Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ: Η ΚΙΝΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΑΟ




ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ: Η ΚΙΝΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΑΟ 

Ένα άρθρο του ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ με τίτλο «Η ΚΙΝΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΑΟ». Το κείμενο αυτό αν κι έχει γραφτεί το 1976 έχει και σήμερα εξαιρετική σημασία ιδίως για όσους έχουν διαβάσει και τη μπροσούρα του Σ. Μιχαήλ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΚΙΝΑ», η οποία κυκλοφόρησε το 1989.

Το 1956, το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την έκθεση Χρουστσόφ και την ανοιχτή ομολογία των εγκλημάτων του Στάλιν, άνοιγε μια νέα εποχή στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος. Η κρίση του κάποτε «μονολιθικού» σταλινικού οικοδομήματος ξεσπούσε ανοιχτά σε διεθνή κλίμακα, προκαλούσε πολιτικούς σεισμούς και ρήγματα σε όλα τα Κ.Κ., γινόταν σημείο αναφοράς στη ρήξη της Κίνας με την ΕΣΣΔ.
Είκοσι χρόνια μετά, ο διεθνής σταλινισμός αντιμετωπίζει μια νέα πρωτοφανή θύελλα σ’ όλες τις πτέρυγες των διασπασμένων μηχανισμών του. Στην αρχή αυτής της χρονιάς υπήρξε η ανοιχτή συσπείρωση των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών Κ.Κ. ενάντια στη Μόσχα. Αργότερα ο μαζικός προλεταριακός απεργιακός ξεσηκωμός στην Πολωνία ενάντια στη γραφειοκρατία του Γκιέρεκ. Και τώρα η εκκαθάριση των «ριζοσπαστών» της Σαγκάης από τους διαδόχους του Μάο.
Με τις πρόσφατες δραματικές εξελίξεις στην Κίνα (σε συνδυασμό με τις καταγγελίες του Εμβέρ Χότζα ενάντια στον άλλοτε συναρχηγό του, Μπαλούκου και τους «8 συνωμότες), η κρίση της σταλινικής γραφειοκρατίας που ήρθε στην επιφάνεια το 1956, μπαίνει σ’ ένα τελείως νέο στάδιο. Ακόμα κι εκείνες οι δυνάμεις, μέσα από το διεθνή σταλινισμό, που φιλοδοξούσαν να εμφανιστούν σα φορείς «επαναστατικής» αναγέννησης, χρεοκοπούν, αποδείχνονται παροδικά φαινόμενα, χωρίς ιστορικό μέλλον.
Η πολιτική (ίσως και φυσική) εξόντωση των τελευταίων επιζώντων των ηγετών της Πολιτιστικής Επανάστασης και ο έξαλλος διασυρμός της χήρας του Μάο Τσε-τούγκ, σύμφωνα με τα πιο κλασσικά σταλινικά πρότυπα και με τις πιο φανταστικές και ηλίθιες συκοφαντίες, αντάξιες του κατηγορητηρίου των Δικών της Μόσχας, θάβουν οριστικά το μύθο της γραφειοκρατίας του Πεκίνου σα «διάδοχου πόλου συσπείρωσης» ενάντια στη γραφειοκρατία της Μόσχας. Με την υπερδεξιά εξωτερική πολιτική των τελευταίων χρόνων, μετά το φυσικό ή πολιτικό θάνατο κάθε σημαντικού ηγετικού στελέχους της Κινέζικης Επανάστασης, η τωρινή κλίκα του Χούα Κούο Φέγκ, παρόλη την πύρρεια νίκη της απέναντι στην ομάδα της Σαγκάης, δεν μπορεί να έχει το ελάχιστο πολιτικό κύρος στο επαναστατικό κίνημα.
Πολλοί φιλισταίοι σχολιαστές των τελευταίων γεγονότων στην Κίνα θέλουν να περιορίσουν τη σημασία τους παρουσιάζοντάς τα σαν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε φατρίες του κυβερνώντος κοινωνικού στρώματος. Μια τέτοια ρηχή προσέγγιση θέλει να μένει τυφλή στο ρόλο των μαζών κάτω από μια επαναστατική ηγεσία. Η εκκαθάριση της ομάδας της Σαγκάης δεν είναι παρά η αστραπή πριν από την καταιγίδα. Είναι το φανέρωμα στο εποικοδόμημα βαθιών κοινωνικών ανταγωνισμών που θα ξεσπάσουν με φοβερή βιαιότητα στην Κίνα, την Ασία και όλο τον πλανήτη την επόμενη περίοδο.
Πίσω από τις απότομες αλλαγές στο Πεκίνο βρίσκεται η δυναμική της παγκόσμιας ταξικής πάλης, η άνοδος της παγκόσμιας επανάστασης. ΟΙ γραφειοκρατικές κάστες έρχονται στην πιο οξεία αντίφαση με τις κύριες δυνάμεις της ιστορικής εποχής. Όλοι οι αντικειμενικοί όροι είναι συγκεντρωμένοι για να οικοδομηθεί η διάδοχη επαναστατική ηγεσία της διεθνούς εργατικής τάξης, το Παγκόσμιο Κόμμα που ίδρυσε ο Τρότσκι το 1938. Η πολιτική χρεοκοπία του Πεκίνου θα σπρώξει νέα στρώματα να στραφούν στη θεωρία και την πράξη του τροτσκισμού, της πιο ασυμβίβαστης απέναντι στη γραφειοκρατία και τον ιμπεριαλισμό πολιτικής δύναμης. Το νέο περιεχόμενο της κρίσης του σταλινισμού – αλληλένδετο με τη ραγδαία επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης – μπορεί και πρέπει να συλληφθεί μέσα από μια υλιστική κατανόηση της συνολικής κίνησης της Ιστορίας και με πραχτική επαναστατική συμμετοχή σ’ αυτή την κίνηση. Μόνο έτσι μπορεί να κριθεί στις σωστές προοπτικές της η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το θάνατο του Μάο: η ιστορική της ρίζα, η αλληλοσύνδεση των τελευταίων εξελίξεων με την όλη πορεία της Κινέζικης Επανάστασης και την κάθε φάση ανάπτυξης της παγκόσμιας κρίσης του ιμπεριαλισμού, οι αντιφατικές τάσεις, οι προοπτικές που ανοίγονται.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ: ΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η σημερινή κρίση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας δεν ξεφύτρωσε ως δια μαγείας. Το μαοϊκό καθεστώς ήταν από την πρώτη στιγμή της εγκαθίδρυσής του, ένα καθεστώς κρίσης. Για να δούμε αυτό το ουσιαστικό του χαρακτηριστικό, πρέπει να εγκαταλείψουμε τα ιδεαλιστικά κριτήρια ερμηνείας που ξεκινούν από τις «κινέζικες ιδιορρυθμίες». Αντίθετα, σα διαλεχτικοί υλιστές, πρέπει να ξεκινήσουμε από τις διεθνείς κινητήριες δυνάμεις της ιμπεριαλιστικής εποχής, που συνδυάζονται μ’ έναν ιδιόρρυθμο, μοναδικό τρόπο στην Κίνα και σε κάθε χώρα. Η Κινέζικη Επανάσταση είναι ένα σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας επανάστασης. Η διαλεχτική της είναι η ίδια η διαλεχτική της ιστορικής μας περιόδου, περιόδου επαναστατικής μετάβασης, διεθνώς, από την καπιταλιστική κοινωνία στο σοσιαλισμό.
Το τέλος του καπιταλισμού, σαν κοινωνικού συστήματος, που αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, αναγγέλθηκε με τις βάρβαρες καταστροφές του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου και την αρχή της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης τον Οχτώβρη του 1917 στη Ρωσία. Ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι μπολσεβίκοι συνέδεσαν τις τύχες της πρώτης διχτατορίας του προλεταριάτου με τη νίκη της επανάστασης στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης και στην υποστήριξη των επαναστατημένων λαών της Ανατολής.
Η προλεταριακή επανάσταση, όμως, δεν κατόρθωσε στη συνέχεια να κατακτήσει τα νευραλγικά κέντρα του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη Δύση. Υποχώρησε και μετά από μια σειρά αποφασιστικές ήττες (Γερμανία 1918-1919, Ουγγαρία 1918, Ιταλία 1922, Βουλγαρία 1923, Γερμανία 1923), έμεινε απομονωμένη στο πρώτο εργατικό κράτος – την καθυστερημένη αγροτική Ρωσία. Κάτω απ’ αυτούς τους όρους, αναπτύχθηκε ένα τρομερό γραφειοκρατικό καρκίνωμα στο σώμα της Σοβιετικής Ένωσης και της Τρίτης Διεθνούς: ο σταλινισμός. Το συντηρητικό γραφειοκρατικό στρώμα, διαρκώς αυτονομούμενο από τις προλεταριακές μάζες, έθαψε τις λενινιστικές προοπτικές της παγκόσμιας επανάστασης. Μίλαγε πια για την αντιδραστική ουτοπία «να χτίσει το σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα», ανεξάρτητα από την πορεία της παγκόσμιας επανάστασης και αφήνοντας τον ιμπεριαλισμό να ελέγχει τα κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας, το διεθνή καταμερισμό της εργασίας, την παγκόσμια αγορά. Ζήταγε να οικοδομήσει το σοσιαλισμό «με βήματα χελώνας». Πόνταρε στις πιο συντηρητικές δυνάμεις, το μεσαίο χωρικό στο εσωτερικό, τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της Βρετανίας το 1926, τον Τσάγκ Κάι-σέκ και το αστικό δημοκρατικό του κόμμα, το Κουομιντάγκ στη μισοαποικιακή Κίνα. Μαζί με το «σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα», η ανερχόμενη γραφειοκρατία ξέθαψε τη μενσεβίκικη θεωρία των «σταδίων» και την εφάρμοσε στη δεύτερη Κινέζικη Επανάσταση του 1925-1927. Διέλυσε την ανεξάρτητη ύπαρξη του ΚΚ Κίνας και το ενσωμάτωσε πειθαρχικά στο Κουομιντάγκ, που ανακηρύχτηκε συμπαθών τμήμα της Τρίτης Διεθνούς. Ο ίδιος ο Τσάγκ ονομάστηκε μέλος της ηγεσίας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος!
«Η Κινέζικη Επανάσταση του 1925 – 1927 είχε κάθε ευκαιρία να νικήσει. Μια ενωμένη και μεταμορφωμένη Κίνα θα συνιστούσε εκείνη την εποχή ένα ισχυρό φρούριο της λευτεριάς στην Άπω Ανατολή. Ολόκληρη η τύχη της Ασίας, και ως ένα βαθμό, όλου του κόσμου, μπορούσε να είναι διαφορετική. Αλλά το Κρεμλίνο, μην έχοντας εμπιστοσύνη στις κινέζικες μάζες και γυρεύοντας τη φιλία των στρατηγών, χρησιμοποίησε όλο του το βάρος για να υποτάξει το κινέζικο προλεταριάτο στη μπουρζουαζία και βοήθησε έτσι τον Τσάγκ Κάι-σέκ να τσακίσει την Κινέζικη Επανάσταση. Απογοητευμένη, διασπασμένη και αδυνατισμένη η Κίνα, αφέθηκε ανοιχτή στη γιαπωνέζικη εισβολή», (Τρότσκι, Κείμενα 1939-1940, σελ. 39).
Η αναχαίτιση της επανάστασης στη Δύση γέννησε το σταλινισμό – και το πρώτο πολιτικό έγκλημα του τελευταίου ήταν η καταστροφή της επανάστασης στην Ανατολή. Με το σκοτείνιασμα του παγκόσμιου επαναστατικού ορίζοντα, σε Δύση και Ανατολή, η γραφειοκρατία του Στάλιν κατόρθωσε αμέσως μετά τη σφαγή της Καντόνας να αποκεφαλίσει οργανωτικά το μπολσεβίκικο κόμμα και την Κομμουνιστική Διεθνή από την επαναστατική τους πτέρυγα, την Αριστερή Αντιπολίτευση των μπολσεβίκων-λενινιστών γύρω από τον Λέων Τρότσκι.
Μετά το πογκρόμ ενάντια στους τροτσκιστές – που οι προβλέψεις τους είχαν επαληθευτεί τραγικά – άρχισε μια νέα «Τρίτη» περίοδος της σταλινικής πολιτικής, που αντιμετώπιζε με τον πιο τυχοδιωκτικό τρόπο τους πρώην «φίλους» που είχαν μετατραπεί σε ανοιχτούς και λυσσασμένους εχθρούς της ΕΣΣΔ. Ο Στάλιν, αναγορεύοντας τη σοσιαλδημοκρατία σε «δίδυμο αδελφό του φασισμού» και κύριο στόχο της πάλης των ΚΚ, υποτιμώντας εγκληματικά τον κίνδυνο μιας νίκης του Χίτλερ (που σύμφωνα με τα λόγια της σταλινισμένης Διεθνούς «θα κατάστρεφε τις αστικοδημοκρατικές αυταπάτες» και «θα προωθούνταν έτσι η υπόθεση του κομμουνισμού»), οδήγησε τη γερμανική και ευρωπαϊκή εργατική τάξη στην πιο κολοσσιαία ήττα της ιστορίας της με την απρόσκοπτη επιβολή του ναζιστικού ζυγού το 1933. Από τότε, η σταθεροποιημένη πια στην πολιτική εξουσία σταλινική γραφειοκρατία, μετατράπηκε στην κύρια αντεπαναστατική δύναμη στον κόσμο, στο χωροφύλακα της διεθνούς αστικής κυριαρχίας που θα εξοντώσει όλους τους παλιούς μπολσεβίκους ηγέτες στις Δίκες της Μόσχας, θα πνίξει την ισπανική επανάσταση, θα εξαπολύσει παγκόσμια τους δολοφόνους της Γκέ-Πέ-Ού ενάντια σε κάθε επαναστατικό στοιχείο, και πρώτα απ’ όλα ενάντια στα στελέχη της νέας επαναστατικής Διεθνούς του Τρότσκι. Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό διεθνές πλαίσιο, η Κινέζικη Επανάσταση θα περάσει τη δύσκολη και επική περίοδο της αναδίπλωσης στην αγροτική ενδοχώρα, της Μεγάλης Πορείας και αργότερα του λαϊκού πολέμου.
Αλλά ούτε οι προδοσίες του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας και των Λαϊκών Μετώπων του 1936, ούτε οι νίκες του φασισμού και
η εγκαθίδρυση στρατιωτικών διχτατοριών σε μια σειρά χώρες, δεν μπόρεσαν να αναγεννήσουν τον παρακμασμένο καπιταλισμό. Οι θανάσιμες αντιφάσεις του τον οδήγησαν σε ένα νέο φοβερότερο ιμπεριαλιστικό πόλεμο – και την προοπτική ενός νέου κύματος της παγκόσμιας επανάστασης.
Τις παραμονές του πολέμου ήταν αυτή η επαναστατική προοπτική, που δεν είχαν εξαφανίσει οι πολιτικές και οικονομικές καταστροφές της δεκαετίας του ’30, που στήριξε την ίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς. Ήταν η ίδια προοπτική που γέμιζε φόβο κάθε ιμπεριαλισμό. Στις 25 του Αυγούστου 1939, στην τελευταία συνάντηση του γάλλου πρεσβευτή Κουλόντρ με τον Χίτλερ, τη στιγμή της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών διαμείφτηκε μια ιστορική στιχομυθία (δημοσιεύθηκε στο «Παρί Σουάρ» της 31/8/1939). Ο Χίτλερ χαιρέτισε το σύμφωνο που υπέγραψε με τον Στάλιν και έκφρασε τη «λύπη» του για το γαλλικό και γερμανικό αίμα που θα χυνόταν. Και ο Καλόντρ παρατήρησε: «Αν χυθεί γαλλικό και γερμανικό αίμα, τότε δεν θα χρειαστεί να πληρώσουμε μόνο αυτό το φόρο αίματος, όσο βαρύς κι αν είναι… Φοβάμαι, επίσης, ότι στο τέλος ενός πολέμου θα υπάρξει μόνο ένας πραγματικός νικητής, ο κύριος Τρότσκι. Το σκεφτήκατε αυτό;». «Το ξέρω – φώναξε ο Φύρερ – αλλά γιατί η Γαλλία κι η Αγγλία δώσανε στην Πολωνία πλήρη ελευθερία δράσης» κλπ. (Βλέπε Le livre jaune francais 1939 σελ. 314 και Τρότσκι Κείμενα 1939-40, σελ. 12).
Στις αρχές του πολέμου, στη διαρκειά του και στο τέλος του, οι «δημοκράτες» ιμπεριαλιστές, οι χιτλεροφασίστες, κι η σταλινική Γκέ – Πε- Ού, χωριστά ή σε συνδυασμό, συγκέντρωσαν τα χτυπήματά τους προσπαθώντας να ξορκίσουν την απειλή της επανάστασης που θα έφερνε ο πόλεμος – απειλή που της δώσανε το όνομα του Τρότσκι, και καθόλου τυχαία. Στη δολοφονία του Τρότσκι, όπως έχει πια αποκαλύψει η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς, το Εφ-Μπί Αι κάλυψε πλήρως το δολοφονικό δίκτυο της Γκε πε ου. Η ίδια η δολοφονία του ιδρυτή της Τέταρτης Διεθνούς συνδέεται με όλη την αλυσίδα των αντεπαναστατικών εγκλημάτων, όχι μόνο του μεσοπολέμου αλλά και του πολέμου και της λεγόμενης «απελευθέρωσης». Συνδέεται με την εξόντωση ή τη χαλιναγώγηση της επαναστατικής βάσης των μαζικών κινημάτων Αντίστασης, τη διεθνή ταξική συνεργασία των συμφωνιών της Τεχεράνης, της Γιάλτας και του Πότσδαμ, το δέσιμο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μ. Ανατολής, το Λίβανο, την Καζέρτα, τη σφαγή των τροτσκιστών, τη Βάρκιζα, τον αφοπλισμό των ανταρτών της Γαλλίας και της Ιταλίας, τη συντριβή της ελληνικής επανάστασης του 1941-1949.
Η προοπτική του Τρότσκι και οι φόβοι των ιμπεριαλιστών επαληθεύτηκαν. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δημιούργησε συνθήκες επανάστασης στην ευρωπαϊκή ήπειρο και την Ασία. Μόνο η ταξική συνεργασία και οι προδοσίες της γραφειοκρατίας, δώσανε την πολιτική βάση για την αναστήλωση του καπιταλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, το νευραλγικό αυτό κέντρο και την εγκαθίδρυση της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στις συμφωνίες του Μπρέτον Γούντς, οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού κόσμου. Το κατάφεραν μόνο λόγω του πολιτικού ρόλου των παραδοσιακών ηγεσιών του εργατικού κινήματος. Ο καπιταλισμός σαν σύστημα όχι μόνο δεν ανακάλυψε νέα εφόδια ζωντάνιας στον εαυτό του, αλλά χρειάστηκε για να αποφύγει την αναμέτρηση με την ευρωπαϊκή εργατική τάξη, να θεσπίσει μια πληθωριστική πολιτική που παραβίαζε τους πιο βασικούς νόμους της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας – βάζοντας έτσι τους όρους της σημερινής κοινωνικο-οικονομικής έκρηξης.
Πέρα από αυτήν την ιστορική υποχώρηση στο οικονομικό πεδίο, που ήταν οι συμφωνίες του Μπρέτον Γούντς, ο διεθνής ιμπεριαλισμός στο
Τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου έχασε από τον έλεγχό του μια τεράστια έκταση, από την Ανατολική Ευρώπη στην Κίνα, τη Β. Κορέα και το Β. Βιετνάμ. Η νίκη της Κινέζικης Επανάστασης το 1949, η μεγαλύτερη νίκη του παγκόσμιου προλεταριάτου ύστερα από το 1917, είναι κορυφαία έκφραση και σημαντικός παράγοντας του αλλαγμένου διεθνούς συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων, μετά το 1945.
Στους αντιφατικούς όρους της ίδιας της νίκης της Κινέζικης Επανάστασης πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες της κρίσης του μαοϊκού καθεστώτος.
Οι πιο αποφασιστικές συνέπειες των αλλαγών στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων δεν ήρθαν αμέσως στην επιφάνεια το 1945, λόγω των σταλινικών και ρεφορμιστικών μηχανισμών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας πήρε την εξουσία στηριγμένο στις αλλαγές της διεθνούς κατάστασης και ερχόμενο σε εμπειρική ρήξη με τον Στάλιν και την πολιτική του Κρεμλίνου – παρόλη τη σταλινική διαπαιδαγώγηση της κινέζικης ηγεσίας.
Ο Στάλιν ήταν απόλυτα εχθρικός στην Τρίτη Κινέζικη Επανάσταση που άρχισε το 1946 σα συνέχεια του λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου ενάντια στο γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό. Για χάρη των διπλωματικών παζαρεμάτων του Κρεμλίνου με την Ουάσιγκτον, προωθούσε το σχέδιο μιας κυβέρνησης «Εθνικού Μετώπου» με τον Τσάγκ – Κάι – σέκ. Μετά την παράδοση της Μαντζουρίας από τους σοβιετικούς στον Τσάγκ, οι κινέζοι ηγέτες είδαν τις δυνάμεις τους περικυκλωμένες και τα λευκά στρατεύματα να εξαπολύουν την ισχυρότερη επίθεσή τους ενάντια στην Εβδόμη Στρατιά. Βρέθηκαν σε μια κατάσταση ανάλογη μ’ εκείνη που αντιμετώπισαν οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες την περίοδο 1942-43. Η μόνη διέξοδος ήταν η επαναστατική κινητοποίηση των μαζών. Το ΚΚ Κίνας εξάγγειλε ένα πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης που ξεσήκωσε τεράστιο ενθουσιασμό στις μάζες. Επιτροπές αγροτών και παρτιζάνικες ομάδες αναπτύχθηκαν σε κάθε γωνιά της Κίνας, οργανώνοντας την υπεράσπιση κι επέκταση της αγροτικής μεταρρύθμισης, ενάντια στο μισητό αστό εκπρόσωπο των γαιοκτημόνων, τον τύραννο Τσάγκ. Η προέλαση του Κινέζικου Κόκκινου Στρατού γινόταν ακατανίκητη, τη στιγμή που διαλύονταν τα στρατεύματα του Κουομιντάγκ, αποτελούμενα κυρίως από φτωχούς χωρικούς διψασμένους για γή. Ταυτόχρονα στις πόλεις που θερίζονταν από τον πληθωρισμό το αναζωογονημένο την προηγούμενη περίοδο προλεταριακό κίνημα έδινε επαναστατικούς αγώνες και διαμέσου του παραδοσιακού του κόμματος, του ΚΚ Κίνας που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της εξεγερμένης λαοθάλασσας.
Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν μπορούσαν να περισυλλέξουν στην Κίνα από τα κοινωνικά ερείπια τον διεφθαρμένο και σάπιο αστικό κρατικό μηχανισμό και να τον αναστηλώσουν, όπως έκαναν στην Ευρώπη. Μια τέτοια προσπάθεια απαιτούσε μια πολεμική επιχείρηση τύπου Βιετνάμ στην αχανή κλίμακα της Κίνας κι ένα φανταστικό καπιταλιστικό αγροτικό πρόγραμμα, δηλαδή γιγάντια οικονομικά και στρατιωτικά εφόδια – εφόδια που τα είχαν κινητοποιήσει οι ΗΠΑ εκείνη την περίοδο για την αναστήλωση του καταστραμμένου ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν είχε άλλη εκλογή από το να περιοριστεί στη σωτηρία των μητροπολιτικών κέντρων του συστήματος στην ευρωπαϊκή Δύση. Μ’ αυτή τη μορφή, αποδείχνονταν ξανά ο διεθνής χαρακτήρας της επανάστασης στην ιμπεριαλιστική εποχή.
Ενώ υποχωρούσαν άτακτα τα αστικά στρατεύματα του Κουομιντάγκ, η μόνη πιστή διπλωματική αναγνώριση που απόμενε στον Τσάγκ ερχόταν από το Κρεμλίνο. Το 1945, ο Στάλιν δήλωνε στον αμερικάνο πρεσβευτή στη Μόσχα Χάριμαν, ότι θεωρούσε τον Τσάγκ – Κάι-σέκ: «τον μόνο άξιο κινέζο ηγέτη που θα κατάφερνε την ένωση της Κίνας». (Χ. Φάις «Μεταξύ πολέμου και ειρήνης».
Το 1948 ακόμα, με το φερέφωνό του μέσα στο κινέζικο κόμμα, τον περιβόητο αργότερα Λιού Σάο Σί, πρότεινε να παραταθεί το αντάρτικο σαν «μέσο πίεσης» και να μην επιχειρηθεί η κατάληψη της εξουσίας. Ο Μάο Τσέ-τούγκ και η πιστή σ’ αυτόν ηγετική ομάδα, έχοντας γνωρίσει ήδη την ήττα του 1927 μετά από τις ντιρεχτίβες της Μόσχας και με μακρόχρονη πείρα ελιγμών που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν μάταια την πολιτική του Στάλιν με τις ανάγκες της Κινέζικης Επανάστασης, αψήφησε τις αντεπαναστατικές οδηγίες και προχώρησε στην κατάληψη της εξουσίας.
Το 1949 συντρίβοντας οριστικά τα υπολείμματα του αστικού κράτους και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Κίνας, η διχτατορία του προλεταριάτου άνοιγε το δρόμο στη λύση των καθηκόντων της αντιϊμπεριαλιστικής δημοκρατικής επανάστασης – αποδείχνοντας άλλη μια φορά την ορθότητα της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης. Δεν έμπαιναν, έτσι, μόνο οι βάσεις της κινεζο-σοβιετικής διαμάχης, αλλά εκδηλώνονταν συνάμα, μ’ ένα αντιφατικό τρόπο οι πιο βαθιές ιστορικές δυνάμεις σε σύγκρουση με την παρασιτική σταλινική γραφειοκρατία, στο σύνολό της. Η ίδια η κινέζικη ηγεσία, εκπαιδευμένη στο σχολειό του σταλινισμού και της ρεβιζιονιστικής θεωρίας του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» βρισκόταν σε ενότητα και αντίθεση με την ίδια τη νίκη της Κινέζικης Επανάστασης. Νίκη που αντανακλούσε την έναρξη μιας νέας περιόδου διεθνώς, αντίθετης προς την προπολεμική περίοδο των ηττών της εργατικής τάξης και της ανόδου του σταλινισμού.
Μόνο αθεράπευτοι ιμπρεσιονιστές, ξένοι στη διαλεχτική μέθοδο, όπως ο Πάμπλο και η ομάδα του μέσα στο μαρξιστικό κίνημα εκείνη την περίοδο, μπορούν να επιμένουν και σήμερα ακόμα ότι οι αλλαγές στη Γιουγκοσλαβία, την Αν. Ευρώπη και την Κίνα «δικαίωναν» ιστορικά το διεθνή σταλινισμό. Ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός είναι ένα παροδικό, όχι αναγκαίο, επεισόδιο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, στηριγμένο στην ήττα και υποχώρηση του διεθνούς εργατικού κινήματος τον καιρό του μεσοπολέμου. Στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου μια νέα περίοδος άνοιξε. Η ουσία της αλλαγής αντανακλάστηκε στην πολιτική επιφάνεια αρχικά, μέσα από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των επιβιώσεων της προηγούμενης περιόδου, που αναχαίτιζαν προσωρινά την Ευρωπαϊκή Επανάσταση.
«Αυτό είναι που ο μαρξισμός ονομάζει διαλεχτική. Η καρδιά του ζητήματος βρίσκεται στο ότι οι διάφορες πλευρές του ιστορικού προτσέσου – οικονομία, πολιτική, το κράτος, η αύξηση της εργατικής τάξης – δεν αναπτύσσονται ταυτόχρονα σύμφωνα με τις παράλληλες γραμμές», (Τρότσκι, «Τα 5 πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς», τόμος ΙΙ, σελ. 4).
Στις επόμενες δεκαετίες θα γνωρίσει ο κόσμος την ανάδυση αυτών των αντιφάσεων, τη θανάσιμη κρίση και διάσπαση του διεθνούς σταλινισμού – μέχρι τη σημερινή έκρηξη. Το νεαρό εργατικό κράτος της Κίνας, καρπός μιας οξείας αντίθεσης ανάμεσα στις ανάγκες της επανάστασης και στη σταλινική πολιτική γνωρίζει εξαρχής μεγάλες γραφειοκρατικές παραμορφώσεις. Η επαναστατική Κίνα που καταστράφηκε το 1927, στο όνομα της θεωρίας του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα», νίκησε το 1949 ενάντια στους πρωτεργάτες αυτής της θεωρίας – για να κυβερνηθεί αμέσως στο όνομα του ίδιου δόγματος, με όλες τις γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις που συνεπάγεται. Τα προβλήματα της Κινέζικης Επανάστασης δεν τελείωσαν με τη νίκη του 1949. ΟΙ ρίζες τους και η λύση τους βρίσκονται στην αρένα της παγκόσμιας επανάστασης.
ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΣΤΗ ΚΙΝΕΖΟ-ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΡΗΞΗ
Η δεκαετία του ’50 θα γνωρίσει το πρώτο πολιτικό φανέρωμα της βαθιάς αλλαγής του διεθνούς συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων που συντελέστηκε στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι φλόγες της επανάστασης θα τυλίξουν την Ανατολή κι όλο τον αποικιακό κόσμο και την ίδια περίοδο για πρώτη φορά, οι προλεταριακές μάζες στα εργατικά κράτη, κάτω από σταλινικό καθεστώς, θα κινηθούν σε ανοικτή εξέγερση ενάντια στα γραφειοκρατικά παράσιτα. Ήδη, λίγο πριν, η νίκη στη Γιουγκοσλαβία, το σχίσμα Τίτο-Κομινφόρμ και η νίκη του Μάο ενάντια στην πολιτική της Μόσχας είχαν προαναγγείλει το τέλος μιας εποχής: δεν υπήρχαν πια οι όροι να μένει αναμφισβήτητο από τις μάζες το πολιτικό μονοπώλιο της προνομιούχας κάστας στην ΕΣΣΔ.
Το 1953 θα επισφραγίσει την αποφασιστική στροφή στη διεθνή ταξική πάλη. Ο πρώτος ινδοκινέζικος πόλεμος οδηγείται στη θριαμβευτική νίκη ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία. Το Ντιέν Μπιέν Φού δεν έχει μια τοπική, επεισοδιακή σημασία. Εκφράζει την ορμητική άνοδο της επανάστασης των αποικιακών λαών που απειλεί τις προσπάθειες για διεθνή ταξική συνεργασία του ιμπεριαλισμού με τη γραφειοκρατία και τις μικροαστικές εθνικιστικές ηγεσίες. Ο θρίαμβος των Βιετμίνχ γίνεται το σάλπισμα του ξεσηκωμού των καταπιεσμένων της Αλγερίας, της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής. Έρχονταν σε κατευθείαν αντίθεση με τα συμφέροντα και τη στρατηγική της γραφειοκρατίας του Κρεμλίνου που αναζητούσε το σπάσιμο του ψυχροπολεμικού μπλόκ, την εξομάλυνση και διεύρυνση των οικονομικών σχέσεων με τις καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, τη μείωση των πολεμικών δαπανών.
Η διπλωματία της Μόσχας, στη Γενεύη το 1954 θα αφαιρέσει από τους Βιετμίνχ τους δίκαιους καρπούς της νίκης τους. Σ’ αυτή τη συνθηκολόγηση η σοβιετική διπλωματία έχει βοηθό της το μαοϊκό καθεστώς και ιδιαίτερα τον Τσού Εν-λάι. Οι συμφωνίες της Γενεύης είναι η πρώτη εκδήλωση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, των συντηρητικών γραφειοκρατικών τάσεων που αναπτύσσονταν στο κινέζικο εργατικό κράτος. Η κινέζικη ηγεσία με διαφορετικούς εθνικούς υπολογισμούς από τη σοβιετική πλησίαζε κι αυτή τους επαναστατικούς αγώνες στην Ινδοκίνα και παγκόσμια μέσα από την απόρριψη της διεθνιστικής σκοπιάς και με την υιοθέτηση του δόγματος του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα.
Εκείνο τον καιρό η Κίνα αντιμετώπιζε τα πρώτα οξύτατα προβλήματα της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης υλικών πόρων μιας υποανάπτυκτης οικονομίας σε ασφυκτικό ιμπεριαλιστικό κλοιό. Αυτά τα προβλήματα η μαοϊκή ηγεσία δεν τα έδενε με μια στρατηγική της παγκόσμιας επανάστασης. Γι’ αυτό το λόγο στη Γενεύη το 1954, η κινέζικη διπλωματία αναζήτησε από τη μια να εξασφαλίσει ένα πρόχωμα στα νοτιοανατολικά σύνορα της Κίνας, με τη μορφή του Β. Βιετνάμ, κι από την άλλη να βάλει φραγμό στην επέκταση του επαναστατικού πολέμου στο Λάος και την Καμπότζη, που θα την ανάγκαζε να πάρει μέρος σε μια αναμέτρηση με τον ιμπεριαλισμό.
Την ίδια περίοδο που οι δύο γραφειοκρατίες κάνανε ελιγμούς σε βάρος της βιετναμέζικης επανάστασης άρχισε να απλώνεται μια αλυσίδα προλεταριακών εξεγέρσεων ενάντια στη γραφειοκρατία στην Ανατολική Ευρώπη. Τον Ιούνη 1953, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν, ξεσηκώθηκαν οι εργάτες του Ανατολικού Βερολίνου, απαιτώντας εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και προλεταριακή δημοκρατία και ήρθαν σε φονική σύγκρουση με τα σοβιετικά τάνκς. Η εργατική τάξη μπήκε για πρώτη φορά σε ανεξάρτητη δράση ενάντια στην προνομιούχα σταλινική υπαλληλοκρατία, που αλαζονικά κυβερνάει στο όνομα του προλεταριάτου.
Τον επόμενο μήνα Ιούλη του 1953, μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Βορκούτα, στον Αρκτικό, ξεσηκώνονται χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι. ΟΙ απεργιακές κινητοποιήσεις πληθαίνουν σε κάθε ανατολικοευρωπαϊκή χώρα και την ΕΣΣΔ. Το 1956, το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ αναγκάζεται στην ιστορική ομολογία των εγκλημάτων του Στάλιν – μετατρέποντάς τον σε αποδιοπομπαίο τράγο. Την ίδια χρονιά η νέα χρουτσεφική φρουρά αποδείχνει ότι ο σταλινισμός της δεν πέθανε: τα σοβιετικά τάνκς πνίγουν στο αίμα τα εργατικά συμβούλια της Ουγγαρίας. Η επαναστατική αναταραχή στην Πολωνία ανακόπτεται με πιο ήπια μέσα, με την ψεύτικη «λύση» Γκομούλκα.
Στους αγώνες αυτής της περιόδου ρίχτηκε άφθονη λάσπη από τη διεθνή σταλινική προπαγάνδα και τα αντικομμουνιστικά πρακτορεία του ιμπεριαλισμού. Το ίδιο επιχειρήθηκε και την επόμενη δεκαετία για την Τσεχοσλοβακία του 1968 και την Πολωνία του 1970, χωρίς καθόλου όμως πειθώ. Η πάλη της εργατικής τάξης στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να κατανοηθεί μόνο σαν πάλη που ξεσπάει σε καθεστώτα όπου από την ίδρυσή τους συσσώρευσε ο σταλινισμός τεράστιες κοινωνικές αντιφάσεις. Πρώτο, ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός στην Αν. Ευρώπη ήταν μέρος της επαναστατικής ανόδου του 1943-45, που απείλησε την ύπαρξη του καπιταλισμού σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, μια απειλή που αναχαιτίστηκε με τις συνδυασμένες ενέργειες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της σοβιετικής γραφειοκρατίας και των πρακτορείων της και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Δεύτερο: η επαναστατική δράση των εργατών των χωρών της Αν. Ευρώπης μέσα σ’ αυτό το μετασχηματισμό αποκεφαλίστηκε με βίαια μέτρα των σοβιετικών αρχών και των ντόπιων στηριγμάτων τους. Κάθε πρωτοβουλία των μαζών πνίγηκε με αστυνομικά, στρατιωτικά-γραφειοκρατικά μέσα κι ένα πογκρόμ εξαπολύθηκε ενάντια σε κάθε πιθανή και απίθανη φωνή αντιπολίτευσης μέσα από το εργατικό κίνημα. Σκηνοθετήθηκαν μια σειρά δικαστικές σκευωρίες τύπου Δικών της Μόσχας, ενάντια σε βετεράνους του κινήματος, ακόμα και του σταλινικού (δίκη Κοστόφ στη Βουλγαρία, δίκη Σλάνσκι στην Τσεχοσλοβακία, δίκη Λάζλο Ράικ στην Ουγγαρία κλπ.). Στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση ένα νέο κύμα τρομοκρατίας βασίλευε, κάτω από την ηγεμονία των Μπέρια-Ζντάνοφ-Στάλιν.
Η γοργή ανάπτυξη της εθνικοποιημένης και σχεδιασμένης οικονομίας έρχεται σε ολοένα οξύτερη σύγκρουση με τη γραφειοκρατική διαχείριση και απομύζηση. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτεί τη διαρκώς ενεργότερη συμμετοχή και έλεγχο των μαζών σ’ όλες τις διαδικασίες και μία οργανική σύνδεση με το διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Η νέα προνομιούχα σταλινική αριστοκρατία είναι εχθρική κι ανίκανη στο να ξεπεράσει τους εθνικούς διαχωρισμούς. Ακριβώς λόγω του χαρακτήρα της σαν παρασιτικής κοινωνικής ομάδας δένεται με τα στενά εθνικά κρατικά πλαίσια. Η γραφειοκρατία του Κρεμλίνου δε βλέπει άλλο μέσο να ξεπεράσει τους εθνικούς ανταγωνισμούς από την εθνική καταπίεση.
Μέσα από την πάλη τους, οι εργατικές μάζες της Αν. Ευρώπης δεν έρχονται να αμφισβητήσουν τις σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις αλλά να εξασκήσουν το δικό τους ιστορικό ρόλο, ανοίγοντας το δρόμο στο σοσιαλισμό και σαρώνοντας τη γραφειοκρατία. Η πείρα των αγώνων του 1953-56 επαλήθεψε περίτρανα για πρώτη φορά την προοπτική της πολιτικής επανάστασης, για την αναγέννηση της σοβιετικής δημοκρατίας, προοπτική που χάραξε πρώτος ο Τρότσκι και η Τέταρτη Διεθνής. Ακόμα και τα συνθήματα που κινητοποίησαν την εργατική τάξη στο Αν. Βερολίνο το 1953, την Ουγγαρία και την Πολωνία το 1956 ακούγονταν σαν απόηχος των προοπτικών του ιδρυτικού ντοκουμέντου της Τέταρτης Διεθνούς.
«Η νέα άνοδος της επανάστασης στην ΕΣΣΔ θα αρχίσει χωρίς αμφιβολία, κάτω από τη σημαία της ΠΑΛΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ. Κάτω τα προνόμια της γραφειοκρατίας! Κάτω ο Σταχανοβισμός! Κάτω η σοβιετική αριστοκρατία με τα γαλόνια της και τα παράσημά της! Μεγαλύτερη ισότητα αμοιβής για όλες τις μορφές εργασίας!». («Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού», Εκδόσεις «Αλλαγή», σελ. 46).
Η ορμητική άνοδος του προλεταριακού κινήματος κατάφερε αποφασιστικά χτυπήματα στο σταλινικό οικοδόμημα, προκάλεσε ανακατατάξεις, τα πρώτα αγεφύρωτα ρήγματα, ελιγμούς, παραχωρήσεις, ωμή βία. Κεντριστικές τάσεις αναπτύχθηκαν μέσα από τα σταλινικά κόμματα και καθεστώτα που βασίζονταν στην προοπτική μιας μεταρρύθμισης της σταλινικής γραφειοκρατίας. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, όταν οι προοπτικές του τροτσκισμού άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά, ο παμπλικός ρεβιζιονισμός και λικβινταρισμός μέσα στο τροτσκιστικό κίνημα, με την ανοιχτή προσαρμογή σ’ αυτές τις τάσεις και στο όνομα της «αυτομεταρρύθμισης» του σταλινισμού, προσπάθησε να στομώσει τη σύγκρουση της εργατικής τάξης με τη γραφειοκρατία και εμπόδισε την Τέταρτη Διεθνή να δώσει αληθινή ηγεσία στους αγώνες που συντάραζαν το σταλινικό κόσμο. Μόνο η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς υπερασπίστηκε ασυμβίβαστα τις αρχές του τροτσκισμού, τις αρχές της επαναστατικής πάλης ενάντια στη γραφειοκρατία.
Η Λαϊκή Κίνα δεν έμεινε αμέτοχη στην κοσμογονία της δεκαετίας του ’50. Κάθε άλλο. Μέσα στο διεθνές πλαίσιο που παρουσιάσαμε παραπάνω, τα εσωτερικά προβλήματα του κινέζικου εργατικού κράτους οξύνθηκαν σε επικίνδυνο για το μαοϊκό καθεστώς βαθμό. Μετά το τέλος της αγροτικής μεταρρύθμισης το 1953, εφαρμόστηκαν, με εντατικό τρόπο, τα οικονομικά πρότυπα της Σοβ. Ένωσης του Στάλιν για να ξεπεραστεί η υπανάπτυξη. Η κολεκτιβοποίηση της γης επεκτάθηκε το 1955 και σε μια μόνο χρονιά το 96% των κινέζων χωρικών μπήκε σε κοοπερατίβες, χωρίς να προϋπάρχει η τεχνική βάση για μια αναπτυγμένη τεχνολογικά γεωργία. Ταυτόχρονα οι επενδύσεις στη βιομηχανία εφταπλασιάζονται. Από τους εργάτες απαιτούνταν διαρκής αύξηση της νόρμας χωρίς βελτίωση της καταναλωτικής τους ικανότητας. Από τους χωρικούς ζητούνταν μεγαλύτερη σοδειά με χαμηλότατες τιμές.
Το 1956 πολλές απεργίες ξεσπούσαν στην Κίνα όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μάο στην ομιλία του «Για τη λύση των αντιφάσεων μέσα στο λαό» (Λαϊκή Ημερησία, 19 του Ιούνη 1957). Η μαοϊκή γραφειοκρατία είναι υποχρεωμένη να ανοίξει μόνη της, τη λεγόμενη περίοδο των «Εκατό Λουλουδιών», στις 2 του Μάη 1956, όπου διανοούμενοι και φοιτητές καλέστηκαν να «εκφράσουν λεύτερα τις κριτικές τους για τις πιο κραυγαλέες εκδηλώσεις «του σεχταρισμού και του γραφειοκρατισμού». Φυσικά, την ίδια εποχή ο Μάο χειροκροτούσε τη σφαγή της Ουγγαρέζικης Επανάστασης.
Η περίοδος των «Εκατό Λουλουδιών» δε διάρκεσε πολύ. Αλλά έφερε καθαρά στην επιφάνεια τις αντιφάσεις της κινέζικης κοινωνίας – που κάθε άλλο παρά «μη – ανταγωνιστικές» ήταν, όπως ήθελε ο Μάο. Ένα πλατύ φάσμα απόψεων εμφανίστηκε από τις καλυμμένα παλινορθωτικές μέχρι τις ανοιχτά επαναστατικές. Μια νεαρή φοιτήτρια 21 χρόνων από το πανεπιστήμιο Πέι – Τά του Πεκίνου, η Λίν Χσί – λίγκ κατάγγειλε την έλλειψη εργατικής δημοκρατίας τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στην Κίνα. Η ανάλυσή της ήταν ένα φλογερό κάλεσμα για την πολιτική επανάσταση:
«Οι λαϊκές μάζες δεν είναι ηλίθιες. Πρέπει να λύσουμε τα προβλήματα, να νικήσουμε αποτελεσματικά τις δυσκολίες και για να γίνει αυτό δεν υπάρχει παρά ένα μέσο: η κινητοποίηση και η εξέγερση των μαζών…
Τα ανώτερα στρώματα της κινέζικης κοινωνίας δεν αντιστοιχούν στην οικονομική βάση της κοινωνικής ιδιοχτησίας. Το Κόμμα και το κράτος έγιναν ένα γραφειοκρατικό απαράτ που κυβερνάει το λαό χωρίς δημοκρατία. Η οικονομική βάση της κοινωνικής ιδιοχτησίας της χώρας μας είναι προοδευτική: γι’ αυτό μόνο το εποικοδόμημα πρέπει να αλλάξει θεμελιακά…
Πρέπει να προσπαθήσουμε να πραγματοποιήσουμε τον αληθινό σοσιαλισμό. ΟΙ αντιφάσεις ανάμεσα στο λαό και τη γραφειοκρατική διοίκηση είναι ασυμβίβαστες. Δε δέχομαι το ρεφορμισμό. Χρειάζεται μια καθολική αλλαγή, μια ριζική μεταμόρφωση», (Λαϊκή Ημερησία, 30 του Ιούνη 1957).
Αυτός ήταν ο πρόλογος των γιγάντιων κοινωνικών συγκρούσεων της Πολιτιστικής Επανάστασης του 1966-68. Η γραφειοκρατία βιάστηκε να κλείσει την περίοδο των «Εκατό Λουλουδιών». Όμως η κρίση του σταλινισμού όχι μόνο δε θάφτηκε αλλά και πήρε, αμέσως μετά, μια ακόμα πιο βίαιη μορφή: τη μορφή του σχίσματος ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η Κίνα κάνει μια νέα ουτοπική προσπάθεια να σπάσει το φράγμα της βιομηχανικής υποανάπτυξης μέσα στα δικά της απομονωμένα εθνικά πλαίσια: το «Μεγάλο Άλμα προς τα Μπρος». Γίνονται προσπάθειες μαζικής παραγωγής ατσαλιού, χτίζονται μυριάδες μικρές υψικάμινες στην επαρχία, κινητοποιούνται πάνω από 100.000.000 χωρικοί για το χτίσιμο υδροφραγμάτων. Η ανορθολογικότητα του προγραμματισμού φέρνει καταστροφικά αποτελέσματα. Το 1960 και 1961 υπάρχει η μεγαλύτερη γεωργική κρίση από το 1949. Υψικάμινες εγκαταλείπονται, πολλά εργοστάσια κλείνουν, η παραγωγή κάρβουνου, ηλεκτρισμού, τσιμέντου και ατσαλιού πέφτουν κατά 63-75% σε σχέση με το 1959. Η Κίνα αναγκάζεται να εισάγει στάρι από την Αυστραλία και τον Καναδά.
Αυτές οι τεράστιες δυσκολίες εμφανίζονται σε μια περίοδο όπου η διεθνής οικονομική κρίση αρχίζει να έρχεται στην επιφάνεια στις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού. Η πληθωριστική πολιτική που ακολουθήθηκε μεταπολεμικά είχε δώσει σημαντικές, τώρα, διαστάσεις στο έλλειμμα του αμερικάνικου ισοζύγιου και μείωνε απειλητικά τα αμερικάνικα αποθέματα χρυσού. Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 γνωρίζουν μια προσπάθεια των μητροπολιτικών κέντρων να ξεφύγουν από τις ανερχόμενες οικονομικές τους αντιφάσεις σε βάρος των αποικιακών και μισοαποικιακών χωρών. Μια σειρά δεξιά πραξικοπήματα ανατρέπουν διάφορα ριζοσπαστικά εθνικιστικά καθεστώτα του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου», ενώ ξαναφουντώνει ο πόλεμος στο Βιετνάμ και παίρνει πρωτοφανέρωτες στην ιστορία διαστάσεις. Η πίεση του ιμπεριαλισμού πάνω στην Κίνα γίνεται ακόμα πιο ασφυχτική, παροξύνοντας τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά της προβλήματα.
Η σοβιετική γραφειοκρατία του Χρούτσεφ ιδιαίτερα μετά το 1956, μπροστά στην επέκταση της αποικιακής επανάστασης και την απειλή από την εργατική τάξη στην ίδια την Αν. Ευρώπη στρέφεται ακόμα πιο δεξιά. Στο όνομα της «ειρηνικής συνύπαρξης» και του «ειρηνικού συναγωνισμού των δύο παγκόσμιων συστημάτων», αναζητά την εξασφάλιση ενός στάτους κβό των σχέσεών της με τον ιμπεριαλισμό, ιδιαίτερα τον αμερικάνικο, σε βάρος της διεθνούς εργατικής τάξης των αποικιακών λαών – και της Κίνας. Μεταφέρει πάνω στην Κίνα – και διαμέσου ενός τμήματος της κινέζικης ηγεσίας – την πίεση του ίδιου του ιμπεριαλισμού για συνθηκολόγηση. Η μαοϊκή ηγεσία βλέπει τον άμεσο κίνδυνο ενάντια στην ίδια την κοινωνική βάση της ύπαρξής της. Και αντιδρά εμπειρικά, όπως το 1949, αλλά σ’ ένα ανώτερο επίπεδο.
Η γραφειοκρατία του Κρεμλίνου δεν έχει να κάνει τώρα μ’ ένα καθεστώς σαν εκείνα της Αν. Ευρώπης, όπου η ίδια πρωτοστάτησε στην ίδρυσή τους και ασκεί έναν άμεσο έλεγχο πάνω τους. Αντιμετωπίζει ένα εργατικό κράτος, γεννημένο μέσα από μια επανάσταση που νίκησε ενάντια στις εντολές της, και κάτω από ένα αυτόνομο πολιτικό-στρατιωτικό σχηματισμό. Η κινεζο-σοβιετική διένεξη που αρχικά τυλίχτηκε στον ιδεολογικό μανδύα της διαμάχης γύρω από το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και το πρόσωπο του Στάλιν γρήγορα επεκτάθηκε σε όλα σχεδόν τα ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Η κινέζικη ηγεσία κριτίκαρε, πολλές φορές σωστά, τις πιο δεξιές, συνθηκολόγες πλευρές της σοβιετικής πολιτικής. Δεν ξεπέρασε, όμως, το επίπεδο των εμπειρικών – πραγματιστικών διαπιστώσεων. Ποτέ δεν έκανε μια επιστημονική, ιστορικο-υλιστική ανάλυση της καταγωγής της γραφειοκρατίας – κάτι τέτοιο θα έβαζε αποφασιστικά ερωτηματικά στη δικιά της ύπαρξη. Η εξύμνηση του «θετικού έργου» του Στάλιν – του χειρότερου εχθρού της Κινέζικης Επανάστασης – βασίστηκε σ’ αυτό το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Γι’ αυτό, ενώ κριτικάριζε την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, ποτέ δε στηρίχτηκε η ίδια σε μια διεθνή στρατηγική της επανάστασης, όπως έδειξε η Γενεύη το 1954, αργότερα, την εποχή του σινοσοβιετικού σχίσματος, η τραγωδία της Ινδονησίας, και πρόσφατα η όλη κινέζικη εξωτερική πολιτική. Ο προλεταριακός διεθνισμός δεν είναι κάποιος ασαφής συναισθηματικός δεσμός ανάμεσα στους καταπιεσμένους, ούτε περιορίζεται στους λαούς των αποικιών και μισοαποικιών που «περικυκλώνουν τις μητροπόλεις», κατά το πρότυπο του Λίν Πιάο. Είναι μια συνεπής πρακτική αρχή, βασισμένη σε μια επιστημονική ανάλυση του χαρακτήρα της ιμπεριαλιστικής εποχής και μια λεπτομερή εκτίμηση των κινητήριων δυνάμεων της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, που ενσωματώνει δεκάδες ετών θεωρητικής και πρακτικής πείρας του Μαρξισμού και του Μπολσεβικισμού.
Η ρήξη ανάμεσα στη Κίνα και την ΕΣΣΔ δεν είναι απλώς ρήξη ανάμεσα στις γραφειοκρατίες δύο διαφορετικών κρατών. Είναι εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης του σταλινισμού, μέσα από την οποία διαθλούνται οι κύριες αντιφάσεις που συγκλονίζουν όλο τον πλανήτη. Αντιφάσεις που θα βρουν τις προεκτάσεις τους, μέσα στους κόλπους της ίδιας της κινέζικης κοινωνίας με το ξέσπασμα των μαζικών αγώνων της «Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης».
Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Α. Οι υλικές βάσεις

Η άφθονη φιλολογία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες κλπ., γύρω από την Πολιτιστική Επανάσταση αποτελούν ένα ογκώδες υλικό, που έχει γνωρίσει τις πιο απίθανες ιδεολογικές παραμορφώσεις, από κάθε πλευρά. Πέρα από τις γενικές κατευθύνσεις μιας μαρξιστικής ανάλυσης, η ολοκληρωμένη θεωρητική επεξεργασία αυτής της συγκλονιστικής ιστορικής εμπειρίας μένει να γίνει. Απαιτεί τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», τη λεπτομερή ανατομία των αντίθετων πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών ανταγωνιστικών δυνάμεων πίσω τους, των ίδιων των αντιφάσεων της οικονομικής βάσης της κινέζικης οικονομίας, στην αλληλοεξάρτησή τους με την πορεία της παγκόσμιας επανάστασης. Η παρουσίαση που ακολουθεί αμέσως παρακάτω δεν είναι παρά ένα πρώτο σχεδιάγραμμα ανάλυσης.

ΟΙ αντίθετες πολιτικές δυνάμεις στην Κίνα η «κόκκινη» και (η «μαύρη γραμμή», κατά την κινέζικη ορολογία) δείξανε την πρώτη τους εξωτερική όψη, ακόμα αξεκαθάριστη στη συζήτηση «για τις αντιφάσεις μέσα στο λαό», το 1956-57. Αποκρυσταλλώθηκαν παίρνοντας την καθαρά ανταγωνιστική τους εμφάνιση στην πολιτική πάλη γύρω από τα οικονομικά προβλήματα της περιόδου του «Μεγάλου Άλματος Μπροστά». Από κει μέχρι τις μέρες μας, με υψηλότερο σημείο τους αγώνες του 1966-68, ξετυλίγεται η πραγμάτωση της σύγκρουσής τους. Οι πολιτικές δυνάμεις σε σύγκρουση δεν περιορίζονται στις αντίθετες φατρίες του κομματικού κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού. Αγκαλιάζουν όλα τα κοινωνικά στρώματα στις συγκεκριμένες – αν και ρευστές και σε διαρκή μεταμόρφωση – σχέσεις τους μετά τη νίκη του 1949.

Στην πρώτη περίοδο μετά το 1949, αφού μεσολάβησε ένα διάστημα ταλαντεύσεων η σοσιαλιστική μεταμόρφωση της καθυστερημένης οικονομίας της Κίνας άρχισε με την κοινωνικοποίηση των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων (κάρβουνο, χάλυβας, σιδηρόδρομοι), που η διαχείρησή τους ανατέθηκε σε στελέχη του κομματικού μηχανισμού. Αντίθετα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις παρέμειναν κάτω από τη διεύθυνση αστών διευθυντών, οργανωτικών και τεχνικών στελεχών. Για να αποφευχθεί η απειλή της καπιταλιστικής παλινόρθωσης το εμπόριο κοινωνικοποιήθηκε, κόβοντας έτσι το δεσμό ανάμεσα στα υπολείμματα της αστικής τάξης και τους παραγωγούς. Ένας μικτός τύπος οικονομίας διαμορφώθηκε μέσα στο εργατικό κράτος της Κίνας, πολύ διαφορετικός από εκείνο της σοβιετικής Ρωσίας, τον καιρό της ΝΕΠ. Η πρωταρχική συσσώρευση των υλικών όρων της οικοδόμησης του σοσιαλισμού ξεκινούσε στην Κίνα από ένα ακόμα πιο χαμηλό επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με τη Ρωσία του 1917 και με μια δραματική έλλειψη έμπειρων τεχνικών και διοικητικών στελεχών. Επίσης τελείως διαφορετικές ήταν οι σχέσεις ανάμεσα σε πολιτικές, κρατικές και οικονομικές λειτουργίες στη μετεπαναστατική Κίνα από ότι στη μετεπαναστατική Ρωσία.

Ο μηχανισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας από την πρώτη στιγμή συγχωνεύτηκε με τον κρατικό μηχανισμό, με το διευθυντικό μηχανισμό του σοσιαλιστικού τομέα της οικονομίας με το μηχανισμό ελέγχου πάνω στο μη σοσιαλιστικό τομέα της οικονομίας. Αντίθετα, το Μπολσεβίκικο Κόμμα, παρόλη την αναμφισβήτητη πολιτική του ηγεσία μέσα στην πρώτη σοβιετική κοινωνία, είχε μια σχετική αυτονομία (στις πρώτες πάντα φάσεις) που του επέτρεπε να αρχίσει το ίδιο, την πάλη ενάντια στις τάσεις γραφειοκρατικού εκφυλισμού του κρατικού οικονομικού μηχανισμού. Ο ιστορικός ρόλος της κομματικής ομάδας του Στάλιν ήταν να παραλύσει αυτή την πάλη και να συγχωνεύσει τον κομματικό μηχανισμό με την ανερχόμενη γραφειοκρατία της κρατικής και οικονομικής διοίκησης. Σ’ αυτό το πρότυπο συγχώνευσης εκπαιδεύτηκε στη συνέχεια και η κινέζικη ηγεσία. Η Νιέχ Γιουάν τσού, ηγετική φυσιογνωμία της Πολιτιστικής Επανάστασης από το ξεκίνημά της, και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚ Κίνας εκλεγμένο στο 9ο Συνέδριο είπε σχετικά μ’ αυτό το γεγονός σε συνέντευξή της στην Άννα Λουίζ Στρόνγκ («Πολιτιστική Επανάσταση στην Πέι-Τά» Progressive Labor, τόμος VI, Νοέμβρης – Δεκέμβρης 1967, σελ. 77): «Το 1949, όταν θεμελιώσαμε τη Λαϊκή Δημοκρατία, δεν πήραμε την εξουσία παρά στην κορυφή. Διατηρήσαμε ένα μεγάλο μέρος του παλιού μηχανισμού της κυβέρνησης και της οικονομίας. Μια τέτοια κατάληψη της εξουσίας δεν μπορούσε να μας εξασφαλίσει ενάντια στο ρεβιζιονισμό ή την «ειρηνική εξέλιξη» προς τον καπιταλισμό. Τα χρόνια που ακολούθησαν την Απελευθέρωση, τρία στοιχεία συγχωνεύτηκαν σε ένα: τα μέλη του παλιού μηχανισμού, η ιδεολογία των υπολειμμάτων της μπουρζουαζίας και ο ρεβιζιονισμός. Ο συνδυασμός τους καθόρισε τη γέννηση ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού, πολύ πληθωρικού και ολοένα πιο αποκομμένου από το λαό…».

Στην περίοδο 1953-58, περίοδο εκβιομηχάνισης κατά τα σοβιετικά πρότυπα του 1930, το ζήτημα των τεχνικών και διοικητικών στελεχών της παραγωγικής μηχανής μπήκε με μεγαλύτερη ακόμα οξύτητα. Με την ιδιαίτερη προτροπή της φιλομοσχοβίτικης ομάδας Λιού Σάο-σί, εισάχθηκε για την αντιμετώπιση του ζητήματος το εκπαιδευτικό σύστημα της ΕΣΣΔ του 1930, που ευνοούσε την παραπέρα ανάπτυξη και σταθεροποίηση μιας τεχνοκρατικής-γραφειοκρατικής ελίτ. Η «σοβιετική» κατεύθυνση της κινέζικης οικονομίας κατάληξε στο ξέσπασμα μιας ανοιχτής κρίσης που προσπάθησε να αντιμετωπίσει η στροφή του «Μεγάλου Άλματος Μπροστά».

Η νέα γραμμή προσπάθησε να πετύχει την παράλληλη και αρμονική ανάπτυξη της βιομηχανίας και της γεωργίας, χωρίς να το καταφέρει. Για την αντιμετώπιση της φοβερής οικονομικής κρίσης που προέκυψε – και που επιδεινώθηκε με τη διακοπή της σοβιετικής βοήθειας (1960) και το δυνάμωμα της πίεσης του ιμπεριαλιστικού κλοιού – διαμορφώθηκαν ξεκάθαρα πια δυό ανταγωνιστικές πολιτικές γραμμές μέσα στην ίδια την κορυφή του ΚΚ Κίνας και του κράτους. Από τη μια οι «οικονομιστές», όπως τους ονόμασαν οι αντίπαλοί τους, με κεντρικό εκπρόσωπο εκείνη την εποχή τον Λιού Σά-σί. Ζητούσαν την παραπέρα συγκέντρωση της οικονομίας και των αρμοδιοτήτων στο στρώμα των διευθυντών και τεχνοκρατών. Να εξαρτάται η ζωή κάθε επιχείρησης από τη ανταγωνιστική της ικανότητα. Να εισαχθεί ένας δείκτης «ποιο ευαίσθητος στον υπολογισμό της καλής ή της κακής διαχείρισης της επιχείρησης και της αποτελεσματικότητάς της: το κέρδος». «Πρέπει να μελετήσουμε την πείρα της καπιταλιστικής διαχείρισης των επιχειρήσεων… να υπολογίζουμε στους ειδικούς, το διευθυντή, τους μηχανικούς και τους τεχνικούς που δίνουν τις εντολές». (Μ. Maccio, “Parti, technician etclasse ouvriere dans la revolution chinoise”. Temps Modernes Αύγουστος – Σεπτέμβρης 1970, σελ. 237).

Η μερίδα αυτή της γραφειοκρατίας έβλεπε με μεγάλη συμπάθεια τις «οικονομικές μεταρρυθμίσεις» των Λίμπερμαν, Καντόροβιτς, Νεμτσίνοφ κλπ., εκείνη την περίοδο στην ΕΣΣΔ. Επίσης βρισκόταν κοντά στις απόψεις της Μόσχας για την κινέζικη εσωτερική και εξωτερική πολιτική, ποντάροντας στην οικονομική συνεργασία με την ΕΣΣΔ και τις χώρες της Κομεκόν, όσο και στις γενικότερες οικονομικές ανταλλαγές με τον καπιταλιστικό κόσμο της Δύσης. Από την άλλη μεριά του οδοφράγματος βρίσκονταν οι «βολονταριστές», όπως τους είπαν οι αντίπαλοί τους, συσπειρωμένοι γύρω από τον Μάο Τσέ-τούγκ. Ο Μάο είδε ότι ο στόχος μιας παράλληλης ανάπτυξης βιομηχανίας-γεωργίας είχε αποτύχει προς το παρόν και ότι η εμμονή στην προτεραιότητα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας – όπως ζητούσαν οι «οικονομιστές» - θα προκαλούσε την κατάρρευση της αγροτικής οικονομίας. Λόγω της δραματικής έλλειψης υλικών μέσων, η βιομηχανική παραγωγή έπρεπε να επαναπροσανατολιστεί. Η βαριά βιομηχανία δεν έπρεπε να έχει σα στόχο την αυτοανάπτυξή της αλλά να καθορίζεται από τις ανάγκες της αγροτικής οικονομίας. Η επεκτατική ανάπτυξη της βιομηχανίας (αύξηση του αριθμού των εργοστασίων και των μηχανών) έπρεπε να δώσει την προτεραιότητα στην εντατική ανάπτυξη (καλύτερη ποιότητα, αποτελεσματικότητα και εξοικονόμηση πόρων). Αυτό, στις δοσμένες συνθήκες καθυστέρησης της κινέζικης οικονομίας, είχε σαν αποτέλεσμα την αποκέντρωση, τη μετατόπιση του κέντρου βάρους σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, το δυνάμωμα του ρόλου του δικτύου των λαϊκών κομμουνών που είχαν συγκροτηθεί σε χωριά και πόλεις – και μια αναπόφευκτη σύγκρουση με το προνομιούχο στρώμα των διευθυντικών και τεχνικών στελεχών. Μια σύγκρουση που ήταν αδύνατη χωρίς την πιο πλατιά κινητοποίηση της πολιτικής ενεργητικότητας των μαζών.

Οι κύριες κατευθύνσεις αυτού του προγράμματος βρίσκονται μ’ έναν εξιδανικευμένο τρόπο στην περίφημη «χάρτα του μεταλλουργικού συγκροτήματος του Αν-Σαν» (1960): «Να βάζουμε πάντα την πολιτική στο καθοδηγητικό πόστο, να δυναμώσουμε τον ηγετικό ρόλο του κόμματος, να εξαπολύσουμε ισχυρές μαζικές κινητοποιήσεις, να εφαρμόζουμε το σύστημα της συμμετοχής των στελεχών στην παραγωγική δουλειά και των εργατών στη διαχείρηση, να μεταρρυθμίζουμε τους κανονισμούς σε ότι το ανορθολογικό έχουν και να εξασφαλίζουμε μια στενή συνεργασία ανάμεσα στα στελέχη, τους εργάτες και τους τεχνικούς, να ενθαρρύνουμε με δύναμη τις τεχνικές τελειοποιήσεις και να διεξάγουμε ενεργητικά την τεχνική επανάσταση».

Οπωσδήποτε μέσα από τις θέσεις του Μάο ενάντια στους κήρυκες του οικονομικού φιλελευθερισμού αντανακλάται η τάση της υπεράσπισης των κοινωνικών βάσεων της Κινέζικης Επανάστασης. Αυτό όμως δε διαγράφει τη μεγάλη πολιτική τους αδυναμία – που θα δώσει τους αντιδραστικούς καρπούς της αργότερα. Το ξεπέρασμα της υποανάπτυξης της Κίνας στηρίζεται στην κινητοποίηση των μαζών και των εφοδίων της Κίνας μόνο. Παρόλο το γεγονός ότι η πολιτική επαναστατική ενεργοποίηση των κινέζικων μαζών είναι απαραίτητος όρος στη σοσιαλιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας: αυτή η μεταμόρφωση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς να αποκτήσουν οι μάζες της Κίνας τον έλεγχο της υψηλής τεχνολογίας – που βρίσκεται ακόμα στα χέρια του ιμπεριαλισμού. Ο δρόμος της ένωσης της τεχνολογίας της Δύσης με την αγροτική οικονομία της Ανατολής δεν είναι η «ειρηνική συνύπαρξη» με τον ιμπεριαλισμό αλλά η διεθνής προλεταριακή επανάσταση.

Η μαοϊκή ηγεσία, παρόλο που μίλησε για (μη ανταγωνιστική!) αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων στη «σοσιαλιστική Κίνα» ποτέ δεν προχώρησε παραπέρα από την ανάλυση αυτής της σύγκρουσης – όπως είχε κάνει ο Τρότσκι π.χ. στην «Προδομένη Επανάσταση». Ο μαοϊσμός έμεινε σε γενικότητες και κοινοτοπίες του τύπου «αντίφαση του παλιού με το καινούργιο, του ατομικού με το συλλογικό, του σωστού και του λάθους, του καλού και του κακού». («Λαϊκή Ημερησία», 5/4/1956).

Προσπαθώντας να συμβιβάσει τις αντικειμενικές ανάγκες με το δόγμα του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, αρνήθηκε να δει ότι η συγκεκριμένη αντίφαση ανάμεσα στο χαμηλής στάθμης περιεχόμενο των παραγωγικών δυνάμεων στην Κίνα και στην υψηλή μορφή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να ξεπεραστεί μόνο στην παγκόσμια αρένα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι πίσω από την πρωτοφανή μαζική σύγκρουση που θα ξεσπάσει ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς των δύο γραμμών στην Κίνα, βρίσκεται με ένα διαλεχτικό τρόπο η επαναστατική ανάδυση των αντιφάσεων της διεθνούς ταξικής πάλης.

 

 Β. Ο χαρακτήρας της σύγκρουσης

Μια προσεκτική εξέταση από μαρξιστική σκοπιά των ίδιων των γεγονότων που ξετυλίχτηκαν το 1966-68 μπορεί να δείξει τον αληθινό και βαθύ ιστορικό χαρακτήρα της σύγκρουσης. Δεν ήταν σύγκρουση «φίλων και εχθρών της ΕΣΣΔ» - όπως θέλει η προπαγάνδα της Μόσχας. Δεν ήταν μια απλή σύγκρουση πτερύγων της γραφειοκρατίας του Πεκίνου. Δεν ήταν καν απλώς μια γιγάντια επιχείρηση χειραγώγησης των μαζών από τον Μάο. Όλες αυτές οι απόψεις δίνουν το κέντρο του βάρους στο γραφειοκρατικό μηχανισμό. Σβήνουν την αυτοδύναμη κίνηση των μαζών, που προκαλεί πανικό στην παρασιτική κάστα των γραφειοκρατών. Τον καιρό του «Μεγάλου Άλματος», ο Πένγκ-Τέχ-χουάι, ένας από τους ηγέτες της ομάδας Λιού Σάο-σί, έδειξε ποια ήταν η πηγή των ανησυχιών και της πολιτικής της φράξιας του: «αν οι κινέζοι εργάτες κι αγρότες δεν ήταν από τόσο καλή πάστα, μια ουγγαρέζικη υπόθεση θα συνέβαινε στην Κίνα και θα χρειαζόταν να καλεστούν τα σοβιετικά στρατεύματα!», («Νέα Κίνα», 15/8/1967).

Ο επαναστατικός αναβρασμός ξεκίνησε από το Πανεπιστήμιο Πέι-τά του Πεκίνου, το κέντρο επιλογής, εκπαίδευσης κι επάνδρωσης με στελέχη του παραγωγικού και κρατικού μηχανισμού. Στις 16 του Μάη 1966 η ομάδα του Μάο – που είχε βρεθεί σε θέση μειοψηφίας μέσα στην ΚΕ – έδωσε την πλήρη υποστήριξή της στο αριστερό κίνημα των φοιτητών γύρω από την Νιέχ Γιουάν-τσού, που πάλευε από καιρό τη νέα κινέζικη αριστοκρατία. Με την ίδια πράξη εγκαθιδρύεται η «Κεντρική Ομάδα της Πολιτιστικής Επανάστασης», με πρόεδρο τον Τσέν Πό-τά κι αντιπρόεδρο τη γυναίκα του Μάο, Τσιάγκ Τσίγκ.

Έχοντας την υποστήριξη ενός τμήματος του Κόμματος και του κράτους, η Νιέχ τοιχοκολλά στις 25 του Μάη 1966 το πρώτο «Νταζιμπάο» (εφημερίδα τοίχου), που καταγγέλλει τους υπεύθυνους του Κόμματος και του Πανεπιστημίου ότι πνίγουν την πολιτική συζήτηση και καλεί σε λεύτερη κριτική και μαζική κινητοποίηση ενάντια «στη φούχτα των ανθρώπων που πήραν το δρόμο του καπιταλισμού μέσα στο Κόμμα». Στις 5 του Αυγούστου, ο ίδιος ο Μάο τοιχοκολλά το δικό του Νταζιμπάο με το χαρακτηριστικό τίτλο: «Βομβαρδίστε το γενικό αρχηγείο». Λίγο αργότερα θα δεχτεί και θα βάλει το κόκκινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο των νεολαίων, που θα γίνουν γνωστοί σ’ όλο τον κόσμο σαν «Κόκκινοι Φρουροί». Η σύσταση, στις αρχές του Σεπτέμβρη 1966, του «3ου Γενικού Αρχηγείου των Κοκκινοφρουρών» σημαίνει την κλιμάκωση της πάλης ενάντια στον Λιού Σάο-σί και τη φράξιά του – που δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια.

Οργανώνουν τις δικές τους αντίπαλες ομάδες που μιλούν κι αυτές στο όνομα της «σκέψης του Μάο» (π.χ. «Κοκκινοφρουροί του Λιάν-Ντόγκ», «Στρατός κόκκινων εργατών του μεταλλουργικού εργοστασίου Νο 1 του Πεκίνου» κλπ.). Έχοντας, μέσω της τεχνικής ιντελλιγκέντσιας, τον έλεγχο των οικονομικών υπηρεσιών, μπλοκάρουν τους λογαριασμούς της Τράπεζας και τον εφοδιασμό της αγοράς, προχωρούν σε απρόβλεπτες μισθοδοσίες, αναθεωρούν τα πλάνα της παραγωγής, κηρύχνουν πραγματικά «λοκ – άουτ». Από τον Οκτώβρη του 1966 το κίνημα των Κοκκινοφρουρών έχει ξεπεράσει τα Πανεπιστήμια και τα εκπαιδευτικά κέντρα κι απλώνεται σ’ όλη την παραγωγική μηχανή της χώρας. Τα προλεταριακά αιτήματα πληθαίνουν: μείωση του ωραρίου, όχι στους υπερβολικούς ρυθμούς, όχι στα πριμ και την αμοιβή με το κομμάτι, κάτω οι μισθολογικές ανισότητες. ΟΙ μαθητευόμενοι αρνούνται να παίρνουν μικρότερο μισθό, οι χωρικοί που δουλεύουν με συμβόλαιο ατομικό ή ομαδικά σε εργοστάσιο ζητούν ίσο μισθό με τους μόνιμους.

Μόνο μετά από το ξέσπασμα αυτών των διεκδικητικών αγώνων και μετά την αντεπίθεση των μανδαρίνων των οικονομικών υπηρεσιών η ομάδα του Μάο δίνει το Δεκέμβρη του 1966 την πρώτη ντιρεκτίβα για επέκταση της πολιτιστικής επανάστασης στα εργοστάσια και τα ορυχεία. Τον Δεκέμβρη του 1966 – Γενάρη 1967 ξέσπασε ένα φοβερό κύμα επιθέσεων των μαζών ενάντια στην παρασιτική κομματική και κρατική γραφειοκρατία. Οι επιθέσεις αυτές, σε κάθε γωνιά της Κίνας, από το Πεκίνο στην Καντόνα και τη Σαγκάη, ονομάστηκαν «καταλήψεις της εξουσίας». Η ιμπεριαλιστική κι η μοσχοβίτικη προπαγάνδα έφτασαν σε υστερικό παραλήρημα την περίοδο εκείνη που το ψηλότερο σημείο της θα φτάσει με τη Μεγάλη Προλεταριακή Κομμούνα της Σαγκάης.

Στην πόλη αυτή, ήδη από τον Αύγουστο του 1966 είχαν φτάσει οι πρώτοι Κοκκινοφρουροί από το Πεκίνο κι ήρθαν σε προστριβές με την τοπική οργάνωση τους «πορφυρούς Φρουρούς». Οι τελευταίοι υπερτόνιζαν την «κομματική πειθαρχία», οι πρώτοι την κριτική. Οι «πορφυροί φρουροί» - όπως και οι αντίστοιχες οργανώσεις αλλού – έπαιζαν το ρόλο του αντίβαρου, που θα εμπόδιζε τις μάζες να επιτεθούν ολόπλευρα στο σύνολο της γραφειοκρατίας – και στη μαοϊκή μερίδα της. Το Γενάρη του 1967 η απεργία παράλυσε κάθε δραστηριότητα στο πελώριο λιμάνι της Σαγκάης. Τα πρώτα γνήσια σοβιέτ, με την ονομασία «επιτροπές παραγωγής» εμφανίστηκαν στα ναυπηγεία, τον ηλεκτρικό σταθμό, την υαλουργία. Οι επιτροπές αυτές αποτελούνται από δέκα εργάτες εκλεγμένους με μυστική ψηφοφορία και ανακλητούς σε κάθε στιγμή. Η προλεταριακή δημοκρατία ξαναγεννιόταν.

Στις 5 του Φλεβάρη 1967 τριάντα εργατικές οργανώσεις συμφωνούν και ανακηρύσσεται η «Κομμούνα της Σαγκάης». Το κεντρικό της συμβούλιο, δημοκρατικά εκλεγμένο έχει 11 μέλη: 5 εργάτες, 2 χωρικούς, 1 φοιτητή, 1 στέλεχος του ΚΚ, 2 στρατιωτικούς. Κανένας γραφειοκράτης – πλην δύο προσωπικών απεσταλμένων του Μάο – δε βρίσκει θέση σ’ αυτή την «Προσωρινή Επιτροπή» που ακολουθεί το πρότυπο της Κομμούνας του Παρισιού. Το Μανιφέστο της Προσωρινής Επιτροπής αναγγέλλει: «Ένας νέος τύπος τοπικής οργάνωσης της δικτατορίας του προλεταριάτου γεννήθηκε στο δέλτα του Γαλάζιου Ποταμού και υψώνεται στα ανατολικά του Κόσμου». Κι αποφασίζει την κατάργηση των μέχρι τότε τοπικών αρχών της μέχρι τότε τοπικής επιτροπής του ΚΚ κι όλων των αποφάσεων της γραφειοκρατίας. Η ηγεσία του ΚΚ Κίνας και η μαοϊκή Κεντρική Ομάδα Πολιτιστικής Επανάστασης αντιδρούν. Κριτικάρουν ιδιαίτερα την απουσία ανθρώπων του μηχανισμού μέσα στην Προσωρινή Επιτροπή. Οι κομμουνάροι της Σαγκάης απαντούν περήφανα: «Ο κόσμος μας ανήκει».

Στις 24 του Φλεβάρη 1967, σε γιγάντια συγκέντρωση των εργατών της Σαγκάης επεμβαίνει και αποπροσανατολίζει το κίνημα ο ίδιος ο Τσάγκ Τσιού-τσιάο – που πρόσφατα εκκαθαρίστηκε σαν ηγέτης των «ριζοσπαστών». Μεταφέρει τη δυσαρέσκεια του Μάο και επιτίθεται στη σύνθεση της Επιτροπής και στον ίδιο της το στόχο: πρέπει να εγκαταλειφτεί η προετοιμασία της Κομμούνας και να σχηματιστεί στη θέση της μια «Επαναστατική Επιτροπή», στηριγμένη στην «τριπλή ενότητα των μαζών, των κομματικών στελεχών και του στρατού». Η Κομμούνα της Σαγκάης θα χαθεί από τον ίδιο λόγο που χάθηκε κι η Κομμούνα του Παρισιού: την απουσία ενός πραγματικού επαναστατικού μαρξιστικού κόμματος, διάδοχης λύσης στην κρίση ηγεσίας. Ο Τσάγκ Τσιού-τσιάο – εκπρόσωπος των συμφερόντων της γραφειοκρατίας ενάντια στις επαναστατημένες μάζες της Σαγκάης – εννιά χρόνια μετά θα συντριβεί ο ίδιος από την αντίδραση ενάντια στην πολιτιστική επανάσταση, ένα προτσές που άρχισε ακριβώς με τη διάλυση της Κομμούνας της Σαγκάης. Ανάλογες προσπάθειες του προλεταριάτου στο Νανκίν και στην Καντόνα, τέλη Φλεβάρη του 1967, για την εγκαθίδρυση της Κομμούνας, συντρίβονται βίαια αυτή τη φορά. Το Μάρτη του 1967, το ΚΚ Κίνας δίνει διαταγή να ξαναρχίσουν τα μαθήματα – που είχαν διακοπεί με το ξέσπασμα της επανάστασης – και να διαλυθούν τα «γενικά αρχηγεία των Κόκκινων Φρουρών» σε κλίμακα επαρχίας, κοινότητας και εργοστασίου («Λαϊκή Ημερησία». 6/3/1967).

Η «Μεγάλη Προλεταριακή Επανάσταση» δεν κάμπτεται όμως εύκολα. Οι 58 οργανώσεις της «Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για την Επαναστατική Κομμούνα του Πεκίνου» σταματούν – προσωρινά – τη σύσταση μιας τοπικής «επαναστατικής επιτροπής» που θα τους αντικαθιστούσε. Το 3ο Γενικό Αρχηγείο των Κοκκινοφρουρών αρνείται να αυτοδιαλυθεί σ’ ένα συνέδριο Κοκκινοφρουρών. Ένα από τα δημοφιλέστερα μέλη της Κεντρικής Ομάδας Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Τσί Πέν-γιού, φωνάζει σε μια πελώρια συγκέντρωση νεολαίας το Μάρτη του 1967: «Να κάνουμε επανάσταση 6 μήνες και μετά να ξαναπάρουν τα πράγματα τον ίδιο δρόμο όπως πριν είναι σαν να ομολογούμε την ήττα μας».

Η μαοϊκή ηγεσία κάνει ένα βραχύχρονο «αριστερό» ελιγμό, μπροστά σ’ αυτή την πίεση και αναγγέλλει τον Απρίλη του 1967 μια νέα εκστρατεία «μαζικής επαναστατικής κριτικής ενάντια στον Κρούστσεφ της Κίνας». Στα τέλη όμως του ίδιου μήνα, εγκαθιδρύει την ελεγχόμενη από το μηχανισμό της «επαναστατική επιτροπή» του Πεκίνου. Το Μάη, μέσα στην ίδια την Κεντρική Ομάδα Πολιτιστικής Επανάστασης επισημοποιείται η ρήξη της αριστερής πτέρυγας (Τσί Πέν-γιού, Βαγκ Λι, Λιν Τσιέχ, Κουάν Φεγκ) με τη δεξιά. Η κοκκινοφρουρίτικη Αριστερά προχώρησε σε ολοένα τολμηρότερες συγκρούσεις με τις μαοϊκές επιταγές. Όχι μόνο υποστήριζε το διαρκή χαρακτήρα που έπρεπε να διατηρήσει η πολιτιστική επανάσταση αλλά και έβαλε σε συγκεκριμένους στόχους επίθεσης δύο πολύ ευαίσθητους τομείς κάτω από γραφειοκρατικό έλεγχο: την εξωτερική πολιτική και το στρατό. Στις 13 του Μάη 1967, ο Βαγκ Λι και οι εξεγερμένοι εργάτες του Πεκίνου καταλαμβάνουν το υπουργείο Εξωτερικών, διαμαρτυρόμενοι για την πολιτική ειρηνικής συνύπαρξης. Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν επί ένα μήνα το χώρο μπροστά στο πρώην αυτοκρατορικό ανάκτορο, όπου έχει την έδρα της η ΚΕ και απαιτούν να τους παραδοθεί ο Λιού Σάο-σί. Τον Ιούλη του 1967 αιματηρές συγκρούσεις ξεσπούν στο Βουχάν ανάμεσα στους αριστερούς κοκκινοφρουρούς και το μαοϊκό στρατό. Η μονάδα 8201 με θωρακισμένα άρματα επιτίθεται ενάντια στο μεταλλουργικό συγκρότημα και το Πανεπιστήμιο όπου οι κοκκινοφρουροί αμύνονται ηρωϊκά οπλισμένοι μόνο με βόμβες Μολότοφ. Ο Βαγκ Λι, που βρισκόταν πίσω από τα γεγονότα του Βουχάν, βγάζει το συμπέρασμα ενάντια στη μαοϊκή θέση της τυφλής πειθαρχίας των μαζών απέναντι στο στρατό, ότι πρέπει να τσακιστεί η ρεβιζιονιστική κλίκα μέσα στο στρατό του Λιν Πιάο. Στη βάση των μαθημάτων του Βουχάν, ιδρύεται στις 3 του Αυγούστου στο Πεκίνο το «Σώμα Στρατού της 16 του Μάη», συντομογραφικά 5.16.

Αυτός ο επαναστατικός αναβρασμός μέσα στο στρατό συνδεόταν με το τελευταίο φούντωμα της πολιτιστικής επανάστασης, τον Αύγουστο του 1967. Νέες απεργίες πείνας μπροστά στην έδρα της ΚΕ., νέα κατάληψη του υπουργείου Εξωτερικών, επιδρομή στο σοβιετικό προξενείο, πυρκαγιά στη βρετανική διπλωματική αποστολή, μαχητική διεκδίκηση για ξεκαθάρισμα του στρατού από τους ρεβιζιονιστές, τα πρώτα «νταζιμπάο» ενάντια στον Τσού Εν-λάι. Την 1 του Σεπτέμβρη 1967 η οργάνωση 5.16 τίθεται εκτός νόμου. Η αντίδραση ενάντια στους κοκκινοφρουρούς κλιμακώνεται τους επόμενους μήνες και μέσα στο 1968. Η πολιτιστική επανάσταση, στη δύση της, χαιρετίζει σε μια γιγάντια διαδήλωση τη Γενική Απεργία στη Γαλλία, το χάραγμα της Ευρωπαϊκής Επανάστασης. Οι Κόκκινοι Φρουροί, καίγοντας ομοιώματα του Ντε Γκώλ και ζητωκραυγάζοντας την Κομμούνα του Παρισιού, διαδηλώνουν τον προλεταριακό διεθνισμό τους – ενάντια στη μαοϊκή ηγεσία που αργότερα θα στείλει στην κηδεία του γάλλου στρατοκράτη το θερμότερο συλλυπητήριο τηλεγράφημα, που έστειλε ξένη κυβέρνηση…

Στις 7 του Σεπτέμβρη 1968, η κομματική προπαγάνδα αναγγέλλει επίσημα το τέλος της πολιτιστικής επανάστασης. Ο Λιού Σάο-σί διαγράφεται. Το 9ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας επικυρώνει τη νίκη του Μάο και εξαγγείλει ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης ανάλογο με εκείνο του «Μεγάλου Άλματος». Όπως είδαμε η Πολιτιστική Επανάσταση δεν ήταν μια απλή εσωγραφειοκρατική διαμάχη η ένα παλατιανό πραξικόπημα. Το πιο βασικό της χαρακτηριστικό ήταν η άμεση και δραστήρια συμμετοχή των μαζών. Ήταν μια πολιτική επανάσταση σ’ ένα γραφειοκρατικό παραμορφωμένο εργατικό κράτος. Έστω κι αν οι επαναστατημένες μάζες βρέθηκαν κάτω από την ηγεσία – και τον έλεγχο – της μαοϊκής μερίδας της γραφειοκρατίας, ο μοχλός που τις κινητοποίησε ήταν η βαθιά αντίθεση του προλεταριάτου με τα παράσιτα που απομυζούν και απειλούν τις κοινωνικές βάσεις της Κινέζικης Επανάστασης.

Οι ίδιοι οι κινέζοι την ονόμασαν – επανάσταση στο εποικοδόμημα. Μολονότι ο όρος αποδίδει ένα βασικό χαρακτηριστικό που διαφορίζει την πολιτική από την επανάσταση, δεν εξαντλεί το πλούσιο περιεχόμενο των επαναστατικών αγώνων του 1966-68. Η πολιτιστική όπως και κάθε πολιτική επανάσταση στρεφόμενη ενάντια στις γραφειοκρατικές παραμορφώσεις στο εποικοδόμημα των εργατικών κρατών, βάζει αντικειμενικά το ζήτημα της μαρξιστικής αναγέννησης των σχέσεων βάσης και εποικοδομήματος, όλης της κοινωνικής ζωής.

Η πολιτιστική επανάσταση προπαντός έδωσε ένα από τα ισχυρότερα κτυπήματα στην αντιδραστική ουτοπία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα». Ο Στάλιν διακήρυχνε ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού μπορεί να ολοκληρωθεί σε μια μόνη απομονωμένη και καθυστερημένη χώρα, όπου οι τάξεις κι η πάλη των τάξεων θα εξαφανίζονταν, πριν τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης. Από τη δεκαετία του ’30 μέχρι τις μέρες μας οι σοβιετικοί γραφειοκράτες διαλαλούν ότι έχουν εξαφανιστεί οι τάξεις και η πάλη τους στην ΕΣΣΔ – και ότι μάλιστα μετά την ολοκληρωμένη οικοδόμηση του σοσιαλισμού οικοδομείται τώρα ο κομμουνισμός. Η μαοϊκή ηγεσία – μολονότι πιστή στη θεωρία του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα – κράτησε την απόστασή της από τη θέση του Στάλιν για την ταξική πάλη μέσα σ’ ένα εργατικό κράτος.

«Μετά την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης και της κολλεχτιβοποίησης της γεωργίας στην ΕΣΣΔ…ο Στάλιν έκανε ένα ραπόρτο όπου σωστά εμφάνισε τον απολογισμό των μεγάλων επιτυχιών που συντελέστηκαν… αλλά όπου έκανε ταυτόχρονα θεωρητικά λάθη: δεν αναγνώριζε ότι οι τάξεις και η πάλη των τάξεων διατηρούνται στην κοινωνία ολόκληρη την ιστορική περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου… Στο επίπεδο της θεωρίας ο Στάλιν δεν ήθελε να αναγνωρίσει ότι ένα πρόβλημα που ακόμα δε λύθηκε είναι ακριβώς το να ξέρουμε «ποιος θα κερδίσει την επανάσταση». Και αυτό το πρόβλημα πρέπει να λυθεί κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ιστορικής περιόδου της δικτατορίας του προλεταριάτου…».

Αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο με τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης. Ο Στάλιν έθαψε τις προοπτικές της παγκόσμιας επανάστασης και μαζί τους την παλιά μπολσεβίκικη φρουρά και το «πρόβλημα» που είδαν οι Κινέζοι αλλά φοβήθηκαν να το αγγίξουν. Οι μαζικές συγκρούσεις στην Κίνα το 1966-68 δώσανε ένα θανάσιμο χτύπημα στις σταλινικές ανοησίες για «εξαφάνιση της ταξικής πάλης μέσα σ’ ένα απομονωμένο σοσιαλιστικό κράτος». Και ξαναεπιβεβαίωσαν τις θέσεις της Διαρκούς Επανάστασης του Λέων Τρότσκι: «Η κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο δε βάζει τέρμα στην επανάσταση, την εγκαινιάζει. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν είναι νοητή παρά μόνο στη βάση της ταξικής πάλης σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Αυτή η πάλη, επειδή είναι δεδομένη η αποφασιστική κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων στην παγκόσμια αρένα, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε βίαιες εκρήξεις, δηλαδή σε εμφύλιους πολέμους στο εσωτερικό και σε επαναστατικούς πολέμους στο εξωτερικό. Σ’ αυτό συνίσταται ο διαρκής χαρακτήρας της ίδιας της σοσιαλιστικής επανάστασης, είτε πρόκειται για μια καθυστερημένη χώρα που μόλις ολοκλήρωσε τη δημοκρατική της επανάσταση είτε για μια παλιά καπιταλιστική χώρα που ήδη πέρασε από μια μακριά περίοδο δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού». Το ξέσπασμα της Πολιτιστικής Επανάστασης επιβεβαίωσε τις κατευθυντήριες αρχές του τροτσκισμού. Το πνίξιμό της από τη μαοϊκή ηγεσία δικαίωσε, με ένα αρνητικό τρόπο, την αναγκαιότητα της ανεξάρτητης ύπαρξης της Τέταρτης Διεθνούς. Αυτό είναι το κυριότερο μάθημα.

 

Ο ΜΑΟΪΣΜΟΣ: ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ «ΜΕΛΛΟΝ»

Όταν η επαναστατική κινητοποίηση των κινέζικων μαζών άρχισε, ιδιαίτερα με την Κομμούνα της Σαγκάης και τον αναβρασμό στο στρατό, να απειλεί το σύνολο της γραφειοκρατίας του Πεκίνου, οι ανάγκες αυτοσυντήρησης της μαοϊκής ηγεσίας την έσπρωξαν στο δρόμο της απροκάλυπτης πολιτικής αντίδρασης. Αρχικά η αντίδραση στράφηκε ενάντια στις «υπερβολές» της Πολιτιστικής Επανάστασης και στα «υπεραριστερά σεχταριστικά, τροτσκιστικού τύπου λάθη» ορισμένων Κοκκινοφρουρών. Η κατάπνιξη του επαναστατικού αναβρασμού στο στρατό συνοδεύτηκε με τη θεαματική πτώση του άλλοτε συναρχηγού του Μάο, Λιν Πιάο. Απλώθηκε ένα κύμα αποκατάστασης διάφορων γραφειοκρατών, που ξηλώθηκαν από την Πολιτιστική Επανάσταση. Ένα κύμα, όμως, που διαρκώς βρίσκει εμπόδια μπροστά του, όπως απόδειξε πιο πρόσφατα η αναταραχή και η διαδήλωση ενάντια στην αποκατάσταση και εγκατάσταση σε καθοδηγητικό πόστο του μισητού στους Κοκκινοφρουρούς Τέγκ Χσιάο-πίγκ. «Η εξωτερική πολιτική είναι παντού και πάντοτε η συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής, γιατί κατευθύνεται από την ίδια κυρίαρχη τάξη και ακολουθεί τους ίδιους ιστορικούς σκοπούς». (Τρότσκι, «Προδομένη Επανάσταση».

Μαζί με την εσωτερική και η εξωτερική πολιτική της μαοϊκής Κίνας έκανε τη δεξιότερή της στροφή μετά το πνίξιμο της Πολιτιστικής Επανάστασης. Η κριτική «από τα αριστερά» στη σοβιετική πολιτική, τα προηγούμενα χρόνια, μετατράπηκε στην υπερδεξιά αναζήτηση συμμάχων στην αντισοβιετική σταυροφορία από το στρατόπεδο του Νίξον, του Μακαρέζου, του Στράους, της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ. Οι ρητορείες για τη «ζώνη των θυελλών του Τρίτου Κόσμου» μετατράπηκε στην υπεράσπιση του Γιαχία Χάν ενάντια στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Μπάγκλα Ντές, της κυρίας Μπανταρανάικε ενάντια στην αγροτιά και τη νεολαία της Κεϋλάνης, του Νουμέιρυ ενάντια στους κομμουνιστές του Σουδάν, του Μάρκος ενάντια στους μαοϊκούς αντάρτες των Φιλιππίνων, του Σάχη στην Περσία, των αντρείκελων της ΣΙΑ, FNLA και UNITA, στην Αγκόλα κλπ. Η μαοϊκή Κίνα έχασε γοργά την αίγλη και απήχηση που κάποτε είχε στις υποανάπτυκτες χώρες. Ο μαοϊσμός συρρικνώθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες όπου είχε αναπτυχθεί την περίοδο του φοιτητικού κινήματος διαμαρτυρίας τη δεκαετία του ’60.

Η κινέζικη γραφειοκρατία στρέφεται ολοένα δεξιότερα, από αυτοσυντήρηση μπροστά στην άνοδο της παγκόσμιας επανάστασης. Την περίοδο που η κινέζικη ηγεσία ήθελε να αποδείξει τη νεοαποχτημένη «σύνεσή» της απέναντι στον ιμπεριαλισμό κι όλες τις διαθέσεις της για «ειρηνική συνύπαρξη» μαζί του, στα νότια σύνορα της Κίνας, ο θρίαμβος της Ινδοκινέζικης Επανάστασης σύντριβε το μύθο των «ειρηνικών σχέσεων» με την ιμπεριαλιστική μηχανή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ίσα-ίσα μετά τη νίκη στο Βιετνάμ – ενάντια στη σοβιετική και κινέζικη διπλωματία – κι αμέσως μετά στην Καμπότζη και το Λάος, η πολιτική κρίση ξαναφούντωσε στο μαοϊκό καθεστώς και ξέσπασε ανοιχτά μετά το θάνατο του Μάο Τσέ-τούγκ.

Η εκκαθάριση των «ριζοσπαστών» της Σαγκάης στρέφεται ενάντια σ’ οτιδήποτε είχε η έχει σχέση με την κληρονομιά της Πολιτιστικής Επανάστασης. Η κλίκα του Χούα Κούο-φέγκ που κυβερνά τώρα, μιλάει ξανά για «οικονομικά κριτήρια» ενάντια στο «βολονταρισμό» κλπ., όπως οι παλιοί «οικονομιστές» του Λιού Σάο-σί.

Και είναι ακόμα πιο πρόθυμοι για συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό, με αντάλλαγμα την τεχνολογική βοήθεια της καπιταλιστικής Δύσης. Όσον αφορά τις σχέσεις με την ΕΣΣΔ δεν πρέπει να περιμένουμε μια επανάληψη της γραμμής Λιού Σάο-σί από τους διαδόχους του. Η γραφειοκρατία σαν παρασιτική κοινωνική ομάδα, στις σημερινές συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης, δένεται ακόμα περισσότερο στα εθνικά της πλαίσια παροξύνοντας τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Για την κινέζικη γραφειοκρατία μπορούμε να επαναλάβουμε αυτά που ο Τρότσκι έγραφε για την καμαρίλα του Στάλιν: «Η γραφειοκρατία όχι μόνο έσπασε με το παρελθόν αλλά και στέρησε τον εαυτό της από την ικανότητα να καταλαβαίνει τα σπουδαιότερα μαθήματα αυτού του παρελθόντος». («Προδομένη Επανάσταση»).

Η γραφειοκρατία του Πεκίνου όχι μόνο έχει σπάσει πολιτικά από τις παραδόσεις της κινέζικης και της παγκόσμιας επανάστασης, αλλά είναι και ανίκανη να μάθει οτιδήποτε από αυτή την πείρα. Στέκεται σαν ένας αντιδραστικός σχηματισμός αντιμέτωπος με όλες τις δυνάμεις που εξαπολύει η παγκόσμια επαναστατική κρίση. Μπορούμε με ακόμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη να επαναλάβουμε τα λόγια με τα οποία κλείναμε μια σειρά άρθρων, που γράψαμε τον καιρό της επίσκεψης του Νίξον στην Κίνα («Ώρα της Αλλαγής» Νο 62-64 Μάρτης – Απρίλης 1972, Λονδίνο): «Η επερχόμενη Ιστορία θα δείξει ότι η πολιτιστική επανάσταση δεν ήταν ένα γεγονός που πέρασε και έσβησε: οι άνεμοι που απελευθέρωσε από τους ασκούς ο Μάο για τα δικά του συμφέροντα, δεν τιθασεύονται εύκολα. Οι κοκκινοφρουροί θα ξαναφανούν στους δρόμους της Κίνας κρατώντας στα χέρια τους όχι πια τη «σκέψη του Μάο» αλλά το πρόγραμμα της πολιτικής επανάστασης, υψώνοντας αυτή τη φορά ψηλά την αλέκιαστη κόκκινη σημαία της Τέταρτης Διεθνούς».

12/03/2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου