Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΜΠΡΕΣΤ



Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΜΠΡΕΣΤ
Αλεξάντρ Παντζόφ[1]
ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΠΡΕΣΤ-ΛΙΤΟΦΣΚ
Λεόν Τρότσκι




Στις 26 του Οκτώβρη (8 Νοέμβρη) 1917, το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ υιοθέτησε το «Διάταγμα Ειρήνης», μετά από εισήγηση του Β. Ι. Λένιν. Αυτή ήταν η πρώτη απόφαση που πάρθηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση, και έβαλε σε εφαρμογή το πρόγραμμα για την αποχώρηση των διαφόρων χωρών από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Το διάταγμα περιλάμβανε μια πρόταση προς όλους τους εμπόλεμους λαούς και τις κυβερνήσεις τους, να ξεκινήσουν αμέσως διαπραγματεύσεις για να συναφθεί μια παγκόσμια δημοκρατική ειρήνη, χωρίς προσαρτήσεις ή αποζημιώσεις και πάνω στη βάση της πλήρους αυτοδιάθεσης για όλα τα έθνη.
Μ’ αυτό, οι Μπολσεβίκοι εκπλήρωσαν το πρώτο μέρος του προγράμματος που αφορούσε την εξωτερική πολιτική του κυβερνώντος προλεταριακού κόμματος. Από νωρίς, από το 1915, όταν μπήκε το ερώτημα τι θα κάνει το κόμμα του προλεταριάτου όταν η επανάσταση θα το φέρει στην εξουσία, ο Λένιν απάντησε: Θα προτείνουμε ειρήνη σε όλους τους εμπόλεμους πάνω στη βάση της απελευθέρωσης των αποικιών και όλων των εξαρτημένων καταπιεσμένων λαών που δεν έχουν πλήρη δικαιώματα.
Παρέμεινε να πραγματοποιηθεί το δεύτερο μέρος: ή να συναφθεί μια τέτοια ειρήνη, ή, στην περίπτωση που η Γερμανία, η Αγγλία ή η Γαλλία δεν αποδέχονταν αυτούς τους όρους, «να προετοιμάσει και να διεξαγάγει έναν επαναστατικό πόλεμο».
Στις 3 του Μάρτη του 1918, στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, χωρίς συζητήσεις και σε πλήρη συμφωνία με την Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή και την Κεντρική Επιτροπή του Ρωσικού Σοσιαλ/Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος(μπ.), μια σοβιετική αντιπροσωπία υπόγραψε μια συμφωνία ειρήνης με τη Γερμανία και τους συμμάχους της –μια συμφωνία που ήταν ανοιχτά και πέρα από τα όρια ιμπεριαλιστική. Τί προκάλεσε την έντονη αυτή αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής των Μπολσεβίκων; Και ποιά είναι η θέση της Ειρήνης του Μπρεστ στην ιστορία μας σε σχέση με αυτή την αλλαγή;
Σε απάντηση όλων αυτών των ερωτημάτων, οι ιστοριογράφοι μας ακολούθησαν μια πρακτικά αναλλοίωτη τακτική για εξήντα χρόνια, σύμφωνα με την οποία η Ειρήνη του Μπρεστ ήταν ένας επιφανής θρίαμβος της στρατηγικής και τακτικής του Λένιν, καταλήγοντας σ’ ένα συμβιβασμό με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό κάτω από συνθήκες όπου η υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης είχε ναυαγήσει εξαιτίας των ιμπεριαλιστών των Δυνάμεων της Αντάντ και των ΕΠΑ.
Στο κέντρο αυτής της συγκεκριμένης ιδέας είναι η θέση ότι ο Λένιν είχε επίμονα καθοδηγήσει την υπόθεση σε άμεση υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνης από τις πρώτες τάχα μέρες της Οκτωβριανής Επανάστασης, που πήγαζε από την πρόθεση να πραγματοποιηθεί ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα σε κράτη με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, η σύναψη μιας χωριστής ειρήνης δεν εμφανίζεται σαν μια έντονη αλλαγή της πολιτικής των Μπολσεβίκων, αλλά περισσότερο σαν το λογικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης της στρατηγικής του Λένιν που επιβεβαιώνει ότι είχε δίκιο στην πάλη ενάντια στους «αριστερούς κομμουνιστές» που ενεργούσαν μαζί με τον Τρότσκι και τους οπαδούς του.
Οι υποστηριχτές αυτής της άποψης υπογράμμιζαν μονότονα ότι τα «τυχοδιωκτικά σχέδια» των «αριστερών κομμουνιστών» και η «προδοτική γραμμή» του Τρότσκι απειλούσαν με πτώση της σοβιετικής κυβέρνησης, καθώς σκοπός τους ήταν να παρατείνουν τον πόλεμο.
Τα βασικά στοιχεία αυτού του σχεδίου είχαν ήδη αρχίσει να αποκρυσταλλώνονται στο δεύτερο μισό του 1920, σε μια περίοδο σκλήρυνσης της εσωκομματικής πάλης ανάμεσα στους σταλινικούς και τους συνενόχους τους ενάντια στον Τρότσκι, και μετέπειτα ενάντια στον Μπουχάριν (στην περίοδο του Μπρεστ ο Μπουχάριν ηγείτο της αντιπολίτευσης των «αριστερών κομμουνιστών»)[2].
Η διαμόρφωση αυτής της άποψης οριστικοποιήθηκε το 1938, συμπληρωμένη από τη θέση ότι υπήρχε μια «μυστική συνωμοσία» από τους αριστερούς κομμουνιστές, τον Τρότσκι και τους αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες ενάντια στην σοβιετική κυβέρνηση με σκοπό τη δολοφονία του Λένιν, του Στάλιν και του Σβερντλόφ. Αυτή η άποψη καθαγιάσθηκε και κατέληξε συστατικό κομμάτι της Συνοπτικής Ιστορίας του Πανρωσικού ΚΚ(μπ.). Οι πιο βασικές προτάσεις αυτής της θέσης (εκτός από αυτή που προανέφερα) επικράτησαν στην φιλολογία μας μέχρι πρόσφατα[3].
Αλλά κατά πόσον αυτή η άποψη ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια; Έχουν δίκιο αυτοί που αποτιμούν την Ειρήνη του Μπρεστ σαν έναν επιφανή θρίαμβο της στρατηγικής και τακτικής του Λένιν; Ή μήπως αυτή η ειρήνη ήταν ένας θρίαμβος του Λένιν απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, απέναντι στις προηγούμενες απόψεις του;
Σε σχέση μ’ αυτό, ήταν άραγε τα σχέδια των αριστερών κομμουνιστών τόσο τυχοδιωκτικά; Ήταν αλήθεια τόσο αντίθετα με την στρατηγική του Λένιν; Και η γραμμή του Τρότσκι ήταν «προδοτική»;
Για να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε την πορεία των γεγονότων που έχουν σχέση με τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στο Μπρεστ-Λιτόφσκ και την πάλη του Μπολσεβίκικου Κόμματος να αποσυρθεί από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Αυτή η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει από το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, όταν διακηρύχθηκε το σύνθημα για μια παγκόσμια δημοκρατική ειρήνη. Μ’ αυτό το σύνθημα ο Λένιν απευθυνόταν όχι τόσο στις κυβερνήσεις όλων των εμπόλεμων κρατών, όσο σε όλους τους λαούς, και κατανοούσε πολύ καλά ότι καμιά απ’ αυτές τις κυβερνήσεις δεν θα αποδεχόταν τους όρους που είχαν τεθεί από τους Μπολσεβίκους.
«Η πλήρης εφαρμογή της ιδέας μας (που εξηγείται στο διάταγμα για την Ειρήνη –Α.Π.) εξαρτάται μόνο από την πτώση ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος», υπογράμμιζε ο Λένιν στις τελικές του παρατηρήσεις, στην εισήγησή του για την ειρήνη. Μέχρι να επιτευχθεί μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης, η έκκληση ειρήνης των Μπολσεβίκων, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, έχει μόνο μια προπαγανδιστική και αγκιτατόρικη σημασία και όχι πρακτική.
Η πιο σοβαρή σκέψη για τους Μπολσεβίκους εκείνη τη στιγμή ήταν να δόσουν έμφαση στη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο προγράμματα με ουσιαστικές διαφορές, για την αποχώρηση από τον πόλεμο, το πρόγραμμα των κομμουνιστών, και το πρόγραμμα των ιμπεριαλιστών.
Αυτό βοήθησε στο να ενισχυθεί η επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης πάνω στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα και να επαναστατικοποιηθούν περισσότερο οι μάζες.
Ήταν αυτός βασικά ο λόγος για τον οποίο οι Μπολσεβίκοι δεν επέδοσαν επίσημα τους όρους τους με τη μορφή ενός τελεσίγραφου. Αλλιώς οι ιμπεριαλιστές θα είχαν απλά αρνηθεί να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να διαπραγματευθούν όχι μόνο για ειρήνη, αλλά ούτε ακόμα και για ανακωχή, και ήταν ζωτικά αναγκαίο για τη Ρωσία να πετύχει μια ανακωχή για το μεγαλύτερο δυνατό διάστημα. Ένα διάστημα ειρήνης, μιας ανάσας, ήταν αναγκαίο για να επιτρέψει στο παλιό στράτευμα να ξεκουραστεί και να επιτρέψει να σχηματιστεί ένας νέος επαναστατικός στρατός. Οι διαπραγματεύσεις ειρήνης αυτές καθαυτές δεν ήταν μικρότερης σημασίας, αφού οι Μπολσεβίκοι υπολόγιζαν να τις χρησιμοποιήσουν σαν πλατφόρμα για να προπαγανδίσουν τις θέσεις τους. Η πιθανότητα να υπογράψουν μια συμφωνία ειρήνης με τους όρους των ιμπεριαλιστών είχε κατηγορηματικά απορριφθεί από τον Λένιν και τους οπαδούς του.
«Φυσικά, θα υποστηρίξουμε όσο μπορούμε το πρόγραμμά μας για ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις ή αποζημιώσεις. Δεν θα παρεκκλίνουμε από αυτό», υπογράμμισε ο Λένιν. «Θα λάβουμε υπόψη μας όλους τους όρους για την ειρήνη, όλες τις προτάσεις. Θα τις μελετήσουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα τις αποδεχθούμε».
Η απόφαση ειρήνης δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα» και στα «Νέα της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής» στις 28 του Οκτώβρη (9 Νοέμβρη). Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνήσεις των εμπόλεμων χωρών δεν απάντησαν στις σοβιετικές προτάσεις. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Σ.Λ.Ε.) έδοσε διαταγή στις 7 (20) του Νοέμβρη στον ανώτατο διοικητή του ρωσικού στρατού, στον στρατηγό Ντουκόνιν, να απευθυνθεί προσωπικά στο αρχηγείο της τετραπλής συμμαχίας με την πρόταση να σταματήσουν τις μάχες με προοπτική να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. Την επομένη, ο Λεόν Τρότσκι, Επίτροπος του Λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, έστειλε το κείμενο της διαταγής στους πρεσβευτές των κρατών της Αντάντ, αφού προηγουμένως είχε προτείνει να συμφωνήσουν σε μια παγκόσμια ανακωχή αμέσως και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις ειρήνης με τις χώρες του γερμανικού μπλοκ.
Στις 9 (22) του Νοέμβρη οι πρεσβευτές των συμμαχικών χωρών της Ρωσίας πήραν απόφαση να μην απαντήσουν στο μήνυμα του Λαϊκού Επιτροπάτου Εξωτερικών Υποθέσεων. Την ίδια ακριβώς μέρα, ο Ντουκόνιν που είχε αρνηθεί να εκτελέσει τη διαταγή του Σ.Λ.Ε. απομακρύνθηκε από τη θέση του. Ο Ν. Β. Κριλένκο προτάθηκε για τη θέση αυτή.
Ένα ραδιόγραμμα υπογεγραμμένο από τον Λένιν και από τον νέο διοικητή στάλθηκε στις επιτροπές των ενόπλων δυνάμεων και σ’ όλους τους στρατιώτες και ναύτες, καλώντας τους να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της ειρήνης, να παρακάμψουν τους αντεπαναστάτες στρατηγούς και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τον εχθρό για ανακωχή.
Ενώ δεν εγκατέλειπαν τις προσπάθειες να προσελκύσουν τις κυβερνήσεις της Αντάντ να λάβουν μέρος στις διαπραγματεύσεις για τα προβλήματα που δημιουργούνταν από την αποχώρηση από τον πόλεμο, την ίδια στιγμή, η σοβιετική κυβέρνηση άνοιγε το δρόμο για χωριστές διαπραγματεύσεις για ανακωχή με τις επονομαζόμενες κεντρικές αυτοκρατορίες (Γερμανία και άλλες). Οι Μπολσεβίκοι δεν το έκρυψαν. Αντίθετα, μετά από την έκκληση στους στρατιώτες και ναύτες, η σοβιετική κυβέρνηση έστειλε ένα μήνυμα στους πρέσβεις των ουδέτερων κρατών, ζητώντας τους να ασκήσουν κάθε δυνατότητα που έχουν για να κάνουν γνωστές τις προτάσεις των Σοβιετικών για την ειρήνη στις εχθρικές κυβερνήσεις και στο λαό των χωρών τους. Μια μέρα πιο πριν, ο Τρότσκι έκανε μια δήλωση που αφορούσε την πρώτη δημοσιοποίηση ντοκουμέντων της μυστικής διπλωματίας και που ανήκαν στον τσαρισμό και στις κυβερνήσεις του αστικού συνασπισμού. Το γεγονός ότι αυτά έγιναν γνωστά, επιβεβαιώνει την αποφασιστικότητα των Μπολσεβίκων να καταλήξουν σε μια ισότιμη, ανοικτή και έντιμη δημοκρατική ειρήνη.
Το ραδιόγραμμα των Λένιν και Κριλένκο είχε μια πλατιά απήχηση ανάμεσα στα στρατεύματα. Στις 12 (25) του Νοέμβρη, τμήματα της 2ης, 3ης, και 5ης Στρατιάς ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανακωχής με τους αντιπάλους τους. Την επομένη, απεσταλμένοι του Σ.Λ.Ε. πήραν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Στις 14 (27) του Νοέμβρη, έφτασε τελικά η συμφωνία της γερμανικής ηγεσίας να λάβει μέρος επίσημα στις διαπραγματεύσεις.
Η Αυστρο-Ουγγαρία ακολούθησε τη Γερμανία. Πάντως, μετά από αίτημα της σοβιετικής κυβέρνησης, η έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων αναβλήθηκε για πέντε μέρες για να δόσει το χρόνο στις κυβερνήσεις της Αντάντ να επανεξετάσουν τις απόψεις τους για το θέμα της ειρήνης.
Στη διάρκεια των πέντε αυτών ημερών, το Σ.Λ.Ε. και το Λαϊκό Επιτροπάτο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις απευθύνθηκαν πέντε φορές σ’ όλες τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις με πρόταση να αρχίσουν άμεσα να εξετάζουν την πιθανότητα να συνάψουν μια παγκόσμια ανακωχή.
Οι κυβερνήσεις των χωρών της Αντάντ και των ΕΠΑ δεν αποδέχτηκαν τις προτάσεις των Μπολσεβίκων. Ήταν μετά από αυτό που η σοβιετική κυβέρνηση ξεκίνησε χωριστές διαπραγματεύσεις με την Γερμανία και τους συμμάχους της, στην πορεία των οποίων κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες να δοθεί στην ανακωχή ένας παγκόσμιος χαρακτήρας. Από το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων που έγιναν στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, από τις 20 έως τις 22 Νοέμβρη (3-5 Δεκέμβρη) η σοβιετική αντιπροσωπία (Λ. Β. Κάμενεφ, Σοκόλνικοφ, Α. Α. Μπιτσένκο, Σ. Ντ. Μασλόβσκι-Μστισλάφσκι Λ. Μ. Κάραχαν, και άλλοι) πρότειναν να απευθυνθούν άμεσα σ’ όλες τις εμπόλεμες χώρες που δεν αντιπροσωπεύονταν στις διαπραγματεύσεις, να λάβουν μέρος και να επεξεργαστούν τις συνθήκες για ανακωχή σ’ όλα τα μέτωπα. Μπήκε η απαίτηση στις δυνάμεις της τετραπλής συμμαχίας να μην μεταφέρουν στρατεύματα στο δυτικό μέτωπο.
Μια διακήρυξη απομέρους των Σοβιετικών πρότεινε όλοι οι συμμετέχοντες στις διαπραγματεύσεις να δηλώσουν ότι η προτεινόμενη ανακωχή έχει σαν στόχο να εγκαθιδρύσει μια ειρήνη πάνω σε δημοκρατική βάση –βασισμένη στη διακήρυξη της ειρήνης.
Εφόσον οι αντιπρόσωποι της άλλης πλευράς απόφυγαν μια απάντηση, η σοβιετική αντιπροσωπία αρνήθηκε να υπογράψει την επίσημη ανακωχή σ’ αυτό το σημείο των διαπραγματεύσεων. Αποφασίστηκε να κηρύξουν επταήμερη διακοπή και να σταματήσουν τις εχθροπραξίες στο ρωσο-γερμανικό, ρωσο-αυστριακό, και ρωσο-τουρκικό μέτωπο. Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν η συμφωνία να τις δόσουν στη δημοσιότητα.
Εφόσον οι συνομιλίες είχαν διακοπεί σ’ αυτό το σημείο, η σοβιετική αντιπροσωπία επέστρεψε στο Λένινγκραντ.
Στις 23 του Νοέμβρη (6 Δεκέμβρη) την επομένη της διακήρυξης της διακοπής, ο Επίτροπος του Λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις πληροφόρησε τους πρέσβεις των συμμαχικών χωρών της Ρωσίας σχετικά με την πρόοδο των συνομιλιών, και πρότεινε ξανά στις αρμόδιες κυβερνήσεις να καθορίσουν τις απόψεις τους σχετικά με τον πόλεμο και την ειρήνη. Πάντως αυτή τη φορά οι δυνάμεις της Αντάντ και οι ΕΠΑ ανταποκρίθηκαν στην έκκληση των Μπολσεβίκων με τη σιωπή.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, η σοβιετική κυβέρνηση ξεκίνησε προετοιμασίες για να ξαναρχίσουν οι συζητήσεις για την ειρήνη. Στις 27 Νοέμβρη (10 Δεκέμβρη), το Σ.Λ.Ε. εξέτασε το ζήτημα, τι οδηγίες να δόσει στη σοβιετική αντιπροσωπία που είχε εξουσιοδοτηθεί να διεξαγάγει τις συνομιλίες.
«Το Διάταγμα της Ειρήνης» αποτέλεσε τη βάση αυτών των οδηγιών. Σε συσχετισμό με τις διαπραγματεύσεις, ετοιμάστηκε μια «σύνοψη του προγράμματος των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη» την ίδια μέρα από τον Λένιν, από κοινού με τον Στάλιν και με την συμμετοχή του Κάμενεφ. Σ’ αυτήν τη σύνοψη ήταν καθαρές οι βασικές αρχές για δημοκρατική ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις.
Μέχρι αυτή τη στιγμή, η σοβιετική κυβέρνηση δεν οπισθοχώρησε ούτε ένα βήμα από τις δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί στο Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Οι συνομιλίες του Μπρεστ-Λιτόφσκ ολοκληρώθηκαν στις 30 Νοέμβρη (13 Δεκέμβρη). Το θέμα της απαγόρευσης της μεταφοράς γερμανικών στρατευμάτων από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο για ολόκληρη τη διάρκεια της ανακωχής έγινε το αιχμηρότερο θέμα των συνομιλιών. Η γερμανική διοίκηση θεώρησε απαράδεκτη αυτή την υπόθεση και η σοβιετική αντιπροσωπία[4]υποχρεώθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα των διαπραγματεύσεων να απευθυνθεί στο Λαϊκό Επιτροπάτο Εξωτερικών Υποθέσεων για νέες οδηγίες.
Λίγο αργότερα, όταν έδινε αναφορά για την πρόοδο των ειρηνευτικών συνομιλιών στη σύνοδο του Πανρωσικού Συνέδριου Αγροτών Αντιπροσώπων και αναφέρθηκε σ’ αυτό το επεισόδιο, ο Τρότσκι είπε: «Το θέμα της ειρήνης εκείνη τη στιγμή ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Εκείνη τη νύχτα είπαμε στους αντιπροσώπους μας: “Μην κάνετε παραχωρήσεις”». Την επομένη, όταν ήρθαν σε σύγκρουση με τη σταθερή στάση των σοβιετικών αντιπροσώπων, η Αυστρο-ουγγαρέζικη αντιπροσωπία υποχώρησε. Ο Κάραχαν πληροφόρησε αμέσως τον Τρότσκι.
Μ’ αυτό τον τρόπο, η σοβιετική κυβέρνηση έκανε ότι ήταν δυνατό κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, ώστε να εξυπηρετήσει τουλάχιστον ενμέρει τα συμφέροντα των λαών των συμμαχικών κρατών της Ρωσίας, παρ’ όλο το φανερό δισταγμό των κυβερνήσεών τους να ανακηρύξουν γενική ανακωχή.
Ήταν μόνο μετά απ’ αυτό, στις 2 (15) του Δεκέμβρη που υπογράφηκε συμφωνία ανακωχής ανάμεσα στη Ρωσία, από τη μια μεριά, και τη Βουλγαρία, τη Γερμανία, την Αυστρο-Ουγγαρία και την Τουρκία, από την άλλη. Η ανακωχή ορίστηκε για 28 μέρες –από τις 4 (17) Δεκέμβρη έως την 1η (14) Γενάρη του 1918.
Μετά από την επίτευξη της ανακωχής, όλες οι πλευρές επρόκειτο να αρχίσουν συνομιλίες για την ειρήνη. Αυτές άρχισαν στο Μπρεστ-Λιτόφσκ στις 9 (22) Δεκέμβρη. Κατά την διάρκεια της άμεσης προετοιμασίας για τις συνομιλίες, η αποφασιστικότητα των Μπολσεβίκων να τηρήσουν τις αρχές για δημοκρατική ειρήνη χωρίς συμβιβασμούς στη συνεδρίαση, δυνάμωνε όλο και περισσότερο.
Καμιά από τις προηγούμενες σημαντικές διαφορές απόψεων πάνω σ’ αυτό το θέμα δεν παρατηρήθηκε στην ηγεσία του ΡΣΔΕΚ(μπ.).
Η γενική κατευθυντήρια γραμμή για την οποία ο Λένιν και όλοι οι άλλοι ηγέτες είχαν παλέψει, σκόπευε να παρατείνει την ανάπαυλα για την ειρήνη με οποιονδήποτε τρόπο και να εκμεταλλευθεί στο έπακρο τις δυνατότητες για αγκιτάτσια που πρόσφερε το Μπρεστ για να επαναστατικοποιήσουν παραπέρα τη διεθνή εργατική τάξη με σκοπό να φέρουν πιο κοντά την παγκόσμια επανάσταση. Φαινόταν ότι οι υπολογισμοί των Μπολσεβίκων επιβεβαιώθηκαν απολύτως από το γεγονός ότι οι Γερμανοί κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αντί να συνεχίσουν τον πόλεμο. Αποδείχτηκε επίσης ότι είχαν δίκιο από την πορεία της ίδιας της προκαταρτικής συνάντησης, όπου οι Γερμανοί έκαναν αξιοσημείωτες παραχωρήσεις στη σοβιετική αντιπροσωπία. Προοδευτικά αυτό έκανε τους ηγέτες του ΡΣΔΕΚ να σκεφτούν ότι η Γερμανία απλά δεν ήταν σε θέση να επιτεθεί. Αν ήταν έτσι, σκέπτονταν τα οφέλη από τις συνομιλίες πρέπει να είναι τεράστια: μια συμφωνία ειρήνης υπογραμμένη με τους όρους που έθετε η σοβιετική κυβέρνηση.
Αν οι Γερμανοί, όμως, κατάφερναν να εκμεταλλευτούν τη διακοπή για να μεταφέρουν στρατεύματα ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία, τότε (και οι Μπολσεβίκοι ήταν σχεδόν σίγουροι γι’ αυτό) οι ρώσοι εργάτες και οι αγρότες κάτω από την ηγεσία των Σοβιέτ θα έβρισκαν τη δύναμη να αντισταθούν στον εχθρό. «Το μανιασμένο μίσος της μπουρζουαζίας εναντίον μας δεν θα γίνει εμπόδιο στην πρόοδό μας προς την ειρήνη», υπογράμμιζε ο Λένιν τότε εξηγώντας τη θέση της σοβιετικής κυβέρνησης σχετικά με τον πόλεμο. «Ας τους να προσπαθούν να σύρουν τους λαούς για τέταρτη χρονιά στον πόλεμο μεταξύ τους. Δεν θα το καταφέρουν... Αν παρουσιαστεί η περίπτωση, όπου η γερμανική εργατική τάξη ενώσει τις δυνάμεις της με την κυβέρνησή της των ιμπεριαλιστών ληστών και βρεθεί στην ανάγκη να παρατείνει τον πόλεμο, τότε χωρίς αμφιβολία ο ρώσικος λαός... θα πάει στον πόλεμο με δέκα φορές μεγαλύτερη ενεργητικότητα και δεκαπλάσιο ηρωισμό, γιατί τότε θα έμπαινε το θέμα του πολέμου για το σοσιαλισμό και την ελευθερία».
Ο Τρότσκι επίσης αναφέρθηκε σ’ αυτό, αλλά, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος δεν απόκλειε ακόμη τη δυνατότητα να βρεθεί μια διαφορετική διέξοδος. Στην ομιλία του στις 8 (21) Δεκέμβρη σε μια κοινή συνεδρίαση του Συμβουλίου των Επιτροπών του Λαού και της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ της Πετρούπολης και άλλων εργατικών και αγροτικών οργανώσεων, παρ’ όλο που καθόλου δεν αρνήθηκε την πιθανότητα ενός επαναστατικού πολέμου ενάντια στον Αυστρο-γερμανικό ιμπεριαλισμό, αν αποτύγχαναν οι συνομιλίες, την ίδια στιγμή σχεδίασε ένα άλλο σενάριο:
«Αν δεν μπορούμε να πολεμήσουμε εξαιτίας της οικονομικής μας καταστροφής και εφόσον είμαστε υποχρεωμένοι να αρνηθούμε να πολεμήσουμε για τα ιδανικά μας, τότε θα πούμε στους ξένους συντρόφους μας ότι η προλεταριακή πάλη δεν τελείωσε, έχει μόνον αναβληθεί, όπως ακριβώς δεν είχαμε τελειώσει την πάλη ενάντια στον τσαρισμό το 1905, όταν συντριβήκαμε από τον τσάρο, αλλά απλώς και μόνο την αναβάλαμε». Πράγματι, αυτή ήταν η ίδια λογική που ο Λένιν χρησιμοποίησε πλατιά λίγο αργότερα, όταν αιτιολογούσε την αναγκαιότητα της υπογραφής μιας χωριστής και αρπακτικής ειρήνης. Κρίνοντας από τα στενογραφημένα πρακτικά της συνάντησης, αυτό το επιχείρημα δεν ήταν αποδεκτό από τους παρόντες. Μόνο το κάλεσμα για έναν πόλεμο ενάντια στον ιμπεριαλισμό έγινε αποδεκτό με παρατεταμένα και θυελλώδη χειροκροτήματα.
Μετά τη συμφωνία για ανακωχή με τις δυνάμεις της τετραπλής συμμαχίας, η σοβιετική κυβέρνηση εξακολουθούσε ακόμα τις προσπάθειες να φέρει τις κυβερνήσεις των συμμάχων της Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις. Στις 5 (18) του Δεκέμβρη ο Τρότσκι ενημέρωσε τον γάλλο πρεσβευτή Νιλάνς για τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής διάσκεψης για την ειρήνη: σε μια έκκληση προς τους εργάτες της Ευρώπης όπου τους έλεγε για την υπογραφή χωριστής ανακωχής, το Επιτροπάτο του Λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις της ΡΣΟΣΚ, καλούσε όλους αυτούς που τιμούσαν τα ιδανικά της ειρήνης να ενωθούν με τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης στην πάλη για άμεση κατάπαυση του πυρός σ’ όλα τα μέτωπα. Στις 9 (22) του Δεκέμβρη, μια παρόμοια έκκληση, που απευθυνόταν αυτή τη φορά στους εργάτες όλων των χωρών, υιοθετήθηκε σε κοινή συνεδρίαση του ΣΕΛ, της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, του Σοβιέτ της Πετρούπολης, και άλλων εργατικών και αγροτικών οργανώσεων.
Η σοβιετική κυβέρνηση συνέχιζε την πάλη της για μια παγκόσμια ειρήνη ακόμα και κατά τη διάρκεια της ίδιας της διάσκεψης για την ειρήνη.
Στην πρώτη σύνοδο, ο αρχηγός της σοβιετικής αντιπροσωπίας, Γιόφε, διάβασε μια δήλωση πάνω στις αρχές μιας παγκόσμιας δημοκρατικής ειρήνης. Έθετε τις βασικές προτάσεις από το διάταγμα για την ειρήνη, και, ξεκινώντας από αυτό, η σοβιετική αντιπροσωπία διατύπωσε έξι σημεία τα οποία θεωρούσαν ότι πρέπει να είναι η βάση των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη. Αυτά τα σημεία έβγαιναν από την «Σύνοψη του Προγράμματος για τις Διαπραγματεύσεις για την Ειρήνη». Τα σημεία αυτά συγκεκριμενοποιούσαν τις βασικές προτάσεις για δημοκρατική ειρήνη: «απάρνηση όλων των προσαρτήσεων και των αποζημιώσεων» και «πλήρη δικαιώματα για την αυτοδιάθεση όλων των λαών». Η σοβιετική διακήρυξη ανακοίνωνε ότι δεν διανοείται πως είναι πιθανόν να καταλήξουν σε μια παγκόσμια ειρήνη, αν δεν έχουν αναγνωρισθεί αυτές οι θεμελιώδεις αρχές. Ο εκπρόσωπος της τετραπλής συμμαχίας πρότεινε αναβολή της συνεδρίασης.
Η απάντηση στη σοβιετική αντιπροσωπία δόθηκε τον Δεκέμβρη στις 12 (25), πράγμα που δείχνει τις σοβαρές διαφορές ανάμεσα στις θέσεις της Γερμανίας και των άλλων συμμάχων της. Σύμφωνα με τον Κάμενεφ, η σοβιετική αντιπροσωπία συνέλαβε την ουσία αυτών των διαφωνιών ως εξής: «Αν η Γερμανία δεν έχει χάσει ακόμα τελείως την ελπίδα να οδηγήσει το λαό της σε νέες στρατιωτικές περιπέτειες, τότε η Τουρκία και οι άλλες κυβερνήσεις θα απορρίψουν ολοκληρωτικά αυτή την ιδέα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα των προσαρτήσεων και των αποζημιώσεων, που έχουμε θέσει τόσο έντονα, προκάλεσε προστριβές και διαφωνίες ανάμεσα στους συμμάχους και αυτός ήταν ο βασικός λόγος της καθυστέρησης της απάντησης».
Τελικά κατάφεραν να εξομαλύνουν τις διαφορές τους και στη συνεδρίαση της 12 (25) Δεκέμβρη, ο υπουργός των Εξωτερικών της Αυστρο-Ουγγαρίας, ο Χέρνιν, ανακοίνωσε μια απάντηση εξονόματος του εκπροσώπου της τετραπλής συμμαχίας: «Οι βασικές αρχές της ρωσικής αντιπροσωπίας μπορούν να αποτελέσουν τη βάση των διαπραγματεύσεων. Η αντιπροσωπία της τετραπλής συμμαχίας συμφωνεί στην σύναψη παγκόσμιας ειρήνης αμέσως χωρίς αναγκαστικές προσαρτήσεις και χωρίς αποζημιώσεις». Αλλά υπήρχε ένας ουσιώδης όρος στο υπόμνημα: οι προτάσεις της σοβιετικής αντιπροσωπίας τότε μόνο μπορούν να πραγματοποιηθούν «αν όλες οι εμπλεγμένες στον πόλεμο δυνάμεις... συμφωνήσουν μεταξύ τους σε μια κατάλληλη στιγμή να τηρήσουν αμοιβαία τις συνθήκες για όλα τα έθνη». Με άλλα λόγια, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της εξαρτούσαν άμεσα τη δυνατότητα της σύναψης μιας δημοκρατικής ειρήνης με τη Ρωσία από τη θέση των δυνάμεων της Αντάντ και των ΕΠΑ.
Αυτή η προσέγγιση ήταν ριζικά διαφορετική από την άποψη της σοβιετικής αντιπροσωπίας. Δεν έθεταν καν θέμα για τη δυνατότητα μιας χωριστής συμφωνίας σ’ εκείνο το στάδιο. Επομένως, έχοντας λάβει υπόψη τις διαφορετικές απόψεις που υπήρχαν ανάμεσα στους συμμάχους (υπήρχε ακόμα ένας αριθμός περιοριστικών τροπολογιών στην απαντητική δήλωση), η σοβιετική αντιπροσωπία προσπάθησε πάνω απ’ όλα να εκμεταλλευτεί (κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους) το γεγονός ότι οι δυνάμεις της τετραπλής συμμαχίας είχαν, έστω και τυπικά, δεχτεί τη δική τους φόρμουλα για μια παγκόσμια ειρήνη. Αυτός ήταν ο πιο σοβαρός παράγοντας για τη σοβιετική πλευρά, εκείνη τη στιγμή, καθόσον ισχυροποιούσε τις εγγυήσεις ότι οι αρχές για ειρήνη που είχαν προταθεί από το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ θα έφταναν στις συνειδήσεις των πλατιών μαζών σ’ όλο τον κόσμο και θα ασκούσαν μια επαναστατική επίδραση.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, ο Γιόφε πρότεινε να ανακοινωθεί αναβολή δέκα ημερών, ώστε «οι λαοί των οποίων οι κυβερνήσεις δεν έχουν ακόμα συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για την παγκόσμια ειρήνη να έχουν την ευκαιρία να εξοικειωθούν με τις αρχές που τώρα έχουν εγκαθιδρυθεί για μια τέτοια ειρήνη».
Όμως, ήταν σημαντικό για τη Γερμανία και τους συμμάχους της να μην διακοπούν οι συνομιλίες, αλλά να προχωρήσουν πέρα από τη σφαίρα των κοινών διακηρύξεων και να ’ρθούν στο δρόμο των συγκεκριμένων προβλημάτων στις σχέσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές, εφόσον πράγματι επιδίωκαν μόνο μια χωριστή συνθήκη με τη Ρωσία.
Η τυπική αναγνώριση απομέρους τους, των δημοκρατικών αρχών που συνόδευαν τη διακήρυξη των Σοβιετικών, δεν ήταν παρά απλά και μόνο μια διπλωματική μανούβρα για να καλύψουν τις πραγματικές τους προθέσεις: οι κυβερνητικοί κύκλοι σ’ αυτές τις χώρες δεν θα παρέλειπαν να λάβουν υπόψη τους την απήχηση του σοβιετικού προγράμματος και δεν επιθυμούσαν να αποκαλύψουν την επιθετική φύση της πολιτικής τους μπροστά σ’ όλον τον κόσμο. Τα αληθινά σχέδια της τετραπλής συμμαχίας έγιναν καθαρά στις 15 (28) του Δεκέμβρη, όταν ο πρόεδρος της γερμανικής αντιπροσωπίας, φον Κίλμαν, παρέδοσε στη σοβιετική πλευρά εκμέρους της Αυστρο-Ουγγαρίας, ένα σχέδιο προτάσεων για το σύμφωνο ειρήνης που αφορούσε τις σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας.
Κρύβοντας την επιθετικότητά τους πίσω από φράσεις για δημοκρατία και αυτοδιάθεση των λαών, οι Αυστρο-Γερμανοί ιμπεριαλιστές, στην πραγματικότητα απαιτούσαν από τη Ρωσία την αναγνώριση του δικαιώματός τους να προσαρτήσουν εδάφη. Το πιο σημαντικό άρθρο του σχεδίου τους έλεγε: «Καθώς η ρωσική κυβέρνηση έχει ήδη διακηρύξει, σύμφωνα με τις αρχές της, το δικαίωμα, χωρίς εξαίρεση, όλων των εθνών που είναι μέρος του ρωσικού κράτους για αυτοδιάθεση, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της απόσχισης, τότε θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διακηρύξεις που εκφράζουν την επιθυμία των λαών που κατοικούν στην Πολωνία, Λετονία, Κουρλάνδη, και τμήματα της Εσθονίας και της Φιλανδίας, πάνω στο θέμα της πάλης τους να επιτύχουν πλήρη κρατική ανεξαρτησία, και να αποχωριστούν από το ρώσικο κράτος».
Σχολιάζοντας αυτή την πρόταση, οι γερμανοί αντιπρόσωποι ανακοίνωσαν ότι δήθεν έχουν στην κατοχή τους ντοκουμέντα που μαρτυρούν τις επιθυμίες των πληθυσμών των προαναφερθέντων περιοχών να μπουν κάτω από την προστασία της Γερμανίας η οποία «θα εγκαθιδρύσει ένα κατάλληλο καθεστώς εκεί».
Η σοβιετική αντιπροσωπία δεν θεώρησε ότι ήταν δυνατό να συζητήσει αυτή την πρόταση, και την ίδια ακριβώς μέρα ανακοινώθηκε μια αναβολή, την οποία εκμεταλλεύτηκε το Επιτροπάτο του Λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις για να προσπαθήσει να δόσει πάλι στις συνομιλίες για την ειρήνη έναν παγκόσμιο χαρακτήρα. Μ’ αυτό το σκοπό στο μυαλό του, ο Τρότσκι έστειλε μια ειδική έκκληση, στις 17 (30) Δεκέμβρη σ’ όλους τους λαούς και τις κυβερνήσεις των δυνάμεων της Αντάντ και των ΕΠΑ. Έδοσε μια λεπτομερή ανάλυση της ουσίας των δυο προγραμμάτων: του σοβιετικού, από τις 9 (22) Δεκέμβρη, και του συμμαχικού από τις 12 (25) Δεκέμβρη, και απευθύνθηκε στις αντίστοιχες κυβερνήσεις «με μια τελευταία πρόταση να πάρουν μέρος στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη». Κάνοντάς το αυτό, τόνισε ότι αν αυτές οι κυβερνήσεις συνεχίσουν να σαμποτάρουν το θέμα της παγκόσμιας ειρήνης, η ρωσική αντιπροσωπία θα ξαναρχίσει παρ’ όλα αυτά, τις συνομιλίες για την ειρήνη. Ολόκληρη η ευθύνη για την πιθανή εξέλιξη των γεγονότων σ’ αυτή την περίπτωση, συμπεριλαμβανόμενης της πιθανής συμφωνίας χωριστής ειρήνης ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία και τους συμμάχους της, θα έπεφτε στους ιμπεριαλιστικούς κύκλους των δυνάμεων της Αντάντ και των ΕΠΑ. Αυτή η έκκληση έμεινε επίσης αναπάντητη.
Σαν αποτέλεσμα, εξαιτίας των αγγλο-γάλλων και αμερικάνων ιμπεριαλιστών, η υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης οδηγήθηκε στο μηδέν.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, η σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε επίμονα να μεταφέρει τον τόπο των διαπραγματεύσεων σε ουδέτερη χώρα. Αυτό προέκυψε από την αναγκαιότητα να γίνουν οι συνομιλίες, που ήταν πια ανοιχτά χωριστές, όσο το δυνατόν πιο ανοιχτού χαρακτήρα. Στις 18 (31) Δεκέμβρη, το Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού αποφάσισε με πρόταση του Λένιν να μεταφέρει τις συνομιλίες της Ειρήνης στην Στοκχόλμη. Την επόμενη μέρα, μια κοινή συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ της Πετρούπολης και του Συνέδριου για την Αποστράτευση του Εθνικού Στρατού[5], συμφώνησε με την απόφαση και ανέθεσε στο ΣΕΛ να προχωρήσει «και να βάλει στην πράξη» την απόφαση να μεταφερθεί το συνέδριο της ειρήνης σε ουδέτερη χώρα. Μετά απ’ αυτό, ο Γιόφε έστειλε μια κατάλληλη δήλωση στις αντιπροσωπίες της τετραπλής συμμαχίας. Όμως, η εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής διαφάνειας στις συνομιλίες δεν περιλαμβάνονταν στα σχέδια των συμμάχων. Απέρριψαν τις προτάσεις της σοβιετικής πλευράς και ο τόπος των συνομιλιών παρέμεινε το Μπρεστ-Λιτόφσκ.
Αλλά πριν από την αποχώρηση της σοβιετικής αντιπροσωπίας στις 23 Δεκέμβρη 1917 (5 Γενάρη 1918), οι αντιπρόσωποι των κεντρικών αυτοκρατοριών έστειλαν ένα τηλεγράφημα στην αντιπροσωπία στο οποίο εμφανιζόταν ότι η Γερμανία και οι σύμμαχοί της θεωρούσαν τους εαυτούς τους απαλλαγμένους από τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από την ανακοίνωσή τους της 12 (25) Δεκέμβρη. Η λήξη της αναβολής των δέκα ημερών χρησιμοποιήθηκε σαν επίσημη δικαιολογία γι’ αυτό.
Σ’ αυτό το διάστημα, δεν είχε γίνει καμιά δήλωση από καμιά από τις άλλες εμπόλεμες χώρες για τη συμμετοχή τους στο συνέδριο για την ειρήνη. Αυτό περιέπλεξε περισσότερο την κατάσταση στην οποία η σοβιετική αντιπροσωπία έπρεπε να εργαστεί για το δεύτερο στάδιο των διαπραγματεύσεων. Οι γενικές γραμμές της τακτικής της αντιπροσωπίας είχαν προκαθοριστεί στη συνάντηση του ΣΕΛ στις 18 (31) Δεκέμβρη. Κρίνοντας από τα ντοκουμέντα αυτής της συνάντησης, τα οποία είναι δυστυχώς εξαιρετικά αποσπασματικά, οι όροι των Αυστρο-Γερμανών για την ειρήνη που δόθηκαν στις 15 (28) Δεκέμβρη έκαναν οδυνηρή εντύπωση στη σοβιετική κυβέρνηση.
Το πρόβλημα αναδύθηκε με μεγάλη οξύτητα: «Από την άποψη της κατάστασης του στρατού να προσπαθήσουμε να παρατείνουμε τις ειρηνευτικές συνομιλίες, ή είναι προτιμότερη μια επαναστατική οξεία και άμεση διακοπή των συνομιλιών εξαιτίας του γερμανικού επεκτατισμού, σαν μια αποφασιστική και σταθερή προσέγγιση που θα προετοίμαζε το έδαφος για τη δυνατότητα διεξαγωγής ενός επαναστατικού πολέμου;». Την ίδια στιγμή, το ζήτημα της άμεσης συμφωνίας ειρήνης πάνω σε επεκτατικές γραμμές και με όρους οικονομικά δύσκολους για τη Ρωσία, τέθηκε για πρώτη φορά. Μια μέρα πριν από τη συνάντηση του ΣΕΛ, αυτά τα ερωτήματα είχαν περιληφθεί σ’ ένα ερωτηματολόγιο που είχε υποβάλει τότε ο Λένιν σε μια ομάδα αντιπροσώπων του συνεδρίου του εθνικού στρατού για την αποστράτευση. Τα αποτελέσματα αυτού του ερωτηματολόγιου συζητήθηκαν από το ΣΕΛ στις 18 (31) Δεκέμβρη, σε σχέση με την αναφορά του Κριλένκο για την κατάσταση στο μέτωπο και τις συνθήκες στο στράτευμα.
Μπορούμε να κρίνουμε τη διάθεση των αντιπροσώπων που ερωτήθηκαν από τον Λένιν και την απάντηση στην οποία κατέληξαν ο Λένιν και τα άλλα μέλη της κυβέρνησης, στη βάση της ανάλυσης που έκαναν για το ερωτηματολόγιο, από την απόφαση που πάρθηκε από το ΣΕΛ. Ο Λένιν έγραψε το σχέδιο αυτής της απόφασης και υιοθετήθηκε μετά από μικρές τροπολογίες από τον Φ. Φ. Ρασκόλνικοφ. Το ΣΕΛ κατέληξε ότι ήταν βασικής σημασίας να παραταθούν οι διαπραγματεύσεις ειρήνης και να εναντιωθούν στις κινήσεις των Γερμανών να επιβάλουν τον ρυθμό τους.
Την ίδια στιγμή, δόθηκαν οδηγίες να διεξαχθεί μια συγκεντρωποιημένη προπαγανδιστική καμπάνια ενάντια στον επεκτατισμό των Γερμανών. Να εξασφαλιστεί η μεταφορά των διαπραγματεύσεων στην Στοκχόλμη. Να ενταθεί η προσπάθεια για την αναδιάρθρωση του στρατού και την υπεράσπιση της Πετρούπολης, επίσης να διεξαχθεί μια προπαγανδιστική και αγκιτατόρικη καμπάνια υπέρ της ανάγκης ενός επαναστατικού πολέμου. Δεν υπήρχε αναφορά στην απόφαση για την πιθανότητα υπογραφής μιας επεκτατικής συμφωνίας ειρήνηςειρήνης[6].
Τότε πάρθηκε μια απόφαση να αλλάξει η σύνθεση της αντιπροσωπίας. Οι Γιόφε, Κάμενεφ, Ποκρόφσκι, Μπιτσέρκο, Κάραχαν, επίσης οι στρατιωτικοί σύμβουλοι Α. Σαμοΐλο και Β. Λίπσκι, και οι Κ. Β. Ράντεκ, Π. Ι. Στούτσκα, Σ. Γ. Μπομπίνσκι, και ο Β. Σ. Μπσκιαβίκους-Καπτσουκάτς, σαν σύμβουλος για τις υποθέσεις των εθνοτήτων. Λίγο αργότερα, ο Κομισάριος του Λαού για την Κρατική Περιουσία και ένας από τους ηγέτες των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, ο Β. Α. Καρέλιν, πήρε μέρος στην αντιπροσωπία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα εξαιρετικά πολύπλοκα καθήκοντα που είχε να αντιμετωπίσει η αντιπροσωπία, ο Τρότσκι, Κομισάριος του Λαού για τις Εξωτερικές Υποθέσεις αποφασίστηκε να είναι ο πρόεδρος της αντιπροσωπίας. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, ο Λένιν χαρακτήρισε την αποστολή του επικεφαλής της αντιπροσωπίας με αυτόν τον τρόπο:
«Για να παρατείνουμε τις συνομιλίες χρειαζόμαστε κάποιον που είναι καλός στο να τις παρατείνει». Ο Τρότσκι έγραψε, «Στο Σμόλνι αλλάξαμε την άποψή μας, με λίγα λόγια σχετικά με τη γενική γραμμή των διαπραγματεύσεων. Στο μεταξύ βάλαμε στην άκρη το θέμα για το αν θα έπρεπε να υπογράψουμε η όχι: ήταν αδύνατον να πεις πως θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις, τι επίδραση θα είχαν στην Ευρώπη, και τι είδους κατάσταση θα εμφανιζόταν»[7].
Το δεύτερο στάδιο της διάσκεψης για την ειρήνη άρχισε στο Μπρεστ-Λιτόφσκ στις 27 Δεκέμβρη 1917 (9 Γενάρη 1918). Οι πρώτες δυο μέρες ήταν αφιερωμένες σε μια επίσημη έκθεση της θέσης που και οι δυο πλευρές είχαν πάρει μέχρι τότε σχετικά με τις γενικές αρχές μιας μελλοντικής ειρήνης. Οι αρχηγοί της αντιπροσωπίας των κεντρικών δυνάμεων επαναβεβαίωσαν την απόρριψη των δεσμεύσεων που θα αναλάμβαναν σύμφωνα με τη νότα της 12 (25) Δεκέμβρη, αλλά συνέχισαν να κρύβουν τις επιθετικές τους προθέσεις, συζητώντας για «αυτοδιάθεση» των κατεχόμενων περιοχών. Ο Τρότσκι αποφασιστικά διαχώρισε τη θέση του και τους έδοσε να καταλάβουν ότι η σοβιετική αντιπροσωπία δεν θα έπαιρνε μέρος σε κανενός είδους μυστικές συμφωνίες. Δήλωσε: «Το θεωρούμε καθήκον μας να αναγνωρίσουμε καθαρά και με ακρίβεια ότι η ειρήνη με τις τέσσερεις δυνάμεις τής συμμαχίας είναι δυνατή τώρα, χωρίς να χρησιμοποιηθεί πίεση, ενάντια στους Πολωνούς, Λιθουανούς, Λετονούς, Εσθονούς, Αρμένιους και στους άλλους λαούς, στους οποίους η Ρωσική Επανάσταση παρέχει το πλήρες δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, χωρίς κανένα περιορισμό, και χωρίς να έχει κρυφές προθέσεις».
Ο λόγος του Τρότσκι έκφραζε τις πάνω σε αρχές επιδιώξεις της σοβιετικής κυβέρνησης για μια αληθινά δημοκρατική συνθήκη ειρήνης. Ο Τρότσκι τόνισε: «Η κυβέρνησή μας έγραψε “ειρήνη” πάνω-πάνω στο πρόγραμμά της, αλλά την ίδια στιγμή έχει την υποχρέωση απέναντι στο λαό να υπογράψει μόνο μια σαφή και δημοκρατική ειρήνη... Από τη δική μας πλευρά τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όπως και πριν, θέλουμε μια γρήγορη ειρήνη, στηριγμένη στη συμφωνία των λαών».
Ζητήματα που αφορούσαν την ουσία της έννοιας «η αυτοδιάθεση των λαών» ήταν στο κέντρο της συζήτησης ανάμεσα στους συμμετέχοντες στη διάσκεψη. Η συζήτηση πήρε τη μορφή μιας θεωρητικής διαμάχης. Ποιά όργανα μπορούν να πραγματοποιήσουν την αυτοδιάθεση; Σε ποιό στάδιο το κράτος προβάλει σαν νομικό σώμα; Είναι δυνατή η ελεύθερη βούληση των λαών κάτω από ένα καθεστώς κατοχής; κλπ. Με πρόταση του Κίλμαν, και τα δύο μέρη εξέθεσαν τις απόψεις τους γραπτά, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν διαμετρικά αντίθετες. Παρόλα αυτά, ο Τρότσκι επέμενε ότι ήταν αναγκαίο να βρεθεί μια παραλλαγή κοινά αποδεχτή, σαν συμφωνία. Η σοβιετική αντιπροσωπία παρέτεινε τις συνομιλίες. Δεν μπορούσε ούτε ήθελε να κάνει έναν συμβιβασμό ανάμεσα στη δημοκρατική αρχή της αυτοδιάθεσης και στο δικαίωμα της προσάρτησης εδαφών στη βάση της κατοχής τους, αλλά η συζήτηση έδοσε στην αντιπροσωπία την ευκαιρία να στηρίξει εμπεριστατωμένα την προσέγγισή της στο ζήτημα του δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση, πράγμα που ήταν σημαντικό, από την άποψη της αγκιτάτσιας και της προπαγάνδας.
Στις 5 (18) του Γενάρη η συζήτηση διακόπηκε. Οι αντιπροσωπίες των κεντρικών δυνάμεων παρουσίασαν στη σοβιετική αντιπροσωπία τους όρους τους για μια ξεχωριστή ειρήνη με τη Ρωσία, με την μορφή τελεσίγραφου. Οι κύριες εδαφικές απαιτήσεις προέρχονταν από τη Γερμανία. Απαιτούσε, όχι μόνο η Πολωνία, η Λετονία, περιοχές της Εσθονίας και της Λιθουανίας, αλλά και ένα σημαντικό μέρος της Λευκορωσίας, να αποσχιστούν από τη Ρωσία. Αυτοί ήταν ακόμη χειρότεροι όροι για μια συνθήκη ειρήνης από τους όρους που διατυπώθηκαν στο Αυστρο-Γερμανικό σχέδιο ειρήνης της 15 (28) Δεκέμβρη.
Η πορεία των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη επηρεάστηκε σημαντικά από τη θέση της Ουκρανικής αντιπροσωπίας, καθώς εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των αστών-εθνικιστών της Κεντρικής Ράντα στη συνδιάσκεψη –του οργάνου εξουσίας της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας (ΟΛΔ). Την εποχή των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, η έκταση της ΟΛΔ περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας. Το Δεκέμβρη του 1917, η Σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε να αναγνωρίσει την ΟΛΔ, και ο αντιπρόσωπος της Ράντα, Ν. Λιουμπλίνσκι, έφτασε στο Μπρεστ-Λιτόφσκ αμέσως μετά. Στην πρώτη φάση των συνομιλιών, ο Λιουμπλίνσκι πήρε μέρος στη συζήτηση όλων των ζητημάτων τα οποία τέθηκαν στη σοβιετική αντιπροσωπία και έπαιξε στην πραγματικότητα το ρόλο του συμβούλου της αντιπροσωπίας.
Μια αντιπροσωπία από το Κίεβο έφτασε στο Μπρεστ-Λιτόφσκ για το δεύτερο στάδιο της συνδιάσκεψης, με επικεφαλής τον Γκολουμπόβιτς, έναν από τους ηγέτες της Κεντρικής Ράντα. Φυσικά, η σοβιετική αντιπροσωπία είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα τι στάση θα κρατήσει απέναντι σ’ αυτή την αντιπροσωπία.
Μια και η ΡΣΟΣΔ αναγνώριζε την ΟΛΔ, οι σοβιετικοί αντιπρόσωποι ήταν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν την εγκυρότητα των Ουκρανών εθνικιστών.
Η σοβιετική αντιπροσωπία δεν μπορούσε να αποφασίσει για ζητήματα που είχαν άμεση σχέση με την τύχη της Ουκρανίας χωρίς τη συμφωνία της αντιπροσωπίας της ΟΛΔ. Επιπλέον, οι σοβιετικοί αντιπρόσωποι έτρεφαν ακόμη την ελπίδα, που πήγαζε από το πρώτο στάδιο των συνομιλιών, ότι θα ήταν δυνατό να συνεργαστούν με την αντιπροσωπία της ΟΛΔ. Αρχικά φάνηκε ότι αυτή η ελπίδα ήταν βάσιμη: στην αρχή της δεύτερης φάσης των συνομιλιών, κρίνοντας από την αναφορά του Κάραχαν και τις επίσημες δηλώσεις του Τρότσκι, η ουκρανική αντιπροσωπία παρέμεινε πιστή στην πρόταση των αντιπροσώπων της ΡΣΟΣΔ να μην γίνουν καθόλου μυστικές συνομιλίες με Γερμανούς ή Αυστριακούς.
Ήταν αυτές οι περιστάσεις –και όχι κανενός είδους «προδοτικές προθέσεις»– που οδήγησαν τον Τρότσκι στις 28 του Δεκέμβρη 1917 (10 Γενάρη 1918) να εκφράσει τη στάση της σοβιετικής αντιπροσωπίας απέναντι στην απόφαση της αντιπροσωπίας της ΟΛΔ να πάρει μέρος στις συνομιλίες με τους παρακάτω όρους: «Έχοντας ακούσει το υπόμνημα της ουκρανικής αντιπροσωπίας να διαβάζεται από τον Γενικό Γραμματέα (της κυβέρνησης –Α. Παντσόφ) της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας και ενεργώντας σε πλήρη συμφωνία με την αναγνώριση του δικαιώματος του κάθε έθνους για αυτοδιάθεση μέχρι την απόσχιση, η ρωσική αντιπροσωπία δηλώνει ότι από τη μεριά της δεν έχει καμία αντίρρηση να συμμετάσχει η ουκρανική αντιπροσωπία στις συνομιλίες για την ειρήνη»[8]. Την ίδια στιγμή, ο Τρότσκι τόνισε ιδιαίτερα την ημιτελή φύση του προτσές της αυτοδιάθεσης για την Ουκρανία, κάνοντας ταυτόχρονα καθαρό ότι αναγνώριζε προσωρινά το κύρος της αντιπροσωπίας της ΟΛΔ, με άλλα λόγια, μέχρι να ολοκληρωθεί το προτσές, μέχρι η σοβιετική εξουσία να κερδίσει μια τελική και οριστική νίκη στο έδαφος της Ουκρανίας.
Σύντομα φάνηκε ότι η νομιμοφροσύνη που είχε δείξει η αντιπροσωπία της ΟΛΔ στους αντιπρόσωπους της Σοβιετικής Ρωσίας δεν ήταν παρά μια μανούβρα. Οι Ουκρανοί εθνικιστές προσπαθούσαν να συνάψουν μια ξεχωριστή συμφωνία ειρήνης με τον Αυστρο-Γερμανικό ιμπεριαλισμό, με σκοπό να τσακίσουν το σοβιετικό κίνημα στην Ουκρανία. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορούσε να υπάρξει ούτε συζήτηση για «συνεργασία» με την Ράντα. Στις 2 (15) του Γενάρη, ο Τρότσκι έστειλε μια επίσημη διαμαρτυρία στην ουκρανική αντιπροσωπία, στην οποία ιδιαίτερα έλεγε: «Καθώς αυτό αφορά τα ζωτικά συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών της Ρωσίας και της Ουκρανίας, εμείς όχι μόνο αποποιούμαστε δημόσια κάθε ευθύνη για τις συνομιλίες σας, αλλά και απευθύνουμε άμεση έκκληση στην Ουκρανική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή στο Χάρκοβο, καλώντας την να πάρει μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα συμφέροντα της ΟΛΔ προστατεύονται επαρκώς από τα χωρίς αρχές, προδοτικά και παρασκηνιακά παιχνίδια που παίζονται από τους αντιπροσώπους της Γενικής Γραμματείας»[9].
Στις 5 (18) του Γενάρη, με πρόταση του Τρότσκι, ανακοινώθηκε αναβολή των συνομιλιών. Οι επίσημοι λόγοι γι’ αυτή τη διακοπή ήταν το τελεσίγραφο που παρουσίασαν οι κεντρικές δυνάμεις την ίδια εκείνη μέρα.
Αλλά, στην πραγματικότητα, ο Τρότσκι είχε λάβει μια αίτηση από τον Λένιν και τον Στάλιν στις 3 του Γενάρη, στην οποία του ζητούσαν να κανονίσει μια αναβολή και να φύγει για το Πέτρογκραντ. Αυτή η αίτηση ήταν η απάντηση του Λένιν στο γράμμα που ο Τρότσκι του είχε στείλει, την παραμονή των συνομιλιών του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Στο γράμμα του, ο Τρότσκι είχε για πρώτη φορά διατυπώσει την ιδέα μιας αποχώρησης από τις διαπραγματεύσεις, που απειλούσαν να μετατραπούν σε ένα γερμανικό τελεσίγραφο[10].
Για να καταλάβουμε τη θέση του, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα εξής: Ο Τρότσκι θεωρούσε τη διάσκεψη του Μπρεστ-Λιτόφσκ σαν μια ευνοϊκή ευκαιρία να επαναστατικοποιήσει το διεθνές εργατικό κίνημα, και αυτή η στάση δεν διέφερε από εκείνη του Λένιν: όπως ακριβώς και ο Λένιν, θεωρούσε σημαντικό να χρησιμοποιήσει τις συνομιλίες, παρατείνοντάς τες όσο το δυνατό περισσότερο, με σκοπό να δόσει στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο προλεταριάτο χρόνο για να συλλάβει αυτό καθαυτό το γεγονός της Οκτωβριανής Επανάστασης και, ιδιαίτερα, την πολιτική της επανάστασης για μια καθολική δημοκρατική ειρήνη. «Η τακτική του Τρότσκι να παρατείνει όσο το δυνατό περισσότερο τις συνομιλίες ήταν σωστή», σημείωσε ο Λένιν.
Την ίδια στιγμή, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ελπίδες για την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης πάνω στις αρχές που διατυπώθηκαν στο Διάταγμα για την ειρήνη έσβησαν η μια μετά την άλλη στην πορεία των συνομιλιών (πρώτα η ελπίδα για υπογραφή μιας παγκόσμιας ειρήνης, έπειτα η ελπίδα για την υπογραφή μιας δημοκρατικής ειρήνης), το ζήτημα πως θα βρεθεί μια διέξοδος απ’ αυτή την κρίση τέθηκε οξύτατα. Αναλύοντας την κατάσταση κατά τα ταξίδια του στην πρώτη γραμμή, αναλύοντας επίσης τα ίδια τα ταξίδια, ο Τρότσκι τελικά πείστηκε ότι σε περίπτωση κατάρρευσης των συνομιλιών, η Σοβιετική Ένωση δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στους Γερμανούς, ακόμη και με το σύνθημα ενός «επαναστατικού πολέμου».
Ο Τρότσκι θυμόταν: «Όταν για πρώτη φορά διέσχιζα την πρώτη γραμμή στο δρόμο για το Μπρεστ-Λιτόφσκ, οι οπαδοί μας στα χαρακώματα δεν μπορούσαν να προετοιμάσουν ούτε μια ουσιώδη διαμαρτυρία ενάντια στις τερατώδεις απαιτήσεις των Γερμανών. Τα χαρακώματα ήταν σχεδόν άδεια... Ειρήνη, Ειρήνη με οποιοδήποτε τίμημα!... Το αδύνατο μιας παράτασης του πολέμου ήταν φανερό».
Παρ’ όλο που αντιλαμβάνονταν την κατάσταση, ο Τρότσκι συνέχισε να θεωρεί απαράδεκτο να υπογράψει επίσημα μια προσαρτιστική συνθήκη με την Γερμανία και τους συμμάχους της, στη βάση του συμμαχικού τελεσίγραφου. Είχε πειστεί ότι ήταν ουσιαστικό να δοθεί στους εργάτες της Ευρώπης μια αδιάσειστη απόδειξη ότι εγκαταλείπαμε μόνο προσωρινά τις αρχές μας για μια δημοκρατική ειρήνη, κάτω από την απειλή της ξιφολόγχης.
Αλλιώς οι ιμπεριαλιστές θα μπορούσαν να παρουσιάσουν τις συνομιλίες για ειρήνη σαν μια «κωμωδία με επιδέξια μοιρασμένους ρόλους» και την ίδια στιγμή να αποδυναμώσουν την επιρροή του Οκτώβρη πάνω στις μάζες. Ήταν αυτές ακριβώς οι ιδέες που τον οδήγησαν να επινοήσει την φόρμουλα: «Βάζουμε ένα τέλος στον πόλεμο, αποστρατεύουμε το στράτευμα, αλλά δεν υπογράφουμε την ειρήνη».
Πράγματι, στην περίπτωση που οι Γερμανοί θα ήταν ανίκανοι να εξαπολύσουν επίθεση (και υπήρχαν πολλοί κομματικοί ηγέτες που προηγούμενα υπολόγιζαν σ’ αυτό το ενδεχόμενο), αυτή η θέση θα ήταν η πιο αποδεκτή για τους μπολσεβίκους, κυρίως για τα διεθνιστικά τους σχέδια. Είναι αλήθεια ότι η πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου συνοδευόταν από έναν τεράστιο κίνδυνο. Αν ξανάρχιζαν την επίθεσή τους οι Γερμανοί, στη συνέχεια ήταν σίγουρο ότι θα έθεταν στη Σοβιετική Ρωσία πολύ χειρότερους όρους για μια συνθήκη ειρήνης (αν τελικά έθεταν κάποιους). Η Ρωσία θα έπρεπε να δόσει στους Γερμανούς ένα μεγαλύτερο μέρος εδαφών απ’ αυτά που είχαν απαιτήσει στο τελεσίγραφο τής 5 (18) του Γενάρη 1918, το οποίο η σοβιετική αντιπροσωπία απέρριψε. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους η σοβιετική ιστοριογραφία θεώρησε την ιδέα του Τρότσκι «προδοτική». Παρ’ όλα αυτά, είναι φανερό από τα παραπάνω ότι δεν υπήρχε τίποτα το προδοτικό σ’ αυτά. Για την πλειοψηφία των ρώσων κομμουνιστών, οι καθαρά εδαφικές παραχωρήσεις στη Γερμανία δεν είχαν τόσο μεγάλη σημασία: όλοι προσδοκούσαν μια παγκόσμια επανάσταση η οποία τελικά θα έλυνε όλα τα εδαφικά ζητήματα. Αυτός ήταν ο λόγος για την παράταση των ειρηνευτικών συνομιλιών, αλλιώς θα έπρεπε να είχαν υπογράψει την ειρήνη τον Δεκέμβρη, όταν οι όροι ήταν λιγότερο επαχθείς.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η ιδέα του Τρότσκι είναι πέρα από κάθε κριτική. Πρώτο, σε περίπτωση μιας γρήγορης προέλασης του εχθρού, ο ρωσικός στρατός μπορούσε να χάσει όλο το πυροβολικό του και ένα σημαντικό μέρος του στρατιωτικού εξοπλισμού του. Ακόμη και αν είχε υπογραφεί μια συνθήκη ειρήνης μ’ αυτούς τους όρους, η Σοβιετική Ρωσία θα είχε βγει από τον πόλεμο πολύ αποδυναμωμένη. Δεύτερο, ο κίνδυνος να μην πάρουν μέρος οι Γερμανοί σε συνομιλίες για ειρήνη με τους Σοβιετικούς, στη διάρκεια της ανάπτυξης της επίθεσής τους, δεν μπορούσε να αποκλειστεί εντελώς. Αυτός ο κίνδυνος, όμως, φαινόταν αρκετά εφήμερος σε πολλούς κομματικούς ηγέτες.
«Με την καταγγελία του πολέμου και την αποστράτευση του στρατού, στερούμε τους Γερμανούς από την ευκαιρία να μας επιτεθούν, καθώς ο Χίντεμπουργκ δεν θα μπορεί να εξαναγκάσει τους γερμανούς στρατιώτες να συνεχίσουν την επίθεση ενάντια σε άδεια χαρακώματα». Αυτά τόνιζε σε ένα γράμμα της σε μια τοπική κομματική επιτροπή η Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων. «Μια τέτοια στάση θα μας δόσει επίσης ένα χρονικό πλεονέκτημα, αλλά, αν είναι απαραίτητο, δεν θα είναι ποτέ πολύ αργά για μας να συνάψουμε μια έκδηλα προσαρτιστική ειρήνη».
Παρ’ όλα τα μειονεκτήματά της, πρέπει να σημειωθεί ότι η ιδέα του Τρότσκι είχε και σημαντικά πλεονεκτήματα. Ιδιαίτερα δεν άφηνε περιθώρια να κατηγορηθούν οι Μπολσεβίκοι ότι πρόδιναν τις αρχές μιας παγκόσμιας δημοκρατικής ειρήνης. Στερούσε τις δυνάμεις της Αντάντ από μια τυπική δικαιολογία για να επέμβουν ενάντια στη «Ρωσία που παραβίαζε το συμμαχικό της χρέος». Εξομάλυνε αρκετά τις εξαιρετικά σημαντικές διαφορές οι οποίες είχαν γίνει εμφανείς μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα και στο κόμμα των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, αμέσως μετά τη δημοσίευση των Αυστρο-γερμανικών όρων για μια συνθήκη ειρήνης της 15 (28) Δεκέμβρη.
Στα τέλη του Δεκέμβρη 1917 –αρχές Γενάρη 1918– μια ομάδα είχε σχηματιστεί και στα δυο κόμματα. Καθαρά αντίθετη στη συνέχιση των συνομιλιών με την αντιπροσωπία της συμμαχίας των τεσσάρων. Στην Ολομέλεια του Περιφερειακού Γραφείου της Μόσχας των Μπολσεβίκων στις 28 Δεκέμβρη 1917 (10 Γενάρη 1918), οι «αριστεροί» πρότειναν ένα ψήφισμα που δήλωνε ότι ήταν σημαντικό να τερματιστούν οι συνομιλίες για την ειρήνη με την ιμπεριαλιστική Γερμανία, και επίσης «να διακοπούν όλες οι διπλωματικές σχέσεις με όλους τους βεβαιωμένους ληστές κάθε χώρας...» και κήρυσσε «την άμεση δημιουργία ενός εθελοντικού επαναστατικού στρατού και έναν ανελέητο πόλεμο ενάντια στην μπουρζουαζία ολόκληρου του κόσμου, στο όνομα των ιδεών του παγκόσμιου σοσιαλισμού».
Καθώς οι συνομιλίες του Μπρεστ-Λιτόφσκ πλησίαζαν στο κρίσιμο σημείο τους, ο αριθμός αυτών που ήταν αντίθετοι στη συνέχιση των συνομιλιών μεγάλωνε. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, μια απλή αποδοχή του γερμανικού τελεσίγραφου μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση μέσα στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα. Όπως είπε ο Τρότσκι στον Λένιν: «Αν η Κεντρική Επιτροπή αποφασίσει να υπογράψει τους γερμανικούς όρους ειρήνης επηρεαζόμενη αποκλειστικά από το προφορικό τελεσίγραφο, κινδυνεύουμε να προκαλέσουμε ένα σχίσμα στο κόμμα. Το κόμμα μας είναι ανάγκη να ενημερωθεί για την πραγματική κατάσταση των ζητημάτων, όπως και οι εργάτες της Ευρώπης». Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν ότι αυτά τα λόγια περιείχαν πολύ λογική. Κατά την περίοδο του τελεσίγραφου των κεντρικών κυβερνήσεων, το Γενάρη, η «αριστερή» αντιπολίτευση ασκούσε ισχυρή επιρροή μέσα στο Κόμμα. Η θέση της ισχυροποιήθηκε το Φλεβάρη. Ο Μπουχάριν ήταν ο αναγνωρισμένος ηγέτης και ο κύριος θεωρητικός των «αριστερών».
Οι «αριστεροί κομμουνιστές» στήριζαν την ιδέα τους για μια άμεση διακοπή των συνομιλιών του Μπρεστ-Λιτόφσκ και για μια άμεση μετάβαση σε ένα «επαναστατικό πόλεμο» ενάντια στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, με μια σειρά επιχειρημάτων, τόσο γενικών αρχών, όσο και μιας συγκεκριμένης ιστορικής φύσης. Και, αν οι πρώτες ήταν το αποτέλεσμα ενός απεριόριστου επαναστατικού ρομαντισμού, τα δεύτερα ήταν, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μπουχάριν, βασισμένα πάνω στους πιο σοβαρούς και ψυχρούς υπολογισμούς. Η ιστοριογραφία έχει ήδη επιστήσει την προσοχή μας σ’ αυτό, αλλά για την πλειοψηφία των σοβιετικών ιστορικών, οι «αριστεροί κομμουνιστές» παραμένουν αδίστακτοι τυχοδιώκτες και ρομαντικοί. Είναι αλήθεια ότι τώρα, με την αποκατάσταση του Μπουχάριν, η φιλολογία κατά κανόνα τονίζει την τιμιότητα και την ευθύτητα με την οποία οι «αριστεροί» υποστήριζαν τις αρχές τους.
Στην περίπτωση που εξετάζουμε, οι ερευνητές ακολουθούν κατά γράμμα τον Λένιν, τον κύριο αντίπαλο του Μπουχάριν και των ομοϊδεατών του, και κατεύθυναν την κριτική τους ενάντια στην υπερεπαναστατική φρασεολογία του τελευταίου.
Στο δεύτερο στάδιο των ειρηνευτικών συνομιλιών, ο Λένιν σταδιακά άρχισε να αντιλαμβάνεται την αληθινή κατάσταση στο σοβιετο-γερμανικό μέτωπο και τους κινδύνους οποιωνδήποτε ριψοκίνδυνων πειραμάτων στις σοβιετικές σχέσεις με τη Γερμανία. Γι’ αυτόν το λόγο ο Λένιν θεώρησε το σχέδιο του Τρότσκι «αμφιλεγόμενο», αμέσως μόλις του έγινε γνωστό, στις 3 (16) του Γενάρη.
Παρόλο που το σχέδιο δεν είχε τίποτα το κοινό με τις προτάσεις των «αριστερών κομμουνιστών», ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο. Ο Λένιν πρότεινε στον Τρότσκι να αναβάλει την τελική του εφαρμογή μέχρι να παρθεί απόφαση στο Πέτρογκραντ.
Ο Λένιν για πρώτη φορά πήρε σοβαρά υπόψη του την πιθανότητα μιας ξεχωριστής ειρήνης με προσαρτήσεις με την Γερμανία και τους συμμάχους της, αμέσως μόλις του έγιναν γνωστοί οι όροι των Αυστρο-Γερμανών της 15 (28) Δεκέμβρη. Έθεσε αυτό το ζήτημα σε ένα από τα προσχέδιά του, στα τέλη του Δεκέμβρη (αρχές Γενάρη), μαζί με ζητήματα που απαιτούσαν μια άμεση λύση. Με την άφιξη του Τρότσκι στο Πέτρογκραντ (προφανώς έφτασε στις 7 (20) Γενάρη), ο Λένιν ήταν ήδη πεπεισμένος για την ανάγκη να συναφθεί ξεχωριστή ειρήνη άμεσα.
Ο Λένιν ανέπτυξε τις σκέψεις του πάνω σ’ αυτό το ζήτημα με τη μορφή θέσεων, που τις διάβασε στην έκτακτη συνάντηση μελών της Κεντρικής Επιτροπής, και στελεχών του Κόμματος στις 8 (21) Γενάρη. Δυο πολύ σημαντικοί λόγοι έκαναν αναπόφευκτη την υπογραφή μιας άμεσης ειρήνης με προσαρτήσεις –η πτώση του ηθικού του ρωσικού στρατού, και το αδύνατο να προβλεφθεί ο χρόνος της Γερμανικής Επανάστασης. Ο Λένιν πίστευε ότι θα ήταν απολύτως αδύνατο να διεξαχθεί ένας επαναστατικός πόλεμος στις δεδομένες περιστάσεις «γιατί ο στρατός που αποτελείται από αγρότες, ανυπόφορα εξαντλημένος από τον πόλεμο, θα ανατρέψει την σοσιαλιστική εργατική κυβέρνηση με τις πρώτες απώλειες, πιθανόν σε ένα διάστημα εβδομάδων παρά μηνών». Παλεύοντας να επιτύχει μια ανάπαυλα στο γερμανικό μέτωπο, με σκοπό «να λύσουμε τα χέρια μας για να κερδίσουμε μια νίκη ενάντια στην μπουρζουαζία πρώτα στη δική μας χώρα και να ρυθμίσουμε μια πλατιά και μαζική οργάνωση της εργασίας», ο Λένιν πρότεινε απόρριψη της τακτικής της τεχνητής παράτασης των συνομιλιών. Στο υστερόγραφο των θέσεών του, απέδοσε τη νέα τακτική θέση του σε μια αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών, μια διαφορετική κοινωνικο-οικονομική και πολιτική κατάσταση απ’ αυτή που βρισκόταν η Σοβιετική Ρωσία πριν.
Στη σύνοδο της Κ.Ε.[11] ήταν παρόντα 63 άτομα. Μετά τη συζήτηση γύρω από τις Θέσεις του Λένιν έγινε ψηφοφορία η οποία έδειξε ότι η πλειοψηφία των παρόντων δεν δεχόταν τις απόψεις του Λένιν. Υπέρ ψήφισαν μόνο 15 και 32 ψήφισαν υπέρ ενός άμεσου επαναστατικού πολέμου και 15 έμειναν πιστοί στη θέση του Τρότσκι: Μετά απ’ αυτό τέθηκε υπό συζήτηση στην Κ.Ε. το θέμα τής υπογραφής ειρήνης και ο Λένιν απέτυχε γι’ άλλη μια φορά να εξασφαλίσει την πλειοψηφία.
Η πρόταση του Τρότσκι εξασφάλισε την πλειοψηφία (9 έναντι 7 ψήφων) στη Σύνοδο της Κ.Ε. στις 11 Γενάρη (24 Γενάρη). Η θέση του υιοθετήθηκε από τα «αριστερά» μέλη της Κ.Ε. ιδίως, οι οποίοι υπολόγιζαν ότι η πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου θα είχε σαν αποτέλεσμα έναν επαναστατικό πόλεμο.
Αντίθετα με τον Τρότσκι και τους οπαδούς του, οι «Αριστεροί» στην εποχή εκείνη ήταν προφανώς εντελώς απαισιόδοξοι στην εκτίμησή τους για μια ενδεχόμενη επανάληψη των ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης σε περίπτωση που η Βέρμαχτ περνούσε στην επίθεση. Μαντεύοντας τη διάθεσή τους, ο Λένιν τροποποιούσε μερικώς τη θέση του μέχρι και τη στιγμή της τελικής ψηφοφορίας: Δεν επέμενε πλέον σε άμεση υπογραφή ειρήνης αλλά πρότεινε να παραταθεί η Ειρηνευτική Συνδιάσκεψη με κάθε δυνατό τρόπο. Η πρόταση αυτή υιοθετήθηκε με ψήφους 12 έναντι 1. Μόνον ο Ζινόβιεφ επέμενε να υπογραφεί αμέσως μια συνθήκη ειρήνης με προσαρτήσεις, τονίζοντας το γεγονός ότι οι όροι μιας τέτοιας ειρήνης θα χειροτέρευαν διαρκώς όσο η Σοβιετική Ένωση χρονοτριβούσε.
Την επόμενη μέρα σε μια Κοινή Σύσκεψη των Κεντρικών Επιτροπών του Μπολσεβίκικου Κόμματος και των Αριστερών Εσέρων η πλειοψηφία ενέκρινε την άποψη Τρότσκι και αποφασίστηκε να παρουσιαστεί αυτή η θέση για συζήτηση στο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Οι υπέρμαχοι της υπογραφής ειρήνης φαίνονταν πάλι μειοψηφία: εκείνη τη στιγμή, εκτός από τον Λένιν και τον Ζινόβιεφ μόνο οι Άρτεμ, Σεργκέβιεφ, Σβερντλόφ, Σμίλγκα, Σοκόλνικοφ, Στάλιν και Στάσοβα[12] από την μπολσεβίκικη Κεντρική Επιτροπή ψήφισαν υπέρ της ειρήνης –ο Μουράνοβ πήγε μαζί τους λίγο αργότερα.
Η Σπιριντόνοβα, ο Κολεγκάγιεβ, ο Τρουνόβσκι, ο Μάλιν και ο Μπιστέικα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος των Αριστερών Εσέρων υποστήριξαν την ιδέα της ειρήνης. [13]. Όπως παρατήρησε ο Τρότσκι στη συνέχεια, αυτή η απόφαση που πάρθηκε από τις Κεντρικές Επιτροπές των 2 κυβερνώντων κομμάτων επικυρώθηκε με την έκδοση ενός Διατάγματος του Σοβναρκόμ, σύμφωνα με την επικρατούσα τακτική.
Αντίφαση
Το Τρίτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ υιοθέτησε στις 14 Γενάρη (27 Γενάρη) μια απόφαση πάνω στο ζήτημα της ειρήνης, σχεδιασμένη από τον Τρότσκι. Οι αντιπρόσωποι έδοσαν την έγκρισή τους σε όλες τις δηλώσεις και προσπάθειες που είχε κάνει η σοβιετική κυβέρνηση με στόχο να πετύχει μια παγκόσμια δημοκρατική ειρήνη και χρέωσαν την αντιπροσωπία «να προασπίσει τις αρχές της ειρήνης στη βάση του προγράμματος της Ρωσικής Επανάστασης». Το Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ δεν έδοσε στην αντιπροσωπία συγκεκριμένες οδηγίες, αλλά άφησε τις δυο Κεντρικές Επιτροπές να πάρουν την απόφαση και έδοσε στο Σοβναρκόμ ελευθερία κινήσεων στην εκτέλεση της απόφασης.
Παρ’ όλα αυτά, ένα μέρος της ηγεσίας των Αριστερών Κομμουνιστών εντόπισε μια αντίφαση ανάμεσα στην απόφαση του Συνεδρίου και την απόφαση που πέρασε από τις δυο Κεντρικές Επιτροπές. Η διαφορά βρισκόταν στο ότι η απόφαση δεν περιείχε μια ξεκάθαρη άρνηση κάθε πιθανότητας υπογραφής μιας Ειρηνευτικής Συμφωνίας. Με αυτή την αιτιολογία έστειλαν μια δήλωση στην Κ.Ε. στις 15 Γενάρη (28 Γενάρη) με αίτημα να καλεστεί μια κομματική Συνδιάσκεψη, μέσα σε μια βδομάδα για να αποφασίσει τελεσίδικα πάνω στο ζήτημα της Ειρήνης. Το αίτημα απορρίφθηκε από την Κεντρική Επιτροπή. Ακόμα και μερικά «αριστερά» μέλη της Κεντρικής Επιτροπής τοποθετήθηκαν κατά, συμπεριλαμβανομένου και του Ουρίτσκι, ο οποίος τόνισε ιδιαιτέρα τα παρακάτω: «Ήταν η θέση του Τρότσκι, δηλαδή η ίδια θέση που είχε η Κ.Ε., η οποία υποστηρίχθηκε στο Συνέδριο των Σοβιέτ». Μετά από υπόδειξη του Λένιν η Κεντρική Επιτροπή στην Σύνοδό της τής 19ης Γενάρη (1η Φλεβάρη) αποφάσισε να συγκαλέσει Συνέδριο του Κόμματος στις 20 του Φλεβάρη (5η Μάρτη) αντί για Συνδιάσκεψη. Ο Τρότσκι δεν ήταν παρών στη Σύνοδο της Κ.Ε. στις 19 Γενάρη (1η Φλεβάρη), μια που είχε ήδη αναχωρήσει για το Μπρεστ-Λιτόφσκ αμέσως μετά την απόφαση σχετικά με υπογραφή ειρήνης που πάρθηκε στο Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ και οι ειρηνευτικές συνομιλίες ξανάρχισαν στις 17 του Γενάρη (30 Γενάρη). Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο των συνομιλιών ήταν φανερό και για τις δυο πλευρές ότι η συνέχιση των συζητήσεων ήταν άκαρπη, αλλά ούτε οι σοβιετικοί εκπρόσωποι ούτε οι αντιπρόσωποι των Κεντρικών Δυνάμεων βιάζονταν να φέρουν τις συνομιλίες σε πέρας.
Η στάση αυτή είχε σχέση με τις προετοιμασίες που έκαναν η Γερμανία και οι σύμμαχοί της για την υπογραφή μιας ξεχωριστής συμφωνίας με την Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας σύμφωνα με την οποία η Ουκρανία θα βρισκόταν κυριολεκτικά υπό την κατοχή των Αυστρο-Γερμανικών στρατευμάτων. Η συμφωνία αυτή πραγματοποιήθηκε στις 27 Γενάρη (9 Φλεβάρη) και οι αντιπρόσωποι των Κεντρικών Δυνάμεων απαίτησαν αμέσως, με τη μορφή τελεσίγραφου, να απαντήσει η αντιπροσωπία της ΡΣΟΣΔ στους όρους τους για μια συμφωνία Ειρήνης.
Στη βραδινή συνεδρίαση της Συνδιάσκεψης της 28ης Γενάρη (10 Φλεβάρη) ο Τρότσκι διάβασε μια δήλωση εκμέρους της σοβιετικής κυβέρνησης που περιείχε μια απόρριψη της ειρήνης με προσαρτήσεις και ταυτόχρονα διακήρυσσε ότι ο πόλεμος με την Γερμανία, την Αυστρο-Ουγγαρία, την Τουρκία και την Βουλγαρία είχε λήξει. Επίσης ανέφερε ότι τα σοβιετικά στρατεύματα θα έπαιρναν διαταγή για πλήρη αποστράτευση σ’ όλα τα μέτωπα. Ο Καρέλιν, ο Γιόφε, ο Ποκρόφσκι, ο Μπιτσένκο και ο Μεντβέντεφ υπέγραψαν το έγγραφο όπως επίσης και ο Τρότσκι.
Η υπογραφή του Μεντβέντεφ σήμαινε ότι η Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας όχι μόνο υποστήριξε απόλυτα την πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά και ότι δεν θα δεχόταν καμιά ξεχωριστή συμφωνία με τις Κεντρικές Δυνάμεις.
«Προδοσία»
Η σοβιετική ιστοριογραφία έβλεπε, μέχρι σήμερα, άλλη μια «προδοσία» του Τρότσκι στη δήλωση που ανακοίνωσε. Οι ερευνητές αναφέρονται στο γεγονός ότι ο Τρότσκι υποτίθεται πως παραβίασε τις εντολές του Κόμματος και της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα όμως ο Τρότσκι, απορρίπτοντας το γερμανικό τελεσίγραφο δρούσε σύμφωνα με την απόφαση που πήραν οι Κεντρικές Επιτροπές και των δυο κομμάτων και επίσης σύμφωνα με το πνεύμα της απόφασης που πέρασε από το Τρίτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν κάνει μια προσωπική συμφωνία ότι ο Τρότσκι θα «παράμενε σταθερός» ώσπου να εκδόσουν οι Γερμανοί το τελεσίγραφο, αλλά θα υποχωρούσε μόλις του δινόταν το τελεσίγραφο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η συμφωνία αυτή ήταν αντίθετη με την απόφαση των δύο Κεντρικών Επιτροπών. Ο Τρότσκι δεν είχε καμιά γραπτή εντολή από τον Λένιν που να τον εξουσιοδοτεί να υπογράψει μια Συνθήκη Ειρήνης. Έλαβε μόνο ένα τηλεγράφημα (υπογραμμένο από τον Λένιν και τον Στάλιν) σε απάντηση στην ερώτησή του σχετικά με το τελεσίγραφο και το τηλεγράφημα έλεγε: «Η άποψή μας σου είναι γνωστή, απλά ενισχύθηκε στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου».
Τί σήμαινε αυτό το τηλεγράφημα; Ήταν οδηγία από τον πρόεδρο του Σοβναρκόμ για να υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης ή ήταν επιβεβαίωση της απόφασης που πήρε η Κεντρική Επιτροπή; Η πιο πιθανή εκδοχή είναι να ’ναι το δεύτερο, ιδίως αφού έφερε από κάτω την υπογραφή του Στάλιν μαζί με του Λένιν. Οι ομιλίες πολλών αντιπροσώπων, στο Έβδομο Συνέδριο του Ρωσικού Κ.Κ.(μπ.) μαρτυρούν το γεγονός ότι ο Τρότσκι έδρασε σύμφωνα με την απόφαση της Κ.Ε. Οι Κρεστίνσκι, Ράντεκ Ζινόβιεφ, και Λομόφ μίλησαν πάνω σ’ αυτό το θέμα καθώς και ο Τρότσκι. Ο Ζινόβιεφ δήλωσε π.χ.: «Ο σ. Τρότσκι είχε δίκιο όταν είπε ότι έδρασε σύμφωνα με την απόφαση που ενέκρινε η σημαντική πλειοψηφία της Κ.Ε. Κανείς δεν το αμφισβήτησε αυτό». Οι παρατηρήσεις του Λομόφ δεν ήταν λιγότερο σημαντικές: «Ο σ. Τρότσκι ακολούθησε αυτή τη γραμμή... Ήταν η γραμμή της Κεντρικής Επιτροπής».
Κρίνοντας από τα ντοκουμέντα και τα υλικά που έχουμε στην κατοχή μας τα νέα για την κατάρρευση των συνομιλιών έγιναν γενικά δεκτά σαν θεϊκό αποτέλεσμα και από τη χώρα και από το κόμμα. Το γεγονός ότι η σοβιετική αντιπροσωπία επέστρεψε από το Μπρεστ-Λιτόφσκ σχεδόν απόλυτα σίγουρη ότι οι Γερμανοί δεν είχαν την ικανότητα να οργανώσουν μια επίθεση βοήθησε ιδιαίτερα να αυξηθεί η αισιοδοξία. Σ’ αυτές τις περιστάσεις ακόμα και οι υποστηρικτές της ειρήνης, όπως ο Ζινόβιεφ και ο Σβερντλόφ είχαν σοβαρούς δισταγμούς.
Μιλώντας στην Σύνοδο των Σοβιέτ του Πέτρογκραντ στις 29 Γενάρη (11 Φλεβάρη) που είχε συγκληθεί για να εκτιμήσει την συμπεριφορά της αντιπροσωπίας, ο Ζινόβιεφ εξήγησε: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διέξοδος από την κατάσταση, την οποία επέλεξε η αντιπροσωπία μας στο Μπρεστ ήταν η μοναδικά σωστή». Μετά από πρόταση του Ζινόβιεφ, το Σοβιέτ του Πέτρογκραντ υιοθέτησε μια απόφαση σχεδιασμένη από τον ίδιο η οποία επικροτούσε «τη δήλωση που έκανε η ρωσική ειρηνευτική αντιπροσωπία στο Μπρεστ στις 28 του Γενάρη 1918».
Υποστήριξη
Στις 4 του Φλεβάρη, η δήλωση του Τρότσκι έλαβε επίσης την επίσημη υποστήριξη της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής. Ο Σβερντλόφ πρότεινε την απόφαση εκμέρους του Προεδρείου της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής. Συγκεκριμένα η απόφαση έλεγε: «Αφού άκουσε και συζήτησε την αναφορά της ειρηνευτικής αντιπροσωπίας, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή επικροτεί πλήρως τις ενέργειες των αντιπροσώπων της στο Μπρεστ. Η Κ.Ε.Ε. είναι βαθιά πεισμένη ότι οι εργάτες και οι σοσιαλιστές όλων των χωρών, όπως και οι εργαζόμενες τάξεις στη Ρωσία θα αναγνωρίσουν την απόλυτη ορθότητα της θέσης που η αντιπροσωπία της Ρωσικής Σοσιαλιστικής Επανάστασης υποστήριξε σ’ όλη τη διάρκεια των συνομιλιών». Σ’ αυτή την περίοδο και ο Λένιν επίσης συμμεριζόταν προφανώς αυτήν την ελπίδα ότι μια «δημοκρατική» αποχώρηση από τον πόλεμο θα ήταν επιτυχής. Αυτό τουλάχιστον επανειλημμένα επιμένει ότι έγινε ο Τρότσκι στα απομνημονεύματά του.
Η ηρεμία στο μέτωπο δεν κράτησε πολύ. Στις 16 του Φλεβάρη, η γερμανική διοίκηση ανακοίνωσε το τέλος της εκεχειρίας και την επανάληψη των εχθροπραξιών από το μεσημέρι της 18 του Φλεβάρη. Το βράδι της 17 του Φλεβάρη έγινε η Σύνοδος της Κ.Ε. του ΡΣΔΕΚ(μπ.) αμέσως μόλις έφτασε αυτή η είδηση. Αρκετές προτάσεις τέθηκαν σε ψηφοφορία, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν για μια άμεση προσφυγή στη Γερμανία με σκοπό να επαναληφθούν οι ειρηνευτικές διαβουλεύσεις έτσι ώστε να επιτευχθεί μια συνθήκη ειρήνης. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε με 8 ψήφους κατά και 5 υπέρ. Ο Τρότσκι την καταψήφισε, γιατί, από τη δική του άποψη, σ’ όποιον παρακολουθούσε την εξέλιξη των γεγονότων, η γερμανική δήλωση δεν μπορούσε να σημαίνει παρά μόνο μια διπλωματική μανούβρα. Αλλά όταν μπήκε σε ψηφοφορία η ερώτηση: «Αν η γερμανική επίθεση πραγματοποιηθεί και δεν επακολουθήσει επαναστατικός ενθουσιασμός στη Γερμανία ή στην Αυστρία, θα υπογράψουμε ειρήνη;» και ο Τρότσκι και ο Λένιν απάντησαν θετικά. Η ερώτηση αυτή εγκρίθηκε με 6 ψήφους υπέρ, 4 κατά και 4 αποχές. Κανείς δεν υποστήριξε την ιδέα ενός επαναστατικού πολέμου.
Μέχρι το βράδι της 18 του Φλεβάρη έγινε εμφανές ότι οι Γερμανοί πράγματι είχαν προχωρήσει σε επίθεση: ο γερμανικός στρατός προέλαυνε πιο γρήγορα προς το Ντβινσκ. Σ’ αυτή την κατάσταση ο Τρότσκι προσχώρησε στους οπαδούς του Λένιν και ψήφισε μαζί τους στη Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής το ίδιο βράδι να σταλεί αμέσως μια έκκληση στη γερμανική κυβέρνηση με την πρόταση να υπογραφεί ειρήνη χωρίς καθυστέρηση. Αυτή η πρόταση πέρασε με 7 υπέρ και 5 κατά. Το επόμενο πρωί το Σοβναρκόμ αποδέχθηκε μια αντίστοιχη πρόταση και μετά στάλθηκε ραδιόγραμμα στην Γερμανική Ανωτάτη Διοίκηση (υπογραμμένο από τον Λένιν και τον Τρότσκι).
Κωλυσιεργία
Οι Γερμανοί άρχισαν όμως να κωλυσιεργούν. Η επίθεσή τους εξελισσόταν. Στις 19 του Φλεβάρη πήραν το Ντβινσκ και το Πολότσκ και κινήθηκαν στην κατεύθυνση της Πετρούπολης. Στις 20 Φλεβάρη πληροφόρησαν την σοβιετική κυβέρνηση ότι το ραδιόγραμμά της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επίσημο έγγραφο και ζήτησαν γραπτή επιβεβαίωση. Το απαιτούμενο έγγραφο στάλθηκε αμέσως με ειδικό διπλωματικό αγγελιαφόρο, ο οποίος επέστρεψε στο Πέτρογκραντ στις 23 του Φλεβάρη με νέους όρους ειρήνης από την Γερμανία, οι οποίοι ήταν πάρα πολύ σε ύφος τελεσίγραφου. Οι Σοβιετικοί είχαν χρονικό περιθώριο ως τις 7 το πρωί στης 24 Φλεβάρη για να δεχθούν τους νέους όρους. Μετά από αυτό οι αντιπρόσωποι της Σοβιετικής Ρωσίας έπρεπε να πάνε στο Μπρεστ-Λιτόφσκ αμέσως και να υπογράψουν μια συνθήκη ειρήνης μέσα σε τρεις μέρες, μια συνθήκη που μετά θα επικυρωνόταν μέσα σε 2 βδομάδες.
Το νέο γερμανικό τελεσίγραφο περιείχε ακόμα πιο εκτεταμένες εδαφικές διεκδικήσεις: την αρπαγή από την Ρωσία όχι μόνο της Πολωνίας, της Λετονίας, του Κούρλαντ και μέρους της Λευκορωσίας, αλλά επίσης και όλης της Εσθονίας και Λιθουανίας.
Η Ρωσία ήταν υποχρεωμένη να αποσύρει τα στρατεύματά της από το έδαφος της Ουκρανίας και της Φιλανδίας και να συνάψει ειρήνη με την αντι-σοβιετική Κεντρική Ράντα. Οι οικονομικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί όροι αυτής της ειρήνης ήταν πολύ σκληροί.
Συγκαλέστηκε Σύνοδος της Κ.Ε. του ΡΣΔΕΚ(μπ.) στις 23 του Φλεβάρη. Μετά από μια ομιλία του Σβερντλόφ, που ανακοίνωσε τους όρους των Γερμανών για την ειρήνη και του Τρότσκι που εξήγησε ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της τελικής απόφασης τον λόγο πήρε ο Λένιν και έκανε έκκληση στους παρευρισκόμενους να δεχτούν τους όρους. Οι Ζινόβιεφ, Σβερντλόφ, Σοκόλνικοφ και, κάπως διστακτικά, ο Στάλιν τον υπεστήριξαν. Οι Μπουχάριν, Ουρίτσκι και Λόμπου τοποθετήθηκαν αποφασιστικά κατά της πρότασης. Οι Τρότσκι και Τζερζίνσκι εξέφρασαν κάποιες αμφιβολίες σχετικά με την πειστικότητα των επιχειρημάτων του Λένιν, αλλά, όπως και οι Κρεστίνσκι και Γιόφε, όταν έφτασε η αποφασιστική στιγμή της ψηφοφορίας δεν ψήφισαν κατά της πρότασης του Λένιν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να επικρατήσει η θέση του Λένιν με 7 ψήφους υπέρ, 4 κατά και 4 αποχές. Μένοντας πιστός στις ιδέες του, ο Τρότσκι ανάγγειλε επίσημα την παραίτησή του από τη θέση του Λαϊκού Επιτρόπου Εξωτερικών Υποθέσεων στις 22 του Φλεβάρη. Αυτό ήταν ένα σωστό βήμα. Για την Γερμανία και τους Συμμάχους της μια τέτοια απόφαση σήμαινε μια ριζική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης και δεν μπορούσε παρά να ενισχύσει την εμπιστοσύνη τους στη θέληση των Μπολσεβίκων να υπογράψουν ένα Σύμφωνο Ειρήνης.
Κατόπιν συγκλήθηκε μια κοινή σύνοδος των Κεντρικών Επιτροπών του ΡΣΔΕΚ και των Αριστερών Εσέρων, καθώς επίσης και μια κοινή σύνοδος των φραξιών της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής[14]]. Και οι δυο έληξαν χωρίς αποτέλεσμα. Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή συναντήθηκε στις 3 π.μ. στις 24 του Φλεβάρη. Ο Λένιν έκανε μια σύντομη εισήγηση και είπε: «Κάναμε τα πάντα για να παρατείνουμε τις συνομιλίες, κάναμε παραπάνω απ’ όσα ήταν δυνατόν να γίνουν, με το τέλος των συνομιλιών του Μπρεστ εμείς ανακοινώσαμε το τέλος του πολέμου, σίγουροι όπως πολλοί από μας είμαστε ότι η θέση της Γερμανίας δεν θα της επέτρεπε μια βάναυση και άγρια επίθεση κατά της Ρωσίας. Αυτή τη φορά αναγκαστήκαμε να υποστούμε μια σοβαρή ήττα και πρέπει να είμαστε ικανοί να την αντικρίσουμε κατά πρόσωπο». Ο Λένιν παρότρυνε τους παρευρισκόμενους να δεχτούν τους όρους της Γερμανίας για ειρήνη. Σ’ αυτή του τη θέση τον υποστήριξε και ο Ζινόβιεφ, ο αντιπρόσωπος της φράξιας των Μπολσεβίκων στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. Οι Μενσεβίκοι διεθνιστές, οι αριστεροί και δεξιοί Εσέροι, οι μαξιμαλιστές και οι αναρχικοί ήταν όλοι εναντίον του. Το αποτέλεσμα κρίθηκε μετά από ονομαστική ψηφοφορία στο τέλος της Συνόδου: η πρόταση της μπολσεβίκικης φράξιας για αποδοχή των γερμανικών όρων ειρήνης εγκρίθηκε με 116 ψήφους υπέρ, 85 κατά και 26 αποχές.
Το ίδιο πρωινό, το Σοβναρκόμ ενέκρινε μια αντίστοιχη απόφαση η οποία στάλθηκε αμέσως στη γερμανική κυβέρνηση. Ένας ειδικός διπλωματικός αγγελιαφόρος παρέδοσε στο αρχηγείο της γερμανικής ανωτάτης διοίκησης την επίσημη απάντηση της σοβιετικής κυβέρνησης στους αντιπροσώπους της Βέρμαχτ. Μια σοβιετική αντιπροσωπία από τους Γ. Γ. Σοκόλνικοφ, Α. Μ. Κάραχαν, Γ. Β. Τσιτσέριν και Γ. Ι. Πετρόφσκι έφυγε για το Μπρεστ-Λιτόφσκ τη νύχτα της 24 προς 25 Φλεβάρη για να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης. Η αντιπροσωπία συνοδευόταν και από τον Γιόφε σαν πολιτικό σύμβουλο καθώς και τους Αλφάτερ, Λίπσκι, Ντανίλοφ και Αντόγσκι, σαν στρατιωτικούς συμβούλους.
Σκληροί Όροι
Την 1η Μάρτη δόθηκε στη σοβιετική αντιπροσωπία το τελικό κείμενο με τους όρους της συνθήκης ειρήνης και οι όροι αυτοί ήταν πιο σκληροί ακόμα κι απ’ αυτούς που περιείχε το τελεσίγραφο της 22 Φλεβάρη, είχε προστεθεί η απαίτηση για κατοχή από την Τουρκία των περιοχών Ουρνταγκάν, Καρς και Βατούμ.
Στις 3 Μάρτη υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης. Μόνο μετά απ’ αυτό διέταξε η γερμανική ανώτατη διοίκηση την παύση κάθε στρατιωτικής δραστηριότητας στη Ρωσία.
Αλλά η Συνθήκη έμενε ακόμα να επικυρωθεί. Οι πιο σημαντικοί σταθμοί στην πορεία αυτή ήταν το Έβδομο Συνέδριο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος(μπ.) και το Τέταρτο Έκτακτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ.
Το Έβδομο Συνέδριο έγινε στο Πέτρογκραντ από τις 6 ως τις 9 Μάρτη 1918. Το πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη ήταν το ζήτημα πόλεμος ή ειρήνη. Ο Λένιν έκανε την κύρια εισήγηση και ο Μπουχάριν έκανε μια συμπληρωματική εισήγηση. Παρουσίασαν τις απόψεις και των δύο τάσεων στο Κόμμα σε συνοπτική μορφή: αυτών που υποστήριζαν την επικύρωση της Συνθήκης και των «αριστερών κομμουνιστών» που επέμεναν στην ανάκλησή της.
Μετά από μια έντονη συζήτηση έγινε ψηφοφορία πάνω σε κάθε πρόταση μπροστά στο Συνέδριο –την πρόταση του Λένιν και την πρόταση της ομάδας που ήταν αντίθετη με την επικύρωση. Το σχέδιο του Λένιν υπερψηφίστηκε με 28 ψήφους υπέρ, 9 κατά και μια αποχή. Μετά από σύντομη συζήτηση έγινε ονομαστική ψηφοφορία. Η πρόταση του Λένιν υιοθετήθηκε από το Συνέδριο 30 ψήφισαν υπέρ, 2 κατά και 4 απείχαν.
Το Τέταρτο Έκτακτο Συνέδριο των Σοβιέτ επικύρωσε την Συνθήκη Ειρήνης στις 15 Μάρτη με ονομαστική ψηφοφορία μετά από πρόταση της κομμουνιστικής φράξιας στο Συνέδριο. Μια από τις πιο πολύπλοκες και αντιφατικές περιόδους της ιστορίας της νεαρής σοβιετικής κυβέρνησης έφτασε έτσι στο τέλος της.
Γερμανία
Το Νοέμβρη του 1918, αρκετούς μήνες μετά την επικύρωση της ειρήνης του Μπρεστ, μια επανάσταση έγινε στη Γερμανία. Όμως δεν ήταν μια σοσιαλιστική επανάσταση, όπως περίμεναν οι Μπολσεβίκοι, αλλά μια αστική επανάσταση. Μα η νίκη της, που σήμαινε την πτώση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, έδοσε στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή την ευκαιρία να περάσει μια πρόταση στις 13 του Νοέμβρη που ανέλυε την αναγκαστική Συνθήκη Ειρήνης με τη Γερμανία και τους Συμμάχους της.
Ποια είναι η σημασία της Ειρήνης του Μπρεστ στην ιστορία της χώρας μας;
Ο μόνος τρόπος για να εξηγήσουμε αυτό το θέμα είναι να προσπαθήσουμε να ανακατασκευάσουμε το σύστημα των ηθικών και ιδεολογικών συνιστωσών σύμφωνα με το οποίο ζούσαν τότε οι Μπολσεβίκοι και οι αντιπρόσωποι των άλλων επαναστατικών κομμάτων. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι γι’ αυτούς η σοβιετική εξουσία αποτελούσε μόνο ένα κομμάτι ενός τεράστιου Όλου –του όλου της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, της οποίας η νίκη φαινόταν ότι θα ερχόταν πολύ σύντομα. Η έννοια της νίκης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα δεν υπήρχε για τις σοβιετικές αρχές. Απλά την απέρριπταν γιατί ήταν πάνω απ’ όλα διεθνιστές.
Ο Λένιν ζούσε σ’ αυτό το σύστημα των συνιστωσών. «Αν πήραμε το όλο ζήτημα στα χέρια του Μπολσεβίκικου Κόμματος μόνο», είπε ο Λένιν στο Έβδομο Συνέδριο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος «τότε το πήραμε γιατί ήμασταν απόλυτα πεισμένοι ότι η επανάσταση θα ωρίμαζε σ’ όλες τις χώρες και ότι η διεθνής σοσιαλιστική επανάσταση θα γινόταν τελικά πραγματικότητα».
Το κόμμα καθόριζε την κατεύθυνση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ρωσίας, ξεκινώντας απ’ αυτό το στόχο. Προσβλέποντας στην Παγκόσμια Επανάσταση ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι προσπάθησαν στην αρχή να αποφύγουν να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι η Ρωσία είχε χάσει τον πόλεμο με τη Γερμανία, και αυτό παρ’ όλη την παντελή αποσύνθεση του στρατού και την οικονομική καταστροφή, από τη μια, και τη δύναμη της γερμανικής Βέρμαχτ, από την άλλη. Από τη δική τους σκοπιά ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος έπρεπε πολύ σύντομα να εξελιχθεί σε εμφύλιο πόλεμο σε παγκόσμια κλίμακα και ο παγκόσμιος σοσιαλισμός έπρεπε να νικήσει σ’ έναν τέτοιο πόλεμο. Γι’ αυτό το λόγο ενεργητικά προσπάθησαν στην αρχή να χρησιμοποιήσουν ειρηνευτικές συνομιλίες με τον εχθρό τους, όχι για να υπογράψουν μια συνθήκη ειρήνης αλλά για να επιτύχουν έναν τελείως διαφορετικό σκοπό: να επηρεάσουν το παγκόσμιο εργατικό κίνημα για να προωθήσουν την παγκόσμια επανάσταση. Δεν μπορούσαν να είχαν ενεργήσει διαφορετικά εκείνη την περίοδο.
Η πραγματική εξέλιξη της παγκόσμιας κατάστασης δεν αντιστοιχούσε στα θεωρητικά σχέδια του επαναστατικού ρομαντισμού. Η μπολσεβίκικη ιδέα για το αναπόφευκτο της παγκόσμιας επανάστασης συγκρουόταν με τη σκληρή πραγματικότητα της δύναμης του Αυστρο-γερμανικού ιμπεριαλισμού, που απειλούσε να συντρίψει τη σοβιετική εξουσία. Η ειρήνη του Μπρεστ ήταν αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης. Έτσι λοιπόν δεν ήταν μια νίκη αλλά η πρώτη σκληρή ήττα στο δρόμο της προετοιμασίας της παγκόσμιας επανάστασης, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη νίκη του σοσιαλισμού στην καθυστερημένη Ρωσία. Ο Λένιν έκανε την εξής παρατήρηση: «Αν κοιτάξουμε τα γεγονότα σε παγκόσμια ιστορική κλίμακα, τότε αναμφίβολα η τελική νίκη της επανάστασής μας, αν αυτή έμενε απομονωμένη, αν δεν υπήρχαν επαναστατικά κινήματα σε άλλες χώρες, θα ήταν αδύνατη».
Παρά το λάθος αυτό, η γενική στρατηγική κατεύθυνση των Μπολσεβίκων έμεινε πρακτικά αναλλοίωτη ακόμα και μετά την υπογραφή της Ειρήνης του Μπρεστ. Γι’ αυτούς τους λόγους, η ειρήνη του Μπρεστ ήταν μια σοβαρή μανούβρα του Λένιν και των οπαδών του που έκαναν στη σφαίρα της τακτικής, μια στιγμιαία υποχώρηση στο βασανιστικό μονοπάτι της πάλης προς την παγκόσμια επανάσταση. Η παγκόσμια επανάσταση έπρεπε να εξασφαλίσει τη νίκη του σοσιαλισμού στη Ρωσία, αλλά ήταν απαραίτητο να επιβιώσει μέχρι τη στιγμή της νίκης. Ήταν απαραίτητο να σωθεί η σοβιετική εξουσία και ήταν η συνθήκη του Μπρεστ που έδοσε στην κυβέρνηση των εργατών και των αγροτών το χρονικό διάστημα που είχε ανάγκη για να αναπνεύσει έστω και αν ήταν σύντομο και επισφαλές. Αυτό επέτρεψε στους Μπολσεβίκους να απελευθερώσουν τις δυνάμεις τους και να οργανώσουν την αντίστασή τους τόσο προς τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές αντεπαναστατικές δυνάμεις.
Μας πήρε πολλά χρόνια για να αναγκαστεί τελικά το κόμμα να παραιτηθεί από την ιδέα της Παγκόσμιας Επανάστασης και να καταλάβει ότι ο κόσμος είναι αλληλένδετος και αλληλοεξαρτώμενος, ότι η εξέλιξή του ακολουθεί μόνο το φυσικό, ιστορικό μονοπάτι και αυτή είναι η ουσία της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η Ειρήνη του Μπρεστ ήταν το πρώτο βήμα προς την κατανόηση αυτής της αλήθειας.
Λεόν Τρότσκι

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΠΡΕΣΤ ΛΙΤΟΦΣΚ

Το διάταγμα για την ειρήνη είχε επικυρωθεί απ’ το Συνέδριο των Σοβιέτ στις 26 του Οκτώβρη: Τότε δεν είχαμε στα χέρια μας παρά μονάχα την Πετρούπολη. Στις 7 του Νοέμβρη πρότεινα ραδιοτηλεγραφικά στους Συμμάχους και στις Αυτοκρατορίες της Κεντρικής Ευρώπης να κλειστεί γενική ειρήνη.
Οι κυβερνήσεις της Αντάντ, μέσω των αντιπροσώπων τους, δήλωσαν στον αρχιστράτηγο Ντουχόνιν πως καινούργια διαβήματα για το κλείσιμο ξεχωριστής, επιμέρους ειρήνης, θα επέσυραν «τις πιο σοβαρές συνέπειες». Πάνω σ’ αύτη την απειλή τους, απάντησα με «μια διακήρυξη προς όλους τους εργάτες, στρατιώτες και χωρικούς». Η έκκληση ήταν κατηγορηματική: Τους έλεγα πως δεν ανατρέψαμε την μπουρζουαζία μας για να καταλήξουμε να χύσει ο στρατός μας το αίμα του κάτω απ’ το μαστίγιο της ξένης μπουρζουαζίας. Στις 22 του Νοέμβρη υπογράψαμε ανακωχή για όλα τα μέτωπα, απ’ τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη θάλασσα. Ξαναζητήσαμε απ’ τους Συμμάχους να ’ρθούν να διαπραγματευθούμε μαζί το κλείσιμο της ειρήνης. Δεν πήραμε απάντηση, αλλά και δεν αντιμετωπίσαμε αυτή τη φορά απειλές. Οι κυβερνήσεις της Αντάντ κάτι άρχισαν να καταλαβαίνουν.
Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη άρχισαν στις 9 του Δεκέμβρη, έξι βδομάδες μετά το διάταγμα της ειρήνης. Το χρονικό αυτό διάστημα ήταν αρκετό για να καθορίσουν τη θέση τους οι δυνάμεις της Αντάντ.
Η αντιπροσωπία μας απ’ την πρώτη στιγμή διακήρυξε ως αρχή τη θεμελίωση της ειρήνης πάνω σε δημοκρατικές βάσεις. Η αντίθετη πλευρά ζήτησε προσωρινή διακοπή των διαπραγματεύσεων. Η επανάληψη των εργασιών διαρκώς αναβαλλόταν για μακρύτερο χρονικό διάστημα. Οι αντιπρόσωποι της Τετραμερούς Συμμαχίας αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες στην προσπάθεια τους να διατυπώσουν μιαν απάντηση στη διακήρυξη μας. Η απάντηση τους έφτασε στις 25 του Δεκέμβρη. Οι κυβερνήσεις της Τετραμερούς Συμμαχίας «συναινούσαν» στη διατύπωση μιας δημοκρατικής ειρήνης: χωρίς προσαρτήσεις και επανορθώσεις, με παραχώρηση στους λαούς του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.
Στις 28 του Δεκέμβρη έγινε στην Πετρούπολη μια τεράστια διαδήλωση προς τιμήν της δημοκρατικής ειρήνης. Χωρίς νά ’χουν εμπιστοσύνη στην απάντηση των Γερμανών, οι μάζες καταλάβαιναν πως επρόκειτο για μια σπουδαία ηθική νίκη της επανάστασης.
Την άλλη μέρα το πρωί, η αντιπροσωπία μας μάς έφερε απ’ το Μπρεστ - Λιτόφσκ εκείνες τις τερατώδικες απαιτήσεις, που διατύπωσε ο Κούλμαν εξονόματος των κεντρικών Αυτοκρατοριών.
–Για να επιβραδύνουμε τις διαπραγματεύσεις, είπε ο Λένιν, χρειάζεται κάποιος που να μπορεί να το πετύχει.
Κάτω απ’ αυτές τις πιέσεις έφυγα για το Μπρεστ - Λιτόφσκ.
Ομολογώ πως ήταν σαν να πήγαινα σε τόπο τιμωρίας. Το περιβάλλον ανθρώπων που μου ήταν ολότελα ξένοι και δεν μπορούσε να υπάρχει μεταξύ μας τίποτα το κοινό με τρόμαζε πάντα. Κ’ εδώ ακόμα περισσότερο. Είμαι τελείως ανίκανος να καταλάβω, πως μερικοί επαναστάτες ευχαρίστως γίνονται πρεσβευτές και μέσα στο καινούργιο τους περιβάλλον κολυμπάνε σαν τα ψάρια στην πισίνα.
Η πρώτη σοβιετική αντιπροσωπία με επικεφαλής το Γιόφε, χαιρετίστηκε εγκάρδια απ’ όλους στο Μπρεστ - Λιτόφσκ! Ο πρίγκιπας Λεοπόλδος της Βαυαρίας, δέχτηκε τους συντρόφους μας ως «φιλοξενούμενους» του. Όλες οι αντιπροσωπίες μεσημέρι και βράδι τρώγανε μαζί. Ο στρατηγός Χόφμαν θα κοιτούσε ασφαλώς με περιέργεια τη συντρόφισσα Μπιτσένκο, που είχε σκοτώσει το στρατηγό Ζαχάροφ. Οι Γερμανοί παίρνανε θέσεις στο τραπέζι ανάμεσα στους δικούς μας και προσπαθούσαν να «ψαρέψουν» φιλικά ό,τι τους χρειαζόταν. Στην πρώτη ρωσική αντιπροσωπία άνηκαν ένας εργάτης, ένας χωρικός κ’ ένας στρατιώτης. Όλοι τούτοι είχανε μαζευτεί στην τύχη, ελάχιστα προετοιμασμένοι για τέτοιες δολοπλοκίες. Το γερο-χωρικό, μάλιστα, τον μεθύσανε και λιγάκι στο γεύμα.
Το επιτελείο του στρατηγού Χόφμαν κυκλοφορούσε στους Ρώσους φυλακισμένους μιαν εφημερίδα με τον τίτλο «Ρούσκι Βεστνίκ» («Ρωσικός Αγγελιοφόρος»): τον πρώτο καιρό αυτή η εφημερίδα μιλούσε πάντα με απροκάλυπτη συμπάθεια για τους μπολσεβίκους.
«Οι αναγνώστες μας, διηγούνταν ο στρατηγός Χόφμαν, μας ρωτούνε ποιος είναι ο Τρότσκι...». Και τους μιλούσε με ενθουσιασμό για την πάλη μου εναντίον του τσαρισμού και για το βιβλίο μου στα γερμανικά: Η Επαναστατημένη Ρωσία. «Ολάκερος ο επαναστατικός κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, όταν έμαθε για την επιτυχία της δραπέτευσης του». Και πάρα κάτω διάβαζες: «Όταν ανατράπηκε ο τσαρισμός οι κρυφοί συνεργάτες του κλείσανε τον Τρότσκι στη φυλακή, λίγον καιρό μετά την επιστροφή του απ’ τη μακρόχρονη εξορία του».
Με δυο λόγια δεν υπήρχαν πιο φλογεροί επαναστάτες από το Λεοπόλδο της Βαυαρίας και το Χόφμαν της Πρωσίας!
Το ειδύλλιο αυτό δεν βάσταξε πολύ.
Κατά τη σύσκεψη στις 7 του Φλεβάρη, που λιγότερο από καθετί στον κόσμο μπορούσε να μοιάζει ειδυλλιακή, έκανα, φεύγοντας, την ακόλουθη παρατήρηση:
«Εκφράζουμε τη λύπη μας για τις πρόωρες φιλοφρονήσεις που μας έκανε ο γερμανικός και αυστροουγγρικός τύπος. Δεν ήταν αυτό καθόλου αναγκαίο για την καλή έκβαση των διαπραγματεύσεων της ειρήνης».
Η σοσιαλδημοκρατία μας σ’ αυτή την υπόθεση δεν ήτανε παρά η σκιά των κυβερνήσεων Χοεντσόλερν και Αψβούργων. Ο Σάιντεμαν, ο Έμπερτ κ’ οι άλλοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, προσπαθούσαν στην αρχή να μας χτυπήσουν προστατευτικά στον ώμο. Η βιεννέζικη «Εργατική Εφημερίδα» διακήρυττε με πάθος, στις 15 του Δεκέμβρη, ότι «η μονομαχία» Τρότσκι - Μπουχάναν αποτελούσε το μεγάλο σύμβολο της εποχής μας: την πάλη του προλεταριάτου εναντίον του καπιταλισμού. Τις μέρες εκείνες, που ο Κούλμαν κι ο Τσέρνιν είχαν αδράξει απ’ το καρύδι τη ρωσική επανάσταση, οι αυστριακοί μαρξιστές δεν βλέπανε παρά μια «μονομαχία» ανάμεσα στον Τρότσκι και. . . τον Μπουχάναν! Ακόμα και τώρα δεν μπορεί κανείς να θυμηθεί αυτήν την υποκρισία δίχως να αηδιάσει.
«Ο Τρότσκι, έγραφαν οι μαρξιστές των Αψβούργων, είναι εξουσιοδοτημένος να εκφράσει τη θέληση για την ειρήνη της εργατικής τάξης, που προσπαθεί να σπάσει τις επιχρυσωμένες αλυσίδες, με τις όποιες την έχει τυλίξει το αγγλικό κεφάλαιο».
Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έμειναν γερά δεμένοι και με τη θέληση τους στο ζυγό του αυστρογερμανικού κεφαλαίου και βοηθούσαν την κυβέρνηση τους να δέσει με τη βία με τις ίδιες αλυσίδες τη ρωσική επανάσταση.
Κάθε φορά που τα φύλλα του «Φόρβερτς» του Βερολίνου ή της «Εργατικής Εφημερίδας» της Βιέννης πέφτανε στα μάτια του Λένιν ή τα δικά μου, στις πιο δύσκολες στιγμές των διαπραγματεύσεων, δείχναμε ο ένας στον άλλο, δίχως να λέμε λέξη, τα άρθρα με τις αράδες που είχαμε υπογραμμίσει με χρωματιστό μολύβι, ανταλλάσσαμε ένα γρήγορο βλέμμα κι αμέσως ρίχναμε την προσοχή μας άλλου, μ’ ανείπωτο αίσθημα ντροπής γι’ αυτούς τους κυρίους, που ωστόσο χτες ακόμα ήταν σύντροφοι μας στη Διεθνή. Όποιος πέρασε απ’ αυτή τη φάση με καθαρή τη συνείδηση του, κατάλαβε μια για πάντα, πως η σοσιαλδημοκρατία, οποιεσδήποτε κι αν πρόκειται νά ’ναι οι μεταβολές της γενικής κατάστασης, έχει πεθάνει ιστορικά.
Και για να βάλω τελεία και παύλα σ’ αυτή την αισχρή γελοιοποίηση, έθεσα στον τύπο μας το ακόλουθο ερώτημα: το γερμανικό Επιτελείο δεν θα συγκατατεθεί να αναφέρει στους γερμανούς στρατιώτες κάτι και για το Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ;
Ρίξαμε στους γερμανούς στρατιώτες συνθήματα πάνω σ’ αυτό το θέμα. Ο «Ρωσικός Αγγελιοφόρος» του στρατηγού Χόφμαν έχασε τη μιλιά του. Λίγες μέρες απ’ την άφιξη μου στο Μπρεστ, ο στρατηγός Χόφμαν ξεσήκωσε διαμαρτυρίες για την προπαγάνδα μας ανάμεσα στους γερμανούς στρατιώτες. Αρνήθηκα κάθε συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα και πρότεινα στο Χόφμαν να συνεχίσει κι αυτός την προπαγάνδα του ανάμεσα στους ρώσους στρατιώτες: έτσι θά ’μασταν υπό ίσους όρους με μόνη τη διαφορά στο χαρακτήρα της προπαγάνδας. Με την ίδια ευκαιρία έκανα την παρατήρηση, πως από πολύ παλιά ήταν γνωστό, ότι οι αντιλήψεις μας δεν συμφωνούν πάνω σ’ ορισμένα σοβαρά ζητήματα και μάλιστα την απόδειξη την είχε δόσει το γερμανικό δικαστήριο που στον πόλεμο με καταδίκασε ερήμην σε φυλάκιση. Αυτή η πολύ λίγο ευγενική υπενθύμιση έκανε την εντύπωση μεγάλου σκανδάλου. Σε πολλούς αξιωματούχους κόπηκε η ανάσα!
Ο Κούλμαν στράφηκε προς το μέρος του Χόφμαν!
– Θέλετε να πάρετε το λόγο;
Χόφμαν:
– Όχι! Φτάνει ως εδώ!
Ως πρόεδρος της σοβιετικής αντιπροσωπίας αποφάσισα να δόσω απότομα τέλος στις οικειότητες που είχαν διαμορφωθεί, δίχως να γίνει αντιληπτό, στην πρώτη περίοδο. Μέσω του συνδέσμου της στρατιωτικής μας αντιπροσωπίας έδοσα να καταλάβουν, πως δεν είχα σκοπό να παρουσιαστώ στον Πρίγκιπα της Βαυαρίας.
Το σημείωσαν. Αξίωσα τα γεύματα να γίνονται χωριστά. Και για να ελαφρύνω την εντύπωση, πρόβαλα τη δικαιολογία ότι κατά τα διαλείμματα ήταν ανάγκη να κάνουμε συσκέψεις. Και τούτη ακόμα η απόφαση έγινε αποδεκτή δίχως τσιμουδιά.
Στις 7 του Γενάρη ο Τσέρνιν σημείωνε στο Ημερολόγιο του: «Πριν απ’ το γεύμα όλοι οι Ρώσοι έφτασαν μ’ επικεφαλής τον Τρότσκι. Αμέσως γνωστοποιήσανε, ζητώντας συγγνώμη, πως λυπούνται πολύ που δε θα μπορούν να προσέρχονται στα κοινά γεύματα. Αλλά και γενικά δεν τους βλέπει κανείς πουθενά. Έχεις την εντύπωση πως κάποιος άλλος άνεμος φυσάει τον τελευταίο καιρό».
Οι ψευτοφιλικές σχέσεις αντικαταστάθηκαν απ’ την επίσημη ξερή συμπεριφορά. Κι ο καιροσκοπισμός αυτός ήταν πιότερο αναγκαίος, καθώς απ’ τις προκαταρκτικές ακαδημαϊκές συζητήσεις έπρεπε να περάσουμε στα συγκεκριμένα ζητήματα της συνθήκης της ειρήνης.
Ο Κούλμαν ξεπερνούσε στο μυαλό τον Τσέρνιν, πιστεύω και τους άλλους διπλωμάτες που είχα την τύχη να συναντήσω μετά τον πόλεμο. Καταλάβαινες πως διέθετε χαρακτήρα και πολύ δυνατό πρακτικό πνεύμα, καθώς και σημαντικά εφόδια κακοβουλίας, που δεν τα ξόδευε μόνον εναντίον μας –εδώ αντιμετώπιζε γερή αντίδραση, αλλά και εναντίον των πιστών του συμμάχων.
Όταν εξετάσαμε το θέμα των κατειλημμένων εδαφών απ’ τα στρατεύματα, ο Κούλμαν ανασηκώθηκε και υψώνοντας τη φωνή πρόσθεσε:
– Δόξα τω θεώ, το δικό μας γερμανικό έδαφος δεν είναι, σε καμιά του πλευρά, κατειλημμένο από κανένα! . .
Στο σημείο αυτό ο κόμης Τσέρνιν ζάρωσε κ’ έγινε ωχροπράσινος. Κατάλαβε καλά πως ο Κούλμαν είχε αυτόνε για στόχο. Οι σχέσεις τους καθόλου δεν μοιάζανε με ανέφελη φιλία.
Αργότερα, όταν η συζήτηση πέρασε στην Περσία, που από δυο πλευρές είχε καταληφθεί από ξένα στρατεύματα, έκανα την παρατήρηση, πως η χώρα αύτη, καθώς δεν ήταν σύμμαχος, σ’ αντίθεση με την Αυστροουγγαρία, με κανένα, κανένας μας δεν είχε το δικαίωμα απ’ τη μια μεριά να την παρουσιάζει σαν μια ελεύθερη από κάθε κατοχή χώρα κι απ’ την άλλη, να την έχει καταλάβει και να την κοροϊδεύει υποκριτικά.
Ο Τσέρνιν πετάχτηκε όρθιος και φώναξε:
– Ανήκουστο!
Τυπικά απευθυνόταν σε μένα, αλλά στην ουσία απαντούσε στον Κούλμαν. Κι αυτό ήταν ένα απ’ τα πολλά παρόμοια επεισόδια.
Όπως ένας καλός σκακιστής που, καθώς είναι αναγκασμένος να παίζει για πολύν καιρό με αδύνατους συμπαίκτες, αρχίζει σιγά σιγά να χάνει τις ικανότητες του, έτσι κι ο Κούλμαν, που στη διάρκεια του πολέμου είχε να κινηθεί αποκλειστικά μέσα σ’ ένα κύκλο από υποταχτικούς του διπλωμάτες, Αυστροούγγρους, Τούρκους, Βουλγάρους και ουδέτερους, στην αρχή είχε την τάση να υποτιμά τους επαναστάτες αντιπάλους του και να νομίζει πολύ εύκολο το παιχνίδι του. Κάμποσες φορές, προπαντός τον πρώτο καιρό, μου προξενούσε κατάπληξη η χοντροκοπιά κι ο πρωτογονισμός στις μεθόδους του: αγνοούσε ολότελα την ψυχολογία του αντίπαλού του.
Η πρώτη μου συνομιλία με τους διπλωμάτες δεν ήταν απαλλαγμένη από ζωηρή και δυσάρεστη συγκίνηση. Στον προθάλαμο, κοντά στο βεστιάριο, έπεσα πάνω στον Κούλμαν. Δεν τον αναγνώρισα. Αυτός πρώτος μου συστήθηκε προσθέτοντας αμέσως πως είναι πολύ «ευτυχής» που με βλέπει, γιατί θεωρεί πολύ καλύτερο νά ’χει να κάνει με το νοικοκύρη του σπιτιού, παρά με τον απεσταλμένο του. Το πρόσωπο του έδειχνε μεγάλη ικανοποίηση, απ’ αυτό το «φίνο» ελιγμό του, καλοζυγισμένο πάνω στην ψυχολογία του «ξιπασμένου» αντίπαλού του. Είχα την εντύπωση πως τσαλαβουτούσα μέσα στη λάσπη. Ασυναίσθητα, μάλιστα, έκανα ένα βήμα πίσω.
Ο Κούλμαν κατάλαβε το παραπάτημα του, συνήλθε και πήρε ύφος πιο στεγνό. Ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να επαναλάβει την ίδια μέθοδο απέναντι του αρχηγού της τουρκικής αντιπροσωπίας, ενός γέρου διπλωμάτη του παλατιού: παρουσιάζοντάς με στους συναδέλφους του, ο Κούλμαν άρπαξε τη στιγμή που ο Τούρκος διπλωμάτης έκανε ένα βήμα πίσω, για να μου ψιθυρίσει σ’ εμπιστευτικό τόνο, αλλά με φανερό σκοπό να τ’ ακούσει ο ανατολίτης υπουργός:
– Είναι ο καλύτερος διπλωμάτης της Ευρώπης.
Όταν το διηγήθηκα στο Γιόφε, μου απάντησε γελώντας:
– Στην πρώτη συνάντηση του με μένα ο Κούλμαν, είπε τα ίδια και σε μένα.
Σίγουρα ο Κούλμαν χαρίζοντας στον «καλύτερο διπλωμάτη» μια πλατωνική παραχώρηση, απέβλεπε να του αποσπάσει αντισταθμίσματα, που δεν είχαν καθόλου πλατωνικό χαρακτήρα. Δεν αποκλείεται να επεδίωκε κ’ ένα ακόμη σκοπό ο Κούλμαν, αποβλέποντας να κάνει τον Τσέρνιν να πιστέψει πως δεν τον θεωρούσε για τον καλύτερο διπλωμάτη, –φυσικά μετά απ’ τον εαυτό του.
Στις 28 του Δεκέμβρη, ο Κούλμαν, όπως λέει ο Τσέρνιν, του είχε πει: «Ο Αυτοκράτορας είναι ο μόνος φρόνιμος άνθρωπος σ’ όλη τη Γερμανία».
Πρέπει να σκεφτούμε πως αυτά τα λόγια δεν απευθύνονταν τόσο στον Τσέρνιν, όσο στον Κάιζερ. Μεταβιβάζοντας οι διπλωμάτες παρόμοιες φιλοφρονήσεις εξυπηρετούσαν, αναμφισβήτητα, ο ένας τον άλλον. Κολάκευε, κολάκευε, κάτι θα μείνει (Flattez, Flattez, il en restera toujours quelque chose).
Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα φάτσα με φάτσα μ’ ανθρώπους αυτού του κύκλου. Περιττό να πω, πως κι από πριν δεν έτρεφα καμιάν αυταπάτη για δαύτους. Ήξερα καλά πως δεν είταν «θεοί που ψήνουν τσουκάλια» (Ρωσική παροιμία, που θέλει να πει πως το επάγγελμα του διπλωμάτη δεν είναι τόσο θαυματουργό). Πρέπει όμως να ομολογήσω πως πίστευα ότι το πνευματικό τους επίπεδο βρισκόταν πολύ ψηλότερα. Η εντύπωση που αποκόμισα απ’ την πρώτη μου συνάντηση θα μπορούσε να διατυπωθεί έτσι: οι άνθρωποι αυτοί εκτιμούν την αξία των άλλων πολύ φτηνά, άλλα και τη δική τους όχι πολύ ακριβότερα.
Πάνω σ’ αυτό δεν θά ’τανε ανώφελο να διηγηθώ το παρακάτω επεισόδιο:
Από πρωτοβουλία του Βίκτορ Άντλερ, που εκείνες τις μέρες επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις για να μου δείξει την προσωπική του συμπάθεια, ο κόμης Τσέρνιν προσφέρθηκε, χωρίς να δείξει ότι συγκινήθηκε απ’ το περιστατικό αυτό, να μου στείλει στη Μόσχα τη βιβλιοθήκη μου που είχα αναγκαστεί να εγκαταλείψω στη Βιέννη με το ξέσπασμα του πολέμου. Η συλλογή των βιβλίων μου παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον, γιατί στη μακρόχρονη μετανάστευση μου είχα μαζέψει σημαντικό αριθμό έργων της ρωσικής επαναστατικής λογοτεχνίας.
Πριν προφτάσω καλά καλά και με κάποια μάλιστα επιφύλαξη, να ευχαριστήσω το διπλωμάτη κι αμέσως με παρακαλεί να ενδιαφερθώ για δυο αυστριακούς αιχμαλώτους, που δεν τους φέρνονταν καλά, όπως έλεγε, οι δικοί μας. Η απότομη αυτή και θα μπορούσα να πω απροκάλυπτη μετάβαση απ’ την υπόθεση της Βιβλιοθήκης σε μια ιστορία αιχμαλώτων (επρόκειτο, βέβαια, όχι για στρατιώτες, αλλά για αξιωματικούς του κοντινού περιβάλλοντος του Τσέρνιν), μου φάνηκε ολότελα απαράδεκτη. Απάντησα ξερά, πως αν οι πληροφορίες του Τσέρνιν σχετικά με τους φυλακισμένους αυτούς, ήταν αληθινές, θά ’κανα το καθήκον μου και ό,τι ακόμα έπρεπε, αλλά αυτή η υπόθεση δεν είχε καμιά σχέση με τη βιβλιοθήκη μου.
Στα Απομνημονεύματα του ο Τσέρνιν αναφέρει αρκετά πιστά αυτό το επεισόδιο, χωρίς ν’ αρνείται την προσπάθεια του να συνδέσει το θέμα των φυλακισμένων με την υπόθεση της βιβλιοθήκης. Αντίθετα, αφήνει να φανεί καθαρά πως η σύνδεση τους δεν του φαίνεται καθόλου άτοπη. Η αφήγηση του τελειώνει με μια διφορούμενη φράση:
«Θέλει ωστόσο τη βιβλιοθήκη του».
Απομένει μόνο να προσθέσω, πως μόλις πήρα τη βιβλιοθήκη την έστειλα αμέσως σ’ ένα απ’ τα σοβιετικά Ινστιτούτα της Μόσχας.
Οι ιστορικές περιστάσεις θελήσανε, να καθίσουν οι αντιπρόσωποι του πιο επαναστατικού καθεστώτος που είχε γνωρίσει ίσαμε τότε η ανθρωπότητα, στο ίδιο πράσινο τραπέζι με τους διπλωμάτες της πιο αντιδραστικής κάστας ανάμεσα σ’ όλες τις άρχουσες τάξεις. Το πόσο τρέμανε οι αντίπαλοι μας την εκρηκτική επίδραση των διαπραγματεύσεων με τους μπολσεβίκους, αποδείχνεται απ’ το γεγονός, ότι ήταν προετοιμασμένοι να τις διακόψουν, παρά να τις μεταφέρουν σε μια ουδέτερη χώρα.
Ο Τσέρνιν στ’ Απομνημονεύματα του λέει απροκάλυπτα, πως σε μια ουδέτερη χώρα οι μπολσεβίκοι, με την βοήθεια των φίλων τους απ’ όλες τις χώρες, θα κατευθύνανε αναπόφευκτα, όπως θα θέλανε αυτοί τις διαπραγματεύσεις. Με την επίσημη όμως τότε ιδιότητα του ο ίδιος ο Τσέρνιν είχε προφασιστεί, πως σε μια ουδέτερη χώρα η Αγγλία κ’ η Γαλλία θα αναπτύσσανε αμέσως τις μηχανορραφίες τους «ολότελα πια ανοιχτά κι όχι μόνο πίσω απ’ τα παρασκήνια». Του εξήγησα ότι «η πολιτική μας δεν είχε γενικά καμιά σχέση με παρασκηνιακές ενέργειες. Το όργανο αυτό της παλιάς διπλωματίας το ξερίζωσε αποφασιστικά μαζί με πολλά άλλα πράματα ο ρωσικός λαός με τη νικηφόρα του εξέγερση στις 25 του Οκτώβρη». Είμασταν όμως αναγκασμένοι να γονατίσουμε μπροστά στο τελεσίγραφο και να μείνουμε στο Μπρεστ - Λιτόφσκ.
Το Μπρεστ - Λιτόφσκ, αν εξαιρέσουμε μερικά κτίρια που βρίσκονταν στην παλιά πόλη και, ήταν κατειλημμένα απ’ το Γερμανικό Επιτελείο, ουσιαστικά δεν υπήρχε πια. Ολάκερη η πόλη είχε παραδοθεί στις φλόγες, σε μια λύσσα αδυναμίας, απ’ τα τσαρικά στρατεύματα, καθώς υποχωρούσαν. Κι ασφαλώς γι’ αυτό ο στρατηγός Χόφμαν είχε εγκαταστήσει εκεί το επιτελείο του για να το διευθύνει ευκολότερα.
Η εγκατάσταση κι ο επισιτισμός είταν χαρακτηριστικά απλοποιημένα. Η εξυπηρέτηση γινόταν, από Γερμανούς στρατιώτες. Είμασταν γι’ αυτούς οι άγγελοι της ειρήνης και μας κοιτούσαν γεμάτοι ελπίδα.
Γύρω απ’ τα κτίρια του Επιτελείου απλώνονταν ψηλά συρματοπλέγματα. Κατά τους πρωινούς μου περίπατους έπεσα σε διάφορες επιγραφές που λέγανε: «Όποιος Ρώσος βρεθεί εδώ, θα τουφεκιστεί». Η προειδοποίηση απευθυνόταν στους αιχμαλώτους. Αναρωτήθηκα μήπως η απειλή αφορούσε κ’ εμένα (γιατί κ’ εμείς ήμασταν μισό-αιχμάλωτοι) κ’ έστριψα άλλου τα βήματά μου.
Το Μπρεστ διασχίζεται από έναν περίφημο στρατηγικό δρόμο. Στις πρώτες μέρες κάναμε μερικούς περίπατους με τ’ αυτοκίνητα του Επιτελείου. Κάποιο όμως μέλος της αντιπροσωπίας μας κατά τους περίπατους αυτούς λογομάχησε με έναν γερμανό υπαξιωματικό. Ο Χόφμαν μου παραπονέθηκε μ’ ένα του γράμμα. Του απάντησα, εκφράζοντας τις ευχαριστίες μου, πως από δω και πέρα θα αποποιηθούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αυτοκίνητα που είχανε διατεθεί για μας.
Οι διαπραγματεύσεις τραβούσαν σε μάκρος. Οι αντίπαλοι μας κ’ εμείς έπρεπε να συμβουλευόμασταν τελεφωνικά τις Κυβερνήσεις μας. Πολύ συχνά οι γραμμές δεν δούλευαν. Οφείλονταν σε φυσικές συνθήκες κι ατυχήματα ή έπρεπε να σκεφτούμε πως ο αντίπαλος προκαλούσε αυτές τις διακοπές για να κερδίσει χρόνο; Δεν μπορούσαμε να το εξακριβώσουμε.
Όπως και νά ’χε οι συσκέψεις αναβάλλονταν συχνά και για πολλές μέρες. Σε μια απ’ αυτές τις διακοπές έκανα ένα ταξίδι ίσαμε τη Βαρσοβία. Η πόλη ζούσε κάτω απ’ τις γερμανικές λόγχες. Ο πληθυσμός έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για τους διπλωμάτες των Σοβιέτ, αλλά το εκδήλωνε με πολύ προφύλαξη. Κανείς ακόμα δεν ήξερε ποια θά ’ταν η κατάληξη των διαπραγματεύσεων.
Η αργοπορία στις διαπραγματεύσεις μας ωφελούσε. Για να πετύχω ακριβώς αυτό το σκοπό είχα έρθει στο Μπρεστ. Δεν μπορώ όμως να κάνω καμιά προσωπική αξιολόγηση πάνω σ’ αυτό. Οι συνεργάτες μου με βοήθησαν μ’ όλες τους τις δυνάμεις.
Ο Τσέρνιν σημειώνει μελαγχολικά στο σημειωματάριο του:
«Δεν είναι που δεν έχουμε καιρό: πότε οι Τούρκοι δεν είναι έτοιμοι, πότε οι Βούλγαροι τις περισσότερες φορές, μετά οι Ρώσοι τραινάρουν κ’ οι συσκέψεις αναβάλλονται και μόλις ξαναρχίσουν, διακόπτονται».
Οι Αυστριακοί με τη σειρά τους άρχισαν ν’ αναβάλλουν τις διαπραγματεύσεις, όταν συναντούσαν δυσχέρειες απ’ την πλευρά της ουκρανικής αντιπροσωπίας. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδιζε βέβαια τον Κούλμαν και τον Τσέρνιν να κατηγορήσουν δημοσία τη σοβιετική αντιπροσωπία ως αποκλειστικά υπεύθυνη για τις αργοπορίες. Διαμαρτυρήθηκα έντονα, αλλ’ ανώφελα.
Κατά το τέλος των διαπραγματεύσεων δεν είχε απομείνει ούτε ίχνος απ’ τις άγαρμπες φιλοφρονήσεις, που ο επίσημος γερμανικός τύπος είχε απευθύνει στους μπολσεβίκους –κ’ εκτός απ’ τα παράνομα φυλλάδια, όλες οι γερμανικές εφημερίδες είχαν τότε επίσημο χαρακτήρα. Η «Καθημερινή Επιθεώρηση», παραδείγματος χάριν, δεν ούρλιαζε μονάχα για ν’ αποδείξει πως «στο Μπρεστ - Λιτόφσκ ο Τρότσκι δημιούργησε έναν άμβωνα, απ’ όπου μπορεί ν’ ακουστεί η φωνή του σ’ όλα τα πέρατα του κόσμου», αλλά και ζητούσε να δοθεί το γρηγορότερο τέλος στην υπόθεση αυτή. Επιπλέον διακήρυχνε απροκάλυπτα, πως «ούτε ο Λένιν, ούτε ο Τρότσκι επιθυμούν την ειρήνη, που σύμφωνα μ’ όλες τις πιθανότητες, θά ’χει γι’ αποτέλεσμα την κρεμάλα ή τη φυλάκιση τους». Παρόμοιος ήταν και ο τόνος του σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Ο Σάιντεμαν, ο Έμπερτ και ο Στάμπφερ βλέπανε το μεγαλύτερο μας έγκλημα στο ότι υπολογίζαμε σε μια γερμανική επανάσταση. Οι κύριοι αυτοί πού να φανταστούν πως σε μερικούς μήνες η επανάσταση θα τους άρπαζε απ’ το γιακά και θα τους έφερνε στην εξουσία.
Είχε περάσει πολύς καιρός που δεν είχα διαβάσει γερμανικές εφημερίδες. Στο Μπρεστ ξανάρχισα να τις διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον. Οι διαπραγματεύσεις μας εξετάζονταν με πολύ φροντισμένο τρόπο και διάθεση στις στήλες τους. Δεν μπορούσαν όμως μονάχα οι εφημερίδες να γεμίσουν τον καιρό μου. Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω ευρύτερα τις αναγκαστικές αργίες που όπως προέβλεπα δεν θα τις ξανάβρισκα και τόσο σύντομα. Είχαμε μαζί μας μερικές καλές στενοδακτυλογράφους που ήταν άλλοτε στην υπηρεσία της Αυτοκρατορικής Δούμας. Άρχισα να τους υπαγορεύω απ’ ό,τι θυμόμουν, ένα ιστορικό δοκίμιο για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Έτσι, υστέρα από κάμποσες τέτοιες υπαγορεύσεις, γράφτηκε μια ολάκερη μπροσούρα προορισμένη πριν απ’ όλα για τους εργάτες σ’ όλες τις ξένες χώρες. Η ανάγκη να τους εξηγηθεί αυτό που είχε γίνει στη Ρωσία, ήταν επιτακτική. Με το Λένιν τό ’χαμε κουβεντιάσει πολλές φορές αυτό το ζήτημα, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν είχαμε ούτε λεπτό ελεύθερο για μια τέτοια δουλειά. Μα και δεν μπορούσα ποτέ να προβλέψω πως το Μπρεστ θα ήταν δυνατό να μου χρησιμεύσει σαν τόπος για φιλολογικές εργασίες. Ο Λένιν ένοιωσε κυριολεκτικά ευτυχής όταν του έφερα το τελειωμένο κείμενο πάνω στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Κ’ εκείνος κ’ εγώ θεωρούσαμε τη μπροσούρα αυτή σαν σεμνή εγγύηση για μια μελλοντική επαναστατική ανταπόδοση στην καταθλιπτική ειρήνη. Το βιβλιαράκι μεταφράστηκε αμέσως σε 12 ευρωπαϊκές κι ασιατικές γλώσσες. Παρ’ όλο που όλα τα κόμματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αρχίζοντας απ’ το Ρωσικό, κυκλοφόρησαν το βιβλιαράκι σ’ αναρίθμητες εκδόσεις, οι επίγονοι δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου, μετά το 1923, να το χαρακτηρίσουν ως ολέθριο τροτσκιστικό κατασκεύασμα.
Τώρα η μπροσούρα βρίσκεται στον απαγορευτικό πίνακα του Στάλιν. Η Ιδεολογική προπαρασκευή του θερμιδόρ βρίσκει μια απ’ τις πολυάριθμες εκδηλώσεις της σ’ αυτό το μικροεπεισόδιο. Για να νικήσει έπρεπε πρώτα απ’ όλα να κόψει τον ομφάλιο λώρο της κληρονομιάς του Οκτώβρη...
Οι διπλωμάτες της αντίθετης πλευράς βρήκαν κι αυτοί τρόπους να χρησιμοποιήσουν τις μακροχρόνιες αργίες, που τους έδινε το Μπρεστ. Ο κόμης Τσέρνιν, καθώς μαθαίνουμε απ’ το ημερολόγιο του, πήγαινε κυνήγι κ’ επιπλέον πλάταινε τους ορίζοντες του διαβάζοντας αναμνήσεις απ’ τη γαλλική επανάσταση. Παρομοίαζε τους μπολσεβίκους με τους γιακοβίνους και προσπαθούσε έτσι να καταλήξει σε παρήγορα συμπεράσματα.
Ο διπλωμάτης αυτός των Αψβούργων έγραφε: «Η Σαρλότα Κορντέ είπε: “Δεν σκότωσα έναν άνθρωπο, αλλά ένα αιμοβόρο θηρίο” –κ’ οι μπολσεβίκοι θα εξαφανιστούν κι αυτοί και ποιος ξέρει αν δεν θα βρεθεί μια Κορντέ για έναν Τρότσκι», (σελ. 310 της γερμανικής έκδοσης).
Εκείνες τις μέρες, φυσικά, δεν ήξερα τους σωτήριους αυτούς διαλογισμούς του θεοσεβούμενου κόμη. Ωστόσο πιστεύω μ’ όλη μου την καρδιά πως ήταν ειλικρινείς.
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς τι λογάριαζε η γερμανική διπλωματία, όταν στις 25 του Δεκέμβρη διαβίβαζε τις δημοκρατικές της διατυπώσεις, αφού σε λίγες μέρες θα αποδεικνυόταν ότι δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να δείξουν την όρεξη του λύκου. Ελάχιστα διακινδύνευε η γερμανική κυβέρνηση όταν από λόγους θεωρητικούς, που οφείλονταν στην πρωτοβουλία του Κούλμαν, υιοθετούσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών. Με τον τρόπον αυτό, βέβαια, η γερμανική διπλωματία δεν περίμενε καθόλου να μαζέψει δάφνες κ’ έπρεπε να το ξέρει αυτό πρώτη απ’ όλους. Κι αυτός ήταν ο λόγος, που ο Κούλμαν με κάθε θυσία ήθελε ν’ αποδείξει πως αν η Γερμανία άρπαζε την Πολωνία, τη Λιθουανία, τις χώρες της Βαλτικής και τη Φινλανδία, κατά κάποιον τρόπο δε θά ’κάνε τίποτ’ άλλο, παρά να επιβεβαιώσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, μια και η θέληση αυτών των λαών θα εκφραζότανε απ’ τα άμεσα «εθνικά» τους όργανα, που είχαν δημιουργήσει... οι γερμανικές αρχές κατοχής. Η απόδειξη όμως που επεδίωκε ο Κούλμαν δεν ήταν εύκολη. Ωστόσο δεν εννοούσε να υπαναχωρήσει. Με ρωτούσε επίμονα αν δεν θα συναινούσα π.χ. να αναγνωρίσω το νιζάμη του Χαϊντεραμπάτ σαν εκπρόσωπο της λαϊκής θέλησης των Ινδιών. Του απαντούσα, πως θά ’πρεπε να αποσύρονταν πρώτα τα βρετανικά στρατεύματα απ’ τις Ινδίες και μετά απ’ αυτό θα βλέπαμε αν ο αξιότιμος νιζάμης θά ’μενε παραπάνω από εικοσιτέσσερεις ώρες στη θέση του. Δίχως ευγένειες ο Κούλμαν σήκωσε τους ώμους του αναιδέστατα. Ο ξερόβηχας του στρατηγού Χόφμαν αντηχούσε σ’ όλη την αίθουσα.
Ο διερμηνέας μετέφραζε. Οι στενογράφοι κρατούσαν πρακτικά. Κ’ οι τσακωμοί δεν τελειώνανε.
Το μυστικό της συμπεριφοράς της γερμανικής διπλωματίας συνίστατο στο ότι ο Κούλμαν ήταν εκ των προτέρων σίγουρος πως ήμασταν διατεθειμένοι να διαπραγματευθούμε οπωσδήποτε μαζί του. Πρέπει να σκεπτότανε κάπως έτσι: οι μπολσεβίκοι φτάσανε στην εξουσία χάρη στην πάλη τους για την ειρήνη. Δεν μπορούν να την κρατήσουν αν δεν υπογράψουν τη συνθήκη ειρήνης. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως έχουν δεθεί με διάφορες δημοκρατικές διακηρύξεις, σχετικά με τους όρους της ειρήνης. Αλλά, γιατί υπάρχουν οι διπλωμάτες; Ο ίδιος ο Κούλμαν θα είναι εκεί για να ξαναστείλει στους μπολσεβίκους τις επαναστατικές τους διατυπώσεις, αφού υποστούν την κατάλληλη τοποθέτηση σε στυλ διπλωματικό. Οι μπολσεβίκοι θα του δόσουν τη δυνατότητα να κατακτήσει με συγκεκαλυμμένο τρόπο επαρχίες και λαούς. Στα μάτια όλου του κόσμου η γερμανική κατάκτηση θα πάρει την ευλογία της ρωσικής επανάστασης. Οι μπολσεβίκοι θα αποκτούσαν την ειρήνη.
Σ’ αυτή την πλάνη του Κούλμαν, βοήθησαν, χωρίς αμφιβολία, οι φιλελεύθεροι μας, οι μενσεβίκοι κ’ οι ναρόντνικοι, που την κατάλληλη στιγμή, παρουσίασαν τις διαπραγματεύσεις του Μπρεστ, σαν μια κωμωδία που οι ρόλοι της είχαν κιόλας μοιραστεί.
Κι όταν αποδείξαμε και με τρόπο μάλιστα όχι διφορούμενο, πως απ’ την πλευρά μας οι διαπραγματεύσεις δεν γίνονταν για να συγκαλύψουν μια υπόθεση που θα τακτοποιούνταν στα παρασκήνια, κι ότι αποτελούσε για μας ζήτημα αρχής η συμβίωση των λαών, ο Κούλμαν, καθώς ήταν δεμένος με τις αρχικές του προϋποθέσεις, θεώρησε τη συμπεριφορά μας ως παραβίαση μιας σιωπηρής συμφωνίας, που ωστόσο δεν υπήρχε παρά μονάχα στη δική του τη φαντασία. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ν’ αποχωριστεί απ’ τις δημοκρατικές αρχές της 25ης του Δεκέμβρη. Έχοντας εμπιστοσύνη στις σοφιστικές του ικανότητες, που δεν ήταν τυχαίες, ήλπιζε ν’ αποδείξει σ’ όλο τον κόσμο πως το άσπρο δεν διέφερε απ’ το μαύρο.
Ο κόμης Τσέρνιν ενίσχυε πολύ αδέξια τον Κούλμαν και με την εντολή του επιφορτίστηκε να κάνει, στις κρίσιμες στιγμές, τις πιο άγαρμπες και κυνικές διακηρύξεις. Με τον τρόπον αυτόν ήλπιζε να κρύψει την αδυναμία του.
Ο στρατηγός Χόφμαν, αντίθετα, έφερνε στις διαπραγματεύσεις μια δροσιστική νότα. Καθώς δεν είχε καμιάν εκτίμηση στις διπλωματικές δολοπλοκίες, έβαζε πολλές φορές τη στρατιωτική του μπότα πάνω στο τραπέζι, όπου γύρω του διεξάγονταν οι συνομιλίες.
Όσο για μας δεν αμφιβάλαμε ούτε στιγμή πως σ’ όλες αυτές τις ατέλειωτες συνομιλίες η μόνη σοβαρή πραγματικότητα είταν ακριβώς η μπότα του στρατηγού.
Ωστόσο πότε πότε ο στρατηγός έκανε ξαφνικά εισβολές σε καθαρά πολιτικές συζητήσεις. Πάντα όμως με το δικό του τρόπο. Έξω φρενών για τις ατέλειωτες φλυαρίες πάνω στο δικαίωμα των λαών για την αυτοδιάθεσή τους, κατέφθασε ένα ωραίο πρωί (στις 14 του Γενάρη) εφοδιασμένος μ’ ένα χαρτοφύλακα γεμάτο από ρωσικές εφημερίδες, προπαντός από κείνες που απηχούσαν τις σοσιαλεπαναστατικές τάσεις. Ο Χόφμαν διάβαζε άνετα ρωσικά. Με σύντομες φράσεις σταράτες και ύφος πότε επιθετικό και πότε προστακτικό, ο στρατηγός κατηγορούσε τους μπολσεβίκους ότι συντρίψανε την ελευθερία του λόγου και των συγκεντρώσεων, ότι απαρνήθηκαν τις αρχές της δημοκρατίας κι ανέφερε, επιδοκιμάζοντάς τα πέρα για πέρα, τα άρθρα του τρομοκρατικού ρώσικου κόμματος, που από το 1902 είχε ξαποστείλει στον άλλο κόσμο αρκετούς Ρώσους ομοϊδεάτες του Χόφμαν. Αγανακτισμένος ο στρατηγός κατηγορούσε την Κυβέρνηση μας ότι στηριζόταν στη βία! Ήταν υπέροχο να τον ακούς...
Ο Τσέρνιν έγραφε στο ημερολόγιο του:
«Ο Χόφμαν εκφώνησε τον άτυχο λόγο του. Τον επεξεργαζόταν κάμποσες μέρες και υπερηφανευόταν για την επιτυχία του».
Απάντησα στον Χόφμαν, ότι μέσα σε μια κοινωνία διαιρεμένη σε τάξεις, κάθε Κυβέρνηση στηρίζεται στη βία. Η διαφορά βρισκόταν μονάχα, στο ότι ο στρατηγός Χόφμαν εξασκούσε την επιβολή του για να υπερασπίσει τους μεγάλους γαιοκτήμονες, ενώ τα δικά μας μέτρα επιβολής έχουν σκοπό να υπερασπίσουν τους εργαζόμενους.
Για λίγες στιγμές η συνεδρίαση για την ειρήνη είχε μεταβληθεί σε κέντρο μαρξιστικής προπαγάνδας για αρχάριους.
«Εκείνο που προκαλεί την έκπληξη και την αγανάκτηση στις Κυβερνήσεις των άλλων χωρών για τις ενέργειες μας, έλεγα, είναι πως αντί να συλλαμβάνουμε τους απεργούς, συλλαμβάνουμε τους κεφαλαιοκράτες που εφαρμόζουν το λοκ - άουτ κι αντί να τουφεκίζουμε τους χωρικούς που ζητούν τη γη τους τουφεκίζουμε τους γαιοκτήμονες και τους αξιωματικούς, που θέλουν να τουφεκίσουν τους χωρικούς».
Η όψη του Χόφμαν είχε σκοτεινιάσει. Ο Κούλμαν μετά από κάθε τέτοιο ατύχημα του Χόφμαν, τον ρωτούσε με καλοσύνη, γεμάτη σαρκασμό, αν ήθελε να συνεχίσει πάνω στο συζητούμενο θέμα. Ο στρατηγός απαντούσε κοφτά:
– Όχι! Φτάνει!
Και κοιτούσε γεμάτος φούρκα κατά το παράθυρο.
Μέσα σ’ αυτό τον κύκλο των διπλωματών, με τους στρατηγούς και τους ναυάρχους που αντιπροσώπευαν τους Χοεντσόλερν, τους Αψβούργους, τους Κόμπουργκ και το Σουλτάνο, οι συζητήσεις για το ρόλο της επαναστατικής βίας, έπαιρναν αληθινά μιαν ασύγκριτη γεύση. Μερικοί από τους κυρίους αυτούς στολισμένοι με διακριτικούς τίτλους και παράσημα, σ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν έκαναν τίποτ’ άλλο, παρά να περιφέρουν τα έκπληκτα βλέμματα τους απ’ τον Κούλμαν στον Τσέρνιν και πότε σε μένα. Θέλανε, μ’ όλη τους την ψυχή να βρεθεί κάποιος να τους εξηγήσει, για τ’ όνομα του θεού, τι σημαίνανε όλα τούτα. Στα παρασκήνια ο Κούλμαν σίγουρα θα τους εξηγούσε, ότι η ύπαρξη μας ήταν υπόθεση μερικών εβδομάδων κ’ έπρεπε να επωφεληθούν απ’ αυτή τη σύντομη διορία, για να καταφέρουν μια «γερμανική» ειρήνη, που οι συνέπειες της θα φορτώνονταν στους κληρονόμους των μπολσεβίκων.
Στις συζητήσεις που διεξάγονταν πάνω σε θέματα αρχών, η θέση μου ήταν πλεονεκτικότερη απ’ του Κούλμαν, στον ίδιο βαθμό που η θέση του στρατηγού Χόφμαν ήταν πλεονεκτικότερη απ’ τη δική μου, όταν επρόκειτο για στρατιωτικά ζητήματα. Να γιατί ο στρατηγός ανυπομονούσε να μεταφέρει όλα τα θέματα στο συσχετισμό της στρατιωτικής ισχύος, ενώ ο Κούλμαν μάταια προσπαθούσε να δόσει σε μια ειρήνη θεμελιωμένη πάνω στο στρατιωτικό χάρτη, την εμφάνιση μιας ειρήνης βασισμένης δεν ξέρω σε ποιες ευγενικές αρχές.
Και για να μετριάσει την έννοια των εκδηλώσεων του Χόφμαν, ο Κούλμαν είπε μια μέρα, πως ένας στρατιώτης είναι αναγκασμένος να εκφράζεται ζωηρότερα από ένα διπλωμάτη.
Απάντησα πως «εμείς οι άλλοι, τα μέλη της ρωσικής αντιπροσωπίας, δεν ανήκουμε στη διπλωματική σχολή και θα μπορούσαμε να θεωρηθούμε περισσότερο για στρατιώτες της επανάστασης. Κ’ επομένως προτιμούσαμε τη χοντρή γλώσσα του στρατιώτη».
Πρέπει, άλλωστε να προσθέσουμε, πως η διπλωματική ευγένεια του ίδιου του Κούλμαν είταν πολύ συμβατική. Το πρόβλημα που φορτώθηκε ήταν καταφάνερα άλυτο... τουλάχιστον αν δεν στηριζόταν στη δική μας συνδρομή... Κι ακριβώς αυτή η βοήθεια είταν που του έλειπε.
«Είμαστε επαναστάτες, εξήγησα στον Κούλμαν, αλλά είμαστε και ρεαλιστές και προτιμούμε να μιλούμε καθαρά για τις προσαρτήσεις, παρά να λέμε τα πράματα με ψευδώνυμα αντί με το γνήσιο όνομά τους».
Δεν ήταν λοιπόν παράξενο, που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ο Κούλμαν πέταξε τη διπλωματική του μάσκα και βάλθηκε να μας αντιμετωπίσει γιομάτος φούρκα. Ακόμα, μένει στη θύμησή μου με ποιο τόνο δήλωσε πως η Γερμανία, προσπαθούσε ειλικρινά ν’ αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με την «κ ρ α τ α ι ά» ανατολική της γειτόνισσα. Τη λέξη «κραταιά» την πρόφερε με τέτοιο σαρκαστικό και προκλητικό τόνο, που όλοι, ακόμα κ’ οι σύμμαχοι του Κούλμαν, ένοιωσαν να τους διαπερνά ένα ελαφρό ρίγος. Πάνω απ’ όλα, τον Τσέρνιν τον τρόμαζε το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων.
Σήκωσα το γάντι και ξαναθύμισα ό,τι είχα πει στον πρώτο μου λόγο, στις 10 του Γενάρη:
«Δεν έχουμε ούτε τη δυνατότητα, ούτε την πρόθεση ν’ αμφισβητήσουμε ότι η χώρα μας έχει περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας, εξαιτίας της πολιτικής που ασκούσαν οι άρχουσες τάξεις τον τελευταίον καιρό, πριν από μας. Η παγκοσμία όμως θέση μιας χώρας δεν προσδιορίζεται μονάχα απ’ τη σύγχρονη κατάσταση του τεχνικού της μηχανισμού, αλλά κι απ’ τις δυνατότητες που περικλείει η χώρα. Όπως ακριβώς κ’ η οικονομική δύναμη της Γερμανίας δεν θά ’ταν σωστό να εκτιμηθεί με μέτρο μονάχα τη σημερινή κατάσταση του επισιτισμού της. Μια πολιτική με πλατιά προοπτική στηρίζεται στις τάσεις ανάπτυξης, στις εσωτερικές δυνάμεις, που μια και ξαναζωντάνεψαν, θα δείξουν αργά η γρήγορα τη δύναμη τους».
Δεν πέρασαν μετά απ’ αυτό 9 μήνες και στις 3 του Οκτώβρη 1918, υπενθυμίζοντας την πρόκληση που μας έρριξε κατάμουτρα στο Μπρεστ - Λιτόφσκ ο Κούλμαν, έλεγα σε μια συνέλευση της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής:
«Κανείς από μας δεν θα διανοηθεί να περιφρονήσει τη Γερμανία για την τρομερή καταστροφή που την έπληξε».
Περιττό ν’ αποδείξω, πως το μεγαλύτερο μέρος αυτής της καταστροφής το προετοίμασε στο Μπρεστ η γερμανική διπλωματία, τόσο η στρατιωτική, όσο κ’ η πολιτική.
Όση περισσότερη ακρίβεια δίναμε στη διατύπωση των ερωτήσεων μας, τόσο περισσότερο ο Χόφμαν κέρδιζε σε υπεροχή απέναντι του Κούλμαν. Κ’ οι δυο τους, προπαντός ο στρατηγός, δεν προσπαθούσαν πια να κρύψουν τις αντιθέσεις τους. Όταν σε μια απ’ τις απαντήσεις μου στις συνηθισμένες επιθέσεις του Χόφμαν, ανέφερα χωρίς υστεροβουλία τη γερμανική κυβέρνηση, ο Χόφμαν με διέκοψε με τη βραχνή θυμωμένη φωνή του:
– Εδώ δεν αντιπροσωπεύω τη Γερμανική Κυβέρνηση, άλλα την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Γερμανίας!
Ήταν σαν πετριά πάνω σε τζάμι. Κοίταξα ολοτρόγυρα στο τραπέζι τους συνεργάτες μου, απ’ τη μια ως την άλλη άκρη. Ο Κούλμαν με σπασμούς στο πρόσωπο κοιτούσε κάτω στο χαλί. Στην όψη του Τσέρνιν πάλευε η σύγχυση με μια σαρδόνια ικανοποίηση.
Απάντησα πως δεν περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες μου να εκφέρω κρίσεις για τις σχέσεις ανάμεσα στη Γερμανική Αυτοκρατορική Κυβέρνηση και την Ανώτατη Στρατιωτική της ηγεσία, είμαι όμως εξουσιοδοτημένος να διαπραγματευτώ με τη Γερμανική Κυβέρνηση.
Ο Κούλμαν, τρίζοντας τα δόντια, έλαβε υπ’ όψει του τη δήλωση μου κ’ υποχώρησε.
Θά ’ταν ασφαλώς πολύ αφελές να υπερτιμούμε το βάθος των διαφωνιών ανάμεσα στη διπλωματία και την Ανώτατη Στρατιωτική ηγεσία. Ο Κούλμαν προσπαθούσε να αποδείξει, πως τα κατειλημμένα εδάφη είχαν κιόλας «αυτοδιατεθεί», μέσω των εθνικών τους κοινοβουλίων, υπέρ της Γερμανίας. Ο Χόφμαν, απ’ την άλλη μεριά, εξηγούσε, πως επειδή δεν υπήρχαν αυτά τα εντεταλμένα εθνικά όργανα, στις κατειλημμένες περιοχές, δεν έμπαινε ζήτημα να εκκενωθούν απ’ τα γερμανικά στρατεύματα. Τα επιχειρήματα. που προβάλλανε ήταν ολότελα αντίθετα, το πρακτικό όμως αποτέλεσμα έμενε πάντα το ίδιο.
Απ’ την άποψη αυτή ο Κούλμαν επιχειρούσε έναν εμπαιγμό, που με την πρώτη ματιά καταλάβαινες που απέβλεπε. Σε μια γραπτή απάντηση πάνω σε μια σειρά ερωτήματά μας, που την διάβασε ο φον Ρόζενμπεργκ, αναφερόταν, ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να εκκενώσουν τις κατειλημμένες περιοχές πριν να τελειώσει ο πόλεμος στο δυτικό μέτωπο.
Απ’ αυτό έβγαλα το συμπέρασμα πως η αποχώρηση θα γινόταν μετά το τέλος του πολέμου και ζήτησα να καθοριστεί η ημερομηνία με περισσότερη ακρίβεια.
Ο Κούλμαν ήταν φοβερά εκνευρισμένος. Υπολόγιζε να μας αποκοιμίσει με τη γνωστή διατύπωση του. Μ’ άλλα λόγια ήθελε να συγκαλύψει την επιδίωξη της προσάρτησης... παίζοντας με τις λέξεις. Βλέποντας πως δεν το πετύχαινε αυτό, έδοσε την εξήγηση, με τη βοήθεια του Χόφμαν, πως τα γερμανικά στρατεύματα δεν θα αποχωρούσαν ούτε πριν, ούτε μετά το τέλος του πολέμου.
Στο τέλος του Γενάρη, έκανα την απόπειρα, δίχως να τρέφω ελπίδες επιτυχίας, να μου δοθεί η συγκατάθεση της Αυστροουγγρικής Κυβέρνησης για ένα ταξίδι μου στη Βιέννη, για να συνεννοηθώ με τους αντιπροσώπους του αυστριακού προλεταριάτου. Όπως καταλαβαίνετε, η ιδέα αυτού του ταξιδιού κατατρόμαξε περισσότερο απ’ όλους την αυστριακή σοσιαλδημοκρατία. Όπως ήταν επόμενο αντιμετώπισα την άρνηση, με την αιτιολογία, όσο απίστευτη κι αν φαίνεται, ότι δεν είχα εξουσιοδοτηθεί για τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις.
Απάντησα με το ακόλουθο γράμμα στον Τσέρνιν:
«Κύριε Υπουργέ,
Αποστέλλοντας εσωκλείστως αντίγραφα της επιστολής που έλαβα εκμέρους του κ. Συμβούλου της Πρεσβείας κόμη Τζάκι, με ημερομηνία 26ης τρέχοντος, προφανώς απάντησή σας στο τηλεγράφημα μου της 24ης τρέχοντος, έρχομαι με την παρούσα να σας γνωρίσω, ότι πήρα αρνητική απάντηση για το ταξίδι μου στη Βιέννη, με το σκοπό να διεξαγάγω διαπραγματεύσεις με τους αντιπροσώπους του αυστριακού προλεταριάτου για μια δημοκρατική ειρήνη. Είμαι αναγκασμένος να διαπιστώσω, ότι στην απάντηση σας οι καθαρά τυπικού χαρακτήρα λόγοι, αποβλέπουν να καλύψουν την άρνηση, να διεξαχθούν απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιπροσώπων της Κυβέρνησης των εργατών και αγροτών της Ρωσίας και του αυστριακού προλεταριάτου. Όσο για το επιχείρημά σας, ότι δεν έχω την απαραίτητη εξουσιοδότηση να διεξαγάγω τέτοιες διαπραγματεύσεις (επιχείρημα απαράδεκτο και στη μορφή και στο περιεχόμενο), επιθυμώ να επιστήσω την προσοχή σας κύριε Υπουργέ, ότι αποκλειστικά και μόνο στην Κυβέρνηση μου ανήκει το δικαίωμα να καθορίσει την έκταση και τη φύση της εξουσιοδότησής μου».
Κατά την τελευταία περίοδο των διαπραγματεύσεων το κυριότερο ατού στα χέρια του Κούλμαν και του Τσέρνιν είταν η ανεξάρτητη κ’ εχθρική εκδήλωση της «Ράντα» (Συμβούλιο, Βουλή και Κυβέρνηση) του Κίεβου ενάντια στη Μόσχα.
Οι ηγέτες της «Ράντα» αντιπροσώπευαν μιαν ουκρανική παραλλαγή του κερενσκισμού. Ελάχιστα διαφέρανε απ’ το μεγαλορωσικό τους πρότυπο, ίσως γιατί είταν περισσότερο («επαρχιώτες». Οι αντιπρόσωποι τους στο Μπρεστ ήταν απ’ τη φύση τους φτιαγμένοι, για να τους τραβάει απ’ τη μύτη ο οποιοσδήποτε κεφαλαιοκράτης διπλωμάτης. Όχι μονάχα ο Κούλμαν, αλλά κι ο Τσέρνιν έδειχναν τη μόλις συγκρατημένη περιφρόνησή τους. Οι ηλίθιοι Ουκρανοί μας δημοκράτες ένοιωθαν πως ήταν εξασφαλισμένοι πια, καθώς έβλεπαν, πως μοναδικές φίρμες σαν τους Χοεντσόλερν και τους Αψβούργους τους παίρνανε στα σοβαρά. Όταν ο Γκολουμπόβιτς, ο αρχηγός της αντιπροσωπίας της «Ράντα», μετά από μιαν ανταπάντησή του, ξανακαθόταν, απομακρύνοντας προσεκτικά τα δυο μακριά φτερά της μαύρης του ρεντιγκότας, υπήρχε φόβος ότι θα διαλυότανε πάνω στο κάθισμα του από ενθουσιασμό, που κόχλαζε μέσα του.
Ο Τσέρνιν, όπως αναφέρει στο ημερολόγιο του, έδινε θάρρος στους Ουκρανούς να αναλάβουν μιαν ανοιχτά εχθρική επίθεση εναντίον της σοβιετικής αντιπροσωπίας. Οι Ουκρανοί στο μεγάλο τους ζήλο το παράκαναν. Επί ένα τέταρτο της ώρας ο ρήτορας τους στοίβαζε χοντροκοπιές και αισχρότητες φέρνοντας σε μεγάλη αμηχανία τον ευσυνείδητο διερμηνέα που δεινοπαθούσε να βρει το σωστό τόνο σε τούτη τη διαπασών.
Περιγράφοντας αυτή τη σκηνή ο κόμης πρεσβευτής των Αψβούργων, λέει πως τά ’χα χαμένα, ήμουνα κάτωχρος, ταραγμένος, ότι στάλαζε κρύος ίδρωτας στο μέτωπο μου κλπ.
Αν εξαιρέσουμε τις υπερβολές, πρέπει να ομολογηθεί ότι πραγματικά αυτή η σκηνή στάθηκε απ’ τις πιο ανυπόφορες. Ωστόσο εκείνο που με πείραζε δεν ήταν καθόλου αυτό που φανταζόταν ο Τσέρνιν, ν’ ακούμε δηλαδή τους συμπατριώτες μας να μας βρίζουν μπροστά στους ξένους. Όχι, ανυπόφορος ήταν, ο θεληματικός και φρενιασμένος αυτοεξευτελισμός των ανθρώπων αυτών, που κατά κάποιον τρόπο αντιπροσώπευαν την επανάσταση, μπροστά στους αλαζονικούς αριστοκράτες, που τους περιφρονούσαν. Μια επιδεικτική χαμέρπεια, μια δουλοπρέπεια που ξελιγωνόταν απ’ τον ενθουσιασμό, να, τί ξεχυνόταν απ’ τους θλιβερούς εθνικοσοσιαλιστές δημοκράτες, που για μια στιγμή ένοιωσαν ν’ ανεβαίνουν στην εξουσία.
Ο Κούλμαν, ο Τσέρνιν, ο Χόφμαν κ’ οι άλλοι τους άκουγαν άπληστοι, με κομμένη την ανάσα, σαν τους παίκτες στις ιπποδρομίες, που πόνταραν σ’ ένα καλό άλογο.
Περιφέροντας το βλέμμα .του, μετά από κάθε φράση, στους προστάτες του για μιαν ενθάρρυνσή τους, ο Ουκρανός αντιπρόσωπος ξεστόμιζε απ’ τα γραφτά του όλες τις αισχρότητες, που η αντιπροσωπία του είχε ετοιμάσει, υστέρα από σαρανταοκτάωρη συλλογική συνεργασία. Μάλιστα, αυτή η σκηνή ήταν πραγματικά απ’ τις πιο αηδιαστικές, που μου έτυχαν στη ζωή μου. Αλλά κάτω απ’ τα διασταυρούμενα πυρά από βρισιές και σαρκαστικά βλέμματα, ούτε στιγμή δεν αμφέβαλλα, πως τα τόσο πρόθυμα τσιράκια θα πετάγονταν έξω απ’ την πόρτα από τ’ αφεντικά τους που θριάμβευαν, καθώς επίσης και τ’ αφεντικά, με τη σειρά τους, θ’ άδειαζαν σε λίγο τις θέσεις όπου από αιώνες έχουν καλοκαθίσει...
Την ίδια. εκείνη περίοδο τα επαναστατικά σοβιετικά στρατεύματα προχωρούσαν μ’ επιτυχία στην Ουκρανία ανοίγοντας δρόμο προς το Δνείπερο. Και ακριβώς την ήμερα που το απόστημα είχε τελικά ωριμάσει και είχε φανεί κατακάθαρα ότι οι Ουκρανοί αντιπρόσωποι συμφώνησαν με τον Κούλμαν και τον Τσέρνιν για το πούλημα της χώρας τους, τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν το Κίεβο.
Ρωτώντας ο Ράντεκ απ’ τον ασύρματο για την κατάσταση στην ουκρανική πρωτεύουσα, πήρε την απάντηση από το γερμανό τηλεγραφητή κάποιου ενδιάμεσου σταθμού που δεν ήξερε με ποιόν μιλούσε:
– Το Κίεβο πέθανε!
Στις 7 του Φλεβάρη γνωστοποίησα στους αντιπροσώπους των κεντρικών αυτοκρατοριών το ραδιοτηλεγράφημα του Λένιν, που ανήγγειλε, ότι τα σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στο Κίεβο στις 29 του Γενάρη, ότι η κυβέρνηση της «Ράντα», εγκαταλειμμένη απ’ όλους, τα παράτησε όλα κ’ έφυγε, ότι η κεντρική εκτελεστική επιτροπή των Σοβιέτ της Ουκρανίας ανακηρύχθηκε ανώτατη αρχή της χώρας κ’ εγκαταστάθηκε στο Κίεβο, ότι η κυβέρνηση της Ουκρανίας αναγνωρίζει την ομοσπονδιακή της ένωση με τη Ρωσία και την πλήρη ενότητα στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική.
Στην αμέσως επόμενη σύσκεψη είπα στον Κούλμαν και στον Τσέρνιν πως πήγαιναν να διαπραγματευθούν με την αντιπροσωπία μιας κυβέρνησης, που το συνολικό της έδαφος είταν η περιοχή του Μπρεστ - Λιτόφσκ. (Κατά τη συμφωνία τους η πόλη αυτή θα άνηκε στην Ουκρανία). Η Γερμανική όμως Κυβέρνηση, ακριβέστερα η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση, είχε κιόλας αποφασίσει την κατάληψη της Ουκρανίας απ’ τα γερμανικά στρατεύματα. Η διπλωματία των κεντρικών αυτοκρατοριών είχε απλούστατα ετοιμάσει το διαβατήριο γι’ αυτά τα στρατεύματα. Ο Λούντεντορφ εργαζόταν υπέροχα, προετοιμάζοντας την αγωνία της στρατιάς των Χοεντσόλερν.
Εκείνες τις μέρες ήταν κλεισμένος σε μια γερμανική φυλακή ένας άνθρωπος, που οι πολιτικάντηδες της σοσιαλδημοκρατίας τον θεωρούσανε τρελό ουτοπιστή κ’ οι δικαστές των Χοεντσόλερν τον κατηγορούσαν για εσχάτη προδοσία. Ο φυλακισμένος έγραφε:
«Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Μπρεστ δεν είναι μηδέν κι ας καταλήγει τώρα σε μιαν ειρήνη με κτηνώδη συνθηκολόγηση. Χάρη στους Ρώσους αντιπρόσωπους το Μπρεστ έγινε ένα επαναστατικό βήμα, που η αντήχηση του φτάνει πολύ μακριά. Κατήγγειλε τις δυνάμεις της κεντρικής Ευρώπης, ξεσκέπασε την αρπακτική λαιμαργία, την ψευτιά, τη δολιότητα και την υποκρισία της Γερμανίας. Απήγγειλε μια συντριπτική ετυμηγορία εναντίον της πολιτικής της γερμανικής πλειοψηφίας (σοσιαλδημοκρατίας) πάνω στο θέμα της ειρήνης, πολιτικής που είναι πιότερο κυνική παρά ψευτοανθρωπιστική. Κινητοποίησε σε σημαντική έκταση τα κινήματα των μαζών στις διάφορες χώρες! Κ’ η τραγική της κατάληξη –η επέμβαση εναντίον της επανάστασης– έκαμε να σκιρτήσει κάθε σοσιαλιστική ίνα. θα φανεί ποια θα είναι για τους σημερινούς θριαμβευτές η συγκομιδή από τούτο το σπόρο. Δεν θα μείνουν καθόλου ικανοποιημένοι»!
(Καρλ Λίμπκνεχτ: Πολιτικά Σημειώματα απ’ τα καταλειπόμενά του, εκδόσεις «Η Δράση» 1921, σελ. 51).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————

[1]. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον «Μηνιάτικο Μαρξιστή», θεωρητικό-πολιτικό περιοδικό του Μαρξιστικού Κόμματος (Μάης και Ιούνης 1991) και αμέσως μετά στη «Σοσιαλιστική Αλλαγή». Δημοσιεύουμε επίσης το αντίστοιχο κεφάλαιο, από την Αυτοβιογραφία του Λεόν Τρότσκι: «Διαπραγματεύσεις στο Μπρεστ Λιτόφσκ». (Από το κείμενο του Παντσόφ παραλείψαμε την πληθώρα των σημειώσεων, που ήταν απλά παραπομπές σε ρωσικά κείμενα).

[2]. Ι. Β. Βοκοβίτσεφ: «Η Ειρήνη του Μπρεστ», 1928. Μ. Γκαϊζίνσκι: «Η Πάλη Ενάντια στην Παρέκκλιση από τη Γενική Γραμμή του Κόμματος», 1931. Α. Ιλίν Ζενέφσκι: «Η Ειρήνη του Μπρεστ και το Κόμμα», Κόκκινο Χρονικό, 1928, Νο 1.

[3]. Βλέπε λ.χ. –Α. Ο. Τσουμπαριάν: «Η Ειρήνη του Μπρεστ», Μόσχα, 1964. –Δ. Β. Οζνομπίσιν: «Από το Μπρεστ στο Γιουριόφ», Μόσχα, 1966. –Κ. Β. Γκούσεφ: «Ο Οκτώβρης και η Πάλη για την Ειρήνη», Μόσχα, 1968. –Γ. Λ. Νικόλνικοφ: «Περιφανής Θρίαμβος της Στρατηγικής και της Τακτικής του Λένιν (Η Ειρήνη του Μπρεστ: Από την Θριαμβευτική Σύναψή της Μέχρι την Παραβίασή της)», Μόσχα, 1968. –Γ. Λ. Νικόλνικοφ: «Η Ειρήνη του Μπρεστ και η Ουκρανία», Κίεβο, 1981. –Ι. Ι. Μιντς: «Ο Χρόνος 1918», Μόσχα, 1982, κ.λ.π.

[4]. Οι Γιόφε (αρχηγός της αντιπροσωπίας), Κάμενεφ, Μπιτσένκο, Ποκρόφσκι, Κάραχαν (γραμματέας), Πάβλοβιτς, και οι στρατιωτικοί και τεχνικοί σύμβουλοι ήταν μέλη της αντιπροσωπίας. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του στρατηγού Σαμοΐλο, η σύνθεση της αντιπροσωπίας ήταν ρευστή. Βλέπε Σαμοΐλο, «Δυο Ζωές», Λένινγκραντ, 1963, σελ. 219.

[5]. Το Εθνικό Στρατιωτικό Συνέδριο για την αποστράτευση έγινε στην Πετρούπολη από τις 15 (28) Δεκέμβρη 1917 ως τις 3 (16) Γενάρη 1918. Καθήκον του ήταν να επεξεργαστεί μέτρα για μια γοργή και συστηματική αποστράτευση του παλιού στρατού και το σχηματισμό ενός νέου επαναστατικού στρατού.

[6]. Σε σχέση μ’ αυτό, ο ισχυρισμός του Τσουμπαριάν ότι οι απαντήσεις των αντιπροσώπων στις ερωτήσεις του Λένιν δυνάμωσαν τη γνώμη του «ότι ήταν ουσιαστικό να κλειστεί ειρήνη», φαίνεται παράξενος (Α. Ο. Τσουμπαριάν, «Έργα», σελ.106).

[7]. Αναφέρεται από τον Λ. Τρότσκι: «Για τον Λένιν: Υλικά για μια Βιογραφία», Μόσχα, 1924, σελ. 78. Κι ακόμη Λ. Τρότσκι: «Η Ζωή μου», «Μια Απόπειρα για μια Βιογραφία», τόμ. 2, Βερολίνο, 1930, σελ. 87.

[8]. Σχετικά με την «προδοσία» της αναγνώρισης από τον Τρότσκι της εγκυρότητας της αντιπροσωπίας της ΟΛΔ, βλ. λ.χ. Α Ο. Τσουμπαριάν, «Ουκρανικά Έργα», σελ. 128, Γ. Λ. Νικόλνικοφ, «Η Ειρήνη του Μπρεστ και η Ουκρανία», σελ. 47. Δυστυχώς, σ’ αυτά τα έργα δεν τίθεται το ερώτημα γιατί η «προδοτική συμπεριφορά» του Τρότσκι δεν προκάλεσε αντιρρήσεις ούτε από την Κ.Ε. του ΡΣΔΕΚ(μπ.) ούτε από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. Βλ. και Λ. Τρότσκι: «Έργα», όπ.π., σελ. 69, 70.

[9]. Λ. Τρότσκι: όπ.π., σελ. 7. Στις 8 (21) του Γενάρη, μια αντιπροσωπία της Σοβιετικής Ουκρανίας ήταν παρούσα στο Μπρεστ-Λιτόφσκ. Αποτελούνταν από τον Ε. Μεντβέντεφ, πρόεδρο της Πανουκρανικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, και τον Β. Μ. Σαχράι, Γραμματέα του Λαού για τις στρατιωτικές υποθέσεις. Όμως, οι αντιπρόσωποι των κεντρικών δυνάμεων συνέχιζαν να αναγνωρίζουν την Ουκρανική Εθνική Δημοκρατία.

[10]. Το κείμενο του γράμματος δεν έχει διατηρηθεί, αλλά είναι δυνατό να κρίνουμε τις ιδέες που περιέχει από μεταγενέστερες ομιλίες του Τρότσκι (Λ. Τρότσκι: «Για τον Λένιν», σελ. 81, Λ. Τρότσκι: «Η Ζωή μου», σελ. 108-9, Λ. Τρότσκι: «Έργα», όπ.π., σελ. 631, 662).

[11]. Τα πρακτικά της συνάντησης αυτής δεν έχουν κρατηθεί. Υπάρχουν μόνο οι σύντομες σημειώσεις του Λένιν πάνω στις ομιλίες αυτών που ήταν ενάντια σε μια άμεση ειρήνη (βλέπε Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 10, σελ. 41-44).

[12]. Ο Σοκόλνικοφ ήταν παρών στη σύνοδο της Κ.Ε. του ΡΣΔΕΚ (μπ.), στις 11 Γενάρη (24 Γενάρη) και είχε το δικαίωμα να ψηφίσει συμβουλευτικά. Στη συνέχεια ο Στάλιν και η Στάσοβα έδειξαν κάποια αμφιταλάντευση στο θέμα της ειρήνης στη σύνοδο της Κ.Ε. (βλέπε πρακτικά της Κ.Ε. του ΡΣΔΕΚ(μπ.), σελ. 167-173, 178, 204, 212, 190-191), [το Έβδομο (Έκτακτο) Συνέδριο του ΡΚΚ(μπ.), σελ. 53].

[13]. Σχετικά μ’ αυτό βλέπε: –Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τόμ. 35, σελ. 384. –Λ. Ντ. Τρότσκι: «Για τον Λένιν», σελ. 87. –Β. Βλαντιμίροβα: «Οι Αριστεροί Εσέροι το 1917-1918».– «Προλεταριακή Επανάσταση», 1927, αριθ. 4 (63), σελ. 110. Κρίνοντας από τα απομνημονεύματα του Λ. Στουποτσένκο, που ήταν αντιπρόσωπος τότε στο σοβιέτ του Πέτρογκραντ, ο Κάμκοφ επίσης υποστήριξε την ιδέα μιας ειρήνης στην Κεντρική Επιτροπή των Αριστερών Εσέρων (βλ. Λ. Β. Στουποτσένκο., «Μέρες του Μπρεστ (Απομνημονεύματα ενός Μάρτυρα» –«Προλεταριακή Επανάσταση», 1923, αριθ. 4 (16), σελ. 105).

[14]. Πρακτικά της Κ.Ε. του ΡΣΔΕΚ (μπ.), σελ. 218. –Λ. Ντ. Τρότσκι: «Στάλιν», τόμ. 2, Μπένσον 1985, σελ. 20. –Λ. Στουποτσένκο: «Ουκρανικά Έργα», σελ. 102-106. –Ι. Βράτσεφ: «Μια Νύχτα στο Παλάτι Τοριτσέσκι-Ζνάμια», 1988, αριθμ. 11, σελ. 186-189.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου