Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Η μαρξιστική θεωρία και ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών



Η μαρξιστική θεωρία και ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών   




(Ο μαρξισμός μετά την κατάρρευση
του "υπαρκτού σοσιαλισμού")
του Γιάννη Μηλιού1

1. Εισαγωγή

Η κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" στην Ανατ. Ευρώπη και την πρώην ΕΣΣΔ συμπίπτει με μια γενική υποχώρηση της μαρξιστικής θεωρίας στο δυτικό κόσμο. Ο μαρξισμός, που σχεδόν ήταν "μόδα" στις χώρες της Δύσης κατά τη δεκαετία του 1970, υποχώρησε από όλα σχεδόν τα οχυρά του (μερίδες της διανόησης, των επιστημόνων και της νεολαίας, τα πανεπιστήμια, τις επιφυλλίδες του "σοβαρού" τύπου κ.ο.κ.) προς όφελος άλλων, αντίπαλων προς το μαρξισμό, θεωρητικών ρευμάτων.

Με άλλα λόγια το κοινωνικό κύρος του μαρξισμού υποχώρησε αισθητά, παράλληλα με την υποχώρηση της παρουσίας του στους θεσμούς και της επιρροής του στους διανοούμενους και τα κοινωνικά κινήματα. Οι μαρξιστές εξακολουθούν φυσικά να υπάρχουν, αλλά η εμβέλεια και το κύρος τους μειώθηκε, καθώς οι κοινωνικές επιστήμες "απομαρξιστοποιήθηκαν".

Στη συγκυρία αυτή πολλοί από τους αντιμαρξιστές διανοούμενους και πολλοί περισσότεροι από τους υπαλλήλους των ιδεολογικών μηχανισμών του (καπιταλιστικού) κράτους διείδαν, για μια ακόμα φορά2, τον επερχόμενο "οριστικό" θάνατο του μαρξισμού. Για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού επιστρατεύεται συνήθως ένας πρωτόγονος εμπειρισμός (βλ. και Δημούλη 1994, σελ. 34): Ο μαρξισμός "έγινε πράξη" στις χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Η κατάρρευση των χωρών αυτών αποδεικνύει ότι ο μαρξισμός απέτυχε. Άρα ο μαρξισμός ήταν λάθος και συνεπώς το τέλος του έφθασε.

Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλοϊκά, αν η κοινωνική εξέλιξη προέκυπτε όχι από τη δυναμική των κοινωνικών ανταγωνισμών (από την πάλη των τάξεων) αλλά από την "εφαρμογή στην πράξη" θεωρητικών συστημάτων και ιδεών (από τα οποία μάλιστα το "σωστό" τελικώς υπερισχύει), τότε θα είχαμε απαλλαγεί από ένα σωρό αντιφατικές και παράλογες δοξασίες, όπως π.χ. από τη χριστιανική θρησκεία, που η "αποτυχία" της στην "πράξη της Ιεράς Εξέτασης" είναι σήμερα περισσότερο από προφανής.

Σε ποιο βαθμό όμως και υπό ποίους όρους συναρτάται η υποχώρηση του μαρξισμού με την κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού"; Είναι προφανές ότι η κατάρρευση του ευρωπαϊκού "υπαρκτού σοσιαλισμού" αναγκαστικά συμπαρασύρει ορισμένες απόψεις του "σοβιετικού μαρξισμού", σύμφωνα με τις οποίες η ιστορική εξέλιξη καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τον ανταγωνισμό των "δύο κοινωνικών συστημάτων" και ότι η κρίση του καπιταλισμού είναι το αναπότρεπτο αποτέλεσμα της άνθισης του "σοσιαλισμού". Ο μαρξισμός δεν ταυτίζεται όμως με το θεωρητικό σύστημα που ονομάσθηκε "σοβιετικός μαρξισμός". Το ερώτημα επομένως παραμένει.

Μήπως τελικά κάθε εκδοχή του μαρξισμού οριζόταν (έστω αρνητικά ή κριτικά) σε αναφορά με τα ανατολικά καθεστώτα;3 Δεν το πιστεύουμε. Ο μαρξισμός υπήρξε πριν από τον "υπαρκτό σοσιαλισμό". Διότι η ύπαρξη του συναρτάται με τις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες και αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Πολύ περισσότερο, ο μαρξισμός αναπαράγει στο εσωτερικό του (με μετασχηματισμένη μορφή) τις αντιφάσεις που διασχίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Οι αντιφάσεις αυτές είναι που καθορίζουν σε κάθε ιστορική συγκυρία το αν η "κρίση του μαρξισμού" λειτουργεί "αναγεννητικά" ή ανασχετικά για την ανάπτυξη και την κοινωνική επιρροή της μαρξιστικής θεωρίας.



2. Η μαρξιστική θεωρία ουδέποτε υπήρξε "μία και μοναδική"

Ήδη από τη στιγμή του θανάτου του Μαρξ έγινε φανερό ότι η μαρξική θεωρία και η μαρξική ανάλυση δεν επιδέχονται μόνο μια ερμηνεία και δεν εξελίσσονται με βάση μία και μόνη θεωρητική κατεύθυνση. Αντίθετα, η ύπαρξη του μαρξισμού είναι πάντοτε συνυφασμένη με το σχηματισμό διαφορετικών μαρξιστικών ρευμάτων ή σχολών, που κατά κανόνα συγκροτούνται στη βάση αντιφατικών και αντιτιθέμενων μεταξύ τους θεωρητικών αρχών, θέσεων και πορισμάτων.

Το φαινόμενο αυτό είναι καθολικό και έλαβε χώρα σ' όλες τις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο μαρξισμός, θυμίζουμε χαρακτηριστικά τις σημαντικότερες θεωρητικές διαμάχες ανάμεσα στα διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο:

* Τη διαμάχη σχετικά με το ζήτημα της ανάπτυξης του καπιταλισμού και τη σοσιαλιστική στρατηγική ανάμεσα στους ρώσους ναρόντνικους υπό τον Ντάνιελσον (μεταφραστή του Κεφαλαίου στα ρωσικά και τακτικό συνομιλητή, δϊ αλληλογραφίας, των Μαρξ και Ένγκελς) και τους ρώσους σοσιαλδημοκράτες υπό τον Πλεχάνωφ (και αργότερα τον Λένιν), διαμάχη η οποία ξεκίνησε μετά την αποχώρηση των τελευταίων, το 1877, από την πολιτική οργάνωση των ναρόντνικων και διήρκεσε μέχρι την επανάσταση του 1905 (Μηλιός 1992Α).

* Τη θεωρητική διαμάχη στο εσωτερικό της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, με επίκεντρο το ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης, ανάμεσα στους "ρεβιζιονιστές" (Bernstein) και τους "ορθόδοξους μαρξιστές" (Kautsky, Luxemburg).

Η διαμάχη αυτή κορυφώθηκε λίγο μετά το θάνατο του Engels (1895), με την επί δύο χρόνια (189698) δημοσίευση στην "Neue Zeit", την εφημερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, μιας σειράς άρθρων του Ε. Bernstein με τίτλο "Ζητήματα του Σοσιαλισμού" ("Probleme des Sozialismus"). Την αρθρογραφία αυτή ακολούθησε η έκδοση (1899) του βασικού έργου του Bernstein: "Οι προϋποθέσεις του Σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας" ("Die Voraussetzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemokratie"). H βασική θέση του Bernstein ήταν ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό μπορεί και πρέπει να συντελεστεί σταδιακά, ως διαδικασία οικονομικού και πολιτικού μεταρρυθμισμού, με όπλο τον κοινοβουλευτισμό. Ο Bernstein, που ως ένα βαθμό εκφράζε και ορισμένες απόψεις του Engels λίγο πριν το θάνατο του,4 στην ουσία επιχείρησε να προσαρμόσει την (επαναστατική) θεωρία της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας στην (ρεφορμιστική) πολιτική της τακτική (Bensussan 1986, σελ. 723. Επίσης, αναλυτικά για τον "πρακτικό" και τον "θεωρητικό" ρεφορμισμό βλ. FUlberth 1972, σελ. 22 επ.).

Τη θεωρητική απάντηση στον Bernstein από τη σκοπιά των "ορθόδοξων μαρξιστών" έδωσε κατ' αρχήν ο Kautsky με το έργο του "Ο Bernstein και το σοσιαλδημοκρατικό Πρόγραμμα. Μια Αντικριτική" (1899) ("Bernstein und das sozialdemokratische Programm. Eine Antikritik"). Ακολούθησαν οι κριτικές της Luxemburg ("Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;"), του Parvus, του Πλεχάνοφ κ.ά.

Αν και η θεωρητική και πολιτική πρόταση του Bernstein ηττήθηκε στη δεδομένη συγκυρία (συγκεκριμένα στο "Συνέδριο του Ανοβέρου" του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας το 1899),5 εντούτοις δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι οι απόψεις αυτές παρέμειναν ενεργές και κυριάρχησαν "σταδιακά" σε όλα σχεδόν τα δυτικά σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα, το αργότερο μια δεκαετία μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

* Τη θεωρητική διαμάχη στους κόλπους των "ορθόδοξων" κυρίως μαρξιστών της Δύσης πριν από τον Α1 Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία συνεχίστηκε και μετά τη διάσπαση του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος, καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αναφορικά με το χαρακτήρα των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, τη θεωρία της "κατάρρευσης" του καπιταλισμού κ.ο.κ.

Τα θεωρητικά μέτωπα που διαμορφώθηκαν από τη διαμάχη αυτή, ανάμεσα στους μαρξιστές που θεωρούσαν ως ουσιώδες γνώρισμα και αιτία των κρίσεων την υποκατανάλωση των εργατικών μαζών (Kautsky, Luxemburg, Sternberg κ. ά.), εκείνους που, αντίθετα, αντιλαμβάνονταν τις οικονομικές κρίσεις ως κρίσεις υπερσυσσώρευοης (TuganBaranowski, O. Bauer, Bucharin κ.ά.) και εκείνους που ανήγαγαν τα ουσιώδη γνωρίσματα και τις αιτίες των κρίσεων στο μαρξικό νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους (Grossmann, M. Dobb) διατηρούνται εν πολλοίς μέχρι και σήμερα (Μηλιός 1992Β).

* Τη διαμάχη ανάμεσα στους θεωρητικούς της Δεύτερης (Kautsky) και της Τρίτης Διεθνούς (Λένιν, Luxemburg), μετά τη διάσπαση του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, αναφορικά με τα ζητήματα της κοινωνικής αλλαγής στη συγκυρία του Πολέμου, του κράτους, του σοσιαλισμού, της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, τη θεωρία της διανομής κ.ο.κ.

* Την πληθώρα διαμαχών και θεωρητικών συζητήσεων στο εσωτερικό της ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας, αρχικά6, και του μπολσεβίκικου κόμματος, στη συνέχεια, πριν και κατά την πρώτη περίοδο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, γύρω από την επαναστατική στρατηγική, τη θεωρία του κράτους, τη θεωρία του έθνους και την εθνική αυτοδιάθεση, τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τη θεωρία της αξίας, το δίκαιο κ.ο.κ. (βλ. Μπετελέμ 1975).

* Τη διαμάχη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ανάμεσα στη σταλινική ηγεσία του ΚΚΣΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς από τη μια (η θεωρητική συγκρότηση της οποίας αποκρυσταλλώθηκε - κατά τη δεκαετία του 1930 - στο θεωρητικό σύστημα που αποκαλούμε "σοβιετικό μαρξισμό"), και τις αντιπολιτευόμενες μαρξιστικές ομάδε:* και διανοούμενους από την άλλη, κυρίως γύρω από ζητήματα πολιτικής στρατηγικής και σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Ο πλουραλισμός αυτός των μαρξιστικών ρευμάτων και οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις συνεχίστηκε και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την εκπληκτική θεωρητική σταθεροποίηση του σοβιετικού μαρξισμού κατά τις δεκαετίες του 1940 και 1950, η οποία προέκυψε από τις τεράστιας εμβέλειας πολιτικές επιτυχίες της ΕΣΣΔ και της παραδοσιακής Αριστεράς κατά την περίοδο αυτή. Οι επιτυχίες αυτές συνίσταντο:

α) από τη μια στη νικηφόρα αντιαξονική στρατιωτική συμμαχία της ΕΣΣΔ με τις δυτικές δυνάμεις, που οδήγησε στην επέκταση του "σοσιαλιστικού συστήματος" σε έξι γειτονικές προς την ΕΣΣΔ χώρες, και από την άλλη,

β) στην αποτελεσματική πολιτική στρατηγική των αντιφασιστικών αντικατοχικών Μετώπων, που οδήγησε στην ανάληψη της πολιτικής εξουσίας από τη μεριά τους στη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, την Κίνα και άλλες περιοχές της Ν.Α. Ασίας, αλλά και

γ) στη σημαντική ισχυροποίηση της παραδοσιακής Αριστεράς στις περισσότερες δυτικές χώρες οι οποίες είχαν υποστεί την κατοχή των αξονικών δυνάμεων στη διάρκεια του Πολέμου, και στις οποίες η παραδοσιακή Αριστερά είχε πρωταγωνιστήσει στον αντικατοχικό αγώνα.

Παρά την εκπληκτική του σταθεροποίηση κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ο σοβιετικός μαρξισμός ουδέποτε υπήρξε η μοναδική εκδοχή του μαρξισμού. Ιδιαίτερα μετά τις πολιτικές ανακατατάξεις στο χώρο της Αριστεράς που συνδέθηκαν με:

α) το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ,

β) τις επεμβάσεις του σοβιετικού στρατού στις γειτονικές "σοσιαλιστικές" χώρες (Ουγγαρία, Ανατ. Γερμανία, Τσεχοσλοβακία),

γ) τα ριζοσπαστικά εργατικά και νεολαιίστικα κινήματα σε χώρες της Δυτ. Ευρώπης, στα τέλη της δεκαετίας του 60 (γαλλικός Μάης 1968 κ.λπ.),

δ) την κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση, τη σινοσοβιετική διαμάχη και τη θεωρητική αντιπαράθεση Κ.Κ.Σ.Ε.Κ.Κ.Κίνας,

ε) τα αντιαποικιακά κινήματα, που οδήγησαν στη συγκρότηση πολλών νέων κρατών σ' όλες τις περιοχές του λεγόμενου "Τρίτου Κόσμου",

άνθισαν στη Δύση ομάδες μαρξιστών διανοουμένων, μαρξιστικά θεωρητικά ρεύματα, αλλά και πολιτικές οργανώσεις της "επαναστατικής Αριστεράς", που παρήγαγαν θεωρητικές θέσεις ή και επιχειρούσαν να παρέμβουν στην πολιτική συγκυρία των χωρών τους, διακηρύσσοντας παράλληλα τη ρήξη τους είτε με το σοβιετικό μαρξισμό συνολικά, είτε με κάποιες πλευρές του, είτε (κι αυτή είναι η περίπτωση των περισσότερων κινεζόφιλων "μαρξιστικών λενινιστικών" ομάδων) με τη μετασταλινική εκδοχή του. Μάλιστα, ορισμένα κόμματα της δυτικής παραδοσιακής Αριστεράς, τα λεγόμενα "ευρωκομμουνιστικά", έσπευσαν να διακηρύξουν τις αποστάσεις τους από τη σοβιετική πολιτική και να διαφοροποιηθούν από την εκτίμηση ότι η σοσιαλιστική αλλαγή έχει ως βασική κινητήρια δύναμη την "ανάπτυξη του σοσιαλισμού" στην ΕΣΣΔ. Εντούτοις, στα κόμματα αυτά συνέχισε να κυριαρχεί η εκδοχή του μαρξισμού που ονομάζουμε "σοβιετικό μαρξισμό" (βλ. και Μηλιός Ψαρράς 1980).

Στο πλαίσιο της θεωρητικής συγκυρίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, "ανακαλύφθηκαν" εκ νέου τόσο τα κείμενα των "κλασικών" του μαρξισμού (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν), όσο και οι "ιστορικές" μαρξιστικές συζητήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω.

Ο μαρξισμός, τα διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, επιχείρησαν κατά την περίοδο αυτή να παραγάγουν νέα γνώση για σχεδόν κάθε τομέα των καπιταλιστικών κοινωνιών. Τα ζητήματα της οικονομίας, της καπιταλιστικής ανάπτυξης και υπανάπτυξης, των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και των διαδικασιών μετάβασης στον καπιταλισμό, του καπιταλιστικού κράτους και των μηχανισμών του, του έθνους, των κοινωνιών του "υπαρκτού σοσιαλισμού" και των πολιτικοστρατιωτικών συνασπισμών, της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παγκόσμιας αγοράς, του πολιτισμού, της εκπαίδευσης, της ιδεολογίας και της φιλοσοφίας, ζητήματα ιστορίας και ιστορικής ερμηνείας, κοντολογίς η ολότητα σχεδόν των θεωρητικών αντικειμένων που αναφέρονται στο κοινωνικό γίγνεσθαι προσεγγίσθηκαν κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες από μαρξιστική σκοπιά, ή, ακριβέστερα, από αποκλίνουσες μεταξύ τους μαρξιστικές σκοπιές.

Από την επιγραμματική αυτή σκιαγράφηση της ιστορικής πορείας της μαρξιστικής θεωρίας μπορούμε να συναγάγουμε ένα καταρχήν συμπέρασμα:

Ο μαρξισμός ουδέποτε υπήρξε μια ενιαία, μια "μονολιθική" θεωρία. Αυτό που πράγματι υπήρξε είναι διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, ανάμεσα στα οποία διεξήγετο διαρκώς θεωρητική, ιδεολογική (ή και πολιτική) αντιπαράθεση.7

Το συμπέρασμα αυτό δεν αποτελεί μια τυχαία ιστορική έκβαση, αλλά από καλύπτει τα εσωτερικά, δομικά χαρακτηριστικά της μαρξιστικής θεωρίας. Μπορούμε δηλαδή να ισχυρισθούμε ότι και στο μέλλον ο μαρξισμός θα υπάρξει μόνο υπό αυτή τη μορφή των διαφοροποιούμενων μεταξύ τους θεωρητικών ρευμάτων. Διότι, όπως σωστά επισήμανε ο Λουί Αλτουσέρ, "η μαρξιστική επιστήμη μας δίνει ένα παράδειγμα μιας κατ' ανάγκην συγκρουσιακής και σχισματικής επιστήμης (...)" (Αλτουσέρ 1991, σς. 5455). Μάλιστα, "η μαρξιστική επιστήμη και ο μαρξιστής ερευνητής οφείλουν να πάρουν θέση στη σύγκρουση, αντικείμενο της οποίας είναι η μαρξιστική θεωρία" (Αλτουσέρ 1991, σελ. 55).

Με βάση την πιο πάνω διαπίστωση, μπορούμε να προσεγγίσουμε την ιστορική πορεία της μαρξιστικής θεωρίας που πιο πάνω σύντομα σκιαγραφήσαμε με όρους κρίσης: Η μαρξιστική θεωρία τείνει εγγενώς προς ένα "καθεστώς κρίσης". Η "κρίση του μαρξισμού" είναι δηλαδή το σύνηθες καθεστώς ύπαρξης και συνεπώς ανάπτυξης της μαρξιστικής θεωρίας, και αυτό ίσχυε πάντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη των καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού".8 (Βλ. και Labica 1994, Balibar 1984, Balibar 1990).

Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι να διερευνήσουμε από τη μια τους όρους υπό τους οποίους η "κρίση του μαρξισμού" κυοφορεί α) την ανάπτυξη και β) την διεύρυνση της απήχησης της μαρξιστικής θεωρίας και από την άλλη τους όρους, που κυοφορούν τη συρρίκνωση της εμβέλειας της.

Το ερώτημα αυτό στη σημερινή συγκυρία τίθεται υπό τη συγκεκριμένη μορφή που το διατυπώσαμε στην εισαγωγή: Γιατί η κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" δεν αναδεικνύει, για παράδειγμα, εκείνες τις εκδοχές της μαρξιστικής θεωρίας που από τη δεκαετία ήδη του 1960 αντιπαρατέθηκαν σε όλες τις βασικές θέσεις και τα πορίσματα του σοβιετικού μαρξισμού, οικοδομώντας ένα ριζικά διαφορετικό μαρξιστικό σύστημα εννοιών; Γιατί αντίθετα η θεωρητική συγκυρία αναδεικνύει τις πιο συντηρητικές εκδοχές της κυρίαρχης ιδεολογίας (από το νεοφιλελευθερισμό έως το "νεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο" και τον εθνικισμό) και εκτοπίζει έννοιες όπως ταξική διαίρεση και ταξικοί ανταγωνισμοί, αστικό κράτος, ιμπεριαλισμός, καπιταλιστική οικονομική κρίση, καπιταλιστικά συμφέροντα και εργατικά συμφέροντα κ.ο.κ.;

Προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας μας επιτραπεί να συνοψίσουμε την κριτική προς το σοβιετικό μαρξισμό (και τον "υπαρκτό σοσιαλισμό") που έχουμε διατυπώσει επανειλημμένα από τις στήλες των θέσεων, σε αναφορά με τις αναλύσεις του Αλτουσέρ και των συνεργατών του, αλλά και τα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού, ορισμένων μαρξιστών θεωρητικών του Μεσοπολέμου, καθώς και της κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης. (Ενδεικτικά βλ. Μηλιός 1988, 1989, Σύνταξη θέσεων 1990, Τσεκούρας 1987, Δημούλης 1990). Με τον τρόπο αυτό δεν θα ανταποκριθούμε απλώς στην παραίνεση "να πάρουμε θέση στη σύγκρουση, αντικείμενο της οποίας είναι η μαρξιστική θεωρία" (Αλτουσέρ 1991), αλλά θα τοποθετήσουμε επίσης το ερώτημα που μόλις θέσαμε στη σωστή του διάσταση.



3.1 Παρέκβαση Α': Μαρξιστική κριτική στο "σοβιετικό μαρξισμό"



Η εκδοχή του μαρξισμού που κυριάρχησε στην ΕΣΣΔ μετά την επικράτηση του σταλινισμού, δηλαδή χοντρικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, που εδώ σχηματικά ονομάζουμε σοβιετικό μαρξισμό, στηρίζεται σε τρία ιδεολογικά υποσύνολα:

α) Μια εργαλειακή - μηχανιστική αντίληψη για το αστικό κράτος και την άρχουσα τάξη (εργαλειακός μηχανιστικός υλισμός), αντίληψη που προκύπτει από τη δογματική κωδικοποίηση, την παραποίηση και την εκλεκτικιστική ανάγνωση ορισμένων από τις απόψεις για τον ιμπεριαλισμό και την "κυριαρχία των μονοπωλίων", που ο Λένιν είχε δανειστεί από τον Hilferding και τον Hobson. Στα πλαίσια της αντίληψης αυτής η μαρξιστική θεωρία της πάλης των τάξεων, οι "νόμοι κίνησης" (Μαρξ) του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, η μαρξιστική ανάλυση της κεφαλαιακής σχέσης υποκαθίστανται από ένα απλουστευτικό σχήμα που αντιλαμβάνεται τον καπιταλισμό ως "τα μονοπώλια" και το καπιταλιστικό κράτος ως εργαλείο στα χέρια των μονοπωλίων.

β) Πέρα από τη μηχανιστική αντίληψη για το "μονοπωλιακό καπιταλισμό" και το κράτος, ή μάλλον σε στενή συσχέτιση με την αντίληψη αυτή, ο σοβιετικός μαρξισμός στηρίχθηκε σε μια σειρά θεωρητικές αντιλήψεις που σχηματικά θα ονομάσουμε καταστροφισμό, και οι οποίες υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια φάση επιθανάτιας παρακμής, "σαπίσματος" και αποσύνθεσης. Οι αντιλήψεις αυτές μορφοποιήθηκαν (χωρίς όμως να γίνουν εξ αρχής κυρίαρχες) για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του 1920 στη θεωρία της "γενικής κρίσης" του καπιταλισμού, θεωρία η οποία διατηρούσε μέχρι πρόσφατα μια κεντρική θέση στο εσωτερικό του σοβιετικού μαρξισμού.

Σύμφωνα με τη θεωρία της "γενικής κρίσης", η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης και του "σοσιαλιστικού στρατοπέδου" σημαίνει "ότι ο καπιταλισμός δεν αποτελεί πλέον ένα ενιαίο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας, που περικλείει τα πάντα, ότι δίπλα στο καπιταλιστικό σύστημα υπάρχει το σοσιαλιστικό σύστημα, το οποίο αναπτύσσεται, ωριμάζει, αντιπαρατίθεται στο καπιταλιστικό σύστημα και το οποίο απλώς μέσα από το γεγονός της ύπαρξης του δηλώνει το σάπισμα του καπιταλισμού και κλονίζει τα θεμέλια του" (Στάλιν, Πολιτική Εισήγηση της ΚΕ στο 1βο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, παρατίθεται στο Arbeiterschulung 1930, σελ. 268).

γ) Τέλος, σταθερό υπόβαθρο της μηχανιστικής-εργαλειακής αντίληψης και του καταστροφισμού που διέπει το σοβιετικό μαρξισμό από το Μεσοπόλεμο αναδεικνύεται ο "κλασικός" οικονομισμός, η θεωρητική αντίληψη που η Γ' Διεθνής "κληρονόμησε", και πάλι μετά το θάνατο του Λένιν, από τη Β' Διεθνή: Ο οικονομισμός αντιλαμβάνεται την κοινωνική εξέλιξη σαν το αποτέλεσμα της "ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων", ανάπτυξη η οποία (υποτίθεται ότι) έρχεται σε σύγκρουση με τις παραγωγικές σχέσεις και καθιστά έτσι αναπόφευκτο το μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης υποτίθεται ότι οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις αποτελούν τροχοπέδη για τις παραγωγικές δυνάμεις, ότι ο καπιταλισμός επομένως βρίσκεται στη φάση της παρακμιακής του στασιμότητας.

Η όλη θεωρητική κατασκευή του σοβιετικού μαρξισμού συμπληρώνεται και απολήγει σε μια συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική: Δεν είναι παρά ο ηττημένος (την εποχή του Bernstein) κυβερνητισμός μεταρρυθμισμός, που επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο ως η μαρξιστική στρατηγική, παίρνοντας έτσι την εκδίκηση του από τον επαναστατικό μαρξισμό. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η στρατηγική αυτή κωδικοποιείται ως "αργό, σταδιακό και ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό".



3.2. Παρέκβαση Β': Ο "υπαρκτός σοσιαλισμός" δεν ήταν σοσιαλισμός



Η ειδοποιός διαφορά των καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού" ως προς τις χώρες του δυτικού καπιταλισμού δεν ήταν η εργατική (στη θέση της καπιταλιστικής) εξουσίας, οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί της εργατικής δημοκρατίας και της λαϊκής εξουσίας, ούτε οι σοσιαλιστικές οικονομικές σχέσεις παραγωγής (στη θέση των καπιταλιστικών). Ήταν:

α) Η "μονοπωλιακή ρύθμιση" της οικονομίας, μέσα από τον κρατικό έλεγχο των επιχειρήσεων και την περιστολή του κεφαλαιακού ανταγωνισμού στο εσωτερικό των διαφορετικών οικονομικών κλάδων. Στο πλαίσιο αυτό, ο γραφειοκρατικός υπολογισμός της προβλεπόμενης ζήτησης και της παραγωγής κάθε κρατικού τραστ, το οποίο έλεγχε μονοπωλιακά ένα τμήμα της αγοράς, και η ιδιοποίηση (και αναδιανομή) από τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους ενός τμήματος του παραγόμενου υπερπροϊόντος, ονομάστηκε "σοσιαλιστικός σχεδιασμός". Στο οικονομικό αυτό σύστημα, παρά την περιστολή των εξουσιών και των ορίων δράσης της ατομικής επιχείρησης, συνέχιζε να αναπαράγεται με παρόμοιους όρους όπως στον κλασικό καπιταλισμό ο διαχωρισμός των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής και το παραγόμενο προϊόν.

β) Η πολιτική δικτατορία και η στέρηση στην πράξη των στοιχειωδέστερων πολιτικών ελευθεριών (ελευθερία συνάθροισης, απεργίας, τύπου κ.λπ.), σε συνάρτηση με το μονοκομματισμό και τη διατήρηση του κρατικού μονοπωλιακού ελέγχου των μέσων παραγωγής από τη "νέα αστική τάξη", η οποία διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του κρατικού μηχανισμού και των διευθυντικών κλιμακίων των επιχειρήσεων.

Η κατάρρευση των καθεστώτων ανάγεται σε σωρεία παραγόντων, σημαντικότεροι από τους οποίους πρέπει να θεωρηθούν:

α) η ελλιπής νομιμοποίηση του καθεστώτος της πολιτικής δικτατορίας και, κυρίως,

β) η εγγενής αντίφαση ανάμεσα στο "σχέδιο" και την επιχείρηση (δηλαδή ανάμεσα στις δύο βασικές μερίδες της κυρίαρχης τάξης: την κρατική "γραφειοκρατία" και τους διευθυντές των επιχειρήσεων). Την αντίφαση αυτή, που η μορφή εμφάνισης της ήταν η αναποδοτικότητα της οικονομίας και η οποία αναπαρήγαγε συνεχώς το αίτημα για "περισσότερη αυτονομία" (δυτικού τύπου) των επιχειρήσεων, επιχείρησαν επί ματαίω να διαχειριστούν - στο πλαίσιο του συστήματος, δηλαδή υπό την πρωτοκαθεδρία του "σχεδίου" - όλα τα "μεταρρυθμιστικά προγράμματα", από τον Κρουτσόφ μέχρι τον Γκορμπατσόφ. Όταν, στο πλαίσιο των ανακατατάξεων που ξεκίνησαν με την Περεστρόικα, η αυτονομία των επιχειρήσεων ξεπέρασε ένα κρίσιμο όριο, η κρίση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" άρχισε να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά κατάρρευσης. Οι πολιτικοί συσχετισμοί δύναμης που διαμορφώθηκαν τη δεδομένη ιστορική στιγμή έκριναν τελικά και την έκβαση των εξελίξεων.

Μετά τις δύο αυτές παρεκβάσεις μπορούμε να επανέλθουμε στο ερώτημα που αφήσαμε μετέωρο: Γιατί τα αντίπαλα μαρξιστικά ρεύματα προς το "σοβιετικό μαρξισμό", που η ιστορική εξέλιξη, σε μεγάλο βαθμό, μοιάζει να επιβεβαιώνει τις θέσεις τους, δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων και της επίσημης ιδεολογίας τους; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να αντιληφθούμε τη διπλή υπόσταση του μαρξισμού: Από τη μια θεωρητικό σύστημα και από την άλλη ιδεολογία μαζών.



4. Μαρξιστική θεωρία και ιδεολογία



Από τη σύντομη αναδρομή στην ιστορική περίοδο ύπαρξης της μαρξιστικής θεωρίας διαπιστώσαμε ότι αυτή χαρακτηρίζεται από μια διπλή "συγκρουσιακότητα σχισματικότητα":

α) Σύγκρουση με τις μορφές της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, εφόσον ο μαρξισμός θέτει στο επίκεντρο της ανάλυσης του τις ταξικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, τις οποίες η κυρίαρχη ιδεολογία και οι παραγόμενες από αυτήν "κοινωνικές επιστήμες" προσπαθούν να συγκαλύψουν και να νομιμοποιήσουν9.

β) Σύγκρουση στο εσωτερικό του μαρξισμού, ανάμεσα στα διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, με βασικό επίδικο αντικείμενο τον ίδιο το μαρξισμό. Το προχώρημα της μαρξιστικής θεωρίας γίνεται μέσα από αυτή την "εσωτερική σύγκρουση" ή "κρίση του μαρξισμού".

Όμως από την ιστορική ανασκόπηση της εξέλιξης του μαρξισμού μπορεί εύκολα να συναχθεί και ένα ακόμα συμπέρασμα: Η εξέλιξη του μαρξισμού επικαθορίζεται πάντα από την εξέλιξη και τις καμπές της πάλης των τάξεων» και πιο συγκεκριμένα από τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων στο επίπεδο της ιδεολογίας.

Με άλλα λόγια, η μαρξιστική θεωρία, τα διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, αναπτύσσονται πάντα σε συνάρτηση με τις καμπές της κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής συγκυρίας. Η συγκυρία καθορίζει άλλωστε και το θεωρητικό συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό του μαρξισμού, κρίνει δηλαδή ποιο μαρξιστικό ρεύμα είναι κυρίαρχο. Όπως ήδη σημειώσαμε, η ηγεμονία του σοβιετικού μαρξισμού μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και η ανάδυση των κριτικών εκδοχών του μαρξισμού μετά το Μάη του '68, δεν μπορούν να ερμηνευθούν παρά σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη συγκυρία της ταξικής πάλης.

Στο σημείο όμως αυτό χρειάζεται να επιμείνουμε: Ο μαρξισμός δεν αποτελεί μια θεωρία ακαδημαϊκού, λίγο πολύ, χαρακτήρα, που επιπλέον "παίρνει ερεθίσματα" από την κοινωνική και πολιτική συγκυρία και τους κοινωνικούς αγώνες. Πολύ περισσότερο, ο μαρξισμός συγκροτείται όχι απλώς ως θεωρητικό σύστημα, αλλά και ως ιδεολογία μαζών, ως μια ιδεολογία που επικαθορίζει την πολιτική πράξη οργανώσεων και κινημάτων του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Όπως σωστά επισημαίνει ο Gerard Bensussan, «ο μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με μια ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες). Οι κρίσεις του είναι κρίσεις αυτής της προβληματικής κατάστασης (...) Αυτή η ετερομορφία του μαρξισμού (...) μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη σχέση της μη αντιστοίχησης ανάμεσα στις επιστημονικές του βάσεις και τους ταξικούς αγώνες. Η μορφή της κρίσης φέρνει στην επιφάνεια την αναγκαία κίνηση της δημιουργίας ή επαναδημιουργίας αυτής της αντιστοίχησης» (Bensussan 1986, σελ. 729).

Ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών δεν είναι η μαρξιστική θεωρία καθαυτήν. Είναι ορισμένα από τα πορίσματα της μαρξιστικής θεωρίας, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως "θέσεις μάχης" και αρχές πολιτικής στρατηγικής για το εργατικό και το ευρύτερο λαϊκό κίνημα: Ο ταξικός εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού, η ενότητα παραγωγής διανομής και η προς όφελος του κεφαλαίου απόσπαση της υπεραξίας από τον εργαζόμενο, η εγγενής συγκρουσιακότητα κεφαλαίου εργασίας, ο συγκαλυμμένος ταξικός χαρακτήρας του κράτους και των τυπικά ουδέτερων ισοπολιτειακών μηχανισμών του, η ανατροπή της καπιταλιστικής αυτής πολιτικής εξουσίας ως προϋπόθεση του σοσιαλισμού, κ.λπ., είναι πορίσματα της μαρξιστικής θεωρίας που σε αρκετές ιστορικές συγκυρίες αποτέλεσαν τη βάση του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών. Πρόκειται για μια πρακτική ιδεολογία του εργατικού κινήματος. Ορισμένα στοιχεία της υπήρχαν άλλωστε επίσης σε προμαρξιστικές κριτικές του καπιταλισμού, ενώ μέσα στην καθημερινή πολιτική και συνδικαλιστική πάλη οι λαϊκές τάξεις προσεγγίζουν σχεδόν αυθόρμητα κάποιες από τις θέσεις αυτού του αυθόρμητου μαρξισμού (συνήθως στη ρεφορμιστική εκδοχή τους), ανεξάρτητα από τη γνώση μαρξιστικών κειμένων.

Αντίθετα, θεωρητικές αναπτύξεις όπως για παράδειγμα αυτές που περιέχονται στα κείμενα του Μαρξ αναφορικά με το χρήμα και την αξιακή μορφή, ή τις συνθήκες διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος, ή τις τιμές παραγωγής και τους παράγοντες που επηρεάζουν το γενικό ποσοστό κέρδους, αποτελούν συστατικά στοιχεία της μαρξιστικής θεωρίας, τα οποία δεν εντάσσονται κατά κανόνα, λόγω ακριβώς του αφηρημένου θεωρητικού χαρακτήρα τους, σ' αυτό που ονομάσαμε μαρξισμό ως ιδεολογία μαζών. Εντάσσονται στο μαρξισμό ως θεωρητικό σύστημα.

Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι ο μαρξισμός ως θεωρητικό σύστημα δεν αποτελεί "πανεπιστημιακό μαρξισμό", με την έννοια ενός θεωρητικού συστήματος ξεκομμένου από την πολιτική και κοινωνική πάλη των τάξεων." Αντίθετα, ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών μπορεί τότε μόνον να ξεφεύγει από το δογματισμό και το ρεφορμισμό, όταν τροφοδοτείται και εμπλουτίζεται από το μαρξισμό ως θεωρητικό σύστημα. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή μπορεί και ο μαρξισμός ως θεωρητικό σύστημα να αντλεί αντικείμενα ανάλυσης (αλλά και συμπεράσματα) που να συνδέονται άμεσα με τη συγκυρία της πάλης των τάξεων.

Μόνο υπό αυτούς τους όρους μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί πολιτικοί ηγέτες της Αριστεράς, όπως ο Hilferding ή η R. Luxemburg, συνέγραψαν έργα που εντάσσονται αυστηρά στο μαρξισμό ως θεωρητικό σύστημα ("Das Finanzkapital", "Die Akkumulation des Kapitals"), ενώ παράλληλα τα έργα πανεπιστημιακών μαρξιστών (από τον Tugan Baranowski μέχρι τον Νίκο Πουλαντζά) αποτέλεσαν καίριες παρεμβάσεις στην ιδεολογική συγκυρία της Αριστεράς και προκάλεσαν άμεσα πολιτικά αποτελέσματα (επηρέασαν τα ιδεολογικά μέτωπα και τους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης). Αντίθετα, ο μαρξισμός ως θεωρητικό σύστημα εξοβελίζεται από τις ηγεσίες των γραφειοκρατικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, διότι συνιστά μια απειλή για το αλάνθαστο του μαζικού μαρξισμού, με βάση τον οποίο συγκροτούνται και αναπαράγονται αυτά τα κόμματα και αυτές οι ηγεσίες.12

Η θέση για το δυσυπόστατον του μαρξισμού (θεωρητικό σύστημα - ιδεολογία μαζών) είναι ιδιαίτερα σημαντική για να κατανοήσουμε τι ακριβώς σημαίνει η σημερινή υποχώρηση του μαρξισμού, αλλά και για να ανιχνεύσουμε τις αιτίες της:

Η υποχώρηση του μαρξισμού δεν αφορά λοιπόν τη μαρξιστική θεωρία καθαυτήν. Δεν είναι οι θεωρητικές έννοιες που θεμελίωσε ο Μαρξ, π.χ. στο Κεφαλαίο, που έπαψαν να προσφέρονται ως εργαλεία για την κατανόηση και την κριτική της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Δεν έχασαν τη σημασία τους οι σύγχρονες μαρξιστικές αναλύσεις, ούτε ακόμα έπαψαν να παράγονται τέτοιες αναλύσεις. Δεν έχασε(αν) την θεωρητική επιστημονική της(ους) αξία η(οι) μαρξιστική(ές) κριτική(ές) προς το "σοβιετικό μαρξισμό" και τον "υπαρκτό σοσιαλισμό", ούτε την υπεροχή τους απέναντι στις απολογητικές για τον καπιταλισμό αστικές θεωρίες.

Με δυο λόγια η υποχώρηση του μαρξισμού δεν σημαίνει ότι ο μαρξισμός διαψεύστηκε ως θεωρητική ανάλυση. Σημαίνει όμως ότι στη σημερινή φάση υποχώρησε η δυνατότητα του μαρξισμού να αναπαράγεται ως ιδεολογία μαζών. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει βέβαια αρνητικά και το μαρξισμό ως θεωρητικό σύστημα: Αφήνει στα "αζήτητα" κάποιες υπάρχουσες μαρξιστικές αναλύσεις, συρρικνώνει αριθμητικά τη μαρξιστική διανόηση κ.ο.κ. Διότι αυτό που καθιστούσε το μαρξισμό μια έγκυρη θεωρητική εκδοχή στο χώρο της διανόησης ήταν ακριβώς η ισχύς του μαζικού μαρξισμού, του μαρξισμού ως μαζική ιδεολογία. Άλλωστε, ο μαρξισμός των περισσότερων αριστερών διανοουμένων τις περισσότερες φορές δεν ξεπερνούσε τα όρια του μαζικού μαρξισμού.

Πρόκειται ίσως για την οξύτερη μορφή κρίσης του μαρξισμού: Ο μαρξισμός έχοντας να αντιπαλέψει την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, που η συστηματοποίηση και διάδοση της στηρίζεται στην ασφυκτική υπεροχή των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους (εκπαιδευτικός μηχανισμός, οικογένεια, μέσα ενημέρωσης, εκκλησία κ.ο.κ.), έχει ένα μόνο ατού: Την ικανότητα του να διαπλέκεται με τις συνθήκες πάλης των εργαζόμενων τάξεων, μ' άλλα λόγια τη διεισδυτικότητα του στην εργατική τάξη, την ικανότητα του να αναπαράγεται ως ιδεολογία μαζών (βλ. και Αλτουσέρ 1987).

Στο σημείο όμως αυτό ξαναβρίσκουμε (με νέα μορφή) το ζήτημα που είχαμε θέσει στην εισαγωγή αυτού του άρθρου: Η ισχυρότερη μορφή μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών ήταν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο "σοβιετικός μαρξισμός". Η μαζική επιρροή των άλλων μαρξιστικών ρευμάτων ήταν εκπληκτικά περιορισμένη σε σύγκριση με το "σοβιετικό μαρξισμό", ο οποίος ουσιαστικά ουδέποτε απειλήθηκε σοβαρά "από τα μέσα" (από τα άλλα μαρξιστικά ρεύματα). Ποιοι παράγοντας καθόρισαν την ηγεμονία αυτή του σοβιετικού μαρξισμού και ποιοι παράγοντες καθόρισαν την κατάρρευση του (και όχι το μετασχηματισμό του, λόγω της εγγενούς στο μαρξισμό σχησματικότητας, σε μια άλλη μορφή μαρξισμού);



5. Η διαδικασία ήττας τον μαρξισμού: Συνέχεια ή αναστροφή;



Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το αντικείμενο αυτού του άρθρου (οι επιπτώσεις στο μαρξισμό από την κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού") αποκτά νόημα όχι γιατί ο μαρξισμός (ως θεωρητικό σύστημα) ταυτιζόταν με το "σοβιετικό μαρξισμό", ούτε γιατί ο μαρξισμός (ως θεωρητικό σύστημα) κρινόταν στην πράξη με βάση την εξέλιξη των ανατολικών κοινωνιών. Αν κάτι προσδίδει περιεχόμενο στη σύνδεση μαρξισμού και "υπαρκτού σοσιαλισμού" είναι το γεγονός ότι ο μαρξισμός ως πρακτική ιδεολογία, ως ιδεολογία μαζών, είχε ως κυρίαρχη ηγεμονική μορφή του το "σοβιετικό μαρξισμό".

Οι λόγοι που ερμηνεύουν την ηγεμονική θέση του "σοβιετικού μαρξισμού" ως ιδεολογίας μαζών ανάγονται καταρχήν στην ιστορική εξέλιξη κατά τις δεκαετίες του 1940 και 1950, το ΕΑΜικό κίνημα και τον εμφύλιο πόλεμο. Η αμφισβήτηση του "κράτους των εθνικοφρόνων", του αντικομμουνιστικού δηλαδή κράτους που προέκυψε από τον εμφύλιο πόλεμο, επέτρεπε στη συνέχεια στο "σοβιετικό μαρξισμό" να διατηρεί μια ριζοσπαστική - "ανατρεπτική" πολιτική φυσιογνωμία, μέχρι τη μεταπολίτευση του 1974.

Η μεταπολίτευση του 1974 αποτέλεσε τομή για την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς έθεσε οριστικά τέρμα στο αντικομμουνιστικό "κράτος των εθνικοφρόνων" (Μηλιός 1982). Στη νέα συγκυρία, η παραδοσιακή Αριστερά αποτελεί απλώς μια "προοδευτική" εναλλακτική λύση διαχείρισης του συστήματος, όμορη με το δυναμικά ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ. Το εξαγγελλόμενο αργό και σταδιακό πέρασμα στο σοσιαλισμό, που θα περιελάμβανε εκείνους τους απίθανους "σταθμούς" της "Νέας Δημοκρατίας", της "αντιμονοπωλιακής Δημοκρατίας" κ.ο.κ., υστερούσε σε ριζοσπαστικότητα ως προς τις αντίστοιχες εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ, ενώ και οι δύο πολιτικοί χώροι αυτοακύρωναν τις όποιες σοσιαλιστικές ρητορείες τους, μέσα από τα ιδεολογήματα της "εξάρτησης" και "υπανάπτυξης" του ελληνικού καπιταλισμού. Σύμφωνα με τα πορίσματα της αντίληψης αυτής, ο σοσιαλισμός θα καταστεί τότε μόνο δυνατός, όταν ολοκληρωθεί ο "μετασχηματισμός" της "οικονομικής ανάπτυξης" και της "εθνικής ανεξαρτησίας", μετασχηματισμός που απαιτεί να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας "οι προοδευτικές δυνάμεις".

Με δυο λόγια, οι αναλύσεις σχετικά με την "καθυστέρηση" και την "εξάρτηση" του ελληνικού καπιταλισμού, το θεωρητικό "ευαγγέλιο" τόσο του "σοβιετικού μαρξισμού" όσο και του ΠΑΣΟΚ, τεκμηρίωναν την (υποτιθέμενη) "ελληνική ιδιομορφία", που στην ουσία της συνίστατο στο (υποτιθέμενο) ανεπίκαιρον της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, και την προτεραιότητα της "οικονομικής ανάπτυξης" (Μηλιός 1985).

Μέχρι τις αρχές ή έστω τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η ιδεολογία αυτή μπορούσε να συγκαλύπτει τον απολογητικό χαρακτήρα της, γιατί παρήγαγε ορισμένα πολιτικά αποτελέσματα που βελτίωναν την οικονομική και κοινωνική θέση των λαϊκών τάξεων: το "κοινωνικό κράτος" και το "κράτος πρόνοιας", η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των μισθών (μετά την πρωτοφανή καθήλωση τους την περίοδο της δικτατορίας), η θεσμική ενίσχυση του συνδικαλισμού κ.ο.κ., υπήρξαν στόχοι για τους οποίους η παραδοσιακή Αριστερά έδινε αγώνες, που έμοιαζαν ότι μπορούν να είναι νικηφόροι.

Το ίδιο όμως συνέβαινε, μέχρι τις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του '80 και με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο μάλιστα το 1981 ανέλαβε να υλοποιήσει ως κυβέρνηση τα οράματα της "ανάπτυξης" και της "αναδιανομής του εισοδήματος", στο υπερπέραν των οποίων βρίσκεται, υποτίθεται, ο σοσιαλισμός. Η παραδοσιακή Αριστερά ανέλαβε τον άχαρο ρόλο του να υπερασπίζεται το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, που το τελευταίο συστηματικά αθετούσε, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.

Έτσι, στο εσωτερικό της παραδοσιακής Αριστεράς άρχισε να συντελείται μια παράλληλη διαδικασία: Ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου άρχισε να υποχωρεί προς όφελος ενός μεταρρυθμιστικού ("σοσιαλιστικού") κυβερνητισμού, ο οποίος, όπως αποδείκνυε και η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, δεν έχει ανάγκη το μαρξισμό για να υπάρξει. (Βλ. και Τσεκούρας 1986, 1987, 1988).

Μια υπόγεια διαδικασία υποχώρησης και εξοβελισμού του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών λάμβανε χώρα στο εσωτερικό της παραδοσιακής Αριστεράς. Διαδικασία υπόγεια, γιατί τα κομματικά επιτελεία και οι επίσημες κομματικές αποφάσεις επέμεναν φραστικά στο "σοβιετικό μαρξισμό". Διαδικασία εντούτοις υπαρκτή, γιατί η πολιτική "πρακτική ιδεολογία" των μελών και οπαδών της παραδοσιακής Αριστεράς μεταλλασσόταν ταχύτατα προς το ορατό στοιχείο της καθεστωτικής αριστερής ιδεολογίας: το σοσιαλίζοντα μεταρρυθμισμό, την αναπτυξιολογία, τον κυβερνητισμό, με δυο λόγια προς ιδεολογίες που και σήμερα ακόμα υιοθετούνται από τη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ.

Η διαδικασία αυτή εντάθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης έπεισε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ότι η "αναδιανομή του εισοδήματος" δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει μια "ρεαλιστική" πολιτική διαχείρισης του συστήματος. Μια μερίδα στελεχών της παραδοσιακής Αριστεράς επέλεξε επίσης έκτοτε τον πραγματισμό και "ρεαλισμό" του κυβερνητισμού από την "ουτοπία" και αυτού ακόμα του μεταρρυθμισμού, και συνέδεσε την αναπτυξιολογία με την περί "εκσυγχρονισμού" λογοδιάρροια της "ανανεωτικής" Δεξιάς.

Η ιδεολογική μετάλλαξη του κόσμου της Αριστεράς συνέπεσε με τη φάση της ολομέτωπης (οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής) επίθεσης των κυρίαρχων τάξεων ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας (1986-1993). Όχι πλέον κάποια μορφή μαρξιστικής ιδεολογίας, αλλά το "κράτος πρόνοιας" και η "συναίνεση για την ανάπτυξη" αναγορεύθηκαν σε ιδεολογικά οχυρά άμυνας του εργατικού κινήματος.

Χωρίς αυτή τη μετάλλαξη της πρακτικής ιδεολογίας του κόσμου της παραδοσιακής Αριστεράς δεν θα ήταν εξάλλου δυνατόν να ερμηνεύσουμε την αδράνεια των κομματικών μηχανισμών της παραδοσιακής Αριστεράς, που επέτρεψε να γίνει πράξη ο έσχατος οπορτουνισμός των ηγεσιών το καλοκαίρι του 1989: Αυτοί που πρόβαλαν ουσιαστική αντίσταση στην προσχώρηση της παραδοσιακής Αριστεράς σε κυβέρνηση της Δεξιάς (ορισμένα επώνυμα στελέχη ή οργανώσεις διανοουμένου) ήταν κυρίως οι (τελευταίοι) κομματικοί θεματοφύλακες του ("σοβιετικού") μαρξισμού.

Η κυριαρχία των κλασικών υποσυνόλων της αστικής ιδεολογίας στην πρακτική ιδεολογία της Αριστεράς (δηλαδή η υποχώρηση του μαρξισμού) είχε, λοιπόν, ήδη συντελεστεί, όταν έλαβε χώρα η κατάρρευση των καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού".

Αυτό που πραγματικά προκάλεσε η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων δεν ήταν έτσι ούτε η "κρίση τον μαρξισμού" (κατάσταση που είναι σύμφυτη με την ύπαρξη του μαρξισμού), ούτε η υποχώρηση του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών (διαδικασία που είχε ξεκινήσει τουλάχιστον μια δεκαετία πριν τα γεγονότα του 1989 91), αλλά η ανάδειξη και δημοσιοποίηση αυτής της υποχώρησης του μαρξισμού ως πρακτικής μαζικής ιδεολογίας.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο συμμετρικό με εκείνο που έλαβε χώρα στις ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες: Στις χώρες αυτές ο "σοβιετικός μαρξισμός" λειτουργούσε κυρίως ως κρατική ιδεολογία, ως ιδεολογία κρατικής καταπίεσης, που συνδεόταν με μια "φιλολαϊκή" κοινωνική πολιτική (πλήρης απασχόληση, εξασφάλιση επιπέδου μισθού) και έτσι αποσπούσε μια συναίνεση ανοχής από τις λαϊκές μάζες. Το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή αυτό που ονομαζόταν "σοβιετικός μαρξισμός", στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες δεν αποτελούσε πλέον ούτε μια πρακτική ιδεολογία με ισχυρό έρεισμα στις μάζες, ούτε ένα θεωρητικό σύστημα με ισχυρά ερείσματα στη διανόηση, ήρθε στην επιφάνεια με την κατάρρευση των καθεστώτων: Ο "σοβιετικός μαρξισμός" εξαφανίστηκε στην Αν. Ευρώπη εν μια νυκτί, μαζί με τα καθεστώτα του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Τα σοσιαλιστικά (πρώην κομμουνιστικά) κόμματα της Αν. Ευρώπης διαπνέονται πλέον από τις ιδεολογίες του "ήπιου" (μονεταριστικού) μεταρρυθμισμού και της "κοινωνικής ευαισθησίας", όπως τα αντίστοιχα δυτικοευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, και όχι από το "σοβιετικό μαρξισμό". Παράλληλα, το πολιτικό προσωπικό των άλλων κομμάτων που σχηματίστηκαν (συντηρητικών, εθνικιστικών, φασιστοειδών) προέκυψε επίσης, στην πλειοψηφία του, από αξιωματούχους του Κ.Κ. και του κράτους, οι οποίοι λίγους μήνες πριν λειτουργούσαν ως θεματοφύλακες του "σοβιετικού μαρξισμού".

Βέβαια, η δημοσιοποίηση της υποχώρησης του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών δίνει την ευκαιρία στους διαχειριστές της κυρίαρχης ιδεολογίας στη Δύση να ανακαλύψουν την "κρίση του μαρξισμού" και να προφητεύσουν το οριστικό "τέλος" του, ενισχύοντας έτσι, με την ιδεολογική αυτή επίθεση προς τη μαρξιστική θεωρία, την απομόνωση της από τις μάζες, ή ακόμα ωθώντας μια μερίδα (πρώην) μαρξιστών διανοουμένων προς τις παραδοσιακές αστικές ιδεολογίες.

Το ερώτημα που τίθεται ως κατακλείδα αυτού του άρθρου, είναι το πόσο μόνιμη (ή πόσο προσωρινή) προβλέπεται να είναι η υποχώρηση του μαρξισμού που στα προηγούμενα σκιαγραφήσαμε.

Με δεδομένο ότι η πηγή ισχύος του μαρξισμού είναι η δυνατότητα του να διεισδύει και να διαπλέκεται με το εργατικό και λαϊκό κίνημα, με δεδομένο ακόμα ότι η διαδικασία αυτή είναι "εσωτερική" στο εργατικό κίνημα, δηλαδή προκύπτει αυτοφυώς από τις συνθήκες ανάπτυξης αυτού του κινήματος και αντιπαράθεσης του όχι μόνο με το μεμονωμένο ατομικό κεφάλαιο, αλλά και με το κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του (δηλαδή με την "πολιτική συγκεφαλαίωση" του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου) μία μόνο απάντηση μπορούμε να δώσουμε: Η υποχώρηση του μαρξισμού θα είναι τόσο προσωρινή, όσο προσωρινή θα είναι η μη (επαν)εμφάνιση με όρους κινήματος της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής επαγγελίας. (Βλ. και Δημούλη 1994, σελ. 34, σημ. 2).

Η θέση που μόλις διατυπώσαμε κάθε άλλο παρά σημαίνει, για τους μαρξιστές διανοουμένους, ότι το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να περιμένουν την ανάκαμψη του κινήματος. Η "εσωτερικότητα" του μαρξισμού στο εργατικό κίνημα υποδηλώνει ακριβώς ότι η σύγκρουση (η αντιπαράθεση στην κυρίαρχη ιδεολογία) δεν σταματά ποτέ. Επιπλέον, η "εσωτερικότητα" αυτή σημαίνει ακόμα και κάτι άλλο: Ότι για να μπορεί ο μαρξιστής διανοούμενος να λειτουργήσει πράγματι ως μαρξιστής πρέπει προηγουμένως να έχει υιοθετήσει μια επαναστατική προλεταριακή στάση στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων.

Όπως σωστά επεσήμαινε αρκετά χρόνια πριν ο Louis Althusser: «H αντίληψη αυτή στηρίζεται στο ότι είναι απολύτως απαραίτητο να έχει υιοθετήσει κανείς προλεταριακές ταξικές θέσεις προκειμένου να μπορέσει πολύ απλά να δει και να κατανοήσει τι συμβαίνει σε μια ταξική κοινωνία. Στηρίζεται στην απλή διαπίστωση ότι (...) δεν μπορεί κανείς να όει από παντού τα. πάντα. Μπορεί κανείς να διακρίνει την υφή αυτής της συγκρουσιακής πραγματικότητας μόνο αν υιοθετήσει μέσα στην ίδια τη σύγκρουση ορισμένες θέσεις και όχι κάποιες άλλες, διότι το να υιοθετήσει παθητικά κάποιες άλλες θέσεις θα σήμαινε ότι εμπλέκεται στη λογική των ταξικών ψευδαισθήσεων, η οποία πρέπει να ονομασθεί κυρίαρχη ιδεολογία. Φυσικά η προϋπόθεση αυτή αντιτίθεται σε ολόκληρη τη θετικιστική παράδοση - μέσω της οποίας η αστική ιδεολογία ερμηνεύει την πρακτική των φυσικών επιστημών (...) Ουσιαστικά, σε ολόκληρο το έργο του ο

Μαρξ δεν λέει τίποτε διαφορετικό. Όταν γράφει στον επίλογο του Κεφαλαίου ότι αυτό το έργο "εκπροσωπεί το προλεταριάτο" εξηγεί σε τελική ανάλυση ότι πρέπει να υιοθετήσει κανείς τις θέσεις του προλεταριάτου για να γνωρίσει το κεφάλαιο» (Αλτουσέρ 1991, σελ. 56).

Υπό αυτό τον όρο, ότι δηλαδή η ανάπτυξη του μαρξισμού θα στηρίζεται στην προλεταριακή τοποθέτηση των φορέων του, μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο μαρξισμός που στο μέλλον θα συνδεθεί με το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν θα είναι ούτε επανάληψη ούτε παραλλαγή του "σοβιετικού μαρξισμού". Ότι ο σοσιαλισμός του μέλλοντος δεν θα είναι αυτό που υπήρξε ο "υπαρκτός σοσιαλισμός".



1. Το άρθρο αυτό βασίζεται στην εισήγηση του συγγραφέα στο Δ' Πανελλήνιο Συνέδριο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων "Προβλήματα Σοσιαλισμού", με θέμα: "Και τώρα τι: Το μέλλον της σοσιαλιστικής ιδέας στον 21ο αιώνα", Ε.Μ. Πολυτεχνείο, 16 - 19.9.94. Ευχαριστώ τον Δ. Δημούλη για τις παρατηρήσεις του στην πρώτη γραφή αυτού του κειμένου.

2. Ο G. Masaryk ήταν ο πρώτος που, ήόη το 1898, έγραψε για την "κρίση του μαρξισμού" και προανήγγειλε την αναπόφευκτη υπέρβαση του (Bensussan 1986, σελ. 720).

3. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν αρκετοί αριστεροί. Παραθέτουμε δύο παραδείγματα: «Οι "σοσιαλιστικές χώρες" και ο κομμουνισμός ήταν ως τα τέλη της δεκαετίας του '80 μια σοβαρή διαχωριστική γραμμή, ένα κομβικό σημείο αναφοράς, ένα καθοριστικό πεδίο συσπείρωσης και αντισπείρωσης (...) [το οποίο] συνέβαλε στον υποβιβασμό πειθάρχηση άλλων αντιθέσεων και συγκρούσεων, τόσο στη Δεξιά, όσο και στην Αριστερά (...) Καθώς τα στοιχεία αυτά τείνουν προς εξαφάνιση αποδιοργανώνεται συνολικά το πολιτικό σκηνικό (...) Παράλληλα, αποψιλώνεται ο πολιτικός δυναμισμός και η εμβέλεια όσων είχαν αναφορές στο σοσιαλισμό και το μαρξισμό» (Β. Μηνακάκη: "Η πολιτική στα χέρια του κεφαλαίου", Πριν, 24.7.94). "Το παραδοσιακό σοσιαλιστικό λεξιλόγιο κατάντησε να θεωρείται ιδεαλιστικό απολίθωμα. Η πτώχευση του υπαρκτού σοσιαλισμού συμπαρέσυρε και τις αναλυτικές κατηγορίες που τον στήριζαν" Κ. Τσουκαλά: "Αναχρονισμού εγκώμιον", Το Βήμα, 4.9.94).

4. Ο Bernstein ήταν στενός φίλος του Engels και εκτελεστής της διαθήκης του, έχαιρε δε μεγάλου κύρους στο εσωτερικό του Σοσιαλιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας. Τις "ρεβιζιονιστικές" απόψεις του γηραιού Ένγκελς μπορεί να αναζητήσει ο αναγνώστης στο Παράρτημα του: Μαρξ (1989), σελ. 312 επ.

5. Για την αναπαραγωγή της διαμάχης μεταξύ "ρεβιζιονιστών" και "ορθόδοξων μαρξιστών" στα σοσιαλιστικά κινήματα άλλων χωρών, αλλά και για τη σχετικά αυτόνομη θεωρητική παρουσία, κατά το Μεσοπόλεμο, διανοουμένων όπως οι Bauer. Gramsci και Korsch βλ. Bensussan (1986).

6. Μετά την ήττα της ρωσικής επανάστασης του 1905 και μέχρι την τελική διάσπαση της ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας το 1912, δεν σταματούν οι πολιτικές και θεωρητικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα ρεύματα, τις τάσεις ή και τους μεμονωμένους διανοουμένους του ρωσικού σοσιαλισμού.

Σχηματοποιώντας στο έπακρο, μπορούμε να πούμε ότι στις διαμάχες αυτές διακρίνονται τρία θεωρητικά ρεύματα: Το "αριστερό" (Οτσοβιστές, ομάδα "Πραβντα" - Τρότσκι, κ. ά.), το "κεντριστικό" (μπολσεβίκοι - Λένιν, "κομματικά νομιμόφρονες μενσεβίκοι" - Πλεχάνοφ, κ. ά.) και το "δεξιό" (μενσεβίκοι, λεγκαλιστές, κ.ά.). Βλ. και Gayman (1986). Κατ' αναλογίαν, μπορούμε να διακρίνουμε δύο ρεύματα και στους κόλπους των γερμανών "ορθόδοξων μαρξιστών": Τους "αριστερούς" (Luxemburg, Liebknecht, κ.ά.) και τους "κεντριστές" (Α. Bebel, K. Kautsky κ. ά.).

7. Όλοι αυτοί επομένως που διακηρύσσουν σήμερα ότι ο μαρξισμός δεν είναι παρά ένα συνώνυμο της "μονολιθικότητας", της "υποταγής στο κόμμα" κ.ο.κ., είτε δεν κατάλαβαν τίποτε, είτε απλώς ασκούνται στη φθηνή προπαγάνδα.

8. Ο Λ. Αλτουσέρ (1980) περιγραφεί τη διαμόρφωση του σοβιετικού μαρξισμού (σταλινισμού) και την ηγεμονία του πάνω στη μαρξιστική θεωρία ως βάθαιμα και ταυτόχρονα "μπλοκάρισμα" της κρίσης του μαρξισμού. Το "μπλοκάρισμα" απέτρεπε την ανοιχτή έκφραση της κρίσης και επομένως την ενδεχόμενη μετεξέλιξη της σε άλλη κατεύθυνση από αυτή της ηγεμονίας του σταλινισμού.

9. Για την ιδεολογία ισχύει ό,τι ο L. Althusser (1985, σελ. 118) επισήμανε για τη φιλοσοφία: "Στη φιλοσοφία κάθε χώρος είναι ήδη κατειλημμένος. Μπορεί επομένως κανείς να καταλάβει εκεί μια θέση μόνο εκτοπίζοντας τον αντίπαλο, ο οποίος μέχρι τότε κατελάμβανε αυτή τη θέση".

10. «Οι πρακτικές ιδεολογίες είναι σύνθετοι σχηματισμοί μοντάζ από έννοιες, παραστάσεις και εικόνες στο εσωτερικό τρόπων συμπεριφοράς, δράσεων και συμβατικών κινήσεων. Συνολικά λειτουργούν ως πρακτικές νόρμες οι οποίες "προσδιορίζουν" τη στάση και τη συγκεκριμένη τοποθέτηση των ανθρώπων απέναντι στα πραγματικά αντικείμενα και τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνικής και ατομικής τους ύπαρξης, καθώς και της ιστορίας τους» (Louis Althusser: "Philosophie und spontane Philosophie der Wissenschaftler", Argument, Westberlin 1985, σελ. 31). Βλ. επίσης Λ. Αλτουσέρ: "Σημείωση σχετικά με του Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους", θέσεις τ. 21, σελ. 37 επ.

11. Κάτι τέτοιο φαίνεται να πιστεύει ο Α. Μπαλτάς, στο κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του, "θέματα πανεπιστημιακών εξετάσεων. Για την κρίση του μαρξισμού: ποιου μαρξισμού;", Ο Πολίτης, τ. 116, σελ. 14 επ. Δεκ. 1991. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι "αυτή η μορφή μαρξισμού, στο βαθμό που παραμένει εγκλωβισμένη στις πανεπιστημιακές νόρμες, συνιστά, είτε το θέλει είτε όχι, την πολιτική και εν πολλοίς και ιδεολογική εξουδετέρωση του μαρξισμού γενικώς" (σελ. 17).

12. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ν. Κοτζιάς, είναι "συνήθεια στο ΚΚΕ. αλλά και στις μικρές ομάδες που κατά διαστήματα αποχωρούν απ' αυτό, να μελετούν τη δευτερεύουσα (μαρξιστική, Γ.Μ.) βιβλιογραφία και όχι τους ίδιους τους κλασικούς, κανείς από τους ηγέτες τους δεν έχει διαβάσει το Κεφάλαιο, αλλά, παρ' όλα αυτά, είναι όλοι τους πεπεισμένοι ότι εκ θαύματος γνωρίζουν ορθότερα από κάθε άλλον το μαρξισμό και λενινισμό" ("Διανόηση και εξουσία. Η περίπτωση του Κορδάτου", θέσεις τ. 49, σελ. 95).



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλτουσέρ, Λ. (1977): "Απάντηση στον Τζων Λιούις", εκδ. θεμέλιο, Αθήνα. Αλτουσέρ, Λ. (1980): "Για την κρίση του μαρξισμού", Αγώνας, Αθήνα. Althusser, L. (1985): "Philosophie und spontane Philosophie der Wissenschaftler",

Argument, Westberlin. Αλτουσέρ, Λ. (1987): "Σημείωση σχετικά με του Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους", θέσεις τ. 21.

Αλτουσέρ, Λ. (1991): "Για τον Μαρξ και τον Φρόϋντ, θέσεις τ. 35. Arbeiterschulung (1930): Herausgegeben von H. Duncker, A. Goldschmidt, K.A.

Wittfogel, Reprint Erlangen 1970. Balibar, E. (1986): «"Κρίση του μαρξισμού", επικαιρότητα του μαρξισμού», θέσεις τ. 6.

Balibar, E. (1990): "Για την κρίση του μαρξισμού", θέσεις, τ. 31. Bensussan, G. (1986): "Krisen des Marxismus", in: Kritisches Woerterbuch des

Marxismus, Tabica Bensussan (Hrsg.) Bd. 4, σελ. 719734, Berlin W. Δημούλης, Δ. (1990): "Παρατηρήσεις για τα σοβιετικά συντάγματα του 1918 και του 1936", θέσεις, τ. 33. Δημούλης, Δ. (1994): "Πολιτικότητα - Πολιτική - Ταξική Πολιτική. Σημειώσεις και απορίες", θέσεις τ. 46. Gayman, J.M. (1986): "Liquidatoren" in: Kritisches Woerterbuch des Marxismus,

Labica Bensussan (Hrsg.) Bd. 4, σελ. 78385, Berlin W. Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών ΕΣΣΔ (1977): "Οικονομικά προβλήματα του καπιταλισμού στη σύγχρονη εποχή", Σ. Εποχή. Κοτζιάς, Ν. (1994): "Διανόηση και εξουσία. Η περίπτωση του Κορδάτου", θέσεις τ. 49. Labica G. (1994): «Το χαμένο στοίχημα. Για την κρίση του "πραγματικού" μαρξισμού», θέσεις τ. 49. Μαρξ, Κ. (1989), "Για το κράτος", Εξάντας.

Μηλιός, Γ. (1982): «"Εκσυγχρονισμός" ή (και) καπιταλιστική ανάπτυξη; Η σταθεροποίηση του "κράτους δικαίου"», θέσεις τ. 1.

Μηλιός, Γ. (1985): "Μονοπώλια-εξάρτηση: Το αδιέξοδο θεωρητικό σχήμα". (Εισήγηση στο Α' Πανελλήνιο Συνέδριο "Προβλήματα Σοσιαλισμού", που διοργάνωσε ο Τομέας Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στα Χανιά στο διάστημα 23.25.6.1985)

Μηλιός, Γ. (1988): "Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη", Εξάντας.

Μηλιός, Γ. (1989): "Ο μαρξισμός στο Μεσοπόλεμο και ο Σ. Μάξιμος", θέσεις, τ. 26.

Μηλιός, Γ. (1990): «Κρατικός σχεδιασμός και επιχείρηση στην ΕΣΣΔ. Μια πρώτη προσέγγιση στην οικονομική ανάπτυξη και τις σχέσεις εξουσίας του "υπαρκτού σοσιαλισμού"», θέσεις, τ. 33.

Μηλιός, Γ. (1992Α): "Ο Λένιν αντιμέτωπος με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (18931900): Μια επίκαιρη μαρξιστική θεωρητική ανάλυση", θέσεις, τ. 38.

Μηλιός, Γ. (1992Β): "Η ιστορική μαρξιστική συζήτηση για τις οικονομικές κρίσεις (19001935) και η σημασία της", θέσεις, τ. 41.

Μηλιός, Γ. θ Ψαρράς Δ. (1980): "Η θεωρία του Ευρωκομμουνισμού: Ανανέωση (ή) (και) συνέχεια;", περιοδικό "Αγώνας" τ. 11, σελ. 3240, Ιούλιος.

Μπαλτάς, Α. (1991): "θέματα πανεπιστημιακών εξετάσεων. Για την κρίση του μαρξισμού: ποιου μαρξισμού;", Ο Πολίτης, τ. 116.

Μπετελέμ, Σ. (1972): Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο προς το σοσιαλισμό, εκδ. Ράππα, Αθήνα.

Μπετελέμ, Σ. (1975): "Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος, 1917-1923", εκδ. Ράππα, Αθήνα.

Σύνταξη θέσεων (1990): "Πέντε θέσεις για το σοσιαλισμό", θέσεις σ. 4751.

Τσεκούρας, θ. (1986): "Η έρημη χώρα. Το παρελθόν και το παρόν του ΚΚΕεσ.", θέσεις τ. 15.

Τσεκούρας, θ. (1987): "Ποιος θυμάται την επανάσταση;", θέσεις τ. 19.

Τσεκούρας, θ. (1988): "Αριστερά εθνικών προδιαγραφών;", θέσεις τ. 23 24.

Fülberth, G.: "Proletarische Partei und bürgerliche Literatur", Luchterhand, Neuwied.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου