Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΟΥΙ ΑΛΤΟΥΣΕΡ (3)



Σχέσεις μεταξύ κλάδων των γραμμάτων
Του Λουί Αλτουσέρ
μετάφραση: Τατιάνα Κίτσιου
Το κείμενο «Rapports entre disciplines littéraires" που επιλέξαμε να μεταφράσουμε είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Louis Althusser, "Philosophie et philosophie spontanée des savants" (Maspero, 1974).
Για να εισαχθεί ο αναγνώστης κάπως καλύτερα στην προβληματική αυτού του αποσπάσματος παραθέτουμε την εισαγωγή του Althusser στο βιβλίο, καθώς επίσης την αρχή του κεφαλαίου, του οποίου είναι τμήμα το μεταφρασμένο απόσπασμα.
Τ.Κ.

Η Εισαγωγή.

«Αυτή η εισαγωγή στη «Σειρά παραδόσεων φιλοσοφίας για επιστήμονες» εκφωνήθηκε τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 1967 στην Ecole normale supérieure.
Εδώ θα βρει κανείς τις πρώτες φόρμουλες οι οποίες «εγκαινίασαν» μια στροφή στις έρευνες μας, γενικά πάνω στη φιλοσοφία και ειδικότερα πάνω στη μαρξιστική φιλοσοφία. Είναι αλήθεια ότι προηγουμένως (στο Pour Marx και στο Lire "Le Capital") όριζα τη φιλοσοφία σαν «θεωρία της θεωρητικής πρακτικής». Επομένως σ' αυτή τη σειρά παραδόσεων εμφανίζονται νέες φόρμουλες: η φιλοσοφία, η οποία δεν έχει αντικείμενο (με τον τρόπο που μια επιστήμη έχει ένα αντικείμενο), αλλά έχει επίδικα αντικείμενα· η φιλοσοφία δεν παράγει γνώσεις αλλά διατυπώνει θέσεις κλπ. Οι θέσεις ανοίγουν το δρόμο στην ορθή τοποθέτηση προβλημάτων της επιστημονικής πρακτικής και της πολιτικής πρακτικής, κλπ. θα βρει επίσης κανείς σχηματικές φόρμουλες, οι οποίες απαιτούν μια μακρόχρονη εργασία για να ορισθούν με ακρίβεια και να συμπληρωθούν. Αλλά τουλάχιστον επισημαίνουν μια τάξη έρευνας (ordre de recherche), της οποίας τα ίχνη θα βρει κανείς στα μεταγενέστερα έργα.
14 Μαίου 1974.

η αρχή του κεφαλαίου…

Η αφίσα μας ανάγγελλε μια σειρά παραδόσεων μύησης στη φιλοσοφία για επιστήμονες.
Βλέπω ανάμεσα σας μαθηματικούς, φυσικούς, χημικούς, βιολόγους, κλπ. Αλλά επίσης και ειδικούς των «επιστημών του ανθρώπου», και, ας με συγχωρήσουν, ορισμένους απ' αυτούς που συμβατικά αποκαλούνται απλώς άνθρωποι «των γραμμάτων». Αυτό είναι περιορισμένης σημασίας: εκείνο που σας ενώνει, είναι είτε μια πραγματική εμπειρία της επιστημονικής πρακτικής, είτε η ελπίδα να δώσετε στον κλάδο σας τη μορφή μιας «επιστήμης» και επιπλέον, φυσικά, η ερώτηση: τι προσδοκά κανείς από τη φιλοσοφία;
Έχετε μπροστά σας έναν φιλόσοφο: είναι φιλόσοφοι εκείνοι που πήραν την πρωτοβουλία αυτών των παραδόσεων έχοντας το κρίνει δυνατό, επίκαιρο και χρήσιμο.
Γιατί; Γατί, εξαιτίας του ότι ασχολούμαστε με τα έργα της ιστορίας της φιλοσοφίας και των επιστημών, και εξαιτίας του ότι συναναστρεφόμαστε φίλους μας επιστήμονες, σχηματίσαμε μια κάποια γενική ιδέα για τις σχέσεις που η φιλοσοφία διατηρεί αναγκαστικά με τις επιστήμες. Ακόμα καλύτερα: μια κάποια γενική ιδέα για τις σχέσεις που η φιλοσοφία θα όφειλε να διατηρεί με τις επιστήμες γιο να τις υπηρετεί αντί να τις υποτάσσει. Ακόμα καλύτερα: γιατί σχηματίσαμε, με αντίτιμο μια εμπειρία εξωτερική ως προς τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, αλλά απαραίτητη στην κατανόηση της σχέσης τους, μια κάποια γενική ιδέα για τη φιλοσοφία που θα ήταν κατάλληλη να υπηρετεί τις επιστήμες.
Και επειδή είμαστε εμείς, οι φιλόσοφοι, εκείνοι οι οποίοι πήραμε αυτήν την πρωτοβουλία θα ήταν δίκαιο να κάνουμε τα πρώτα βήματα: μιλώντας καταρχήν για το δικό μας κλάδο, τη φιλοσοφία, θα επιχειρήσω λοιπόν, με όσο το δυνατό απλούς και σαφείς όρους, να σας δώσω μια πρώτη ιδέα για τη φιλοσοφία. Δεν προτίθεμαι να σας παρουσιάσω μια θεωρία της φιλοσοφίας, αλλά, με πολύ μεγαλύτερη μετριοφροσύνη, μια περιγραφή του τρόπου της να υπάρχει και του τρόπου της να ενεργεί, δηλαδή της πρακτικής της»…

Σχέσεις μεταξύ κλάδων των γραμμάτων

Αυτές οι σχέσεις υπήρξαν πάντα πάρα πολλές και στενές. Απ' ό,τι φαίνεται βρίσκονται σε διαδικασία ριζικής αλλαγής. Το γεγονός ότι βρίσκονται σε διαδικασία ριζικής αλλαγής οφείλεται στο ότι οι ίδιοι οι κλάδοι των επιστημών του ανθρώπου βρίσκονται σε διαδικασία ριζικής αλλαγής: αυτό τουλάχιστον διακηρύσσουν εκείνοι.
Ας το δούμε από πιο κοντά.
Παραδοσιακά, οι κλάδοι των γραμμάτων στηρίζονται σε μια τελείως ειδική σχέση με το «αντικείμενο» τους: μια πρακτική σχέση χρησιμοποίησης, εκτίμησης, απόλαυσης, ή, αν προτιμάτε, κατανάλωσης. Η λογοτεχνία, οι κλασικές σπουδές και οι πρακτικές της εκπαίδευσης και της έρευνας οι οποίες είναι συνδεμένες μαζί τους εδώ και αιώνες, συγκροτούν μια σχολή «κουλτούρας». Αυτό σημαίνει δύο πράγματα.
1. Η σχέση ανάμεσα στους κλάδους των γραμμάτων και το αντικείμενο τους (καθαυτό λογοτεχνία, καλές τέχνες, ιστορία, λογική, φιλοσοφία, ηθική, θρησκεία) έχει ως κυρίαρχη λειτουργία όχι τόσο τη γνώση αυτού του αντικειμένου, αλλά τον ορισμό και την εκμάθηση κανόνων, προτύπων και πρακτικών που προορίζονται να εγκαταστήσουν στους «μορφωμένους» σχέσεις «κουλτούρας» ανάμεσα στους ίδιους και σ' αυτά τα αντικείμενα. Πάνω απ' όλα: να μάθουν να χειρίζονται αυτά τα αντικείμενα για να τα καταναλώσουν όπως «αρμόζει». Να ξέρει κανείς «να διαβάζει», δηλαδή «να γεύεται», «να εκτιμά» ένα κλασικό κείμενο, να ξέρει να «χρησιμοποιεί τα διδάγματα» της ιστορίας να ξέρει να εφαρμόζει μια καλή μέθοδο για να σκέφτεται «σωστά» (λογική), να ανατρέχει στις ορθές ιδέες (φιλοσοφία) για να αναγνωρίζει εκεί τον εαυτό του μέσα στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, την επιστήμη, την ηθική, τη θρησκεία κλπ. Μέσω της ειδικής σχέσης τους, τα γράμματα ή οι κλασικές σπουδές έδιναν μ' αυτό τον τρόπο μια κάποια γνώση : όχι την επιστημονική γνώση του αντικειμένου τους, όχι μια γνώση πάνω στη λειτουργία του αντικειμένου τους, αλλά, πέρα από μια κάποια πολυμάθεια απαραίτητη στην εξοικείωση; μια πρακτική γνώση· ακριβέστερα, μια πρακτική - γνώση - τον - πώς - να εκτιμούμε - κρίνουμε σωστά, να γευόμαστε - καταναλώνουμε - χρησιμοποιούμε αυτό το αντικείμενο. Αυτό είναι ακριβώς η «κουλτούρα»: μια γνώση επενδυμένη σε μια πρακτική - γνώση - του - πώς - να... Επομένως, μέσα σ' αυτό το ζευγάρι, εκείνο που είναι δευτερεύον (και παραμένει επιφανειακό, τυπικό, αν και όχι παραμελητέο) είναι η γνώση - εκείνο που κυριαρχεί είναι η πρακτική - γνώση - του - πώς - να... Βασικά, ως συνέπεια, τα γράμματα ήταν ο κατεξοχήν χώρος της παιδαγωγικής, δηλαδή της πολιτιστικής χειραγώγησης (dressage): το να μάθουμε να σκεφτόμαστε σωστά, να κρίνουμε σωστά, να γευόμαστε σωστά, να καταναλώνουμε σωστά, να φερόμαστε σωστά' σε σχέση με όλα τα πολιτιστικά αντικείμενα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στόχος είναι ο honnête homme1, ή ο «καλλιεργημένος» άνθρωπος. 2. Η πρακτική σχέση κατανάλωσης που υφίσταται μεταξύ των κλάδων των γραμμάτων και του αντικειμένου τους δεν μπορεί ν« θεωρηθεί σαν μια σχέση επιστημονικής γνώσης. Η «κουλτούρα» που έδιναν οι κλασικές σπουδές στους διάφορους κλάδους τους (λογοτεχνία, λογική, ιστορία, ηθική, φιλοσοφία, κλπ.) δεν ήταν παρά ο σχολιασμός της υπάρχουσας «κουλτούρας» μέσα στην ίδια την κοινωνία, με αφορμή καθιερωμένα αντικείμενα. Για να κατανοήσουμε το νόημα της «κουλτούρας» που έδιναν οι κλασικές σπουδές, πρέπει επομένως να εξετάσουμε όχι τις κλασικές σπουδές αυτές καθαυτές, ούτε μόνο τις κλασικές σπουδές, αλλά την υπάρχουσα κουλτούρα μέσα στην κοινωνία η οποία «καλλιεργούσε» αυτά τα γράμματα, και τις ταξικές λειτουργίες αυτής της κουλτούρας, επομένως τη διαίρεση σε τάξεις αυτής της κοινωνίας.
Η «κουλτούρα» που διδασκόμαστε στα σχολεία δεν είναι ποτέ στην πραγματικότητα τίποτα άλλο παρά μια κουλτούρα δευτέρου βαθμού' μια κουλτούρα που «καλλιεργεί», ειδικά σ' έναν αριθμό ατόμων αυτής της κοινωνίας, είτε περιορισμένο είτε περισσότερο διευρυμένο, και πάνω σε προνομιούχα αντικείμενα (τη λογοτεχνία, τις τέχνες, τη λογική, τη φιλοσοφία, κλπ.), την τέχνη του να αναφέρεσαι σ' αυτά τα αντικείμενα: σαν πρακτικό μέσο εγχάραξης σ' αυτά τα άτομα καθορισμένων προτύπων πρακτικής συμπεριφοράς απέναντι στους θεσμούς, στις «αξίες» και στα όσα συμβαίνουν σ' αυτή την κοινωνία. Η κουλτούρα είναι η ελιτίστικη ή και η μαζική ιδεολογία μιας δεδομένης κοινωνίας. Όχι βέβαια η πραγματική ιδεολογία των μαζών (γιατί, σε συνάρτηση με τις ταξικές αντιθέσεις, υπάρχουν περισσότερες τάσεις μέσα στην κουλτούρα): αλλά η ιδεολογία την οποία επιχειρεί να εγχαράξει η κυρίαρχη τάξη, άμεσα ή έμμεσα, μέσω της εκπαίδευσης ή άλλων οδών, και με βάση μια διαχωριστική λογική (κουλτούρα για τις ελίτ, κουλτούρα για τις λαϊκές μάζες) στις μάζες πάνω στις οποίες κυριαρχεί. Πρόκειται για μια επιχείρηση ηγεμονικού χαρακτήρα (Gramsci): να αποσπάσει τη συγκατάθεση των μαζών μέσω της διαχεόμενης ιδεολογίας (κάτω από τις μορφές της παρουσίασης και της εγχάραξης της κουλτούρας). Η κυρίαρχη ιδεολογία επιβάλλεται συνεχώς στις μάζες, εναντίον ορισμένων τάσεων της δικής τους κουλτούρας, η οποία δεν είναι αναγνωρισμένη ούτε επικυρωμένη, αλλά η οποία αντιστέκεται.
Αυτός ο τρόπος να αντιλαμβάνεται κανείς τα γράμματα δεν συμβιβάζεται με τις αποδεκτές αντιλήψεις. Δεν μπορούμε να αρκούμαστε στο να δεχόμαστε κατά λέξη τα γράμματα και να πιστεύουμε στον ορισμό που δίνουν τα ίδια για τον εαυτό τους. Πίσω από τους κλάδους των γραμμάτων υπάρχει μια μακρόχρονη κληρονομιά: αυτή των κλασικών σπουδών. Για να κατανοήσουμε τις κλασικές σπουδές, πρέπει να ψάξουμε το νόημα της «κουλτούρας» την οποία διαχέουν μέσα στα πρότυπα των κυρίαρχων πρακτικών της δεδομένης κοινωνίας: μέσα στη θρησκευτική, ηθική, νομική, πολιτική, κλπ. ιδεολογία, με δύο λόγια μέσα στις πρακτικές ιδεολογίες. Και να η συνέπεια: Η «κουλτούρα» των γραμμάτων διαχεόμενη μέσα στη σχολική εκπαίδευση δεν είναι ένα φαινόμενο καθαρά σχολικό' είναι μια στιγμή ανάμεσα σ' άλλες της ιδεολογικής «διαπαιδαγώγησης» των λαϊκών μαζών. Με τα μέσα της και τα αποτελέσματα της (η «κουλτούρα») επικαλύπτει άλλα, τα οποία βρίσκονται την ίδια στιγμή σε λειτουργία: θρησκευτικά, νομικά, ηθικά, πολιτικά κλπ. Όλα εκείνα τα ιδεολογικά μέσα της ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης, που είναι ομαδοποιημένα γύρω από το κράτος, του οποίου την εξουσία κατέχει η κυρίαρχη τάξη. Αναμφίβολα, αυτή η συνάφεια, θα μπορούσαμε να πούμε αυτή η συγχρόνιση, ανάμεσα στην κουλτούρα των γραμμάτων (η οποία είναι το αντικείμενο - αντικειμενικός στόχος των κλασικών σπουδών) και τη μαζική ιδεολογική παρέμβαση που ασκείται από την Εκκλησία, το Κράτος, το δίκαιο, τις μορφές του πολιτικού καθεστώτος είναι τις περισσότερες φορές συγκαλυμμένη. Αλλά έρχεται στην επιφάνεια στη διάρκεια των μεγάλων πολιτικών και ιδεολογικών κρίσεων, όπου για παράδειγμα οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έχουν ανοιχτά αναγνωρισθεί σαν επαναστάσεις στο εσωτερικό των μεθόδων ιδεολογικής παρέμβασης πάνω στις μάζες. Βλέπουμε τότε πολύ καθαρά ότι η εκπαίδευση βρίσκεται σε άμεση σχέση με την κυρίαρχη ιδεολογία, και ότι η σύλληψη της, ο προσανατολισμός της και ο έλεγχος της είναι ένα σημαντικό επίδικο αντικείμενο της ταξικής πάλης. Παράδειγμα: η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Jules Ferry, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η οποία απασχολούσε τόσο τον Λένιν και την Κρούπσκαγια, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Πολιτιστικής Επανάστασης κλπ.
Αλλά και οι επιστήμες γίνονται το αντικείμενο μιας διδασκαλίας. Τα γράμματα, εννοούμενα ως κλασικές σπουδές, κατά τη μακρόχρονη ιστορία τους, δεν είναι λοιπόν η μοναδική ύλη της «πολιτιστικής» δηλαδή της ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης. Η διδασκαλία των επιστημών είναι επίσης ο τόπος μιας παρόμοιας «πολιτιστικής» διαπαιδαγώγησης, αν και κάτω από μια μορφή απείρως λιγότερο ορατή, και πολύ περισσότερο λεπτή. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο διδάσκει κανείς αυτές τις ίδιες τις θετικές επιστήμες εμπεριέχει μια κάποια ιδεολογική σχέση με την ύπαρξη τους και το περιεχόμενο τους. Δεν υπάρχει διδασκαλία καθαρής γνώσης που να μην είναι ταυτόχρονα μια πρακτική γνώση, δηλαδή σε τελική ανάλυση μια πρακτική γνώση του πώς να συμπεριφερόμαστε απέναντι σ' αυτή τη γνώση: απέναντι στη θεωρητική και κοινωνική της λειτουργία. Αυτή η γνώση του πώς να... οδηγεί σε μια πολιτική θέση απέναντι στο γνωστικό αντικείμενο, στη γνώση σαν αντικείμενο και στη θέση της μέσα στην κοινωνία. Κάθε επιστημονική διδασκαλία είναι φορέας, είτε το θέλει είτε όχι, μιας ιδεολογίας της επιστήμης και των αποτελεσμάτων της, δηλαδή μιας ορισμένης γνώσης του πώς να αντιμετωπίζουμε την επιστήμη, τα αποτελέσματα της, στηριζόμενη πάνω σε μια ορισμένη ιδέα για τη θέση της επιστήμης μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, και πάνω σε μια ορισμένη ιδέα για το ρόλο των ειδικευμένων επιστημόνων μέσα στην επιστημονική γνώση, επομένως πάνω σε μια ορισμένη ιδέα για τον καταμερισμό της χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.
Τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο για τους διανοούμενους από το να αντιλαμβάνονται την ιδεολογία της οποίας είναι φορέας η εκπαίδευση, τα προγράμματα της, οι μορφές της, οι πρακτικές της, κλπ., όχι μόνο στα γράμματα αλλά και στις επιστήμες. Βρίσκονται μέσα στην κουλτούρα όπως τα ψάρια μέσα στο νερό: αλλά τα ψάρια δεν βλέπουν το νερό μέσα στο οποίο κολυμπούν. Γιατί όλα σ' αυτούς εναντιώνονται στην ακριβή αντίληψη της θέσης που κατέχουν μέσα στην κοινωνία, η κουλτούρα από την οποία έχουν τραφεί, η εκπαίδευση που τη διαχέει, οι κλάδοι με τους οποίους ασχολούνται χωρίς να μιλήσουμε για τη θέση που κατέχουν οι ίδιοι σαν διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί και ερευνητές μέσα σ' αυτή την κοινωνία. Όλα εναντιώνονται σ' αυτό: τα αποτελέσματα του καταμερισμού της εργασίας (καταρχήν μεταξύ της χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, έπειτα στο εσωτερικό της πνευματικής εργασίας: ο καταμερισμός μεταξύ ειδικοτήτων διανοουμένων), η εντυπωσιακή αμεσότητα του αντικειμένου ενασχόλησης τους, που απορροφά την προσοχή τους, ο χαρακτήρας, συγχρόνως υπερβολικά συγκεκριμένος και υπερβολικά αφηρημένος της πρακτικής τους, κλπ. Η πρακτική τους, την οποία ασκούν σ' ένα πλαίσιο καθορισμένο από νόμους που δεν ελέγχουν, παράγει μ' αυτό τον τρόπο αυθόρμητα μιαν ιδεολογία, μέσα στην οποία ζουν, χωρίς να έχουν λόγους να τη διαρρήξουν. Αλλά υπάρχει κάτι επιπλέον. Η δική τους ιδεολογία, η αυθόρμητη ιδεολογία της πρακτικής τους (η ιδεολογία τους για την επιστήμη και τα γράμματα) δεν εξαρτάται μόνο από τη δική τους πρακτική: εξαρτάται επιπλέον και σε τελική ανάλυση από το κυρίαρχο ιδεολογικό σύστημα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Σε τελική ανάλυση αυτό το ιδεολογικό σύστημα κυβερνάει τις ίδιες τις μορφές της ιδεολογίας τους για την επιστήμη και τα γράμματα. Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει μπροστά τους συμβαίνει στην πραγματικότητα, και ουσιαστικά, πίσω από την πλάτη τους.
Αλλά ας επανέλθουμε στα γράμματα. Εδώ και αρκετό καιρό: από το XVIII αιώνα, αλλά με τρόπο πολύ περισσότερο τονισμένο και ταχύ αυτά τα τελευταία χρόνια, η σχέση των κλάδων των γραμμάτων, κλπ βρίσκεται, απ' ό,τι φαίνεται, σε διαδικασία ριζικής αλλαγής. Ήταν μια πρακτική σχέση δηλαδή κατά βάθος μια ιδεολογική και πολιτική σχέση. Όμως, απ' όλες τις πλευρές, οι κλάδοι των γραμμάτων διακηρύσσουν ότι αυτή η σχέση έχει αλλάξει. Υποτίθεται ότι έχει γίνει επιστημονική. Ακόμα κι αν είναι περισσότερο ή λιγότερο διστακτικό, αυτό το φαινόμενο είναι ορατό μέσα στην πλειοψηφία των κλάδων οι οποίοι τιτλοφορούνται επιστήμες του ανθρώπου. Ας μη μιλήσουμε για τη λογική: έχει αλλάξει θέση, και αποτελεί τώρα μέρος των μαθηματικών. Αλλά και η γλωσσολογία φαίνεται ότι έχει γίνει, για ορισμένες τουλάχιστον από τις «περιοχές» της, μια επιστήμη. Η ψυχανάλυση, τόσο καιρό καταδικασμένη και εξορισμένη, αρχίζει να πετυχαίνει την αναγνώριση των τίτλων της. Άλλοι κλάδοι διατείνονται επίσης ότι έχουν προσεγγίσει το επίπεδο της επιστημονικότητας: η πολιτική οικονομία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η ιστορία... Η ίδια η ιστορία των γραμμάτων έχει ανανεωθεί, αφήνοντας πίσω της την παράδοση των κλασικών σπουδών.
Απ' αυτή την αντιφατική κατάσταση μπορούμε να κατανοήσουμε τις σχέσεις που σκιαγραφούνται τώρα μεταξύ των διαφόρων κλάδων των γραμμάτων. (Αυτοί οι κλάδοι) διεκδικούν το όνομα των επιστημών του ανθρώπου, σηματοδοτώντας με τη λέξη επιστήμες, τον ισχυρισμό τους ότι έχουν δήθεν βάλει τέλος στην παλιά τους σχέση με το αντικείμενο τους. Στη θέση μιας σχέσης κουλτούρας, δηλαδή ιδεολογικής, θέλουν να εγκαταστήσουν μια νέα σχέση: επιστημονική. Στο σύνολο τους, θεωρούν ότι έχουν πετύχει αυτή τη μετατροπή και το διακηρύσσουν με το όνομα που εκείνοι έδωσαν στον εαυτό τους, αυτοαποκαλούμενοι επιστήμες του ανθρώπου. Αλλά μια διακήρυξη μπορεί να είναι μόνο μια διακήρυξη, μια πρόθεση, ένα πρόγραμμα, αλλά επίσης εν μέρει ένας μύθος, προορισμένος να συντηρήσει μιαν αυταπάτη, την «πραγματοποίηση μιας επιθυμίας».
Δεν είναι βέβαιο ότι οι επιστήμες του ανθρώπου άλλαξαν πραγματικά «φύση» αλλάζοντας όνομα και μεθόδους. Η απόδειξη αυτού του πράγματος βρίσκεται μέσα στον τύπο των σχέσεων που δημιουργούνται τώρα μεταξύ των κλάδων των γραμμάτων: συστηματική μαθηματικοποίηση πολλών κλάδων (πολιτική οικονομία, κοινωνιολογία, ψυχολογία), και «εφαρμογή» κλάδων που φανερά υπερέχουν σε επιστημονικότητα πάνω σε άλλους (καθοδηγητικός ρόλος της μαθηματικής λογικής και προπάντων της γλωσσολογίας, εξίσου κυριαρχικός ρόλος της ψυχανάλυσης κλπ.). Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις φυσικές επιστήμες, όπου οι σχέσεις είναι γενικά οργανικές, αυτό εδώ το είδος της «εφαρμογής» παραμένει εξωτερικό, μηχανικό, εργαλειακό, τεχνικό - άρα ύποπτο. Το πιο παράλογο σύγχρονο παράδειγμα της εξωτερικής εφαρμογής μιας «μεθόδου» (η οποία μέσα στην «καθολικότητα» της προέρχεται και εξαρτάται από τη μόδα), πάνω σ' ένα οποιοδήποτε αντικείμενο είναι ο «στρουκτουραλισμός». Όταν μερικοί κλάδοι ψάχνουν για μια καθολική «μέθοδο» μπορούμε με αρκετή σιγουριά να στοιχηματίζουμε ότι έχουν κάπως υπερβολική επιθυμία να επιδεικνύουν τους επιστημονικούς τους τίτλους, ώστε να τους αξίζουν πραγματικά. Οι αληθινές επιστήμες δεν έχουν ποτέ ανάγκη να κάνουν γνωστό στον κόσμο ότι έχουν ανακαλύψει τη συνταγή για να γίνουν επιστήμες.
Ένα άλλο ευαίσθητο σημείο αυτής της αμφίβολης διαδικασίας εμφανίζεται στην υπάρχουσα σχέση ανάμεσα σ' αυτή τη σχέση (μεταξύ κλάδων) και τη φιλοσοφία. Οι επιστήμες του ανθρώπου στη διαδικασία συγκρότησης τους εκμεταλλεύονται ανοιχτά ορισμένες φιλοσοφίες. Ψάχνουν μέσα σ' αυτές τις φιλοσοφίες (για παράδειγμα, μέσα στη φαινομενολογία, της οποίας η επιρροή μειώνεται, μέσα στο στρουκτουραλισμό, ή ακόμα μέσα στο χεγκελιανισμό και ακόμα στο νιτσεϊσμό) ένα στήριγμα και έναν προσανατολισμό. Τον ψάχνουν μέσα στις φιλοσοφίες, ακόμα και μέσα σε μιαν επιθετική άρνηση κάθε φιλοσοφίας, η οποία στην κατάσταση που εκείνες βρίσκονται, αποτελεί η ίδια επίσης μια φιλοσοφική άρνηση της φιλοσοφίας (παραλλαγή του θετικισμού). Όπως έχουμε ήδη δει, αυτή η σχέση αντιστρέφεται: οι επιστήμες του ανθρώπου εκμεταλλεύονται φιλοσοφίες ή άλλους κλάδους οι οποίοι έχουν γι’ αυτές θέση φιλοσοφίας (έτσι η γλωσσολογία και η ψυχανάλυση χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως «φιλοσοφίες» στην ιστορία των γραμμάτων, στη «σημειολογία» κλπ.) μόνον επειδή πραγματώνουν αυτοί οι ίδιοι (κλάδοι) την κυρίαρχη ιδεολογία. Μέσα σ' αυτή την επιθυμητή, αλλά μη πραγματοποιούμενη συνάντηση, υπάρχει κάτι που φαίνεται, αν θέλει κανείς να το δει, σαν έλλειψη. Ακριβώς αυτό που λείπει από τις επιστήμες του ανθρώπου για να μπορούν να είναι άξιες του τίτλου τους: το να έχουν αναγνωρίσει επιτέλους τη θεωρητική τους βάση.
Δια μέσου όλων αυτών των σχέσεων, άμεσων ή διασταυρούμενων, ξαναβρίσκουμε το γνωστό μας όρο και το γνωστό μας ζήτημα = τη διεπιστημονικότητα1. Αυτός ο μύθος παίζει σπουδαίο ρόλο, ασταμάτητα και απροκάλυπτα, μέσα στις επιστήμες του ανθρώπου. Η κοινωνιολογία, η πολιτική οικονομία, η ψυχολογία, η γλωσσολογία, η ιστορία των γραμμάτων, κλπ., δεν σταματούν να δανείζονται ιδέες, μεθόδους, τρόπους και διαδικασίες από τους υπάρχοντες κλάδους, είτε αυτοί είναι κλάδοι των γραμμάτων είτε επιστημονικοί. Είναι η εκλεκτική πρακτική των διεπιστημονικών «στρογγυλών τραπεζών». Προσκαλεί κανείς τους διπλανούς του, στην τύχη, για να μην ξεχάσει κανέναν ποτέ δεν ξέρεις. Όταν προσκαλεί κανείς όλο τον κόσμο, ώστε να μην ξεχάσει κανέναν, αυτό σημαίνει ότι δεν ξέρει ποιον ακριβώς να προσκαλέσει, ότι δεν ξέρει πού βρίσκεται και, ότι δεν ξέρει πού πηγαίνει. Αυτή η πρακτική των «στρογγυλών τραπεζών» συνοδεύεται αναγκαστικά από μια ιδεολογία για τις αρετές της διεπιστημονικότητας, η οποία ιδεολογία είναι η μουσική αντίστιξη και η θρησκευτική λειτουργία αυτής της πρακτικής. Αυτή η ιδεολογία συμπυκνώνεται στην εξής φόρμουλα: όταν κανείς αγνοεί κάτι που όλοι αγνοούν, αρκεί να συναθροίζει όλους τους αμαθείς:, η επιστήμη θα προκύψει από τη συνάθροιση των αμαθών.
Νομίζετε πως αστειεύομαι; Αυτή η πρακτική βρίσκεται σε καταφανή αντίθεση - μ' αυτό που γνωρίζουμε από άλλες πηγές για τη διαδικασία συγκρότησης των πραγματικών επιστημών, συμπεριλαμβανομένων των νέων επιστημών. Δεν γεννήθηκαν ποτέ από μια «στρογγυλή τράπεζα» ειδικών. Αντίθετα, αυτή η πρακτική και η ιδεολογία της βρίσκονται σε σχέση μ' αυτό που γνωρίζουμε για τη διαδικασία κυριαρχίας των ιδεολογιών. Όταν κανείς προσκαλεί όλο τον κόσμο, αυτός που προσκαλείται δεν είναι η νέα, ελπιδοφόρα επιστήμη, γιατί αυτή δεν είναι ποτέ το αποτέλεσμα μιας συνάθροισης ειδικών που την αγνοούν αλλά αυτός που προσκαλείται είναι ένα πρόσωπο που κανείς δεν προσκάλεσε - και το οποίο δεν είναι αναγκαίο να προσκαλέσει κανείς μια και αυτοπροσκαλείται το ίδιο, η κοινή θεωρητική ιδεολογία, η οποία κατοικεί σιωπηλά στη «συνείδηση» όλων αυτών των ειδικών: όταν είναι συγκεντρωμένοι, αυτή είναι εκείνη που μιλάει μεγαλόφωνα - με τη φωνή τους.
Εκτός από κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις, τις περισσότερες φορές τεχνικού χαρακτήρα, όπου αυτή η πρακτική είναι αποτελεσματική (όταν ένας κλάδος δικαιολογημένα «δίνει μια παραγγελία» σ' έναν άλλον, στη βάση πραγματικών οργανικών δεσμών μεταξύ των κλάδων), η διεπιστημονικότητα παραμένει επομένως μια μαγική πρακτική, χρησιμοποιούμενη από μια ιδεολογία, μέσα στην οποία κάποιοι επιστήμονες (ή υποτιθέμενοι - επιστήμονες) σχηματίζουν μια γενική φανταστική ιδέα για τον καταμερισμό της επιστημονικής εργασίας, για τις σχέσεις ανάμεσα στις επιστήμες και τις συνθήκες της «ανακάλυψης», έτσι ώστε να δίνουν στον εαυτό τους την εντύπωση ότι συλλαμβάνουν ένα αντικείμενο που τους ξεφεύγει. Πολύ συγκεκριμένα, η διεπιστημονικότητα είναι τις περισσότερες φορές το σύνθημα και η πρακτική της αυθόρμητης ιδεολογίας των ειδικών, που αμφιταλαντεύονται μεταξύ ενός θολού σπιριτουαλισμού και του τεχνοκρατικού θετικισμού.
Προπάντων αυτό λοιπόν: Οι εσφαλμένες ιδέες πρέπει να παραμερισθούν για ν' ανοίξει ο δρόμος στις ορθές ιδέες.
Ξανά, πρέπει ν' αναρωτηθούμε σε τι συνίσταται, μέσα στους κλάδους των γραμμάτων, η εφαρμογή μιας επιστήμης πάνω σ' ένα νέο αντικείμενο. Ξανά, πρέπει επίσης καιν προπάντων να αναρωτηθούμε σχετικά με τη φύση της προϋπάρχουσας ιδεολογίας, και να ανιχνεύσουμε τις σύγχρονες μεταμφιέσεις της. Πρέπει τελικά να θέσουμε το ερώτημα των ερωτημάτων: αν οι επιστήμες του ανθρώπου είναι, εκτός από μερικές περιορισμένες εξαιρέσεις αυτό που νομίζουν ότι είναι, δηλαδή επιστήμες· ή αν στην πλειοψηφία τους δεν θα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, δηλαδή ιδεολογικές τεχνικές κοινωνικής προσαρμογής και αναπροσαρμογής. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαν, όπως εκείνες διακηρύσσουν, διαρρήξει τις σχέσεις τους με την παλιά τους ιδεολογική και «πολιτιστική» πολιτική λειτουργία: θα δρούσαν μέσα από άλλες τεχνικές, περισσότερο τελειοποιημένες, και επιπλέον «επιτηδευμένες και πολύπλοκες», αλλά πάντα στην υπηρεσία του ίδιου σκοπού. Αρκεί να υποσημειώσουμε την άμεση σχέση που διατηρούν με μια ολόκληρη σειρά από άλλες τεχνικές, όπως οι μέθοδοι των human relations, και οι σύγχρονες μορφές των μέσων μαζικής ενημέρωσης, για να πεισθούμε ότι αυτή η υπόθεση δεν είναι φανταστική.
Αλλά τότε, όχι μόνο η ίδια η υπόσταση των επιστημών του ανθρώπου, αλλά και η υπόσταση της θεωρητικής όασης, την οποία διατείνονται ότι έχουν, βρίσκεται σε αμφισβήτηση. Ερώτημα: Από τι είναι φτιαγμένη η διάταξη των μηχανισμών, που επιτρέπει σε μερικούς κλάδους να λειτουργούν σαν ιδεολογικές τεχνικές; Η φιλοσοφία θέτει αυτό το ερώτημα.

Σημειώσεις

1. l' honnête homme: Είναι πρότυπο τον XVII αιώνα. Όπως γράφει ο Μολιέρος, ο τέλειος άνθρωπος είναι ο τίμιος άνθρωπος, αυτός που έχει μια ικανότητα να κρίνει τα πάντα. Συγκεντρώνει στο πρόσωπο τον την εξωτερική και ηθική κομψότητα ταυτόχρονα. Ανεξάρτητα από την καταγωγή του. δηλαδή αν είναι αστός η ευγενής, πρέπει να κατέχει τη μόνη αληθινή ευγένεια, αυτή της καρδιάς και πρέπει επίσης να ξέρει να ξεχωρίζει την προσωπική αρετή.
2. Η διεπιστημονικότητα είναι μια ιδεολογική πρόταση, ένα σύνθημα πολύ διαδεδομένο σήμερα, από το οποίο περιμένει κανείς την επίλυση προβλημάτων όλων των ειδών στις θετικές επιστήμες (μαθηματικά και φυσικές επιστήμες), στις επιστήμες του ανθρώπου και σ' άλλες πρακτικές... Είναι φανερό ότι κάτι σαν τη διεπιστημονικότητα ανταποκρίνεται σε μιαν αντικειμενική ανάγκη, από τη στιγμή που υπάρχει μια «παραγγελία» η οποία απαιτεί τη συντονισμένη συνεργασία ειδικών προερχόμενο« από διαφόρους κλάδους του καταμερισμού εργασίας... θα επιχειρήσω να κάνω μια «διάκριση», επομένως «να τραβήξω μια διαχωριστική γραμμή», ανάμεσα στις ορθές προσφυγές στην τεχνική και επιστημονική συνεργασία και σε μια άλλη χρήση, ακατάλληλη, της διεπιστημονικότητας. (L. Althusser, Philosophie et Philosophie spontanée des savants σελ. 28,29)

Σημείωση σχετικά με τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους (ΙΜΚ)

του Λουί Αλτουσέρ

μετάφραση Μάριος Ιωαννίδης

Η πιο συχνή μομφή, που προσάπτεται στο κείμενο μου του 196970' είναι ο λειτουργισμός (φονξιοναλισμός). Είδαν λοιπόν στο θεωρητικό μου σχεδίασμα μια προσπάθεια για τη διατύπωση μιας ορισμένης ερμηνείας του μαρξισμού, που προσδιορίζει τα συγκεκριμένα όργανα μόνο με βάση την άμεση λειτουργία τους και μ' αυτό τον τρόπο περιορίζει την κοινωνία σε ιδεολογικούς θεσμούς, οι οποίοι αναλαμβάνουν λειτουργίες εμπέδωσης της υποταγής: τελικά λοιπόν ότι πρόκειται για μια αντιδιαλεκτική ερμηνεία, που η βαθύτερη λογική της απέκλειε κάθε δυνατότητα ταξικής πάλης. Εντούτοις, νομίζω, ότι δεν διαβάστηκαν αρκετά προσεκτικά τα συμπεράσματα του κειμένου μου, που υπογράμμιζαν τον «αφηρημένο» χαρακτήρα της ανάλυσης μου και τοποθετούσαν ξεκάθαρα στο κέντρο της θεωρητικής μου αντίληψης την πάλη των τάξεων.
Πράγματι μπορεί να πει κανείς, ότι το ιδιαίτερο στη θεωρία για την ιδεολογία, που πρέπει να αναπτυχθεί σε σύνδεση με τον Μαρξ συνίσταται στη θέση, ότι η πάλη των τάξεων έχει την πρωτοκαθεδρία ως προς τις λειτουργίες και τον τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού όπως επίσης και των ΙΜΚ. Μία πρωτοκαθεδρία που είναι φυσικά ασυμβίβαστη με κάθε λειτουργισμό. Είναι δηλαδή προφανές, ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε το σύστημα της ιδεολογικής «διεύθυνσης» της κοινωνίας από την άρχουσα τάξη, ούτως ειπείν τα φαινόμενα συναίνεσης που παράγει η κυρίαρχη ιδεολογία (που «είναι η ιδεολογία της άρχουσας τάξης» - Μαρξ) ως ένα απλό δεδομένο, ως ένα σύστημα επακριβώς προσδιορισμένων οργάνων, το οποίο θα διπλασίαζε αυτόματα την εξουσία καταστολής αυτής της ίδιας τάξης. Ούτε ως ένα σύστημα που θα είχε εγκαθιδρυθεί μέσω της καθαρής πολιτικής συνείδησης αυτής της τάξης, με βάση ορισμένους στόχους οι οποίοι προσδιορίζονται από τη λειτουργία του. Διότι η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι ποτέ ένα τελειωμένο γεγονός της ταξικής πάλης, που θα μπορούσε να ξεπηδήσει από αυτή την ίδια την ταξική πάλη.
Η κυρίαρχη ιδεολογία, που υπάρχει στο πολύπλοκο σύστημα των ΙΜΚ, είναι λοιπόν από την πλευρά της το αποτέλεσμα μιας πολύ μακράς και σκληρής ταξικής πάλης. Μέσα από την οποία η αστική τάξη (για να πάρουμε αυτό το παράδειγμα) μπορεί να πετύχει τους στόχους της, μόνο εάν πολεμάει τόσο ενάντια στην παλιά κυρίαρχη ιδεολογία, που επιζεί στους παλιούς μηχανισμούς, όσο και ενάντια στην ιδεολογία της νέας εκμεταλλευόμενης τάξης, που ψάχνει για τις νέες μορφές οργάνωσης και αγώνα της. Αυτή η ιδεολογία επίσης, με την οποία η αστική τάξη πετυχαίνει να εγκαθιδρύσει την ηγεμονία της πάνω στην παλιά αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και στην εργατική τάξη, δεν συγκροτείται μόνο από τον εξωτερικό αγώνα ενάντια στις δύο αυτές τάξεις, αλλά επίσης και ταυτόχρονα από ένα εσωτερικό αγώνα, για να ξεπεραστούν οι αντιφάσεις των μερίδων της αστικής τάξης και να παραχθεί η ενότητα της μπουρζουαζίας ως κυρίαρχης τάξης.
Μ' αυτή την έννοια πρέπει να αντιληφθούμε την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Βλέποντας το τυπικά η κυρίαρχη τάξη πρέπει να αναπαράγει τις υλικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες ύπαρξης της (το να υπάρχει σημαίνει να αναπαράγεται). Αλλά η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν είναι απλά μια διευρυμένη, αυτόματη, μηχανική αναπαραγωγή δεδομένων θεσμών, που θα ήταν προσδιορισμένοι μια για πάντα μέσα από τη λειτουργία τους: είναι πολύ περισσότερο ο αγώνας για την ενοποίηση και ανανέωση παλιότερων αταίριαστων και αντιφατικών ιδεολογικών στοιχείων στο εσωτερικό μιας ενότητας, που κατακτάται εντός και μέσω της ταξικής πάλης ενάντια στις παλιές μορφές και τις νέες τάσεις. Ο αγώνας για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ένας διαρκής ανολοκλήρωτος αγώνας, που πρέπει διαρκώς να αναλαμβάνεται εκ νέου και ο οποίος είναι πάντα υποταγμένος στην πάλη των τάξεων.
Ότι αυτός ο αγώνας για την ενοποίηση της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι διαρκώς «ανολοκλήρωτος» και πάντοτε «πρέπει να αναλαμβάνεται εκ νέου», έχει σχέση με περισσότερες αιτίες. Όχι μόνο με τη συνεχιζόμενη ύπαρξη των ιδεολογικών μορφών και των ΙΜΚ της παλιάς κυρίαρχης τάξης, που προβάλλουν μια φοβερή μορφή αντίστασης («η συνήθεια», όπως έλεγε ο Λένιν). Όχι μόνο με τη ζωτική απαίτηση για συγκρότηση της ενότητας της κυρίαρχης τάξης, που προκύπτει από την αντιφατική συγχώνευση διαφορετικών ταξικών μερίδων (εμπορικό κεφάλαιο, βιομηχανικό κεφάλαιο, χρηματιστικό κεφάλαιο κλπ.), ούτε με την απαίτηση να αναγνωρίσει τα «γενικά (ταξικά) συμφέροντα» της πέρα από τις αντιφάσεις των «ιδιαίτερων συμφερόντων» των μεμονωμένων καπιταλιστών. Όχι μόνο με τον ταξικό αγώνα, που πρέπει να δοθεί ενάντια στις δημιουργούμενες μορφές της ιδεολογίας της κυριαρχούμενης τάξης. Όχι μόνο με τον ιστορικό μετασχηματισμό του τρόπου παραγωγής, που εξαναγκάζει την «προσαρμογή» της κυρίαρχης ιδεολογίας στην πάλη των τάξεων (έτσι αντικαθίσταται σήμερα η νομική ιδεολογία της κλασικής αστικής τάξης από την τεχνοκρατική ιδεολογία). Αλλά επίσης με την υλικότητα και την ανομοιότητα των πρακτικών, των οποίων η «αυθόρμητη» ιδεολογία πρέπει να ενοποιηθεί. Αυτό το γιγαντιαίο και αντιφατικό καθήκον δεν τελειώνει ποτέ ολοκληρωτικά και θα πρέπει να αμφιβάλλουμε για το αν θα υπάρξει ποτέ το μοντέλο εκείνου του «ηθικού κράτους», του οποίου το ουτοπικό ιδανικό υιοθέτησε ο Γκράμσι από τον Κρότσε. Όπως δεν τελειώνει ποτέ η ταξική πάλη, έτσι και δεν τελειώνει ποτέ ο αγώνας της κυρίαρχης τάξης για την ενοποίηση των υπαρχόντων ιδεολογικών στοιχείων και μορφών. Κάτι που σημαίνει, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία - παρότι αυτή είναι η λειτουργία της - δεν μπορεί ποτέ να λύσει ολοκληρωτικά τις δικές της αντιφάσεις, που είναι μία αντανάκλαση της ταξικής πάλης.
Επομένως μπορούμε να συνάγουμε απ' αυτή τη θέση της πρωτοκαθεδρίας, της πάλης των τάξεων πάνω στην κυρίαρχη ιδεολογία και τους ΙΜΚ μια άλλη θέση, ' που αποτελεί την άμεση συνέπεια της: οι ΙΜΚ είναι αναγκαστικά ο τόπος μιας ταξικής πάλης, η οποία συνεχίζει στους μηχανισμούς της κυρίαρχης ιδεολογίας τη γενική ταξική πάλη, που κυριαρχεί στον κοινωνικό σχηματισμό. Εάν η λειτουργία των ΙΜΚ συνίσταται στο να εγχαράσσει την κυρίαρχη ιδεολογία, τότε αυτό συμβαίνει, γιατί υπάρχει αντίσταση εάν υπάρχει αντίσταση, αυτό συμβαίνει, γιατί υπάρχει πάλη και αυτή η πάλη είναι τελικά ο απ' ευθείας ή έμμεσος, ο άμεσος ή (συχνότερα) πολύ μακρινός απόηχος της ταξικής πάλης. Τα συμβάντα του Μάη του '68 έφεραν πλήρως στο φως αυτό το γεγονός, όπως επίσης φανέρωσαν και μια πάλη, που μέχρι τότε ήταν αμβλυμμένη και καταπνιγμένη. Αλλά ενώ έδειξαν καθαρά με τη μορφή της εξέγερσης μια άμεση ταξική πάλη στους ΙΜΚ (ιδιαίτερα στο σχολικό, μετά στον ιατρικό μηχανισμό, στο μηχανισμό της αρχιτεκτονικής κλπ.), συσκότισαν κατά κάποιο τρόπο το θεμελιακό φαινόμενο, που προσδιόρισε αυτά τα άμεσα συμβάντα, δηλαδή τον εγγενή ταξικό χαρακτήρα της ιστορικής συγκρότησης και της αντιφατικής αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο Μάης του '68 «βιώθηκε» χωρίς ιστορική ή πολιτική προοπτική με τη στενή έννοια. Γι αυτό το λόγο πιστεύω ότι έπρεπε να υπενθυμίσω, πως αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα γεγονότα της ταξικής πάλης στους ΙΜΚ και να αποδώσουμε στην εξέγερση την πραγματική της διάσταση, θα έπρεπε να κοιτάξουμε τα πράγματα από «τη σκοπιά της αναπαραγωγής». Αυτή η σκοπιά είναι η αντίληψη της ταξικής πάλης ως συνολικής διαδικασίας και όχι ως ενός αθροίσματος μεμονωμένων ή περιορισμένων σ' αυτή ή την άλλη «σφαίρα» (οικονομία, πολιτική, ιδεολογία) συγκρούσεων ως ιστορικής διαδικασίας και όχι ως συνέχειας επεισοδίων της καταστολής ή της άμεσης εξέγερσης.
Υπενθυμίζοντας αυτές τις προοπτικές μου φαίνεται πραγματικά δύσκολο να καταλογίσω στον εαυτό μου μια «φονξιοναλιστική» ή «συστημοθεωρητική» ερμηνεία του εποικοδομήματος και της ιδεολογίας, η οποία θα απέκλειε την ταξική πάλη προς όφελος μιας μηχανιστικής αντίληψης των βαθμίδων.
Άλλες αντιρρήσεις αφορούν το χαρακτήρα των πολιτικών κομμάτων και κύρια του επαναστατικού πολιτικού κόμματος. Για να το πούμε με μια φράση: υπήρχε συχνά η τάση να μου καταλογίσουν την άποψη, ότι θεωρώ κάθε μεμονωμένο πολιτικό κόμμα ως ένα ΙΜΚ, πράγμα, που θα μπορούσε βέβαια να είχε ως συνέπεια να εγκλωβίζεται απόλυτα κάθε πολιτικό κόμμα στο «σύστημα» των ΙΜΚ, να υποτάσσεται στο νόμο αυτού του «συστήματος» και να αποκλείεται από το σύστημα αυτό η δυνατότητα ενός επαναστατικού κόμματος. Εάν όλα τα κόμματα είναι ΙΜΚ και υπηρετούν την κυρίαρχη ιδεολογία, τότε η ύπαρξη ενός επαναστατικού κόμματος, που θα περιοριζόταν σ' αυτή τη «λειτουργία» είναι απλά αδιανόητη.
Ποτέ όμως δεν έγραφα, ότι ένα πολιτικό κόμμα είναι ένας ΙΜΚ. Μάλιστα είπα (έστω και σύντομα, το ομολογώ) κάτι εντελώς διαφορετικό δηλαδή ότι τα πολιτικά κόμματα είναι μόνο «συστατικά μέρη» ενός ειδικού ΙΜΚ: του πολιτικού ΙΜΚ,
που υλοποιεί την πολιτική ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, ας πούμε: στο «συνταγματικό του καθεστώς» (τα «συντάγματα» στην εποχή της μοναρχίας του παλιού καθεστώτος κλπ., το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό καθεστώς υπό την αστική τάξη στις «φιλελεύθερες» φάσεις της).
Φοβάμαι, ότι δεν κατανοήθηκε σωστά αυτό, που πρότεινα για σκέψη κάτω από τον όρο πολιτικός ΙΜΚ. Για να το κατανοήσουμε καλύτερα, πρέπει να κάνουμε με προσοχή τη διάκριση ανάμεσα στον πολιτικό ΙΜΚ και τον (κατασταλτικό) κρατικό μηχανισμό.
Τι χαρακτηρίζει τον (κατασταλτικό) κρατικό μηχανισμό, του οποίου η ενότητα, αν και είναι βέβαια αντιφατική, είναι απείρως ισχυρότερη από αυτήν του συνόλου των ΙΜΚ; Ο κρατικός μηχανισμός περιλαμβάνει τον αρχηγό του κράτους, την κυβέρνηση και τη διοίκηση ως όργανα του εκτελεστικού, τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, τα δικαστήρια και τα όργανα τους (φυλακές κλπ.).
Στο εσωτερικό αυτού του συνόλου πρέπει να διακρίνουμε αυτό, που θα ονομάσω πολιτικό μηχανισμό του κράτους (Appareilpolitique d'Etat) στον οποίο κατατάσσω τον αρχηγό του κράτους, την κυβέρνηση, την οποία αυτός καθοδηγεί άμεσα (το καθεστώς αυτό ισχύει σήμερα στη Γαλλία και σε πολυάριθμες άλλες χώρες), όπως επίσης και τη διοίκηση (που εκτελεί την πολιτική της κυβέρνησης). Ο αρχηγός του κράτους αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή εκείνη την αυθεντία, που είναι ικανή να επιβάλλει τα γενικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης απέναντι στα ιδιαίτερα συμφέροντα των μελών της ή μερίδων της. Ο Giscard d'Estaing εντελώς συνειδητά «πήρε θέση», όταν είπε, ότι θα παρέμενε στο αξίωμα του, εάν κέρδιζε η Αριστερά τις εκλογές του '78, «για να υπερασπίσει τις ελευθερίες των Γάλλων» - που σημαίνει: εκείνες της αστικής τάξης. Η κυβέρνηση (που καθοδηγείται σήμερα άμεσα από τον αρχηγό του κράτους) εξασκεί την πολιτική της κυρίαρχης τάξης και η διοίκηση, που είναι υποταγμένη στην κυβέρνηση, την εφαρμόζει επί μέρους. Σ' αυτή τη διάκριση, που κάνει φανερή την ύπαρξη του πολιτικού κρατικού μηχανισμού, πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα, ότι εντάσσεται ομοίως και η διοίκηση, άσχετα αν όπως και το αστικό κράτος ζει στην ιδεολογία υπηρετώντας το «γενικό συμφέρον» και παίζοντας το ρόλο μιας «δημόσιας υπηρεσίας». Δεν πρόκειται βέβαια εδώ για ατομικές προθέσεις ή ακόμα για εξαιρέσεις: η λειτουργία της διοίκησης είναι στο σύνολο της αχώριστα δεμένη με την εφαρμογή της πολιτικής της αστικής κυβέρνησης, η οποία είναι ταξική πολιτική. Εντεταλμένη με το καθήκον να την εφαρμόζει στις επί μέρους πλευρές της, η ανώτερη κρατική διοίκηση παίζει έναν άμεσο πολιτικό ρόλο και η διοίκηση συνολικά όλο και περισσότερο ένα ρόλο επιτήρησης και «ομαλοποίησης» (quadrillage)*. Δεν μπορεί να εφαρμόσει την πολιτική της αστικής κυβέρνησης, αν δεν είναι ταυτόχρονα εντεταλμένη να ελέγχει την εκτέλεση της μέσω μεμονωμένων προσώπων ή ομάδων και να καταγγέλλει ή να παραδίνει στην καταστολή εκείνους που την περιφρονούν.
Αν αντιληφθούμε έτσι τα πράγματα, ο πολιτικός κρατικός μηχανισμός (αρχηγός του κράτους, κυβέρνηση, διοίκηση) είναι τμήμα του (κατασταλτικού) κρατικού μηχανισμού: νομιμοποιούμαστε όμως να τον απομονώσουμε στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού. Και εδώ λοιπόν είναι το ευαίσθητο σημείο: πρέπει να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ του πολιτικού κρατικού μηχανισμού (του αρχηγού του κράτους, της κυβέρνησης, της διοίκησης) και του πολιτικού ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού. Ο πρώτος συγκαταλέγεται στον (κατασταλτικό) κρατικό μηχανισμό, ενώ ο τελευταίος στους ΙΜΚ.
Τι πρέπει κατόπιν τούτου να εννοήσουμε με τον χαρακτηρισμό πολιτικός ΙΜΚ; Το «πολιτικό σύστημα» ή το «σύνταγμα» ενός δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού. Η γαλλική αστική τάξη - ακόμη και αν χρησιμοποίησε σε δύσκολες συγκυρίες της ταξικής πάλης άλλα καθεστώτα (τον Βοναπαρτισμό Ι και II, τη συνταγματική μοναρχία, το φασισμό του Πεταίν), όπως και σήμερα όλες οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών αναγνωρίζονται γενικά στο πολιτικό σύστημα της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης το οποίο υλοποίησε την αστική ιδεολογία σ' ένα πολιτικό ΙΜΚ.
Αυτός ο ΙΜΚ μπορεί να οριστεί μέσω ενός συγκεκριμένου (εκλογικού) τρόπου αντιπροσώπευσης της «λαϊκής θέλησης», μέσα από εκλεγμένους δουλευτές (λίγο ή πολύ γενικό και άμεσο εκλογικό δικαίωμα), απέναντι στους οποίους η κυβέρνηση, που επιλέχθηκε από τον αρχηγό του κράτους ή το ίδιο το κοινοβούλιο, πρέπει να «αιτιολογήσει» την πολιτική της. Βέβαια, γνωρίζουμε, ότι η κυβέρνηση διαθέτει de facto (εδώ βρίσκεται το αστικό πλεονέκτημα αυτού του μηχανισμού) έναν εντυπωσιακό αριθμό μέσων για να διαστρεβλώσει και να παρακάμψει την «αιτιολόγηση» και μάλιστα από την αρχή, δηλαδή - πέρα από τις αντίστοιχες μορφές του εκφοβισμού, του ελέγχου των μαζικών μέσων κλπ. - μέσα από την παραχάραξη του λεγόμενου γενικού και άμεσου εκλογικού δικαιώματος. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια των ισχυόντων κοινοβουλευτικών κανόνων (σύστημα λογοκρισίας, αποκλεισμός των γυναικών και των νέων από τις εκλογές, εκλογικό δικαίωμα περισσότερων βαθμίδων, σύστημα δυο σωμάτων με διαφορετική εκλογική βάση, «διάκριση» εξουσιών, απαγόρευση επαναστατικών κομμάτων κλπ.). Αυτή είναι η πραγματικότητα των γεγονότων. Αλλά αυτό, που τελικά μας επιτρέπει να πούμε, ότι το «πολιτικό σύστημα» είναι ΙΜΚ, είναι το επινόημα, που αντιστοιχεί σε μια «συγκεκριμένη» πραγματικότητα, ότι τα συστατικά μέρη αυτού του συστήματος, όπως επίσης και η αρχή του τρόπου λειτουργίας του, βασίζονται στην ιδεολογία της «ελευθερίας» και «ισότητας» του εκλέγοντος ατόμου. Στην «ελεύθερη εκλογή» των αντιπροσώπων του λαού από τα άτομα, που «συνιστούν» το λαό και μάλιστα στη βάση της ιδέας, την οποία διαμορφώνει κάθε άτομο σχετικά με την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει το κράτος. Στη βάση αυτού του επινοήματος (γιατί τελικά η πολιτική του κράτους καθορίζεται από τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης στην ταξική πάλη) σχηματίστηκαν τα «πολιτικά κόμματα», τα οποία πρέπει να εκφράσουν και να αντιπροσωπεύσουν τις διάφορες αποκλίνουσες (ή συγκλίνουσες) εκλογικές δυνατότητες σε σχέση με την πολιτική του έθνους. Κάθε άτομο μπορεί λοιπόν να εκφράζει «ελεύθερα» τη γνώμη του ψηφίζοντας το κόμμα της εκλογής του (εκτός αν έχει απαγορευθεί). Πρέπει βέβαια να σημειωθεί: πίσω από τα πολιτικά κόμματα μπορεί σίγουρα να υπάρχει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. Χοντρικά μιλώντας μπορούν - εάν η ταξική πάλη είναι αναπτυγμένη σε ικανοποιητικό βαθμό - να αντιπροσωπεύουν σε γενικές γραμμές τα συμφέροντα των ανταγωνιστικών τάξεων και μερίδων ή των κοινωνικών στρωμάτων, που θέλουν να προάγουν στα πλαίσια των ταξικών συγκρούσεων τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους. Και λόγω αυτής της πραγματικότητας μπορεί στο τέλος - παρ' όλα τα εμπόδια και τους ελιγμούς εξαπάτησης του συστήματος - να εμφανιστεί ο ανταγωνισμός των βασικών τάξεων. Λεω «μπορεί», γιατί υπάρχουν αστικές χώρες (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Ο.Δ. Γερμανίας κλπ.), στις οποίες η πολιτική εξέλιξη των ταξικών αγώνων δεν μπορεί να ξεπεράσει το κατώφλι της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, οι κοινοβουλευτικοί ανταγωνισμοί είναι λοιπόν εκεί πολύ μακρινές και μάλιστα ολοκληρωτικά παραμορφωμένες ενδείξεις των πραγματικών ταξικών ανταγωνισμών. Η αστική τάξη είναι λοιπόν εκεί «εντελώς μεταξύ της», προφυλαγμένη από ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, που γυρίζει γύρω γύρω ή λειτουργεί εν κενώ. Βέβαια, μπορεί επίσης να συμβεί ο οικονομικός και πολιτικός ταξικός αγώνας της εργατικής τάξης να αποκτήσει μια τέτοια δύναμη, ώστε η αστική τάξη από την πλευρά της να πρέπει να φοβάται «το αποτέλεσμα του γενικού εκλογικού δικαιώματος» (Γαλλία, Ιταλία).
Παρότι βέβαια διαθέτει και εκεί σημαντικές πηγές για να το αντιστρέψει ή το εξαφανίσει. Ας σκεφτούμε τη βουλή κατά τη διάρκεια του λαϊκού μετώπου στη Γαλλία: η αστική τάξη χρειάστηκε μόνο σχεδόν δύο χρόνια, για να σπάσει την πλειοψηφία της πριν την παραδώσει κατόπιν, με την ίδια της την έγκριση, στον Πεταίν.
Νομίζω ότι, αν αντιπαραθέσουμε τις «αρχές» του κοινοβουλευτικού καθεστώτος με τα γεγονότα και τα αποτελέσματα, κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει για τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα.
Κάθε αστική ιδεολογία - από τη νομική ιδεολογία μέχρι την από αιώνες διαδεδομένη φιλοσοφική ιδεολογία και ως την ηθική ιδεολογία - εκφράζει την ακόλουθη «προφάνεια» των «ατομικών δικαιωμάτων»: ότι κάθε άτομο έχει την ελευθερία, να επιλέγει στην πολιτική τόσο τις ιδέες του όσο επίσης και το στρατόπεδο του (το κόμμα του)· και κυρίως εκφράζει την ιδέα, που βρίσκεται στη βάση αυτής της «προφάνειας», η οποία τελικά είναι μια απάτη, ότι κάθε κοινωνία αποτελείται από άτομα (Μαρξ: «Η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα», αλλά από τάξεις, που βρίσκονται σε ταξικό αγώνα) και ότι η γενική θέληση (volonté générale) προκύπτει από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος της πλειοψηφίας. Τελικά, ότι είναι αυτή η γενική θέληση, η οποία εκφράζεται από τους βουλευτές των κομμάτων, που καθορίζει την πολιτική του έθνους, ενώ στην πραγματικότητα παριστά πάντοτε μόνο την πολιτική μιας τάξης και μάλιστα της κυρίαρχης.
Ότι αυτή η πολιτική ιδεολογία είναι ένα ουσιαστικό μέρος της κυρίαρχης ιδεολογίας και αντιστοιχεί πλήρως σ' αυτήν, είναι παραπάνω από προφανές: τη βρίσκουμε παντού στην αστική ιδεολογία (που βέβαια βρίσκεται τα τελευταία 10 χρόνια σε μια διαδικασία αλλαγής). Και αυτό δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, αν ξέρουμε, ότι η «μήτρα» αυτής της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι η νομική ιδεολογία, η οποία είναι αναντικατάσταση για τον τρόπο λειτουργίας του αστικού δικαίου. Αν κάποιος μπορεί να «επιπλέει» παντού αυτό σημαίνει ότι «τα έχει βρει» με την κυρίαρχη ιδεολογία. Κι από αυτή τη συνεχή αμοιβαία παλινδρόμηση από τη μία «προφάνεια» στην άλλη - από την «προφάνεια» της νομικής ιδεολογίας στην «προφάνεια» της ηθικής ιδεολογίας, από αυτή στην «προφάνεια» της φιλοσοφικής ιδεολογίας και από εκείνη στην «προφάνεια» της πολιτικής ιδεολογίας - αποκτά κάθε ιδεολογική «προφάνεια» την άμεση επιβεβαίωση της ώστε να επιβληθεί μέσω των διαφορετικών πρακτικών των ΙΜΚ σε κάθε μεμονωμένο άτομο. Αυτή η ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της ισότητας (ελευθερία να επιλέγει κανείς τις ιδέες του και τον αντιπρόσωπο του, ισότητα μπροστά στις κάλπες) ανάδειξε τελικά - όχι λόγω της «εξουσίας των ιδεών», αλλά σαν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης - εκείνο τον ιδεολογικό μηχανισμό στον οποίο μπόρεσε να πάρει μια σταθερή μορφή η πολιτική ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων. Η ιδεολογία αυτή αναδείχθηκε έτσι σε μια «προφάνεια», αν εξαιρέσουμε τη μαρξιστική κριτική, μια «προφάνεια» που γίνεται αποδεκτή χωρίς καμιά ορατή πίεση από τους εκλογείς, ή τουλάχιστον τη μεγάλη τους πλειοψηφία.
Έχουμε εδώ στην πραγματικότητα να κάνουμε με ένα μηχανισμό, διότι πρόκειται για μια ολόκληρη υλική και δια του νόμου ρυθμισμένη κατασκευή - από τον εκλογικό κατάλογο, το ψηφοδέλτιο και το παραβάν στους εκλογικούς αγώνες και από κει στο κοινοβούλιο που θα προκύψει. Όμως στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ένα ιδεολογικό μηχανισμό, διότι λειτουργεί χωρίς βία «εντελώς από μόνος του», «στη βάση της ιδεολογίας» των δρώντων φορέων του, οι οποίοι αποδέχονται και κάνουν πράξη τους κανόνες λειτουργίας του, καθότι τους σέβονται, αφού είναι πεισμένοι ότι πρέπει να «ασκούμε το εκλογικό καθήκον» και ότι αυτό είναι απόλυτα «κανονικό». Υπαγωγή και συναίνεση εδώ συμπίπτουν. Αυτή η «προφάνεια» την οποία προωθεί η αστική ιδεολογία γίνεται αποδεκτή από τους εκλογείς ως «προφάνεια»: θεωρούν τους εαυτούς τους εκλογείς και συμμετέχουν στο σύστημα. «Τηρούν τους κανόνες του παιχνιδιού».
Αν η ανάλυση μας είναι σωστή, τότε συνάγεται από αυτή ότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε - όπως «βιαστικά» ισχυρίστηκαν ορισμένοι για να μου αποδώσουν μια θεωρία, που θα απέκλειε κάθε δυνατότητα επαναστατικής πράξης - ότι όλα τα κόμματα, δηλαδή ακόμα και τα κόμματα της εργατικής τάξης, πρέπει να θεωρηθούν ως ιδεολογικοί μηχανισμοί τον κράτους, το κάθε κόμμα χωριστά, και ότι έχουν έτσι ενσωματωθεί στο σύστημα και ως εκ τούτου δεν μπορούν να καθοδηγήσουν τον ταξικό αγώνα.
Αν αυτό που έχω πει είναι σωστό, τότε προκύπτει αντίθετα, ότι η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων όχι μόνο δεν αποκλείει την ταξική πάλη, αλλά αντίθετα εδράζεται σ' αυτήν. Και αν η αστική τάξη επιχειρεί πάντα να επιβάλλει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της πάνω στα κόμματα της εργατικής τάξης, αυτό δεν είναι παρά μια μορφή της ταξικής πάλης. Πράγμα, που το πετυχαίνει η αστική τάξη όταν αποτυγχάνουν τα εργατικά κόμματα, με το να συμβιβάζονται οι ηγέτες τους (η «ταξική ειρήνη» του 191415), ή πολύ απλά να εξαγοράζονται, είτε όμως με το να έχει απομακρυνθεί ένα μέρος της βάσης των εργατικών κομμάτων από τον επαναστατικό σκοπό χάριν υλικών απολαύων (εργατική αριστοκρατία), είτε με το να έχει υποκύψει στην αστική ιδεολογία (ρεβιζιονισμός).
(Αλτουσέρ β' μέρος)
Αυτά τα αποτελέσματα της ταξικής πάλης γίνονται ακόμα πιο φανερά αν λάβει κανείς υπόψη του τα ίδια τα επαναστατικά εργατικά κόμματα, π.χ. τα κομμουνιστικά κόμματα. Επειδή στην περίπτωση αυτή πρόκειται για οργανώσεις της ταξικής πάλης των εργατών, αυτές αποτελούν, από θέση αρχής (γιατί βέβαια μπορεί να έχουν κυλήσει στο ρεφορμισμό και το ρεβιζιονισμό) οργανώσεις απόλυτα ξένες προς την αστική τάξη και το πολιτικό της σύστημα. Η ιδεολογία τους (στη βάση της οποίας στρατολογούν τα μέλη τους) βρίσκεται σε ανταγωνιστική σχέση προς την αστική ιδεολογία. Ο τρόπος οργάνωσης τους (ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός) είναι διαφορετικός από τον τρόπο οργάνωσης των αστικών κομμάτων και ακόμα των σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων. Ο στόχος τους δεν είναι να περιορίζουν την πρακτική τους στον κοινοβουλευτικό αγώνα, αλλά να επεκτείνουν τον ταξικό αγώνα σε ολόκληρη των εργατική τάξη, από την οικονομία στην πολιτική και την ιδεολογία, και αυτό με μορφές δράσης που προσιδιάζουν στην εργατική τάξη και οι οποίες βεβαίως δεν έχουν τίποτα κοινό με την κατάθεση στην κάλπη ενός ψηφοδελτίου κάθε πέντε χρόνια. Το να φέρει τον προλεταριακό ταξικό αγώνα σε όλους τους χώρους και να τον επεκτείνει πολύ πέρα από το κοινοβούλιο - αυτό είναι το καθήκον ενός κομμουνιστικού κόμματος. Το ιδιαίτερο καθήκον του δεν είναι να «συμμετάσχει» στην κυβέρνηση, αλλά να μετασχηματίσει και να συντρίψει την αστική κρατική εξουσία.
Πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα αυτό το σημείο, γιατί τα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα ορίζουν σήμερα τον εαυτό τους ως «κόμματα διακυβέρνησης». Ακόμα και όταν ευκαιριακά συμμετέχει σε μια κυβέρνηση (και μπορεί να είναι σωστό να κάνει κάτι τέτοιο κάτω από συγκεκριμένες δεδομένες συνθήκες), δεν μπορεί ένα κομμουνιστικό κόμμα, υπό κανενός είδους συνθήκες να οριστεί ως «κόμμα διακυβέρνησης» - αδιάφορο αν πρόκειται για μια κυβέρνηση υπό την κυριαρχία της αστικής τάξης, ή για μια κυβέρνηση υπό την κυριαρχία της εργατικής τάξης («δικτατορία του προλεταριάτου»).
Το σημείο αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας. Διότι ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν μπορεί ποτέ να μπει στην κυβέρνηση ενός αστικού κράτους (ακόμα κι αν πρόκειται για μια «αριστερή» κυβέρνηση λαϊκής ενότητας, η οποία είναι αποφασισμένη να προωθήσει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις) για να «διαχειριστεί» τις υποθέσεις τον αστικού κράτους. Μπαίνει στην κυβέρνηση, μόνο για να δυναμώσει τον ταξικό αγώνα και να προετοιμάσει την ανατροπή του αστικού κράτους. Όμως, δεν μπορεί επίσης να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου με την υπόθεση ότι το πραγματικό καθήκον του είναι να «διαχειριστεί» τις υποθέσεις αυτού του κράτους, αν και πρέπει να προετοιμάσει το μαρασμό και το τέλος του. Γιατί αν το κόμμα αφιερώσει τις δυνάμεις του σ' αυτή τη «διαχείριση», δηλαδή αν συγχωνευτεί πρακτικά με το κράτος - όπως συμβαίνει στις χώρες της Ανατολικής Ευρα>πης - δεν θα μπορέσει να συνεισφέρει στη συντριβή του κράτους. Ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν μπορεί λοιπόν να λειτουργεί σε καμιά περίπτωση ως «κόμμα διακυβέρνησης», διότι το να είναι «κόμμα διακυβέρνησης» σημαίνει να είναι ένα κρατικό κόμμα. Το οποίο σημαίνει είτε ότι υπηρετεί το αστικό κράτος, είτε πάλι ότι διαιωνίζει το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ αυτό που πρέπει να γίνει είναι να συμβάλει στη συντριβή του.
Βλέπουμε, ότι κι όταν αξιώνει τη σταθερή του παρουσία στον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, για να μπορέσει να κάνει να ακουστεί η ηχώ της ταξικής πάλης ακόμα και στο κοινοβούλιο και κυρίως όταν «συμμετέχει» στην κυβέρνηση, επειδή είναι ευνοϊκές οι συνθήκες για να προωθηθεί η ανάπτυξη το« ταξικού αγώνα, ένα επαναστατικό κόμμα δεν ορίζεται εντούτοις ούτε από τη θέση του στο εκλεγμένο κοινοβούλιο, ούτε από την ιδεολογία που υλοποιείται στον αστικό πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους. Στην πραγματικότητα ένα κομμουνιστικό κόμμα έχει μια εντελώς διαφορετική «πολιτική πρακτική» απ' ότι τα αστικά κόμματα.
Ένα αστικό κόμμα έχει στη διάθεση του τις πηγές και την υποστήριξη της υπάρχουσας αστικής τάξης, την οικονομική της κυριαρχία, την εκμετάλλευση που αυτή ασκεί, τον κρατικό της μηχανισμό, τους ιδεολογικούς κρατικούς της μηχανισμούς κλπ. Για να μπορέσει να υπάρξει δεν χρειάζεται καταρχήν να συμπυκνώσει τις λαϊκές μάζες, τις οποίες θέλει να κερδίσει υπέρ των ιδεών του: είναι πάνω από όλα το ίδιο το κοινωνικό καθεστώς της μπουρζουαζίας που αναλαμβάνει αυτή την εργασία της πειθούς, της προπαγάνδας και της διαφήμισης και το οποίο εξασφαλίζει στα αστικά κόμματα τη μαζική τους βάση. Το πολιτικό και ιδεολογικό άρπαγμα από τη σκοπιά της αστικής τάξης είναι τόσο ασφαλές και από πολύ καιρό εξασφαλισμένο, ώστε «κανονικά» τα εκλογικά αποτελέσματα προκύπτουν ακριβώς αυτόματα - στα πλαίσια των παραλλαγών που έχουν τα κόμματα των διαφορετικών μερίδων της αστικής τάξης. Κατά κανόνα αρκεί στα αστικά κόμματα να οργανώσουν καλά τον εκλογικό αγώνα, με το να κινητοποιηθούν βραχυπρόθεσμα και αποτελεσματικά για να θερίσουν τους καρπούς της κυριαρχίας εκείνης η οποία παρίσταται ως επιλογή με βάση την πειθώ. Γι αυτό ένα αστικό κόμμα δεν χρειάζεται επίσης μια επιστημονική θεωρία ή έστω ένα σταθερό δόγμα για να επιζήσει. Για να αποκτήσει οπαδούς, που θα είναι ήδη προκαταβολικά πεισμένοι - από συμφέρον ή από φόβο - του αρκεί να έχει μερικές ιδέες, τις οποίες αντλεί από τα θεμέλια της αστικής ιδεολογίας.
Ένα εργατικό κόμμα δεν μπορεί σε αντιπαράθεση με αυτά να προσφέρει τίποτα στους οπαδούς του. Ούτε αργομισθίες ούτε υλικές απολαβές, με τις οποίες στην κυριολεξία αγοράζουν τα αστικά κόμματα την πελατεία τους, οσάκις αυτή μοιάζει να έχει αμφιβολίες. Το εργατικό κόμμα υπάρχει ως αυτό που είναι: μια οργάνωση του προλεταριακού ταξικού αγώνα που η μόνη της δύναμη είναι το ταξικό ένστικτο των εκμεταλλευομένων, μια επιστημονική θεωρία και η αυτοβουλία των μελών της, που στρατεύονται στη βάση της αναγνώρισης των καταστατικών αρχών του κόμματος. Οργανώνει τα μέλη του για να διεξαγάγει τον ταξικό αγώνα σ' όλες τις μορφές του: στο οικονομικό επίπεδο (σε σύνδεση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις), στο πολιτικό και το ιδεολογικό επίπεδο. Ορίζει τη γραμμή του και τις πρακτικές του όχι απλώς στη βάση των εξεγέρσεων των εκμεταλλευομένων έργα των, αλλά στη βάση των συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στις τάξεις, τους οποίους αναλύει «συγκεκριμένα», με τη βοήθεια των αρχών της επιστημονικής του θεωρίας, που εμπλουτίζεται από τη συνολική πείρα της πάλης των τάξεων. Λαμβάνει λοιπόν από κάθε άποψη υπόψη τις μορφές και τη δύναμη του ταξικού αγώνα της άρχουσας τάξης, όχι μόνο σε εθνική κλίμακα, αλλά επίσης και σε παγκόσμια κλίμακα. Με βάση αυτή τη «γραμμή» μπορεί να θεωρήσει χρήσιμο και «σωστό» σε μια συγκεκριμένη στιγμή να συμμετάσχει σε μια αριστερή κυβέρνηση, για να προωθήσει το δικό του ταξικό αγώνα και το δικό του στόχο. Σε κάθε περίπτωση πάντως υποτάσσει τα άμεσα συμφέροντα του κινήματος στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Υποτάσσει την τακτική του στη στρατηγική του κομμουνισμού, δηλαδή στη στρατηγική της αταξικής κοινωνίας. Αυτές τουλάχιστον είναι οι «αρχές».
Υπό αυτές τις συνθήκες έχουν δίκιο οι κομμουνιστές να ονομάζουν το κόμμα τους «κόμμα νέου τύπου», το οποίο διαφοροποιείται πλήρως από τα αστικά κόμματα, και να θεωρούν τους εαυτούς τους «αγωνιστές νέου τύπου», που διαφοροποιούνται πλήρως από τους αστούς πολιτικούς. Η πολιτική τους πρακτική - ανεξάρτητα από το αν είναι παράνομη ή νόμιμη, κοινοβουλευτική ή «εξωκοινοβουλευτική» - δεν έχει τίποτε το κοινό με την αστική πολιτική πρακτική.
Θα μπορούσε τώρα να πει βέβαια κανείς, ότι το κομμουνιστικό κόμμα - όπως όλα τα κόμματα - συγκροτείται στη βάση μιας ιδεολογίας, η οποία άλλωστε χαρακτηρίζεται ως προλεταριακή ιδεολογία. Πράγματι. Και στην περίπτωση του κομμουνιστικού κόμματος η ιδεολογία παίζει το ρόλο του «τσιμέντου» (Γκράμσι) μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, της οποίας ομογενοποιεί τις ιδέες και τις πρακτικές. Και στην περίπτωση αυτή η ιδεολογία «εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα», για την ακρίβεια ως υποκείμενα αγωνιστές: αρκεί να έχει κανείς έστω και λίγες συγκεκριμένες εμπειρίες μέσα σε ένα κομμουνιστικό κόμμα για να μπορεί να αναγνωρίσει αυτό το μηχανισμό και αυτή τη δυναμική, που κατά βάση σφραγίζει τη μοίρα του ατόμου εξίσου με οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία, αν λάβουμε υπόψη μας το «παιχνίδι» και τις αντιφάσεις ανάμεσα στις διαφορετικές ιδεολογίες.
Όμως αυτό που χαρακτηρίζουμε ως προλεταριακή ιδεολογία δεν είναι η «αυθόρμητη» ιδεολογία του προλεταριάτου, με την έννοια ότι τα προλεταριακά «στοιχεία» (Λένιν) ενώνονται με αστικά στοιχεία και συχνά υπάγονται σε αυτά. Διότι για να υπάρξει ως τάξη που έχει συνείδηση της ενότητας της και που είναι ενεργή στα πλαίσια της οργάνωσης μάχης που διαθέτει, το προλεταριάτο δεν χρειάζεται μόνο πείρα (την πείρα του ταξικού αγώνα τον οποίο διεξάγει πάνω από εκατό χρόνια), αλλά και αντικειμενικές γνώσεις, οι οποίες του παρέχονται από τη μαρξιστική θεωρία. Στο διπλό θεμέλιο αυτής της πείρας, η οποία φωτίζεται από τη μαρξιστική θεωρία συγκροτείται η προλεταριακή ιδεολογία ως μια ιδεολογία μαζών, που είναι σε θέση να ενοποιήσει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης στα πλαίσια των δικών της οργανώσεων της πάλης της τάξεων. Πρόκειται λοιπόν για μια πολύ ιδιαίτερη ιδεολογία: πρόκειται πράγματι για μια ιδεολογία, γιατί στο επίπεδο των μαζών λειτουργεί όπως κάθε άλλη ιδεολογία (με το να εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα), αλλά διαπερνάται ταυτόχρονα από ιστορικές εμπειρίες, οι οποίες φωτίζονται από τις επιστημονικές αρχές της ανάλυσης. Παρουσιάζεται έτσι ως μια μορφή της συγχώνευσης του εργατικού κινήματος με τη μαρξιστική θεωρία, μια συγχώνευση η οποία επιτυγχάνεται όχι χωρίς εντάσεις ή αντιφάσεις. Εντάσεις και αντιφάσεις γιατί ανάμεσα στην προλεταριακή ιδεολογία, όπως αυτή υφίσταται σε μια συγκεκριμένη στιγμή και στο κόμμα στο οποίο αυτή πραγματοποιείται μπορεί να υπάρξει μια μορφή ενότητας η οποία να είναι για την ίδια τη μαρξιστική θεωρία ασαφής, παρότι κι αυτή η ίδια περιλαμβάνεται σ' αυτή την ενότητα. Η μαρξιστική θεωρία θα χρησιμοποιείται τότε απλώς ως ένας λόγος εξουσίας, δηλαδή ως ένα χαρακτηριστικό αναγνώρισης ή ως δόγμα και στην οριακή περίπτωση μπορεί ακόμα πολύ απλά να εξαφανιστεί παρότι βέβαια θα διακηρύσσεται ότι αποτελεί τη θεωρία του κόμματος - δίνοντας τη θέση της σε μια πραγματιστική και σεχταριστική ιδεολογία, η οποία υπηρετεί πλέον μόνο τα κομματικά και κρατικά συμφέροντα. Δεν χρειάζεται καμιά μακροσκελής ανάπτυξη για να αναγνωρίσουμε εδώ τη σημερινή κατάσταση των κομμάτων που διαμορφώθηκαν στη σταλινική περίοδο και από αυτό να συμπεράνουμε ότι και η «προλεταριακή ιδεολογία» είναι επίσης το επίδικο αντικείμενο ενός ταξικού αγώνα ο οποίος πλήττει το προλεταριάτο ως προς τις αρχές του της ενότητας και της δράσης, οσάκις η κυρίαρχη αστική ιδεολογία και η αστική πολιτική πρακτική διεισδύουν στις οργανώσεις του προλεταριακού ταξικού αγώνα.
Μια ιδεολογία: ασφαλώς. Όμως η προλεταριακή ιδεολογία δεν είναι μια τυχούσα ιδεολογία. Κάθε τάξη αναγνωρίζεται πράγματι σε μια ιδιαίτερη και κατά κανένα τρόπο αυθαίρετη ιδεολογία, δηλ. εκείνη, η οποία διαπλέκεται με τη στρατηγική της παρέμβαση και είναι ικανή να ενοποιήσει και να οργανώσει τον ταξικό της αγώνα. Ξέρουμε ότι, για λόγους που θα έπρεπε να αναλυθούν, η φεουδαλική τάξη αναγνωρίστηκε κατ' αυτό τον τρόπο στη θρησκευτική ιδεολογία του Χριστιανισμού και ότι με τον ίδιο τρόπο η αστική τάξη αναγνωρίστηκε στη νομική ιδεολογία - τουλάχιστον στην εποχή της κλασικής της κυριαρχίας και πριν από τις νεότερες εξελίξεις του ιμπεριαλισμού. Η εργατική τάξη αναγνωρίζεται από τη μεριά της - ακόμα κι αν είναι εντελώς δεκτική για στοιχεία της θρησκευτικής, ηθικής και νομικής ιδεολογίας - πάνω από όλα σε μια ιδεολογία πολιτικού χαρακτήρα: Όχι στην αστική πολιτική ιδεολογία (της ταξικής κυριαρχίας), αλλά στην προλεταριακή πολιτική ιδεολογία της ταξικής πάλης για την κατάργηση των τάξεων και την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Ακριβώς αυτή η ιδεολογία, η οποία πήρε στην αρχή αυθόρμητες μορφές (ο ουτοπικός σοσιαλισμός) για να αναπτυχθεί αργότερα παραπέρα μέσα από τη συγχώνευση του εργατικού κινήματος και της μαρξιστικής θεωρίας, αποτελεί τον «πυρήνα» της προλεταριακής ιδεολογίας.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια ιδεολογία δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός μαθήματος, το οποίο έδωσαν στην εργατική τάξη μεμονωμένοι «διανοούμενοι» (ο Μαρξ και ο Ένγκελς), η οποία και αποδέχθηκε αυτή την ιδεολογία, γιατί αναγνώρισε σ' αυτή τον εαυτό της: Τότε θα έπρεπε ακριβώς να εξηγήσει κανείς πώς αστοί διανοούμενοι κατάφεραν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο θαύμα: μια αυθεντική θεωρία για το προλεταριάτο. Αυτή δεν έχει επίσης «εισαχθεί» απ' έξω στο εργατικό κίνημα - όπως πίστευε ο Κάουτσκυ - γιατί ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν θα είχαν μπορέσει να αναπτύξουν τη θεωρία τους αν δεν την είχαν θεμελιώσει σε θεωρητικές ταξικές θέσεις, οι οποίες ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της οργανικής ένταξης τους στο εργατικό κίνημα της εποχής τους. Βέβαια η μαρξιστική θεωρία συγκροτήθηκε στην πραγματικότητα από διανοούμενους που διέθεταν μια τεράστια γνώση. Συγκροτήθηκε όμως μέσα στο εργατικό κίνημα και από το εσωτερικό του προς τα έξω. Ο Μακιαβέλι έλεγε ότι «για να καταλάβει κανείς τον ευγενή • πρέπει να ανήκει στο λαό». Ένας διανοούμενος ο οποίος δεν έχει γεννηθεί μέσα στο λαό πρέπει να ενταχθεί στο λαό για να καταλάβει τους ευγενείς κι αυτό μπορεί να το κάνει με το να συμμετάσχει στους αγώνες αυτού του λαού. Αυτό έκανε και ο Μαρξ: έγινε οργανικός διανοούμενος του προλεταριάτου (Γκράμσι) αγωνιζόμενος μέσα στις προλεταριακές οργανώσεις. Μόνο με βάση τις πολιτικές και θεωρητικές θέσεις του προλεταριάτου μπόρεσε να «συλλάβει» το Κεφάλαιο. Το λάθος ερώτημα σχετικά με την εισαγωγή από τα έξω της μαρξιστικής θεωρίας μετατρέπεται έτσι στο ερώτημα σχετικά με τη διάδοση μέσα στο εργατικό κίνημα μιας θεωρίας η οποία συγκροτήθηκε στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, Βέβαια αυτή η «διάδοση» είναι το αποτέλεσμα ενός ταξικού αγώνα πολύ μακράς διάρκειας, με πολλά επεισόδια - και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, παρά τις δραματικές διασπάσεις που προέκυψαν από τον ταξικό αγώνα του ιμπεριαλισμού.
Συνοψίζοντας το ουσιώδες αυτής της ανάλυσης σχετικά με το χαρακτήρα του επαναστατικού κόμματος μπορούμε να επαναφέρουμε τη θέση σχετικά με την προτεραιότητα της πάλης των τάξεων ως προς τον κρατικό μηχανισμό και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Τυπικά μπορεί ένα κόμμα όπως το κομμουνιστικό να εμφανίζεται ως ένα κόμμα όπως τα άλλα, εφόσον έχει το δικαίωμα να εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο μέσω των εκλογών. Τυπικά μπορεί να δημιουργεί την εντύπωση ότι τηρεί τους «κανόνες του παιχνιδιού» του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους όταν εμφανίζεται στο κοινοβούλιο ή ακόμα «συμμετέχει» σε μια κυβέρνηση λαϊκής ενότητας. Τυπικά μπορεί μάλιστα να δίνει την εντύπωση ότι επικυρώνει αυτούς τους «κανόνες του παιχνιδιού» και συνεπώς το συνολικό ιδεολογικό σύστημα που πραγματοποιείται δια μέσου τους: δηλαδή το αστικό ιδεολογικό σύστημα. Και η ιστορία του εργατικού κινήματος προσφέρει αρκετά παραδείγματα για το γεγονός ότι ένα επαναστατικό κόμμα με το να «συμμετέχει στο παιχνίδι» στην πραγματικότητα έχει «χάσει το παιχνίδι», έχοντας εγκαταλείψει υπό την πίεση της άρχουσας αστικής ιδεολογίας τον ταξικό αγώνα, προς όφελος της ταξικής συνεργασίας. Το «τυπικό» μπορεί κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης να γίνει «πραγματικό».
Αυτός ο πάντοτε επίκαιρος κίνδυνος μας φέρνει στο μυαλό τις συνθήκες με τις οποίες συνδέεται η συγκρότηση του εργατικού κινήματος: την κυριαρχία του αστικού ταξικού αγώνα πάνω στον προλεταριακό ταξικό αγώνα. Έχουμε μια λάθος αντίληψη για την ταξική πάλη αν νομίζουμε ότι αυτή αποτελεί απλώς το αποτέλεσμα των εξεγέρσεων της εργατικής τάξης ενάντια στην κοινωνική αδικία, την ανισότητα ή ακόμα την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Για να το πούμε σύντομα, σφάλουμε αν νομίζουμε ότι ο ταξικός αγώνας ανάγεται στον προλεταριακό ταξικό αγώνα υπό τις δοσμένες συνθήκες εκμετάλλευσης και ακολούθως στην απάντηση της αστικής τάξης σ' αυτό τον αγώνα. Αυτό θα σήμαινε ότι ξεχνάμε πως οι συνθήκες εκμετάλλευσης έχουν την προτεραιότητα και ότι η διαδικασία συγκρότησης των συνθηκών εκμετάλλευσης του προλεταριάτου αποτελεί τη θεμελιώδη μορφή του αστικού ταξικού αγώνα. Ότι δηλαδή η εκμετάλλευση είναι ήδη ταξικός αγώνας και ότι ο αστικός ταξικός αγώνας έχει την προτεραιότητα. Ολόκληρη η ιστορία της πρωταρχικής συσσώρευσης μπορεί να θεωρηθεί ως παράγωγο της εργατικής τάξης δια μέσου της αστικής τάξης - μέσα σε ένα ταξικό αγώνα, ο οποίος γεννά τις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης.
Αν αυτή η θέση είναι σωστή, τότε μπορούμε να δούμε καθαρά και με σαφήνεια γιατί ο αστικός ταξικός αγώνας κυριαρχεί εξ αρχής πάνω στον προλεταριακό ταξικό αγώνα και γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος στον προλεταριακό ταξικό αγώνα για να μορφοποιηθεί και να βρει τις ιδιαίτερες μορφές ύπαρξης του, γιατί ο ταξικός αγώνας είναι θεμελιακά άνισος, γιατί δεν προωθείται μέσα από τις ίδιες πρακτικές από την αστική τάξη και το προλεταριάτο και γιατί η αστική τάξη προωθεί στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους μορφές, που έχουν ως καθήκον να προλαμβάνουν τις επαναστατικές ενέργειες της εργατικής τάξης και να την υποτάσσουν.
Το μεγάλο στρατηγικό αίτημα της εργατικής τάξης για αυτονομία φέρνει αυτό τον όρο στην επιφάνεια. Υποταγμένη στην κυριαρχία του αστικού κράτους και στην εκφοβιστική λειτουργία και την «προφάνεια» της κυρίαρχης ιδεολογίας, η εργατική τάξη μπορεί να διεκδικήσει την αυτονομία της μόνο αν απελευθερωθεί από την κυρίαρχη ιδεολογία, αν διαχωριστεί από αυτήν, προωθώντας μορφές οργάνωσης και δράσης οι οποίες υλοποιούν τη δική της ιδεολογία - την προλεταριακή ιδεολογία. Η ιδιαιτερότητα αυτής της τομής, αυτής της ριζικής απομάκρυνσης είναι ότι μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μέσα σε ένα μακροχρόνιο αγώνα, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει υπόψη του τις μορφές της αστικής κυριαρχίας και να μάχεται την αστική τάξη στο εσωτερικό των δικών της μορφών κυριαρχίας, χωρίς να «χάνεται» ποτέ μέσα σε αυτές τις μορφές, οι οποίες δεν είναι απλές ουδέτερες «μορφές» αλλά μηχανισμοί, οι οποίοι εξασφαλίζουν την ύπαρξη της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Όπως έγραφα και στο υστερόγραφο μου του 1970: «Γιατί αν είναι αλήθεια πως οι ΙΜΚ αντιπροσωπεύουν τη μορφή με την οποία πρέπει αναγκαστικά να πραγματωθεί η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης και τη μορφή με την οποία η ιδεολογία των υποτελών τάξεων πρέπει αναγκαστικά να αναμετρηθεί και να συγκρουστεί, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι οι ιδεολογίες δε "γεννιούνται" μέσα στους ΙΜΚ, αλλά από τις κοινωνικές τάξεις, που βρίσκονται σε διαρκή ταξικό ανταγωνισμό: από τις συνθήκες ύπαρξης τους, από τις πρακτικές τους, από την αγωνιστική τους πείρα κλπ.».
Οι συνθήκες ύπαρξης, οι (παραγωγικές και πολιτικές) πρακτικές και οι μορφές του προλεταριακού ταξικού αγώνα δεν έχουν τίποτα το κοινό με τις συνθήκες ύπαρξης, τις (οικονομικές και πολιτικές) πρακτικές και τις μορφές του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού ταξικού αγώνα. Από αυτές προκύπτουν ανταγωνιστικές ιδεολογίες, οι οποίες ακριβώς όπως και οι ταξικοί αγώνες (της αστικής τάξης και του προλεταριάτου) είναι άνισες. Αυτό σημαίνει ότι η προλεταριακή ιδεολογία δεν είναι το ακριβώς αντίθετο, η αντιστροφή, το αναποδογύρισμα της αστικής ιδεολογίας - αλλά μια εντελώς διαφορετική ιδεολογία, με εντελώς διαφορετικές «αξίες»: «κριτική και επαναστατική». Και επειδή είναι φορέας αυτών των αξιών - παραλές τις μεταπτώσεις της ιστορίας της, οι οποίες πραγματώνονται ακριβώς στις οργανώσεις και τις πρακτικές του εργατικού αγώνα, η προλεταριακή ιδεολογία εμπεριέχει προκαταβολικά κάτι από αυτό που θα είναι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους της σοσιαλιστικής μετάβασης και εμπεριέχει επίσης προκαταβολικά κάτι από την κατάργηση του κράτους και την κατάργηση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους στον κομμουνισμό.
Δεκέμβριος 1976
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1977 στα γερμανικά, στη δεύτερη γερμανική έκδοση του βιβλίου του Λουί Αλτουσέρ «Θέσεις». Το χειρόγραφο, που έφερε τον τίτλο «Noie sur les Appareils idéologiques d'Elat (AIE)» παραχώρησε ο ίδιος ο συγγραφέας στο μεταφραστή των κειμένων του στη γερμανική γλώσσα Peter Schöttler. H ελληνική μετάφραση έγινε από το γερμανικό κείμενο, που φέρει τον τίτλο: «Anmerkung über die ideologischen Staatsapparate (ISA)» (σ.τ.μ.).
1. Αναφέρεται στο κείμενο, «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», που περιέχεται στο Λ. Αλτουσέρ, «θέσεις», Αθήνα 1977.
* Σχετικά μ' αυτή την έκφραση σύγκρινε Michel Foucault: Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. (Surveiller et punir). (Σ.τ. γερμ. μετ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου