Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
FREE photo hosting by Fih.gr[Ο Γιάννης Ξυπόλητος, εργάτης οικοδόμος, επαναστάτης αγωνιστής από τα νεανικά του χρόνια, και από τα σημαντικότερα προλεταριακά στελέχη του τεταρτοδιεθνιστικού κινήματος στον Πειραιά, εκτελέστηκε στο Κούρνοβο τον Ιούνη του 1943 μαζί με άλλα τροτσκιστικά στελέχη: τον Παντελή Πουλιόπουλο, τον Νώντα Γιαννακό, τον Γιάννη Μακρή. Από τα λίγα γραφτά του Γιάννη Ξυπόλητου που περισώθηκαν, δημοσιεύουμε την παρακάτω εξαίρετη πολεμική του ενάντια σε ιδέες και μέθοδες ξένες στο προλεταριακό επαναστατικό κίνημα, γραμμένη στην Ακροναυπλία για την Επέτειο της δολοφονίας του Τρότσκι στο Μεξικό και δημοσιευμένη τότε σε ειδικό χειρόγραφο «Δελτίο» του πυρήνα Ακροναυπλίας της ΕΟΚΔΕ –τον Αύγουστο του 1941]
Γιάννης Ξυπόλητος

Ο Τρότσκι πεθαίνοντας δεν μας άφησε μια πολύτιμη υποθήκη μονάχα στον θεωρητικό και πολιτικό τομέα, αλλά εξίσου πολύτιμη και στον οργανωτικό, και συγκεκριμένα στο ζήτημα του Κόμματος.
Ο θάνατός του βρήκε τους Έλληνες οπαδούς του σε μια από τις σοβαρότερες τους προσπάθειες: της συνένωσης των δυνάμεων τους σ’ ενιαίο τμήμα της 4ης Διεθνούς και συγκρότησης του Κόμματος του ελληνικού προλεταριάτου. Επίσης η πρώτη επέτειος του θανάτου του τούς βρίσκει ακόμη με το πρόβλημα αυτό επί τάπητος και στη συνέχιση αυτής της προσπάθειας. Φυσικά εδώ πρόκειται για κείνους που πήραν στα σοβαρά το σπουδαιότατο αυτό ζήτημα, που νιώθουν πως από την τέτοια ή τέτοια του λύση θα εξαρτηθεί η πιο πέρα πορεία του κι αυτή ακόμα η ύπαρξή του κι άρα αυτή η κατάσταση του κινήματος μας στη χώρα γι’ αρκετό διάστημα. Για όλους εκείνους δηλαδή που δεν τους λείπει το απαραίτητο αίσθημα ευθύνης στις πράξεις τους, τουλάχιστο όταν αυτές αφορούν κεφαλαιώδη ζητήματα του κινήματος. Αυτούς μόνο βρίσκει η πρώτη επέτειος του θανάτου του στη συνέχιση της προσπάθειας τους για την ενοποίηση των τεταρτοδιεθνιστικών δυνάμεων της χώρας και τη δημιουργία του Κόμματος της 4ης Διεθνούς και τους βρίσκει μ’ ακλόνητη την πεποίθηση πως θα την φέρουν σ’ ευνοϊκό τέρμα παρ’ όλες τις αντικειμενικές δυσχέρειες και προπαντός παρ’ όλες τις αντιδράσεις και τα αχαραχτήριστης μορφής εμπόδια που συναντούν, γιατί το μόνο δυνατό αποτέλεσμα που μπορούν νά ’χουν τέτοιας μορφής εμπόδιο είναι ο ανεξίτηλος στιγματισμός εκείνων που τα προβάλλουν.
Σ’ αυτή λοιπόν τη συνεχιζόμενη προσπάθειά μας για τη δημιουργία του Κόμματος, που μας βρίσκει η πρώτη επέτειος της δολοφονίας του αρχηγού του ρεύματος μας, αποχτά ιδιαίτερη σημασία και επικαιρότητα, μαζί με όλο το άλλο έργο του Λέοντα Τρότσκι που μας φέρνει στο νου η επέτειος αυτή, να αναμνηστούμε και κείνο που αφορά τα ζητήματα της οργάνωσης και λειτουργίας του κόμματος και να βγάλουμε κι απ’ αυτό το μέρος της ανεχτίμητης υποθήκης που μας άφησε πολύτιμα διδάγματα για τη δράση μας κατανοώντας το πραγματικό νόημα των ιδεών του και της πράξης του.
* * *
Μια σωστή θεωρία, ένας σωστός ιδεολογικός εξοπλισμός και μια ορθή πολιτική που θ’ απορρέει από την ορθή κατανόηση της πρώτης είναι η πρωταρχική και κύρια προϋπόθεση για το Κόμμα. Είναι η ψυχή και ο εγκέφαλος του. Αν αυτό φαίνεται σαν κάτι αυτονόητο, η ιδέα ενός κόμματος που δεν θα ’χε, έστω και για λίγο χρόνο, μια πολιτική ή που θα ’χε τόσες πολιτικές όσα και τα μέλη, θα φαινότανε σαν καθαρός παραλογισμός σε καθένα που δεν θα μπορούσε ν’ αντιληφθεί τι σκεπάζει αυτή η ιδέα.
Δεν τελειώνει όμως εδώ το πρόβλημα του Κόμματος αλλά δημιουργεί άλλα με τα όποια βρίσκεται σε αδιάσπαστη αλληλουχία. Η σωστή πολιτική, για να ’ρθει στην πράξη μ’ επιτυχία, απαιτεί σωστή μορφή οργάνωσης, σωστό τρόπο εσωτερικής του λειτουργίας, σχέσεων των διαφόρων οργάνων του μεταξύ τους και των μελών του προς αυτά, σωστό και ακριβή κατά το δυνατό καθορισμό των δικαιωμάτων και καθηκόντων τους και υγιείς προλεταριακές μέθοδες σ’ αυτές τους τις σχέσεις. Μ’ άλλα λόγια και πιο συγκεκριμένα, ένα κόμμα που θα βασίζεται στο σύστημα των πυρήνων η οργάνωσή του και στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό η λειτουργία του όπως μας τά ’δοσε και τα δυο η μπολσεβίκικη πείρα.
Αν όμως το πρώτο ζήτημα είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, χειροπιαστό θα μπορούσε να πει κανείς, τουλάχιστο στην τυπική του μορφή, στα εξωτερικά του γνωρίσματα, ώστε να μην μπορεί να του δόσει κανείς ποικίλες ερμηνείες και να το δέχεται ενώ ταυτόχρονα τ’ αρνιέται, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το δεύτερο, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Και ο σταλινισμός και ο αρχειομαρξισμός στ’ όνομα κάποιου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» καταπνίγουν κάθε εκδήλωση αντίθεσης στο αλάθητο της γραφειοκρατίας τους. Εδώ όμως δεν πρόκειται γι’ αυτούς αλλά για τις ιδέες του Τρότσκι σ’ αυτό το τελευταίο ζήτημα, του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού δηλαδή, και πώς οι πραγματικοί και οι λεγόμενοι οπαδοί του τις αντιλαμβάνονται και τις εφαρμόζουνε στην πράξη.
Να μερικά δείγματα «τροτσκιστικής» αντίληψης του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Χαραχτηρίζεται από το σ. Στ. «πολύ ασυνείδητη παραποίηση και πλαστογράφηση του Τρότσκι» («Δελτίο» ντεφετιστών Νο 2, Γενάρης 1941) η ακόλουθη αντίληψη : «Είναι ασυμβίβαστη με το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό η αντίληψη ότι η ανταλλαγή των γνωμών μέσα στο Κόμμα και ο αβίαστος σχηματισμός των ιδεολογικών τάσεων μπορεί να εκτραπεί στη δημιουργία οργανωμένων οπωσδήποτε φραξιών είτε στις προσυνεδριακές συζητήσεις είτε πριν απ’ αυτές. Αν αναγνωρίζαμε σαν ομαλό και κανονικό ένα τέτοιο καθεστώς, θα αφαιρούσαμε από το Κόμμα το πιο ζωτικό του όπλο, την κομμουνιστική πειθαρχία και ενότητα και θα το μετατρέπαμε σε μια σοσιαλδημοκρατική ομοσπονδία φραξιών. Ούτε η κριτική του Τρότσκι κατά του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού ούτε οι οργανωτικές θέσεις της 4ης Διεθνούς δικαιολογούν οπωσδήποτε παρόμοιες παραχωρήσεις στην ιδέα της φράξιας» (Απόφαση πυρήνα Ακροναυπλίας ΕΟΚΔΕ, Νοέμβρης 1940). Ο χαρακτηρισμός που κάνει σ’ αυτή τη θέση του πυρήνα Ακροναυπλίας, της ΕΟΚΔΕ φανερώνει και τις δικές του αντιλήψεις μολονότι ο ίδιος γραφτά απόφυγε να τις διατυπώσει καθαρά. Τις εξέθεσε όμως προφορικά στο Μαρξιστικό Κύκλο υποστηρίζοντας ότι : «Η αντίληψη που είχαμε μέχρι τώρα για το ζήτημα αυτό ήταν εσφαλμένη. Ο Τρότσκι μας λέει τώρα ότι η απαγόρευση των οργανωμένων φραξιών στο μπολσεβίκικο κόμμα ήταν ένα προσωρινό μέτρο, πράγμα που αποδείχνει πως πριν ήτανε ελεύθερη η ύπαρξής τους...». Παρόμοιες αντιλήψεις υποστήριξε και σχετικά με το ζήτημα πώς και πότε συζητά το Κόμμα. Και στον Μαρξιστικό Κύκλο προφορικά, όπως κάνει γραφτά στο «Δελτίο» του ντεφετιστικού «κόμματος» προσπάθησε ν’ αποδείξει τον Τρότσκι θιασώτη ενός καθεστώτος που δεν είναι άλλο στην ουσία του παρά ομοσπονδία των φραξιών. Αλλά να κι ένα άλλο δείγμα της ίδιας ιδέας από γράμμα του σ. Γ. Κρ. στον σ. Δ. Β.: «Τέτοια ελευθερία σκέψης τους διέπνεε (Σημείωση δική μας: πρόκειται για τους μπολσεβίκους) που σήμερα μας παραξενεύει η έκδοση χωριστών οργάνων στο εσωτερικό του ίδιου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Όταν έπαυσε αυτή η πνευματική ελευθερία, έπαυσαν κι αυτοί να υπάρχουν για την επανάσταση. Αν αυτές οι οργανωτικές αντιλήψεις δεν είναι ουτοπία μα εφαρμόσιμες και απαραίτητη η εφαρμογή τους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να βρίσκουμε τρόπο για την απρόσκοπτη εφαρμογή τους». Κι αυτός φυσικά εν ονόματι του τροτσκισμού διακηρύσσει τις ιδέες αυτές. Και ένα τρίτο δείγμα «τροτσκιστικής» αντίληψης του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού : Τα διοικητικά όργανα του Κόμματος είναι υποχρεωμένα για κάθε ζήτημα και σε κάθε στιγμή να στέλνουν μαζί με τις αποφάσεις και τις ιδιαίτερες γνώμες που θα διατυπωθούν αν αυτοί που τις διατυπώνουν το ζητήσουν. Δηλαδή όχι αποφάσεις στην ουσία, αλλά πραχτικά των συνεδριάσεων τους οφείλουν να διαβιβάζουν αυτά τα όργανα. (Αντίληψη που διατυπώθηκε από τον σ. Δ. Β. στον πυρήνα Ακροναυπλίας, ΕΟΚΔΕ και εν ονόματι της οποίας καθόρισε και σειρά ενεργειών του).
Έχει κανείς την αντίληψη πώς διαβάζει ή ακούει αντιτροτσκιστική πολεμική κάποιου σταλινικού ή αρχειομαρξιστή που γι’ αγνώστους λόγους τη γαρνίρει με κολακευτικά λόγια για τον Τρότσκι, και μ’ όρκους πίστεως σ’ αυτόν. Και πραγματικά μέχρι τότε μόνο απ’ τους δεδηλωμένους εχθρούς του ρεύματος μας, από τους εκ συστήματος συκοφάντες του Τρότσκι, από τον αρχειομαρξισμό και προπάντων από κείνον που όπλισε το δολοφόνο χέρι του Τζόνσον, το σταλινισμό, είχαμε ακούσει ν’ αποδίδονται τέτοιες αντιλήψεις στο Λέοντα Τρότσκι.
Το να αποδίδεις σ’ έναν αντίπαλό σου ιδέες που δεν έχει, να τον συκοφαντείς με σκοπό να τον εξουθενώσεις πολιτικά, είναι φυσικά πράξη αισχρή κι απαράδεκτη στις γραμμές ενός πραγματικά προλεταριακού κόμματος. Αλλά το να συμπεριφέρεσαι ουσιαστικά κατά τον ίδιο τρόπο απέναντι ενός που παρουσιάζεσαι σαν φίλος του, σαν ο γνησιότερος οπαδός του και διακηρύσσοντας την «απολυτότατη» πίστη στις ιδέες του, αυτό είναι κάτι που πρέπει νά ’χεις πάρα πολύ εξοικειωθεί με μερικές μέθοδες «ιδεολογικής» πάλης για να τ’ αποτολμήσεις και νά ’χεις ευδόκιμα φοιτήσει σε μερικές «πολιτικές» σχολές τύπου Χαϊτά
Νομίζουμε πως αποτελεί καθήκον απέναντι στη μνήμη του δολοφονημένου αρχηγού του Παγκόσμιου Κόμματός μας να καταδειχτεί ακόμη μια φορά, με την ευκαιρία της 1ης επετείου του θανάτου του, πόσο αντίθετες είναι οι ιδέες αυτές με τις δικές του, πόσο βαθιά αντιτροτσκιστικές είναι και πόσο καθαρή άρνηση της έννοιας του Κόμματος αποτελούν.
Ποιά είναι η ουσία αυτών των αντιλήψεων; Φαίνεται καθαρά απ’ αυτά που παραθέσαμε: Ένα κόμμα με οργανωμένες φράξιες, σε συνεχή συζήτηση και πάλη μεταξύ τους στο εσωτερικό του κόμματος και δημόσια, σαν μόνιμο κανονικό καθεστώς, κι ακόμη –τι το παράξενο;– με ιδιαίτερα δημοσιογραφικά όργανα αυτών των φραξιών. Ένα κόμμα του οποίου τα διάφορα διοικητικά όργανα δεν θα στέλνουν οδηγίες κι αποφάσεις τους για δράση στους σχηματισμούς του αλλά τα πραχτικά των συνεδριάσεών τους για συζήτηση. Δηλαδή ένα κόμμα που, ενώ θα ονομάζεται έτσι, ό,τιδήποτε άλλο μπορεί να ’ναι, αλλά όχι κόμμα.
Τα αποτελέσματα που θα ’χε για ένα κόμμα η τυχόν επικράτηση τέτοιων ιδεών θά ’ταν πρώτα - πρώτα η παράλυση κάθε δυνατότητας δράσης, δηλαδή δράσης επαναστατικής, οργάνωσης και κινητοποίησης των μαζών, κατεύθυνσης των αγώνων τους, γιατί θα το μετέτρεπε σε λέσχη αδιακόπως συζητούντων, γιατί θα του ’λειπε ουσιαστικά η ενιαία πολιτική και κάθε πειθαρχημένη προσπάθεια των μελών του σ’ αυτή.
Ποια δράση θα μπορούσε να κάνει ένα κόμμα που από το Πολιτικό Γραφείο ως το κατώτερο διοικητικό όργανο είναι υποχρεωμένο να στέλνει στους σχηματισμούς του όχι αποφάσεις και οδηγίες ενιαίες, αλλά τόσες γνώμες για κάθε ζήτημα και κάθε στιγμή, όσες είναι οι φράξιες και οι μεμονωμένοι διαφωνούντες μέσα σ’ αυτό, εφόσον αυτές κι αυτοί θα το ζητήσουν, κι οι σχηματισμοί είναι υποχρεωμένοι να συζητήσουν για όλες αυτές; Ποια δράση μπορεί να κάνει όταν, όχι στα κανονικά όρια και στις έκτακτες σοβαρές περιπτώσεις, αλλά οποιαδήποτε στιγμή και για οποιοδήποτε ζήτημα κρίνει αναγκαίο όχι το κόμμα αλλά μια του φράξια, μια μικρή ομάδα μελών του, να θέσει υπό συζήτηση, το κόμμα είναι υποχρεωμένο ν’ ανοίξει γενική εσωτερική και δημόσια συζήτηση; Πώς μπορεί να υπάρχει ενιαία εμφάνισή του στις μάζες και ενιαία πολιτική γραμμή στην οποία πρέπει να τις καταχτήσει, όταν πλάι στην επίσημη πολιτική φέρνει σ’ αυτές τις μάζες ταυτόχρονα και συνεχώς όλες τις άλλες των φραξιών του είτε με τις ιδιαίτερες εφημερίδες τους που θα θεωρούνται και θά ’ναι ένα κομμάτι του, είτε με τις ιδιαίτερες γνώμες τους που οι εκπρόσωποί τους θα δημοσιεύουν στο επίσημό του όργανο οποτεδήποτε θέλουν; Τέλος, οσεσδήποτε κοινές αποφάσεις κι αν παίρνονται, οσοδήποτε πανηγυρικές κι αν είναι οι διακηρύξεις πειθαρχίας στη δράση γι’ αυτές, ποια πραγματική πειθαρχία μπορεί να στερεωθεί μέσα στο κόμμα, όταν αυτό έχει αναγνωρίσει την με οποιαδήποτε οργανωμένη μορφή ύπαρξη και λειτουργία φραξιών στο εσωτερικό του σαν νόμιμη και φυσιολογική κατάσταση του; Αυτό το ίδιο το γεγονός της συσσωμάτωσης των μελών του ή ενός ποσοστού αυτών οι ιδιαίτερες οργανωμένες ομάδες με ιδιαίτερες στενότερες σχέσεις, συζητήσεις κλπ. μεταξύ τους, κι αν ακόμη είναι πολύ χαλαρή η μορφή της οργάνωσής τους στην αρχή, δημιουργεί απ’ αυτή του τη φύση αναπότρεπτα ένα αίσθημα ιδιαίτερης πειθαρχίας, στενότερο, προς τη φράξια, το όποιο θα κάνει όλο και στενότερες τις σχέσεις των μελών της, θα συσφίγγει ακόμη περισσότερο τους αρχικά –ας υποθέσομε– χαλαρούς οργανωτικούς τους δεσμούς, οι οποίοι πάλι με τη σειρά τους θα το δυναμώνουν ακόμη πιο πολύ σε βάρος της γενικότερης κομματικής πειθαρχίας κι εν γένει του κομματικού αισθήματος, έτσι που και τα δυο αυτά τα τελευταία να καταντήσουν σε λίγο πια απλή σκιά.
Προβάλλεται όμως το επιχείρημα ότι οι διάφορες φράξιες που λειτουργούν μέσ’ το κόμμα έχουν εκτός από κείνο που τις χωρίζει, και μάλιστα πάνω απ’ αυτό, και κείνο που τις ενώνει: το γενικό σκοπό, το κοινό πρόγραμμα και τις γενικές αρχές του κόμματος. Το γεγονός αυτό, μαζί με το εξυψωμένο πολιτικό επίπεδο και την εξυψωμένη συνείδηση των μελών του, θα εμποδίσει να κυριαρχήσει το αίσθημα του φραξιονιστικού συμφέροντος πάνω στο αίσθημα του κομματικού συμφέροντος και να εκτραπεί ο αγώνας των φραξιών σε συνεχείς συζητήσεις, σε διαρκή πάλη, σε ιδιαίτερες εμφανίσεις με τον ένα η τον άλλο τρόπο και σε αποκρυστάλλωση ξεχωριστής πειθαρχίας, ώστε να μην είναι ανάγκη καταστατικών περιορισμών.
Κατ’ αρχήν δεν πρόκειται για καμιά παρεκτροπή. Η λογική η οποία θα αναγνώριζε σαν κάτι φυσικό και αναγκαίο την ύπαρξη οργανωμένων φραξιών, θα αναγνώριζε σαν ακόμη φυσικότερο και αναγκαιότερο την τέτοια τους δράση και τις τέτοιες σχέσεις μεταξύ τους και καθόλου σαν παρεκτροπή. Αυτό υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η αντίληψη αυτή θά ’ταν συνεπής με τον εαυτό της. Οπωσδήποτε όμως δεν μπορεί νά ’ναι κι αλλιώς. Για να επικρατήσει σ’ ένα κόμμα η ιδέα της ομοσπονδίας των φραξιών πρέπει νά ’χουν επικρατήσει ταυτόχρονα κι ιδέες συναφείς με τις αναγκαίες, αναπότρεπτες σχέσεις των φραξιών και εν γένει του αντίστοιχου χαραχτήρα του κόμματος –το ένα είναι στενά συνδεδεμένο με το άλλο. Αλλά ας παραδεχτούμε προς στιγμήν, κάνοντας έναν οποιοδήποτε αυθαίρετο συλλογισμό, πώς μπορεί ένα κόμμα να θεωρήσει λογικό το καθεστώς των οργανωμένων φραξιών δίχως νά ’χει ακόμη παραδεχτεί σαν λογικές τις συνέπειες του.
Ούτε το πολιτικό επίπεδο ούτε καμιά από τις άλλες κομματικές αρετές μπορεί νά ’ναι στον ίδιο βαθμό ανεπτυγμένες μέσα στα Κόμμα. Η στάθμη τους ποικίλλει και η έννοιά τους ακόμη δεν μπορεί νά ’ναι πλήρως κοινή εξ αιτίας της διαφορετικής κομματικής ηλικίας, της διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης των μελών του και των διαφορετικών επιδράσεων που εξακολουθούν να δέχονται και μέσ’ στο κόμμα. Αυτό που καθορίζει τις διαφορετικές πολιτικές τους ιδέες κάθε φορά, θα καθορίζει επίσης και διαφορετική αντίληψη στη σχέση φραξιονιστικού και κομματικού συμφέροντος ανάμεσα στα μέλη και ανάμεσα στις φράξιες βέβαια. Αυτό φυσικά μπορεί να συμβεί και όταν το κόμμα λειτουργεί κατά τον ιδεωδέστερο τρόπο. Να βρεθούν άτομα, τάσεις ακόμη, που βάζοντας το φραξιονιστικό τους συμφέρον πάνω από το γενικό του κόμματος –το νιώθουν αυτό ή όχι, δεν έχει σημασία– θέλουν π.χ. να θέτουν διαρκώς τις διαφορές τους σε γενική συζήτηση μέσ’ στο κόμμα. Εδώ όμως είναι αυτό το κόμμα που θα κρίνει και θα αποφασίσει τι θα γίνει. Στην περίπτωση αυτή το εξυψωμένο γενικό πολιτικό επίπεδο και η εξυψωμένη συνείδησή του θα παίξουν τον αποφασιστικό ρόλο για την ορθή λύση. Στο καθεστώς όμως της ομοσπονδίας των φραξιών και της απόλυτης «ελευθερίας» των συζητήσεων παντού και πάντοτε δεν συμβαίνει το ίδιο. Εκεί είναι υποχρεωμένο να μετατραπεί σε λέσχη συζητήσεων μ’ όλα τα επακόλουθα. Το εξυψωμένο λοιπόν πολιτικό επίπεδο του κόμματος γενικά κι όλες οι άλλες αρετές του –κι αν ακόμη μπορούσαν να υπάρχουν σ’ ένα τέτοιο κόμμα– δεν θά ’ταν αξιόλογες εγγυήσεις, ικανές ν’ αποτρέψουν τις συνέπειες που αναφέραμε πιο πάνω από ένα τέτοιο καθεστώς. Όπως είπαμε όμως προηγούμενα, το καθεστώς αυτό από την ίδια τη φύση του κάνει υπερτροφικό το φραξιονιστικό αίσθημα, ενώ το κομματικό σχεδόν το εκμηδενίζει. Η τάση λοιπόν να μπαίνει πάνω απ’ όλα το φραξιονιστικό συμφέρον, θα γίνει γενική. Έτσι δυο δρόμοι ανοίγονται σε εκείνο το κόμμα που θά ’χε παραδεχτεί τη λογικότητα του καθεστώτος αυτού δίχως νά ’χει ταυτόχρονα παραδεχτεί τη λογικότητα των συνεπειών του: ή να λύσει την αντίφαση της λογικής του εγκαταλείποντας τον παραλογισμό να θεωρεί παράλογο το αποτέλεσμα ενώ θεωρεί λογική την αιτία και ν’ αναγνωρίσει μ’ όλες του τις συνέπειες το καθεστώς αυτό ή επιμένοντας στον παραλογισμό –αν είναι δυνατό!– να γίνει τόσα κομμάτια όσες κι οι φράξιες του. Δηλαδή έτσι ή αλλιώς να διαλυθεί σαν κόμμα. Στην πρώτη περίπτωση ουσιαστικά, στη δεύτερη και τυπικά.
Έτσι και με την αυθαίρετη υπόθεση που κάναμε να δεχτούμε προς στιγμή το δυνατό της επικράτησης ενός τέτοιου καθεστώτος μέσ’ στο κόμμα δίχως νά ’χουν ταυτόχρονα επικρατήσει κι όλες οι σχετικές, οι αναπόσπαστα και στενότατα συνδεδεμένες μ’ αυτό ιδέες, βλέπουμε πως καταλήγουμε οπωσδήποτε εκεί, και θά ’ταν και στην αυθαίρετη αυτή υπόθεση απλώς ζήτημα χρόνου. Αλλά στην πραγματικότητα είναι τόσο στενά συνδεμένα, τόσο άμεση η αλληλεπίδραση τους που δεν μπορούν να χωριστούν ούτε χρονικώς.
Αν από την πλευρά που το εξετάσαμε αυτό το καθεστώς έχει τα αποτελέσματα που αναφέραμε, μήπως όμως από την άποψη της κίνησης των ιδεών μέσα στο κόμμα είναι γονιμότερο, μήπως είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη του ιδεολογικού και πολιτικού του εξοπλισμού και γίνεται έτσι αναγκαίο, παρ’ όλες τις άλλες του συνέπειες στον τομέα που εξετάσαμε; Εν πρώτοις και μόνο αυτές οι συνέπειες θα αρκούσαν να καταδείξουν ότι δεν μπορεί νά ’χει κανένα ευνοϊκό αποτέλεσμα και στον ιδεολογικό τομέα. Αντίθετα θά ’χε και σ’ αυτόν τα ίδια και ακόμη πιο ολέθρια από τον πρώτο.
Η συζήτηση, και συνεπώς η ελευθερία γι’ αυτήν, είναι απαραίτητη για τη λύση των προβλημάτων. Αλλά αν αρκούσε αυτή μόνο, τότε οι αργόσχολοι των καφενείων κι οι διάφορες λέσχες δεν θά ’χανε αφήσει πρόβλημα που να μην του δόσουν και τη σωστή του λύση. Η συζήτηση είναι γόνιμη όταν συνδυάζεται με την καθημερινή δράση, όταν γίνεται για να λύσει τα προβλήματα που προκύπτουν απ’ αυτή κι ελέγχεται μέσα σ’ αυτή. Όταν δεν αποτελεί κωλυσιεργία της αλλά προώθηση της. Και όπως η μορφή της οργάνωσης είναι αντίστοιχη με την πολιτική της, κι αντίστροφα η πολιτική της θα είναι ανάλογη με τη μορφή και τη λειτουργία της. Μια οργάνωση χαλαρή στη λειτουργία και στη δράση της, δεν μπορεί να ευνοήσει παρά την ανάπτυξη χαλαρών ιδεών. Οι συζητήσεις που θα γίνονται σε μια τέτοια οργάνωση και με τον τρόπο που θα γίνονται μπορεί να αναπτύξουν πολλούς και σπουδαίους πολιτικάντηδες, δεξιοτέχνες μανουβρατζήδες και καιροσκόπους με άφθαστες ικανότητες «προσαρμογής» στις περιστάσεις, αλλά όχι επαναστάτες αγωνιστές με οξυμένο το ταξικό τους πολιτικό κριτήριο και την επαναστατική θεωρητική τους σκέψη. Ένα τέτοιο εσωτερικό καθεστώς μπορεί να είναι θαυμάσιο έδαφος για την ανάπτυξη κάθε είδους οπορτουνισμού, για όλων των ειδών τις κομπίνες και τους συμβιβασμούς και των άνευ αρχών μπλοκ, αλλά καθόλου ευνοϊκό έδαφος για την καλλιέργεια της μαρξιστικής θεωρίας και της επαναστατικής προλεταριακής πολιτικής. Εξ άλλου σ’ ένα κόμμα που θα αναγνώριζε το καθεστώς των οργανωμένων φραξιών, δηλαδή το ομοσπονδιακό στον οργανωτικό τομέα. Κατ’ ανάγκη και η ιδεολογική του σύνθεση θά ’χε ή θά ’παιρνε τελικά τον ίδιο χαραχτήρα, πράγμα που είναι συνώνυμο με την ιδεολογική διάλυση του.
Αλλά αυτή η «δημοκρατία», η άκρα «ελευθερία» κλπ. είναι πραγματική, αποκλείει την επικράτηση του γραφειοκρατισμού; Οι θιασώτες της είναι συνεπείς;
Αυτός ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας είναι ένα από τα τυπικά γνωρίσματα των οπορτουνιστικών κομμάτων. Οπορτουνισμός όμως και συνέπεια είναι δυο έννοιες που η μια αναιρεί την άλλη. Και καθώς ξέρουμε η ελευθερία και η δημοκρατία εκεί είναι μονάχα στους τύπους. Τα ζητήματα σ’ αυτά δεν τα λύνει η δημοκρατική γνώμη των μελών τους αλλά οι γραφειοκρατικές κορυφές τους. Αυτή η δήθεν «δημοκρατία» δεν εμποδίζει την ύπαρξη γραφειοκρατίας. Της δίνει μονάχα μια υποκριτικότερη όψη. Η ανάπτυξη των διαφόρων ιδεών και τα δικαιώματα των μελών είναι ανεχτά απ’ αυτή τη γραφειοκρατία ως το σημείο μόνο που δεν απειλούν την κυριαρχία της μέσ’ στο κόμμα. Από κει και υστέρα θα πνιγούν εν ονόματι των αρχών πάλι της «δημοκρατίας». Οι αρχές είναι πράγμα πολύ ελαστικό σ’ όλων των ειδών τους οπορτουνιστές. Καθορίζονται με βάση την πολιτική τους ανάγκη της στιγμής. Αυτές είναι που καθορίσανε και για τους ηγέτες του ντεφετιστικού «κόμματος» της Ακροναυπλίας γι’ αυτή τη στιγμή την τέτοια αντίληψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δηλαδή την άρνηση του. Ο «επαναστατικός» ντεφετισμός για την ΕΣΣΔ είναι μια μειονοψηφία στις γραμμές των 4διεθνιστών. Έχει λοιπόν ανάγκη ενός τέτοιου είδους «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» όχι κυρίως για την ελεύθερη καλλιέργειά του αλλά προ πάντων για την πραχτική του δράση πάνω σ’ αυτή την πολιτική. Μονάχα εν ονόματι ενός τέτοιου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» μπορεί να δηλώνει στα λόγια πειθαρχία στη γραμμή της πλειοψηφίας και στην πράξη ν’ ασκεί την πολιτική του, όπως βλέπουμε εδώ με το όργανο του δήθεν κόμματος και με την προφορική προπαγάνδα. Αυτό αποδείχνει κοντά στ’ αλλά και πόσο μπορεί να κυριαρχήσει στο καθεστώς των οργανωμένων φραξιών το γενικό κομματικό συμφέρον πάνω στο φραξιονιστικό. Αν όμως αυτή η πολιτική ανάγκη της στιγμής έλειπε. Αν οι ιδέες τους ήταν πλειοψηφία, τότε θα βρίσκονταν στην άλλη άκρη: του γραφειοκρατικού υπερσυγκεντρωτισμού. Κι αυτό πάλι εν ονόματι του μπολσεβικισμού, των ιδεών του Λένιν και προ πάντων του Τρότσκι. Κάποια τσιτάτα καταλλήλως εγχειρισμένα θα βρίσκονταν και τότε. Πόσο αληθινό είναι αυτό και πόσο προσηλωμένοι είναι στην «ελευθερία» και τη «δημοκρατία» μέσα στο κόμμα μας το αποδείχνουν οι πράξεις τους κι οι μέθοδές τους όχι μόνο στο παρελθόν –και δεν εννοούμε εδώ ένα μακρινό παρελθόν– αλλά και οι πρόσφατες: αυθαίρετο σταμάτημα μιας αποφασισμένης κι ανοιγμένης ήδη συζήτησης, πέταγμα έξω της πλειοψηφίας το 1936 γιατί μόνο έτσι μπορούσε να εξασφαλιστεί η επικράτηση της φράξιας και η αυτοανακήρυξη σε «κόμμα»· επανάληψη αυτής της ταχτικής το 1940 με τη διακοπή της συζήτησης, τη διάσπαση και την εκ νέου αυτοανακήρυξη σε «κόμμα» από τις ίδιες αιτίες και για τους ίδιους σκοπούς. Μηχανορραφίες κατά τη διάρκεια της ενοποιητικής συζήτησης και διπλοπρόσωπη αλληλογραφία. Κατακράτηση του μοναδικού μέσου επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη της Διεθνούς για να εμποδιστεί η ανταλλαγή όλων των γνωμών κι ο αμοιβαίος διαφωτισμός και να εξασφαλιστεί η μονόπλευρη πληροφόρηση από τη ντεφετιστική φράξια της Ακροναυπλίας και η μονόπλευρη καλλιέργεια των απόψεών τους, για να αποφύγουν την αποκάλυψη στ’ άλλα μέλη της Διεθνούς της εγκληματικής τους ταχτικής. Αυτό το τελευταίο αποτελεί πολύ χτυπητό σημάδι κι είναι το αποκορύφωμα της «πίστης» τους στη «δημοκρατία» και την «ελεύθερη» ανταλλαγή και κίνηση των ιδεών μέσα στο κόμμα.
Βλέπει κανείς έτσι από την πείρα όχι μόνο των διαφόρων άλλων οπορτουνιστικών κομμάτων αλλά κι από την πείρα του οπορτουνιστικού κατασκευάσματος της Ακροναυπλίας και την προηγούμενη δράση των ηγετών του ότι η «δημοκρατία», όπως την εννοεί αυτή τη στιγμή ο ντεφετισμός κι ο γραφειοκρατισμός, είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: του οπορτουνισμού. Προσφεύγει κάθε στιγμή σε κείνο που έχει ανάγκη.
Τί σχέση μπορεί νά ’χουν οι αντιλήψεις κι οι μέθοδες αυτές με τον Τρότσκι, τις ιδέες του και τις μέθοδες που αυτός μας δίδαξε και μας άφησε, κληρονομιά ύστερ’ από το θάνατο του; Τούτη μονάχα: ότι αποτελούν άρνησή τους πλήρη και βεβήλωση της μνήμης του.
Οι ιδέες του Τρότσκι στα ζητήματα της λειτουργίας του κόμματος, του εσωτερικού του καθεστώτος, είναι οι αντιλήψεις του Λένιν. Είναι εκείνες πού ’ναι διατυπωμένες; στις οργανωτικές αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς από το 3ο Συνέδριό της, οι οποίες μαζί μ’ όλες τις άλλες βασικές αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων αυτής της Διεθνούς αποτελέσανε ένα μέρος των αρχών της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης και τώρα της 4ης Διεθνούς. Και όπως στην επεξεργασία όλων σχεδόν των άλλων βασικών αποφάσεων αυτών των 4 συνεδρίων μαζί με τον Λένιν βλέπει κανείς και τον Τρότσκι, έτσι και σ’ αυτές. Δεν πιστεύουμε δε να μας πούνε πώς μ’ αυτές καθιερώνεται το καθεστώς των οργανωμένων φραξιών. Τότε θα τό ’ξερε ο επιτήδειος χειρούργος των τσιτάτων του Τρότσκι και δεν θά ’λεγε πως του διέλυσε την πλάνη του ένα χωρίο από την «Προδομένη Επανάσταση». Στο «Νέο Ρεύμα», αναλύοντας την φυσιολογία του κόμματος, ο Τρότσκι εξηγεί πώς η κατάπνιξη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και η γραφειοκρατική αυθαιρεσία οδηγεί στη συσσωμάτωση των μελών σε φραξιονιστικούς σχηματισμούς. Δηλαδή θεωρεί το φαινόμενο αυτό σαν εκδήλωση νοσηρής κατάστασης του κόμματος, σαν φαινόμενο παθολογικό, κι όχι σαν χαραχτηριστικό της φυσιολογικής, υγιούς λειτουργίας του. Με τον ίδιο τρόπο αντικρίζει τα προβλήματα αυτά και στο «Αντί-Στάλιν», κριτικάροντας το καθεστώς που δημιούργησε ο Στάλιν μέσ’ στην Κομμουνιστική Διεθνή. Περισσότερο όμως κι απ’ αυτά, πού ’ναι τόσο εύγλωττα για τις ιδέες του Τρότσκι, μαρτυράει γι’ αυτές η πράξη του. Σ’ αυτήν, όπως και στις ιδέες του, δεν θα μπορέσουν να βρουν παραδείγματα που να τους ενθαρρύνουν στην ιδέα πότε μπουλουκοειδούς λειτουργίας του κόμματος και πότε γραφειοκρατικού υπερσυγκεντρωτισμού. Εκεί θα βρουν λαμπρά παραδείγματα πειθαρχημένης δράσης, θεληματική και ειλικρινή υποταγή στις αποφάσεις του κόμματός του, κι όταν είναι αντίθετες με τις γνώμες του, και πραγματικό σεβασμό του δικαιώματος στις αντίθετές του τάσεις ν’ αναπτύξουν τις ιδέες τους εφόσον βρίσκονται μέσα στα όρια των αρχών του Κόμματος. Εκεί θα βρουν επίσης ένα αληθινό και πολύ αλγεινό γι’ αυτούς καυτήρι των μεθόδων τους, τόσο καυτερό όσο καυτερή ήταν η κριτική του ενάντια στις μέθοδες της διεφθαρμένης γραφειοκρατίας του Κρεμλίνου που μαζί μ’ όλη την πολιτική της επέφεραν τον εκφυλισμό του μπολσεβίκικου κόμματος.
Η προσπάθεια ν’ αποδοθούν τέτοιες ιδέες στον Τρότσκι σαν εκείνες που αποδίδει ο εδώ ντεφετισμός, είναι στην ουσία της μια προσπάθεια, πολύ κακότεχνη άλλωστε, να συνδεθεί ο ιστορικός «τροτσκισμός» με το σημερινό. Αλλά είναι γνωστό από τον ίδιο τον Τρότσκι ότι αυτός ξεπεράστηκε. Ο ίδιος τό ’χε δηλώσει καθαρά και τό ’χει αποδείξει στην πράξη του. Εκείνοι που συνειδητά ή όχι κάνουν αυτή τη σύνδεση, βεβηλώνουν τη μνήμη του.
Το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς τις ιδέες του Λ. Τρότσκι σ’ αυτό το ζήτημα το λέει το σχετικό μέρος της απόφασης του Νοέμβρη και προπαντός η πράξη της ΕΟΚΔΕ.
21 Αυγούστου 1941 (Ακροναυπλία)
Γιάννης ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου