Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

ΚΛΙΦ ΣΛΟΤΕΡ: ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
(Διάλεξη που δόθηκε στην Αθήνα τον Απρίλη του 1978)
Η Διάλεξη αυτή Δόθηκε: στο Πολυτεχνείο, από τον ΚΛΙΦ ΣΛΟΤΕΡ –μέλος τότε της ηγεσίας του Ε.Ε.Κ. ΜεγFREE photo hosting by Fih.grάλης Βρετανίας και κορυφαίο στέλεχος της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς.
«Η διαλεχτική δεν είναι ένα σχήμα ή μια λίστα από κανόνες. Αυτό που πα­ρουσιάζω εδώ είναι μια προσπάθεια να αφαιρέσουμε από την εμπειρία του επαναστατικού κινήματος την ανάγκη για το διαλεχτικό υλισμό. Ο Λένιν ε­πέμενε ότι ο μαρξισμός δεν είναι απλά μια αφηρημένη θεωρία αλλά ένας οδη­γός στη δράση. Αυτό φυσικά δε σήμα­ινε ότι υπότιμούσε το ρολο της θεω­ρίας. Όλοι ξέρουμε την περίφημη πα­ρατήρησή του: «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κί­νημα». Στις ομιλίες του για τη φύση του μαρξιστικού κόμματος, για τη φύση του επαναστατικού κόμματος, ο Λένιν επέμενε ότι εκείνο που διακρίνει ένα τέτιο κόμμα είναι ακριβώς το ότι βασίζεται στην επιστημονική θεωρία. Αυτό, φυσικά, έρχεται σε πολύ οξεία αντίθεση και είναι εντελώς αδύνατο να έχει οποιαδήποτε σχέση με τις προ­τεινόμενες, λόγου χάρη, αλλαγές στο καταστατικό του Ιταλικού Κομμουνι­στικού Κόμματος. Προτείνουν να πά­ψει ο μαρξισμός να αποτελεί την α­ναγκαία θεωρητική βάση του κόμμα­τος. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα ρεβιζιονιστικά ρεύματα που σπάσανε από τον Τροτσκισμό, πρώτα κάτω από την ηγεσία του Πάμπλο και ύστερα κά­τω από την ηγεσία του Μαντέλ, έχουν ουσιαστικά την ίδια αντιμετώπιση. Ο Τζορτζ Νόβακ, που είναι ο θεωρητι­κός εκφραστής αυτής της τάσης στις Ενωμένες Πολιτείες, απαντώντας σ’ έ­να από τα ντοκουμέντα της Διεθνούς Επιτροπής, είπε ότι αυτό που ενώνει το επαναστατικό κόμμα είναι το πρό­γραμμά του, ότι ο διαλεχτικός υλισμός είναι ένα προαιρετικό ζήτημα, και ότι σ’ αυτή τη βάση μπορεί να υπάρξει ένα μαρξιστικό, ένα επαναστατικό κόμμα».
ΚΛΙΦ ΣΛΟΤΕΡ

Την πραγματική οργανωτική μορφή του μπολσεβίκικου κόμματος και του επαναστατικού κόμματος σήμερα, εν­νοώ τη μορφή που αποκαλούμε δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, την συνέλα­βε ο Λένιν μ’ έναν πολύ βασικό θε­ωρητικό τρόπο. Στη βάση αυτής της αντίληψης, ο συγκεντρωτισμός δεν είναι απλά ένα ζήτημα κύρους των η­γετικών επιτροπών σ’ ένα οργανωτικό επίπεδο. Για τον Λένιν, σκοπός του συγκεντρωτισμού είναι το να σε κάνει ικανό να υποτάσσεις όλη την πράξη και όλη την πείρα των μερών του κόμ­ματος σε ανάλυση και σύνθεση. Για να το κατορθώσεις αυτό, πρέπει να θέτεις αυτή την εμπειρία κι’ αύτη την πράξη πάνω στην ουσιαστική αφηρημένη γνώση, την επιστημονική και επανα­στατική, που έχει εξαχθεί από τους περασμένους αγώνες. Και μόνο στη βάση αυτής της δουλιάς μπορεί να προκύψει μια νέα βάση για την πρά­ξη, μόνο μ’ αυτό τον τροπο μπορεί η ηγεσία να παλέψει να εξασφαλίσει ότι η πράξη των διαφόρων τομέων και τμημάτων του κόμματος δεν είναι α­πλά μια πραγματιστική ανταπόκριση σ’ ό,τι αντιμετωπίζουν κάθε μέρα, αλλά προχωρεί στη βάση των συνολικών εξελίξεων τις οποίες η τάξη αντιμετω­πίζει. Ο Λένιν στα «Φιλοσοφικά Τε­τράδιά» του λέει ότι ο σκοπός πρέπει να είναι η ενότητα της γνώσης και της πράξης. Δεν εννοεί γνώση για τη γνώ­ση, ούτε μια πράξη που προχωρεί τυ­φλά χωρίς θεωρία, αλλά ακριβώς την ενότητα της θεωρίας με την πράξη. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι το χέρι αυτής της ενότητας. Η ίδια η φιλοσοφική ανάπτυξη του Μαρξ εγκαθίδρυσε τη βάση γι’ αυτή την ε­νότητα της γνώσης και της πράξης. Σ’ ένα από τα πιο πρώτα έργα του που ονομάζεται «Η Αγία Οικογένεια» (δεν αφορά τη Μαρία και τον Ιωσηφ αλλά μια ομάδα γερμανών ιδεαλιστών) έγραψε ότι το ζητημα δεν είναι τί νο­μίζει αυτός ή εκείνος ο προλετάριος ή ένα μέλος της εργατικής τάξης αλλά τί πρέπει να κάνει η εργατική τάξη σαν τάξη. Μ’ άλλα λόγια η θεωρία και η πράξη του επαναστατικού κόμματος πρέπει να εγκαθιδρύει αυτή την αναγ­καιότητα. Πρέπει να εγκαθιδρύουμε την ενότητα της γνώσης και της πράξης στο τί πρέπει να γίνει. Δεν είναι μονά­χα ένα ζήτημα του τί το κόμμα πρέ­πει να κάνει, αλλά του τί πρέπει να κάνει η τάξη, μια ιστορική αναγκαιότητα. Ο καπιταλισμός δεν ανατρέ­πεται με την ιδέα της επανάστασης. Από την άλλη, δεν ανατρέπεται μονάχα με το επαναστατικό Κόμμα. Ο κα­πιταλισμος ανατρέπεται με την επανα­στατική δύναμη μιας τάξης κάτω από την ηγεσία του κόμματος.
Η εγκαθίδρυση της αναγκαιότητας του τί πρέπει να κάνει το προλετα­ριάτο σημαίνει κατανόηση των νόμων της πράξης. Είναι μεγάλο λάθος να υ­ποθέτει κανείς ότι αυτό έγινε μια για πάντα από τον Κάρλ Μαρξ το 1844. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ ύστερα από την ανακάλυψη του αυτή είχε ακόμα πολύ δουλιά να κάνει. Και μονά­χα ύστερα από άλλα είκοσι χρόνια δουλιάς ο ίδιος ο Μαρξ εγκαθίδρυσε σε μια επιστημονική βάση αυτό που ονόμαζε νόμους της κίνησης της καπι­ταλιστικής κοινωνίας. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε με πιο αφηρημένους όρους απ’ ό,τι στην πρώτη απ’ αυτές τις διαλέξεις. Τότε προσπαθούσαμε να συλλάβουμε την κατάσταση της οικο­νομικής και πολιτικής κρίσης που μας περιτριγυρίζει, την κατάσταση μέσα στην οποία δουλεύουμε. Η επιστημο­νική θεωρία, η επιστημονική πράξη προχωρεί από τη σύλληψη στην αφαί­ρεση και στη συνέχεια επιστρέφει στην πράξη σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Τώ­ρα είμαστε υποχρεωμένοι να συζητήσουμε τα αφηρημένα αυτά ζητήματα που μας οδηγούν σε μια πιο συγκεκρι­μένη κατανόηση της μεθόδου μας και της πράξης μας. Είναι πολύ της μόδας ανάμεσα σ’ ορισμένους ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται μαρξιστές να λένε ότι οι μαρξιστές δεν ενδιαφέρον­ται για τη φιλοσοφία. Επιμένουν ότι η φιλοσοφία τέλειωσε με το Μαρξ γύρω στα 1845, και ότι ύστερα απ’ αυτό υ­πάρχει μονάχα επιστήμη. Λοιπόν, ανά­μεσα στα 1842 και 1845 ο Μαρξ και ο Έγκελς ασχολήθηκαν με την κριτική της πιο προχωρημένης φιλοσοφίας ε­κείνης της εποχής. Η φιλοσοφία αυτή, η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ συγκέντρωνε τις πιο προχωρημέ­νες μορφές σκέψης στην αστική κοι­νωνία. Ο Μαρξ ενδιαφερόταν να αρνηθεί την ιδεαλιστική αυτή φιλοσοφία αλλά ταυτόχρονα να μεταφέρει σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο αυτό που ονόμαζε επιστημονικό πυρήνα, λογικό πυρήνα αυτής της φιλοσοφίας. Η γερμανική λέξη «aufheben» σημαίνει να πηγαίνεις πέρα απ’ αυτή τη φιλοσοφία και ταυτόχρονα να την αρνείσαι, να την ενσω­ματώνεις και να την ξεπερνάς. Μέσα στα όρια που επέβαλε στη φιλοσοφία η αστική ιδεολογία υπήρχε μια γνώση αντικειμενικής αλήθειας στην οποία η μπουρζουαζία είχε οδηγηθεί στη βιο­μηχανία της και την επιστήμη, κι αυτό, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφρα­ση του Έγκελς, έπρεπε να περισωθεί από το ιδεαλιστικό σύνολο μέσα στο ο­ποίο ο Χέγκελ το είχε τοποθετήσει. Ο Μαρξ και ο Έγκελς επέμεναν ότι από κει και πέρα αυτό που είταν αναγκαίο είταν μια θεωρία των νόμων της κί­νησης της κοινωνίας, η κατανόηση της κοινωνίας σαν το υψηλότερο επίπεδο της ανάπτυξης της ύλης με τους δικούς της νόμους· και ότι αυτή η επι­στήμη πρέπει να δένεται συνειδητά και σφιχτά με τους αντικειμενικούς αγώ­νες του προλεταριάτου. Δεν μπορούσε να είναι απλώς μια θεώρηση, γιατί το χαραχτηριστικό στο επίπεδο αυτό α­νάπτυξης της ύλης, δηλ. την ανθρώπι­νη κοινωνία, είταν ακριβώς ότι δεν α­ναπτυσσόταν με θεώρηση αλλά με ένα συγκεκριμένο είδος πράξης. Και μονάχα μια θεωρία που προχωρούσε μέσα απ’ αυτή την πράξη μπορούσε να κατανοήσει την κοινωνία.
Το προλεταριάτο, στην καπιταλιστική κοινωνία παλεύει κάτω από το βά­ρος της αστικής ιδεολογίας. Στην πάλι για την απελευθέρωσή της η εργατική τάξη πρέπει να απελευθερωθεί από την καταπίεση της αστικής ιδεολογίας καθώς και από την κυριαρχία της ιδιοχτησίας και του καπιταλιστικού κράτους. Δεν υπάρχει τρίτη ιδεολογία ανάμεσα στην αστική ιδεολογία και τη σοσιαλιστική συνείδηση ή το μαρξισμό.
Είδαμε ότι ο Μαρξ πήρε και αρνήθηκε και προχώρησε τις υψηλότερες καταχτήσεις της επιστήμης στην αστική κοινωνία, στη φιλοσοφία, στην πολιτική και την οικονομία, στην ιστορία και την πολιτική. Στη δική μας εποχή, δεν μπορείς να οπλιστείς ενάντια στις μορφές αυτής της αστικής ιδεολογίας χωρίς να επεξεργάζεσαι συνέχεια και συνειδητά την πάλη για φιλοσοφία που διεξήγε ο Μαρξ. Αυτό έκανε ο Λένιν στα τρία ζωτικά σημεία της ίδιας του της πολιτικής δουλιάς. Στά 1890 όταν ιδρύθηκε το μαρξιστικό κίνημα ενάντια στους Ναρόντνικους ο Λένιν έκανε μια εξονυχιστική μελέτη και παρουσίαση του ρόλου του ιστορικού υλισμού. Στα 1908, στα χρονια της αντίδρασης, αφιέρωσε ένα ολόκληρο έργο του, τον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό», ενάντια σ’ όλους εκείνους που ήθελαν να χρησιμο­ποιήσουν τις καταχτήσεις της νέας φυσικής και των μαθηματικών για να α­ναβιώσουν τον ιδεαλισμό με μια νέα μορφη.
Αυτό σήμαινε να ασχοληθεί με φιλοσοφικά ζητήματα που είταν απόλυτα απομακρυσμένα από τις καθημερινές εμπειρίες των εργατών στη Ρω­σία ή πραγματικά σε κάθε χώρα. Αλλά δεν είταν δυνατό να εξοπλιστεί το προλεταριάτο και η πρωτοπορία του χωρίς μια πάλη στο υψηλότερο αυτό επίπεδο της ανάπτυξης της ιδεολο­γίας. Στη συνέχεια, το πιο σημαντικό απ’ όλα, στα δύο πρώτα χρόνια του ιμπεριαλιστικού πολέμου, από το 1914 ως το 1916, ο Λένιν αφιερώθηκε σε μια συστηματική και λεπτομερειακή μελέτη της «Λογικής» του Χέγκελ, και άλ­λων έργων του Χέγκελ. Γι’ αυτόν, αυτό αποτελούσε την ουσιαστική προετοι­μασία για την επανάσταση που πλη­σίαζε. Παρόμοια, ο Τρότσκι έπρεπε στα χρόνια 1939-1940 να διεξάγει μια πάλη ενάντια σ’ εκείνους που ήθελαν να υποταχτούν στη γνώμη της δημο­κρατικής μεσαίας τάξης. Δεν είχε απλά να εξηγήσει και να υπερασπίσει τις θέ­σεις της Τέταρτης Διεθνούς για τη Σοβιετική Ένωση και την Παγκοσμια Ε­πανάσταση· έπρεπε να προχωρήσει την ανάπτυξη του διαλεχτικού υλισμού ενάντια στις μορφές της αστικής ιδε­ολογίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα στις Ενωμένες Πολιτείες, τον πραγματισμό και τον εμπειρισμό. Δεν είταν δυνατό να οικοδομηθεί το Τροτσκιστικό κόμμα στις ΕΠΑ και η Τέταρτη Διεθνής χωρίς το φιλοσοφικό αυτό επανεξοπλισμό του κινήματος. Η δική μας Διεθνής Επιτροπή είταν υποχρεωμένη να διε­ξάγει μια παρόμοια πάλη από το 1963 και μετά στην πάλη ενάντια στο ρεβιζιονισμό.
Συζητήσαμε σε πολύ γενικούς όρους τη σχέση ανάμεσα στο επαναστατικό κόμμα, τη θεωρία και την εργατική τά­ξη. Μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε αυτή την προσέγγιση με ένα παράδειγμα. Μια από τις κύριες αντιρρήσεις απέ­ναντι στον Τροτσκισμό, μια αντίρρηση που πάντα τη συναντάμε σ’ αυτούς που σπάνε από τον σταλινισμό είναι τούτη δω: ένα επαναστατικό κόμμα συγκεντρωτικού τύπου απόδείχτηκε από την πείρα ότι οδηγησε στη γρα­φειοκρατία και στο σταλινισμό. Από δω βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά συνέπεια δεν πρέπει να έχει κανείς ένα τέτιο κόμμα. Αυτοί που σπάνε από τον σταλινισμό, από τα δεξιά, πάντα προ­βάλλουν αυτή τη θέση. Στην πραγματι­κοτητα είναι μια σκοπιά που δεν έχει τίποτα το κοινό με το διαλεχτικό υλι­σμό. Ο Λένιν πάντα επέμενε: «η αλη­θεια είναι πάντα συγκεκριμένη». Εδώ, για παράδειγμα, το κόμμα –το Μπολσεβίκικο Κόμμα– δεν αναπτύχθηκε σαν κόμμα στο κενό, σύμφωνα με ο­ρισμένους νόμους της ανάπτυξης του κόμματος μετά το 1917. Αυτό είναι μια καθαρά αφηρημένη θεωρητική αν­τίληψη για το κόμμα. Με την ίδια λο­γική θα μπορούσε κανείς να συμπε­ράνει ότι οι επαναστάσεις οδηγούν πάντα σε αντεπαναστάσεις, και έτσι καλύτερα να μην έχουμε επανάσταση. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι κατά τον ίδιο τρόπο η ζωη οδηγεί πάντα στο θάνατο, θα είταν καλύτερα να μη ζεις. Και ορισμένοι άνθρωποι βγάζουν φυσικά αυτό το συμπέρασμα. Αλλά αυτά τα πράγματα, η ζωη και ο θά­νατος, οι επαναστάσεις και αντεπανα­στάσεις, το επαναστατικό κόμμα και η συντηρητική γραφειοκρατία δεν πρέ­πει να αντιπαρα-τίθενται σα νεκρά, α­φηρημένα αντίθετα. Αλλάζουν το ένα μέσα στο άλλο κάτω από ορισμένες ιστορικές υλικές συνθήκες, συγκεκρι­μένα. Τώρα μια συγκεκριμένη ανάλυση της ανάπτυξης του επαναστατικού κόμματος μετά το 1917, μας ογηγεί σε ολοκληρωτικά διαφορετικά συμπερά­σματα.
Μετά τη Μπολσεβίκικη Επανάσταση του Οχτώβρη 1917, είταν αποφασιστι­κό ένα σπάσιμο στις αναπτυγμένες κα­πιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Για το λόγο αυτό οι ουσιαστικές υλικές συνθήκες για την επιτυχία της Οχτωβριανής Επανάστασης είταν στη φύση τους διεθνείς. Σύμφωνα με τη φράση του Λένιν, «ο ιμπεριαλισμός έσπασε στον πιο αδύνατο κρίκο του». Έτσι δεν είταν μονάχα ένα ρωσικό ζητημα. Ο Λένιν επέμενε να προχωρήσει από το Φλεβάρη του 1917 στην προλεταριακή επανάσταση με πολύ συγκεκριμένους όρους. Είπε «εμπρός για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση». Το αποφασιστικό ζήτημα, τότε, είταν ένα σπάσιμο στις αναπτυγμένες χώρες. Συνέβη το αντίθετο: η επανάσταση ήρ­θε στην πιο δυνατή χώρα της Δύσης, τη Γερμανία, μονάχα ένα χρόνο μετά τον Οχτώβρη. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατάρρευσαν ο Κάιζερ πα­ραιτήθηκε· οι σοσιαλ-δημοκράτες κλή­θηκαν στην κυβέρνηση· οι εργάτες, οι στρατιώτες και οι ναύτες σχημάτισαν Σοβιέτ.
Όμως η επανάσταση αυτή προδό­θηκε. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν θέ­σεις μέσα στο αστικό κράτος, και στην απουσία μιας εναλλαχτικής επαναστα­τικής ηγεσίας μπόρεσαν να πείσουν το πρώτο Γερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών να επικυρώσει το κα­θεστώς τους. Το πρώτο Συνέδριο των Σοβιέτ διαλύθηκε δίνοντας την εμπι­στοσύνη του στην κοινοβουλευτική κυ­βέρνηση των σοσιαλ-δημοκρατών. Έ­τσι, είταν η απουσία ενός επαναστατι­κού κόμματος στη Γερμανία που οδή­γησε στην απομόνωση της επανάστα­σης στη Ρωσία. Και είταν αυτή η απομόνωση που έδοσε τις υλικές συν­θήκες για τη γραφειοκρατική μέγγενη. Οδηγούμαστε σ’ ένα ολοκληρωτικά αντίθετο συμπέρασμα. Από τη στιγμη που θα σταματήσουμε να κυττάμε με έναν αφηρημένο τροπο το συγκεκρι­μένο και κατανοήσουμε τη Ρώσικη Ε­πανάσταση σαν αυτό που ουσιαστικά είταν σα μια εκδηλωση της επαναστατι­κής κρίσης του παγκόσμιου ιμπεριαλι­σμού και της προλεταριακής επανά­στασης, τότε, ανακαλύπτουμε ότι δεν είταν η παρουσία ενός επαναστατικού κόμματος που γέννησε τη γραφειο­κρατία, αλλά η απουσία ενος επανα­στατικού κόμματος στη Γερμανία που γέννησε τη γραφειοκρατία στη Ρωσία.
Έτσι από τους δυο αυτούς τρόπους αντιμετώπισης του ζητήματος βγαί­νουν δυο τελείως διαφορετικές πρά­ξεις: Η πράξη αυτών που εγκαταλεί­πουν το προλεταριάτο γιατί δεν τους αρέσει το είδος των αποτελεσμάτων και η πράξη αυτών που χρησιμο­ποιούν τη διαλεχτική για να εξάγουν γνώση και να οδηγήσουν την πράξη τους. Μονάχα όταν συλλάβουμε το ει­δικό, τη Ρώσικη Επανάσταση και την εξέλιξη της, σαν μια στιγμή του γενι­κού (λέγοντας γενικό εννοώ την παγ­κόσμια επανάσταση, τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τη διεθνή ερ­γατική τάξη και τον επαναστατικό της ρόλο στην ανατροπή όλης της εξέλι­ξης του καπιταλισμού) τοτε φτάνουμε σε μια κατανόηση για να οδηγήσουμε τη δράση των επαναστατών: για τη δημιουργία επαναστατικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες και για πε­ρισσότερες Οχτωβριανές Επαναστά­σεις, όχι λιγοτερες.
Αν ακολουθήσουμε αυτό το παρά­δειγμα φτάνουμε σ’ ένα άλλο ουσια­στικό σημείο του διαλεχτικού υλισμού. Ο Τροτσκι διεξηγε ένα μακρύ αγώνα ενάντια στον Στάλιν, για την παγκόσμια επανάσταση ενάντια στο «σοσιαλισμό σε μια μονη χώρα» του Σταλιν. Αλλά τότε, λένε όλοι οι σχολιαστές, έχασε αυτό τον αγώνα.
* * *
Συγγραφείς, σαν τον Ισαάκ Ντόιτσερ, εξηγούν ότι μέσα σ’ αυτές τις συν­θήκες είταν ιστορικά αναπόφευχτο να χάσει αυτή τη μάχη. Τότε μπαίνει το ερώτημα: δοσμένου του γεγονότος ότι είταν αναπόφευχτο να χάσει ο Τρότσκι, δεν είταν αντιεπιστημονικό να προχωρήσει σ’ αυτή την πάλη; Οι υ­λικές συνθήκες, όσο δυσμενείς κι αν είναι μια εποχή, πάντα πρόκειται να μεταμορφωθούν στο αντίθετό τους· Πρόκειται να μεταμορφωθούν σύμφω­να με τους ίδιους τους νόμους της ύπαρξής τους, όχι από κάποια εξωτερική επέμβαση. Ας πάρουμε την πάλη του Τρότσκι να αντισταθεί και να προσπαθήσει να τσακίσει το σταλινισμό. Ο Τρότ­σκι πρόβλεψε μια πολιτική πάλη, ότι ο ρεβιζιονισμός του Στάλιν θα οδηγούσε σε ήττες τη διεθνή εργατική τάξη στη βρετανία και την Κίνα το 1926-27, και αργότερα στη νίκη του γερμανικού να­ζισμού. Ήξερε ότι ο Στάλιν είχε απο­δειχτεί λαθεμένος μέσα απ’ αυτές τις ήττες, αλλά δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι η επιβεβαίωση των προοπτικών θα έδινε τη νίκη στους επαναστάτες ενάν­τια στο σταλινισμό. Δεν είταν απλά μια προπαγανδιστική πάλη, μια μάχη ι­δεών. Αυτά είταν μεγάλες εμπειρίες στη διεθνή ταξική πάλη. Όσο κι αν μπορούσε ο Τρότσκι να ξεκαθαρίσει μια μικρή πρωτοπορία, οι ήττες αυ­τές πισωγύρισαν την εργατική τάξη. Είχαν την υλική συνέπεια να κάνουν πιο δύσκολο το να δουλέψεις μέσα στην εργατική τάξη. Όμως ο Τροτσκι πράγματι δυνάμωσε και προετοίμασε την πρωτο-πορία μέσα απ’ όλες αυτές τις ήττες. Χωρίς αυτή την πάλη από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σημερα δεν θα μπορούσε να υπάρξει η συνεχότητα με την μπολσεβίκικη επανάσταση και την Κομμουνιστική Διεθνή στα πρώτα της χρόνια. Και χωρίς αύτη τη συνεχότητα δεν θα μπορούσε να υπάρξει συνειδη­τή προετοιμασία για την εποχή εκείνη που όλες οι υλικές συνθήκες θα άλλαζαν στο αντίθετό τους, όπως στην κατά­σταση που σήμερα ζούμε. Ας πάρου­με τους εργάτες και διανοούμενους των «κομμουνιστικών» κομμάτων, σ’ ο­λόκληρο τον κόσμο, που μέσα από τη δική τους εμπειρία το βρίσκουν αναγ­καίο τώρα να σπάσουν από το σταλι­νισμό. Θέλουν πραγματικό κομμουνι­σμό. Θέλουν να εγκαθιδρύσουν τη συ­νεχότητα με τον Μαρξ, τον Έγκελς, και τον Λένιν. Αλλά υπάρχει συνεχότητα; Η συνεχότητα δεν είναι απλώς ότι τα βιβλία εξακολουθούν να εκδί­δονται και να διαβάζονται. Υπήρχε μια πραγματική συνεχότητα, μια συνε­χότητα πάλης για το μαρξισμό και το λενινισμό ενάντια στο σταλινισμό. Αυτή η πάλη είταν ένα υλικό πράγμα με υ­λικά αποτελέσματα. Η συνεχότητα, δεν είναι απλά ιδέες που αιωρούνται στον αέρα περιμένοντας να αναβιώσουν. Η μαρξιστική θεωρία είναι ένας οδηγός στη δράση και οι άνθρωποι δρούσαν όλο αυτό τον καιρό, ανα­πτύσσοντας αυτή τη θεωρία σαν οδη­γό στη δράση. Οι άνθρωποι αυτοί εί­ναι οι Τροτσκιστές. Δεν μπορείς να πη­δήσεις πάνω από όλη αυτή την εξέ­λιξη και να εγκαθιδρύσεις τη συνεχότητα. Η ιστορία δεν είναι μια νεκρή απογραφή ιδεών απ’ όπου μπορείς να ξεχωρίσεις και να διαλέξεις όπως σου αρέσει. Ο Μαρξ πολύ πρίν είπε: η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι η ιστορία της ταξικης πάλης. Ούτε είναι ο Τροτσκισμος απλά κάποιο λείψανο από το παρελθον. Ο Τροτσκισμος εν­σωματώνει τον πλούτο αυτής της πά­λης ενάντια σ’ όλες τις αντιξοότητες, ενάντια σ’ όλες τις συνθήκες διεθνώς. Ο σκοπός δεν είταν να μείνουμε α­πλώς ακλόνητοι, για να το πούμε έτ­σι, αλλά να πάρουμε από κάθε εμπει­ρία αυτό που η εργατική τάξη χρεια­ζοταν. Ο ίδιος ο Τροτσκι το εξηγησε αυτό πολύ καλά.
«Αν είναι αναγκαίο και δυνατό οι επαναστάτες με τη βία συντρίβουν τα ιστορικά εμπόδια. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, κάνουν μια παράκαμ­ψη. Αν δεν είναι δυνατό να κάνουν μια παράκαμψη, οι επαναστάτες με υπομονή και συνεχώς πελεκούν και ροκανίζουν... Διαρκώς προσπαθούν να αναπτύσσουν ολόκληρη την ικα­νότητα της καταστροφικής και δημι­ουργικής τους δουλιάς· με άλλα λόγια να εξάγουν από κάθε δοσμένη ιστορική κατάσταση το μάξιμουμ που μπορεί να προσφερθεί για το προχώρημα της επαναστατικής τά­ξης», («Προβλήματα της Ζωής», σελ. 777).
Δεν θα βρείτε καλύτερη εξήγηση του τί σημαίνει μαρξισμός σαν οδηγος στη δράση. Ο Τροτσκι το έγραψε αυτό όχι ύστερα από τα μακριά χρόνια της πάλης μέσα στην Αριστερη Αντιπο­λίτευση, αλλά πριν. Εκφράζει τη βασι­κή αυτή αρχή του διαλεχτικού υλι­σμού, ότι ο διαλεχτικός υλισμός δεν «ε­φαρμόζεται» σαν κάποιο σχήμα από τα έξω. Δεν μπορείς να τον μάθεις α­πλά από τα βιβλία. Το ζητημα είναι εκπαίδευση σε μια μέθοδο που μπορεί να αφαιρεί από την πραγματικότητα, από το Είναι, αυτό που είναι αναγκαιο, αυτό που πρέπει να γίνει, που ανα­πτύσσει ολόκληρη την ικανότητα της καταστροφικής και δημιουργικής δου­λιάς μας που εξάγει –η λέξη εξάγει ή αφαιρεί είναι ουσιαστική– από κάθε δοσμένη ιστορική κατάσταση το μάξι­μουμ που μπορεί να προσφερθεί για τον ερχομό της επαναστατικής μέ­ρας. Όχι απλώς να διακηρύσσεις μια θεωρία, αλλά να αφαιρείς από την πραγματικότητα, την αναπτυσσόμενη πραγματικότητα το μάξιμουμ που μπορεί να προσφερθεί. Αυτό σημαίνει η ενότητα της γνώσης και της πράξης. Δεν υπάρχει χωρισμός της γνώσης από τη μια και της πράξης στην καθημερινη δουλιά από την άλλη.
Η ύλη είναι το πρωταρχικό, η σκέ­ψη είναι το δευτερεύον βγαίνει από την εξέλιξη της ύλης. Αυτό για το ο­ποίο μιλάει ο Τροτσκι εδώ είναι η πρά­ξη τού να εξάγεις αυτό που εξελίσσεται στην ύλη. Ξανά, η εξαγωγή αυτή ή αφαίρεση της κίνησης της αντικειμε­νικής πραγματικότητας, αυτό σημαίνει διαλεχτική, ενάντια στη λεγόμενη εφαρ­μογή του διαλεχτικού υλισμού.
Τώρα ξαναγυρίζω σ’ ένα ευκολότερο ερώτημα. Αν κάποιοι προτείνουν ότι δεν πρέπει να επιμένουμε να είναι ο διαλεχτικός υλισμός η βάση του κόμ­ματος, με τί προτείνουν να τον αντι­καταστήσουμε; Πρέπει να εγκαταλεί­ψουμε ολόκληρο τον Λένιν που λέει ότι δεν υπάρχει τρίτη ιδεολογία ανάμεσα στον μαρξισμό και την αστικη ιδεολο­γία; Η ιδέα να μην επιμένεις για το διαλεχτικό υλισμό, ότι κατά κάποιο τροπο είναι ένα ζήτημα προσωπικής προτίμησης σημαίνει ότι δέχεσαι ότι κάποιο είδος ορθολογιστικής κοινής λογικής ή πραγματισμού κατά κάποιο τροπο μπορούν να γίνουν η βάση για το κόμμα. Φυσικά, η κοινή λογική και ο ορθολογισμός και πραγματισμός αρ­κούν για ορισμένα πράγματα. Μπο­ρείς να βρείς όλων των ειδών τους τρόπους για να επιβιώσεις στις υπάρ­χουσες κοινωνίες συνδυάζοντας μια ο­ρισμένη πανουργία και πονηριά με τις μέθοδες αυτές σκέψης. Υπάρχουν τρόποι επιβίωσης στην υπάρχουσα κοινωνία, ή ακόμα και επιτυχίας στην υπάρχουσα κοινωνία. Αν ομως θέλεις να επαναστατικοποιήσεις την υπάρ­χουσα κοινωνία δεν μπορείς να το κά­νεις με τις μέθοδες σκέψης που έχουν ιστορικά αναπτυχτεί για να υπάρχουν μέσα σ’ αυτή και να την διατηρούν. Χρειάζεσαι μια ολόπλευρη επιστημο­νική κατανόηση που χτυπάει τα όρια των καθημερινών μορφών συνείδη­σης, που καταλαβαίνει τον ιστορικό περιορισμό της δοσμένης κοινωνικής τάξης και των τρόπων σκέψης της, μια μέθοδο συνεχούς πάλης για να κα­τανοήσεις και να ταυτιστείς μ’ αυτές τις δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία για να την σπάσουν και να πάνε πέρα απ’ αυτήν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια συ­νειδητή θεωρητική εκπαίδευση που ξε­κινά από κεί που ο Μαρξ ξεκίνησε, από το υψηλότερο επίπεδο που έχει ηδη φτάσει η ανθρώπινη γνώση. Αυτή η γνώση πρέπει να σπάσει τους περι­ορισμούς που της επιβάλλουν οι αστι­κές κατηγορίες, όπως ακριβώς η αν­θρωπότητα και οι παραγωγικές δυνά­μεις, πρέπει να σπάσουν τις καπιταλι­στικές κοινωνικές σχέσεις που ανά­πτυξαν αυτές τις παραγωγικές δυνά­μεις για μια ολόκληρη περίοδο, αλλά που τώρα αποτελούν ένα φραγμό για την παραπέρα ανάπτυξή τους και α­κόμα τις απειλούν με καταστροφή.
Ξαναγυρίζουμε τώρα σε ζητήματα της εργατικής τάξης και του κόμματος σ’ ένα πιο αφηρημένο επίπεδο από το ιστορικό παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε για ν’ αρχίσουμε. Η εργατική τάξη και το επαναστατικό κόμμα είναι τα ίδια και όχι τα ίδια. Εδώ έχουμε την ενότητα και σύγκρουση των αντιθέτων. Το κόμμα δεν είναι αποχωρισμένο από την τάξη. Ένα επαναστατικό κόμμα πρέπει πάντα να παλεύει να παίρνει την κύρια δύναμη του από τα μέλη της εργατικης τάξης, τα καλύτερά της στοιχεία. Δεν είμαστε αποχωρισμένοι από την τάξη αλλά συνιστούμε ένα αντίθετο μέσα στην τάξη, ένα αντίθετο στην πίεση της αστικής ιδεολογίας, αλλά επίσης της αστικής ιδιοχτησίας. Η κατανόηση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης σαν ένα καθαρά ιδεολογικό ζήτημα από πολλούς ονομαζόμενους «νέους αριστερούς» και από ρεβιζιονιστικές ομάδες αποτελεί μια μεγάλη παρέκκλιση από τη μαρξιστική θεωρία. Ουσιαστικά, η αστική τάξη κυριαρχεί πάνω στην εργατική τάξη μέσα από τον έλεγχο της ιδιοχτησίας και πάνω σ’ αυτή τη βάση γεν­νιέται και λειτουργεί η ιδεολογία της. Αυτή η ενότητα και σύγκρουση αντι­θέτων, στη συνέχεια, αποτελείται από μια συνειδητη πάλη από τη μεριά του επαναστατικού κομματος να εξασφα­λίσει ότι η τάξη (η «καρδιά» της επανάστασης, όπως την αποκάλεσε ο Μαρξ) έχει ένα συνειδητό κεφάλι, μια ηγεσία. Αυτό, τώρα, το συνειδητο κεφάλι, αυτή η επαναστατική συνείδηση, δεν είναι ένα έτοιμο οριστικά κομμένο και ραμένο για κάθε εποχή που απλώς πρέπει να το μάθεις και μετά να το ξέρεις για πάντα. Ο Λένιν είπε ότι η μαρξιστική θεωρία πρέπει να έρθει μέ­σα στην εργατική τάξη από τα έξω και με σκληρότητα επιμένει ενάντια σε ε­κείνους που μιλούν για μια αυθόρμητη ανάπτυξη του προλεταριάτου, ότι έρχεται στο προλεταριάτο από τα έξω από αστούς διανοούμενους. Δεν το εί­πε αυτό επειδή έτρεφε καμιά μεγάλη αγάπη για τους αστούς διανοούμε­νους. Είχε άλλα πολύ διαφορετικά πράγματα να πει για τους αστούς δι­ανοούμενους «σαν τέτιους», αλλά μι­λούσε για την αναγκαιότητα, άνθρωποι σαν τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Τροτσκι και τον Λένιν τον ίδιο, να κα­ταχτήσουν όλες τις τελευταίες εξελί­ξεις στη φιλοσοφία και την επιστήμη, να κατανοήσουν όλες τις σχέσεις ανά­μεσα στις τάξεις και ανάμεσα στα κρά­τη, και ανάμεσα στη Φύση και την κοι­νωνία, για να εξοπλιστεί η εργατική τάξη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με μια πλήρη θεώρηση του τί πρέπει να κάνει ιστορικά. Αλλά αυτή η θεω­ρία που ήρθε στην τάξη «από τα έ­ξω», όπως λέει ο Λένιν, μπορεί να δρα­στηριοποιηθεί και να αναπτυχθεί και πρέπει να ζησει μονάχα μέσα και διαμέσου της πάλης του προλεταριάτου και όχι απλά στο κεφάλι ενός ατόμου.
* * *
Για παράδειγμα, ο Λένιν στο «Κρά­τος και Επανάσταση» δεν δίνει απλά έναν ορισμό του κράτους, τον ορισμο των «σωμάτων ένοπλων ανδρών». Παίρνει ολόκληρη την εμπειρία του ε­παναστατικού κινήματος, πώς είταν αναγκασμένο να παλέψει για μια επα­ναστατική αντίληψη του κράτους και πώς να το τσακίσει. Η θεωρία του Κράτους πρέπει να δραστηριοποιηθεί, να αναπτυχθεί μέσα στο προλεταριά­το, και αυτό σημαίνει πάλη για μαρ­ξισμό, ενάντια σ’ όλα τα πραχτορεία της μπουρζουαζίας μέσα στο κίνημα. Τα πραχτορεία αυτά, ουσιαστικά, εί­ναι οι σοσιαλδημοκράτες και οι σταλι­νικοί που ξαναβάζουν μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης τα συμφέροντα του ταξικού έχθροϋ. Αλλά το ίδιο το κόμμα δεν είναι κάποιο τέλειο αντίθετο απέναντι στους κινδύνους που απει­λούν την τάξη. Το κόμμα επίσης υπόκει­ται σε αλλαγή και σε εσωτερική σύγ­κρουση. Παλεύει μέσα σε μια υλική σχέ­ση με την τάξη, στην πράξη. Ο σκοπός αυτής της πάλης είναι ν’ αλλάξει την τά­ξη, να εξοπλίσει την τάξη για τις επανα­στατικές της ευθύνες. Και αυτό φέρνει μαζί του εσωτερική πάλη στο κόμμα. Η υλική βάση της ιδεολογικής πάλης μέσα στο κόμμα είναι η πάλη του κόμ­ματος να κερδίσει την ηγεσία της τά­ξης. Υπάρχει αναγκαία σύγκρουση μέ­σα στο κόμμα, αγώνες τάσεων, μερι­κές φορές φράξιες, μερικές φορές σχί­σματα. Αλλά δεν είναι απλά μια πάλη των σωστών ιδεών ενάντια σε λαθεμέ­νες ιδέες ή κάτι τέτιο. Είναι μια συ­νειδητή αντανάκλαση μέσα στο κόμμα των μεταβαλλόμενων αναγκαιοτήτων που η εργατική τάξη ανακαλύπτει στην πράξη. Οι αναγκαιότητες της υ­λικής αυτής πράξης στην ταξική σύγ­κρουση με τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς που αναπόφευχτα υπάρ­χουν στα ίδια τα κομματικά μέλη. Τα επαναστατικά στελέχη εκπαιδεύονται στην πάλη ενάντια στις επιφυλάξεις και τις καθυστερημένες ιδεολογικές μορφές που πηγάζουν από τη θέση τους στην αστική κοινωνία –την εκ­παίδευσή τους, τον έλεγχο από τη μπουρζουαζία της ζωής και της ιδιοχτησίας και της δουλιάς και της ιδεο­λογίας. Έτσι, μια ηγεσία που παλεύει στο κόμμα κάθε στιγμή βρίσκεται σε διαρκή πάλη με τα ίδια της τα μέλη. Ο Λένιν δεν είταν ακριβώς ο δημοφιλέ­στερος άνθρωπος μέσα στο παγκο­σμιο σοσιαλιστικο κίνημα. Ακομα και ο Τροτσκι για χρόνια τον θεωρούσε υ­περβολικά αυταρχικό και ανελέητο στις σχέσεις του με τους άλλους συν­τρόφους. Στην αυτόβιογραφία του «Η Ζωη μου» ο Τροτσκι το εξηγεί αυτό πολύ ειλικρινά και λέει ότι δεν είχε καταλάβει αυτό που κατάλαβε αργότε­ρα: ότι η σκληρότητα του Λένιν πήγα­ζε από μια καθαρή πεποίθηση ότι αυτό που είναι αντικειμενικά αναγκαίο πρέπει να εγκαθιδρύεται ενάντια σ’ ό­λες τις επιφυλάξεις μέσα στο κόμμα. Έτσι μια ηγεσία στο κόμμα πρέπει να εκπαιδεύει τον εαυτό της και να εξα­σφαλίζει πειθαρχία και αποτελεσματι­κή δράση όχι μέσα από την επιβολή των κανόνων σαν τέτιων, όχι απλώς με εκκλησεις στο κύρος, αλλά μέσα από τη στροφή στην πάλη μέσα στην τάξη. Η ηγεσία σπρώχνει, συμπερι­λαμβανομένου και του εαυτού της, έ­ξω προς την τάξη. Μ’ αυτό τον τρόπο εγκαθιδρύει την ορθότητα της γραμμής της. Η δοκιμασία της θεω­ρίας της και των αποφάσεών της γί­νεται στην πράξη.
Από αυτή τη σκοπιά οι κίνδυνοι της σταλινικής γραφειοκρατικοποίησης του κόμματος κατανοούνται καλύτε­ρα. Είναι ανάγκη να είμαστε σε επι­φυλακή ενάντια στην τάση που δίνει όλη την έμφαση στα καταστροφικά φυσικά αποτελέσματα του γραφειοκρατισμού του Στάλιν. Αυτά, φυσικά, είχαν μεγάλες ιστορικές συνέ-πειες. Αλλά υπάρχει ένα θεμελειακό θεωρη­τικό ζήτημα που έχει προτεραιότητα ακόμα και απ’ αυτό, και μια μελέτη των ιστορικών αυτών εξελίξεων είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμ­ματος. Το γραφειοκρατικό καθεστώς στο Μπολσεβίκικο Κόμμα που αναπτύ­χθηκε μετά το 1923, σήμαινε ότι είταν αδύνατο να αναπτυχθεί μια σχέση σαν αυτή που περιγράψαμε ανάμεσα στην ηγεσία και τα μέλη. Οι αποφάσεις γί­νονται ένα ζήτημα γραφειοκρατικής διαταγής. Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα απομονώνεται από τη μάζα, τα μέλη είναι ανίκανα να διευθύνουν τη ζωή του κόμματος στη βάση των εμπειριών μέσα στην τάξη και απ’ αυτό που φαίνεται να είναι αναγκαίο. Τα κομμα­τικά μέλη ζουν προσαρμοζόμενα όλο και περισσότερο στη γραφειοκρατία και τις εξουσίες της. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν είναι πια ένας μηχανισμός για να δοκιμάζεται η θε­ωρία στη πράξη· μ’ αυτό τον τρόπο δεν αφαιρείται τίποτα από τις πραγ­ματικές εξελίξεις στον κόσμο. Ο μαρ­ξισμός γίνεται ένα δόγμα, δεν μπορεί να είναι ένας οδηγός στη δράση. Η δράση οδηγείται από κάποια άλλη θε­ωρία: τη θεωρία της «πραχτικής πο­λιτικής» και την προσαρμογή στην αυθεντία.
Ιδεολογικά μιλώντας, η ίδια η τροτσκιστική αντιπολίτευση υπέφερε. Οι ήττες της εργατικής τάξης στις δεκαε­τίες του ’20 και του ’30 δημιούργησαν συνθήκες όπου το τροτσκιστικό κίνημα απο­μονώνονταν όλο και πιο πολύ από τους μαζικούς αγώνες. Αυτό σήμαινε ότι είταν εξαιρετικά δύσκολο γι’αυτά τα τμή­ματα, τα τμήματα της Αριστερής Αν­τιπολίτευσης και της Τέταρτης Διε­θνούς, να κερδίζουν οποιαδήποτε πραγματική εμπειρία μέσα στο μαζικό κίνημα. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο μαρξι­σμός αναπόφευχτα υπέφερε από την απομόνωση και την ήττα. Η ηγεσία πρέπει να κάνει έναν τιτάνιο αγώνα για να παλεύει κάτω απ’ όλες τις συν­θήκες για τις μαρξιστικές αυτές αντι­λήψεις της θεωρίας και της πράξης. Ο Ι­σαάκ Ντόιτσερ, στο έργο του αρέσκον­ταν να αντιπαραθέτει την «ηρωική» περίοδο της πάλης του Τρότσκι, την περίοδο της επανάστασης και των χρόνων αμέσως πριν και αμέσως μετά απ’ αυτή, στα χρόνια της ήττας, από το 1929 ως το 1940. Του άρεσε να πα­ρουσιάζει ένα είδος τραγικού ήρωα, όπου ο Τρότσκι άφησε πίσω τα κα­λύτερα χρόνια της δουλιάς του. Η γνώμη του ίδιου του Τροτσκι είταν τε­λείως διαφορετική. Ήξερε ότι αυτά είταν τα πιο σημαντικά χρόνια απ’ όλα και ότι αυτή είταν η πιο σημαντική απ’ όλες τις δουλιές γιατί δεν υπήρχε κα­νείς άλλος που να μπορεί να αναπτύ­ξει όλα τα μέσα του κινήματος για να αφαιρέσει το μάξιμουμ δυνατό από αυτή την κατάσταση για την εργατική τάξη.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μάθεις και να εκπαιδεύσεις ένα επαναστατικό κομμα παρά με τη συνειδητή ανάπτυ­ξη αυτής της μεθόδου. Τα μέλη πρέ­πει να εκπαιδευτούν να κάνουν συνει­δητά μια ανάλυση της ίδιας τους της πράξης, και να βασίζουν συνειδητά την πράξη τους στην πραγματική κί­νηση της ολότητας μέσα στην οποία υ­πάρχουν. Το σταλινικό κίνημα, φυσι­κά, έχει έρθει σήμερα στα όρια μιας αντίθεσης προς αυτή τη μέθοδο. Για χρόνια, ο παγκόσμιος σταλινισμός επέ­μενε σε μια εξαιρετικά δογματική πα­ρουσίαση του διαλεχτικού και ιστορι­κού υλισμού. Έπρεπε, τάχα, να διαφυ­λαχτεί και να απομονωθεί με κάθε θυ­σία απ’ οποιαδήποτε μόλυνση από την αστική ιδεολογία. Αυτή είταν μια ψεύ­τικη δύναμη και ανεξαρτησία. Η ίδια η μετατροπή του μαρξισμού σε ένα δόγ­μα είταν καθεαυτή μια εισβολή της α­στικής ιδεολογίας στο μαρξισμό. Σήμερα ο σταλινισμός μιλάει μια πολύ διαφορετική γλώσσα. Ακούμε για την ιδεολογική συνύπαρξη ανάμεσα στο μαρξισμο και την αστικη ιδεολογία. Στις Καθολικές χώρες έχουμε το λε­γόμενο χριστιανομαρξιστικό διάλογο. Αυτή η «ιδεολογική συνύπαρξη» σημα­δεύει το τέλος κάθε εκπαίδευσης μαρ­ξιστών στο επαναστατικό κόμμα. Μαρξισμός σημαίνει μάχη μέχρι θα­νάτου ενάντια στην αστική ιδεολογία. Ο διάλογος με την εκκλησία είναι ένα είδος reductio ad absurdum (εις άτοπον απαγωγής) ενός γενικού προτσές του σταλινισμού, μια ιδεολογική αποσύνθε­ση των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Παίρνει τη μορφή όλων των ειδών μη-μαρξιστικών θεωριών αναμιγμένων και συγχωνευμένων με μια μαρ­ξιστική φρασεολογία.
Το ζήτημα του κόμματος και της τά­ξης, της θεωρίας και της πράξης δεν μπορεί να αποχωριστεί από την εγκα­τάλειψη του μαρξισμού στα βασικά ζητήματα του Είναι και της συνείδη­σης, του μυαλού και της ύλης. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ, για παράδειγμα, θα ήθελε να ξεχωρίσει από τη μια πλευρά το υποκειμενικό, το ζήτημα της ελευθε­ρίας, και από την άλλη, την αναγκαι­ότητα, τη Φύση. Και υπάρχει σήμερα ένα σημαντικό ρεύμα μέσα στα περισ­σότερα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δυτικης Ευρώπης που νομίζει ότι αυτό συμβιβάζεται με το μαρξισμό. Δεν υ­πάρχει τέτιος συμβιβασμός. Ο επανα­στάτης μαρξιστής ξέρει ότι ο ιστορικός του ρόλος, η ελευθερία του, συνίστα­ται, όπως είπε ο Χέγκελ, στη συνεί­δηση της αναγκαιότητας αυτού που κάνει. Η μοναδική ελευθερία είναι να έχεις συνείδηση της αναγκαιότητας του τί πρέπει να γίνει και στη συνέχεια να το κάνεις. Δεν μπορείς να αποχωρίσεις τον άνθρωπο από τη Φύση, όπως προσπαθεί να κάνει ο Σαρτρ. Δεν μπο­ρείς να αποχωρήσεις τη Φύση από την ιστορία με τον τρόπο που ολόκληρη η σχολή που ακολουθεί τα πρώτα έργα του Λούκατς το κάνει. Όπως λέει ο Έγκελς, το να έχεις ένα νόμο για τη Φύση και έναν άλλο νόμο για τον άνθρω­πο είναι a priori ένα ψέμα. Ένας τέτιος αποχωρισμός κάνει αδύνατη μια πραγματική πράξη της γνώσης, την έ­νωση της πράξης και της γνώσης.
Προχωρούμε πάντα από το γεγονος ότι το Είναι καθορίζει τη συνείδηση, ότι η ύλη είναι το πρωταρχικό και η σκέ­ψη το δευτερεύον ή παράγωγο. Οι άνθρωποι αφαιρούν γνώση στην ιστο­ρική τους πράξη, την αφαιρούν από τη Φύση και την ανθρώπινη ιστορία που είναι η υψηλότερη εξέλιξη αυτής της Φύσης. Οι μαρξιστές κατανοούν τη φύση του άνθρωπου μ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τροπο. Πρέπει να ορί­σουμε τον άνθρωπο ή μάλλον τους ανθρώπους ιστορικά, διαλεχτικά, στη συγκεκριμένη τους εξέλιξη. Νομίζω είταν ο Πλάτωνας που εξετάζοντας μια ταξινόμηση όλων των γνωστών βιολο­γικών ειδών εκείνη την εποχή από τα εξωτερικά παρατηρήσιμα χαραχτηριστικά τους έφτασε στον ορισμό του ανθρώπου: «’νθρωπος είναι το μο­ναδικό δίποδο ζώο χωρίς φτερά». Εί­ναι ένας λογικά σωστός από άποψη ταξινόμησης ορισμός. Ίσως ξέρετε ότι ο Διογένης μπήκε σ’ ένα άγροχτημα, αγόρασε έναν κόκκορα, τον μάδησε, τον πήγε στην Ακαδημία και ανάγγει­λε: «Να ο άνθρωπος του Πλάτωνα». Αυτό είταν μια πολύ καλη επίδειξη των ορίων ενός καθαρά τυπικού, περιγρα­φικού ορισμού, μια έκκληση στη διαλεχτική. Στο επίπεδο της γνώσης ε­κείνης της εποχής δεν είταν δυνατό να προχωρήσεις πέρα από αυτή την κρι­τική του τυπικού ορισμού. Δεν μπο­ρούσε να υπάρξει καμιά γνώση της ε­ξέλιξης του άνθρωπου από το υπόλοι­πο ζωικό βασίλειο.
Ο Μαρξ προχωρεί με τον ακόλου­θο τροπο. Ο άνθρωπος είναι μέρος της Φύσης. Σ’ ένα οριμένο σημείο της ιστορίας της Φύσης, ένα είδος, ο προκάτοχος του homo sapiens βρέθηκε να ζει μ’ ένα πολύ διαφορετικό τρόπο από τα άλλα βιολογικά είδη. Αυτό δεν έγινε επειδή έκαναν μια συ­νάντηση και αποφάσισαν ν’ αλλάξουν την παλιά κατάσταση πραγμάτων –δεν υπήρχε πρώτα η συνείδηση και μετά το πράγμα που λεγοταν άνθρω­πος. Το είδος αυτό σπρώχτηκε από την αναγκαιότητα και όχι από τη συ­νειδητή απόφαση, ν’ αρχίσει να πα­ράγει κοινωνικά κι οχι απλώς ν’ αντι­δρά βιολογικά. Αυτό γράφεται πρώτα στη «Γερμανικη Ιδεολογία» των Μαρξ και Έγκελς το 1845, 14 χρονια πριν εμφανιστεί «Η Καταγωγη των Ειδών» του Δαρβίνου, το 1859. Ο Μαρξ λέει ότι μπορείς να ορίσεις τον άνθρωπο μ’ όποιον τρόπο θέλεις – από τη συ­νείδηση κλπ.· μπορείς να τον διαφορο­ποιήσεις από τα ζώα με κάθε είδους χαραχτηριστικά· αλλά ο Μαρξ βάζει το πρόβλημα του τί διακρίνει τον άν­θρωπο μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο. Λέει ότι πρέπει να ρωτήσεις όχι τί ξε­χωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα, αλλά: πώς οι άνθρωποι διαφοροποί­ησαν τους εαυτούς τους από το ζω­ικό βασίλειο.
Αυτός είναι ένας συγκεκριμένος ι­στορικός ορισμός του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, για την κοινωνική παρα­γωγή ο τρόπος ζωής που είναι χαρα­χτηριστικά ανθρώπινος, είναι αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «μια αναγκαι­ότητα που επιβληθηκε από τη Φύση». Μπορεί σ’ αυτή τη βάση να υπάρξει οποιοσδήποτε συμβιβασμός με τον ι­δεαλισμό; Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο κάποιο σημείο συνάντησης μεσοδρομίς ανάμεσα σ’ αυτή τη θεωρία και στην ιδέα ότι η συνείδηση καθορίζει το Εί­ναι; Είταν «μια αναγκαιότητα που επι­βλήθηκε από τη Φύση» ή είταν μια συ­νάντηση που αποφάσισε αυτά τα πράγματα;
Έτσι εδώ έχουμε ένα νέο επίπεδο της εξέλιξης της ύλης. Οι νόμοι του δεν μπορούν να εξαχθούν από τους νόμους της χημείας ή της φυσικής ή της βιολογίας. Το επίπεδο αυτό έχει τους δικούς του νόμους: τους νόμους της κίνησης συγκεκριμένων τρόπων παραγωγής, τους νόμους της ανθρώ­πινης πράξης και σκέψης. Τώρα, πώς αυτή η σχέση ανάμεσα στους ανθρώ­πους και την υπόλοιπη Φύση ανα­πτύσσεται και προχωρεί; Ερχόμαστε πάλι ξανά στη σχέση ανάμεσα στη θε­ωρία και την πράξη σ’ ένα διαφορετικό ε­πίπεδο. Ο Μαρξ το βάζει μ’ αυτόν τον τροπο. Οι άνθρωποι για να επι­βιώσουν είναι αναγκασμένοι να αλλά­ξουν και να ελέγξουν τη Φύση. Για να κάνουν τη Φύση να δόσει τα πράγμα­τα αυτά που οι άνθρωποι χρειά­ζονται. Ο Μαρξ λέει: αλλάζοντας τη Φύση, οι άνθρωποι αλλάζουν τον ε­αυτό τους.
Αυτό είναι η βασική κατάχτηση που ο Μαρξ έκανε στη φιλοσοφία. Σ’ αυτό το σημείο προχωρεί πέρα από τον προμαρξιστικό υλισμό. Δεν αρκείται να πει ότι ο άνθρωπος καθορίζεται από τη Φύση, από την ύλη. Μάλλον ο άνθρωπος αναγκάζεται ν’ αλλάξει τη Φύση και στην πορεία αυτής της αλλαγης αλλάζει τον εαυτό του. Επομένως πρέπει να πούμε: οι άνθρωποι στην πορεία της παραγωγής αλλάζουν την ίδια τους τη φύση. Τώρα μπορούμε να πλησιάσουμε το ζήτημα σ’ αυτή τη βάση, τί είναι ανθρώπινη φύση; Πώς αντιμετωπίζουμε όλα τα επι­χειρήματα ότι δεν μπορείς να έχεις σοσιαλισμο εξαιτίας της «ανθρώπινης φύσης»; Αλλά μπορούμε τώρα να δούμε ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι κάτι αμετάβλητο. Η ανθρώπινη φύση είναι αυτό ακριβώς που αλλά­ζει όταν οι ανθρωποι αναγκάζονται ν’ αλλάξουν τη Φύση. Ο Μαρξ εγκα­θίδρυσε τους νόμους της κίνησης της κοινωνικής παραγωγής. Στις ταξικές κοινωνίες η πάλη των τάξεων είναι η μορφή που παίρνουν οι νόμοι αυτοί της κίνησης.
Στο προτσές εργασίας που είναι χα­ραχτηριστικά ανθρώπινο, οι άνθρω­ποι αλλάζουν τη Φύση και στην πο­ρεία της αλλαγής αλλάζουν τον εαυτό τους. Στην ταξική πάλη η εργατι­κή τάξη σπρώχνεται σε μια πάλη ε­νάντια στον ταξικό εχθρό για να ανα­τρέψει την κυριαρχία της μπουρζουαζίας στην κοινωνία, για ν’ αλλάξει την κοινωνία. Αλλά στην πορεία αυτής της δραστηριότητας η εργατική τάξη αλλάζει τον εαυτό της. Παύει να είναι απλώς το αντικείμενο της καπιτα-λιστικής εκμετάλλευσης και γί­νεται το συνειδητό υποκείμενο του ιστορικού προτσές. Αυτό είναι βασικό στις σημερινές διαφωνίες μέσα στα σταλινικά κόμματα ακόμα κι αν φαί­νεται να είναι πολύ αφηρημένο.
Το προβλημα για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές είταν αυτό. Ο σοσιαλι­σμός είταν μια πολύ καλή και λογικά συνεπής ιδέα. Ταυτόχρονα, οι ουτο­πικοί αυτοί σοσιαλιστές είταν υλιστές, αλλά του τύπου του «μηχανικού υλισμού». Ελεγαν ότι οι άνθρωποι καθο­ρίζονται και γίνονται αυτό που είναι από τις υλικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν. Έχαναν το σημείο ότι οι άνθρωποι επίσης έφτιαξαν αυτές τις υλικές συνθήκες. Έτσι αντιμετώπιζαν μια τρομερή αντίφαση.
Η καπιταλιστική κοινωνία κάνει τους ανθρώπους ατομικιστές, αντα­γωνιστικούς, που δεν θέλουν να δου­λέψουν σαν κοινότητα κάτω από το σοσιαλισμό αλλά μονάχα να ανταγω­νίζονται ο ένας τον άλλον. Ποιοί επο­μένως θα είναι οι πράχτορες αυτής της μεταμόρφωσης της κοινωνίας; Ο Μαρξ έλυσε αυτή την αντίφαση με την κατανόηση του ότι οι άνθρωποι α­ναγκασμένοι ν’ αλλάξουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, αλλάζουν τον εαυτό τους. Επομένως απ’ αυτή τη σκοπιά η επανάσταση είναι μια α­ναγκαιότητα: η συμμετοχή της εργα­τικής τάξης σε μια επανάσταση είναι μια αναγκαιότητα για το σοσιαλισμό. Οι σταλινικοί και οι ρεφορμιστές νομί­ζουν ότι είναι πολύ καλό αν μπορέ­σουν να αποφύγουν την επανάσταση και να πείσουν τη μπουρζουαζία να «φύγει ήσυχα», για να το πούμε έτσι. Όμως αυτή η επανάσταση είναι μια αναγκαιότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο η εργατική τάξη δημιουργεί τους όρους για το σοσιαλισμό, τους ανθρώπινους όρους για το σοσιαλισμό. Η πράξη ενός κόμματος είναι μια συνειδητή πράξη για να προκαλέσει αλλαγές στην τάξη. Πώς ένα κόμμα αλλάζει και αναπτύσσεται; Το κόμμα, παλεύ­οντας να αλλάξει την τάξη, αλλάζει το ίδιο.
Έτσι, ξαναγυρίζουμε στο ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας σαν οδηγού στην πράξη σ’ ένα κόμμα, αλλά αυτή τη φορά από το δρόμο μιας τυπικής περιγραφής του διαλεχτικού υλισμού. Μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ αυτό, ότι το να ’ναι ο Μαρξισμος ένας οδηγός στην πράξη σημαίνει μια στέ­ρεα θεμελίωση σ’ ολόκληρη την υλι­στική αντίληψη. Πάλι, αν δεν είναι αυτή η θεωρία που οδηγεί την πράξη, τότε είναι κάποια άλλη θεωρία. Κάθε πολιτική δράση έχει να κάνει με κά­ποια συνείδηση, κάποια θεωρία. Ακό­μα και μια άρνηση να σκεφτεί κανείς, μια τυφλή πράξη, είναι ουσιαστικά μια αποδοχή αστικών μέτρων της κα­θημερινής ζωής. Τα προβλήματα ε­νός κόμματος, επομένως, δεν είναι τα προβλήματα ατομικών αδυναμιών, ή μεμονωμένων ανθρώπων. Είναι προ­βλήματα ξεπεράσματος των συγκε­κριμένων μορφών της αστικής ιδεο­λογίας μέσα στο κόμμα. Τα καθημε­ρινά, ακόμα και τα πιο μικρά, προβλήματα ενός κόμματος πρέπει να κατανοηθούν μ’ αυτό τον τρόπο, αν είναι να ξεπεραστούν. Μια περίφημη φράση του Μαρξ είναι ότι κρίνουμε τους ανθρώπους και τις ιστορικές πε­ριόδους, όχι απ’ αυτό που λένε, αλλά απ’ αυτό που κάνουν. Είναι δυνατό να το καταλάβουμε αυτό πολύ καλά, μ’ ένα χοντροκομμένο και απλό τρόπο φυσικά –με την έννοια ότι οι άνθρω­ποι δεν κάνουν πάντα ό,τι κηρύσσουν, ή κάτι τέτιο. Όταν ο Μαρξ το λέει αυτό, δεν εννοεί «η θεωρία δεν με­τράει, μονο οι πράξεις μετράνε». Σημαίνει το εξης: Στο βαθμό που οι πρά­ξεις των ανθρώπων δεν βασίζονται συνειδητά στην επαναστατική επι­στημονική θεωρία, τότε οι άνθρωποι είναι αναπόφευχτα θύματα των ψευ­δαισθήσεων και των ιδεολογικών δια­στρεβλώσεων της περιόδου στην ο­ποία ζουν.
Ένα σύντομο συμπέρασμα. Αν οι πράξεις σας δεν καθοδηγούνται από τη μαρξιστική θεωρία, τότε καθοδη­γούνται από κάποια άλλη. Έτσι, κάθε μέρα που χαλαρώνετε την πάλη για διαλεχτικό υλισμό, κάθε μέρα που χα­λαρώνετε την πάλη να κάνετε την πράξη σας να ανταποκρίνεται στις α­νάγκες του αγώνα, ξέροντας ότι οι α­νάγκες αυτού του αγώνα αλλάζουν, αναπτύσσονται, περνώντας από πολ­λές καμπές, και πρέπει να συσχετί­ζονται κάθε μέρα με όλες τις εξελίξεις, τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις κλπ., κάθε μέρα που χαλαρώνει η πάλη για τη διαλεχτική κυριαρχία αυτού του συσχετισμού, κάθε καθυστέρηση ή δισταγμός, κάθε παράλειψη να αφιερώσετε τη μέγιστη προ­σοχή και εφόδια και προσπάθειες, εί­ναι μια μέρα που ανοίγετε την πόρτα σε άλλους τρόπους κατανόησης αυ­τών των εξελίξεων. Κι ανοίγετε την πορτα στην αστική συνείδηση. Δεν υπάρχει τρίτη ιδεολογία. Ο Λένιν, γράφοντας για το αυθόρμητο, τονίζει ένα πολύ σημαντικό σημείο. Λέει, είναι α­λήθεια ότι η θέση της εργατικής τάξης στη μοντέρνα καπιταλιστική παραγω­γή την φέρνει αυθόρμητα σε μια πάλη που έχει μια σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αλλά, λέει, το ίδιο αυθόρμητα κι ακο­μα με μεγαλύτερη δύναμη, η αστική ιδεολογία αντιδρά στις εμπειρίες της, δυναμώνει την άμυνά της, και πρέπει νά ’ναι κανείς στην πάλη καθημερινά για να αποκρούσει αυτές τις προσπά­θειες της μπουρζουαζίας να διαφθείρει την εργατική τάξη και το κόμμα.
Έτσι, για παράδειγμα, μιλάμε για την ασφάλεια στο κόμμα, τη φυσική ασφάλεια, την επαγρύπνηση ενάντια στον εχθρό. Χωρίς αυτό, ξέρουμε ότι ένα σοβαρό κόμμα δεν μπορεί να επι­βιώσει. Αλλά αν εγκαταλείψουμε την επιφυλακή μας στο ιδεολογικό μέτωπο, το θεωρητικό μέτωπο, αν δεν επι­μένουμε ανελέητα στην εκπαίδευση στελεχών σ’ αυτές τις θεωρητικές γραμμές, τότε εγκαταλείπουμε την ε­πιφυλακή μας ακόμα πιο μοιραία απ’ ό,τι στα ζητήματα φυσικής ασφάλει­ας. Χωρίς αυτή την εκπαίδευση δεν θα υπάρχει κόμμα να υπερασπιστούμε. Μπορεί να γίνεται κουβέντα ιδεολογι­κού συμβιβασμού σ’ αυτή την πάλη; Δεν μιλάμε για ταχτική, όπου στην πο­λιτική του κόμματος ο συμβιβασμός είναι πολύ συχνά αναγκαίος. Η βάση του και τα όριά του πρέπει να καθορίζονται πολύ προσεχτικά. Η ανεξαρ­τησία του κόμματος πρέπει να διαφυ­λάσσεται και να εγκαθιδρύεται ακόμα πιο πολύ μέσα από τέτιους συμβιβα­σμούς και τα όριά τους. Αλλά, όπως τόνιζε ο Λένιν: σ’ αυτό που αποτελεί τη βάση του κόμματός μας, την επα­ναστατικη του θεωρία, σ’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κανένας συμβιβα­σμός και δεν πρέπει να εγκαταλεί­ψουμε την επιφυλακή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου