πολιτικής - που συνδέεται με ορισμένο παραγωγικό συνδυασμό τεχνικής, χρηματοδότησης, υποχρεωτικής υπερεργασίας - με μια κοινωνική πολιτική διαχείρισης και θεσμικού ελέγχου του πληθυσμού. Αλλά η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν εξαλείφει την αρχική πολυμορφία των τρόπων εκμετάλλευσης: αντίθετα την επιτείνει προσθέτοντας διαρκώς νέες τεχνολογικές υπερδομές και επιχειρήσεις «νέου τύπου». Όπως επισήμανα σε άλλο σημείο, με βάση αναλύσεις άλλων (R. Linhart) αυτό που χαρακτηρίζει τη διαδικασία καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η απλή εκμετάλλευση, αλλά η διαρκής τάση για υπερεκμετάλλευση, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να εμποδιστεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους (η φθίνουσα «αποδοτικότητα» ενός συγκεκριμένου παραγωγικού συνδυασμού, δηλαδή το αυξανόμενο κόστος της εκμετάλλευσης). Αλλά η υπερεκμετάλλευση δεν συμβιβάζεται παντού και στον ίδιο βαθμό με την ορθολογική οργάνωση της ίδιας της εκμετάλλευσης: όπως όταν προϋποθέτει, για παράδειγμα, τη διατήρηση μιας μάζας εργαζομένων σε πολύ χαμηλό επίπεδο ζωής και ειδίκευσης ή την απουσία κοινωνικής νομοθεσίας και δημοκρατικών δικαιωμάτων που αποτελούν αλλού οργανικές προϋποθέσεις της αναπαραγωγής και της χρησιμοποίησης της εργασιακής δύναμης (όταν δεν απαιτεί, όπως στην περίπτωση του apartheid, και την πλήρη άρνηση της ιδιότητας του πολίτη).
Γι αυτό το λόγο η μετατοπιζόμενη διάκριση του «κέντρου» και της «περιφέρειας» στην οικονομία κόσμο αντιστοιχεί επίσης σε μια γεωγραφική και πολιτική πολιτιστική κατανομή των στρατηγικών εκμετάλλευσης. Αντίθετα από τις ψευδαισθήσεις της ανάπτυξης, σύμφωνα με τις οποίες οι ανισότητες αντιπροσωπεύουν απλώς μια καθυστέρηση που θα εξαλειφθεί σιγά σιγά, η αξιοποίηση του κεφαλαίου της οικονομίας κόσμου προϋποθέτει ότι στην πράξη θα χρησιμοποιηθούν συγχρόνως όλες οι ιστορικές μορφές εκμετάλλευσης, από τις πιο «αρχαϊκές» (η απλήρωτη εργασία των παιδιών στα εργαστήρια χαλιών της Τουρκίας και του Μαρόκου) ως τις πιο «μοντέρνες» (η «ανακατονομή καθηκόντων» στις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας που εφαρμόζουν την πληροφορική)· από τις πιο βίαιες (η εργασία των εργατών χωρίς γη στις φυτείες ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία) ως τις πιο πολιτισμένες (συλλογική σύμβαση, συμμετοχή στο κεφάλαιο της επιχείρησης, κρατικός συνδικαλισμός κλπ.). Αυτές οι μορφές που είναι σε μεγάλο βαθμό ασυμβίβαστες μεταξύ τους (από πολιτιστική, πολιτική και τεχνική άποψη) πρέπει να είναι διαχωρισμένες - ή μάλλον θα έπρεπε να είναι διαχωρισμένες στο μέτρο του δυνατού, για να αποφευχθεί η δημιουργία «δυϊστικών κοινωνιών» στις οποίες τα μη σύγχρονα κοινωνικά μπλοκ συγκρούονται με εκρηκτικό τρόπο. Αλλάζοντας ελαφρώς την έννοια που δίνει ο Wallerstein στον όρο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «ημιπεριφέρεια» αντιστοιχεί ακριβώς στη συγκυριακή συνάντηση, στο ίδιο κρατικό πεδίο, μορφών εκμετάλλευσης που δεν ανήκουν στην ίδια εποχή. Μια τέτοια συγκυρία είναι πιθανόν να διαρκέσει πολύ (ακόμη και αιώνες): είναι όμως πάντοτε ασταθής (γι’ αυτό ίσως, η ημιπεριφέρεια είναι ο προνομιακός χώρος αυτού που αποκαλείται «πολιτική»).
Αυτή η κατάσταση δεν τείνει, άραγε, να γενικευθεί - ακόμη και στα «παλιά» εθνικά κράτη που έγιναν εθνικά κοινωνικά κράτη - κάτω από την επίδραση των μετακινήσεων του εργατικού δυναμικού, της μεταφοράς των κεφαλαίων και των στρατηγικών για την εξαγωγή της ανεργίας; Οι δυϊστικές κοινωνίες έχουν όμως και «δυϊστικό» προλεταριάτο, με άλλα λόγια δεν έχουν προλεταριάτο με την κλασική έννοια. Είτε δεχόμαστε είτε όχι τις απόψεις όσων θεωρούν, όπως ο Cl. Meillassoux, ότι το νοτιοαφρικανικό apartheid αποτελεί το παράδειγμα μιας συνολικής κατάστασης, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι οι πολυάριθμες στρατηγικές και οι τρόποι εκμετάλλευσης τείνουν να δημιουργήσουν έναν βασικά παγκόσμιο διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο τρόπους αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Ο πρώτος ενσωματώνεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, περνά από τη μαζική κατανάλωση, τη γενικευμένη σχολική εκπαίδευση, τις ποικίλες μορφές έμμεσου μισθού, τα επιδόματα ανεργίας - που είναι πάντως ανεπαρκή και επισφαλή (στην πραγματικότητα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά εξαρτώνται από συσχετισμούς δυνάμεων που είναι θεσμοποιημένοι αλλά όχι και αμετάβλητοι). Ο δεύτερος αναθέτει το σύνολο ή ένα μέρος της αναπαραγωγής (ειδικά την «αναπαραγωγή γενεών») σε προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής (ή, καλύτερα, σε τρόπους παραγωγής που δεν χαρακτηρίζονται από μισθωτή εργασία, κυριαρχούνται και αποδομούνται από τον καπιταλισμό) και συνδέεται άμεσα με τα φαινόμενα του «απόλυτου υπερπληθυσμού» της καταστροφικής εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης και τις φυλετικές διακρίσεις.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτοί οι δύο τρόποι συνυπάρχουν σήμερα στους ίδιους εθνικούς σχηματισμούς. Η διαχωριστική γραμμή δεν έχει χαραχτεί οριστικά. Από τη μια πλευρά αυξάνονται οι «νέοι φτωχοί», από την άλλη εμφανίζεται η διεκδίκηση «ίσων δικαιωμάτων». Πάντως, το ένα από αυτά τα δύο προλεταριάτα αναπαράγεται, δυνάμει, μέσω της εκμετάλλευσης του άλλου (πράγμα που δεν σημαίνει ότι παύει να είναι και αυτό κυριαρχούμενο). Η φάση της οικονομικής κρίσης (θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ξανά για ποιον ακριβώς υπάρχει κρίση και με ποια έννοια) όχι μόνον δεν οδηγεί σε ανασύνθεση της εργατικής τάξης αλλά και καταλήγει σε έναν περισσότερο έντονο χωρισμό των διαφορετικών όψεων προλεταριοποίησης με κριτήρια γεωγραφικά αλλά και εθνοτήτων, γενεών και φύλου. Έτσι, παρ' ότι η οικονομία κόσμος αποτελεί το πραγματικό δυναμικό πεδίο της ταξικής πάλης, δεν υπάρχει (παρά μόνον «ως ιδέα») παγκόσμιο προλεταριάτο και, κατά μείζονα λόγο, δεν υπάρχει παγκόσμια αστική τάξη.
Ας προσπαθήσουμε να συνδέσουμε τα νήματα για να καταλήξουμε προσωρινά. Η εικόνα που μόλις παρουσίασα σε αδρές γραμμές είναι πιο σύνθετη από εκείνη που διατήρησαν για μια μεγάλη χρονική περίοδο οι μαρξιστές μέσα σε κάθε είδους δυσκολίες. Στον βαθμό που το πρόγραμμα απλοποίησης ήταν εγγενές στη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας (στην τελεολογία της), θα συμφωνήσουμε ότι μια τέτοια εικόνα δεν είναι μαρξιστική, ότι καταργεί το μαρξισμό. Είδαμε όμως ότι αυτό το πρόγραμμα δεν απέδιδε παρά μόνο μια όψη των πραγμάτων, παρ' ότι ήταν διαρκώς παρόν στον Μαρξ (που δεν το εγκατέλειψε ποτέ). Για όσους θυμούνται τις παθιασμένες διαμάχες της δεκαετίας του 60 και του 70 ανάμεσα στον «ιστορικιστικό» και τον «στρουκτουραλιστικό» μαρξισμό θέλω να σημειώσω ότι καθοριστική δεν είναι η αντιπαράθεση δομής και ιστορίας, αλλά η αντιπαράθεση τελεολογίας του υποκειμένου ή του αντικειμένου και δομικής ιστορίας. Γι αυτό το λόγο, προκειμένου να αποκτήσω μια πιο ουσιαστική αντίληψη για την ιστορία, προσπάθησα να χρησιμοποιήσω μερικές τουλάχιστον από τις δομικές έννοιες του αρχικού μαρξισμού και να εκθέσω τις συνέπειες τους.
Σ' αυτή την εικόνα, ο κλασικός μαρξισμός έχει διορθωθεί σε ένα βασικό σημείο. Δεν υπάρχει πλέον σταθερός διαχωρισμός, ούτε καν ως τάση, των κοινωνικών τάξεων: πρέπει να απαλλάξουμε την ιδέα του ανταγωνισμού από τη στρατιωτική και θρησκευτική μεταφορά των «δύο στρατοπέδων» (άρα και από το δίπολο «εμφύλιος πόλεμος» ή «συναίνεση»). Η ταξική πάλη παίρνει κατ' εξαίρεση τη μορφή εμφυλίου πολέμου (ως εικόνα ή ως υλική σύγκρουση) ιδίως όταν επικαθορίζεται από θρησκευτική ή εθνική σύγκρουση ή όταν συνδυάζεται με πόλεμο ανάμεσα σε κράτη. Ωστόσο, παίρνει και μια σειρά από άλλες μορφές, η πολυπλοκότητα των οποίων δεν μπορεί να περιγραφεί εκ των προτέρων και οι οποίες δεν είναι λιγότερο σημαντικές - για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, μια μοναδική «ουσία» της ταξικής πάλης (γι’ αυτό το λόγο, μεταξύ άλλων, δεν θεωρώ ικανοποιητική τη γκραμσιανή διάκριση πολέμου κινήσεων και πολέμου θέσεων που προκύπτει από την ίδια μεταφορά). Ας δεχτούμε οριστικά ότι οι τάξεις δεν αποτελούν κοινωνικές υπερατομικότητες ούτε ως αντικείμενα ούτε ως υποκείμενα. Ή, με άλλους όρους, ότι δεν είναι κάστες. Δομικά και ιστορικά, οι τάξεις αλληλοκαλύπτονται, διαπλέκονται τουλάχιστον εν μέρει. Όπως υπάρχουν κατ' ανάγκην εξαστικευμένοι προλετάριοι, υπάρχουν και προλεταριοποιημένοι αστοί. Αυτή η επικάλυψη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς υλικούς διαχωρισμούς. Με άλλους όρους, οι «ταξικές ταυτότητες» που είναι σχετικά ομογενείς, δεν αποτελούν αποτέλεσμα προκαθορισμού αλλά συγκυρίας. Το να ανάγουμε τον καθορισμό των τάξεων στη συγκυρία, δηλαδή στο συμπτωματικό χαρακτήρα της πολιτικής, δεν έχει καμιά σχέση με μμχ κατάργηση του ανταγωνισμού. Με το να απομακρυνόμαστε από τη μεταφορά των «δύο στρατοπέδων» (που προφανώς συνδέεται με την ιδέα ότι το κράτος και η ιδιωτική κοινωνία αποτελούν χωριστές σφαίρες, δηλαδή με τα ίχνη του φιλελευθερισμού στη σκέψη του Μαρξ παρά την επαναστατική άμεση σύνδεση οικονομίας και πολιτικής στο έργο του), δεν πλησιάζουμε, βεβαίως, στη μεταφορά του κοινωνικού συνεχούς, της απλής «διαστρωμάτωσης» ή της «γενικής κινητικότητας». Η διάχυση της προλεταριοποίησης σε εν μέρει ανεξάρτητες και εν μέρει αντιφατικές διαδικασίες, δεν καταργεί την προλεταριοποίηση. Οι πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών είναι λιγότερο παρά ποτέ ίσοι απέναντι στην δυσκολία της δουλειάς, την αυτονομία και την εξάρτηση, την ασφάλεια της ζωής και την αξιοπρέπεια του θανάτου, την κατανάλωση και την μόρφωση (formation) - άρα την ενημέρωση (information). Περισσότερο παρά ποτέ αυτές οι διαφορετικές «κοινωνικές» διαστάσεις της θέσης του πολίτη συνδυάζονται με τη συλλογική ανισότητα στο πεδίο της εξουσίας και των αποφάσεων όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση, τον οικονομικό μηχανισμό, τις διεθνείς σχέσεις, την ειρήνη και τον πόλεμο. Όλες αυτές οι ανισότητες συνδέονται έμμεσα με την εξάπλωση της αξιακής μορφής, την «ατέρμονη» διαδικασία συσσώρευσης, διότι συνδέονται με την αναπαραγωγή της πολιτικής αλλοτρίωσης, τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιες οι μορφές της ταξικής πάλης μπορούν να οδηγήσουν στην αδυναμία των μαζών στο πλαίσιο μιας κρατικής ρύθμισης των κοινωνικών συγκρούσεων.
Πρόκειται γι’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε double bind στο οποίο η παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων και των «άυλων» εμπορευμάτων) και η κρατική κοινωνικοποίηση μπλοκάρουν τις ατομικές ή συλλογικές πρακτικές: η αντίσταση στην εκμετάλλευση επιτρέπει την επέκταση της, η διεκδίκηση της ασφάλειας και της αυτονομίας συντηρεί την κυριαρχία και τη συλλογική ανασφάλεια (τουλάχιστον σε περιόδους «κρίσης»). Πρέπει πάντως να μην ξεχνάμε ότι αυτός ο κύκλος δεν είναι σταθερός: αντίθετα, μετατοπίζεται διαρκώς υπό την επιρροή απρόβλεπτων κινήσεων που δεν μπορούν να αναχθούν στη λογική της γενικευμένης οικονομίας και ανατρέπουν την εθνική και διεθνή τάξη που ο κύκλος αυτός έχει παράγει. Δεν πρόκειται για ντετερμινισμό. Δεν αποκλείονται ούτε οι μαζικές αντιπαραθέσεις ούτε οι επαναστάσεις με οποιαδήποτε πολιτική μορφή.
Συνοπτικά, η «εξαφάνιση των τάξεων», η απώλεια της ταυτότητας ή της ουσίας τους, είναι ταυτόχρονα πραγματικότητα και ψευδαίσθηση. Είναι πραγματικότητα, διότι η παρατηρούμενη γενίκευση του ανταγωνισμού οδηγεί στη διάλυση του μύθου της καθολικής τάξης, καταστρέφοντας τις τοπικές θεσμικές μορφές με τις οποίες για ένα περίπου αιώνα, το εργατικό κίνημα από την μια και το αστικό κράτος από την άλλη ενοποιούσαν σχετικά το εθνικό προλεταριάτο και την εθνική αστική τάξη. Είναι όμως και ψευδαίσθηση, διότι η «ουσιαστική» ταυτότητα των τάξεων δεν αποτέλεσε παρά αντανακλαστικό αποτέλεσμα της πρακτικής τους ως κοινωνικών υποκειμένων και, με αυτή την οπτική, δεν υπάρχει τίποτα καινούριο: χάνοντας αυτές τις «τάξεις» στην πραγματικότητα δεν χάνουμε τίποτε. Η σημερινή «κρίση» είναι κρίση των μορφών αντιπροσώπευσης και των πρακτικών που καθορίζονται από την ταξική πάλη και γι’ αυτό μπορεί να έχει σημαντικά ιστορικά αποτελέσματα. Δεν αποτελεί ωστόσο την εξαφάνιση του ανταγωνισμού καθ' εαυτού ή, αν θέλουμε, το τέλος του συνόλου των ανταγωνιστικών μορφών της ταξικής πάλης.
Το θεωρητικό πλεονέκτημα αυτής της κρίσης είναι ότι μπορεί να μας επιτρέψει να διαχωρίσουμε επιτέλους το ζήτημα της μετάβασης προς μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση (ή ρήξης με τον καπιταλισμό) από το ζήτημα των ορίων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τα «όρια» αυτά, ακόμη και αν υπάρχουν - πράγμα αμφίβολο αφού όπως είδαμε, η διαλεκτική των μορφών κοινωνικής ενσωμάτωσης και προλεταριοποίησης των εργαζομένων, των τεχνολογικών αλλαγών και της εντεινόμενης υπερεργασίας είναι αδιάκοπη - δεν έχουν καμιά άμεση σχέση με την επαναστατική ρήξη που δεν μπορεί να προέλθει παρά από την πολιτική ευκαιρία που προσφέρει η αποσταθεροποίηση της ταξικής σχέσης καθ' εαυτής, δηλαδή του οικονομικού πολιτικού πλέγματος. Πρέπει να θέσουμε ξανά το ερώτημα για ποιόν και σε τι υπάρχει «κρίση». Οι επαναστάσεις του παρελθόντος συνδέονταν πάντοτε στενά και με τις κοινωνικές ανισότητες και με τη διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων και με τις ιστορικές διακυμάνσεις του εθνικού κράτους. Προκλήθηκαν από την αντίφαση ανάμεσα στην επαγγελία του σύγχρονου κράτους ότι θα δημιουργήσει μια «κοινότητα» και την πραγματικότητα των ποικίλων μορφών αποκλεισμού. Μια από τις πιο βαθιές και ανατρεπτικές πλευρές της μαρξικής κριτικής για την οικονομία και την πολιτική είναι, όπως είδαμε, ακριβώς το ότι δεν θεμελιώνει τις ανθρώπινες κοινωνίες στο γενικό συμφέρον αλλά στη ρύθμιση των ανταγωνισμών. Είναι αλήθεια ότι, όπως είπα προηγουμένως, στην ανθρωπολογία του Μαρξ η εργασία έγινε «ουσία» του ανθρώπου και των κοινωνικών σχέσεων, θεμελιώδης πρακτική που καθορίζει αποκλειστικά τον ανταγωνισμό. Χωρίς αυτή την αναγωγή η φιλελεύθερη ιδεολογία που ταυτίζει την ελευθερία με την ατομική ιδιοκτησία δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ριζικά. Είναι δυνατόν σήμερα να απομακρυνθούμε από αυτήν, χωρίς ταυτόχρονα να φανταστούμε ότι η εργασία και ο καταμερισμός εργασίας εξαφανίζονται, ενώ αντίθετα επεκτείνονται και διαφοροποιούνται διαρκώς για να εισχωρήσουν και σε άλλες δραστηριότητες (ακόμη και σε εκείνες που παραδοσιακά δεν συνδέονται με την «παραγωγή» αλλά με την «κατανάλωση»); Το βέβαιο είναι ότι ο καταμερισμός εργασίας τέμνει υποχρεωτικά - χωρίς όμως να συγχέεται μαζί τους - άλλες διαιρέσεις, τα αποτελέσματα των οποίων δεν μπορούν να απομονωθούν παρά με αφηρημένο τρόπο. Οι «εθνικές» συγκρούσεις (ακριβέστερα τα αποτελέσματα του ρατσισμού) έχουν επίσης καθολικό χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει - τουλάχιστον σε ορισμένα πολιτιστικά συστήματα - για τους ανταγωνισμούς που βασίζονται στη διάκριση των φύλων (που εμπεριέχεται σε κάθε οργάνωση και κάθε θεσμό των κοινωνικών ομάδων - ακόμη και στην εργατική τάξη, αν υιοθετήσουμε σ' αυτό το σημείο τις αναλύσεις της F. Duroux4).
Η ταξική πάλη μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια καθοριστική δομή που καλύπτει όλες τις κοινωνικές πρακτικές, χωρίς να είναι όμως και η μοναδική. Καλύτερα, επειδή ακριβώς καλύπτει όλες τις πρακτικές, διαπλέκεται ανταγωνιστικά με την καθολικότητα άλλων δομών. Η καθολικότητα δεν είναι συνώνυμο της ενικότητας, όπως και ο επικαθορισμός δεν ίναι συνώνυμο της ακαθοριστίας.
Να λοιπόν που οδηγούμαστε όλο και μακρύτερα από αυτό που αποκαλείται μαρξισμός. Κι όμως, διατυπώνοντας έτσι τη θέση της καθολικότητας του ανταγωνισμού, επισημαίνουμε αυτό που είναι περισσότερο παρά ποτέ αξεπέραστο στη μαρξιστική προβληματική. Νομίζω ότι η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται σήμερα η συνάρθρωση του προβλήματος των τάξεων και του εθνικισμού. Τόσο στις φιλελεύθερες δημοκρατικές μορφές όσο και στις λαϊκιστικές αυταρχικές μορφές του, ο εθνικισμός φάνηκε απόλυτα συμβιβάσιμος με τον οικονομικό ατομισμό και τον κρατικό σχεδιασμό ή μάλλον με τους διάφορους συνδυασμούς τους. Αποτέλεσε το κλειδί της ενοποίησης των επιμέρους τρόπων ζωής και ιδεολογιών σε μια και μόνη κυρίαρχη ιδεολογία, ικανή να διαρκέσει και να επιβληθεί στις «κυριαρχούμενες» ομάδες, να εξουδετερώσει πολιτικά τα αποτελέσματα ρήξης των οικονομικών «νόμων». Χωρίς τον εθνικισμό η αστική τάξη δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί ούτε στην οικονομία ούτε στο κράτος. Μπορούμε λοιπόν να πούμε, με όρους συστηματικής ανάλυσης, ότι το εθνικό και εθνικιστικό κράτος έγινε ο βασικός «παράγοντας απλοποίησης της πολυπλοκότητας» («réducteur de complexité») της σύγχρονης ιστορίας. Από εδώ προκύπτει η τάση του εθνικισμού να αποτελέσει «ολική» κοσμοαντίληψη (όπως και η παρουσία του, ακόμη και όταν την αρνούνται, παντού όπου επισημοποιήθηκαν τέτοιες κοσμοαντιλήψεις). Πάντως, όπως είπα και προηγουμένως, δεν είναι πολύ πιθανό οι υπερεθνικοί εθνικισμοί που διαγράφονται σε ορισμένα σημεία (με αναφορά στην «Ευρώπη», τη «Δύση», τη «σοσιαλιστική κοινότητα», τον «τρίτο κόσμο» κλπ.) να φτάσουν σε ανάλογη «ολικοποίηση». Αντίστροφα, είναι ανάγκη να δεχτούμε ότι η σοσιαλιστική ιδεολογία των τάξεων και της πάλης των τάξεων, που αναπτύχθηκε μέσα από τη διαρκή αντιπαράθεση με τον εθνικισμό, χαράχτηκε τελικά στα μέτρα του - συνέπεια ιστορικού μιμητισμού. Έγινε λοιπόν με τη σειρά της «παράγοντας απλοποίησης της πολυπλοκότητας» υποκαθιστώντας απλώς το κριτήριο του κράτους (με τις εθνικές προϋποθέσεις του) με το κριτήριο της τάξης (δηλαδή της ταξικής προέλευσης) - για τη σύνθεση πολλαπλών κοινωνικών πρακτικών (προσδοκώντας να τις συνενώνει στην προοπτική ενός «ταξικού κράτους»). Αυτή είναι η ρευστότητα της σημερινής κατάστασης: για να μην οδηγήσει η κρίση του εθνικισμού στην υπερβολή του εθνικισμού και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, η βαθμίδα της ταξικής πάλης πρέπει να εμφανισθεί στο πεδίο των αναπαραστάσεων του κοινωνικού, ως το ασυμβίβαστο άλλο του εθνικισμού. Πρέπει λοιπόν η ιδεολογία των τάξεων ή της πάλης τους, με όποιο όνομα κι αν εμφανίζεται, να ανακτήσει την αυτονομία της και να απαλλαγεί από τον μιμητισμό. «Που πηγαίνει ο μαρξισμός;»: πουθενά, αν βέβαια λάβουμε υπ' όψη όλες τις διαπλοκές αυτής της παραδοξολογίας.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα του δοκιμίου του συγγραφέα υπό τον τίτλο: De la lutte des classes à la lutte sans classes? που δημοσιεύθηκε στη συλλογή: Ε. Balibar - Im. Wallerstein, «Race, nation, classe. Les identités ambiguës», Ed. La Découverte, Paris 1988, σελ. 207246.
1. Ε. Balibar, L' idée d' une politique de classe chez Marx in Marx en perspective, (διεύθ. Β. Chavanche), EHESS Paris 1985.
2. Στο πρωτότυπο reductionnisme. Αντιγράφουμε τον ορισμό που δίνει το Petit Robert: «συστηματική αναγωγή ενός τομέα γνώσης σε έναν άλλο ειδικότερο που θεωρείται περισσότερο θεμελιώδης (από το βιολογικό στο φυσικό χημικό, από το κοινωνικό στο οικονομικό...)» ΣτΜ.
3. Ε. Balibar, «Longue marche pour la paix» in E. P. Thompson et al., Exterminisme. Armement nucléaire et pacifisme, Paris P.U.F. 1982.
4. Françoise Duroux, La Famille des ouvriers: mythe ou politique? thèse de 3e cycle, Université Paris - VII, 1982.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου