- ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
- (Διάλεξη που δόθηκε στην Αθήνα τον Απρίλη του 1978)
- Η Διάλεξη αυτή Δόθηκε: στο Πολυτεχνείο, από τον ΚΛΙΦ ΣΛΟΤΕΡ –μέλος τότε της ηγεσίας του Ε.Ε.Κ. Μεγάλης Βρετανίας και κορυφαίο στέλεχος της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς.
- «Η διαλεχτική δεν είναι ένα σχήμα ή μια λίστα από κανόνες. Αυτό που παρουσιάζω εδώ είναι μια προσπάθεια να αφαιρέσουμε από την εμπειρία του επαναστατικού κινήματος την ανάγκη για το διαλεχτικό υλισμό. Ο Λένιν επέμενε ότι ο μαρξισμός δεν είναι απλά μια αφηρημένη θεωρία αλλά ένας οδηγός στη δράση. Αυτό φυσικά δε σήμαινε ότι υπότιμούσε το ρολο της θεωρίας. Όλοι ξέρουμε την περίφημη παρατήρησή του: «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα». Στις ομιλίες του για τη φύση του μαρξιστικού κόμματος, για τη φύση του επαναστατικού κόμματος, ο Λένιν επέμενε ότι εκείνο που διακρίνει ένα τέτιο κόμμα είναι ακριβώς το ότι βασίζεται στην επιστημονική θεωρία. Αυτό, φυσικά, έρχεται σε πολύ οξεία αντίθεση και είναι εντελώς αδύνατο να έχει οποιαδήποτε σχέση με τις προτεινόμενες, λόγου χάρη, αλλαγές στο καταστατικό του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Προτείνουν να πάψει ο μαρξισμός να αποτελεί την αναγκαία θεωρητική βάση του κόμματος. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα ρεβιζιονιστικά ρεύματα που σπάσανε από τον Τροτσκισμό, πρώτα κάτω από την ηγεσία του Πάμπλο και ύστερα κάτω από την ηγεσία του Μαντέλ, έχουν ουσιαστικά την ίδια αντιμετώπιση. Ο Τζορτζ Νόβακ, που είναι ο θεωρητικός εκφραστής αυτής της τάσης στις Ενωμένες Πολιτείες, απαντώντας σ’ ένα από τα ντοκουμέντα της Διεθνούς Επιτροπής, είπε ότι αυτό που ενώνει το επαναστατικό κόμμα είναι το πρόγραμμά του, ότι ο διαλεχτικός υλισμός είναι ένα προαιρετικό ζήτημα, και ότι σ’ αυτή τη βάση μπορεί να υπάρξει ένα μαρξιστικό, ένα επαναστατικό κόμμα».
- ΚΛΙΦ
ΣΛΟΤΕΡ
Την πραγματική οργανωτική μορφή του μπολσεβίκικου κόμματος και του επαναστατικού κόμματος σήμερα, εννοώ τη μορφή που αποκαλούμε δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, την συνέλαβε ο Λένιν μ’ έναν πολύ βασικό θεωρητικό τρόπο. Στη βάση αυτής της αντίληψης, ο συγκεντρωτισμός δεν είναι απλά ένα ζήτημα κύρους των ηγετικών επιτροπών σ’ ένα οργανωτικό επίπεδο. Για τον Λένιν, σκοπός του συγκεντρωτισμού είναι το να σε κάνει ικανό να υποτάσσεις όλη την πράξη και όλη την πείρα των μερών του κόμματος σε ανάλυση και σύνθεση. Για να το κατορθώσεις αυτό, πρέπει να θέτεις αυτή την εμπειρία κι’ αύτη την πράξη πάνω στην ουσιαστική αφηρημένη γνώση, την επιστημονική και επαναστατική, που έχει εξαχθεί από τους περασμένους αγώνες. Και μόνο στη βάση αυτής της δουλιάς μπορεί να προκύψει μια νέα βάση για την πράξη, μόνο μ’ αυτό τον τροπο μπορεί η ηγεσία να παλέψει να εξασφαλίσει ότι η πράξη των διαφόρων τομέων και τμημάτων του κόμματος δεν είναι απλά μια πραγματιστική ανταπόκριση σ’ ό,τι αντιμετωπίζουν κάθε μέρα, αλλά προχωρεί στη βάση των συνολικών εξελίξεων τις οποίες η τάξη αντιμετωπίζει. Ο Λένιν στα «Φιλοσοφικά Τετράδιά» του λέει ότι ο σκοπός πρέπει να είναι η ενότητα της γνώσης και της πράξης. Δεν εννοεί γνώση για τη γνώση, ούτε μια πράξη που προχωρεί τυφλά χωρίς θεωρία, αλλά ακριβώς την ενότητα της θεωρίας με την πράξη. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι το χέρι αυτής της ενότητας. Η ίδια η φιλοσοφική ανάπτυξη του Μαρξ εγκαθίδρυσε τη βάση γι’ αυτή την ενότητα της γνώσης και της πράξης. Σ’ ένα από τα πιο πρώτα έργα του που ονομάζεται «Η Αγία Οικογένεια» (δεν αφορά τη Μαρία και τον Ιωσηφ αλλά μια ομάδα γερμανών ιδεαλιστών) έγραψε ότι το ζητημα δεν είναι τί νομίζει αυτός ή εκείνος ο προλετάριος ή ένα μέλος της εργατικής τάξης αλλά τί πρέπει να κάνει η εργατική τάξη σαν τάξη. Μ’ άλλα λόγια η θεωρία και η πράξη του επαναστατικού κόμματος πρέπει να εγκαθιδρύει αυτή την αναγκαιότητα. Πρέπει να εγκαθιδρύουμε την ενότητα της γνώσης και της πράξης στο τί πρέπει να γίνει. Δεν είναι μονάχα ένα ζήτημα του τί το κόμμα πρέπει να κάνει, αλλά του τί πρέπει να κάνει η τάξη, μια ιστορική αναγκαιότητα. Ο καπιταλισμός δεν ανατρέπεται με την ιδέα της επανάστασης. Από την άλλη, δεν ανατρέπεται μονάχα με το επαναστατικό Κόμμα. Ο καπιταλισμος ανατρέπεται με την επαναστατική δύναμη μιας τάξης κάτω από την ηγεσία του κόμματος.
Η εγκαθίδρυση της αναγκαιότητας του τί πρέπει να κάνει το προλεταριάτο σημαίνει κατανόηση των νόμων της πράξης. Είναι μεγάλο λάθος να υποθέτει κανείς ότι αυτό έγινε μια για πάντα από τον Κάρλ Μαρξ το 1844. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ ύστερα από την ανακάλυψη του αυτή είχε ακόμα πολύ δουλιά να κάνει. Και μονάχα ύστερα από άλλα είκοσι χρόνια δουλιάς ο ίδιος ο Μαρξ εγκαθίδρυσε σε μια επιστημονική βάση αυτό που ονόμαζε νόμους της κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι ανάγκη να μιλήσουμε με πιο αφηρημένους όρους απ’ ό,τι στην πρώτη απ’ αυτές τις διαλέξεις. Τότε προσπαθούσαμε να συλλάβουμε την κατάσταση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που μας περιτριγυρίζει, την κατάσταση μέσα στην οποία δουλεύουμε. Η επιστημονική θεωρία, η επιστημονική πράξη προχωρεί από τη σύλληψη στην αφαίρεση και στη συνέχεια επιστρέφει στην πράξη σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να συζητήσουμε τα αφηρημένα αυτά ζητήματα που μας οδηγούν σε μια πιο συγκεκριμένη κατανόηση της μεθόδου μας και της πράξης μας. Είναι πολύ της μόδας ανάμεσα σ’ ορισμένους ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται μαρξιστές να λένε ότι οι μαρξιστές δεν ενδιαφέρονται για τη φιλοσοφία. Επιμένουν ότι η φιλοσοφία τέλειωσε με το Μαρξ γύρω στα 1845, και ότι ύστερα απ’ αυτό υπάρχει μονάχα επιστήμη. Λοιπόν, ανάμεσα στα 1842 και 1845 ο Μαρξ και ο Έγκελς ασχολήθηκαν με την κριτική της πιο προχωρημένης φιλοσοφίας εκείνης της εποχής. Η φιλοσοφία αυτή, η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ συγκέντρωνε τις πιο προχωρημένες μορφές σκέψης στην αστική κοινωνία. Ο Μαρξ ενδιαφερόταν να αρνηθεί την ιδεαλιστική αυτή φιλοσοφία αλλά ταυτόχρονα να μεταφέρει σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο αυτό που ονόμαζε επιστημονικό πυρήνα, λογικό πυρήνα αυτής της φιλοσοφίας. Η γερμανική λέξη «aufheben» σημαίνει να πηγαίνεις πέρα απ’ αυτή τη φιλοσοφία και ταυτόχρονα να την αρνείσαι, να την ενσωματώνεις και να την ξεπερνάς. Μέσα στα όρια που επέβαλε στη φιλοσοφία η αστική ιδεολογία υπήρχε μια γνώση αντικειμενικής αλήθειας στην οποία η μπουρζουαζία είχε οδηγηθεί στη βιομηχανία της και την επιστήμη, κι αυτό, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Έγκελς, έπρεπε να περισωθεί από το ιδεαλιστικό σύνολο μέσα στο οποίο ο Χέγκελ το είχε τοποθετήσει. Ο Μαρξ και ο Έγκελς επέμεναν ότι από κει και πέρα αυτό που είταν αναγκαίο είταν μια θεωρία των νόμων της κίνησης της κοινωνίας, η κατανόηση της κοινωνίας σαν το υψηλότερο επίπεδο της ανάπτυξης της ύλης με τους δικούς της νόμους· και ότι αυτή η επιστήμη πρέπει να δένεται συνειδητά και σφιχτά με τους αντικειμενικούς αγώνες του προλεταριάτου. Δεν μπορούσε να είναι απλώς μια θεώρηση, γιατί το χαραχτηριστικό στο επίπεδο αυτό ανάπτυξης της ύλης, δηλ. την ανθρώπινη κοινωνία, είταν ακριβώς ότι δεν αναπτυσσόταν με θεώρηση αλλά με ένα συγκεκριμένο είδος πράξης. Και μονάχα μια θεωρία που προχωρούσε μέσα απ’ αυτή την πράξη μπορούσε να κατανοήσει την κοινωνία.
Το προλεταριάτο, στην καπιταλιστική κοινωνία παλεύει κάτω από το βάρος της αστικής ιδεολογίας. Στην πάλι για την απελευθέρωσή της η εργατική τάξη πρέπει να απελευθερωθεί από την καταπίεση της αστικής ιδεολογίας καθώς και από την κυριαρχία της ιδιοχτησίας και του καπιταλιστικού κράτους. Δεν υπάρχει τρίτη ιδεολογία ανάμεσα στην αστική ιδεολογία και τη σοσιαλιστική συνείδηση ή το μαρξισμό.
Είδαμε ότι ο Μαρξ πήρε και αρνήθηκε και προχώρησε τις υψηλότερες καταχτήσεις της επιστήμης στην αστική κοινωνία, στη φιλοσοφία, στην πολιτική και την οικονομία, στην ιστορία και την πολιτική. Στη δική μας εποχή, δεν μπορείς να οπλιστείς ενάντια στις μορφές αυτής της αστικής ιδεολογίας χωρίς να επεξεργάζεσαι συνέχεια και συνειδητά την πάλη για φιλοσοφία που διεξήγε ο Μαρξ. Αυτό έκανε ο Λένιν στα τρία ζωτικά σημεία της ίδιας του της πολιτικής δουλιάς. Στά 1890 όταν ιδρύθηκε το μαρξιστικό κίνημα ενάντια στους Ναρόντνικους ο Λένιν έκανε μια εξονυχιστική μελέτη και παρουσίαση του ρόλου του ιστορικού υλισμού. Στα 1908, στα χρονια της αντίδρασης, αφιέρωσε ένα ολόκληρο έργο του, τον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό», ενάντια σ’ όλους εκείνους που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις καταχτήσεις της νέας φυσικής και των μαθηματικών για να αναβιώσουν τον ιδεαλισμό με μια νέα μορφη.
Αυτό σήμαινε να ασχοληθεί με φιλοσοφικά ζητήματα που είταν απόλυτα απομακρυσμένα από τις καθημερινές εμπειρίες των εργατών στη Ρωσία ή πραγματικά σε κάθε χώρα. Αλλά δεν είταν δυνατό να εξοπλιστεί το προλεταριάτο και η πρωτοπορία του χωρίς μια πάλη στο υψηλότερο αυτό επίπεδο της ανάπτυξης της ιδεολογίας. Στη συνέχεια, το πιο σημαντικό απ’ όλα, στα δύο πρώτα χρόνια του ιμπεριαλιστικού πολέμου, από το 1914 ως το 1916, ο Λένιν αφιερώθηκε σε μια συστηματική και λεπτομερειακή μελέτη της «Λογικής» του Χέγκελ, και άλλων έργων του Χέγκελ. Γι’ αυτόν, αυτό αποτελούσε την ουσιαστική προετοιμασία για την επανάσταση που πλησίαζε. Παρόμοια, ο Τρότσκι έπρεπε στα χρόνια 1939-1940 να διεξάγει μια πάλη ενάντια σ’ εκείνους που ήθελαν να υποταχτούν στη γνώμη της δημοκρατικής μεσαίας τάξης. Δεν είχε απλά να εξηγήσει και να υπερασπίσει τις θέσεις της Τέταρτης Διεθνούς για τη Σοβιετική Ένωση και την Παγκοσμια Επανάσταση· έπρεπε να προχωρήσει την ανάπτυξη του διαλεχτικού υλισμού ενάντια στις μορφές της αστικής ιδεολογίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα στις Ενωμένες Πολιτείες, τον πραγματισμό και τον εμπειρισμό. Δεν είταν δυνατό να οικοδομηθεί το Τροτσκιστικό κόμμα στις ΕΠΑ και η Τέταρτη Διεθνής χωρίς το φιλοσοφικό αυτό επανεξοπλισμό του κινήματος. Η δική μας Διεθνής Επιτροπή είταν υποχρεωμένη να διεξάγει μια παρόμοια πάλη από το 1963 και μετά στην πάλη ενάντια στο ρεβιζιονισμό.
Συζητήσαμε σε πολύ γενικούς όρους τη σχέση ανάμεσα στο επαναστατικό κόμμα, τη θεωρία και την εργατική τάξη. Μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε αυτή την προσέγγιση με ένα παράδειγμα. Μια από τις κύριες αντιρρήσεις απέναντι στον Τροτσκισμό, μια αντίρρηση που πάντα τη συναντάμε σ’ αυτούς που σπάνε από τον σταλινισμό είναι τούτη δω: ένα επαναστατικό κόμμα συγκεντρωτικού τύπου απόδείχτηκε από την πείρα ότι οδηγησε στη γραφειοκρατία και στο σταλινισμό. Από δω βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά συνέπεια δεν πρέπει να έχει κανείς ένα τέτιο κόμμα. Αυτοί που σπάνε από τον σταλινισμό, από τα δεξιά, πάντα προβάλλουν αυτή τη θέση. Στην πραγματικοτητα είναι μια σκοπιά που δεν έχει τίποτα το κοινό με το διαλεχτικό υλισμό. Ο Λένιν πάντα επέμενε: «η αληθεια είναι πάντα συγκεκριμένη». Εδώ, για παράδειγμα, το κόμμα –το Μπολσεβίκικο Κόμμα– δεν αναπτύχθηκε σαν κόμμα στο κενό, σύμφωνα με ορισμένους νόμους της ανάπτυξης του κόμματος μετά το 1917. Αυτό είναι μια καθαρά αφηρημένη θεωρητική αντίληψη για το κόμμα. Με την ίδια λογική θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι οι επαναστάσεις οδηγούν πάντα σε αντεπαναστάσεις, και έτσι καλύτερα να μην έχουμε επανάσταση. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι κατά τον ίδιο τρόπο η ζωη οδηγεί πάντα στο θάνατο, θα είταν καλύτερα να μη ζεις. Και ορισμένοι άνθρωποι βγάζουν φυσικά αυτό το συμπέρασμα. Αλλά αυτά τα πράγματα, η ζωη και ο θάνατος, οι επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, το επαναστατικό κόμμα και η συντηρητική γραφειοκρατία δεν πρέπει να αντιπαρα-τίθενται σα νεκρά, αφηρημένα αντίθετα. Αλλάζουν το ένα μέσα στο άλλο κάτω από ορισμένες ιστορικές υλικές συνθήκες, συγκεκριμένα. Τώρα μια συγκεκριμένη ανάλυση της ανάπτυξης του επαναστατικού κόμματος μετά το 1917, μας ογηγεί σε ολοκληρωτικά διαφορετικά συμπεράσματα.
Μετά τη Μπολσεβίκικη Επανάσταση του Οχτώβρη 1917, είταν αποφασιστικό ένα σπάσιμο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Για το λόγο αυτό οι ουσιαστικές υλικές συνθήκες για την επιτυχία της Οχτωβριανής Επανάστασης είταν στη φύση τους διεθνείς. Σύμφωνα με τη φράση του Λένιν, «ο ιμπεριαλισμός έσπασε στον πιο αδύνατο κρίκο του». Έτσι δεν είταν μονάχα ένα ρωσικό ζητημα. Ο Λένιν επέμενε να προχωρήσει από το Φλεβάρη του 1917 στην προλεταριακή επανάσταση με πολύ συγκεκριμένους όρους. Είπε «εμπρός για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση». Το αποφασιστικό ζήτημα, τότε, είταν ένα σπάσιμο στις αναπτυγμένες χώρες. Συνέβη το αντίθετο: η επανάσταση ήρθε στην πιο δυνατή χώρα της Δύσης, τη Γερμανία, μονάχα ένα χρόνο μετά τον Οχτώβρη. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατάρρευσαν ο Κάιζερ παραιτήθηκε· οι σοσιαλ-δημοκράτες κλήθηκαν στην κυβέρνηση· οι εργάτες, οι στρατιώτες και οι ναύτες σχημάτισαν Σοβιέτ.
Όμως η επανάσταση αυτή προδόθηκε. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν θέσεις μέσα στο αστικό κράτος, και στην απουσία μιας εναλλαχτικής επαναστατικής ηγεσίας μπόρεσαν να πείσουν το πρώτο Γερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών να επικυρώσει το καθεστώς τους. Το πρώτο Συνέδριο των Σοβιέτ διαλύθηκε δίνοντας την εμπιστοσύνη του στην κοινοβουλευτική κυβέρνηση των σοσιαλ-δημοκρατών. Έτσι, είταν η απουσία ενός επαναστατικού κόμματος στη Γερμανία που οδήγησε στην απομόνωση της επανάστασης στη Ρωσία. Και είταν αυτή η απομόνωση που έδοσε τις υλικές συνθήκες για τη γραφειοκρατική μέγγενη. Οδηγούμαστε σ’ ένα ολοκληρωτικά αντίθετο συμπέρασμα. Από τη στιγμη που θα σταματήσουμε να κυττάμε με έναν αφηρημένο τροπο το συγκεκριμένο και κατανοήσουμε τη Ρώσικη Επανάσταση σαν αυτό που ουσιαστικά είταν σα μια εκδηλωση της επαναστατικής κρίσης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης, τότε, ανακαλύπτουμε ότι δεν είταν η παρουσία ενός επαναστατικού κόμματος που γέννησε τη γραφειοκρατία, αλλά η απουσία ενος επαναστατικού κόμματος στη Γερμανία που γέννησε τη γραφειοκρατία στη Ρωσία.
Έτσι από τους δυο αυτούς τρόπους αντιμετώπισης του ζητήματος βγαίνουν δυο τελείως διαφορετικές πράξεις: Η πράξη αυτών που εγκαταλείπουν το προλεταριάτο γιατί δεν τους αρέσει το είδος των αποτελεσμάτων και η πράξη αυτών που χρησιμοποιούν τη διαλεχτική για να εξάγουν γνώση και να οδηγήσουν την πράξη τους. Μονάχα όταν συλλάβουμε το ειδικό, τη Ρώσικη Επανάσταση και την εξέλιξη της, σαν μια στιγμή του γενικού (λέγοντας γενικό εννοώ την παγκόσμια επανάσταση, τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τη διεθνή εργατική τάξη και τον επαναστατικό της ρόλο στην ανατροπή όλης της εξέλιξης του καπιταλισμού) τοτε φτάνουμε σε μια κατανόηση για να οδηγήσουμε τη δράση των επαναστατών: για τη δημιουργία επαναστατικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες και για περισσότερες Οχτωβριανές Επαναστάσεις, όχι λιγοτερες.
Αν ακολουθήσουμε αυτό το παράδειγμα φτάνουμε σ’ ένα άλλο ουσιαστικό σημείο του διαλεχτικού υλισμού. Ο Τροτσκι διεξηγε ένα μακρύ αγώνα ενάντια στον Στάλιν, για την παγκόσμια επανάσταση ενάντια στο «σοσιαλισμό σε μια μονη χώρα» του Σταλιν. Αλλά τότε, λένε όλοι οι σχολιαστές, έχασε αυτό τον αγώνα.
* * *
Συγγραφείς, σαν τον Ισαάκ Ντόιτσερ, εξηγούν ότι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες είταν ιστορικά αναπόφευχτο να χάσει αυτή τη μάχη. Τότε μπαίνει το ερώτημα: δοσμένου του γεγονότος ότι είταν αναπόφευχτο να χάσει ο Τρότσκι, δεν είταν αντιεπιστημονικό να προχωρήσει σ’ αυτή την πάλη; Οι υλικές συνθήκες, όσο δυσμενείς κι αν είναι μια εποχή, πάντα πρόκειται να μεταμορφωθούν στο αντίθετό τους· Πρόκειται να μεταμορφωθούν σύμφωνα με τους ίδιους τους νόμους της ύπαρξής τους, όχι από κάποια εξωτερική επέμβαση. Ας πάρουμε την πάλη του Τρότσκι να αντισταθεί και να προσπαθήσει να τσακίσει το σταλινισμό. Ο Τρότσκι πρόβλεψε μια πολιτική πάλη, ότι ο ρεβιζιονισμός του Στάλιν θα οδηγούσε σε ήττες τη διεθνή εργατική τάξη στη βρετανία και την Κίνα το 1926-27, και αργότερα στη νίκη του γερμανικού ναζισμού. Ήξερε ότι ο Στάλιν είχε αποδειχτεί λαθεμένος μέσα απ’ αυτές τις ήττες, αλλά δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι η επιβεβαίωση των προοπτικών θα έδινε τη νίκη στους επαναστάτες ενάντια στο σταλινισμό. Δεν είταν απλά μια προπαγανδιστική πάλη, μια μάχη ιδεών. Αυτά είταν μεγάλες εμπειρίες στη διεθνή ταξική πάλη. Όσο κι αν μπορούσε ο Τρότσκι να ξεκαθαρίσει μια μικρή πρωτοπορία, οι ήττες αυτές πισωγύρισαν την εργατική τάξη. Είχαν την υλική συνέπεια να κάνουν πιο δύσκολο το να δουλέψεις μέσα στην εργατική τάξη. Όμως ο Τροτσκι πράγματι δυνάμωσε και προετοίμασε την πρωτο-πορία μέσα απ’ όλες αυτές τις ήττες. Χωρίς αυτή την πάλη από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σημερα δεν θα μπορούσε να υπάρξει η συνεχότητα με την μπολσεβίκικη επανάσταση και την Κομμουνιστική Διεθνή στα πρώτα της χρόνια. Και χωρίς αύτη τη συνεχότητα δεν θα μπορούσε να υπάρξει συνειδητή προετοιμασία για την εποχή εκείνη που όλες οι υλικές συνθήκες θα άλλαζαν στο αντίθετό τους, όπως στην κατάσταση που σήμερα ζούμε. Ας πάρουμε τους εργάτες και διανοούμενους των «κομμουνιστικών» κομμάτων, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, που μέσα από τη δική τους εμπειρία το βρίσκουν αναγκαίο τώρα να σπάσουν από το σταλινισμό. Θέλουν πραγματικό κομμουνισμό. Θέλουν να εγκαθιδρύσουν τη συνεχότητα με τον Μαρξ, τον Έγκελς, και τον Λένιν. Αλλά υπάρχει συνεχότητα; Η συνεχότητα δεν είναι απλώς ότι τα βιβλία εξακολουθούν να εκδίδονται και να διαβάζονται. Υπήρχε μια πραγματική συνεχότητα, μια συνεχότητα πάλης για το μαρξισμό και το λενινισμό ενάντια στο σταλινισμό. Αυτή η πάλη είταν ένα υλικό πράγμα με υλικά αποτελέσματα. Η συνεχότητα, δεν είναι απλά ιδέες που αιωρούνται στον αέρα περιμένοντας να αναβιώσουν. Η μαρξιστική θεωρία είναι ένας οδηγός στη δράση και οι άνθρωποι δρούσαν όλο αυτό τον καιρό, αναπτύσσοντας αυτή τη θεωρία σαν οδηγό στη δράση. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι Τροτσκιστές. Δεν μπορείς να πηδήσεις πάνω από όλη αυτή την εξέλιξη και να εγκαθιδρύσεις τη συνεχότητα. Η ιστορία δεν είναι μια νεκρή απογραφή ιδεών απ’ όπου μπορείς να ξεχωρίσεις και να διαλέξεις όπως σου αρέσει. Ο Μαρξ πολύ πρίν είπε: η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι η ιστορία της ταξικης πάλης. Ούτε είναι ο Τροτσκισμος απλά κάποιο λείψανο από το παρελθον. Ο Τροτσκισμος ενσωματώνει τον πλούτο αυτής της πάλης ενάντια σ’ όλες τις αντιξοότητες, ενάντια σ’ όλες τις συνθήκες διεθνώς. Ο σκοπός δεν είταν να μείνουμε απλώς ακλόνητοι, για να το πούμε έτσι, αλλά να πάρουμε από κάθε εμπειρία αυτό που η εργατική τάξη χρειαζοταν. Ο ίδιος ο Τροτσκι το εξηγησε αυτό πολύ καλά.
«Αν είναι αναγκαίο και δυνατό οι επαναστάτες με τη βία συντρίβουν τα ιστορικά εμπόδια. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, κάνουν μια παράκαμψη. Αν δεν είναι δυνατό να κάνουν μια παράκαμψη, οι επαναστάτες με υπομονή και συνεχώς πελεκούν και ροκανίζουν... Διαρκώς προσπαθούν να αναπτύσσουν ολόκληρη την ικανότητα της καταστροφικής και δημιουργικής τους δουλιάς· με άλλα λόγια να εξάγουν από κάθε δοσμένη ιστορική κατάσταση το μάξιμουμ που μπορεί να προσφερθεί για το προχώρημα της επαναστατικής τάξης», («Προβλήματα της Ζωής», σελ. 777).
Δεν θα βρείτε καλύτερη εξήγηση του τί σημαίνει μαρξισμός σαν οδηγος στη δράση. Ο Τροτσκι το έγραψε αυτό όχι ύστερα από τα μακριά χρόνια της πάλης μέσα στην Αριστερη Αντιπολίτευση, αλλά πριν. Εκφράζει τη βασική αυτή αρχή του διαλεχτικού υλισμού, ότι ο διαλεχτικός υλισμός δεν «εφαρμόζεται» σαν κάποιο σχήμα από τα έξω. Δεν μπορείς να τον μάθεις απλά από τα βιβλία. Το ζητημα είναι εκπαίδευση σε μια μέθοδο που μπορεί να αφαιρεί από την πραγματικότητα, από το Είναι, αυτό που είναι αναγκαιο, αυτό που πρέπει να γίνει, που αναπτύσσει ολόκληρη την ικανότητα της καταστροφικής και δημιουργικής δουλιάς μας που εξάγει –η λέξη εξάγει ή αφαιρεί είναι ουσιαστική– από κάθε δοσμένη ιστορική κατάσταση το μάξιμουμ που μπορεί να προσφερθεί για τον ερχομό της επαναστατικής μέρας. Όχι απλώς να διακηρύσσεις μια θεωρία, αλλά να αφαιρείς από την πραγματικότητα, την αναπτυσσόμενη πραγματικότητα το μάξιμουμ που μπορεί να προσφερθεί. Αυτό σημαίνει η ενότητα της γνώσης και της πράξης. Δεν υπάρχει χωρισμός της γνώσης από τη μια και της πράξης στην καθημερινη δουλιά από την άλλη.
Η ύλη είναι το πρωταρχικό, η σκέψη είναι το δευτερεύον βγαίνει από την εξέλιξη της ύλης. Αυτό για το οποίο μιλάει ο Τροτσκι εδώ είναι η πράξη τού να εξάγεις αυτό που εξελίσσεται στην ύλη. Ξανά, η εξαγωγή αυτή ή αφαίρεση της κίνησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, αυτό σημαίνει διαλεχτική, ενάντια στη λεγόμενη εφαρμογή του διαλεχτικού υλισμού.
Τώρα ξαναγυρίζω σ’ ένα ευκολότερο ερώτημα. Αν κάποιοι προτείνουν ότι δεν πρέπει να επιμένουμε να είναι ο διαλεχτικός υλισμός η βάση του κόμματος, με τί προτείνουν να τον αντικαταστήσουμε; Πρέπει να εγκαταλείψουμε ολόκληρο τον Λένιν που λέει ότι δεν υπάρχει τρίτη ιδεολογία ανάμεσα στον μαρξισμό και την αστικη ιδεολογία; Η ιδέα να μην επιμένεις για το διαλεχτικό υλισμό, ότι κατά κάποιο τροπο είναι ένα ζήτημα προσωπικής προτίμησης σημαίνει ότι δέχεσαι ότι κάποιο είδος ορθολογιστικής κοινής λογικής ή πραγματισμού κατά κάποιο τροπο μπορούν να γίνουν η βάση για το κόμμα. Φυσικά, η κοινή λογική και ο ορθολογισμός και πραγματισμός αρκούν για ορισμένα πράγματα. Μπορείς να βρείς όλων των ειδών τους τρόπους για να επιβιώσεις στις υπάρχουσες κοινωνίες συνδυάζοντας μια ορισμένη πανουργία και πονηριά με τις μέθοδες αυτές σκέψης. Υπάρχουν τρόποι επιβίωσης στην υπάρχουσα κοινωνία, ή ακόμα και επιτυχίας στην υπάρχουσα κοινωνία. Αν ομως θέλεις να επαναστατικοποιήσεις την υπάρχουσα κοινωνία δεν μπορείς να το κάνεις με τις μέθοδες σκέψης που έχουν ιστορικά αναπτυχτεί για να υπάρχουν μέσα σ’ αυτή και να την διατηρούν. Χρειάζεσαι μια ολόπλευρη επιστημονική κατανόηση που χτυπάει τα όρια των καθημερινών μορφών συνείδησης, που καταλαβαίνει τον ιστορικό περιορισμό της δοσμένης κοινωνικής τάξης και των τρόπων σκέψης της, μια μέθοδο συνεχούς πάλης για να κατανοήσεις και να ταυτιστείς μ’ αυτές τις δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία για να την σπάσουν και να πάνε πέρα απ’ αυτήν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια συνειδητή θεωρητική εκπαίδευση που ξεκινά από κεί που ο Μαρξ ξεκίνησε, από το υψηλότερο επίπεδο που έχει ηδη φτάσει η ανθρώπινη γνώση. Αυτή η γνώση πρέπει να σπάσει τους περιορισμούς που της επιβάλλουν οι αστικές κατηγορίες, όπως ακριβώς η ανθρωπότητα και οι παραγωγικές δυνάμεις, πρέπει να σπάσουν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που ανάπτυξαν αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις για μια ολόκληρη περίοδο, αλλά που τώρα αποτελούν ένα φραγμό για την παραπέρα ανάπτυξή τους και ακόμα τις απειλούν με καταστροφή.
Ξαναγυρίζουμε τώρα σε ζητήματα της εργατικής τάξης και του κόμματος σ’ ένα πιο αφηρημένο επίπεδο από το ιστορικό παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε για ν’ αρχίσουμε. Η εργατική τάξη και το επαναστατικό κόμμα είναι τα ίδια και όχι τα ίδια. Εδώ έχουμε την ενότητα και σύγκρουση των αντιθέτων. Το κόμμα δεν είναι αποχωρισμένο από την τάξη. Ένα επαναστατικό κόμμα πρέπει πάντα να παλεύει να παίρνει την κύρια δύναμη του από τα μέλη της εργατικης τάξης, τα καλύτερά της στοιχεία. Δεν είμαστε αποχωρισμένοι από την τάξη αλλά συνιστούμε ένα αντίθετο μέσα στην τάξη, ένα αντίθετο στην πίεση της αστικής ιδεολογίας, αλλά επίσης της αστικής ιδιοχτησίας. Η κατανόηση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης σαν ένα καθαρά ιδεολογικό ζήτημα από πολλούς ονομαζόμενους «νέους αριστερούς» και από ρεβιζιονιστικές ομάδες αποτελεί μια μεγάλη παρέκκλιση από τη μαρξιστική θεωρία. Ουσιαστικά, η αστική τάξη κυριαρχεί πάνω στην εργατική τάξη μέσα από τον έλεγχο της ιδιοχτησίας και πάνω σ’ αυτή τη βάση γεννιέται και λειτουργεί η ιδεολογία της. Αυτή η ενότητα και σύγκρουση αντιθέτων, στη συνέχεια, αποτελείται από μια συνειδητη πάλη από τη μεριά του επαναστατικού κομματος να εξασφαλίσει ότι η τάξη (η «καρδιά» της επανάστασης, όπως την αποκάλεσε ο Μαρξ) έχει ένα συνειδητό κεφάλι, μια ηγεσία. Αυτό, τώρα, το συνειδητο κεφάλι, αυτή η επαναστατική συνείδηση, δεν είναι ένα έτοιμο οριστικά κομμένο και ραμένο για κάθε εποχή που απλώς πρέπει να το μάθεις και μετά να το ξέρεις για πάντα. Ο Λένιν είπε ότι η μαρξιστική θεωρία πρέπει να έρθει μέσα στην εργατική τάξη από τα έξω και με σκληρότητα επιμένει ενάντια σε εκείνους που μιλούν για μια αυθόρμητη ανάπτυξη του προλεταριάτου, ότι έρχεται στο προλεταριάτο από τα έξω από αστούς διανοούμενους. Δεν το είπε αυτό επειδή έτρεφε καμιά μεγάλη αγάπη για τους αστούς διανοούμενους. Είχε άλλα πολύ διαφορετικά πράγματα να πει για τους αστούς διανοούμενους «σαν τέτιους», αλλά μιλούσε για την αναγκαιότητα, άνθρωποι σαν τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Τροτσκι και τον Λένιν τον ίδιο, να καταχτήσουν όλες τις τελευταίες εξελίξεις στη φιλοσοφία και την επιστήμη, να κατανοήσουν όλες τις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις και ανάμεσα στα κράτη, και ανάμεσα στη Φύση και την κοινωνία, για να εξοπλιστεί η εργατική τάξη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με μια πλήρη θεώρηση του τί πρέπει να κάνει ιστορικά. Αλλά αυτή η θεωρία που ήρθε στην τάξη «από τα έξω», όπως λέει ο Λένιν, μπορεί να δραστηριοποιηθεί και να αναπτυχθεί και πρέπει να ζησει μονάχα μέσα και διαμέσου της πάλης του προλεταριάτου και όχι απλά στο κεφάλι ενός ατόμου.
* * *
Για παράδειγμα, ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» δεν δίνει απλά έναν ορισμό του κράτους, τον ορισμο των «σωμάτων ένοπλων ανδρών». Παίρνει ολόκληρη την εμπειρία του επαναστατικού κινήματος, πώς είταν αναγκασμένο να παλέψει για μια επαναστατική αντίληψη του κράτους και πώς να το τσακίσει. Η θεωρία του Κράτους πρέπει να δραστηριοποιηθεί, να αναπτυχθεί μέσα στο προλεταριάτο, και αυτό σημαίνει πάλη για μαρξισμό, ενάντια σ’ όλα τα πραχτορεία της μπουρζουαζίας μέσα στο κίνημα. Τα πραχτορεία αυτά, ουσιαστικά, είναι οι σοσιαλδημοκράτες και οι σταλινικοί που ξαναβάζουν μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης τα συμφέροντα του ταξικού έχθροϋ. Αλλά το ίδιο το κόμμα δεν είναι κάποιο τέλειο αντίθετο απέναντι στους κινδύνους που απειλούν την τάξη. Το κόμμα επίσης υπόκειται σε αλλαγή και σε εσωτερική σύγκρουση. Παλεύει μέσα σε μια υλική σχέση με την τάξη, στην πράξη. Ο σκοπός αυτής της πάλης είναι ν’ αλλάξει την τάξη, να εξοπλίσει την τάξη για τις επαναστατικές της ευθύνες. Και αυτό φέρνει μαζί του εσωτερική πάλη στο κόμμα. Η υλική βάση της ιδεολογικής πάλης μέσα στο κόμμα είναι η πάλη του κόμματος να κερδίσει την ηγεσία της τάξης. Υπάρχει αναγκαία σύγκρουση μέσα στο κόμμα, αγώνες τάσεων, μερικές φορές φράξιες, μερικές φορές σχίσματα. Αλλά δεν είναι απλά μια πάλη των σωστών ιδεών ενάντια σε λαθεμένες ιδέες ή κάτι τέτιο. Είναι μια συνειδητή αντανάκλαση μέσα στο κόμμα των μεταβαλλόμενων αναγκαιοτήτων που η εργατική τάξη ανακαλύπτει στην πράξη. Οι αναγκαιότητες της υλικής αυτής πράξης στην ταξική σύγκρουση με τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς που αναπόφευχτα υπάρχουν στα ίδια τα κομματικά μέλη. Τα επαναστατικά στελέχη εκπαιδεύονται στην πάλη ενάντια στις επιφυλάξεις και τις καθυστερημένες ιδεολογικές μορφές που πηγάζουν από τη θέση τους στην αστική κοινωνία –την εκπαίδευσή τους, τον έλεγχο από τη μπουρζουαζία της ζωής και της ιδιοχτησίας και της δουλιάς και της ιδεολογίας. Έτσι, μια ηγεσία που παλεύει στο κόμμα κάθε στιγμή βρίσκεται σε διαρκή πάλη με τα ίδια της τα μέλη. Ο Λένιν δεν είταν ακριβώς ο δημοφιλέστερος άνθρωπος μέσα στο παγκοσμιο σοσιαλιστικο κίνημα. Ακομα και ο Τροτσκι για χρόνια τον θεωρούσε υπερβολικά αυταρχικό και ανελέητο στις σχέσεις του με τους άλλους συντρόφους. Στην αυτόβιογραφία του «Η Ζωη μου» ο Τροτσκι το εξηγεί αυτό πολύ ειλικρινά και λέει ότι δεν είχε καταλάβει αυτό που κατάλαβε αργότερα: ότι η σκληρότητα του Λένιν πήγαζε από μια καθαρή πεποίθηση ότι αυτό που είναι αντικειμενικά αναγκαίο πρέπει να εγκαθιδρύεται ενάντια σ’ όλες τις επιφυλάξεις μέσα στο κόμμα. Έτσι μια ηγεσία στο κόμμα πρέπει να εκπαιδεύει τον εαυτό της και να εξασφαλίζει πειθαρχία και αποτελεσματική δράση όχι μέσα από την επιβολή των κανόνων σαν τέτιων, όχι απλώς με εκκλησεις στο κύρος, αλλά μέσα από τη στροφή στην πάλη μέσα στην τάξη. Η ηγεσία σπρώχνει, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού της, έξω προς την τάξη. Μ’ αυτό τον τρόπο εγκαθιδρύει την ορθότητα της γραμμής της. Η δοκιμασία της θεωρίας της και των αποφάσεών της γίνεται στην πράξη.
Από αυτή τη σκοπιά οι κίνδυνοι της σταλινικής γραφειοκρατικοποίησης του κόμματος κατανοούνται καλύτερα. Είναι ανάγκη να είμαστε σε επιφυλακή ενάντια στην τάση που δίνει όλη την έμφαση στα καταστροφικά φυσικά αποτελέσματα του γραφειοκρατισμού του Στάλιν. Αυτά, φυσικά, είχαν μεγάλες ιστορικές συνέ-πειες. Αλλά υπάρχει ένα θεμελειακό θεωρητικό ζήτημα που έχει προτεραιότητα ακόμα και απ’ αυτό, και μια μελέτη των ιστορικών αυτών εξελίξεων είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος. Το γραφειοκρατικό καθεστώς στο Μπολσεβίκικο Κόμμα που αναπτύχθηκε μετά το 1923, σήμαινε ότι είταν αδύνατο να αναπτυχθεί μια σχέση σαν αυτή που περιγράψαμε ανάμεσα στην ηγεσία και τα μέλη. Οι αποφάσεις γίνονται ένα ζήτημα γραφειοκρατικής διαταγής. Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα απομονώνεται από τη μάζα, τα μέλη είναι ανίκανα να διευθύνουν τη ζωή του κόμματος στη βάση των εμπειριών μέσα στην τάξη και απ’ αυτό που φαίνεται να είναι αναγκαίο. Τα κομματικά μέλη ζουν προσαρμοζόμενα όλο και περισσότερο στη γραφειοκρατία και τις εξουσίες της. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν είναι πια ένας μηχανισμός για να δοκιμάζεται η θεωρία στη πράξη· μ’ αυτό τον τρόπο δεν αφαιρείται τίποτα από τις πραγματικές εξελίξεις στον κόσμο. Ο μαρξισμός γίνεται ένα δόγμα, δεν μπορεί να είναι ένας οδηγός στη δράση. Η δράση οδηγείται από κάποια άλλη θεωρία: τη θεωρία της «πραχτικής πολιτικής» και την προσαρμογή στην αυθεντία.
Ιδεολογικά μιλώντας, η ίδια η τροτσκιστική αντιπολίτευση υπέφερε. Οι ήττες της εργατικής τάξης στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 δημιούργησαν συνθήκες όπου το τροτσκιστικό κίνημα απομονώνονταν όλο και πιο πολύ από τους μαζικούς αγώνες. Αυτό σήμαινε ότι είταν εξαιρετικά δύσκολο γι’αυτά τα τμήματα, τα τμήματα της Αριστερής Αντιπολίτευσης και της Τέταρτης Διεθνούς, να κερδίζουν οποιαδήποτε πραγματική εμπειρία μέσα στο μαζικό κίνημα. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο μαρξισμός αναπόφευχτα υπέφερε από την απομόνωση και την ήττα. Η ηγεσία πρέπει να κάνει έναν τιτάνιο αγώνα για να παλεύει κάτω απ’ όλες τις συνθήκες για τις μαρξιστικές αυτές αντιλήψεις της θεωρίας και της πράξης. Ο Ισαάκ Ντόιτσερ, στο έργο του αρέσκονταν να αντιπαραθέτει την «ηρωική» περίοδο της πάλης του Τρότσκι, την περίοδο της επανάστασης και των χρόνων αμέσως πριν και αμέσως μετά απ’ αυτή, στα χρόνια της ήττας, από το 1929 ως το 1940. Του άρεσε να παρουσιάζει ένα είδος τραγικού ήρωα, όπου ο Τρότσκι άφησε πίσω τα καλύτερα χρόνια της δουλιάς του. Η γνώμη του ίδιου του Τροτσκι είταν τελείως διαφορετική. Ήξερε ότι αυτά είταν τα πιο σημαντικά χρόνια απ’ όλα και ότι αυτή είταν η πιο σημαντική απ’ όλες τις δουλιές γιατί δεν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορεί να αναπτύξει όλα τα μέσα του κινήματος για να αφαιρέσει το μάξιμουμ δυνατό από αυτή την κατάσταση για την εργατική τάξη.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μάθεις και να εκπαιδεύσεις ένα επαναστατικό κομμα παρά με τη συνειδητή ανάπτυξη αυτής της μεθόδου. Τα μέλη πρέπει να εκπαιδευτούν να κάνουν συνειδητά μια ανάλυση της ίδιας τους της πράξης, και να βασίζουν συνειδητά την πράξη τους στην πραγματική κίνηση της ολότητας μέσα στην οποία υπάρχουν. Το σταλινικό κίνημα, φυσικά, έχει έρθει σήμερα στα όρια μιας αντίθεσης προς αυτή τη μέθοδο. Για χρόνια, ο παγκόσμιος σταλινισμός επέμενε σε μια εξαιρετικά δογματική παρουσίαση του διαλεχτικού και ιστορικού υλισμού. Έπρεπε, τάχα, να διαφυλαχτεί και να απομονωθεί με κάθε θυσία απ’ οποιαδήποτε μόλυνση από την αστική ιδεολογία. Αυτή είταν μια ψεύτικη δύναμη και ανεξαρτησία. Η ίδια η μετατροπή του μαρξισμού σε ένα δόγμα είταν καθεαυτή μια εισβολή της αστικής ιδεολογίας στο μαρξισμό. Σήμερα ο σταλινισμός μιλάει μια πολύ διαφορετική γλώσσα. Ακούμε για την ιδεολογική συνύπαρξη ανάμεσα στο μαρξισμο και την αστικη ιδεολογία. Στις Καθολικές χώρες έχουμε το λεγόμενο χριστιανομαρξιστικό διάλογο. Αυτή η «ιδεολογική συνύπαρξη» σημαδεύει το τέλος κάθε εκπαίδευσης μαρξιστών στο επαναστατικό κόμμα. Μαρξισμός σημαίνει μάχη μέχρι θανάτου ενάντια στην αστική ιδεολογία. Ο διάλογος με την εκκλησία είναι ένα είδος reductio ad absurdum (εις άτοπον απαγωγής) ενός γενικού προτσές του σταλινισμού, μια ιδεολογική αποσύνθεση των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Παίρνει τη μορφή όλων των ειδών μη-μαρξιστικών θεωριών αναμιγμένων και συγχωνευμένων με μια μαρξιστική φρασεολογία.
Το ζήτημα του κόμματος και της τάξης, της θεωρίας και της πράξης δεν μπορεί να αποχωριστεί από την εγκατάλειψη του μαρξισμού στα βασικά ζητήματα του Είναι και της συνείδησης, του μυαλού και της ύλης. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ, για παράδειγμα, θα ήθελε να ξεχωρίσει από τη μια πλευρά το υποκειμενικό, το ζήτημα της ελευθερίας, και από την άλλη, την αναγκαιότητα, τη Φύση. Και υπάρχει σήμερα ένα σημαντικό ρεύμα μέσα στα περισσότερα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δυτικης Ευρώπης που νομίζει ότι αυτό συμβιβάζεται με το μαρξισμό. Δεν υπάρχει τέτιος συμβιβασμός. Ο επαναστάτης μαρξιστής ξέρει ότι ο ιστορικός του ρόλος, η ελευθερία του, συνίσταται, όπως είπε ο Χέγκελ, στη συνείδηση της αναγκαιότητας αυτού που κάνει. Η μοναδική ελευθερία είναι να έχεις συνείδηση της αναγκαιότητας του τί πρέπει να γίνει και στη συνέχεια να το κάνεις. Δεν μπορείς να αποχωρίσεις τον άνθρωπο από τη Φύση, όπως προσπαθεί να κάνει ο Σαρτρ. Δεν μπορείς να αποχωρήσεις τη Φύση από την ιστορία με τον τρόπο που ολόκληρη η σχολή που ακολουθεί τα πρώτα έργα του Λούκατς το κάνει. Όπως λέει ο Έγκελς, το να έχεις ένα νόμο για τη Φύση και έναν άλλο νόμο για τον άνθρωπο είναι a priori ένα ψέμα. Ένας τέτιος αποχωρισμός κάνει αδύνατη μια πραγματική πράξη της γνώσης, την ένωση της πράξης και της γνώσης.
Προχωρούμε πάντα από το γεγονος ότι το Είναι καθορίζει τη συνείδηση, ότι η ύλη είναι το πρωταρχικό και η σκέψη το δευτερεύον ή παράγωγο. Οι άνθρωποι αφαιρούν γνώση στην ιστορική τους πράξη, την αφαιρούν από τη Φύση και την ανθρώπινη ιστορία που είναι η υψηλότερη εξέλιξη αυτής της Φύσης. Οι μαρξιστές κατανοούν τη φύση του άνθρωπου μ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τροπο. Πρέπει να ορίσουμε τον άνθρωπο ή μάλλον τους ανθρώπους ιστορικά, διαλεχτικά, στη συγκεκριμένη τους εξέλιξη. Νομίζω είταν ο Πλάτωνας που εξετάζοντας μια ταξινόμηση όλων των γνωστών βιολογικών ειδών εκείνη την εποχή από τα εξωτερικά παρατηρήσιμα χαραχτηριστικά τους έφτασε στον ορισμό του ανθρώπου: «’νθρωπος είναι το μοναδικό δίποδο ζώο χωρίς φτερά». Είναι ένας λογικά σωστός από άποψη ταξινόμησης ορισμός. Ίσως ξέρετε ότι ο Διογένης μπήκε σ’ ένα άγροχτημα, αγόρασε έναν κόκκορα, τον μάδησε, τον πήγε στην Ακαδημία και ανάγγειλε: «Να ο άνθρωπος του Πλάτωνα». Αυτό είταν μια πολύ καλη επίδειξη των ορίων ενός καθαρά τυπικού, περιγραφικού ορισμού, μια έκκληση στη διαλεχτική. Στο επίπεδο της γνώσης εκείνης της εποχής δεν είταν δυνατό να προχωρήσεις πέρα από αυτή την κριτική του τυπικού ορισμού. Δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά γνώση της εξέλιξης του άνθρωπου από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.
Ο Μαρξ προχωρεί με τον ακόλουθο τροπο. Ο άνθρωπος είναι μέρος της Φύσης. Σ’ ένα οριμένο σημείο της ιστορίας της Φύσης, ένα είδος, ο προκάτοχος του homo sapiens βρέθηκε να ζει μ’ ένα πολύ διαφορετικό τρόπο από τα άλλα βιολογικά είδη. Αυτό δεν έγινε επειδή έκαναν μια συνάντηση και αποφάσισαν ν’ αλλάξουν την παλιά κατάσταση πραγμάτων –δεν υπήρχε πρώτα η συνείδηση και μετά το πράγμα που λεγοταν άνθρωπος. Το είδος αυτό σπρώχτηκε από την αναγκαιότητα και όχι από τη συνειδητή απόφαση, ν’ αρχίσει να παράγει κοινωνικά κι οχι απλώς ν’ αντιδρά βιολογικά. Αυτό γράφεται πρώτα στη «Γερμανικη Ιδεολογία» των Μαρξ και Έγκελς το 1845, 14 χρονια πριν εμφανιστεί «Η Καταγωγη των Ειδών» του Δαρβίνου, το 1859. Ο Μαρξ λέει ότι μπορείς να ορίσεις τον άνθρωπο μ’ όποιον τρόπο θέλεις – από τη συνείδηση κλπ.· μπορείς να τον διαφοροποιήσεις από τα ζώα με κάθε είδους χαραχτηριστικά· αλλά ο Μαρξ βάζει το πρόβλημα του τί διακρίνει τον άνθρωπο μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο. Λέει ότι πρέπει να ρωτήσεις όχι τί ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα, αλλά: πώς οι άνθρωποι διαφοροποίησαν τους εαυτούς τους από το ζωικό βασίλειο.
Αυτός είναι ένας συγκεκριμένος ιστορικός ορισμός του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, για την κοινωνική παραγωγή ο τρόπος ζωής που είναι χαραχτηριστικά ανθρώπινος, είναι αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «μια αναγκαιότητα που επιβληθηκε από τη Φύση». Μπορεί σ’ αυτή τη βάση να υπάρξει οποιοσδήποτε συμβιβασμός με τον ιδεαλισμό; Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο κάποιο σημείο συνάντησης μεσοδρομίς ανάμεσα σ’ αυτή τη θεωρία και στην ιδέα ότι η συνείδηση καθορίζει το Είναι; Είταν «μια αναγκαιότητα που επιβλήθηκε από τη Φύση» ή είταν μια συνάντηση που αποφάσισε αυτά τα πράγματα;
Έτσι εδώ έχουμε ένα νέο επίπεδο της εξέλιξης της ύλης. Οι νόμοι του δεν μπορούν να εξαχθούν από τους νόμους της χημείας ή της φυσικής ή της βιολογίας. Το επίπεδο αυτό έχει τους δικούς του νόμους: τους νόμους της κίνησης συγκεκριμένων τρόπων παραγωγής, τους νόμους της ανθρώπινης πράξης και σκέψης. Τώρα, πώς αυτή η σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και την υπόλοιπη Φύση αναπτύσσεται και προχωρεί; Ερχόμαστε πάλι ξανά στη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο. Ο Μαρξ το βάζει μ’ αυτόν τον τροπο. Οι άνθρωποι για να επιβιώσουν είναι αναγκασμένοι να αλλάξουν και να ελέγξουν τη Φύση. Για να κάνουν τη Φύση να δόσει τα πράγματα αυτά που οι άνθρωποι χρειάζονται. Ο Μαρξ λέει: αλλάζοντας τη Φύση, οι άνθρωποι αλλάζουν τον εαυτό τους.
Αυτό είναι η βασική κατάχτηση που ο Μαρξ έκανε στη φιλοσοφία. Σ’ αυτό το σημείο προχωρεί πέρα από τον προμαρξιστικό υλισμό. Δεν αρκείται να πει ότι ο άνθρωπος καθορίζεται από τη Φύση, από την ύλη. Μάλλον ο άνθρωπος αναγκάζεται ν’ αλλάξει τη Φύση και στην πορεία αυτής της αλλαγης αλλάζει τον εαυτό του. Επομένως πρέπει να πούμε: οι άνθρωποι στην πορεία της παραγωγής αλλάζουν την ίδια τους τη φύση. Τώρα μπορούμε να πλησιάσουμε το ζήτημα σ’ αυτή τη βάση, τί είναι ανθρώπινη φύση; Πώς αντιμετωπίζουμε όλα τα επιχειρήματα ότι δεν μπορείς να έχεις σοσιαλισμο εξαιτίας της «ανθρώπινης φύσης»; Αλλά μπορούμε τώρα να δούμε ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι κάτι αμετάβλητο. Η ανθρώπινη φύση είναι αυτό ακριβώς που αλλάζει όταν οι ανθρωποι αναγκάζονται ν’ αλλάξουν τη Φύση. Ο Μαρξ εγκαθίδρυσε τους νόμους της κίνησης της κοινωνικής παραγωγής. Στις ταξικές κοινωνίες η πάλη των τάξεων είναι η μορφή που παίρνουν οι νόμοι αυτοί της κίνησης.
Στο προτσές εργασίας που είναι χαραχτηριστικά ανθρώπινο, οι άνθρωποι αλλάζουν τη Φύση και στην πορεία της αλλαγής αλλάζουν τον εαυτό τους. Στην ταξική πάλη η εργατική τάξη σπρώχνεται σε μια πάλη ενάντια στον ταξικό εχθρό για να ανατρέψει την κυριαρχία της μπουρζουαζίας στην κοινωνία, για ν’ αλλάξει την κοινωνία. Αλλά στην πορεία αυτής της δραστηριότητας η εργατική τάξη αλλάζει τον εαυτό της. Παύει να είναι απλώς το αντικείμενο της καπιτα-λιστικής εκμετάλλευσης και γίνεται το συνειδητό υποκείμενο του ιστορικού προτσές. Αυτό είναι βασικό στις σημερινές διαφωνίες μέσα στα σταλινικά κόμματα ακόμα κι αν φαίνεται να είναι πολύ αφηρημένο.
Το προβλημα για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές είταν αυτό. Ο σοσιαλισμός είταν μια πολύ καλή και λογικά συνεπής ιδέα. Ταυτόχρονα, οι ουτοπικοί αυτοί σοσιαλιστές είταν υλιστές, αλλά του τύπου του «μηχανικού υλισμού». Ελεγαν ότι οι άνθρωποι καθορίζονται και γίνονται αυτό που είναι από τις υλικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν. Έχαναν το σημείο ότι οι άνθρωποι επίσης έφτιαξαν αυτές τις υλικές συνθήκες. Έτσι αντιμετώπιζαν μια τρομερή αντίφαση.
Η καπιταλιστική κοινωνία κάνει τους ανθρώπους ατομικιστές, ανταγωνιστικούς, που δεν θέλουν να δουλέψουν σαν κοινότητα κάτω από το σοσιαλισμό αλλά μονάχα να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Ποιοί επομένως θα είναι οι πράχτορες αυτής της μεταμόρφωσης της κοινωνίας; Ο Μαρξ έλυσε αυτή την αντίφαση με την κατανόηση του ότι οι άνθρωποι αναγκασμένοι ν’ αλλάξουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, αλλάζουν τον εαυτό τους. Επομένως απ’ αυτή τη σκοπιά η επανάσταση είναι μια αναγκαιότητα: η συμμετοχή της εργατικής τάξης σε μια επανάσταση είναι μια αναγκαιότητα για το σοσιαλισμό. Οι σταλινικοί και οι ρεφορμιστές νομίζουν ότι είναι πολύ καλό αν μπορέσουν να αποφύγουν την επανάσταση και να πείσουν τη μπουρζουαζία να «φύγει ήσυχα», για να το πούμε έτσι. Όμως αυτή η επανάσταση είναι μια αναγκαιότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο η εργατική τάξη δημιουργεί τους όρους για το σοσιαλισμό, τους ανθρώπινους όρους για το σοσιαλισμό. Η πράξη ενός κόμματος είναι μια συνειδητή πράξη για να προκαλέσει αλλαγές στην τάξη. Πώς ένα κόμμα αλλάζει και αναπτύσσεται; Το κόμμα, παλεύοντας να αλλάξει την τάξη, αλλάζει το ίδιο.
Έτσι, ξαναγυρίζουμε στο ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας σαν οδηγού στην πράξη σ’ ένα κόμμα, αλλά αυτή τη φορά από το δρόμο μιας τυπικής περιγραφής του διαλεχτικού υλισμού. Μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ αυτό, ότι το να ’ναι ο Μαρξισμος ένας οδηγός στην πράξη σημαίνει μια στέρεα θεμελίωση σ’ ολόκληρη την υλιστική αντίληψη. Πάλι, αν δεν είναι αυτή η θεωρία που οδηγεί την πράξη, τότε είναι κάποια άλλη θεωρία. Κάθε πολιτική δράση έχει να κάνει με κάποια συνείδηση, κάποια θεωρία. Ακόμα και μια άρνηση να σκεφτεί κανείς, μια τυφλή πράξη, είναι ουσιαστικά μια αποδοχή αστικών μέτρων της καθημερινής ζωής. Τα προβλήματα ενός κόμματος, επομένως, δεν είναι τα προβλήματα ατομικών αδυναμιών, ή μεμονωμένων ανθρώπων. Είναι προβλήματα ξεπεράσματος των συγκεκριμένων μορφών της αστικής ιδεολογίας μέσα στο κόμμα. Τα καθημερινά, ακόμα και τα πιο μικρά, προβλήματα ενός κόμματος πρέπει να κατανοηθούν μ’ αυτό τον τρόπο, αν είναι να ξεπεραστούν. Μια περίφημη φράση του Μαρξ είναι ότι κρίνουμε τους ανθρώπους και τις ιστορικές περιόδους, όχι απ’ αυτό που λένε, αλλά απ’ αυτό που κάνουν. Είναι δυνατό να το καταλάβουμε αυτό πολύ καλά, μ’ ένα χοντροκομμένο και απλό τρόπο φυσικά –με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν πάντα ό,τι κηρύσσουν, ή κάτι τέτιο. Όταν ο Μαρξ το λέει αυτό, δεν εννοεί «η θεωρία δεν μετράει, μονο οι πράξεις μετράνε». Σημαίνει το εξης: Στο βαθμό που οι πράξεις των ανθρώπων δεν βασίζονται συνειδητά στην επαναστατική επιστημονική θεωρία, τότε οι άνθρωποι είναι αναπόφευχτα θύματα των ψευδαισθήσεων και των ιδεολογικών διαστρεβλώσεων της περιόδου στην οποία ζουν.
Ένα σύντομο συμπέρασμα. Αν οι πράξεις σας δεν καθοδηγούνται από τη μαρξιστική θεωρία, τότε καθοδηγούνται από κάποια άλλη. Έτσι, κάθε μέρα που χαλαρώνετε την πάλη για διαλεχτικό υλισμό, κάθε μέρα που χαλαρώνετε την πάλη να κάνετε την πράξη σας να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του αγώνα, ξέροντας ότι οι ανάγκες αυτού του αγώνα αλλάζουν, αναπτύσσονται, περνώντας από πολλές καμπές, και πρέπει να συσχετίζονται κάθε μέρα με όλες τις εξελίξεις, τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις κλπ., κάθε μέρα που χαλαρώνει η πάλη για τη διαλεχτική κυριαρχία αυτού του συσχετισμού, κάθε καθυστέρηση ή δισταγμός, κάθε παράλειψη να αφιερώσετε τη μέγιστη προσοχή και εφόδια και προσπάθειες, είναι μια μέρα που ανοίγετε την πόρτα σε άλλους τρόπους κατανόησης αυτών των εξελίξεων. Κι ανοίγετε την πορτα στην αστική συνείδηση. Δεν υπάρχει τρίτη ιδεολογία. Ο Λένιν, γράφοντας για το αυθόρμητο, τονίζει ένα πολύ σημαντικό σημείο. Λέει, είναι αλήθεια ότι η θέση της εργατικής τάξης στη μοντέρνα καπιταλιστική παραγωγή την φέρνει αυθόρμητα σε μια πάλη που έχει μια σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αλλά, λέει, το ίδιο αυθόρμητα κι ακομα με μεγαλύτερη δύναμη, η αστική ιδεολογία αντιδρά στις εμπειρίες της, δυναμώνει την άμυνά της, και πρέπει νά ’ναι κανείς στην πάλη καθημερινά για να αποκρούσει αυτές τις προσπάθειες της μπουρζουαζίας να διαφθείρει την εργατική τάξη και το κόμμα.
Έτσι, για παράδειγμα, μιλάμε για την ασφάλεια στο κόμμα, τη φυσική ασφάλεια, την επαγρύπνηση ενάντια στον εχθρό. Χωρίς αυτό, ξέρουμε ότι ένα σοβαρό κόμμα δεν μπορεί να επιβιώσει. Αλλά αν εγκαταλείψουμε την επιφυλακή μας στο ιδεολογικό μέτωπο, το θεωρητικό μέτωπο, αν δεν επιμένουμε ανελέητα στην εκπαίδευση στελεχών σ’ αυτές τις θεωρητικές γραμμές, τότε εγκαταλείπουμε την επιφυλακή μας ακόμα πιο μοιραία απ’ ό,τι στα ζητήματα φυσικής ασφάλειας. Χωρίς αυτή την εκπαίδευση δεν θα υπάρχει κόμμα να υπερασπιστούμε. Μπορεί να γίνεται κουβέντα ιδεολογικού συμβιβασμού σ’ αυτή την πάλη; Δεν μιλάμε για ταχτική, όπου στην πολιτική του κόμματος ο συμβιβασμός είναι πολύ συχνά αναγκαίος. Η βάση του και τα όριά του πρέπει να καθορίζονται πολύ προσεχτικά. Η ανεξαρτησία του κόμματος πρέπει να διαφυλάσσεται και να εγκαθιδρύεται ακόμα πιο πολύ μέσα από τέτιους συμβιβασμούς και τα όριά τους. Αλλά, όπως τόνιζε ο Λένιν: σ’ αυτό που αποτελεί τη βάση του κόμματός μας, την επαναστατικη του θεωρία, σ’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κανένας συμβιβασμός και δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την επιφυλακή μας.
ΤΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ: Αρθρα και Μαρξιστικά βιβλία που διαλέγει ο Παναγιώτης Βήχος
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012
ΚΛΙΦ ΣΛΟΤΕΡ: ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου