H ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΓΚΑΝ ΚΑΙ Ο ΕΝΓΚΕΛΣ
H ELEANOR BURKE LEACOCK ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΕΝΓΚΕΛΣ "ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΚΡΑΤΟΥΣ".
Το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δημοσιεύει σήμερα
ένα εκπληκτικό άρθρο για το βιβλίο του ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ που έγραψε η ELEANOR BURKE LEACOCK "Καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και
του κράτους". Η Ε.Β. L . ήταν καθηγήτρια της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πολυτεχνικό
Ινστιτούτο του Μπρούκλιν, και έπειτα στο Σίτυ Κόλετζ στη Νέα Υόρκη (" The City College , The University of New York "). ¨ηταν γνωστή όχι μόνο σαν
επιστήμων, ειδικά για τις εθνογραφικές έρευνές της στους Ινδιάνους της Βόρειας
Αμερικής, αλλά και σαν δραστήρια συνδικαλίστρια για την υπόθεση των Μαύρων της
Αμερικής και των γυναικών. Ηταν από τους ανθρωπολόγους εκείνους που άρχισαν να
συνδυάζουν την επιτόπια έρευνα με τη μελέτη των ιστορικών δεδομένων, θεωρώντας
έτσι πώς η πραγματικότητα μιας κοινωνίας δεν είναι άμοιρη της ιστορικής
εξέλιξης, θέση τελείως αντίθετη με την αντίληψη της κλασικής (τότε) ανθρωπολογικής
σχολής, που σήμερα αναγνωρίζεται από την πλειονότητα των μελετητών και
επιστημόνων.
Στην "Καταγωγή της Οικογένειας της Ατομικής
Ιδιοκτησίας και του Κράτους" ο Ενγκελς περιγράφει τις διαδοχικές
κοινωνικές και οικονομικές μορφές που αποτέλεσαν το θεμέλιο της ανθρωπότητας
στα πρώτα χρόνια της ιστορίας της, καθώς ο άνθρωπος γινόταν σιγά - σιγά κύριος
των μέσων συντήρησής του. Το βιβλίο γράφτηκε μετά το θάνατο του Μάρξ, και
περιέχει στοιχεία από σημειώσεις του Μάρξ και του Ενγκελς. Βασίζεται στο βιβλίο
"Η Αρχαία Κοινωνία" (Αnciet Society ) του
ανθρωπολόγου Lewis Henry Morgan που
δημοσιεύτηκε στα 1877. (σσ. Η "Αρχαία Κοινωνία" δυστιχώς δεν έχει
μεταφραστεί στα Ελληνικά. Αντίθετα, κυκλοφορεί στις εκδόσεις Αναγνωστίδη η
"Πρωτόγονη Κοινωνία" του Jacques De Morgan ,
που ο τίτλος της στα γαλλικά είναι "L ΄ Humanite
Prehistorique ", δηλαδή "Η Προϊστορική Ανθρωπότητα",
που εκδόθηκε στη δεκαετία 1920 στη σειρά "L ΄ evolution de l ΄ Humanite ".
Η "Αρχαία Κοινωνία" υπάρχει σήμερα στα αγγλικά με μια εκτενέστατη
εισαγωγή του ανθρωπολόγου Leslie
A . White (Harvard University Pres , Cambridge , Massachussets ,
1964). Στα γαλλικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Anthropos (1971) με παρουσίαση και εισαγωγή των Raoul και Laura
Makarius ). Οπως γράφει ο Ενγκελς το 1884 "...με
τον δικό του τρόπο... ανακάλυψε ξανά στην Αμερική την υλιστική έννοια της
ιστορίας, που είχε ανακαλυφτεί από τον Μάρξ σαράντα χρόνια πρίν". Ο
Μάρξ και ο Ενγκελς συνέβαλαν ώστε να επισημανθούν οι θεωρητικές συνέπειες του
έργου του Μόργκαν, και μάλιστα εκείνες που απορρέουν από την εμφάνιση των
τάξεων και του κράτους. Παρ΄ όλο που το βιβλίο του Ενγκελς γράφτηκε πολύ πριν
συγκεντρωθεί το πιό μεγάλο μέρος του υλικού που διαθέτουμε σήμερα γύρω από τις
πρωτόγονες και τις πρώτες αστικές κοινωνίες, τα βασικά του στοιχεία για μια
σκιαγράφηση της ιστορίας, ισχύουν μέχρι σήμερα. Πολλά από τα προβλήματα που
θίγονται στο έργο του Μόργκαν και του Ενγκελς αποτελούν ακόμα θέματα ζωηρής
συζήτησης μεταξύ των ανθρωπολόγων, ενώ οι θεωρητικές συνέπειες των ζητημάτων
αυτών εξακολουθούν ν΄ απασχολούν τους σύγχρονους Μαρξιστές.
Ο Μόργκαν περιγράφει την εξέλιξη της κοινωνίας μέσα σε
560 σελίδες. To βιβλίο του Ενγκελς είναι πολύ
πιό σύντομο, συγκεντρώνει τα βασικά στοιχεία του υλικού του Μόργκαν, και ερευνά
τις βασικές διαφορές μεταξύ της πρωτόγονης κοινωνίας και του
"πολιτισμού", όπου οι τάξεις και η πολιτική οργάνωση είναι
διαμορφωμένες. Τα προβλήματα που εξετάζει ο Ενγκελς χωρίζονται σε τρείς βασικές
κατηγορίες, τις εξής: α) τα στάδια της ανάπτυξης στην ιστορία της ανθρωπότητας,
β) η φύση της πρωτόγονης κοινωνίας και η σχέση της με την ιδιοκτησία, την
κοινωνική ιεραρχία, τις μορφές της οικογένειας και τα συστήματα καταγωγής, (σσ.
Βλ. Unesco , λήμμα "Καταγωγή" (Σε πολλά σημεία
παραπέμπουμε στο "Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών" της Ουνέσκο, εκδ. Νίκας-Τεγόπουλος,
Αθήνα 1972. Στο εξής θα αναφέρεται για συντομία Unesko ) και γ) η εμφάνιση της εμπορευματικής παραγωγής, η
διαίρεση σε τάξεις οικονομικά προσδιορισμένες, και το κράτος. Ενα τέταρτο
σημαντικό ζήτημα της σύγχρονης ανθρωπολογικής έρευνας, στο οποίο ο Ενγκελς,
αναφέρεται πολύ σύντομα, είναι το θέμα των πρώτων μορφών κοινωνικής οργάνωσης
στους πιθηκοειδείς (σσ. Αγγλικά Primate :
Ανώτατο γένος θηλαστικών που περιλαμβάνει τον άνθρωπο, τους πρωτοανθρώπους,
τους πιθήκους κλπ.) και η σημασία του για την προσέγγιση των πρώτων χρόνων της
ιστορίας της ανθρωπότητας.
1.
Η Αρχαία Κοινωνία του Μόργκαν
Την κεντρική ιδέα της "Αρχαίας Κοινωνίας"
του Μόργκαν, ότι δηλαδή η ιστορία της ανθρωπότητας θα μπορούσε να οριστεί
σύμφωνα με τα διαδοχικά "στάδια", την υπαινίσσονται ήδη τα αρχαία
Ελληνικά και Κινέζικα κείμενα, και τη διατυπώνει με σαφήνεια η σκέψη του 19ου
αιώνα. Οι θεωρητικοί όμως δεν ξεχώριζαν πάντοτε τα στάδια στην εξέλιξη του
πολιτικού (culture ) γενικά - σαν πλαίσιο του
ιστορικού γίγνεσθαι - από τις συγκεκριμένες ιστορικές διαδοχές του κάθε χώρου.
Στις αρχές του 18ου αιώνα ο Ιταλός ιστορικός Giovani Battista Vico , διατύπωσε
τη θεωρία της ιστορικής ανακύκλωσης με βάση πολιτιστικά κριτήρια, δηλαδή
χρησιμοποιώντας αποκλειστικά θεσμικά και ιδεολογικά στοιχεία της κοινωνίας.
Ηταν όμως τόσο στενά δεμένη με την ευρωπαϊκή ιστορία, που δεν μπορούμε να τη
χαρακτηρίσουμε σαν "εξελικτική". Το σχήμα του Vico περιλαμβάνει: το "θεϊκό" στάδιο (αρχαϊκή
Ελλάδα), το "ηρωϊκό" στάδιο (κλασικοί χρόνοι) και το "στάδιο του
ανθρώπου" στην κατοπινή Ελλάδα και στο Μεσογειακό κόσμο. Ο κύκλος
επαναλαμβάνεται στη Βόρεια Ευρώπη, με τους "θεϊκούς" Σκοτεινούς
Χρόνους, τον "ηρωϊκό" Μεσαίωνα, και το "στάδιο του
ανθρώπου" στο 18ο αιώνα. Το περιεχόμενο των κύκλων του Vico θυμίζει τη διαδοχή των σταδίων γνώσης του Comte από τη "θεολογική" στη
"μεταφυσική", μέχρι την "επιστημονική" γνώση.
Τα τέσσερα πρώτα στάδια της Ιστορίας του ανθρώπου που
όρισε ο Condorcet στο τέλος του 18ου αιώνα ήταν καθαρά πολιτιστικά. Το
πρώτο χαρακτηρίζεται από το κυνήγι και το ψάρεμα, το δεύτερο από την
κτηνοτροφία, το τρίτο από τη γεωργική καλλιέργεια και το τέταρτο από το
εμπόριο, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Οι νεώτερες περίοδοι του Condorcet στρέφονται γύρω από την Ευρωπαϊκή ιστορία: την πτώση
της Ρώμης, την εξέγερση των Διαμαρτυρομένων και τη Γαλλική Δημοκρατία. Στα
1850, ο πρωτοπόρος ανθρωπολόγος Gustave
Klemm , μάζεψε εθνογραφικό υλικό από κοινωνίες σ΄ όλο τον
κόσμο και σκιαγράφησε την εξέλιξη του ανθρώπου από τη νομαδική κυνηγετική
κοινωνία της ισότητας ("άγρια κατάσταση"), στη μόνιμα εγκατεστημένη
αγροτική κοινωνία που είναι οργανωμένη πολιτικά και όπου κυριαρχούν οι
θρησκευτικοί θεσμοί ("εξημέρωση") και στους πολιτισμούς των Αράβων,
των Ελλήνων, των Περσών και των Ρωμαίων ("ελευθερία"). Είναι άγνωστο
ως ποιό βαθμό ο Μόργκαν ήταν εξοικειωμένος με τέτοια κείμενα, αλλά έτσι ή
αλλοιώς, το αρχικό του ενδιαφέρον δεν ήταν να ανιχνεύσει και να διακρίνει τις
βασικές περιόδους της πολιτιστικής εξέλιξης. Αντίθετα, η θεωρία της ιστορίας
που εμφανίζεται μέσα στην "Αρχαία Κοινωνία" είναι αποτέλεσμα των
προβλημάτων που έθεσαν οι εμπειρικές του έρευνες. Η ανακάλυψη ενός φαινομενικά
ασυνήθιστου συστήματος ονομασίας συγγενών, που χρησιμοποιούσαν οι Ιροκέζοι
Ινδιάνοι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την πολιτεία της Νέας Υόρκης, τον οδήγησε
σε μιαν εκτενέστερη έρευνα παρόμοιων συστημάτων που υπήρχαν, ανεξάρτητα το ένα
από το άλλο, σε άλλα μέρη του κόσμου. Ετσι συγκεντρώνει πληροφορίες για
συστήματα συγγένειας άλλων Ινδιάνων της Αμερικής, και με τη βοήθεια
ιεραποστόλων, εμπόρων και κυβερνητικών υπαλλήλων, συγκέντρωσε ένα υλικό από όλο
τον κόσμο.
Το αποτέλεσμα ήταν να συσσωρεύσει ένα
μείγμα πληροφοριών για μια τεράστια ποικιλία από όρους συγγένειας που
χρησιμοποιούσαν σε διάφορες κοινωνίες. H πρώτη απόπειρα του Μόργκαν να βάλει κάποια τάξη σ΄
αυτό το υλικό απέτυχε, και ο εκδότης αρνήθηκε το χειρόγραφο. Ετσι, ο Μόργκαν
άρχισε να επεξεργάζεται μιά θεωρία διαδοχικών σταδίων στο γάμο, που
αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά συστήματα ορολογίας, τη θεωρία δηλαδή που
προτείνει στα "Συστήματα συγγένειας της ανθρώπινης οικογένειας"
("Systems of Consanguinity and Affinity of the Human Family
"), που εκδόθηκε στα 1871. Η υπόθεση πάνω στην οποία στήριξε τη θεωρία,
ότι δηλαδή οι όροι συγγένειας εκπροσωπούν πραγματικές ή πιθανές βιολογικές σχέσεις,
έχει αντικατασταθεί από τη σημερινή άποψη πώς η καθαρά βιολογική σημασία των
όρων είναι συχνά δευτερεύουσα σε σχέση με τις κοινωνικές της
προεκτάσεις. Ωστόσο, το έργο του Μόργκαν ήταν εξαιρετικά σημαντικό, όχι μονάχα
γιατί διατύπωσε τα προβλήματα της σημερινής μελέτης των κοινωνικών θεσμών, αλλά
γιατί και ο ίδιος ο Μόργκαν μπήκε έτσι στο δρόμο που θα έφερνε, στο τέλος της
ζωής του, στην έκδοση της "Αρχαίας Κοινωνίας". Το πρόβλημα που έθεσε
η μελέτη του γύρω από τη συγγένεια, έμεινε τότε άλυτο. Ποιά ήταν η αλληλο-διαδοχή
των θεσμικών μορφών στα πρώτα χρόνια της ιστορίας του ανθρώπου; Πάνω σε ποιά
θεμέλια στηρίχτηκαν οι νέες διαδοχικές κοινωνικές μορφές;
Ο Μόργκαν βρήκε την απάντηση στη Δαρβινική ερμηνεία
της βιολογικής εξέλιξης. Ηταν εξοικειωμένος με τα γραπτά του H . Spencer , γύρω
από την κοινωνική εξέλιξη, όπου αναφέρεται η σταδιακή συνθετότητα, και η
αυξανόμενη ειδίκευση και διαφοροποίηση της λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών.
Οταν όμως ο Ντάρβιν ερμήνευσε την Σπενσεριανή έννοια της "λειτουργικής
προσαρμογής" σαν τον κεντρικό μηχανισμό που επιτρέπει τη σταδιακή
εξέλιξη σε ανώτερες βιολογικές μορφές, ο Μόργκαν βρήκε τη λύση που θα μπορούσε
να τον βγάλει από το αδιέξοδο.
Ο Μόργκαν διατηρούσε ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με
τη θεωρία της εξέλιξης του ανθρώπου μέχρι που συνάντησε και συζήτησε με τον
Ντάρβιν σ΄ ένα ταξίδι του στην Ευρώπη. Μετά απ΄ αυτή τη συνάντηση έγραφε, πώς
υποχρεώθηκε να παραδεχτεί το "συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος ξεκινώντας
από το κάτω μέρος της κλίμακας, έφτασε σιγά-σιγά στη σημερινή του
κατάσταση", και ότι "ο αγώνας για την επιβίωση" έπαιξε
μεγάλο ρόλο σ΄ αυτό. (Οπως κι ο Ντάρβιν, έτσι κι ο Μόργκαν λέγοντας "αγώνας
για την επιβίωση" εννοούσε τη διαδικασία μιας ενεργητικής
προσαρμογής στο περιβάλλον και όχι την "επιθετικότητα", όπως
ήθελαν οι αυτοαποκαλούμενοι "κοινωνικοί Δαρβινιστές").
Ο Μόργκαν δήλωσε σ΄ ένα γράμμα του εκείνης της περιόδου: "Νομίζω,
ότι οι πραγματικές εποχές της προόδου είναι συνδεδεμένες με τις τέχνες της
συντήρησης, που αντικαθρεφτίζουν τις απόψεις του Ντάρβιν γύρω από τον
"αγώνα για την επιβίωση". {Resek , 1960! 99, 136 - 137}. Στις εισαγωγικές σκέψεις της
"Αρχαίας Κοινωνίας", έγραψε, ότι ο άνθρωπος προχώρησε με την "αργή
συσσώρευση πειραματικής γνώσης", δηλαδή μέσα από εφευρέσεις και
ανακαλύψεις - που αποτελούν για τον άνθρωπο, το αντίστοιχο της φυσικής
προσαρμογής των κατώτερων ειδών.
"Αφού είναι αναμφισβήτητο ότι μέλη της ανθρώπινης
οικογένειας έζησαν σε άγρια κατάσταση", συνεχίζει ο Μόργκαν, "άλλα μέλη στη
βαρβαρότητα και άλλα στον πολιτισμό, είναι φανερό πώς αυτές οι τρείς διαφορετικές
καταστάσεις είναι συνδεμένες η μιά με την άλλη σε μια φυσική και συνάμα
απαραίτητη ακολουθία προόδου". Δήλωσε ακόμα ότι "οι
διαδοχικές τέχνες συντήρησης που παρουσιάστηκαν σε αραιά διαστήματα" ήταν
εκείνες που καθόρισαν τη διαδοχή αυτών των τριών βασικών εξελικτικών σταδίων. Ο
Μόργκαν πρότεινε, τέλος, ανάλογες ακολουθίες στην ιστορία των κοινωνικών,
οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Ετσι, οι ακολουθίες αυτές ήταν στενά δεμένες
με την οικονομική εξέλιξη, παρ΄ όλο που ο Μόργκαν δεν έφτασε στη σύνθεση των
στοιχείων αυτών παρά μόνο όταν πραγματεύτηκε το πέρασμα από τη
"βαρβαρότητα" στον "πολιτισμό".
Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για τις πρώτες
κοινωνικές και οικονομικές μορφές που αναζητούσαν ο Μάρξ και ο Ενγκελς για να
συμπληρώσουν τις δικές τους ιστορικές έρευνες. Στην πρώτη τους κοινή και
ολοκληρωμένη έκθεση της διαλεκτικής υλιστικής θεωρίας της ιστορίας, που
επιχείρησαν στη "Γερμανική Ιδεολογία" το 1846, ο Μάρξ
και ο Ενγκελς σκιαγράφησαν "διάφορα στάδια εξέλιξης στον καταμερισμό
της εργασίας". Επειδή "κάθε στάδιο στον καταμερισμό της
εργασίας καθορίζει συγχρόνως τις σχέσεις των ατόμων αναμεταξύ τους, σε αναφορά
με το υλικό, το εργαλείο, και το προϊόν της εργασίας", τα στάδια
αυτά αντιστοιχούν συγχρόνως σε ισάριθμες διαφορετικές μορφές
ιδιοκτησίας". Η αρχική ιδιοκτησία "της φυλής"
ξεπεράστηκε από την "αρχαία κοινοτική και κρατική ιδιοκτησία", που
με τη σειρά της ξεπεράστηκε από την τρίτη βασική μορφή της προ-καπιταλιστικής
ιδιοκτησίας, τη "φεουδαλική ή κτηματική ιδιοκτησία" (Marx and Engels , 1970: 43-45) (σσ. Αγγλική έκδοση).
Σε άλλο χειρόγραφο, που συμπληρώθηκε ύστερα από έντεκα
ή δώδεκα χρόνια, ο Μάρξ έκανε υποθέσεις γύρω από τα διάφορα είδη σχέσεων που
υπήρχαν σε κοινωνίες όπου "ο εργαζόμενος είναι ιδιοκτήτης και ο
ιδιοκτήτης εργάζεται", και γύρω από τη διαδικασία, μέσ΄ απ΄ την
οποία, εκείνες οι σχέσεις έπαψαν να υπάρχουν ή άλλαξαν μορφή. (Marx , 1965:96) (σσ. Αγγλική έκδοση). Βέβαια εκείνος έδωσε
μεγαλύτερη προσοχή στις κλασικές κοινωνίες της Μεσογείου και του Ανατολικού
Κόσμου, καθώς και στις πρώτες κοινωνίες της Βόρειας Ευρώπης. Ο Μόργκαν,
αντίθετα, μας άφησε στοιχεία και πληροφορίες που ανοίγουν δρόμους για μια
καινούργια προσέγγιση της τεράστιας περιόδου που αντιπροσωπεύεται από την
ιδιοκτησία "της φυλής", καθώς και υλικό που φωτίζει τα διαδοχικά στάδια
μέσα στα οποία εμφανίστηκε η ατομική ιδιοκτησία.
Τα στοιχεία αυτά ήταν εξαιρετικά πλούσια. Ο Μόργκαν
δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τις λεπτομέρειες των συγκεκριμένων θεσμικών μορφών
και γεγονότων. Απόφυγε τη συνηθισμένη πρακτική του 19ου αιώνα, όπου η αποδεικτική
επιχειρηματολογία μιας θεωρίας γινόταν με στοιχεία αποσπασμένα από το
πολιτιστικό τους πλαίσιο. Αντίθετα, η δική του ανάπτυξη χτιζόταν πάνω στη
λεπτομερειακή ανάλυση του συνόλου του πολιτισμού: (σσ Αγγλικά culture ) του Αυστραλέζικου, του Ιροκέζικου, του Αζτέκικου,
του Ελληνικού, του Ρωμαϊκού. Η χιλιοειπωμένη μομφή, πώς ο Μόργκαν πρώτα
κατασκεύασε ένα μεγαλεπίβολο αλλά μηχανικό σχήμα και ύστερα προσπάθησε να
στριμώξει εκεί μέσα τους διάφορους πολιτισμούς, μπορεί να υποστηριχτεί μόνο από
εκείνους που δεν διάβασαν παράτις πρώτες σελίδες της "Αρχαίας
Κοινωνίας". Ο Μόργκαν συγκέντρωσε την προσοχή του στις λεπτομέρειες της
κοινωνικής οργάνωσης κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας, στις συνεπαγωγές των
ιστορικών γεγονότων, στα προβλήματα που έθεταν οι νέες εφευρέσεις, και στον
τρόπο που αναπτύσσονταν οι καινούργιες σχέσεις. Υστερούσε, όμως, στην
προσπάθεια να διατυπώσει τις ιδέες του σ΄ ένα περιεκτικό θεωρητικό σχήμα με
εσωτερική συνοχή. Η ανακάλυψή του ήταν τεράστια και η γνώση που αποκτά ο
αναγνώστης σημαντική. Υπήρξε όμως και παραμένει, πραγματιστής μελετητής, με
εξαιρετική διαισθαντική ικανότητα, χωρίς μεγάλες δυνατότητες θεωρητικής
συγκεφαλαίωσης. Δεν ήταν ούτε διαλεκτικός μα ούτε κι απόλυτα συνεπής στον
υλισμό του. Ο Ενγκελς επιχειρεί στην "Καταγωγή" να επισημάνει τα
κεντρικά ζητήματα που έθεσε το έργο του Μόργκαν, και να καθορίσει με σαφήνεια
τα διακριτικά χαρακτηριστικά των τριών μεγαλύτερων σταδίων της αρχαίας
ιστορίας, να ξεκαθαρίσει τη σχέση μεταξύ του υλικού βίου και της
κοινωνικο-πολιτικής οργάνωσης στις πρωτόγονες και στις πολιτισμένες κοινωνίες,
και να εμβαθύνει στις κρίσιμες ιστορικές τομές όπου εμφανίζονται οι ταξικές
σχέσεις και το κράτος.
2.
Η έννοια των Σταδίων
Η ανάλυση της ύλης σε διαδοχικές κατηγορίες, σαν τμήμα
μιας διαδικασίας εμβάθυνσης και μελέτης, είναι πιό διαδεδομένη και φυσιολογική
πρακτική στις φυσικές επιστήμες απ΄ ότι στις κοινωνικές. Οι φυσικές επιστήμες
πέτυχαν πιό πολύ απ΄ τις κοινωνικές, ν΄ απαγκιστρωθούν από μια μεταφυσική
προσπάθεια να βάλουν τα πράγματα τούτου του κόσμου στη θέση τους και απέφυγαν
έτσι την απογοήτευση που ακολουθεί την αποτυχία. Λόγου χάρη είναι αυτονόητο ότι
η ύπαρξη ενδιάμεσων μορφών μεταξύ φυτών και ζώων δεν αναιρεί τις κατηγορίες
"φυτό" και "ζώο", αλλά αντίθετα, επισημαίνει τους μηχανισμούς
εκείνους που επιδρούν κατά την εξέλιξη από την πρώτη στη δεύτερη. Η ανακάλυψη
πώς η φάλαινα δεν είναι ψάρι, βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της εξέλιξης των
θηλαστικών. Αντί να θέτει σε αμφισβήτηση την κατηγορία "ψάρι", η
ανακάλυψη δείχνει ότι ο βασικός λειτουργικός διαχωρισμός της κατηγορίας δεν
ορίζεται από τη ζωή στη θάλασσα. Το γεγονός ότι ορισμένες κοινωνίες κυνηγών -
τροφοσυλλεκτών και ψαράδων έχουν φτάσει σε θεσμικές μορφές που συνήθως
συναντώνται με την ανάπτυξη της καλλιέργειας, δεν αναιρεί τη σπουδαιότητα του
διαχωρισμού μεταξύ συλλογής τροφής και παραγωγής τροφής. Αντίθετα, η μελέτη
παρόμοιων κοινωνιών θα δείξει καθαρά γιατί είναι σημαντικός ο διαχωρισμός και
πώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι υπάρχουν βασικές διαφορές στην κοινωνική
οργάνωση ανάμεσα σε κοινωνίες κυνηγών - τροφοσυλλεκτών και κοινωνίες
"απλών καλλιεργητών".
Στο χώρο της αμερικάνικης ανθρωπολογίας, σύμφωνα με
τον αντι-δαρβινικό εμπειρισμό, που συνδέεται με το όνομα του Franz Boas , η
αμφισβήτηση της διαδοχής των σταδίων του Μόργκαν είχε γίνει κοινός τόπος, με
την αιτιολογία ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ακόμα και μερικές που
χρησιμοποίησε για παράδειγμα ο Μόργκαν, δεν "χωρούσαν" σε ένα
συγκεκριμένο στάδιο. Ομως, ο ίδιος ο Μόργκαν, γνώριζε καλά τα όρια του
"σχήματος" που πρότεινε, το θεωρούσε απλώς "βολικό και
χρήσιμο", αν και "προσωρινό". Εγραφε πώς θα ήθελε να θεμελιώσει
τους βασικούς του διαχωρισμούς στις διαδοχικές "τέχνες συντήρησης",
που ήταν: 1) διατροφή με διαθέσιμους καρπούς και ρίζες, 2) επί πλέον ψάρι και
χρήση φωτιάς, και σταδιακά κρέας, σαν μόνιμο στοιχείο της διατροφής, ιδίως μετά
την επινόηση του τόξου και του βέλους, 3) εισαγωγή της καλλιέργειας των
δημητριακών και άλλων φυτών, 4) εισαγωγή του κρέατος και του γάλακτος των
κατοικίδιων ζώων, και 5) "κάθε είδους διατροφή", με τη βελτίωση των καλλιεργητικών
μεθόδων, κυρίως στη χρησιμοποίηση εξημερωμένων ζώων στο όργωμα.
Ομως, ο Μόργκαν δεν μπόρεσε να συνδέσει με
ικανοποιητικό τρόπο κάθε καινούργια τεχνική με ένα κοινωνικό στάδιο. - Ας μην
ξεχνούμε πώς το υλικό που είχε στα χέρια του ήταν περιορισμένο. - "Η
έρευνα δεν έχει προχωρήσει αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να έχουμε τις
απαραίτητες πληροφορίες", έγραφε, "για εκείνες τις
επινοήσεις και τις ανακαλύψεις που παρέχουν αρκετά τεκμήρια προόδου, για να
χαρακτηρίσουν την αρχή διαδοχικών περιόδων των εθνών". Αυτές ήταν:
η διατροφή με ψάρι και η χρήση φωτιάς ( που δηλώνει τη μετάβαση από την
πρωτόγονη περίδο του κατώτερου σταδίου "άγριας κατάστασης" στην
περίοδο του μεσαίου σταδίου της "άγριας κατάστασης"), το τόξο και το
βέλος (αρχή του ανώτερου σταδίου "άγριας κατάστασης), η αγγειοπλαστική
(κατώτερο στάδιο "βαρβαρότητας"), τα κατοικίδια ζώα και η άρδευση
στην καλλιέργεια (μεσαίο στάδιο "βαρβαρότητας"), το σίδερο (ανώτερο
στάδιο "βαρβαρότητας") και το αλφάβητο και η γραφή
("πολιτισμός")(1)
Ο Ενγκελς παραδέχτηκε τα κριτήρια του Μόργκαν,
αποσαφηνίζοντας και τονίζοντας το βασικό διαχωρισμό μεταξύ της λεγόμενης
"άγριας" και της λεγόμενης "βάρβαρης" περιόδου, κοιταγμένης
καθεμιάς στο σύνολό της: Η πρώτη περίοδος, έγραφε, ήταν "η περίοδος
όπου τα προϊόντα καταναλώνονται κατά κύριο λόγο στη φυσική τους μορφή". K αι η δεύτερη, "η περίοδος όπου ο άνθρωπος
μαθαίνει να ανατρέφει κατοικίδια ζώα, καλλιεργεί, και βρίσκει τρόπους να
αυξάνει την προμήθεια των προϊόντων της φύσης μέσω της εργασίας του". Το
διαχωρισμό αυτό αναφέρουν σήμερα οι ανθρωπολόγοι σαν τη διάκριση μεταξύ σ υ λ λ
ο γ ή ς τροφής και π α ρ α γ ω γ ή ς τροφής. Με τον πολιτισμό, έγραφε ο
Ενγκελς, "ο άνθρωπος μαθαίνει να χρησιμοποιεί περισσότερο την
εργασία του στα προϊόντα της φύσης". Είναι "η περίοδος
της μηχανής και της τέχνης". Εμβαθύνοντας στην ερμηνεία του
Μοργκαν, και προσθέτοντας επί πλέον στοιχεία από την πρώτη Κελτική και
Γερμανική κοινωνία, κατέληξε σε μιαν ανάλυση για την εμφάνιση των τάξεων όπου
λέει: "Ο πολιτισμός είναι, λοιπόν,... εκείνο το στάδιο
εξέλιξης της κοινωνίας, όπου ο καταμερισμός της εργασίας, η ανταλλαγή ανάμεσα
σε άτομα που προέρχεται από τον καταμερισμό αυτόν και η εμπορευματική παραγωγή,
που τα συμπεριλαμβάνει και τα δυό, φτάνουν σε πλήρη ανάπτυξη και ανατρέπουν
ολόκληρη την προηγούμενη κοινωνία" (Βλ. σελ. 310).
Οι μεταγενέστερες αναλύσεις των ιστορικών σταδίων
μαστίζονται από μια βασική σύγχυση: Αδυνατούν να ξεχωρίσουν από τη μια τη
χρησιμοποίηση του ορισμού των σταδίων, σαν απαραίτητη προκαταρκτική διαδικασία
για να μελετηθεί μια συγκεκριμένη περίοδος, θεσμός, ή γεγονός, και από την
άλλη, τη θεώρηση των ίδιων αυτών σταδίων σαν απάντηση στα θεωρητικά προβλήματα
που μπορεί να θέσει μια τέτοια μελέτη. Τα "στάδια" καθορίζουν βασικές
επιλογές μέσα στην ίδια τη δομή των σχέσεων παραγωγής, αποτελούν ένα θεωρητικό
σκελετό για την παραπέρα μελέτη της ιστορικής διαδικασίας. Αν κατατάξει κανείς
μια κοινωνία σε ένα στάδιο ή σε μεταβατική θέση μεταξύ δύο σταδίων, κάνει ένα
αναγκαίο βήμα για την παραπέρα έρευνα και όχι έναν αυθαίρετο περιορισμό.(2)
* 1) Τα νεώτερα δεδομένα
δείχνουν πώς το ψάρεμα δεν εμφανίστηκε τόσο νωρίς στην ιστορία του ανθρώπου,
(βλέπε το κεφάλαιο των Washburn και Lancaster στο βιβλίο των Lee και De Vore , 1968: 294). Ο Μόργκαν αναλύει τα στάδια
και τα κριτήρια για το διαχωρισμό τους στα δυό πρώτα κεφάλαια της "Αρχαίας
Κοινωνίας". Βλέπε και την εισαγωγή της συγγραφέως ( E . Leacock ) στον Μόργκαν (1963, Ι : XI - XV ).
* 2) Σχετικά με τη σχέση μεταξύ τεχνολογικών νεωτερισμών και της
εμφάνισης νέων οικονομικών σχέσεων που εγκαινιάζουν νέα "στάδια"
ιστορικής ανάπτυξης, βλέπε Childe , 1944 και Semenov , 1965. O Semenov γράφει: "Το μεγαλύτερο ελάττωμα με
την έννοια της περιοδικότητας στον Μόργκαν είναι ότι αυτή δεν ταυτίζεται με την
περιοδικότητα της ιστορίας της κοινωνίας. Η ανάπτυξη της κοινωνίας, με μόνη τη
διαφορά ότι δεν συμπίπτουν. Ακόμα και βασικοί σταθμοί στην εξέλιξη των
παραγωγικών δυνάμεων, δεν οδηγούν αυτόματα ή αμέσως στην αλλαγή των σχέσεων
παραγωγής, και επομένως και των υπόλοιπων κοινωνικών σχέσεων. Οσο για τις
λιγότερο σημαντικές αλλαγές, είναι δυνατόν και μόνο το γεγονός της συσσώρευσής
τους να οδηγήσει σε αλλαγές των κοινωνικών σχέσεων, πρώτα στο οικονομικό και
ύστερα στο ιδεολογικό επίπεδο. Επομένως είναι αδύνατο να δημιουργηθεί μια
αληθινή ακολουθία περιόδων της ιστορίας της κοινωνίας, αν το κριτήριο για την
απαρχή ενός καινούργιου σταδίου στην εξέλιξή της, θεωρηθεί η εμφάνιση μιας
μόνης αλλαγής, έστω και σημαντικής, στην ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων".
3. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Η επίλυση εκείνων των θεωρητικών προβλημάτων που
αποτελούν τη βάση των κοινωνικών επιστημών, δεν έρχεται με την επισώρευση
επιστημονικού χρόνου και μόχθου. Οι κοινωνικές επιστήμες ήταν πάντα ευαίσθητες
στις πολιτικές επιδράσεις της Α ή της Β θεωρίας, και οι εξελικτικές υποθέσεις
προκαλούσαν πάντα υποκειμενικές και διφορούμενες αντιδράσεις. Ο ίδιος ο Μόργκαν
δεν ήταν ριζοσπάστης, αλλά ούτε και από κείνους που χρησιμοποιούν στοιχεία από
το παρελθόν μόνο και μόνο για να δικαιώσουν τους θεσμούς της εποχής τους. Είχε
τη γνώμη, μαζί με όλους τους φιλελεύθερους Αμερικανούς του 19ου αιώνα, πως οι
Ηνεμένες Πολιτείες είχαν αφήσει πίσω στην Ευρώπη το ταξικό σύστημα, και πώς
ήταν δυνατό να αναπτυχθούν και να προοδεύσουν σε μια ορθολογιστική βάση. Την
πρόοδο αυτή δεν τη θεωρούσε όμως αναπόφευκτη. Τον απασχολούσε η "τύχη
της ιδιοκτησίας", από την οποία και εξαρτιόταν η κοινωνία, καθώς
και οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε το φαινόμενο. Η ιδιοκτησία είχε γίνει μια
ακαταμάχητη δύναμη, που θα κατέστρεφε την κοινωνία αν παρέμενε ανεξέλεγκτη.
Ανέλυσε τη γνώμη του για το μέλλον σε ένα βαρυσήμαντο χωρίο: "Η
αναγέννηση της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας του αρχαίου
"γένους" σε υψηλότερη μορφή", το οποίο παραθέτει ο
Ενγκελς, στην τελευταία σελίδα της "Καταγωγής".
Ο Ενγκελς, αφού επισήμανε τις θεωρητικές συνέπειες της
σύγκρισης που επιχείρησε ο Μόργκαν, μεταξύ της πρωτόγονης και της ταξικής
κοινωνίας, τη χρησιμοποίησε για επιχείρημα υπέρ του σοσιαλισμού. Επόμενο είναι,
λοιπόν, ότι τα έργα και του Μόργκαν, αλλά και του Ενγκελς να έχουν υποστεί
πολλών ειδών κριτικές και αξιολογήσεις, που άλλαζαν ανάλογα με την πολιτική
ατμόσφαιρα κάθε εποχής. Μόλις τα τελευταία χρόνια οι Σοβιετικοί μελετητές
ασχολήθηκαν σοβαρά με την εξελικτική θεωρία, και με βάση τα καινούρια δεδομένα
επιχείρησαν να επισημάνουν τα προβλήματα που θέτει. ( Soviet Studies
in History ,
1966). Στους δυτικούς πανεπιστημιακούς κύκλους γνωρίζουν τις μαρξιστικές ιδέες
από δεύτερο χέρι μονάχα: τα ίδια τα έργα του Μάρξ και του Ενγκελς σπάνια τα
διαβάζουν. Η συνηθισμένη διαδικασία είναι να ορθώνουν το σκιάχτρο του
οικονομικού ντετερμινισμού στη θέση της Μαρξιστικής θεωρίας, και ύστερα να το
γκρεμίζουν. Οι πιό ερευνητικοί μελετητές, που διαβάζουν μερικά έργα του Μάρξ
και του Ενγκελς, καταλήγουν να διαστρεβλώνουν τις ιδέες που σταχυολόγησαν από
αυτά, στην προσπάθειά τους να τις ενσωματώσουν στα πλαίσια μιας
επιχειρηματολογίας, κομμένης και ραμμένης στα μέτρα εκείνων των δημοσιευμάτων
που αποτελούν το μοναδικό τρόπο για να μπει κανείς στην ακαδημαϊκή αδελφότητα.
Η "Αρχαία Κοινωνία" του Μόργκαν διαβάζεται και αυτή
σπάνια, και όποτε αναφέρεται στις πανεπιστημιακές παραδόσεις, κατά κανόνα
παραμορφώνεται και απορρίπτεται χωρίς πολλή συζήτηση. Η σύγχυσης αποκτά
μεγαλύτερες διαστάσεις όταν, καλοπροαίρετοι μελετητές χρησιμοποιούν το
περισσότερο παραδεκτό όνομα του Μόργκαν σαν ευφημισμό αντί του Μάρξ (ή του
Ενγκελς), και συμβάλλουν έτσι στη διαστρεβλωμένη αντίληψη πώς οι θεωρίες τους
ήταν ταυτόσημες.
Οταν η Ρωσική επανάσταση αποτέλεσε έμπρακτη απόδειξη
της θεωρίας του Μάρξ για το επικείμενο σοσιαλιστικό "στάδιο" της
ιστορίας, μια πληθώρα από μελέτες επιχειρούσαν με αγωνία να αποδείξουν ότι οι
θεσμοί των τάξεων, της ατομικής ιδιοκτησίας, της μονογαμικής οικογένειας σαν
οικονομικής μονάδας, ακόμα και το ίδιο το κράτος, ήταν δυνατό να υπάρχουν σε
όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης κοινωνίας, και ότι δεν υπήρχε κατά βάση, καμιά
προκαθορισμένη "σειρά" στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στις Ηνωμένες
Πολιτείες τέτοιου είδους μελέτες έγιναν στα πλαίσια της "ιστορικής"
σχολής, που επί κεφαλής της ήταν ο Franz Boas , οι οποίες τόνιζαν την
ιδιαιτερότητα της ιστορίας του κάθε λαού. Στην Αγγλία εμφανίστηκαν παρόμοιες
μελέτες με τη σφραγίδα της "λειτουργικής θεωρίας"*, οι
οποίες αποδοκίμαζαν σαν "άκαρπη προσπάθεια", την
αναζήτηση της καταγωγής των θεσμών, και ακολουθούσαν το "συγχρονικό"
τρόπο ανάλυσης, που εξετάζει τις σχέσεις των θεσμών μεταξύ τους σε κάθε
δεδομένη κοινωνία.
Οι διαμάχες μεταξύ των οπαδών της "ιστορικής"
και της "λειτουργικής" σχολής, και μεταξύ αυτών
και των οπαδών της "εξελικτικής" σχολής που είχαν
απομείνει, στάθηκαν συχνά έντονες. Ομως στην πλεοψηφία των ανθρωπολόγων
επικρατούσε ένας πρωτοφανέρωτος πραγματιστικός εκλεκτικισμός. Η γοργή
συσσώρευση λεπτομερειακών στοιχείων από τις πρωτόγονες κοινωνίες έθετε
ατελείωτα επί μέρους προβλήματα, που συγκέντρωναν όλο τους το ενδιαφέρον, με
αποτέλεσμα να παραμελούνται τα γενικότερα θεωρητικά θέματα. Μακροχρόνια όμως,
φάνηκε πώς ο εκλεκτισμός αυτός δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα. Είναι
γεγονός ότι μονάχα μέσα σ΄ ένα στενό θεωρητικό πλαίσιο είναι δυνατό να
αντιτάξει κανείς τη θεωρία της εξέλιξης, τη "λειτουργική", και την
"ιστορική" σχολή. Μια πλήρης σύλληψη της θεωρίας της εξέλιξης απαιτεί
αρκετές "λειτουργικές" γνώσεις. Η ίδια η υπόθεση της κεφαλαιώδους
σχέσης μεταξύ οικονομικών και άλλων θεσμών είναι αυτή καθαυτή
"λειτουργική". Η θεωρία της εξέλιξης προτάσσει τους οικονομικούς
παράγοντες, αλλά συνάμα δεν αγνοεί τις συνεχείς εσωτερικές προσαρμογές που
λειτουργούν στα διάφορα τμήματα του κοινωνικού συστήματος. Επί πλέον, η
"εξέλιξη" δεν μπορεί να μελετηθεί έξω από συγκεκριμένα ιστορικά
γεγονότα των οποίων αποτελεί το θεωρητικό ή το επεξηγηματικό στοιχείο. Χωρίς τη
βοήθεια μιας πλατύτερης θεωρίας - όπως στην περίπτωση αυτή η θεωρία της
εξέλιξης - τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να απαριθμηθούν, αλλά δεν μπορούν να κατανοηθούν.
Οι επικριτές της θεωρίας της εξέλιξης, τόνιζαν
χαρακτηριστικά την άπειρη πολλαπλότητα συγκεκριμένων τρόπων ζωής που βρίσκονται
στον κόσμο, και πού ο καθένας τους είναι ιστορικό αποτέλεσμα μοναδικών
γεγονότων και επιδράσεων. Ομως αυτά τα συσσωρευμένα στοιχεία δεν θεμελιώνουν
μοναχά την ποικιλία. Οι αρχαιολογικές έρευνες φέρνουν στο φώς μιαν αναντίρρητη
εικόνα της ανάπτυξης του ανθρώπου από "άγριους" κυνηγούς σε
"βάρβαρους" καλλιεργητές και τελικά στους "πολιτισμούς" της
Αρχαίας Ανατολής, όπως φανέρωσε ο Αγγλος επιστήμονας V . Gordon
Childe . (ΣΣ Ο Childe
(1935, 1969) αναφέρει περιληπτικά τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών
σχετικά με την προϊστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, και εντοπίζει την
αρχική ανάπτυξη των πόλεων στην περιοχή αυτή στα τέλη της πέμπτης χιλιετίας
π.Χ. καθώς και τη νεώτερη ανάπτυξη στη Μεσόγειο, που αναφέρεται από τον Μόργκαν
και τον Ενγκελς. Ο Childe διατηρεί τους όρους
"άγρια κατάσταση" και "βαρβαρότητα", που δεν
χρησιμοποιούνται πιά, γιατί έχουν αποκτήσει μειωτική σημασία. Οι σύγχρονες
ορολογίες συνήθως αναφέρονται στις βασικές τεχνικές της παραγωγής, όπως
"συλλογή τροφής" ("άγρια κατάσταση") και "παραγωγή
τροφής" ("βαρβαρότητα"). Οι συλλέκτες τροφής αναφέρονται σαν
"κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες" (παρόλο που ψαρεύουν κιόλας). Οι
παραγωγοί τροφής χωρίζονται στους "πρωτοκαλλιεργητές", και σ΄ αυτούς
που χρησιμοποιούν το άροτρο ή/ και αρδευτικές μεθόδους ή/ και λιπάσματα. Μια
σχετικά πρόσφατη ανάλυση των αρχαιολογικών "επιπέδων" είναι του Robert J . Braidwood (Τα επίπεδα στην Προϊστορία: ένα μοντέλο για την
επεξεργασία των Ευρημάτων) στο βιβλίο του Tax , 1960) Παράλληλα, τα εθνογραφικά δεδομένα
αποδεικνύουν πώς οι βασικοί διαχωρισμοί των κοινωνιών που βρίσκονται σε
διαφορετικά επίπεδα παραγωγής, δημιουργούν και τις παραλλαγές μεταξύ αυτών των
πολιτισμών. Ο Leslie White (1945, 1947), που ήταν πάντοτε η φωνή της μειοψηφίας
που πίστευε στη θεωρία της εξέλιξης, είχε υποστηρίξει αυτή τη θέση σε μια σειρά
από συζητήσεις με τον Robert
Lowie (1946), τον πολυγραφότερο από τους ανταγωνιστές του.
(ΣΣ Βλέπε και " The History of Ethnological Theory " (Ιστορία της Εθνολογικής Θεωρίας) 1939, για
τις απόψεις του Lowie γύρω από τον Μόργκαν Τα
βασικά έργα του Leslie A . White είναι:
" The Science of Culture " (Η Επιστήμη του Πολιτισμού) 1949, και " The Evolution of Culture " (Η Εξέλιξη του Πολιτισμού) 1959).
Ενώ το αρχαιολογικό και εθνογραφικό υλικό τεκμηρίωναν
μια "εξελικτική" άποψη της παγκόσμιας ιστορίας, τα διεθνή γεγονότα
αναγκαστικά επηρέαζαν το γενικό επιστημονικό κλίμα. Στη Δύση, οι κοινωνικές
επιστήμες αποδεικνύονται ανίκανες να αντιμετωπίσουν με σταθερότητα άμεσα
κοινωνικά προβλήματα, ενώ μεγαλώνει η απογοήτευση από τη θετικιστική και την
καθαρά πραγματιστική έρευνα, φαινόμενα που οδηγούν στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος
για τη θεωρία γενικά, και για τη Μαρξιστική θεωρία ειδικότερα. Στο σοσιαλιστικό
κόσμο, παρουσιάστηκαν τεράστια θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα σχετικά με τη
μετάβαση από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, μετάβαση που πολλές φορές
παρουσιαζόταν σαν μια αυτόματη πορεία προκανονισμένης αλλαγής. Φάνηκε καθαρά
πώς η δογματική αντιμετώπιση της Μαρξιστικής θεωρίας μπορεί να αποτελέσει
σοβαρό εμπόδιο, και ότι ήταν άμεση η ανάγκη ανάπτυξης και επέκτασής της. Εν τω
μεταξύ, οι πρώοιν "πρωτόγονοι" λαοί, αντικείμενο μελέτης των
ανθρωπολόγων, ξεπροβάλλουν σαν νέα έθνη που αναζητούν κοινωνικές και
οικονομικές μορφές σύμφωνες με τη βιομηχανική τεχνολογία, αλλά και με τις
παραδόσεις τους. Αυτή η ανάπτυξη καθιστά πιά κωμική κάθε προσπάθεια να
θεωρηθούν παρόμοιες κοινωνίες σαν απομονωμένοι και αυτοτελείς θύλακες. Ούτε και
προσφέρονται για μια περιγραφή χωρίς τη βοήθεια μιας θεωρίας των οικονομικών
επιδράσεων στις κοινωνικές και πολιτικές δομές τους.
Ολ΄ αυτά συνετέλεσαν στην ανάπτυξη μιας ισχυρής και
δραστήριας "νεο-εξελικτικής" (ΣΣ Αγγλικά neo - evolutionism )
πτέρυγας της Αμερικανικής ανθρωπολογίας, ενώ συγχρόνως γινόταν γενικά παραδεκτή
η αντίληψη πως η ιστορία της ανθρωπότητας έχει άμεση σχέση με τα μεγάλα
εξελικτικά ρεύματα. (ΣΣ Γενικές εκτιμήσεις γύρω από τη σύγχρονη εξελικτική
θεωρία, εκτός από τα έργα των Ghilde και White που ήδη αναφέρθηκαν, είναι το βιβλίο του Steward , 1965 και των Sahlins και Service , 1960).
Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν ενθουσιαστικό. "Εξέλιξη" σήμαινε και
εξακολουθεί να σημαίνει πολλά και διάφορα πράγματα στους διάφορους ανθρώπους. Η
ενσυνείδητη εφαρμογή της διαλεκτικής σε μια υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν
έχει μεγάλη σχέση με το ισχυρό ρεύμα του οικονομικού ντετερμινισμού που
χρακτηρίζει τη σύγχρονη θεωρία της εξέλιξης στις Ηνωμένες Πολιτείες. (ΣΣ Αυτή η
άποψη έχει εκφραστεί καθαρότερα στο βιβλίο του Harris , 1968, Ο Χάρρις γράφει (1968, Β: 519) ότι: "Η
Εγελιανή έννοια της διαλεκτικής" υπήρξε "βαριά κληρονομιά", από
την οποία "ο Μαρξισμός ποτέ δεν απαλλάχτηκε"). Η εισαγωγή μιας δημοφιλούς
αλλά θεωρητικά πλαδαρής έκφρασης, της "πολυγραμμικής εξέλιξης", που
αποδίδεται στον Μόργκαν (και έμμεσα στον Μάρξ και στον Ενγκελς), δεν κατάφερε
να λύση τα ζητήματα. Ωστόσο όμως, ο δρόμος ανοίχτηκε για μια επανεξέτασή τους.
Ετσι μερικοί μελετητές έκαναν μια σοβαρή προσπάθεια ανασκόπησης και κριτικής
των διαφόρων επιχειρημάτων, που στρέφονταν ενάντια στη Μαρξιστική αντίληψη, και
αντί να καταλήξουν σε μια επικύρωση της παλιάς επιχειρηματολογίας, έφεραν στο
φώς καινούργια στοιχεία και άνοιξαν νέους ορίζοντες στην ερμηνεία της ιστορίας.
4. Πρωτόγονος Κομμουνισμός
Τα βασικά ζητήματα που έθεσε η ανθρωπολογική σχολή του Boas στρέφονταν γύρω από τη φύση και την ύπαρξη μιας πρωτόγονης κοινότητας. Ο Μόργκαν έχει αναφερθεί στην "ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα των αρχαίων γενών (gentes)" και είχε γράψει ότι ο "πόθος" για την απόκτηση περιουσίας ήταν ανύπαρκτος στα πρώτα στάδια της κοινωνίας. Οι σχέσεις παραγωγής που υπήρχαν σε τέτοιες κοινωνίες ήταν, σύμφωνα με τον ορισμό του Ενγκελς, "συλλογικές" και "η κατανάλωση γινόταν με άμεσο μοίρασμα των προϊόντων μέσα στα πλαίσια μεγάλων ή μικρών κομμουνιστικών κοινοτήτων". Ο μοναδικός καταμερισμός της εργασίας οριζόταν από το φύλο, και η κοινωνία δεν ήταν χωρισμένη σε τάξεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων. Η γή ήταν κτήμα όλων και τα εργαλεία ανήκαν στον κάθε χρήστη. Εκτός από το κοινωνικό σύνολο, συνεχίζει ο Ενγκελς, πολιτική οργάνωση δεν υπήρχε. Αντίθετα από τον πολιτικό ηγέτη, που στέκει "σαν κάτι έξω από την κοινωνία και πάνω απ΄ αυτήν", ο αρχηγός του γένους στέκει ανάμεσα στην κοινωνία. Η συμμετοχή όλων των ενηλίκων στα κοινά ήταν αυτονόητη. Το πρόβλημα αν η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις είναι "δικαίωμα" ή "καθήκον", είναι εξίσου παράλογο για έναν Ινδιάνο, όσο το "αν είναι δικαίωμα ή καθήκον το φαγητό, ο ύπνος, το κυνήγι". (Βλ. σελίδα 291).
Μια προσπάθεια τρανής απόδειξης ότι η ύπαρξη του σταδίου του πρωτόγονου κομμουνισμού είναι αδύνατο να καταδειχθεί είναι το βιβλίο του Frank G. Speck. Εκεί ισχυρίζεται ότι οι Ινδιάνοι του Montagnais, κυνηγοί της χερσονήσου του Labrador, είχαν χωρίσει τη γή τους σε μερίδια ή "κυνηγετικούς τόπους", οι οποίοι, λέει, ήταν ατομικές ιδιοκτησίες και περνούσαν από πατέρα σε γιό. Ο Speck (1926 και Eiseley, 1939) δηλώνει πώς παλαιότερες πηγές της περιοχής, καθώς και ανάλογη βιβλιογραφία γύρω από άλλους κυνηγετικούς λαούς του κόσμου, δείχνουν ότι αυτό συνέβαινε πριν ακόμα εισβάλουν οι Ευρωπαίοι. Ετσι έφτασε στο συμπέρασμα πώς παρόμοιοι τρόποι ιδιοκτησίας της γής ήταν παγκόσμιοι και αρχαίοι. Αυτή η υποτιθέμενη ανακάλυψη αποτέλεσε μόνιμη αναφορά στα ανθρωπολογικά βιβλία και περιοδικά. Ο Speck και ο Eiseley έγραψαν ότι τέτοιες ανακαλύψεις "θα πρέπει να ενοχλούν αυτούς, οι οποίοι, όπως ο Μόργκαν, και πολλοί σύγχρονοι Ρώσοι, πιστεύουν ότι ο πολιτισμός (culture) των κατωτέρων κυνηγών είναι αντιπροσωπευτικός ενός σταδίου που προηγήθηκε της ανάπτυξης του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας" (1942: 238).
Η θεωρία ότι η νομή κυνηγετικών τόπων ήταν ιθαγενές φαινόμενο αμφισβητήθηκε από τον Καναδό ανθρωπολόγο Diamond Jenness (1935: 4-41, 1937:44) με βάση την έρευνά του στους Ινδιάνους Οlibwa και sekani, και από τον Julian Steward (1941:501), ο οποίος βρήκε τεκμήρια για τη νεώτερη εξέλιξη της νομής αυτής στους Ινδιάνους Carrier. Λεπτομερειακή έρευνα του συγγραφέα (Leacock, 1954), τόσο των σχετικών αρχείων όσο και του συγκεκριμένου τόπου όπου κατοικούν οι ίδιοι Ινδιάνοι τους οποίους μελέτησε ο Speck, έδειξε ότι το σύστημα κυνηγετικών τόπων αναπτύχθηκε σαν αποτέλεσμα του εμπορίου των γουναρικών, και ότι δεν υπήρχε αληθινή ιδιοκτησία της γής. Δεν μπορούσε κανείς να στήσει παγίδα κοντά σε παγίδα άλλου, αλλά ο οποιοσδήποτε είχε το δικαίωμα να κυνηγήσει, να ψαρέψει ή να μαζέψει ξύλα, φρούτα και φλούδες στην ίδια περιοχή, φτάνει τα προϊόντα αυτά να είναι για χρήση και όχι για πώληση. Και εάν κάποιος κυνηγούσε για να φάει, μπορούσε να σκοτώσει ακόμα και κάστορα - από τα πιό σημαντικά ζώα για τη γούνα του - στην περιοχή άλλου, όχι όμως για να πουλήσει τη γούνα του. Ο πατήρ Le Jeune, ένας Ιησουϊτης ιεραπόστολος που έμενε με μια ομάδα Montagnais το χειμώνα του 1632-33, διηγείται τις συνήθειες των ντόπιων Ινδιάνων σχετικά με τη γή. Το καλοκαίρι μαζεύονται μεγάλες ομάδες κοντά σε λίμνες ή εκβολές ποταμών, και κάθε φθινόπωρο χωρίζαν σε μικρές συγγενικές ομάδες, που έπαιρναν τα ποτάμια προς την ενδοχώρα, και διασκορπίζονταν για να μην στερήσει ο ένας την τροφή του άλλου σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή. Παρόλ΄ αυτά, κρατούσαν επαφή μεταξύ τους για να μπορούν να βοηθούν ο ένας τον άλλον όταν υπήρχε ανάγκη. (Leacock, 1954: 14-15).
Ενα ακόμα επιχείρημα εναντίον του σταδίου της πρωτόγονης κοινοτικής ζωής, στηρίχτηκε στο γεγονός ότι κοινωνικές ιεραρχίες υπάρχουν και σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται γενικά "πρωτόγονες". Υπάρχουν περιπτώσεις που διακρίνονται κοινωνικές ομάδες, των οποίων τα ονόματα είχαν μεταφραστεί από τους πρώτους παρατηρητές σαν "αριστοκράτες", "κοινοί" και "δούλοι". Εδώ πρέπει να ξεκαθαριστούν δυό σημεία: Πρώτα, πρέπει να ξεχωρίσουμε τις κοινωνικές διαβαθμίσεις από ένα ταξικό σύστημα που στηρίζεται στις διαφορετικές σχέσεις των βασικών πηγών διατροφής και παραγωγής, οι κοινωνικές διαβαθμίσεις καθαυτές δεν δηλώνουν ύπαρξη κοινωνικών τάξεων. Οπως λέει ο Fried, σε "κοινωνίες με διαβαθμίσεις" η κοινωνική θέση δεν χρησιμοποιείται για την "απόκτηση τροφής ή παραγωγικών πόρων". Δεν "αποτελούν κανένα μέσο προνομιακής διεκδίκησης των καίριων πόρων όπου βασίζεται η κοινωνία. Η διαβάθμιση είναι δυνατό και όντως υπάρχει, ελλείψει κοινωνικών στρωμάτων" (1967: 110).
Υστερα, ο όρος "πρωτόγονος" χρησιμοποιείται πολύ ελαστικά. Πολλές κοινωνίες στη Δυτική Αφρική, στο Μεξικό, στις Ανδεις και στην Πολυνησία, που συχνά χαρακτηρίζονται "πρωτόγονες", διαφέρουν πολύ από τους κυνηγούς - τροφοσυλλέκτες (σσ Αγγλικός όρος hunter - gatherer) και τους πρώτο-καλλιεργητές. Παρόλο που είναι δύσκολο να καθορίσουμε με σαφήνεια, σε ποιό βαθμό είχε αναπτυχθεί σε κείνες τις περιοχές μια σχετικά πολυάριθμη "ανελεύθερη" τάξη, - δηλαδή αποξενωμένη από τα παραδοσιακά δικαιώματα στη γή και τα προϊόντα της εργασίας της - είναι φανερό ότι συχνά οι λαοί αυτοί είχαν μια πολιτική και κοινωνική οργάνωση που ήταν πολύ κοντά, ή και πέρα από το σύστημα των τάξεων και του πολιτικού κράτους. Οταν ο Μόργκαν τόνιζε ότι ο Μοντεζούμα δεν ήταν αυτοκράτορας, όπως είχαν νομίσει οι Ισπανοί, συγχρόνως υπερέβαλλε εμφανίζοντας του Αζτέκους σαν κοινωνία της ισότητας. Είχε επίσης υποτιμήσει σε μεγάλο βαθμό το περίπλοκο της κοινωνίας της Χαβάης. Επειδή οι Χαβανέζοι δεν είχαν αγγειοπλαστική, τους κατέταξε στο στάδιο της "άγριας κατάστασης", ενώ υπήρχαν σκεύη από ξύλο και καρύδες, και ενώ η αγροτική τους οικονομία ήταν υψηλής παραγωγικότητας. Τέλος, ο Μόργκαν χαρακτήρισε την Αφρική, "ένα χάος εθνών με αγρίους και βαρβάρους", και έτσι επιπόλαια έκλεισε το θέμα, χωρίς να ασχοληθεί περισσότερο. Ο Ενγκελς είχε αυθεντικά στοιχεία για τα κεφάλαιά του πάνω στο Γερμανικό κράτος, και γνώριζε καλά το υλικό που υπήρχε για τις κλασικές κοινωνίες της Μεσογείου και της Ασίας. Αλλά, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, (π.χ. Αυστραλία), δεν μελέτησε πηγές για τους λαούς εκτός της Ευρώπης και της Ασίας, ούτε και αμφισβήτησε τις σκέψεις του Μόργκαν γύρω απ΄ αυτούς. Ετσι είναι λανθασμένος κάθε ισχυρισμός ότι ο "πρωτόγονος κομμουνισμός" του Ενγκελς μπορεί να ισχύει για τις κοινωνίες εκτός Ευρασίας. Πολλοί επιστήμονες που έχουν επηρεαστεί από το Μαρξισμό, ασχολήθηκαν μ΄ αυτό ακριβώς το πρόβλημα: να αποτυπώσουν τις σύνθετες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές μορφές που υπήρχαν σε περιοχές της Δυτικής Αφρικής, της Πολυνησίας, του Μεξικού και των Ανδεων, πρίν κατακτηθούν από τους Ευρωπαίους.
Την τρίτη αντίρρηση στη θεωρία ότι το προταξικό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα απόλυτης συνεργασίας, την έθεσε η σχολή της ανθρωπολογίας "πολιτισμού και προσωπικότητας" με ηγέτες τις: Ruth Benedict και Margaret Mead. (Ενας τρίτος πρωτοπόρος στο θέμα ήταν και ο Edward Sapir, πιό ολιγόγραφος και σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό). Στα 1920 και 1930 σχηματίστηκε μια επιστημονική τάση στην ανθρωπολογία που σκοπό της είχε να ερμηνεύσει τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και πολιτισμού, τάση παράλληλη με τις επιστημονικές εξελίξεις της εποχής. Ο Emile Durkheim είχε τονίσει την επιρροή του κοινωνικού συνόλου στη διαμόρφωση των ατομικών επιδιώξεων. Και οι ιδρυτές της κοινωνικής ψυχολογίας, ο Charles Horton Cooley και ο George Herbert Mead, είχαν εντοπίσει σαν σημαντική περιοχή έρευνας τη "διαδικασία κοινωνικοποίησης" κατά την οποία τα νήπια μεγαλώνοντας αποκτούν την αίσθηση της ταυτότητας και του σκοπού στις σχέσεις με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Η θεωρία του Φρόυντ σχετικά με το ρόλο του συμβολισμού στην ανθρώπινη πράξη, και για τις πηγές του παράλογου στην ερμηνεία της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, εφαρμόστηκε και στην ανάλυση των καταστάσεων εκείνων, κατά τις οποίες οι άνθρωποι, προσπαθώντας να εξηγήσουν ή να κατανοήσουν τις εμπειρίες τους, προβάλλουν λογικά επιχειρήματα ή ερμηνείες που μπορούν να ενσωματωθούν σε θεσμοποιημένες ιδεολογίες. Βέβαια, όλες αυτές οι έρευνες αναπτύχθηκαν έμμεσα, αν όχι άμεσα, όχι σαν προεκτάσεις του Μαρξιστικού υλισμού, αλλά κυρίως σαν αντίδραση σ΄ αυτόν. Γι΄ αυτό το λόγο η επεξεργασία τους έτεινε προς ένα ψυχοβιολογικό προσδιορισμό κοινωνικών μορφών, ή προς ένα κλειστό κύκλωμα περιγραφής "λειτουργικού" τύπου, όπου τονίζονται οι διάφορες σχέσεις μεταξύ της ατομικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών μορφών, ενώ αποφεύγεται κάθε πρόβλημα που έχει σχέση με θεμελιώδεις αιτίες και πηγές αλλαγής.
Η Ruth Benedict ασχολήθηκε με τους τρόπους με τους οποίους θεσμικά σχήματα και ατομικές επιδιώξεις συμπλέκονται σε διάφορους σχηματισμούς, ανάλογα με τον κάθε πολιτισμό. Στο βιβλίο της "Πολιτιστικά σχήματα" ("Patterns of Culture"), που είχε μεγάλη επιρροή, τονίζει την ποικιλία στους ανθρώπινους πολιτισμούς και το γεγονός ότι κάθε μοναδικός τρόπος ζωής μπορεί να γίνει κατανοητός με τα δικά του μέτρα, χωρίς καμιά αναφορά στα δυτικά πρότυπα. Επέμεινε στα ψυχολογικά κίνητρα, σε σημείο να αποκλείσει την κοινωνικο-οικονομική δομή των ανθρώπινων σχέσεων, και τόνισε υπερβολικά το μοναδικό και το παράξενο, παραβλέποντας έτσι τυχόν πολιτιστικές ομοιότητες και αγνοώντας σχεδόν τη θεωρία ότι οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων όταν παράγουν και κατανέμουν τα μέσα συντήρησής τους, επηρεάζουν και όλες τις άλλες πτυχές της ζωής τους. Και άλλοι μελετητές του "ήθους" ή του "συστήματος αξίας - συμπεριφοράς" διαφόρων πολιτισμών, και της "βασικής ή κοινωνικής προσωπικότητας", ή του "εθνικού χαρακτήρα", που υποτίθεται πώς είναι κοινός σ΄ όλα τα μέλη ενός πολιτισμού, θεωρούσαν, άλλος λίγο και άλλος πολύ, ότι οι δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής δεν επηρεάζουν τα πολιτιστικά σχήματα περισσότερο από άλλα στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αυτή η ακραία σχετικότητα που χαρακτήριζε τη σχολή "πολιτισμού και προσωπικότητας", εμφανίζεται καθαρότατα στο βιβλίο "Συνεργασία και Ανταγωνισμός στους Πρωτόγονους Λαούς" ("Cooperation and Competition Amorg Primitive Peoples"), μια συλλογή δοκιμίων που επιμελήθηκε η Μήντ (1937). Θα περίμενε κανείς, από τον τίτλο του βιβλίου, μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο απαντώνται συνεργατικά και ανταγωνιστικά στοιχεία στις κοινωνίες κυνηγών - τροφοσυλλεκτών και πρώτο-καλλιεργητών, όπου η ίδια η δομή τους στηρίζεται σε σχέσεις συνεργασίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τούτες οι σχέσεις αλλάζουν με την εμφάνιση πιό προοδευμένων μεθόδων καλλιέργειας, που παράλληλα θέτουν τις βάσεις για τις οικονομικές ανισότητες. Αντίθετα η Μήντ, προϋπέθετε μια τυχαία κατανομή της συνεργασίας και του ανταγωνισμού στις πρώτες κοινωνίες, γεγονός που επιβεβαιώνουν οι περισσότεροι (αλλά όχι όλοι) μελετητές, ερευνώντας ένα περιορισμένο υλικό, με περιορισμένο θεωρητικό προσανατολισμό και σε κοινωνίες χρόνια προσαρμοσμένες στα αποτελέσματα της Ευρωπαϊκής παρουσίας.
Ειδικά το κεφάλαιο της Jeanette Mirsky για τους Εσκιμώους της Γροιλανδίας ακολουθεί περίπου την επιχειρηματολογία του Speck σχετικά με την ιδιόκτητη γή των Βορειοανατολικών Αλγκόνικων. Ετσι οι Εσκιμώοι χαρακτηρίστηκαν σαν λαός όπου επικρατεί ο ανταγωνισμός, μια εικόνα που διέλυσε ο Hughes (1958), με την κριτική του. Ενα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου της Μήντ γραμμένο από την Ruth Landes δίνει μια επίσης "ανταγωνιστική" εικόνα των λαών της ίδιας περιοχής (βόρεια από τις Μεγάλες Λίμνες). Η επίδραση του εμπορίου των γουναρικών στη ζωή των ανθρώπων που ζούν στα βόρεια δάση έχει αναλυθεί πιό πάνω, εμπλέκονται όμως και άλλα θέματα στην ερμηνεία των Mirsky, Landes και άλλων που ακολουθούν παρόμοια επιχειρηματολογία. Πολύ συχνά, η φυσική διασπορά των κυνηγών που μπορεί να ξαπλωθούν σε μια μεγάλη περιοχή ανάλογα με την εποχή του έτους, εξηγείται και εμφανίζεται σαν "τάση απομόνωσης" ("separatism"), ή "κοινωνικός ατομικισμός" ("social atomism"), χωρίς να αναγνωρίζονται οι ισχυροί δεσμοί αλληλοβοήθειας που παραμένουν και συνδέουν τους ανθρώπους αυτούς. Ακόμα, ειδικά στην περίπτωση των Εσκιμώων, οι συγγραφείς αυτοί ταυτίζουν έμμεσα τον "κοινωνικό ατομικισμό" με τον "ανταγωνισμό", χωρίς να προβληματίζονται πάνω στο γεγονός, πώς μια απόλυτα συνεργατική κοινωνία μπορεί να επιτρέπει την έκφραση της ατομικότητας. Συχνά αυτό βασίζεται σε μιά κάποια Φροϋδική σκέψη, ότι δηλαδή ο άνθρωπος κουβαλά μέσα του ένα βαθμό επιθετικότητας που πρέπει να εκφραστεί με τη μορφή του ανταγωνισμού. Συγχρόνως θεωρούν ότι η συνεργασία προϋποθέτει ένα είδος καλοσυνάτης και βουβής προσωπικότητας (πού συναντάται, φαίνεται, σε θρησκευτικές κοινότητες που ακολουθούν μια συλλογική ηθική αντίθετη με τα ανταγωνιστικά ήθη της κοινωνίας που την περιβάλλει). Πάντως, από τη δική μου (E.L.) εμπειρία με τους κυνηγούς Nascapi του Λαμπραντόρ, μπορώ να πώ πώς ήταν συναρπαστικό να παρατηρείς την ελαστικότητα που έδειχναν ανάλογα με τις διάφορες ιδιοσυγκρασίες των ανθρώπων.
Το γεγονός ότι ο κομμουνισμός εμφανίζεται πρίν από τις κοινωνικές τάξεις στην ανθρώπινη ιστορία, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει, με την έννοια του Ρουσσώ, πώς ο άνθρωπος έχασε μιάν ουτοπία. Η περιορισμένη τεχνολογία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του "ανώτερου σταδίου της άγριας κατάστασης" (κατηγορία που αντιστοιχεί μετά την εμφάνιση του Homo Sapiens) (σσ Το είδος άνθρωπος που εμφανίζεται στην ανώτερη πλειστόκενο περίοδο), καθώς και των πρώτο-καλλιεργητών του "κατώτερου σταδίου της βαρβαρότητας", εσήμαινε πώς η ζωή ήταν σκληρή και σχετικά περιορισμένη. Παρόλ΄ αυτά, η φευγαλέα εντύπωση που έχουμε για τις προσωπικές σχέσεις, από διηγήσεις και παρατηρήσεις, των Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής και των λαών όλου του κόσμου, πρωτού βιώσουν την αποξένωση από το προϊόν της εργασίας τους, και πρωτού χωριστούν σε ανταγωνιστική βάση από τους συνανθρώπους τους (είτε σαν εκμεταλλευτές, είτε σαν εκμεταλλευόμενοι), μας κάνει λίγο να ζηλεύουμε. Πίσω από την πληθώρα των κλιματολογικών προσαρμογών και τις "ποικιλίες" των πολιτισμών που παρατηρούνται σ΄ αυτούς τους λαούς, φαίνεται πράγματι πώς υπήρχε μια βαθύτερη έννοια αυτοσεβασμού και μια ικανότητα των ανθρώπων να αντλούν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία και τις προσωπικές σχέσεις. Ισως πιό πικρός για τον άνθρωπο της βιομηχανικής εποχής, είναι ο κατακερματισμός που διεισδύει στις σχέσεις του με τα αγαπημένα του πρόσωπα, η εχθρότητα μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, των γονιών και των παιδιών. Το θέμα της οικογένειας στην πρωτόγονη κοινότητα σε σύγκριση με την οικογένεια της ταξικής, βιομηχανικής κοινωνίας, θα είναι το επόμενο θέμα μας.
Τα βασικά ζητήματα που έθεσε η ανθρωπολογική σχολή του Boas στρέφονταν γύρω από τη φύση και την ύπαρξη μιας πρωτόγονης κοινότητας. Ο Μόργκαν έχει αναφερθεί στην "ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα των αρχαίων γενών (gentes)" και είχε γράψει ότι ο "πόθος" για την απόκτηση περιουσίας ήταν ανύπαρκτος στα πρώτα στάδια της κοινωνίας. Οι σχέσεις παραγωγής που υπήρχαν σε τέτοιες κοινωνίες ήταν, σύμφωνα με τον ορισμό του Ενγκελς, "συλλογικές" και "η κατανάλωση γινόταν με άμεσο μοίρασμα των προϊόντων μέσα στα πλαίσια μεγάλων ή μικρών κομμουνιστικών κοινοτήτων". Ο μοναδικός καταμερισμός της εργασίας οριζόταν από το φύλο, και η κοινωνία δεν ήταν χωρισμένη σε τάξεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων. Η γή ήταν κτήμα όλων και τα εργαλεία ανήκαν στον κάθε χρήστη. Εκτός από το κοινωνικό σύνολο, συνεχίζει ο Ενγκελς, πολιτική οργάνωση δεν υπήρχε. Αντίθετα από τον πολιτικό ηγέτη, που στέκει "σαν κάτι έξω από την κοινωνία και πάνω απ΄ αυτήν", ο αρχηγός του γένους στέκει ανάμεσα στην κοινωνία. Η συμμετοχή όλων των ενηλίκων στα κοινά ήταν αυτονόητη. Το πρόβλημα αν η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις είναι "δικαίωμα" ή "καθήκον", είναι εξίσου παράλογο για έναν Ινδιάνο, όσο το "αν είναι δικαίωμα ή καθήκον το φαγητό, ο ύπνος, το κυνήγι". (Βλ. σελίδα 291).
Μια προσπάθεια τρανής απόδειξης ότι η ύπαρξη του σταδίου του πρωτόγονου κομμουνισμού είναι αδύνατο να καταδειχθεί είναι το βιβλίο του Frank G. Speck. Εκεί ισχυρίζεται ότι οι Ινδιάνοι του Montagnais, κυνηγοί της χερσονήσου του Labrador, είχαν χωρίσει τη γή τους σε μερίδια ή "κυνηγετικούς τόπους", οι οποίοι, λέει, ήταν ατομικές ιδιοκτησίες και περνούσαν από πατέρα σε γιό. Ο Speck (1926 και Eiseley, 1939) δηλώνει πώς παλαιότερες πηγές της περιοχής, καθώς και ανάλογη βιβλιογραφία γύρω από άλλους κυνηγετικούς λαούς του κόσμου, δείχνουν ότι αυτό συνέβαινε πριν ακόμα εισβάλουν οι Ευρωπαίοι. Ετσι έφτασε στο συμπέρασμα πώς παρόμοιοι τρόποι ιδιοκτησίας της γής ήταν παγκόσμιοι και αρχαίοι. Αυτή η υποτιθέμενη ανακάλυψη αποτέλεσε μόνιμη αναφορά στα ανθρωπολογικά βιβλία και περιοδικά. Ο Speck και ο Eiseley έγραψαν ότι τέτοιες ανακαλύψεις "θα πρέπει να ενοχλούν αυτούς, οι οποίοι, όπως ο Μόργκαν, και πολλοί σύγχρονοι Ρώσοι, πιστεύουν ότι ο πολιτισμός (culture) των κατωτέρων κυνηγών είναι αντιπροσωπευτικός ενός σταδίου που προηγήθηκε της ανάπτυξης του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας" (1942: 238).
Η θεωρία ότι η νομή κυνηγετικών τόπων ήταν ιθαγενές φαινόμενο αμφισβητήθηκε από τον Καναδό ανθρωπολόγο Diamond Jenness (1935: 4-41, 1937:44) με βάση την έρευνά του στους Ινδιάνους Οlibwa και sekani, και από τον Julian Steward (1941:501), ο οποίος βρήκε τεκμήρια για τη νεώτερη εξέλιξη της νομής αυτής στους Ινδιάνους Carrier. Λεπτομερειακή έρευνα του συγγραφέα (Leacock, 1954), τόσο των σχετικών αρχείων όσο και του συγκεκριμένου τόπου όπου κατοικούν οι ίδιοι Ινδιάνοι τους οποίους μελέτησε ο Speck, έδειξε ότι το σύστημα κυνηγετικών τόπων αναπτύχθηκε σαν αποτέλεσμα του εμπορίου των γουναρικών, και ότι δεν υπήρχε αληθινή ιδιοκτησία της γής. Δεν μπορούσε κανείς να στήσει παγίδα κοντά σε παγίδα άλλου, αλλά ο οποιοσδήποτε είχε το δικαίωμα να κυνηγήσει, να ψαρέψει ή να μαζέψει ξύλα, φρούτα και φλούδες στην ίδια περιοχή, φτάνει τα προϊόντα αυτά να είναι για χρήση και όχι για πώληση. Και εάν κάποιος κυνηγούσε για να φάει, μπορούσε να σκοτώσει ακόμα και κάστορα - από τα πιό σημαντικά ζώα για τη γούνα του - στην περιοχή άλλου, όχι όμως για να πουλήσει τη γούνα του. Ο πατήρ Le Jeune, ένας Ιησουϊτης ιεραπόστολος που έμενε με μια ομάδα Montagnais το χειμώνα του 1632-33, διηγείται τις συνήθειες των ντόπιων Ινδιάνων σχετικά με τη γή. Το καλοκαίρι μαζεύονται μεγάλες ομάδες κοντά σε λίμνες ή εκβολές ποταμών, και κάθε φθινόπωρο χωρίζαν σε μικρές συγγενικές ομάδες, που έπαιρναν τα ποτάμια προς την ενδοχώρα, και διασκορπίζονταν για να μην στερήσει ο ένας την τροφή του άλλου σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή. Παρόλ΄ αυτά, κρατούσαν επαφή μεταξύ τους για να μπορούν να βοηθούν ο ένας τον άλλον όταν υπήρχε ανάγκη. (Leacock, 1954: 14-15).
Ενα ακόμα επιχείρημα εναντίον του σταδίου της πρωτόγονης κοινοτικής ζωής, στηρίχτηκε στο γεγονός ότι κοινωνικές ιεραρχίες υπάρχουν και σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται γενικά "πρωτόγονες". Υπάρχουν περιπτώσεις που διακρίνονται κοινωνικές ομάδες, των οποίων τα ονόματα είχαν μεταφραστεί από τους πρώτους παρατηρητές σαν "αριστοκράτες", "κοινοί" και "δούλοι". Εδώ πρέπει να ξεκαθαριστούν δυό σημεία: Πρώτα, πρέπει να ξεχωρίσουμε τις κοινωνικές διαβαθμίσεις από ένα ταξικό σύστημα που στηρίζεται στις διαφορετικές σχέσεις των βασικών πηγών διατροφής και παραγωγής, οι κοινωνικές διαβαθμίσεις καθαυτές δεν δηλώνουν ύπαρξη κοινωνικών τάξεων. Οπως λέει ο Fried, σε "κοινωνίες με διαβαθμίσεις" η κοινωνική θέση δεν χρησιμοποιείται για την "απόκτηση τροφής ή παραγωγικών πόρων". Δεν "αποτελούν κανένα μέσο προνομιακής διεκδίκησης των καίριων πόρων όπου βασίζεται η κοινωνία. Η διαβάθμιση είναι δυνατό και όντως υπάρχει, ελλείψει κοινωνικών στρωμάτων" (1967: 110).
Υστερα, ο όρος "πρωτόγονος" χρησιμοποιείται πολύ ελαστικά. Πολλές κοινωνίες στη Δυτική Αφρική, στο Μεξικό, στις Ανδεις και στην Πολυνησία, που συχνά χαρακτηρίζονται "πρωτόγονες", διαφέρουν πολύ από τους κυνηγούς - τροφοσυλλέκτες (σσ Αγγλικός όρος hunter - gatherer) και τους πρώτο-καλλιεργητές. Παρόλο που είναι δύσκολο να καθορίσουμε με σαφήνεια, σε ποιό βαθμό είχε αναπτυχθεί σε κείνες τις περιοχές μια σχετικά πολυάριθμη "ανελεύθερη" τάξη, - δηλαδή αποξενωμένη από τα παραδοσιακά δικαιώματα στη γή και τα προϊόντα της εργασίας της - είναι φανερό ότι συχνά οι λαοί αυτοί είχαν μια πολιτική και κοινωνική οργάνωση που ήταν πολύ κοντά, ή και πέρα από το σύστημα των τάξεων και του πολιτικού κράτους. Οταν ο Μόργκαν τόνιζε ότι ο Μοντεζούμα δεν ήταν αυτοκράτορας, όπως είχαν νομίσει οι Ισπανοί, συγχρόνως υπερέβαλλε εμφανίζοντας του Αζτέκους σαν κοινωνία της ισότητας. Είχε επίσης υποτιμήσει σε μεγάλο βαθμό το περίπλοκο της κοινωνίας της Χαβάης. Επειδή οι Χαβανέζοι δεν είχαν αγγειοπλαστική, τους κατέταξε στο στάδιο της "άγριας κατάστασης", ενώ υπήρχαν σκεύη από ξύλο και καρύδες, και ενώ η αγροτική τους οικονομία ήταν υψηλής παραγωγικότητας. Τέλος, ο Μόργκαν χαρακτήρισε την Αφρική, "ένα χάος εθνών με αγρίους και βαρβάρους", και έτσι επιπόλαια έκλεισε το θέμα, χωρίς να ασχοληθεί περισσότερο. Ο Ενγκελς είχε αυθεντικά στοιχεία για τα κεφάλαιά του πάνω στο Γερμανικό κράτος, και γνώριζε καλά το υλικό που υπήρχε για τις κλασικές κοινωνίες της Μεσογείου και της Ασίας. Αλλά, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, (π.χ. Αυστραλία), δεν μελέτησε πηγές για τους λαούς εκτός της Ευρώπης και της Ασίας, ούτε και αμφισβήτησε τις σκέψεις του Μόργκαν γύρω απ΄ αυτούς. Ετσι είναι λανθασμένος κάθε ισχυρισμός ότι ο "πρωτόγονος κομμουνισμός" του Ενγκελς μπορεί να ισχύει για τις κοινωνίες εκτός Ευρασίας. Πολλοί επιστήμονες που έχουν επηρεαστεί από το Μαρξισμό, ασχολήθηκαν μ΄ αυτό ακριβώς το πρόβλημα: να αποτυπώσουν τις σύνθετες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές μορφές που υπήρχαν σε περιοχές της Δυτικής Αφρικής, της Πολυνησίας, του Μεξικού και των Ανδεων, πρίν κατακτηθούν από τους Ευρωπαίους.
Την τρίτη αντίρρηση στη θεωρία ότι το προταξικό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα απόλυτης συνεργασίας, την έθεσε η σχολή της ανθρωπολογίας "πολιτισμού και προσωπικότητας" με ηγέτες τις: Ruth Benedict και Margaret Mead. (Ενας τρίτος πρωτοπόρος στο θέμα ήταν και ο Edward Sapir, πιό ολιγόγραφος και σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό). Στα 1920 και 1930 σχηματίστηκε μια επιστημονική τάση στην ανθρωπολογία που σκοπό της είχε να ερμηνεύσει τις σχέσεις μεταξύ ατόμου και πολιτισμού, τάση παράλληλη με τις επιστημονικές εξελίξεις της εποχής. Ο Emile Durkheim είχε τονίσει την επιρροή του κοινωνικού συνόλου στη διαμόρφωση των ατομικών επιδιώξεων. Και οι ιδρυτές της κοινωνικής ψυχολογίας, ο Charles Horton Cooley και ο George Herbert Mead, είχαν εντοπίσει σαν σημαντική περιοχή έρευνας τη "διαδικασία κοινωνικοποίησης" κατά την οποία τα νήπια μεγαλώνοντας αποκτούν την αίσθηση της ταυτότητας και του σκοπού στις σχέσεις με το κοινωνικό τους περιβάλλον. Η θεωρία του Φρόυντ σχετικά με το ρόλο του συμβολισμού στην ανθρώπινη πράξη, και για τις πηγές του παράλογου στην ερμηνεία της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, εφαρμόστηκε και στην ανάλυση των καταστάσεων εκείνων, κατά τις οποίες οι άνθρωποι, προσπαθώντας να εξηγήσουν ή να κατανοήσουν τις εμπειρίες τους, προβάλλουν λογικά επιχειρήματα ή ερμηνείες που μπορούν να ενσωματωθούν σε θεσμοποιημένες ιδεολογίες. Βέβαια, όλες αυτές οι έρευνες αναπτύχθηκαν έμμεσα, αν όχι άμεσα, όχι σαν προεκτάσεις του Μαρξιστικού υλισμού, αλλά κυρίως σαν αντίδραση σ΄ αυτόν. Γι΄ αυτό το λόγο η επεξεργασία τους έτεινε προς ένα ψυχοβιολογικό προσδιορισμό κοινωνικών μορφών, ή προς ένα κλειστό κύκλωμα περιγραφής "λειτουργικού" τύπου, όπου τονίζονται οι διάφορες σχέσεις μεταξύ της ατομικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών μορφών, ενώ αποφεύγεται κάθε πρόβλημα που έχει σχέση με θεμελιώδεις αιτίες και πηγές αλλαγής.
Η Ruth Benedict ασχολήθηκε με τους τρόπους με τους οποίους θεσμικά σχήματα και ατομικές επιδιώξεις συμπλέκονται σε διάφορους σχηματισμούς, ανάλογα με τον κάθε πολιτισμό. Στο βιβλίο της "Πολιτιστικά σχήματα" ("Patterns of Culture"), που είχε μεγάλη επιρροή, τονίζει την ποικιλία στους ανθρώπινους πολιτισμούς και το γεγονός ότι κάθε μοναδικός τρόπος ζωής μπορεί να γίνει κατανοητός με τα δικά του μέτρα, χωρίς καμιά αναφορά στα δυτικά πρότυπα. Επέμεινε στα ψυχολογικά κίνητρα, σε σημείο να αποκλείσει την κοινωνικο-οικονομική δομή των ανθρώπινων σχέσεων, και τόνισε υπερβολικά το μοναδικό και το παράξενο, παραβλέποντας έτσι τυχόν πολιτιστικές ομοιότητες και αγνοώντας σχεδόν τη θεωρία ότι οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων όταν παράγουν και κατανέμουν τα μέσα συντήρησής τους, επηρεάζουν και όλες τις άλλες πτυχές της ζωής τους. Και άλλοι μελετητές του "ήθους" ή του "συστήματος αξίας - συμπεριφοράς" διαφόρων πολιτισμών, και της "βασικής ή κοινωνικής προσωπικότητας", ή του "εθνικού χαρακτήρα", που υποτίθεται πώς είναι κοινός σ΄ όλα τα μέλη ενός πολιτισμού, θεωρούσαν, άλλος λίγο και άλλος πολύ, ότι οι δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής δεν επηρεάζουν τα πολιτιστικά σχήματα περισσότερο από άλλα στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αυτή η ακραία σχετικότητα που χαρακτήριζε τη σχολή "πολιτισμού και προσωπικότητας", εμφανίζεται καθαρότατα στο βιβλίο "Συνεργασία και Ανταγωνισμός στους Πρωτόγονους Λαούς" ("Cooperation and Competition Amorg Primitive Peoples"), μια συλλογή δοκιμίων που επιμελήθηκε η Μήντ (1937). Θα περίμενε κανείς, από τον τίτλο του βιβλίου, μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο απαντώνται συνεργατικά και ανταγωνιστικά στοιχεία στις κοινωνίες κυνηγών - τροφοσυλλεκτών και πρώτο-καλλιεργητών, όπου η ίδια η δομή τους στηρίζεται σε σχέσεις συνεργασίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τούτες οι σχέσεις αλλάζουν με την εμφάνιση πιό προοδευμένων μεθόδων καλλιέργειας, που παράλληλα θέτουν τις βάσεις για τις οικονομικές ανισότητες. Αντίθετα η Μήντ, προϋπέθετε μια τυχαία κατανομή της συνεργασίας και του ανταγωνισμού στις πρώτες κοινωνίες, γεγονός που επιβεβαιώνουν οι περισσότεροι (αλλά όχι όλοι) μελετητές, ερευνώντας ένα περιορισμένο υλικό, με περιορισμένο θεωρητικό προσανατολισμό και σε κοινωνίες χρόνια προσαρμοσμένες στα αποτελέσματα της Ευρωπαϊκής παρουσίας.
Ειδικά το κεφάλαιο της Jeanette Mirsky για τους Εσκιμώους της Γροιλανδίας ακολουθεί περίπου την επιχειρηματολογία του Speck σχετικά με την ιδιόκτητη γή των Βορειοανατολικών Αλγκόνικων. Ετσι οι Εσκιμώοι χαρακτηρίστηκαν σαν λαός όπου επικρατεί ο ανταγωνισμός, μια εικόνα που διέλυσε ο Hughes (1958), με την κριτική του. Ενα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου της Μήντ γραμμένο από την Ruth Landes δίνει μια επίσης "ανταγωνιστική" εικόνα των λαών της ίδιας περιοχής (βόρεια από τις Μεγάλες Λίμνες). Η επίδραση του εμπορίου των γουναρικών στη ζωή των ανθρώπων που ζούν στα βόρεια δάση έχει αναλυθεί πιό πάνω, εμπλέκονται όμως και άλλα θέματα στην ερμηνεία των Mirsky, Landes και άλλων που ακολουθούν παρόμοια επιχειρηματολογία. Πολύ συχνά, η φυσική διασπορά των κυνηγών που μπορεί να ξαπλωθούν σε μια μεγάλη περιοχή ανάλογα με την εποχή του έτους, εξηγείται και εμφανίζεται σαν "τάση απομόνωσης" ("separatism"), ή "κοινωνικός ατομικισμός" ("social atomism"), χωρίς να αναγνωρίζονται οι ισχυροί δεσμοί αλληλοβοήθειας που παραμένουν και συνδέουν τους ανθρώπους αυτούς. Ακόμα, ειδικά στην περίπτωση των Εσκιμώων, οι συγγραφείς αυτοί ταυτίζουν έμμεσα τον "κοινωνικό ατομικισμό" με τον "ανταγωνισμό", χωρίς να προβληματίζονται πάνω στο γεγονός, πώς μια απόλυτα συνεργατική κοινωνία μπορεί να επιτρέπει την έκφραση της ατομικότητας. Συχνά αυτό βασίζεται σε μιά κάποια Φροϋδική σκέψη, ότι δηλαδή ο άνθρωπος κουβαλά μέσα του ένα βαθμό επιθετικότητας που πρέπει να εκφραστεί με τη μορφή του ανταγωνισμού. Συγχρόνως θεωρούν ότι η συνεργασία προϋποθέτει ένα είδος καλοσυνάτης και βουβής προσωπικότητας (πού συναντάται, φαίνεται, σε θρησκευτικές κοινότητες που ακολουθούν μια συλλογική ηθική αντίθετη με τα ανταγωνιστικά ήθη της κοινωνίας που την περιβάλλει). Πάντως, από τη δική μου (E.L.) εμπειρία με τους κυνηγούς Nascapi του Λαμπραντόρ, μπορώ να πώ πώς ήταν συναρπαστικό να παρατηρείς την ελαστικότητα που έδειχναν ανάλογα με τις διάφορες ιδιοσυγκρασίες των ανθρώπων.
Το γεγονός ότι ο κομμουνισμός εμφανίζεται πρίν από τις κοινωνικές τάξεις στην ανθρώπινη ιστορία, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει, με την έννοια του Ρουσσώ, πώς ο άνθρωπος έχασε μιάν ουτοπία. Η περιορισμένη τεχνολογία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του "ανώτερου σταδίου της άγριας κατάστασης" (κατηγορία που αντιστοιχεί μετά την εμφάνιση του Homo Sapiens) (σσ Το είδος άνθρωπος που εμφανίζεται στην ανώτερη πλειστόκενο περίοδο), καθώς και των πρώτο-καλλιεργητών του "κατώτερου σταδίου της βαρβαρότητας", εσήμαινε πώς η ζωή ήταν σκληρή και σχετικά περιορισμένη. Παρόλ΄ αυτά, η φευγαλέα εντύπωση που έχουμε για τις προσωπικές σχέσεις, από διηγήσεις και παρατηρήσεις, των Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής και των λαών όλου του κόσμου, πρωτού βιώσουν την αποξένωση από το προϊόν της εργασίας τους, και πρωτού χωριστούν σε ανταγωνιστική βάση από τους συνανθρώπους τους (είτε σαν εκμεταλλευτές, είτε σαν εκμεταλλευόμενοι), μας κάνει λίγο να ζηλεύουμε. Πίσω από την πληθώρα των κλιματολογικών προσαρμογών και τις "ποικιλίες" των πολιτισμών που παρατηρούνται σ΄ αυτούς τους λαούς, φαίνεται πράγματι πώς υπήρχε μια βαθύτερη έννοια αυτοσεβασμού και μια ικανότητα των ανθρώπων να αντλούν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία και τις προσωπικές σχέσεις. Ισως πιό πικρός για τον άνθρωπο της βιομηχανικής εποχής, είναι ο κατακερματισμός που διεισδύει στις σχέσεις του με τα αγαπημένα του πρόσωπα, η εχθρότητα μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, των γονιών και των παιδιών. Το θέμα της οικογένειας στην πρωτόγονη κοινότητα σε σύγκριση με την οικογένεια της ταξικής, βιομηχανικής κοινωνίας, θα είναι το επόμενο θέμα μας.
5. ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ
ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΓΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η διαίρεση των μελών μιας φυλής σε συγγενείς διαφόρων
κατηγοριών, από τους οποίους μερικούς μπορεί κανείς να παντρευτεί και άλλους
όχι, αποτελεί τον άξονα της κοινωνικής οργάνωσης των περισσότερων πρωτόγονων
λαών. Ο Μόργκαν πίστεψε ότι οι όροι που χρησιμοποιούνταν για να ορίσουν αυτές
τις διαφορετικές κατηγορίες συγγενών, αντιπροσώπευαν πιθανές βιολογικές σχέσεις
που ξεκινούσαν από διαφορετικές μορφές γάμου. Παράδειγμα: θεωρούσε ότι η συχνή χρησιμοποίηση
ενός (και μόνο) όρου για τον πατέρα, τ΄ αδέλφια και μερικούς ξαδέλφους, ήταν
κατάλοιπο μιας εποχής όπου καθένας από τους άνδρες που ορίζονταν σαν
"πατέρας" μπορούσε να συζεί (ή να είχε συζήσει) με τη μητέρα κάποιου
απ΄ αυτούς - ή με όποια από τις αδελφές της μητέρας ή τις ξαδέλφες της
ορίζονταν με το όνομα "μητέρα" -. Με αφετηρία αυτόν το συλλογισμό,
και αφού εξέτασε 80 συστήματα συγγενικής ορολογίας απ΄ όλο τον κόσμο, ο Μόργκαν
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέσσερις διαδοχικές μορφές οικογένειας είχαν
διαδεχθεί μιαν αρχική αιμομικτική σχέση.
Σαν πρώτη μορφή οικογένειας θεωρήθηκε από τον Μόργκαν
η "αιματοσυγγενική οικογένεια", δηλαδή ο γάμος μεταξύ αδελφών ή
ξαδέρφων, αποτέλεσμα της απαγόρευσης των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ πατέρα και
κόρης, μάνας και γιού. Απόδειξη για μια τέτοια μορφή οικογένειας, υπήρξε για
τον Μόργκαν το Χαβανέζικο σύστημα συγγενικής ορολογίας, όπου όλα τα παιδιά
αδελφών αποκαλούνται μεταξύ τους αδελφός και αδελφή. Η δεύτερη μορφή, η
"πουναλουανή οικογένεια" ήταν αποτέλεσμα της απαγόρευσης των
σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ αδελφών. Η τρίτη, η "ζευγαρωτή
οικογένεια", εμφανίζεται μετά τη διεύρυνση της ομάδας αιμομιξίας, που
περικλείει πια και τα ξαδέλφια, και τέλος, με τον πολιτισμό, εμφανίζεται η
μονογαμία.
Το ελάττωμα της σκέψης του Μόργκαν δεν είναι τόσο η
σειρά των διαδοχικών περιορισμών, όσον αφορά τα άτομα που μπορούν να
παντρευτούν, (αν και η διαφορά ηλικίας σπάνια παίζει ρόλο στους σημερινούς
κυνηγούς - καρπολόγους), όσο οι υποθέσεις του σχετικά με τη λειτουργία των
συγγενικών όρων και τη φύση της απαγόρευσης της αιμομιξίας. Οι συζητήσεις γύρω
από τις πρώτες μορφές κοινωνίας θα παραμείνουν οπωσδήποτε σε μεγάλο βαθμό
υποθετικές, παρόλο που η μελέτη των πιθηκανθρώπων και των πρωτοανθρώπων μας
αποκαλύπτει μια μεγάλη ποικιλία τρόπων ζευγαρώματος, των στενών αυτών συγγενών
μας, που ανήκαν στα είδη που δεν εξελίχτηκαν σε ανθρώπινα. Η αρχαιολογία επίσης
έχει αρχίσει να προσφέρει ενδείξεις, αποσπασματικές ακόμα και έμμεσες, ως προς
τη φύση των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών. Είναι όμως τελείως διαφορετικό ζήτημα
το να συμπεράνει κανείς ότι οι ορολογίες συγγένειας των σύγχρονων λαών παρέχουν
άμεση μαρτυρία για τις βιολογικές σχέσεις που υπήρξαν στο παρελθόν. Στο
παράδειγμα της Χαβάης που δίνει ο Μόργκαν, η αναφορά του σε πιθανούς γάμους μεταξύ
αδελφού και αδελφής από τη μια, και η ενιαία κατηγορία αδελφών από την άλλη,
δεν μας εξηγεί τίποτα για τους πρώτους θεσμούς αυτής της κοινωνίας. Η
Πολυνησία, όπως τονίστηκε πριν, δεν αντιπροσωπεύει ένα στάδιο "άγριας
κατάστασης", αλλά αποτελείται από σύνθετες "βαρβαρικές"
κοινωνίες. Οι γάμοι μεταξύ αδελφών συμβαίνουν μοναχά ανάμεσα στους
αξιωματούχους της Χαβάης, με σκοπό να διαφυλαχθεί η καθαρότητα της βασιλικής
οικογένειας, όπως ακριβώς συνέβαινε με τους γάμους μεταξύ αδελφών των Φαραώ της
Αιγύπτου. Στην υπόλοιπη Πολυνησία τέτοιοι γάμοι ήταν απαγορευμένοι, παρόλο που
ο Linton αναφέρει ότι ο γάμος μεταξύ ξαδέλφων θεωρούνταν
"προτιμότερος, σαν μέσο για να κρατηθεί η περιουσία μέσα στην
οικογένεια" - ένδειξη του υψηλού επιπέδου της Πολυνησιακής οικονομίας -
(Βλ. Linton , 1926: 152).
Ο Μόργκαν απέδιδε την ελάττωση του αριθμού των ατόμων
που επιτρέπεται να παντρευτούν μεταξύ τους, στον περισσότερο ή λιγότερο
ενστικτώδη περιορισμό της αιμομιξίας, πράγμα που έβλεπε να λειτουργεί, σύμφωνα
με τους κανόνες της φυσικής διαλογής, σε όφελος των φυλών που τον εφάρμοζαν. Ο
Ενγκελς διέγνωσε πώς η αιμομιξία ήταν μια "εφεύρεση", και ότι οι
πρωτόγονες αντιλήψεις γι΄ αυτήν, ήταν "τελείως διαφορετικές από τις δικές
μας, και πολλές φορές διαμετρικά αντίθετες". Όμως, δεν έφτασε ως τις
λογικές συνέπειες αυτής της ανακάλυψης, ώστε να ερευνήσει πιθανές αιτίες που
μπορεί να εξηγούσαν τέτοιες διαφορές. Αναφέρθηκε μοναχά σε μια "σκοτεινή,
έμφυτη ροπή", ή "ορμή", που εμφανίζεται ενστικτωδώς εναντίον της
αιμομιξίας. Είναι γεγονός ότι το πολύ διαδεδομένο συνήθειο της
"εξωγαμίας", δηλαδή ότι παντρεύεται κανείς έξω από το συγγενικό του
κύκλο, κατέληγε πολλές φορές σε μια ειδική μορφή αιμομιξίας. Όταν οι συγγενείς
μετριούνται (λογαριάζονται) από τη μια μεριά μονάχα, δηλαδή είτε από την πλευρά
του πατέρα, είτε της μάνας, μερικά ξαδέλφια που βρίσκονται έξω από τον κύκλο
των συγγενών, όχι μόνο είναι κατάλληλα για πιθανοί σύζυγοι, αλλά πολλές φορές
προτιμούνται. Αν παντρευτεί κανείς τον "σταυραξάδερφό" του, δηλαδή το
παιδί της αδελφής του πατέρα, ή το παιδί του αδελφού της μάνας, σφίγγει
περισσότερο ήδη υπάρχοντες δεσμούς και συγχρόνως συνδέεται με μια άλλη
συγγενική ομάδα. Η σύσφιξη αυτή των δεσμών μπορεί να θεωρηθεί σημαντικότερη από
την αποφυγή αιμομιξίας καθαυτήν. Όταν η Μήντ ρώτησε τους Αραπές διερμηνείς της
γιατί δεν επιτρέπονταν οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ αδελφών, της απάντησαν:
"Τι έκανε λέει; Να κοιμηθούμε με την αδελφή μας; Δηλαδή εσύ δεν θέλεις
γαμπρό; Με ποιόν θα καλλιεργήσεις, με ποιόν θα κυνηγήσεις, με ποιόν θα κάνεις
επισκέψεις;". (Mead , 1937:34).
Τα συγγενικά συστήματα δεν παραπέμπουν τόσο σε
κατηγορίες ατόμων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παντρευτεί, όσο αποκαλύπτουν
σύγχρονες ή πρόσφατες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις. Ο Ενγκελς το είχε
καταλάβει ως ένα βαθμό όταν δήλωσε ότι: "Οι ονομασίες, πατέρας, παιδί,
αδερφός, αδερφή, δεν είναι απλά τιμητικοί τίτλοι, μα συνεπιφέρουν εντελώς
καθορισμένες, πολύ σοβαρές αμοιβαίες υποχρεώσεις, που το σύνολό τους αποτελεί
σημαντικό μέρος της κοινωνικής συγκρότησης των λαών εκείνων". (Βλ. σελ. 136).
Ο Ενγκελς δέχτηκε την υπόθεση του Μόργκαν σχετικά με τον περιορισμό της
αιμομιξίας σαν το δυναμικό στοιχείο που καθορίζει τις διαδοχικές μορφές
οικογένειας, και γι΄ αυτό κατέληξε σε λαθεμένα συμπεράσματα. "Η φυσική
διαλογή", έγραφε, "με τους διαλογικούς αποκλεισμούς από την κοινότητα
του γάμου, είχε επιτελέσει το σκοπό της... εάν δεν εμφανίζονταν νέες κοινωνικές
δυνάμεις, δεν θα υπήρχε λόγος να γεννηθεί μια νέα μορφή οικογένειας από το
ζευγαρωτό γάμο". Στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης της
"Καταγωγής", μιλάει καθαρά για μια ανεξάρτητη ανάπτυξη της
οικογένειας:
"Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη, ο καθοριστικός
παράγοντας στην ιστορία είναι, σε τελευταία ανάλυση, η παραγωγή και αναπαραγωγή
των απαραίτητων αναγκών της ζωής. Αυτό, πάλι, έχει διπλό χαρακτήρα: από τη μία
η παραγωγή των μέσων συντήρησης... και από την άλλη η αναπαραγωγή του είδους. Η
κοινωνική οργάνωση του λαού μιας συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και μιας
συγκεκριμένης χώρας καθορίζεται και από τα δύο είδη παραγωγής, από το στάδιο
ανάπτυξης της εργασίας από τη μιά, και της οικογένειας από την άλλη"
(Αγγλική έκδοση σελ. 28 Lawrence & Wishart 1972).
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι κοινωνικές δυνάμεις δεν
ήταν ποτέ άγνωστες στην ανθρωπότητα, όπως τονίζει ο Ενγκελς στο "Ρόλο της
Εργασίας στη μεταβατική φάση της εξέλιξης από τον πίθηκο στον άνθρωπο" (Lawrence και Wishart , 1972),
όπου και αναλύει τη σκέψη πώς "η εργασία δημιούργησε τον άνθρωπο".
Ακόμα σήμερα γνωρίζουμε πώς η περίοδος της εξέλιξης του ανθρώπου καλύπτει
τεράστιο χρονικό διάστημα, που η πρόσφατη ανακάλυψη του Αυστραλοπίθηκου της
Νοτίου Αφρικής ανεβάζει από ένα εκατομμύριο χρόνια σε δύο, (ενώ μερικοί
υπολογισμοί μιλούν για ακόμα μεγαλύτερη περίοδο). Έτσι η αντίληψη πώς σχεδόν
σύγχρονοι λαοί που ζουν σ΄ ένα χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο, θα μπορούσαν να
αποτελέσουν βάση για τη μελέτη του πρωτόγονου ανθρώπου, αλλάζει κι αυτή ριζικά.
Μέσα σ΄ αυτά τα δύο εκατομμύρια χρόνια ένας ζωηρός, περίεργος, κοινωνικός,
φλύαρος πιθηκοειδής, έχοντας ένα κινούμενο αντίχειρα και στερεοσκοπική όραση,
μάθαινε σιγά - σιγά να χειρίζεται το περιβάλλον και τον εαυτό του, ανέπτυσσε
γλώσσες και πολιτιστικές παραδόσεις, ενώ συγχρόνως εξελισσόταν το σώμα του.
Αυτή η διαδρομή προβάλλει ερωτήματα γύρω από κοινωνικές και σεξουαλικές σχέσεις
που δεν μπορούν να απαντηθούν με μιάν απλή αναφορά στους σχεδόν σύγχρονους
συγγενικούς όρους. Με βάση τη γνώση των κοινωνιών των κυνηγών - καρπολόγων,
μπορούμε να συνάγουμε συμπεράσματα για το χαρακτήρα των βασικών σχέσεων στο
τεχνολογικό επίπεδο, που έχει ιστορικές ρίζες στους πολιτισμούς της Ανω
Παλαιολιθικής εποχής, μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν, όταν εμφανίστηκε ο Homo Sapiens .
Πάντως, οι μαρτυρίες της φυσικής ανθρωπολογίας, της αρχαιολογίας και των
μελετητών των πιθηκοειδών, γύρω από τις πρώτες κοινωνίες πριν το Homo Sapiens ,
είναι ελάχιστες και έμμεσες. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πώς ο άνθρωπος
εκείνος ζούσε σε σχετικά μικρές κοινοτικές ομάδες, αλλά γύρω από ποιόν
συγκεκριμένο άξονα σχέσεων ήταν οργανωμένες τέτοιες ομάδες, ποιές σχέσεις είχαν
με άλλες, ή ποιάς κλίμακας ήταν οι διαφορές τους, πρώτα χρονικά, στις διάφορες
περιόδους, και ύστερα γεωγραφικά, κατά περιοχές, είναι ερωτήματα που μένουν
ακόμα αναπάντητα.
6. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ
ΜΟΝΟΓΑΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Οι σελίδες του Ενγκελς που αναφέρονται στις πρώτες μορφές γάμου είναι από τις πιό δύσκολες της "Καταγαγής", πρώτα γιατί η συγγενική ορολογία και πρακτική είναι σύνθετες και άγνωστες στον αναγνώστη της Δύσης, και ύστερα γιατί η σύγχυση (του Ενγκελς) γύρω από τις βιολογικές και κοινωνικές δυνάμεις, έχει σαν αποτέλεσμα να είναι ασαφή τα πιο σημαντικά μέρη της ανάλυσης. Ομως, η βασική θέση του Ενγκελς είναι ξεκάθαρη. Γράφει π.χ.: "Υπάρχουν τρείς κύριες μορφές γάμου, που αναλογούν περίπου στα τρία στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης: στην άγρια κατάσταση ο ομαδικός γάμος, στη βαρβαρότητα ο ζευγαρωτός, και στον πολιτισμό η μονογαμία...". Η μονογαμία ξεπηδάει από ένα μεταβατικό στάδιο πολυγαμίας, "όπου οι άνδρες έχουν δούλες γυναίκες στην υπηρεσία τους", και λογαριάζονται ανώτεροι. Συνοδεύεται από τη μοιχεία και την πορνεία και αποτελεί εξαρχής μονογαμία μοναχά για τις γυναίκες. Ο γάμος ήταν απροκάλυπτη πολυγαμία στην κλασική εποχή, και συγκαλυμένη αργότερα.
Το σημαντικό χαρακτηριστικό της μονογαμίας ήταν η μεταμόρφωση της πυρηνικής οικογένειας (σσ Πυρηνική οικογένεια: αυτή που αποτελείται από άνδρα, γυναίκα και τα παιδιά τους, σε αντίθεση με την "ευρεία οικογένεια" που μπορεί να περιλάβει και άλλους συγγενείς κάτω από την ίδια στέγη. Βλ. Unesco, λήμμα "οικογένεια") σε βασική οικονομική μονάδα της κοινωνίας, όπου η γυναίκα και τα παιδιά της είναι εξαρτημένα από έναν άνδρα. Αυτή η μεταμόρφωση, που εμφανίστηκε συνυφασμένη με ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης, κατέληξε στην καταπίεση των γυναικών που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Σαν φυσική συνέπεια, ή σαν σύμπτωμα τούτης της μεταμόρφωσης, ο τρόπος, που λογαριάζεται η καταγωγή άλλαξε από "μητριαρχία" (ή "μητρογραμμική" καταγωγή, δηλαδή με βάση τη μητρική κληρονομική γραμμή), σε "πατριαρχία".
Στον κλάδο της ανθρωπολογίας, η τελευταία τούτη πρόταση, ότι δηλαδή η μητρογραμμική καταγωγή εμφανίζεται πρίν από την πατρογραμμική, στην ιστορία της ανθρωπότητας, συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη προσοχή. Η υπόλοιπη ανάλυση του Ενγκελς ουσιαστικά αγνοήθηκε, και αποτελεί λυπηρή διαπίστωση για τη θέση της γυναίκας μέσα και έξω από τον κλάδο, το ότι αναλυτικές μελέτες για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στις πρωτόγονες κοινωνίες είναι τόσο σπάνιες. Παρόλ΄ αυτά, υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουν στις αδρές γραμμές του το επιχείρημα του Ενγκελς, ότι η θέση της γυναίκας σχετικά με τον άνδρα εξασθένισε με την εμφάνιση της ταξικής κοινωνίας, καθώς και στοιχεία που συμπληρώνουν σε πολλά σημεία τη θεωρία του. Υπάρχει ακόμα, βέβαια, μεγάλη ανάγκη για παραπέρα ανάλυση των τωρινών δεδομένων και συλλογή καινούργιων.
Ας εξετάσουμε πρώτα τη θέση ότι ο γάμος είναι ουσιαστικά διαφορετικός στις κοινωνίες των κυνηγών-καρπολόγων ("αγρίων"), και των πρωτοκαλλιεργητών ("βαρβάρων") από τη μία, και στις ταξικές κοινωνίες ("πολιτισμός") από την άλλη, και ότι υπάρχει ένας επί πλέον διαχωρισμός μεταξύ του πιό ελεύθερου "ομαδικού γάμου" των κυνηγών, και του "ζευγαρωτού γάμου", που τον διαδέχτηκε. Ο όρος "ομαδικός γάμος" δίνει δυστυχώς μια φανταστική εικόνα μαζικών γάμων που δεν υπάρχουν πουθενά. Στην πραγματικότητα, η περιγραφή που έκανε ο Ενγκελς του "ομαδικού γάμου", όπως είχε παρατηρηθεί στην Αυστραλία, συμπίπτει με το φαινόμενο που οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι αποκαλούν "χαλαρή μονογαμία". "Αυτό που ένας επιπόλαιος παρατηρητής βλέπει στον ομαδικό γάμο", τόνισε ο Ενγκελς, "είναι μια χαλαρή μορφή μονογαμίας, κάπου - κάπου πολυγαμία, και σε μερικές περιπτώσεις συζυγική απιστία". Μέσα από το "μαζικό γάμο μιας ολόκληρης ομάδας ανδρών... με μιά ανάλογα πλατιά διασκορπισμένη ομάδα γυναικών... ο Αυστραλός ιθαγενής, περιπλανώμενος εκατοντάδες μίλια μακριά απ΄ το σπίτι του... συχνά βρίσκει σε κάθε κατασκήνωση και σε κάθε φυλή γυναίκες που του δίνονται χωρίς αντίσταση και χωρίς δισταγμό". Στην καθημερινή ζωή, ο γάμος παίρνει τη μορφή ενός "χαλαρού ζευγαρώματος" μεταξύ ατόμων που η δυνατότητα να παντρευτούν μεταξύ τους καθορίζεται από τη γέννησή τους: όταν ανήκουν, δηλαδή, σε κάποια από τις λεγόμενες "κατηγορίες γάμου".
Οι "κατηγορίες γάμου" της Αυστραλίας θεωρούνται σήμερα μέρος ενός συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι διάφορες κατηγορίες συγγενών έχουν τέτοια ονομασία, που επιτρέπει σε κάθε άτομο να ορίσει τις σχέσεις του με οποιαδήποτε ομάδα έρθει σε επαφή. Αυτό το σύστημα είναι το πιό περίπλοκο απ΄ όλα όσα συναντώνται σε κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, αλλά, Πάρο΄ αυτά, όλοι αυτοί οι λαοί έχουν κοινά χαρακτηριστικά στην οικογενειακή τους ζωή. Το διαζύγιο, αν και σπάνιο, είναι εξαιρετικά εύκολο, όντας στη διακριτική ευχέρεια καθενός από τους συζύγους να το απαιτήσουν. Συνήθως ο γάμος διαλύεται με το θάνατο του ενός συζύγου. Στενοί και θερμοί δεσμοί ζευγαριών είναι οι πιό συνήθεις. Στις περισσότερες γνωστές κυνηγετικές φυλές, οι δεσμοί αυτοί δεν βασίζονται όμως στη σεξουαλική αποκλειστικότητα. Ισως επειδή οι πρώτοι που επισκέφτηκαν τους Εσκιμώους ήταν κυνηγοί φαλαινών και όχι ιεραπόστολοι, έχουμε πολλές πληροφορίες γύρω απ΄ αυτό το θέμα. Σύμφωνα με το έθιμο, θεωρείται μέρος της φιλοξενίας να κομηθεί ο ξένος με μιάν ανύπαντρη γυναίκα του σπιτιού, ή ακόμα και με τη γυναίκα του οικοδεσπότη. Το έθιμο αυτό για όσους το αναφέρουν, θεωρείται απόδειξη της χαμηλής κοινωνικής θέσης της γυναίκας. Αυτή η σκέψη όμως είναι τελείως εθνοκεντρική, μιά και προϋποθέτει ότι η γυναίκα δεν ικανοποιείται, (αφού δεν πρέπει να ικανοποιείται) από κανέναν άλλον εκτός από το νόμιμο άνδρα της, και συγχρόνως αρνείται να παραδεχτεί ότι η ποικιλία στις σεξουαλικές σχέσεις διασκεδάζει τη γυναίκα, (όταν αυτή δεν βαρύνεται από απαγορευτικά ταμπού), όπως διασκεδάζει και τον άνδρα. Η σκέψη αυτή είναι λοιπόν ηθικολογική, και επηρεάζει ακόμα και τον ίδιο τον Ενγκελς.
Ο "ζευγαρωτός γάμος" περιβάλλεται από πολλούς περιορισμούς. Ο Ενγκελε έγραφε: "Και δώ επίσης αποφασίζουν οι υπολογισμοί για νέους συγγενικούς δεσμούς, που πρέπει να εξασφαλίζουν μιά πιό στέρεη θέση, για το νεαρό ζευγάρι στο γένος και στη φυλή". (Βλ. σελ. 192). Οι γονείς επεμβαίνουν στην επιλογή συζύγου, και οι γάμοι στεριώνουν μέσα από την ανταλλαγή αγαθών - βόδια, τρόφιμα, είδη πολυτελείας - μεταξύ των συγγενών της νύφης και του γαμπρού. Τώρα πιά η μονιμοποίηση του γάμου συνδέεται με επενδεδυμένα συμφέροντα των συγγενών του νέου ζευγαριού. Ο Ενγκελς έγραφε, ότι ενώ ο γάμος εξακολουθούσε να μπορεί να διαλυθεί με πρωτοβουλία του ενός συζύγου, σε πολλές φυλές, η κοινή γνώμη διαμορφώθηκε σιγά - σιγά εχθρική απέναντι σε τέτοιους χωρισμούς. Οταν προκύπτουν διαφορές μεταξύ συζύγων, οι συγγενείς και των δυό επεμβαίνουν σαν μεσάζοντες, και μονάχα όταν και αυτές οι προσπάθειες δεν καρποφορήσουν, διαλύεται ο γάμος. Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για τη "ζευγαρωτή οικογένεια", όπως οναμάστηκε από τον Μόργκαν. Είναι στενά δεμένη με την οργάνωση του "κλάν" (γένους) των καλλιεργητών, όπου οι κοινοτικοί δεσμοί στην παραγωγή και στην κατανομή των αγαθών, διατηρήθηκαν ακόμα και σε ομάδες σχετικά πολυάριθμες και σταθερές. Ομάδες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών από 25 ώς 40 άτομα μπορούν να λειτουργήσουν σχεδόν άτυπα, αλλά με την ανάπτυξη της καλλιέργειας, σε χωριά μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, απαιτούνται πιό σύνθετοι θεσμοί για να καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους. Σχεδόν όλοι έχουν την ίδια άμεση σχέση με την παραγωγή. Το πολύ ένας "θεραπευτής" ή ένας αρχιερέας-αρχηγός, να παίρνουν αρκετά δώρα ώστε να απαλλάσσονται από μερικές αγροτικές ή άλλες δουλειές. Ετσι, οι οικονομικές, οι πολιτικές και οι κοινωνικές σχέσεις παραμένουν ενιαίες, και οι δεσμοί συγγένειας, τυποποιημένοι σε "γένη" ή "κλάν" (σύμφωνα με τον πιό σύγχρονο όρο), αποτελούν τον άξονα της κοινοτικής ζωής. Με το σύστημα των γενών οι συγγενείς λογαριάζονται από τη μιά μεριά μοναχά - ο καθένας μπορεί να ανήκει είτε στο γένος της μάνας του είτε στου πατέρα του, αλλά όχι και στα δυό, και πρέπει να παντρεύεται έξω απ΄ αυτό, αφού τα γένη (κλάν) είναι συνήθως "εξώγαμα" -. Οι δυό αυτές πρακτικές, η μονογραμμία ("Καταγωγή") και η εξωγαμία, επιτρέπουν σε διακριτές ομάδες να διατηρούνται για πολλές γενιές, (πράγμα δύσκολο με ένα μή - μονογραμμικό σύστημα συγγένειας), ενώ συγχρόνως συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς γάμου.
Η πυρηνική οικογένεια των γονιών με τα παιδιά ήταν ριζωμένη στη δομή του γένους και του χωριού μέσα από ένα σύμπλεγμα αμοιβαίων σχέσεων. Ομάδες συγγενών δούλευαν μαζί στα χωράφια και στο κυνήγι, και αντάλλαζαν φαγώσιμα και χειροτεχνήματα σε πολλές γιορτινές περιπτώσεις, σαν τις γέννες, τα βαφτίσια, τις τελετές εφηβείας, τους γάμους, τις κηδείες, και τις εποχικές και θρησκευτικές τελετές. Το γένος ή η κοινότητα του χωριού, (που εκπροσωπούνταν από τους σεβάσμιους γέροντες), αναλάβαιναν τη φροντίδα για την ευημερία του κάθε ξεχωριστού μέλους, πράγμα τόσο πλατιά πιστευτό που ούτε καν αναφερόταν. Στην πράξη όμως, η συγγενική σειρά παππού, γονιού, και παιδιών με τους συζύγους τους, ήταν αυτή που λειτουργούσε σαν ομάδα εργασίας.
Οσο για τη θέση της γυναίκας πρέπει να σημειώσουμε πώς το νοικοκυριό ήταν κοινό και η κατανομή της εργασίας κατά φύλο αμοιβαία: η οικονομία δεν υποχρέωνε τη γυναίκα να εξαρτάται, αυτή και τα παιδιά της, από τον άνδρα. Οι μεγάλες προμήθειες τροφίμων, τα μεγάλα κυνήγια ή η παραγωγή απ΄ τα χωράφια, μοιράζονταν σε μιά ομάδα οικογένειες. Αυτές συστεγαζόντουσαν σε μεγάλες κατοικίες στα περισσότερα χωριά καλλιεργητών, και στις κοινωνίες κυνηγών - τροφοσυλλεκτών μοιράζονταν τα καταφύγια. Τα παιδιά ανήκαν στην ομάδα σαν σύνολο, και τα ορφανά δεν είχαν μέν γονείς αλλά είχαν πάντα οικογένεια. Οι γυναίκες δεν ήταν αναγκασμένες να υπομένουν τα ξεσπάσματα του θυμού των ανδρών τους επειδή φοβόνταν να μείνουν οικονομικά απροστάτευτες, αυτές ή τα παιδιά τους. Σε αντίθεση με πιό "προχωρημένες" κοινωνίες, όπου οι άνδρες είχαν κεκτημένο δικαίωμα να δέρνουν τις γυναίκες τους ακόμα και μέχρι θανάτου, μια αδικημένη γυναίκα μπορούσε να ζητήσει τη βοήθεια των συγγενών της για να αποκαταστήσουν το δίκαιο ή να φύγει αν η βοήθεια αυτή δεν αρκούσε. Ούτε η δουλειά του "νοικοκυριού" μπορεί να ερμηνευτεί σύμφωνα με τα σημερινά δικά μας δεδομένα. Η δουλειά του "νοικοκυριού", είτε γινόταν στα πλαίσια της κοινότητας, είτε στα πλαίσια του σπιτιού, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αποκλειστική απασχόληση των γυναικών. Στην πρωτόγονη κοινωνία δεν υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ της εργασίας των ανδρών, σαν κοινωνικό λειτούργημα, και της δουλειάς των γυναικών στο σπίτι, σαν ιδιωτική ενασχόληση. Το μεγάλο συλλογικό νοικοκυριό αποτελούσε την ίδια την κοινότητα και μέσα σ΄ αυτή και τα δύο φύλα εργάζονταν ισότιμα για να παράγουν τα απαραίτητα αγαθά. Τα αγαθά αυτά, εκείνη την εποχή, παράγονταν και καταναλώνονταν, δεν είχαν ακόμα μεταβληθεί σε "εμπορεύματα". Πάνω σε τούτη τη μεταβολή στηρίχτηκε η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και η ειδική μορφή καταπίεσης της γυναίκας από τον άνδρα.
Ουσιαστικά, οι γυναίκες παρείχαν ένα μεγάλο - άν όχι το μεγαλύτερο - μέρος της τροφής. Πολλοί κυνηγοί ζούσαν από τις φυτικές τροφές που μάζευαν οι γυναίκες, πρώτη ύλη κάθε φαγητού που μπορούσε να πλουτιστεί πάρα πέρα με το κρέας (ζωντανό παράδειγμα οι Bushmen της ερήμου Kalahari). Στις κοινωνίες των πρωτοκαλλιεργητών, πάλι οι γυναίκες, σαν πρώην συλλέκτες και επομένως όντας οι πρώτες που "εξημέρωναν" τα φυτά ήταν πιθανότατα και οι κύριοι υπεύθυνοι της καλλιέργειας. Με δοσμένο ότι στην πρωτόγονη κοινωνία οι αποφάσεις παίρνονταν απ΄ αυτούς που θα τις εκτελούσαν, η συμμετοχή των γυναικών κατά ένα μεγάλο μέρος στην κοινωνικά αναγκαία εργασία, δεν τις άφηνε να καταντήσουν υποτελείς, όπως στην ταξική κοινωνία, αλλά είχαν δικαιώματα πάνω στις αποφάσεις ανάλογα με τη συμμετοχή τους στην εργασία. Ελάχιστοι ανθρωπολόγοι έχουν σταθεί πάνω σ΄ αυτό το σημείο. Αντίθετα, το γεγονός ότι οι άνδρες έπαιρναν αποφάσεις για το κυνήγι και τον πόλεμο, στην πρωτόγονη κοινωνία, χρησιμοποιήθηκε για να υποστηριχθεί η θέση πώς αυτοί ήταν και εξουσιαστές με την έννοια που έχει η λέξη στη Δύση. Είναι αλήθεια ότι οι άνδρες πράγματι απόχτησαν δύναμη μέσα στις συνθήκες αποικιοκρατίας, που επικρατούσαν τον καιρό που γίνονταν οι περισσότερες ανθρωπολογικές έρευνες για τους πρωτόγονους λαούς. Παρόλ΄ αυτά, η διαθέσιμη βιβλιογραφία παρέχει συνεχώς στοιχεία για την αυτονομία των γυναικών και το ρόλο τους στη λήψη των αποφάσεων. Αυτά όμως τα στοιχεία πολύ συχνά συσκοτίζονται, με το να αποδίδονται με ελαφρότητα σε ιστορίες ομοφυλόφυλων ανδρών και άλλα μικροαστεία, και δεν λαμβάνονται σοβαρά υπ΄ όψη σαν εικονογράφηση της κοινωνικής δομής και δυναμικής εκείνων των κοινωνιών.
Δυστυχώς η συζήτηση γύρω από τη θέση της γυναίκας στην πρωτόγονη κοινωνία έχει σε μεγάλο βαθμό αγνοήσει τον πραγματικό της ρόλο για χάρη της αποκλειστικής μελέτης των συστημάτων καταγωγής. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, η βιβλιογραφία που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται για τις κοινωνίες όλου του κόσμου, έδειχνε ότι τα κλάν των πρωτόγονων καλλιεργητών ήταν συνήθως μητρογραμμικά, και ότι οι γυναίκες έπαιρναν συχνά μέρος στη λήψη των "πολιτικών" αποφάσεων. Ο Μόργκαν είχε περιγράψει τη μεγάλη επιρροή των ηλικιωμένων γυναικών των Ιροκέζων σχετικά με την ανακήρυξη και πιθανότατα την αποπομπή των αρχηγών. Ακόμα υπήρχαν περιγραφές σχετικά με τη σημασία των "βασιλισσών-μητέρων" της Αφρικής, όπου μια γυναίκα μοιράζονταν με τον αδερφό ή το γιό της τις ευθύνες αρχηγού ή βασιλιά. Επίσης ο περιώνυμος στρατός των 5.000 εθελοντριών γυναικών της Δαχομέης αποτέλεσε την ενσάρκωση των μυθικών Αμαζόνων. Ολ΄ αυτά ερέθισαν τόσο τη φαντασία των θεωρητικών της Βικτωριανής εποχής, βαθιά ποτισμένης με το πνεύμα της ανδρικής κυριαρχίας και της ατομικής ιδιοκτησίας, ώστε άρχισαν να θεωρούν την πατριαρχική κοινωνία σαν ιστορική εξέλιξη της "μητριαρχίας", όπου η εξουσία των γυναικών βασιζόταν στην αδιαφιλονίκητη μητρότητα των παιδιών με βάση τη μητρική γραμμή.
Σύντομα έγινε φανερό ότι η μητριαρχία, με την έννοια της δύναμης των γυναικών πάνω στους άνδρες ανάλογης με αυτήν που αργότερα απόκτησαν οι άνδρες πάνω στις γυναίκες, δεν υπήρξε ποτέ. Ομως τα ερωτήματα γύρω από τη σημασία της μητρογραμμικής καταγωγής και τη θέση της γυναίκας στην πρωτόγονη κοινωνία παρέμειναν. Εδώ είναι αδύνατο να εξετάσουμε όλες τις πτυχές της συζήτησης, γύρω από τη θέση ότι η μητρογραμμική γενεαλογία προηγήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Αρκεί να σημειώσουμε ότι μητρογραμμικά συστήματα πράγματι δίνουν τη θέση τους σε πατρογραμμικά, καθώς αναπτύσσονται οι ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα πατρογραμμικό (ή πατροτοπικό) σύστημα αντικατέστησε ένα μητρογραμμικό (ή μητροτοπικό), αλλά σε άλλες περιπτώσεις οι εθνολογικο-ιστορικές πληροφορίες δεν είναι αρκετές για να αποδείξουν τίποτα τέτοιο. Ετσι οι στατιστικές μελέτες για την καταγωγή και τα σχετικά μ΄ αυτήν, έχουν καταλήξει σε αντιμαχόμενες ερμηνείες.
Η σύγχρονη στερεότυπη αντίληψη, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, διδάσκει ότι οι κοινωνίες των πρωτοκαλλιεργητών ήταν κυρίως συγκροτημένες με βάση ομάδες που συνδέονταν με μητρογραμμική σχέση, αφού οι γυναίκες ήταν υπεύθυνες για την περισσότερη δουλειά στην καλλιέργεια, και ότι οι κοινωνίες των κυνηγών χαρακτηρίζονταν από αρρενο-κεντρική δομή, μια και οι άνδρες ήταν οι καθαυτό κυνηγοί. Το γεγονός ότι η τροφή που μάζευαν οι γυναίκες σε πολλές τέτοιες κοινωνίες, είχε την ίδια σημασία, αν όχι μεγαλύτερη, από το κυνήγι, οδήγησε τον Service στην πιό πρόσφατη διατύπωση της θεωρίας, (1966: 37-38), που επισημαίνει, ότι το κυνήγι απαιτεί μια στενή συνεργασία που δεν είναι απαραίτητη στις περισσότερες μορφές συλλογής καρπών. Για τον Service, η ανάγκη ενός "πολύπλοκου συντονισμού αρκετών ανθρώπων", οδήγησε στο να μένουν μαζί οι κοντινοί συγγενείς σαν ο πυρήνας της κυνηγετικής ομάδας, ενώ οι γυναίκες παντρεύονταν σε άλλες ομάδες. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι μερικοί κυνηγοί είναι ακόμα μητρογραμμικοί, ενώ άλλοι υπήρξαν μητρογραμμικοί στο πρόσφατο παρελθόν. Η δική μου (E.L.) έρευνα στους κυνηγούς Nascapi έδειξε πώς οι πατρογραμμικοί-πατροτοπικοί δεσμοί δυνάμωναν σε βάρος των μητρογραμμικών-μητροτοπικών, μετά την επαφή με Ευρωπαίους, και κάτω από την επιρροή των ιεραποστόλων, των κυβερνητικών υπαλλήλων, και ιδιαίτερα του εμπορίου γουναρικών. (Leacock 1955, 1969). Παρόλες τις δύσκολες συνθήκες του κυνηγιού στα βόρεια δάση και τις τούνδρες, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που να πείθει ότι οι άνδρες έπρεπε να έχουν μεγαλώσει μαζί, για να μπορούν να αποδίδουν στα πλαίσια της ίδιας ομάδας. Αντίθετα, ήταν κανόνας για τους άνδρες να παντρεύονται έξω από την ομάδα, στην οποία έζησαν τα παιδικά τους χρόνια.
Σε μια πρόσφατη έρευνα ο Martin αμφισβητεί επίσης την "πατροτοπική ομάδα" σαν τον πιό σημαντικό τύπο κοινωνικής οργάνωσης. Επανεξετάζοντας τρόπους κατοικίας, συστήματα καταγωγής, σχέσεις μεταξύ των φυλών καθώς και την πρόσφατη ιστορία 33 μητροτοπικών κυρίως νοτιοαμερικάνικων κυνηγετικών φυλών, επισημαίνει ότι υπάρχει μεγαλύτερη συνοχή στη μητροτοπική παρά στην πατροτοπική οργάνωση. Με τη μητροτοπική κατοικία, οι άνδρες που έχουν την ευθύνη της άμυνας και της επίθεσης, είναι διεσπαρμένοι ανάμεσα σε πολλές ομάδες συγγενών και δεν σχηματίζουν τοπικά συμπλέγματα (1969: 256-57).
Οι σελίδες του Ενγκελς που αναφέρονται στις πρώτες μορφές γάμου είναι από τις πιό δύσκολες της "Καταγαγής", πρώτα γιατί η συγγενική ορολογία και πρακτική είναι σύνθετες και άγνωστες στον αναγνώστη της Δύσης, και ύστερα γιατί η σύγχυση (του Ενγκελς) γύρω από τις βιολογικές και κοινωνικές δυνάμεις, έχει σαν αποτέλεσμα να είναι ασαφή τα πιο σημαντικά μέρη της ανάλυσης. Ομως, η βασική θέση του Ενγκελς είναι ξεκάθαρη. Γράφει π.χ.: "Υπάρχουν τρείς κύριες μορφές γάμου, που αναλογούν περίπου στα τρία στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης: στην άγρια κατάσταση ο ομαδικός γάμος, στη βαρβαρότητα ο ζευγαρωτός, και στον πολιτισμό η μονογαμία...". Η μονογαμία ξεπηδάει από ένα μεταβατικό στάδιο πολυγαμίας, "όπου οι άνδρες έχουν δούλες γυναίκες στην υπηρεσία τους", και λογαριάζονται ανώτεροι. Συνοδεύεται από τη μοιχεία και την πορνεία και αποτελεί εξαρχής μονογαμία μοναχά για τις γυναίκες. Ο γάμος ήταν απροκάλυπτη πολυγαμία στην κλασική εποχή, και συγκαλυμένη αργότερα.
Το σημαντικό χαρακτηριστικό της μονογαμίας ήταν η μεταμόρφωση της πυρηνικής οικογένειας (σσ Πυρηνική οικογένεια: αυτή που αποτελείται από άνδρα, γυναίκα και τα παιδιά τους, σε αντίθεση με την "ευρεία οικογένεια" που μπορεί να περιλάβει και άλλους συγγενείς κάτω από την ίδια στέγη. Βλ. Unesco, λήμμα "οικογένεια") σε βασική οικονομική μονάδα της κοινωνίας, όπου η γυναίκα και τα παιδιά της είναι εξαρτημένα από έναν άνδρα. Αυτή η μεταμόρφωση, που εμφανίστηκε συνυφασμένη με ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης, κατέληξε στην καταπίεση των γυναικών που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Σαν φυσική συνέπεια, ή σαν σύμπτωμα τούτης της μεταμόρφωσης, ο τρόπος, που λογαριάζεται η καταγωγή άλλαξε από "μητριαρχία" (ή "μητρογραμμική" καταγωγή, δηλαδή με βάση τη μητρική κληρονομική γραμμή), σε "πατριαρχία".
Στον κλάδο της ανθρωπολογίας, η τελευταία τούτη πρόταση, ότι δηλαδή η μητρογραμμική καταγωγή εμφανίζεται πρίν από την πατρογραμμική, στην ιστορία της ανθρωπότητας, συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη προσοχή. Η υπόλοιπη ανάλυση του Ενγκελς ουσιαστικά αγνοήθηκε, και αποτελεί λυπηρή διαπίστωση για τη θέση της γυναίκας μέσα και έξω από τον κλάδο, το ότι αναλυτικές μελέτες για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στις πρωτόγονες κοινωνίες είναι τόσο σπάνιες. Παρόλ΄ αυτά, υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουν στις αδρές γραμμές του το επιχείρημα του Ενγκελς, ότι η θέση της γυναίκας σχετικά με τον άνδρα εξασθένισε με την εμφάνιση της ταξικής κοινωνίας, καθώς και στοιχεία που συμπληρώνουν σε πολλά σημεία τη θεωρία του. Υπάρχει ακόμα, βέβαια, μεγάλη ανάγκη για παραπέρα ανάλυση των τωρινών δεδομένων και συλλογή καινούργιων.
Ας εξετάσουμε πρώτα τη θέση ότι ο γάμος είναι ουσιαστικά διαφορετικός στις κοινωνίες των κυνηγών-καρπολόγων ("αγρίων"), και των πρωτοκαλλιεργητών ("βαρβάρων") από τη μία, και στις ταξικές κοινωνίες ("πολιτισμός") από την άλλη, και ότι υπάρχει ένας επί πλέον διαχωρισμός μεταξύ του πιό ελεύθερου "ομαδικού γάμου" των κυνηγών, και του "ζευγαρωτού γάμου", που τον διαδέχτηκε. Ο όρος "ομαδικός γάμος" δίνει δυστυχώς μια φανταστική εικόνα μαζικών γάμων που δεν υπάρχουν πουθενά. Στην πραγματικότητα, η περιγραφή που έκανε ο Ενγκελς του "ομαδικού γάμου", όπως είχε παρατηρηθεί στην Αυστραλία, συμπίπτει με το φαινόμενο που οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι αποκαλούν "χαλαρή μονογαμία". "Αυτό που ένας επιπόλαιος παρατηρητής βλέπει στον ομαδικό γάμο", τόνισε ο Ενγκελς, "είναι μια χαλαρή μορφή μονογαμίας, κάπου - κάπου πολυγαμία, και σε μερικές περιπτώσεις συζυγική απιστία". Μέσα από το "μαζικό γάμο μιας ολόκληρης ομάδας ανδρών... με μιά ανάλογα πλατιά διασκορπισμένη ομάδα γυναικών... ο Αυστραλός ιθαγενής, περιπλανώμενος εκατοντάδες μίλια μακριά απ΄ το σπίτι του... συχνά βρίσκει σε κάθε κατασκήνωση και σε κάθε φυλή γυναίκες που του δίνονται χωρίς αντίσταση και χωρίς δισταγμό". Στην καθημερινή ζωή, ο γάμος παίρνει τη μορφή ενός "χαλαρού ζευγαρώματος" μεταξύ ατόμων που η δυνατότητα να παντρευτούν μεταξύ τους καθορίζεται από τη γέννησή τους: όταν ανήκουν, δηλαδή, σε κάποια από τις λεγόμενες "κατηγορίες γάμου".
Οι "κατηγορίες γάμου" της Αυστραλίας θεωρούνται σήμερα μέρος ενός συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι διάφορες κατηγορίες συγγενών έχουν τέτοια ονομασία, που επιτρέπει σε κάθε άτομο να ορίσει τις σχέσεις του με οποιαδήποτε ομάδα έρθει σε επαφή. Αυτό το σύστημα είναι το πιό περίπλοκο απ΄ όλα όσα συναντώνται σε κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, αλλά, Πάρο΄ αυτά, όλοι αυτοί οι λαοί έχουν κοινά χαρακτηριστικά στην οικογενειακή τους ζωή. Το διαζύγιο, αν και σπάνιο, είναι εξαιρετικά εύκολο, όντας στη διακριτική ευχέρεια καθενός από τους συζύγους να το απαιτήσουν. Συνήθως ο γάμος διαλύεται με το θάνατο του ενός συζύγου. Στενοί και θερμοί δεσμοί ζευγαριών είναι οι πιό συνήθεις. Στις περισσότερες γνωστές κυνηγετικές φυλές, οι δεσμοί αυτοί δεν βασίζονται όμως στη σεξουαλική αποκλειστικότητα. Ισως επειδή οι πρώτοι που επισκέφτηκαν τους Εσκιμώους ήταν κυνηγοί φαλαινών και όχι ιεραπόστολοι, έχουμε πολλές πληροφορίες γύρω απ΄ αυτό το θέμα. Σύμφωνα με το έθιμο, θεωρείται μέρος της φιλοξενίας να κομηθεί ο ξένος με μιάν ανύπαντρη γυναίκα του σπιτιού, ή ακόμα και με τη γυναίκα του οικοδεσπότη. Το έθιμο αυτό για όσους το αναφέρουν, θεωρείται απόδειξη της χαμηλής κοινωνικής θέσης της γυναίκας. Αυτή η σκέψη όμως είναι τελείως εθνοκεντρική, μιά και προϋποθέτει ότι η γυναίκα δεν ικανοποιείται, (αφού δεν πρέπει να ικανοποιείται) από κανέναν άλλον εκτός από το νόμιμο άνδρα της, και συγχρόνως αρνείται να παραδεχτεί ότι η ποικιλία στις σεξουαλικές σχέσεις διασκεδάζει τη γυναίκα, (όταν αυτή δεν βαρύνεται από απαγορευτικά ταμπού), όπως διασκεδάζει και τον άνδρα. Η σκέψη αυτή είναι λοιπόν ηθικολογική, και επηρεάζει ακόμα και τον ίδιο τον Ενγκελς.
Ο "ζευγαρωτός γάμος" περιβάλλεται από πολλούς περιορισμούς. Ο Ενγκελε έγραφε: "Και δώ επίσης αποφασίζουν οι υπολογισμοί για νέους συγγενικούς δεσμούς, που πρέπει να εξασφαλίζουν μιά πιό στέρεη θέση, για το νεαρό ζευγάρι στο γένος και στη φυλή". (Βλ. σελ. 192). Οι γονείς επεμβαίνουν στην επιλογή συζύγου, και οι γάμοι στεριώνουν μέσα από την ανταλλαγή αγαθών - βόδια, τρόφιμα, είδη πολυτελείας - μεταξύ των συγγενών της νύφης και του γαμπρού. Τώρα πιά η μονιμοποίηση του γάμου συνδέεται με επενδεδυμένα συμφέροντα των συγγενών του νέου ζευγαριού. Ο Ενγκελς έγραφε, ότι ενώ ο γάμος εξακολουθούσε να μπορεί να διαλυθεί με πρωτοβουλία του ενός συζύγου, σε πολλές φυλές, η κοινή γνώμη διαμορφώθηκε σιγά - σιγά εχθρική απέναντι σε τέτοιους χωρισμούς. Οταν προκύπτουν διαφορές μεταξύ συζύγων, οι συγγενείς και των δυό επεμβαίνουν σαν μεσάζοντες, και μονάχα όταν και αυτές οι προσπάθειες δεν καρποφορήσουν, διαλύεται ο γάμος. Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για τη "ζευγαρωτή οικογένεια", όπως οναμάστηκε από τον Μόργκαν. Είναι στενά δεμένη με την οργάνωση του "κλάν" (γένους) των καλλιεργητών, όπου οι κοινοτικοί δεσμοί στην παραγωγή και στην κατανομή των αγαθών, διατηρήθηκαν ακόμα και σε ομάδες σχετικά πολυάριθμες και σταθερές. Ομάδες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών από 25 ώς 40 άτομα μπορούν να λειτουργήσουν σχεδόν άτυπα, αλλά με την ανάπτυξη της καλλιέργειας, σε χωριά μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, απαιτούνται πιό σύνθετοι θεσμοί για να καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους. Σχεδόν όλοι έχουν την ίδια άμεση σχέση με την παραγωγή. Το πολύ ένας "θεραπευτής" ή ένας αρχιερέας-αρχηγός, να παίρνουν αρκετά δώρα ώστε να απαλλάσσονται από μερικές αγροτικές ή άλλες δουλειές. Ετσι, οι οικονομικές, οι πολιτικές και οι κοινωνικές σχέσεις παραμένουν ενιαίες, και οι δεσμοί συγγένειας, τυποποιημένοι σε "γένη" ή "κλάν" (σύμφωνα με τον πιό σύγχρονο όρο), αποτελούν τον άξονα της κοινοτικής ζωής. Με το σύστημα των γενών οι συγγενείς λογαριάζονται από τη μιά μεριά μοναχά - ο καθένας μπορεί να ανήκει είτε στο γένος της μάνας του είτε στου πατέρα του, αλλά όχι και στα δυό, και πρέπει να παντρεύεται έξω απ΄ αυτό, αφού τα γένη (κλάν) είναι συνήθως "εξώγαμα" -. Οι δυό αυτές πρακτικές, η μονογραμμία ("Καταγωγή") και η εξωγαμία, επιτρέπουν σε διακριτές ομάδες να διατηρούνται για πολλές γενιές, (πράγμα δύσκολο με ένα μή - μονογραμμικό σύστημα συγγένειας), ενώ συγχρόνως συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς γάμου.
Η πυρηνική οικογένεια των γονιών με τα παιδιά ήταν ριζωμένη στη δομή του γένους και του χωριού μέσα από ένα σύμπλεγμα αμοιβαίων σχέσεων. Ομάδες συγγενών δούλευαν μαζί στα χωράφια και στο κυνήγι, και αντάλλαζαν φαγώσιμα και χειροτεχνήματα σε πολλές γιορτινές περιπτώσεις, σαν τις γέννες, τα βαφτίσια, τις τελετές εφηβείας, τους γάμους, τις κηδείες, και τις εποχικές και θρησκευτικές τελετές. Το γένος ή η κοινότητα του χωριού, (που εκπροσωπούνταν από τους σεβάσμιους γέροντες), αναλάβαιναν τη φροντίδα για την ευημερία του κάθε ξεχωριστού μέλους, πράγμα τόσο πλατιά πιστευτό που ούτε καν αναφερόταν. Στην πράξη όμως, η συγγενική σειρά παππού, γονιού, και παιδιών με τους συζύγους τους, ήταν αυτή που λειτουργούσε σαν ομάδα εργασίας.
Οσο για τη θέση της γυναίκας πρέπει να σημειώσουμε πώς το νοικοκυριό ήταν κοινό και η κατανομή της εργασίας κατά φύλο αμοιβαία: η οικονομία δεν υποχρέωνε τη γυναίκα να εξαρτάται, αυτή και τα παιδιά της, από τον άνδρα. Οι μεγάλες προμήθειες τροφίμων, τα μεγάλα κυνήγια ή η παραγωγή απ΄ τα χωράφια, μοιράζονταν σε μιά ομάδα οικογένειες. Αυτές συστεγαζόντουσαν σε μεγάλες κατοικίες στα περισσότερα χωριά καλλιεργητών, και στις κοινωνίες κυνηγών - τροφοσυλλεκτών μοιράζονταν τα καταφύγια. Τα παιδιά ανήκαν στην ομάδα σαν σύνολο, και τα ορφανά δεν είχαν μέν γονείς αλλά είχαν πάντα οικογένεια. Οι γυναίκες δεν ήταν αναγκασμένες να υπομένουν τα ξεσπάσματα του θυμού των ανδρών τους επειδή φοβόνταν να μείνουν οικονομικά απροστάτευτες, αυτές ή τα παιδιά τους. Σε αντίθεση με πιό "προχωρημένες" κοινωνίες, όπου οι άνδρες είχαν κεκτημένο δικαίωμα να δέρνουν τις γυναίκες τους ακόμα και μέχρι θανάτου, μια αδικημένη γυναίκα μπορούσε να ζητήσει τη βοήθεια των συγγενών της για να αποκαταστήσουν το δίκαιο ή να φύγει αν η βοήθεια αυτή δεν αρκούσε. Ούτε η δουλειά του "νοικοκυριού" μπορεί να ερμηνευτεί σύμφωνα με τα σημερινά δικά μας δεδομένα. Η δουλειά του "νοικοκυριού", είτε γινόταν στα πλαίσια της κοινότητας, είτε στα πλαίσια του σπιτιού, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αποκλειστική απασχόληση των γυναικών. Στην πρωτόγονη κοινωνία δεν υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ της εργασίας των ανδρών, σαν κοινωνικό λειτούργημα, και της δουλειάς των γυναικών στο σπίτι, σαν ιδιωτική ενασχόληση. Το μεγάλο συλλογικό νοικοκυριό αποτελούσε την ίδια την κοινότητα και μέσα σ΄ αυτή και τα δύο φύλα εργάζονταν ισότιμα για να παράγουν τα απαραίτητα αγαθά. Τα αγαθά αυτά, εκείνη την εποχή, παράγονταν και καταναλώνονταν, δεν είχαν ακόμα μεταβληθεί σε "εμπορεύματα". Πάνω σε τούτη τη μεταβολή στηρίχτηκε η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και η ειδική μορφή καταπίεσης της γυναίκας από τον άνδρα.
Ουσιαστικά, οι γυναίκες παρείχαν ένα μεγάλο - άν όχι το μεγαλύτερο - μέρος της τροφής. Πολλοί κυνηγοί ζούσαν από τις φυτικές τροφές που μάζευαν οι γυναίκες, πρώτη ύλη κάθε φαγητού που μπορούσε να πλουτιστεί πάρα πέρα με το κρέας (ζωντανό παράδειγμα οι Bushmen της ερήμου Kalahari). Στις κοινωνίες των πρωτοκαλλιεργητών, πάλι οι γυναίκες, σαν πρώην συλλέκτες και επομένως όντας οι πρώτες που "εξημέρωναν" τα φυτά ήταν πιθανότατα και οι κύριοι υπεύθυνοι της καλλιέργειας. Με δοσμένο ότι στην πρωτόγονη κοινωνία οι αποφάσεις παίρνονταν απ΄ αυτούς που θα τις εκτελούσαν, η συμμετοχή των γυναικών κατά ένα μεγάλο μέρος στην κοινωνικά αναγκαία εργασία, δεν τις άφηνε να καταντήσουν υποτελείς, όπως στην ταξική κοινωνία, αλλά είχαν δικαιώματα πάνω στις αποφάσεις ανάλογα με τη συμμετοχή τους στην εργασία. Ελάχιστοι ανθρωπολόγοι έχουν σταθεί πάνω σ΄ αυτό το σημείο. Αντίθετα, το γεγονός ότι οι άνδρες έπαιρναν αποφάσεις για το κυνήγι και τον πόλεμο, στην πρωτόγονη κοινωνία, χρησιμοποιήθηκε για να υποστηριχθεί η θέση πώς αυτοί ήταν και εξουσιαστές με την έννοια που έχει η λέξη στη Δύση. Είναι αλήθεια ότι οι άνδρες πράγματι απόχτησαν δύναμη μέσα στις συνθήκες αποικιοκρατίας, που επικρατούσαν τον καιρό που γίνονταν οι περισσότερες ανθρωπολογικές έρευνες για τους πρωτόγονους λαούς. Παρόλ΄ αυτά, η διαθέσιμη βιβλιογραφία παρέχει συνεχώς στοιχεία για την αυτονομία των γυναικών και το ρόλο τους στη λήψη των αποφάσεων. Αυτά όμως τα στοιχεία πολύ συχνά συσκοτίζονται, με το να αποδίδονται με ελαφρότητα σε ιστορίες ομοφυλόφυλων ανδρών και άλλα μικροαστεία, και δεν λαμβάνονται σοβαρά υπ΄ όψη σαν εικονογράφηση της κοινωνικής δομής και δυναμικής εκείνων των κοινωνιών.
Δυστυχώς η συζήτηση γύρω από τη θέση της γυναίκας στην πρωτόγονη κοινωνία έχει σε μεγάλο βαθμό αγνοήσει τον πραγματικό της ρόλο για χάρη της αποκλειστικής μελέτης των συστημάτων καταγωγής. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, η βιβλιογραφία που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται για τις κοινωνίες όλου του κόσμου, έδειχνε ότι τα κλάν των πρωτόγονων καλλιεργητών ήταν συνήθως μητρογραμμικά, και ότι οι γυναίκες έπαιρναν συχνά μέρος στη λήψη των "πολιτικών" αποφάσεων. Ο Μόργκαν είχε περιγράψει τη μεγάλη επιρροή των ηλικιωμένων γυναικών των Ιροκέζων σχετικά με την ανακήρυξη και πιθανότατα την αποπομπή των αρχηγών. Ακόμα υπήρχαν περιγραφές σχετικά με τη σημασία των "βασιλισσών-μητέρων" της Αφρικής, όπου μια γυναίκα μοιράζονταν με τον αδερφό ή το γιό της τις ευθύνες αρχηγού ή βασιλιά. Επίσης ο περιώνυμος στρατός των 5.000 εθελοντριών γυναικών της Δαχομέης αποτέλεσε την ενσάρκωση των μυθικών Αμαζόνων. Ολ΄ αυτά ερέθισαν τόσο τη φαντασία των θεωρητικών της Βικτωριανής εποχής, βαθιά ποτισμένης με το πνεύμα της ανδρικής κυριαρχίας και της ατομικής ιδιοκτησίας, ώστε άρχισαν να θεωρούν την πατριαρχική κοινωνία σαν ιστορική εξέλιξη της "μητριαρχίας", όπου η εξουσία των γυναικών βασιζόταν στην αδιαφιλονίκητη μητρότητα των παιδιών με βάση τη μητρική γραμμή.
Σύντομα έγινε φανερό ότι η μητριαρχία, με την έννοια της δύναμης των γυναικών πάνω στους άνδρες ανάλογης με αυτήν που αργότερα απόκτησαν οι άνδρες πάνω στις γυναίκες, δεν υπήρξε ποτέ. Ομως τα ερωτήματα γύρω από τη σημασία της μητρογραμμικής καταγωγής και τη θέση της γυναίκας στην πρωτόγονη κοινωνία παρέμειναν. Εδώ είναι αδύνατο να εξετάσουμε όλες τις πτυχές της συζήτησης, γύρω από τη θέση ότι η μητρογραμμική γενεαλογία προηγήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Αρκεί να σημειώσουμε ότι μητρογραμμικά συστήματα πράγματι δίνουν τη θέση τους σε πατρογραμμικά, καθώς αναπτύσσονται οι ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα πατρογραμμικό (ή πατροτοπικό) σύστημα αντικατέστησε ένα μητρογραμμικό (ή μητροτοπικό), αλλά σε άλλες περιπτώσεις οι εθνολογικο-ιστορικές πληροφορίες δεν είναι αρκετές για να αποδείξουν τίποτα τέτοιο. Ετσι οι στατιστικές μελέτες για την καταγωγή και τα σχετικά μ΄ αυτήν, έχουν καταλήξει σε αντιμαχόμενες ερμηνείες.
Η σύγχρονη στερεότυπη αντίληψη, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, διδάσκει ότι οι κοινωνίες των πρωτοκαλλιεργητών ήταν κυρίως συγκροτημένες με βάση ομάδες που συνδέονταν με μητρογραμμική σχέση, αφού οι γυναίκες ήταν υπεύθυνες για την περισσότερη δουλειά στην καλλιέργεια, και ότι οι κοινωνίες των κυνηγών χαρακτηρίζονταν από αρρενο-κεντρική δομή, μια και οι άνδρες ήταν οι καθαυτό κυνηγοί. Το γεγονός ότι η τροφή που μάζευαν οι γυναίκες σε πολλές τέτοιες κοινωνίες, είχε την ίδια σημασία, αν όχι μεγαλύτερη, από το κυνήγι, οδήγησε τον Service στην πιό πρόσφατη διατύπωση της θεωρίας, (1966: 37-38), που επισημαίνει, ότι το κυνήγι απαιτεί μια στενή συνεργασία που δεν είναι απαραίτητη στις περισσότερες μορφές συλλογής καρπών. Για τον Service, η ανάγκη ενός "πολύπλοκου συντονισμού αρκετών ανθρώπων", οδήγησε στο να μένουν μαζί οι κοντινοί συγγενείς σαν ο πυρήνας της κυνηγετικής ομάδας, ενώ οι γυναίκες παντρεύονταν σε άλλες ομάδες. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι μερικοί κυνηγοί είναι ακόμα μητρογραμμικοί, ενώ άλλοι υπήρξαν μητρογραμμικοί στο πρόσφατο παρελθόν. Η δική μου (E.L.) έρευνα στους κυνηγούς Nascapi έδειξε πώς οι πατρογραμμικοί-πατροτοπικοί δεσμοί δυνάμωναν σε βάρος των μητρογραμμικών-μητροτοπικών, μετά την επαφή με Ευρωπαίους, και κάτω από την επιρροή των ιεραποστόλων, των κυβερνητικών υπαλλήλων, και ιδιαίτερα του εμπορίου γουναρικών. (Leacock 1955, 1969). Παρόλες τις δύσκολες συνθήκες του κυνηγιού στα βόρεια δάση και τις τούνδρες, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που να πείθει ότι οι άνδρες έπρεπε να έχουν μεγαλώσει μαζί, για να μπορούν να αποδίδουν στα πλαίσια της ίδιας ομάδας. Αντίθετα, ήταν κανόνας για τους άνδρες να παντρεύονται έξω από την ομάδα, στην οποία έζησαν τα παιδικά τους χρόνια.
Σε μια πρόσφατη έρευνα ο Martin αμφισβητεί επίσης την "πατροτοπική ομάδα" σαν τον πιό σημαντικό τύπο κοινωνικής οργάνωσης. Επανεξετάζοντας τρόπους κατοικίας, συστήματα καταγωγής, σχέσεις μεταξύ των φυλών καθώς και την πρόσφατη ιστορία 33 μητροτοπικών κυρίως νοτιοαμερικάνικων κυνηγετικών φυλών, επισημαίνει ότι υπάρχει μεγαλύτερη συνοχή στη μητροτοπική παρά στην πατροτοπική οργάνωση. Με τη μητροτοπική κατοικία, οι άνδρες που έχουν την ευθύνη της άμυνας και της επίθεσης, είναι διεσπαρμένοι ανάμεσα σε πολλές ομάδες συγγενών και δεν σχηματίζουν τοπικά συμπλέγματα (1969: 256-57).
Μελέτες που καταγίνονται
ειδικά με τη θέση της γυναίκας στην πρωτόγονη κοινωνία, υπάρχουν ελάχιστες, και
οι περισσότερες θίγουν το θέμα από την πλευρά της προσωπικότητας παρά της
κοινωνικο-οικονομικής δομής. Η παλιά εργασία της Μήντ σχετικά με τους
συγκρινόμενους ορισμούς για το ρόλω των φύλων σε τρείς πρωτόγονες κοινωνίες
αποτελεί ένα παράδειγμα. (Mead, 1950). Είναι πολύ ενδιαφέρον, ότι η Μήντ
στρέφεται ενάντια στην ίδια της την επιχειρηματολογία γύρω από τον πολιτιστικό
ορισμό του ρόλου του φύλου, όταν υποστηρίζει παρακάτω ότι, σύμφωνα με την
πλατιά παραδεκτή Φροϋδική σκέψη, υπάρχει μια καθολική διχοτομή μεταξύ
ευεργετικού και παθητικού, που διαχωρίζει τον άρρενα από το θήλυ ρόλο. (Mead,
1955). Αντίθετα, υπάρχει ένα παλιό βιβλίο του Mason "Το μερίδιο της
γυναίκας στον πρωτόγονο πολιτισμό" και το βιβλίο "Οι μητέρες"
του Briffault, γιατρού χειρούργου, συγγραφέα και ερασιτέχνη ανθρωπολόγου. Αυτά
τα δυό βιβλία συγκεντρώνουν σκόρπιες εθνογραφικές αναφορές: 1) σχετικά με το
ρόλο της γυναίκας στη λήψη των αποφάσεων και στη διοίκηση της φυλής, 2) σχετικά
με τη σημασία που είχαν οι γυναίκες σαν εφευρέτριες τεχνικών για την πραγωγή
τροφής και την κατασκευή καλαθιών, δερμάτινων ειδών, υφαντών, κλπ. και 3)
σχετικά με τη συμμετοχή τους στη θρησκευτική ζωή. Οσο και να φαίνεται
εντυπωσιακή η συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνία, μέσα από τις συλλογές
αυτές, τα στοιχεία τους είναι αποσπασμένα από το συγκεκριμένο κοινωνικό τους
περίγυρο, με αποτέλεσμα να έρχονται σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των
διασωθέντων εθνογραφικών στοιχείων, γιατί αυτά σπάνια υπολογίζουν την επίδραση
της αποικιοκρατίας στους ανθρώπους που περιγράφουν, και συνήθως επιμένουν στις
δραστηριότητες και τις ασχολίες των ανδρών. (Αυτό το τελευταίο δεν είναι μοναχά
πρόβλημα ανδρικής προκατάληψης, αλλά και αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης ευκολίας
συνεννόησης μεταξύ ανδρών, που έρχονται πιό συχνά σ΄ επαφή με Ευρωπαίους και
μιλούν τη γλώσσα τους).
Μια ασυνήθιστα διεξοδική μελέτη των γυναικών σε κοινωνία κυνηγών, έκανε ο Kaberry για τους ιθαγενείς της Βορειοδυτικής Αυστραλίας (1939). Συνήθως λέγεται, ότι η κοινωνική θέση των γυναικών αυτών είναι χαμηλή, μια και αποκλείονται από τις σημαντικές τελετές των ανδρών και δεν συμμετέχουν στις πολιτικές υποθέσεις. Ο Kaverry σημειώνει πώς οι άνδρες, με τη σειρά τους, δεν μπορεί να μετέχουν στις μυστικές τελετές των γυναικών, και ότι ενώ ο πόλεμος και οι επίσημες συγκεντρώσεις γίνονται με την αποκλειστική ευθύνη των ανδρών, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις διαφορές των ομάδων μεταξύ τους, που τις λύνουν οι ηλικιωμένες γυναίκες μαζί με τους γέρους. Οι γυναίκες έχουν περιορισμένη εκλογή συζύγου: αλλά και για τους άνδρες ισχύει το ίδιο, ενώ οι νέοι είναι ελεύθεροι να έχουν προγαμιαίους δεσμούς, στους οποίους και τα δύο φύλα είναι ίσα. Στην καθημερινή ζωή, τούτες οι Αυστραλές γυναίκες λαβαίνουν αυτόνομα μέρος στις κοινές υποθέσεις, ενεργούν με πεποίθηση για τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. Μια παρόμοια περιγραφή κάνει και η Jane Goodale (1971) στο βιβλίο της για τις γυναίκες Tiwi.
Επίσης, βιβλιογραφικά στοιχεία για τις γυναίκες Εσκιμώες, αντικρούουν την κοινή πεποίθηση για τον υποδεέστερο ρόλο τους, ακόμα και σήμερα, που τα πράγματα έχουν εξελιχτεί σε βάρος της ισότητας των δύο φύλων. Η βιογραφία της Anauta (Washburne and Anauta, 1940), μιας γυναίκας Εσκιμώας του "Buffin Land", που μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τα παιδιά της μετά το θάνατο του άνδρα της, φανερώνει ανεξαρτησία και ισχυρή αίσθηση προσωπικής αυτονομίας. Σύντομες βιογραφίες γυναικών του νησιού Nunivak, από τις οποίες η μια ήταν μάλιστα ιέρεια, δείχνουν επίσης αρκετή ελευθερία επιλογών και μαρτυρούν το κεκτημένο δικαίωμα των γυναικών να αναπτύσσουν πρωτοβουλία σχετικά με τη ζωή που κάνουν. (Landis, 1960).
Η θέση της γυναίκας στους Ινδιάνους Nascapi ήταν ισχυρότερη στο παρελθόν απ΄ ότι σήμερα. Ιησουίτες του 17ου αιώνα έγραφαν στα ταξιδιωτικά τους ημερολόγια, ότι "οι γυναίκες έχουν πολλή δύναμη εδώ" και ότι "η επιλογή προγράμματος ταξιδιών, το πού θα ξεχειμωνιάσουν, είναι ζητήματα που βρίσκονται σχεδόν πάντα στα χέρια της νοικοκυράς" (Thwaites, 1906: Vol. V, 181 και Vol. LXVIII, 93). Ενας Ιησουϊτης μάλιστα μάλωσε κάποιον άνδρα, λέγοντάς του πώς στη Γαλλία οι γυναίκες δεν διατάζουν τους άνδρες τους. Ενα από τα καθήκοντα των ιεραποστόλων έγινε έτσι να μάθουν τις γυναίκες να υπακούνε στους άνδρες τους, ιδιαίτερα στα σεξουαλικά ζητήματα: "Του είπα", γράφει ο Ιησουϊτης, "ότι δεν είναι τίμιο μια γυναίκα να αγαπάει άλλον απ΄ τον άνδρα της και ότι αυτό το κακό που υπάρχει ανάμεσά τους (η σεξουαλική ελευθερία της γυναίκας), σημαίνει πώς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος αν ετούτος εδώ είναι ο γιος του ή όχι". Ο Ινδιάνος φαίνεται πώς απάντησε: "Δεν είσαι με τα καλά σου. Εσείς οι Γάλλοι αγαπάτε ο καθένας μοναχά τα δικά του παιδιά, ενώ εμείς αγαπάμε όλα τα παιδιά της φυλής μας". (Vol. VI, 225).
Οι γυναίκες δεν γίνονται πιά ιέρειες, όπως στο παρελθόν, ούτε κυνηγούν συχνά, ούτε κάνουνε ατμόλουτρο όπως οι άνδρες, ούτε κάνουν δικά τους επίσημα συμβούλια σε περίπτωση ανάγκης (Vol. II: 77, Vol. VI: 191, Vol VII: 61, 175, Vol. XIV: 183). Όμως η παράδοση της προσωπικής αυτονομίας, της αλληλοβοήθειας και της κοινής ευθύνης για τα παιδιά, έχει αφήσει καθαρά τα ίχνη της, παρόλες τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους. Ενα από τα πολλά περιστατικά που παρακολούθησα, αρκεί για να δείξει πόσα μπορεί να κρύβονται πίσω από τις στερεότυπες περιγραφές της ζωής των ανθρώπων αυτών, μέσ΄ απ΄ τις μονογραφίες: "οι άνδρες κυνηγούν, οι γυναίκες μαζεύουν φρούτα και φροντίζουν τα παιδιά". Όμως, εγώ, (E.L.), είδα έναν άνδρα να κάθεται μιαν ολόκληρη μέρα με υπομονή και άπειρη αγάπη δίπλα στο άρρωστο μωρό του. Η γυναίκα του δούλευε. Παρ΄ όλο που ανησυχούσε για την υγεία του μικρού, δεν φάνηκε να αισθάνεται ακατάλληλος να τα βγάλει πέρα, ούτε και φώναξε καμιά άλλη γυναίκα να τον βοηθήσει. Η πεποίθηση και η υπομονή του ήταν άσχετες με την ιδέα που έχουνε οι αναγνώστες των περιηγητών για τους Εσκιμώους. Αυτός είχε αναλάβει τη φροντίδα του μωρού, ενώ η γυναίκα του επεξεργαζόταν ένα δέρμα, δουλειά δύσκολη που χρειάζεται προσοχή και επιδεξιότητα. Οι άνδρες μπορούσαν και να μαγειρεύουν και να προσέχουν τα μωρά όταν χρειαζόταν, αλλά δεν ήξεραν να επεξεργάζονται τα δέρματα.
Είναι ανάγκη, μελετώντας τα ευρήματα από τις πρωτόγονες κοινότητες και τις μεταβατικές κοινωνίες, να διασωθεί ότι έχει σχέση με τη λειτουργικότητα της γυναίκας, πρίν να εξαπλωθεί η ανδρική κυριαρχία, που συνόδευσε την ευρωπαϊκή οικονομική και αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Π.χ. ποια η κατανομή των αγαθών στους πρωτοκαλλιεργητές, όπου η οπωροκηπευτική παραγωγή βρισκόταν στα χέρια των γυναικών; Πώς λειτουργούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες στη διευθέτηση των διαφορών, πράγμα που συχνά αναφέρεται αλλά σπάνια γίνεται προσπάθεια να θεμελιωθεί με επιχειρήματα; Ποιά ήταν η επιρροή των γυναικών στη σφαίρα αρμοδιοτήτων του άνδρα σχετικά με τον πόλεμο και το κυνήγι; Και αντίθετα ποιός ο ρόλος των ανδρών στην ανατροφή των παιδιών; Μία πρόσφατη ανάλυση του Mintz (1971) για το ρόλο των γυναικών εμπόρων Yoruba δείχνει πώς, από ήδη δημοσιευόμενα στοιχεία, μπορεί κανείς ν΄ αρχίσει ν΄ απαντάει σε τέτοια ερωτήματα.
Το μυστήριο που καλύπτει το κυνήγι σε σύγκριση μ΄ αυτό που συνοδεύει την τεκνογονία, είναι θέματα που προσφέρονται για έναν αναπροσανατολισμό της σχετικής έρευνας. Η δυνατότητα αυτή, όμως, συστηματικά παραβλέπεται από τη βιβλιογραφία που ασχολείται με τις κοινωνίες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών, με το να παραμερίζεται η σημασία της τεκνογονίας και να εξαίρεται μονόπλευρα η σπουδαιότητα του κυνηγιού. Και ενώ τα οπωροκηπευτικά που παράγουν οι γυναίκες, αποτελούν συχνά τη βασική τροφή, παρατηρείται ότι αυτό δεν τους προσδίδει ιδιαίτερο γόητρο. Χωρίς να βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση πλήρους υποταγής, παραμένουν κοινωνικά κατώτερες από τους άνδρες. Παράλληλα, η τεκνοποιητική δύναμη των γυναικών, ενέπνεε ήδη από την Ανω Παλαιολιθική εποχή σεβασμό, ακόμα και φόβο, αν κρίνει κανείς από τις γλυπτές αναπαραστάσεις της γονιμότητας εκείνης της περιόδου. Αυτό το σημείο εύκολα μπορεί να παραγνωριστεί, γιατί η τεκνοποιητική ικανότητα των γυναικών στη δική μας κοινωνία δεν προκάλεσε το σεβασμό, αλλά οδήγησε σε καταπιεστικές σχέσεις. Επίσης το μυστήριο που περιβάλλει την έμμηνο ρύση έχει υποτιμηθεί. Τα αισθήματα μυστηρίου και κινδύνου που κατακλύζουν τους άνδρες στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ερμηνεύονται σαν αντανάκλαση μιας κατάστασης "μή-καθαρότητας", που είναι ακριβώς η απλουστευτική αντίληψη του δικούμας πολιτισμού για την έμμηνο ρύση. Θα ήταν διασκεδαστικό να αναλύσουμε τις παραμορφώσεις που οφείλονται στη σημασιολογική μελέτη των παραπάνω προβλημάτων. Αναφέρεται, π.χ., ότι οι γυναίκες μένουν "απομονωμένες" σε ειδικά καταλύμματα κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης τους, για να μή μολύνονται, δήθεν, οι άνδρες. Οπου όμως, αντίθετα, οι άνδρες μένουν απομονωμένοι σε ιδιαίτερες κατοικίες, αυτό αναφέρεται με σεβασμό και θεωρείται ότι στην περίπτωση αυτή ο αποκλεισμός των γυναικών αποτελεί δήθεν απόδειξη της ανωτερότητας των ανδρών. Είναι ολοφάνερο ότι αυτό το σύστημα ανάλυσης της στάσης των ιθαγενών απέναντι στα αντικείμενα και την πραγματικότητα, αντικαθρέφτιζε τη νοοτροπία των ιεραποστόλων και των εμπόρων, από τους οποίους οι ιθαγενείς έμαθαν να βιώνουν και να εξηγούν έτσι τα έθιμά τους στους λευκούς.
Παρ΄ αυτά, μια πρόσφατη μελέτη από τον Hogbin (1970) για τη θρησκεία των πληθυσμών της Νέας Γουϊνέας, αποκαλύπτει μια καινούργια πλευρά του θέματος. Με τον παράξενο τίτλο: "Το νησί των ανδρών που έχουν περίοδο", η μελέτη αυτή περιγράφει μια συνήθεια, που συναντάει κανείς και σε άλλα σημεία της ίδιας γεωγραφικής περιοχής, όπου οι άνδρες μιμούνται το φαινόμενο της περιόδου. Αφαιρείται αίμα από το πέος τους, (ή κάποιο άλλο μέρος του σώματος, σε άλλες ομάδες) και οι άνδρες περνούν όλον τον τελετουργικό κύκλο της περιόδου, αποφεύγοντας την κανονική εκτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων, κρατώντας μερικά ταμπού και έπειτα ξαναμπαίνοντας στην καθημερινή ζωή, καθαροί και ανανεωμένοι. Κατά κάποιο τρόπο, η ακραία αλλοτρίωση στην κοινωνία μας, εκφράζεται με τη μετατροπή της τεκνογονικής ικανότητας σε υποχρέωση. Και η αιτία δεν είναι απλώς, ότι, επειδή οι γυναίκες κυοφορούν, περιορίζονται στις κινήσεις και τις δραστηριότητές τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κυοφορία δεν αποτέλεσε εμπόδιο, ακόμα και σε συνθήκες περιορισμένων τεχνολογικών μέσων, όπως στις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Πόσο μάλλον σήμερα. Η κατώτερη κοινωνική θέση της γυναίκας δεν είναι το απλό αποτέλεσμα της προϊούσας άμβλυνσης του ρόλου της στην παραγωγή της τροφής, τότε που οι άνδρες άρχισαν να καλλιεργούν τη γή. Και φυσικά δεν ήταν η αυτόματη συνέπεια της αυξανόμενης σημασίας των κατοικιδίων ζώων - τομέας κατ΄ εξοχήν ανδρικός - αν και η κτηνοτροφία έχει συνδυαστεί με την παρακμή της κοινωνικής θέσης των γυναικών. Το βασικό, Πάρο΄ αυτά, είναι ότι αυτά τα μεταβατικά στάδια πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της ανάπτυξης των σχέσεων εκμετάλλευσης, όταν η κοινοκτημοσύνη υποχωρούσε, η κοινοτική συγγενική ομάδα έσπαζε, και η εξατομικευμένη οικογένεια, χωρισμένη πιά, έγινε μια απομονωμένη και ευάλωτη μονάδα, οικονομικά υπεύθυνη για τη διατροφή των μελών της και την ανατροφή των παιδιών. Η υποδούλωση του γυναικείου φύλου βασίστηκε στη μετατροπή της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας τους σε ιδιωτική υπηρεσία, αποτέλεσμα του χωρισμού της οικογένειας από το γένος. Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες, η εργασία της γυναίκας στο σπίτι και αλλού μπήκε στη φάση του προοδευτικού εξανδραποδισμού της.
Ο χωρισμός της οικογένειας από το γένος, και ο θεσμός της μονογαμίας, αποτέλεσαν την κοινωνική έκφραση της αναπτυσσόμενης ατομικής ιδιοκτησίας. Η λεγόμενη μονογαμία παρείχε το μέσο, με το οποίο η ιδιοκτησία μπορούσε να κληρονομηθεί ατομικά. Ετσι, η εποχή της ιδιοκτησίας για ορισμένους, σήμανε την εποχή της ακτημοσύνης για τους υπόλοιπους, και την απαρχή διαφορετικών σχέσεων παραγωγής μέσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ο κεντρικός πυρήνας της διατύπωσης του Ενγκελς, στηρίζεται στη στενή σύνδεση μεταξύ της εμφάνισης της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας κάτω από ανδρική κυριαρχία, και της ανάπτυξης των κοινωνικών τάξεων: "Η διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς εμφανίζεται πλάι στη διαφορά ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους - με το νέο καταμερισμό της εργασίας εμφανίζεται μιά νέα διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις... Το πέρασμα στην πλήρη ατομική ιδιοκτησία συντελείται σιγά - σιγά και παράλληλα με το πέρασμα από το ζευγαρωτό γάμο στη μονογαμία. Η μεμονωμένη οικογένεια αρχίζει να γίνεται η οικονομική μονάδα της κοινωνίας". (Βλ. σελ. 297).
Σκιαγραφώντας, ο Ενγκελς, τον τρόπο που ο καταμερισμός της εργασίας, και η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής, στους πρωτοελληνικούς χρόνους, ευνόησαν τη συσσώρευση πλούτου (σκλάβοι, κοπάδια) από μεμονωμένα άτομα, έδειξε τις κοινωνικές διεργασίες, που οδήγησαν στη διαμάχη μεταξύ της οικογένειας και του γένους. Από τότε πού οι άνδρες έγιναν κύριοι των εργαλείων της δουλειάς (έχοντας σχεδόν αντικαταστήσει τις γυναίκες στα χωράφια, ιδιαίτερα όταν το κυνήγι έχασε τη σπουδαιότητα που είχε), η διαμάχη μεταξύ οικογένειας και γένους πήρε τη μορφή σύγκρουσης μεταξύ των αντίθετων αρχών του πατρικού και του μητρικού δικαίου. "Στο βαθμό που τα πλούτη μεγάλωναν, δίνανε στον άντρα μιά πιό σημαντική από τη γυναίκα θέση στην οικογένεια, και...δημιουργούσαν το κίνητρο να χρησιμοποιήσουν οι άντρες αυτή την ανισχυμένη θέση τους για να ανατρέψουν την παλιά σειρά διαδοχής πρός όφελος των παιδιών τους". (Βλ. σελ. 166). Ετσι, η διαμόρφωση της οικογένειας σαν κοινωνικής οικονομικής μονάδας επιβλήθηκε με την ανατροπή του μητρικού δικαίου, αυτήν την "κοσμοιστορική ήττα του γυναικείου φύλου". (Βλ. σελ. 168).
Χρειάζονταν πολύ περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία, απ΄ όσα δίνει ο Ενγκελς, για να φωτιστεί η πορεία της υποδούλωσης της γυναίκας, αφ΄ ενός σε σχέση με την αρχική εμφάνιση των ταξικών κοινωνιών στον Παλιό και το Νέο Κόσμο. (σσ Ευρώπη και Αμερική, αντίστοιχα), και αφ΄ ετέρου σε σχέση με την κατοπινή εξάπλωση της εμπορευματικής παραγωγής και τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, που συνόδευσαν την ευρωπαϊκή επεκτατική πολιτική, και την εγκαθίδρυση της αποικιοκρατίας. Κοντά στη θέση της γυναίκας, την εποχή της πρωτόγονης κοινοτικής κοινωνίας στην κλασική Ελλάδα και Ρώμη. Από κεί περνώντας από τη Μεσαιωνική Ευρώπη, καταλήγει στη βιομηχανική εποχή. Οι ποικιλόμορφες αλλαγές ετούτης της μακριάς ιστορικής διαδρομής, και οι παραλλαγές από τόπο σε τόπο, πρέπει να αναλυθούν και, πράγμα που είναι ακόμα σπουδαιότερο, πρέπει να μελετηθούν διεξοδικά οι παραλλαγές της κοινωνικής θέσης των γυναικών μέσα στις διάφορες τάξεις: δούλοι, ελεύθεροι εργάτες, αγρότες, δουλοπάροικοι, πολίτες, αριστοκράτες.
Για τον Ενγκελς η εμφάνιση της οικογένειας της άρχουσας τάξης είναι το μέσο συγκέντρωσης του ατομικού πλούτου. Αντίστοιχα όμως, δεν ορίζεται εξίσου καθαρά, ότι η οικογένεια των κατώτερων τάξεων αποτελεί θεμέλιο της ταξικής κοινωνίας, μιά και καθιστά το άτομο ευάλωτο στην καταπίεση και τον έλεγχο. Η απομάκρυνση του κοινού εργαζόμενου από το σύστημα κοινοτικής ασφάλειας που παρείχε το γένος, σημαίνει ότι ο εργαζόμενος είναι πιά υπεύθυνος σαν άτομο, όχι μόνο για τη δική του συντήρηση, αλλά και για τη συντήρηση της γυναίκας και των παιδιών του. Το γεγονός αυτό, σε μεγάλο βαθμό, εξασφάλιζε, όχι μόνο την παροχή εργασίας, αλλά και την υπακοή του, τον καθιστούσε, όπως και σήμερα, διστακτικό να πολεμήσει τις ακρότητες της εκμετάλλευσης, επειδή κινδύνευε όχι μόνο αυτός, αλλά και η γυναίκα του και τα παιδιά του. Με σπινθηροβόλο πνεύμα, σατιρική διάθεση, και συμπάθεια, ο Ενγκελς ασχολείται με τις συζυγικές σχέσεις που δημιουργούνται στη μονογαμία, αλλά κυρίως σε αναφορά με την αστική οικογένεια. Γράφει για την προλετάρια σύζυγο που πιάνει δουλειά στη βιομηχανία, μέσα σε συνθήκες πολύ δύσκολες γι΄ αυτήν και τα παιδιά της, αλλά δεν ασχολείται πολύ με την τεράστια αντίφαση που δημιουργεί η οικογένεια, στον εργάτη και στη γυναίκα του, σαν αποτέλεσμα της απομόνωσής τους.
Η έλλειψη ανθρώπινου στοιχείου στις συζυγικές σχέσεις, έτσι παγιδευμένοι όπως είναι, άνδρες και γυναίκες, σε ένα πλέγμα φόβου και σύγχυσης, η αποκτήνωση και η συμπεριφορά του άνδρα δικτατορίσκου, ο θυμός και η πικρία της γυναίκας, η φύση του γάμου, που είναι συχνά μια συνεχής μάχη, όλ΄ αυτά είναι πολύ γνωστά. Παρόλο που οι προταξικές κοινωνίες που έχουν ήδη μελετηθεί, είναι πιά διαβρωμένες από την ευρωπαϊκή και αμερικανική αποικιοκρατία, μιά ποιότητα άνεσης και σεβασμού, ζέστας και ασφάλειας που διαπερνά τις προσωπικές και τις συζυγικές σχέσεις, διατηρείται ακόμα, σαν απόδειξη, ότι η ένταση που έχει σχετιστεί με το συζυγικό δεσμό, στη δική μας κοινωνία, είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής δομής και δεν βρίσκεται στη φύση των γυναικών και των ανδρών.
Μια ασυνήθιστα διεξοδική μελέτη των γυναικών σε κοινωνία κυνηγών, έκανε ο Kaberry για τους ιθαγενείς της Βορειοδυτικής Αυστραλίας (1939). Συνήθως λέγεται, ότι η κοινωνική θέση των γυναικών αυτών είναι χαμηλή, μια και αποκλείονται από τις σημαντικές τελετές των ανδρών και δεν συμμετέχουν στις πολιτικές υποθέσεις. Ο Kaverry σημειώνει πώς οι άνδρες, με τη σειρά τους, δεν μπορεί να μετέχουν στις μυστικές τελετές των γυναικών, και ότι ενώ ο πόλεμος και οι επίσημες συγκεντρώσεις γίνονται με την αποκλειστική ευθύνη των ανδρών, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις διαφορές των ομάδων μεταξύ τους, που τις λύνουν οι ηλικιωμένες γυναίκες μαζί με τους γέρους. Οι γυναίκες έχουν περιορισμένη εκλογή συζύγου: αλλά και για τους άνδρες ισχύει το ίδιο, ενώ οι νέοι είναι ελεύθεροι να έχουν προγαμιαίους δεσμούς, στους οποίους και τα δύο φύλα είναι ίσα. Στην καθημερινή ζωή, τούτες οι Αυστραλές γυναίκες λαβαίνουν αυτόνομα μέρος στις κοινές υποθέσεις, ενεργούν με πεποίθηση για τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. Μια παρόμοια περιγραφή κάνει και η Jane Goodale (1971) στο βιβλίο της για τις γυναίκες Tiwi.
Επίσης, βιβλιογραφικά στοιχεία για τις γυναίκες Εσκιμώες, αντικρούουν την κοινή πεποίθηση για τον υποδεέστερο ρόλο τους, ακόμα και σήμερα, που τα πράγματα έχουν εξελιχτεί σε βάρος της ισότητας των δύο φύλων. Η βιογραφία της Anauta (Washburne and Anauta, 1940), μιας γυναίκας Εσκιμώας του "Buffin Land", που μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τα παιδιά της μετά το θάνατο του άνδρα της, φανερώνει ανεξαρτησία και ισχυρή αίσθηση προσωπικής αυτονομίας. Σύντομες βιογραφίες γυναικών του νησιού Nunivak, από τις οποίες η μια ήταν μάλιστα ιέρεια, δείχνουν επίσης αρκετή ελευθερία επιλογών και μαρτυρούν το κεκτημένο δικαίωμα των γυναικών να αναπτύσσουν πρωτοβουλία σχετικά με τη ζωή που κάνουν. (Landis, 1960).
Η θέση της γυναίκας στους Ινδιάνους Nascapi ήταν ισχυρότερη στο παρελθόν απ΄ ότι σήμερα. Ιησουίτες του 17ου αιώνα έγραφαν στα ταξιδιωτικά τους ημερολόγια, ότι "οι γυναίκες έχουν πολλή δύναμη εδώ" και ότι "η επιλογή προγράμματος ταξιδιών, το πού θα ξεχειμωνιάσουν, είναι ζητήματα που βρίσκονται σχεδόν πάντα στα χέρια της νοικοκυράς" (Thwaites, 1906: Vol. V, 181 και Vol. LXVIII, 93). Ενας Ιησουϊτης μάλιστα μάλωσε κάποιον άνδρα, λέγοντάς του πώς στη Γαλλία οι γυναίκες δεν διατάζουν τους άνδρες τους. Ενα από τα καθήκοντα των ιεραποστόλων έγινε έτσι να μάθουν τις γυναίκες να υπακούνε στους άνδρες τους, ιδιαίτερα στα σεξουαλικά ζητήματα: "Του είπα", γράφει ο Ιησουϊτης, "ότι δεν είναι τίμιο μια γυναίκα να αγαπάει άλλον απ΄ τον άνδρα της και ότι αυτό το κακό που υπάρχει ανάμεσά τους (η σεξουαλική ελευθερία της γυναίκας), σημαίνει πώς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος αν ετούτος εδώ είναι ο γιος του ή όχι". Ο Ινδιάνος φαίνεται πώς απάντησε: "Δεν είσαι με τα καλά σου. Εσείς οι Γάλλοι αγαπάτε ο καθένας μοναχά τα δικά του παιδιά, ενώ εμείς αγαπάμε όλα τα παιδιά της φυλής μας". (Vol. VI, 225).
Οι γυναίκες δεν γίνονται πιά ιέρειες, όπως στο παρελθόν, ούτε κυνηγούν συχνά, ούτε κάνουνε ατμόλουτρο όπως οι άνδρες, ούτε κάνουν δικά τους επίσημα συμβούλια σε περίπτωση ανάγκης (Vol. II: 77, Vol. VI: 191, Vol VII: 61, 175, Vol. XIV: 183). Όμως η παράδοση της προσωπικής αυτονομίας, της αλληλοβοήθειας και της κοινής ευθύνης για τα παιδιά, έχει αφήσει καθαρά τα ίχνη της, παρόλες τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους. Ενα από τα πολλά περιστατικά που παρακολούθησα, αρκεί για να δείξει πόσα μπορεί να κρύβονται πίσω από τις στερεότυπες περιγραφές της ζωής των ανθρώπων αυτών, μέσ΄ απ΄ τις μονογραφίες: "οι άνδρες κυνηγούν, οι γυναίκες μαζεύουν φρούτα και φροντίζουν τα παιδιά". Όμως, εγώ, (E.L.), είδα έναν άνδρα να κάθεται μιαν ολόκληρη μέρα με υπομονή και άπειρη αγάπη δίπλα στο άρρωστο μωρό του. Η γυναίκα του δούλευε. Παρ΄ όλο που ανησυχούσε για την υγεία του μικρού, δεν φάνηκε να αισθάνεται ακατάλληλος να τα βγάλει πέρα, ούτε και φώναξε καμιά άλλη γυναίκα να τον βοηθήσει. Η πεποίθηση και η υπομονή του ήταν άσχετες με την ιδέα που έχουνε οι αναγνώστες των περιηγητών για τους Εσκιμώους. Αυτός είχε αναλάβει τη φροντίδα του μωρού, ενώ η γυναίκα του επεξεργαζόταν ένα δέρμα, δουλειά δύσκολη που χρειάζεται προσοχή και επιδεξιότητα. Οι άνδρες μπορούσαν και να μαγειρεύουν και να προσέχουν τα μωρά όταν χρειαζόταν, αλλά δεν ήξεραν να επεξεργάζονται τα δέρματα.
Είναι ανάγκη, μελετώντας τα ευρήματα από τις πρωτόγονες κοινότητες και τις μεταβατικές κοινωνίες, να διασωθεί ότι έχει σχέση με τη λειτουργικότητα της γυναίκας, πρίν να εξαπλωθεί η ανδρική κυριαρχία, που συνόδευσε την ευρωπαϊκή οικονομική και αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Π.χ. ποια η κατανομή των αγαθών στους πρωτοκαλλιεργητές, όπου η οπωροκηπευτική παραγωγή βρισκόταν στα χέρια των γυναικών; Πώς λειτουργούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες στη διευθέτηση των διαφορών, πράγμα που συχνά αναφέρεται αλλά σπάνια γίνεται προσπάθεια να θεμελιωθεί με επιχειρήματα; Ποιά ήταν η επιρροή των γυναικών στη σφαίρα αρμοδιοτήτων του άνδρα σχετικά με τον πόλεμο και το κυνήγι; Και αντίθετα ποιός ο ρόλος των ανδρών στην ανατροφή των παιδιών; Μία πρόσφατη ανάλυση του Mintz (1971) για το ρόλο των γυναικών εμπόρων Yoruba δείχνει πώς, από ήδη δημοσιευόμενα στοιχεία, μπορεί κανείς ν΄ αρχίσει ν΄ απαντάει σε τέτοια ερωτήματα.
Το μυστήριο που καλύπτει το κυνήγι σε σύγκριση μ΄ αυτό που συνοδεύει την τεκνογονία, είναι θέματα που προσφέρονται για έναν αναπροσανατολισμό της σχετικής έρευνας. Η δυνατότητα αυτή, όμως, συστηματικά παραβλέπεται από τη βιβλιογραφία που ασχολείται με τις κοινωνίες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών, με το να παραμερίζεται η σημασία της τεκνογονίας και να εξαίρεται μονόπλευρα η σπουδαιότητα του κυνηγιού. Και ενώ τα οπωροκηπευτικά που παράγουν οι γυναίκες, αποτελούν συχνά τη βασική τροφή, παρατηρείται ότι αυτό δεν τους προσδίδει ιδιαίτερο γόητρο. Χωρίς να βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση πλήρους υποταγής, παραμένουν κοινωνικά κατώτερες από τους άνδρες. Παράλληλα, η τεκνοποιητική δύναμη των γυναικών, ενέπνεε ήδη από την Ανω Παλαιολιθική εποχή σεβασμό, ακόμα και φόβο, αν κρίνει κανείς από τις γλυπτές αναπαραστάσεις της γονιμότητας εκείνης της περιόδου. Αυτό το σημείο εύκολα μπορεί να παραγνωριστεί, γιατί η τεκνοποιητική ικανότητα των γυναικών στη δική μας κοινωνία δεν προκάλεσε το σεβασμό, αλλά οδήγησε σε καταπιεστικές σχέσεις. Επίσης το μυστήριο που περιβάλλει την έμμηνο ρύση έχει υποτιμηθεί. Τα αισθήματα μυστηρίου και κινδύνου που κατακλύζουν τους άνδρες στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ερμηνεύονται σαν αντανάκλαση μιας κατάστασης "μή-καθαρότητας", που είναι ακριβώς η απλουστευτική αντίληψη του δικούμας πολιτισμού για την έμμηνο ρύση. Θα ήταν διασκεδαστικό να αναλύσουμε τις παραμορφώσεις που οφείλονται στη σημασιολογική μελέτη των παραπάνω προβλημάτων. Αναφέρεται, π.χ., ότι οι γυναίκες μένουν "απομονωμένες" σε ειδικά καταλύμματα κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης τους, για να μή μολύνονται, δήθεν, οι άνδρες. Οπου όμως, αντίθετα, οι άνδρες μένουν απομονωμένοι σε ιδιαίτερες κατοικίες, αυτό αναφέρεται με σεβασμό και θεωρείται ότι στην περίπτωση αυτή ο αποκλεισμός των γυναικών αποτελεί δήθεν απόδειξη της ανωτερότητας των ανδρών. Είναι ολοφάνερο ότι αυτό το σύστημα ανάλυσης της στάσης των ιθαγενών απέναντι στα αντικείμενα και την πραγματικότητα, αντικαθρέφτιζε τη νοοτροπία των ιεραποστόλων και των εμπόρων, από τους οποίους οι ιθαγενείς έμαθαν να βιώνουν και να εξηγούν έτσι τα έθιμά τους στους λευκούς.
Παρ΄ αυτά, μια πρόσφατη μελέτη από τον Hogbin (1970) για τη θρησκεία των πληθυσμών της Νέας Γουϊνέας, αποκαλύπτει μια καινούργια πλευρά του θέματος. Με τον παράξενο τίτλο: "Το νησί των ανδρών που έχουν περίοδο", η μελέτη αυτή περιγράφει μια συνήθεια, που συναντάει κανείς και σε άλλα σημεία της ίδιας γεωγραφικής περιοχής, όπου οι άνδρες μιμούνται το φαινόμενο της περιόδου. Αφαιρείται αίμα από το πέος τους, (ή κάποιο άλλο μέρος του σώματος, σε άλλες ομάδες) και οι άνδρες περνούν όλον τον τελετουργικό κύκλο της περιόδου, αποφεύγοντας την κανονική εκτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων, κρατώντας μερικά ταμπού και έπειτα ξαναμπαίνοντας στην καθημερινή ζωή, καθαροί και ανανεωμένοι. Κατά κάποιο τρόπο, η ακραία αλλοτρίωση στην κοινωνία μας, εκφράζεται με τη μετατροπή της τεκνογονικής ικανότητας σε υποχρέωση. Και η αιτία δεν είναι απλώς, ότι, επειδή οι γυναίκες κυοφορούν, περιορίζονται στις κινήσεις και τις δραστηριότητές τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κυοφορία δεν αποτέλεσε εμπόδιο, ακόμα και σε συνθήκες περιορισμένων τεχνολογικών μέσων, όπως στις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Πόσο μάλλον σήμερα. Η κατώτερη κοινωνική θέση της γυναίκας δεν είναι το απλό αποτέλεσμα της προϊούσας άμβλυνσης του ρόλου της στην παραγωγή της τροφής, τότε που οι άνδρες άρχισαν να καλλιεργούν τη γή. Και φυσικά δεν ήταν η αυτόματη συνέπεια της αυξανόμενης σημασίας των κατοικιδίων ζώων - τομέας κατ΄ εξοχήν ανδρικός - αν και η κτηνοτροφία έχει συνδυαστεί με την παρακμή της κοινωνικής θέσης των γυναικών. Το βασικό, Πάρο΄ αυτά, είναι ότι αυτά τα μεταβατικά στάδια πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της ανάπτυξης των σχέσεων εκμετάλλευσης, όταν η κοινοκτημοσύνη υποχωρούσε, η κοινοτική συγγενική ομάδα έσπαζε, και η εξατομικευμένη οικογένεια, χωρισμένη πιά, έγινε μια απομονωμένη και ευάλωτη μονάδα, οικονομικά υπεύθυνη για τη διατροφή των μελών της και την ανατροφή των παιδιών. Η υποδούλωση του γυναικείου φύλου βασίστηκε στη μετατροπή της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας τους σε ιδιωτική υπηρεσία, αποτέλεσμα του χωρισμού της οικογένειας από το γένος. Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες, η εργασία της γυναίκας στο σπίτι και αλλού μπήκε στη φάση του προοδευτικού εξανδραποδισμού της.
Ο χωρισμός της οικογένειας από το γένος, και ο θεσμός της μονογαμίας, αποτέλεσαν την κοινωνική έκφραση της αναπτυσσόμενης ατομικής ιδιοκτησίας. Η λεγόμενη μονογαμία παρείχε το μέσο, με το οποίο η ιδιοκτησία μπορούσε να κληρονομηθεί ατομικά. Ετσι, η εποχή της ιδιοκτησίας για ορισμένους, σήμανε την εποχή της ακτημοσύνης για τους υπόλοιπους, και την απαρχή διαφορετικών σχέσεων παραγωγής μέσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ο κεντρικός πυρήνας της διατύπωσης του Ενγκελς, στηρίζεται στη στενή σύνδεση μεταξύ της εμφάνισης της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας κάτω από ανδρική κυριαρχία, και της ανάπτυξης των κοινωνικών τάξεων: "Η διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς εμφανίζεται πλάι στη διαφορά ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους - με το νέο καταμερισμό της εργασίας εμφανίζεται μιά νέα διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις... Το πέρασμα στην πλήρη ατομική ιδιοκτησία συντελείται σιγά - σιγά και παράλληλα με το πέρασμα από το ζευγαρωτό γάμο στη μονογαμία. Η μεμονωμένη οικογένεια αρχίζει να γίνεται η οικονομική μονάδα της κοινωνίας". (Βλ. σελ. 297).
Σκιαγραφώντας, ο Ενγκελς, τον τρόπο που ο καταμερισμός της εργασίας, και η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής, στους πρωτοελληνικούς χρόνους, ευνόησαν τη συσσώρευση πλούτου (σκλάβοι, κοπάδια) από μεμονωμένα άτομα, έδειξε τις κοινωνικές διεργασίες, που οδήγησαν στη διαμάχη μεταξύ της οικογένειας και του γένους. Από τότε πού οι άνδρες έγιναν κύριοι των εργαλείων της δουλειάς (έχοντας σχεδόν αντικαταστήσει τις γυναίκες στα χωράφια, ιδιαίτερα όταν το κυνήγι έχασε τη σπουδαιότητα που είχε), η διαμάχη μεταξύ οικογένειας και γένους πήρε τη μορφή σύγκρουσης μεταξύ των αντίθετων αρχών του πατρικού και του μητρικού δικαίου. "Στο βαθμό που τα πλούτη μεγάλωναν, δίνανε στον άντρα μιά πιό σημαντική από τη γυναίκα θέση στην οικογένεια, και...δημιουργούσαν το κίνητρο να χρησιμοποιήσουν οι άντρες αυτή την ανισχυμένη θέση τους για να ανατρέψουν την παλιά σειρά διαδοχής πρός όφελος των παιδιών τους". (Βλ. σελ. 166). Ετσι, η διαμόρφωση της οικογένειας σαν κοινωνικής οικονομικής μονάδας επιβλήθηκε με την ανατροπή του μητρικού δικαίου, αυτήν την "κοσμοιστορική ήττα του γυναικείου φύλου". (Βλ. σελ. 168).
Χρειάζονταν πολύ περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία, απ΄ όσα δίνει ο Ενγκελς, για να φωτιστεί η πορεία της υποδούλωσης της γυναίκας, αφ΄ ενός σε σχέση με την αρχική εμφάνιση των ταξικών κοινωνιών στον Παλιό και το Νέο Κόσμο. (σσ Ευρώπη και Αμερική, αντίστοιχα), και αφ΄ ετέρου σε σχέση με την κατοπινή εξάπλωση της εμπορευματικής παραγωγής και τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, που συνόδευσαν την ευρωπαϊκή επεκτατική πολιτική, και την εγκαθίδρυση της αποικιοκρατίας. Κοντά στη θέση της γυναίκας, την εποχή της πρωτόγονης κοινοτικής κοινωνίας στην κλασική Ελλάδα και Ρώμη. Από κεί περνώντας από τη Μεσαιωνική Ευρώπη, καταλήγει στη βιομηχανική εποχή. Οι ποικιλόμορφες αλλαγές ετούτης της μακριάς ιστορικής διαδρομής, και οι παραλλαγές από τόπο σε τόπο, πρέπει να αναλυθούν και, πράγμα που είναι ακόμα σπουδαιότερο, πρέπει να μελετηθούν διεξοδικά οι παραλλαγές της κοινωνικής θέσης των γυναικών μέσα στις διάφορες τάξεις: δούλοι, ελεύθεροι εργάτες, αγρότες, δουλοπάροικοι, πολίτες, αριστοκράτες.
Για τον Ενγκελς η εμφάνιση της οικογένειας της άρχουσας τάξης είναι το μέσο συγκέντρωσης του ατομικού πλούτου. Αντίστοιχα όμως, δεν ορίζεται εξίσου καθαρά, ότι η οικογένεια των κατώτερων τάξεων αποτελεί θεμέλιο της ταξικής κοινωνίας, μιά και καθιστά το άτομο ευάλωτο στην καταπίεση και τον έλεγχο. Η απομάκρυνση του κοινού εργαζόμενου από το σύστημα κοινοτικής ασφάλειας που παρείχε το γένος, σημαίνει ότι ο εργαζόμενος είναι πιά υπεύθυνος σαν άτομο, όχι μόνο για τη δική του συντήρηση, αλλά και για τη συντήρηση της γυναίκας και των παιδιών του. Το γεγονός αυτό, σε μεγάλο βαθμό, εξασφάλιζε, όχι μόνο την παροχή εργασίας, αλλά και την υπακοή του, τον καθιστούσε, όπως και σήμερα, διστακτικό να πολεμήσει τις ακρότητες της εκμετάλλευσης, επειδή κινδύνευε όχι μόνο αυτός, αλλά και η γυναίκα του και τα παιδιά του. Με σπινθηροβόλο πνεύμα, σατιρική διάθεση, και συμπάθεια, ο Ενγκελς ασχολείται με τις συζυγικές σχέσεις που δημιουργούνται στη μονογαμία, αλλά κυρίως σε αναφορά με την αστική οικογένεια. Γράφει για την προλετάρια σύζυγο που πιάνει δουλειά στη βιομηχανία, μέσα σε συνθήκες πολύ δύσκολες γι΄ αυτήν και τα παιδιά της, αλλά δεν ασχολείται πολύ με την τεράστια αντίφαση που δημιουργεί η οικογένεια, στον εργάτη και στη γυναίκα του, σαν αποτέλεσμα της απομόνωσής τους.
Η έλλειψη ανθρώπινου στοιχείου στις συζυγικές σχέσεις, έτσι παγιδευμένοι όπως είναι, άνδρες και γυναίκες, σε ένα πλέγμα φόβου και σύγχυσης, η αποκτήνωση και η συμπεριφορά του άνδρα δικτατορίσκου, ο θυμός και η πικρία της γυναίκας, η φύση του γάμου, που είναι συχνά μια συνεχής μάχη, όλ΄ αυτά είναι πολύ γνωστά. Παρόλο που οι προταξικές κοινωνίες που έχουν ήδη μελετηθεί, είναι πιά διαβρωμένες από την ευρωπαϊκή και αμερικανική αποικιοκρατία, μιά ποιότητα άνεσης και σεβασμού, ζέστας και ασφάλειας που διαπερνά τις προσωπικές και τις συζυγικές σχέσεις, διατηρείται ακόμα, σαν απόδειξη, ότι η ένταση που έχει σχετιστεί με το συζυγικό δεσμό, στη δική μας κοινωνία, είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής δομής και δεν βρίσκεται στη φύση των γυναικών και των ανδρών.
7. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΝΓΚΕΛΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ο Ενγκελς γράφει: "ο ειδικός χαρακτήρας της ανωτερότητας του άνδρα πάνω στη γυναίκα στη σύγχρονη οικογένεια... θα φανεί ξεκάθαρα μόνον όταν και οι δυό είναι νομικά απόλυτα ίσοι", παρόλο που η νομική ισότητα καθαυτή δεν αποτελεί λύση. Ακριβώς όπως η νομική ισότητα κεφαλαιοκράτη και προλετάριου φανερώνει "τον ειδικό χαρακτήρα της οικονομικής καταπίεσης που καταδυναστεύει το προλεταριάτο", έτσι ακριβώς η νομική ισότητα των δύο φύλων θα φανερώσει τη θεμελιακή αλλαγή που είναι αναγκαία για την απελευθέρωση της γυναίκας. Ο Ενγκελς συνεχίζει: "Τότε θα γίνει φανερό πώς η πρώτη προϋπόθεση για την απελευθέρωση της γυναίκας - συζύγου, είναι να ξαναμπεί ολόκληρο το γυναικείο φύλο στην κοινωνική εργασία και... αυτό πάλι απαιτεί να πάψει η ξεχωριστή οικογένεια να είναι οικονομική μονάδα της κοινωνίας". (Βλ. σελ. 187).
Μια τέτοια αλλαγή εξαρτάται από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας: "Οταν τα μέσα παραγωγής γίνουν κοινή ιδιοκτησία, παύει η ατομική οικογένεια να είναι η οικονομική μονάδα της κοινωνίας. Η δουλειά της νοικοκυράς μετατρέπεται σε κοινωνική εργασία. Η φροντίδα και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών γίνεται δημόσια υπόθεση, η κοινωνία φροντίζει το ίδιο για όλα τα παιδιά". Μόνο όταν γίνουν όλ΄ αυτά, θα εμφανιστεί μια νέα γενιά γυναικών, γράφει ο Ενγκελς, "που ποτέ δεν θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη να δοθούν σ΄ έναν άνδρα για κανένα άλλο λόγο εκτός από την αληθινή αγάπη, ούτε ν΄ αρνηθούν το δόσιμο στον αγαπημένο τους από φόβο μπρός στις οικονομικές συνέπειες". (Βλ. σελ. 197). Τότε οι άνδρες και οι γυναίκες, "δεν θα νοιάζονται γι΄ αυτά που ο καθένας σήμερα σκέφτεται πώς πρέπει να κάνουν, θα φτιάξουν τη δική τους πρακτική και την ανάλογη δική τους κοινή γνώμη για την πρακτική του καθένα, κι αυτό θά ΄ναι όλο". Εδώ πρέπει να προστεθεί σήμερα, πώς η εξαφάνιση της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας, δεν θα ακολουθήσει αυτόματα την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, αλλά αποτελεί μάλλον έναν κεντρικό στόχο, για τη μετάβαση στον κομμουνισμό.
Γίνεται πολλή συζήτηση τελευταία, σχετικά με το όριο της προσωπικής "απελευθέρωσης" που μπορούν να φτάσουν οι γυναίκες, αρνούμενες τους ορισμούς της συμπεριφοράς του φύλου τους, στη σύγχρονη "μονογαμική" οικογένεια, και ακόμα ποιά σημασία θα έχει μια τέτοια άρνηση για την προώθηση των επαναστατικών στόχων και της συνειδητότητας, έχουν προστεθεί επίσης πολλά επιχειρήματα γύρω από τη βάση της κατώτερης κοινωνικής θέσης των γυναικών. Ξεκινώντας από την ακραία ψυχοβιολογική άποψη, που αποδίδει αυτή την κατωτερότητα σε μιάν έμφυτη ανδρική τάση για κυριαρχία, που δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο μέσα από μια εξολοθρευτική πάλη των δύο φύλων, ως την ακραία άποψη - ανδρική κυρίως - του οικονομικού ντετερμινισμού, που ισχυρίζεται ότι μια και όλες οι βασικές αλλαγές εξαρτώνται από την επαναστατική αναδιάρθρωση της κοινωνίας, είναι απατηλό και παραπλανητικό να προσπαθούμε να λύσουμε τα ειδικά προβλήματα των γυναικών.
Ενώ γίνεται ακόμα πολλή και αφηρημένη συζήτηση για τη σωστή τοποθέτηση του προβλήματος της απελευθέρωσης της γυναίκας, κερδίζει συνεχώς έδαφος η άποψη πώς είναι στείρα η προσπάθεια να συνδεθούν, σώνει και καλά, τα διάφορα τμήματα του γυναικείου κινήματος με επαναστατικούς στόχους, και, μ΄ αυτό τον τρόπο, διαμορφώνεται σιγά - σιγά μια κοινή αντίληψη για την επεξεργασία συγκεκριμένης τακτικής, προγράμματος και οργάνωσης, πάνω στα βασικά θέματα, για τα οποία ενδιαφέρονται και κινητοποιούνται οι γυναίκες. Μπορεί να μοιάζει ότι η συζήτηση του Ενγκελς για την οικογενειακή διάρθρωση, που έχει πιά πάψει να υπάρχει στην πρωτόγονη μορφή της, είναι κάπως εσωστρεφής και ξεπερασμένη σήμερα. Ομως, είναι αποφασιστικό στην οργάνωση των γυναικών για την απελευθέρωσή τους, να γίνει κατανοητό ότι η μονογαμική οικογένεια σαν οικονομική μονάδα στην καρδιά της ταξικής κοινωνίας αποτελεί το βασικό στοιχείο της υποδούλωσής τους. Μια τέτοια κατανόηση του προβλήματος δείχνει ότι η ικανότητα τεκνοποιϊας από μόνη της, δεν είναι η αιτία της κατώτερης θέσης της γυναίκας, όπως ισχυρίζονταν διάφορες ριζοσπαστικές ομάδες γυναικών.
Και αυτό φαίνεται ακόμα πιό καθαρά μέσα απ΄ τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτριες, θέτουν το πρόβλημα πολύ πιό σωστά από τις ριζοσπάστριες, όχι μονάχα στους φανερά συνδικαλιστικούς τους αγώνες για την καλυτέρευση των όρων εργασίας, αλλά και μέσα στην πάλη για τα υπόλοιπα καθημερινά τους αιτήματα σχετικά με την προστασία της οικογένειας, για περισσότερα και καλύτερα σχολεία, για φτηνή και υγιεινή κατοικία, για την ευημερία. Απαιτώντας να αναλάβει η κοινωνία ένα μέρος της ευθύνης για τα παιδιά τους, πολεμούν την ίδια τη φύση της οικογένειας, σαν οικονομικής μονάδας, που είναι η βάση της δικής τους καταπίεσης και ένα κεντρικό στήριγμα της ταξικής εκμετάλλευσης. Ετσι, παρόλο που μερικές δραστηριότητες των ριζοσπαστικών ομάδων των αστών γυναικών μπορούν να συνδεθούν με την πάλη των εργατριών - όπως, π.χ. η πάλη για νόμιμη και δωρεάν έκτρωση - οι υπόλοιπες συνδέονται τόσο με ψυχολογικά προβλήματα, ώστε να προκαλούν σύγχυση και αποπροσανατολισμό.
Το αυτοαποκαλούμενο κίνημα των γυναικών σε τούτη τη χώρα (ΗΠΑ), είναι ιστορικά διαμορφωμένο σαν μεσο-αστικό κίνημα, βασικά προσανατολισμένο στην κατάκτηση των ίδιων δυνατοτήτων που έχουν οι άνδρες μεσο-αστοί μέσα στο σύστημα, ενώ οι αγώνες των εργατριών δεν θεωρείται ότι έχουν στόχο την ίδια την απελευθέρωση της γυναίκας. Αυτό ισχύει από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου (1860-1863), όταν το κίνημα των γυναικών, που ήταν ως τότε στενά δεμένο με την πάλη ενάντια στην δουλεία και με τα δικαιώμαστα των γυναικών εργαζομένων στα εργοστάσια, πήρε το "φεμινιστικό" του δρόμο. Σήμερα είναι πιό διαδομένη η αντίληψη, ότι όλες οι καταπιεστικές σχέσεις αλληλοσυμπλέκονται και έχουν τις ρίζες τους στο σύστημα σαν σύνολο, και πώς μόνον κοινές προσπάθειες μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές. Παρόλ΄ αυτά, ελάχιστη προσπάθεια καταβλήθηκε για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια ενότητα. Παράδειγμα: οι επιτροπές που φτιάχνονται από γυναίκες επαγγελματίες για να αγωνιστούν ενάντια στις επαγγελματικές διακρίσεις, συνήθως παραδέχονται ότι ο αγώνας τους είναι τελικά αλληλένδετος με τον αγώνα των εργατριών, και κυρίως των μαύρων εργατριών, αλλά δεν έχουν κάνει τίποτα για να συνδεθούν μεταξύ τους. Είναι πια κοινοτοπία το να παρατηρήσει κανείς ότι παρ΄ όλες τις βασικές διαφορές μεταξύ της καταπίεσης των γυναικών και της καταπίεσης των Μαύρων, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία οικονομικής αλλά και κοινωνικό-ψυχολογικής φύσης, εκτός, βέβαια, απ΄ το γεγονός ότι οι μισοί Μαύροι είναι γυναίκες. Αλλά και πάλι, δεν υπήρξε καμία σοβαρή προσπάθεια να δημιουργηθούν οργανωτικές σχέσεις ανάμεσα στα δυο κινήματα πάνω σε συγκεκριμένα προβλήματα. Η θεωρητική διαφοροποίηση των συμπτωμάτων από τις αιτίες της καταπίεσης των γυναικών, θα βοηθούσε στο ξεκαθάρισμα των προβλημάτων γύρω από τα οποία οι οργανωτικές σχέσεις θα έπρεπε να αναπτυχθούν. Έτσι θα μπορούσαν να ξεπεραστούν τα εμπόδια που φυλακίζουν τις τεράστιες δυνατότητες που το γυναικείο κίνημα θα μπορούσε να αναπτύξει για να ενώσει τμήματα της μέσο-αστικής και της εργατικής τάξης, να γεφυρώσει καταστροφικά στεγανά ανάμεσα σε άσπρους και μαύρους, Πορτορικανους και Μεξικανους εργατες. Παράλληλα αυτή η προσπάθεια πρέπει οπωσδήποτε να προφυλαχθεί από ορισμένες ψευτο-ρομαντικες διαθεσεις των μεσο-αστων γυναικων (παρομοιες μ΄ εκεινες των μεσο-αστων ανδρων), που θελγονται και εκστασιαζονται απο το δυναμισμό του αγωνα για την απελευθερωση των Μαυρων, με αποτέλεσμα να παραμελουν την ευθυνη τους για να χτισουν μια συμμαχια και με τους λευκους εργατες, ανδρες και γυναικες.
Η θεωρητική γνώση είναι απόλυτα αναγκαία για να καταπολεμηθούν οι δυσκολίες που ταλαιπωρούν ακόμα το γυναικείο κίνημα. Η ανδρική ανωτερότητα, η τεραστία δυσκολία που έχουν οι άνδρες να υποτάξουν τα νοσηρά τους αισθήματα υπεροχής και επίδειξης της μικρόψυχης δύναμης τους απέναντι στις γυναίκες, ακόμα κι όταν θεωρητικά είναι αφοσιωμένοι στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, θα εξακολουθήσει να εκτρέφει μεταξύ των "στρατευμένων γυναικών" μιαν εχθρότητα απέναντι στο ανδρικό φύλο. Και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας θα εξακολουθήσουν να εκμεταλλεύονται το γεγονός αυτό, σαν ένα τέχνασμα που χρησιμεύει συγχρόνως για να πουλιούνται τσιγάρα και σαμπουάν, για να διασκορπίζονται οι δυνάμεις, για να διασπάται η ενότητα των γυναικών και οι αγώνες τους που θα ΄ άπρεπε να είναι ενιαίοι. Όπως συνέβη και με το κίνημα των Μαύρων, η δυνατότητα ανοιχτής σύγκρουσης θα δώσει σε μερικούς την ευκαιρία να εκτονωθούν, και οι πύρρειε νίκες θα δημιουργήσουν προσωρινά την αυταπάτη μιας κάποιας επιτυχίας. Είναι όμως εξωφλαλμη η ανάγκη να μην αφεθεί διάχυτη ετούτη η αρχή, αλλά αν βρεθούν οι τρόποι για να διοχετευθεί, μέσα από τις κατάλληλες οργανωτικές διαδικασίες, σε θετικές και αποτελεσματικές πράξεις.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ο Ενγκελς γράφει: "ο ειδικός χαρακτήρας της ανωτερότητας του άνδρα πάνω στη γυναίκα στη σύγχρονη οικογένεια... θα φανεί ξεκάθαρα μόνον όταν και οι δυό είναι νομικά απόλυτα ίσοι", παρόλο που η νομική ισότητα καθαυτή δεν αποτελεί λύση. Ακριβώς όπως η νομική ισότητα κεφαλαιοκράτη και προλετάριου φανερώνει "τον ειδικό χαρακτήρα της οικονομικής καταπίεσης που καταδυναστεύει το προλεταριάτο", έτσι ακριβώς η νομική ισότητα των δύο φύλων θα φανερώσει τη θεμελιακή αλλαγή που είναι αναγκαία για την απελευθέρωση της γυναίκας. Ο Ενγκελς συνεχίζει: "Τότε θα γίνει φανερό πώς η πρώτη προϋπόθεση για την απελευθέρωση της γυναίκας - συζύγου, είναι να ξαναμπεί ολόκληρο το γυναικείο φύλο στην κοινωνική εργασία και... αυτό πάλι απαιτεί να πάψει η ξεχωριστή οικογένεια να είναι οικονομική μονάδα της κοινωνίας". (Βλ. σελ. 187).
Μια τέτοια αλλαγή εξαρτάται από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας: "Οταν τα μέσα παραγωγής γίνουν κοινή ιδιοκτησία, παύει η ατομική οικογένεια να είναι η οικονομική μονάδα της κοινωνίας. Η δουλειά της νοικοκυράς μετατρέπεται σε κοινωνική εργασία. Η φροντίδα και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών γίνεται δημόσια υπόθεση, η κοινωνία φροντίζει το ίδιο για όλα τα παιδιά". Μόνο όταν γίνουν όλ΄ αυτά, θα εμφανιστεί μια νέα γενιά γυναικών, γράφει ο Ενγκελς, "που ποτέ δεν θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη να δοθούν σ΄ έναν άνδρα για κανένα άλλο λόγο εκτός από την αληθινή αγάπη, ούτε ν΄ αρνηθούν το δόσιμο στον αγαπημένο τους από φόβο μπρός στις οικονομικές συνέπειες". (Βλ. σελ. 197). Τότε οι άνδρες και οι γυναίκες, "δεν θα νοιάζονται γι΄ αυτά που ο καθένας σήμερα σκέφτεται πώς πρέπει να κάνουν, θα φτιάξουν τη δική τους πρακτική και την ανάλογη δική τους κοινή γνώμη για την πρακτική του καθένα, κι αυτό θά ΄ναι όλο". Εδώ πρέπει να προστεθεί σήμερα, πώς η εξαφάνιση της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας, δεν θα ακολουθήσει αυτόματα την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, αλλά αποτελεί μάλλον έναν κεντρικό στόχο, για τη μετάβαση στον κομμουνισμό.
Γίνεται πολλή συζήτηση τελευταία, σχετικά με το όριο της προσωπικής "απελευθέρωσης" που μπορούν να φτάσουν οι γυναίκες, αρνούμενες τους ορισμούς της συμπεριφοράς του φύλου τους, στη σύγχρονη "μονογαμική" οικογένεια, και ακόμα ποιά σημασία θα έχει μια τέτοια άρνηση για την προώθηση των επαναστατικών στόχων και της συνειδητότητας, έχουν προστεθεί επίσης πολλά επιχειρήματα γύρω από τη βάση της κατώτερης κοινωνικής θέσης των γυναικών. Ξεκινώντας από την ακραία ψυχοβιολογική άποψη, που αποδίδει αυτή την κατωτερότητα σε μιάν έμφυτη ανδρική τάση για κυριαρχία, που δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο μέσα από μια εξολοθρευτική πάλη των δύο φύλων, ως την ακραία άποψη - ανδρική κυρίως - του οικονομικού ντετερμινισμού, που ισχυρίζεται ότι μια και όλες οι βασικές αλλαγές εξαρτώνται από την επαναστατική αναδιάρθρωση της κοινωνίας, είναι απατηλό και παραπλανητικό να προσπαθούμε να λύσουμε τα ειδικά προβλήματα των γυναικών.
Ενώ γίνεται ακόμα πολλή και αφηρημένη συζήτηση για τη σωστή τοποθέτηση του προβλήματος της απελευθέρωσης της γυναίκας, κερδίζει συνεχώς έδαφος η άποψη πώς είναι στείρα η προσπάθεια να συνδεθούν, σώνει και καλά, τα διάφορα τμήματα του γυναικείου κινήματος με επαναστατικούς στόχους, και, μ΄ αυτό τον τρόπο, διαμορφώνεται σιγά - σιγά μια κοινή αντίληψη για την επεξεργασία συγκεκριμένης τακτικής, προγράμματος και οργάνωσης, πάνω στα βασικά θέματα, για τα οποία ενδιαφέρονται και κινητοποιούνται οι γυναίκες. Μπορεί να μοιάζει ότι η συζήτηση του Ενγκελς για την οικογενειακή διάρθρωση, που έχει πιά πάψει να υπάρχει στην πρωτόγονη μορφή της, είναι κάπως εσωστρεφής και ξεπερασμένη σήμερα. Ομως, είναι αποφασιστικό στην οργάνωση των γυναικών για την απελευθέρωσή τους, να γίνει κατανοητό ότι η μονογαμική οικογένεια σαν οικονομική μονάδα στην καρδιά της ταξικής κοινωνίας αποτελεί το βασικό στοιχείο της υποδούλωσής τους. Μια τέτοια κατανόηση του προβλήματος δείχνει ότι η ικανότητα τεκνοποιϊας από μόνη της, δεν είναι η αιτία της κατώτερης θέσης της γυναίκας, όπως ισχυρίζονταν διάφορες ριζοσπαστικές ομάδες γυναικών.
Και αυτό φαίνεται ακόμα πιό καθαρά μέσα απ΄ τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτριες, θέτουν το πρόβλημα πολύ πιό σωστά από τις ριζοσπάστριες, όχι μονάχα στους φανερά συνδικαλιστικούς τους αγώνες για την καλυτέρευση των όρων εργασίας, αλλά και μέσα στην πάλη για τα υπόλοιπα καθημερινά τους αιτήματα σχετικά με την προστασία της οικογένειας, για περισσότερα και καλύτερα σχολεία, για φτηνή και υγιεινή κατοικία, για την ευημερία. Απαιτώντας να αναλάβει η κοινωνία ένα μέρος της ευθύνης για τα παιδιά τους, πολεμούν την ίδια τη φύση της οικογένειας, σαν οικονομικής μονάδας, που είναι η βάση της δικής τους καταπίεσης και ένα κεντρικό στήριγμα της ταξικής εκμετάλλευσης. Ετσι, παρόλο που μερικές δραστηριότητες των ριζοσπαστικών ομάδων των αστών γυναικών μπορούν να συνδεθούν με την πάλη των εργατριών - όπως, π.χ. η πάλη για νόμιμη και δωρεάν έκτρωση - οι υπόλοιπες συνδέονται τόσο με ψυχολογικά προβλήματα, ώστε να προκαλούν σύγχυση και αποπροσανατολισμό.
Το αυτοαποκαλούμενο κίνημα των γυναικών σε τούτη τη χώρα (ΗΠΑ), είναι ιστορικά διαμορφωμένο σαν μεσο-αστικό κίνημα, βασικά προσανατολισμένο στην κατάκτηση των ίδιων δυνατοτήτων που έχουν οι άνδρες μεσο-αστοί μέσα στο σύστημα, ενώ οι αγώνες των εργατριών δεν θεωρείται ότι έχουν στόχο την ίδια την απελευθέρωση της γυναίκας. Αυτό ισχύει από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου (1860-1863), όταν το κίνημα των γυναικών, που ήταν ως τότε στενά δεμένο με την πάλη ενάντια στην δουλεία και με τα δικαιώμαστα των γυναικών εργαζομένων στα εργοστάσια, πήρε το "φεμινιστικό" του δρόμο. Σήμερα είναι πιό διαδομένη η αντίληψη, ότι όλες οι καταπιεστικές σχέσεις αλληλοσυμπλέκονται και έχουν τις ρίζες τους στο σύστημα σαν σύνολο, και πώς μόνον κοινές προσπάθειες μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές. Παρόλ΄ αυτά, ελάχιστη προσπάθεια καταβλήθηκε για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια ενότητα. Παράδειγμα: οι επιτροπές που φτιάχνονται από γυναίκες επαγγελματίες για να αγωνιστούν ενάντια στις επαγγελματικές διακρίσεις, συνήθως παραδέχονται ότι ο αγώνας τους είναι τελικά αλληλένδετος με τον αγώνα των εργατριών, και κυρίως των μαύρων εργατριών, αλλά δεν έχουν κάνει τίποτα για να συνδεθούν μεταξύ τους. Είναι πια κοινοτοπία το να παρατηρήσει κανείς ότι παρ΄ όλες τις βασικές διαφορές μεταξύ της καταπίεσης των γυναικών και της καταπίεσης των Μαύρων, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία οικονομικής αλλά και κοινωνικό-ψυχολογικής φύσης, εκτός, βέβαια, απ΄ το γεγονός ότι οι μισοί Μαύροι είναι γυναίκες. Αλλά και πάλι, δεν υπήρξε καμία σοβαρή προσπάθεια να δημιουργηθούν οργανωτικές σχέσεις ανάμεσα στα δυο κινήματα πάνω σε συγκεκριμένα προβλήματα. Η θεωρητική διαφοροποίηση των συμπτωμάτων από τις αιτίες της καταπίεσης των γυναικών, θα βοηθούσε στο ξεκαθάρισμα των προβλημάτων γύρω από τα οποία οι οργανωτικές σχέσεις θα έπρεπε να αναπτυχθούν. Έτσι θα μπορούσαν να ξεπεραστούν τα εμπόδια που φυλακίζουν τις τεράστιες δυνατότητες που το γυναικείο κίνημα θα μπορούσε να αναπτύξει για να ενώσει τμήματα της μέσο-αστικής και της εργατικής τάξης, να γεφυρώσει καταστροφικά στεγανά ανάμεσα σε άσπρους και μαύρους, Πορτορικανους και Μεξικανους εργατες. Παράλληλα αυτή η προσπάθεια πρέπει οπωσδήποτε να προφυλαχθεί από ορισμένες ψευτο-ρομαντικες διαθεσεις των μεσο-αστων γυναικων (παρομοιες μ΄ εκεινες των μεσο-αστων ανδρων), που θελγονται και εκστασιαζονται απο το δυναμισμό του αγωνα για την απελευθερωση των Μαυρων, με αποτέλεσμα να παραμελουν την ευθυνη τους για να χτισουν μια συμμαχια και με τους λευκους εργατες, ανδρες και γυναικες.
Η θεωρητική γνώση είναι απόλυτα αναγκαία για να καταπολεμηθούν οι δυσκολίες που ταλαιπωρούν ακόμα το γυναικείο κίνημα. Η ανδρική ανωτερότητα, η τεραστία δυσκολία που έχουν οι άνδρες να υποτάξουν τα νοσηρά τους αισθήματα υπεροχής και επίδειξης της μικρόψυχης δύναμης τους απέναντι στις γυναίκες, ακόμα κι όταν θεωρητικά είναι αφοσιωμένοι στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, θα εξακολουθήσει να εκτρέφει μεταξύ των "στρατευμένων γυναικών" μιαν εχθρότητα απέναντι στο ανδρικό φύλο. Και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας θα εξακολουθήσουν να εκμεταλλεύονται το γεγονός αυτό, σαν ένα τέχνασμα που χρησιμεύει συγχρόνως για να πουλιούνται τσιγάρα και σαμπουάν, για να διασκορπίζονται οι δυνάμεις, για να διασπάται η ενότητα των γυναικών και οι αγώνες τους που θα ΄ άπρεπε να είναι ενιαίοι. Όπως συνέβη και με το κίνημα των Μαύρων, η δυνατότητα ανοιχτής σύγκρουσης θα δώσει σε μερικούς την ευκαιρία να εκτονωθούν, και οι πύρρειε νίκες θα δημιουργήσουν προσωρινά την αυταπάτη μιας κάποιας επιτυχίας. Είναι όμως εξωφλαλμη η ανάγκη να μην αφεθεί διάχυτη ετούτη η αρχή, αλλά αν βρεθούν οι τρόποι για να διοχετευθεί, μέσα από τις κατάλληλες οργανωτικές διαδικασίες, σε θετικές και αποτελεσματικές πράξεις.
8. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Τα στοιχεία που δίνει ο Μοργκαν για τη μετάβαση από τη συγγενειακη στην πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, υπογραμμίζουν πιο πολύ την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας αυτής καθαυτής, παρά την ανάπτυξη κοινωνικών τάξεων που βασίζονται σε διαφοροποιημένες σχέσεις ως προς τους κύριους τρόπους και τα μέσα συντήρησης. Είναι αλήθεια ότι ο Μοργκαν ουσιαστικά αγνοούσε το γεγονός πως η Ελλάδα ήταν μια δουλοκτητική κοινωνία. Ο Ενγκελς, λοιπόν, πρόσθεσε στα στοιχεία του Μοργκαν για το Αθηναϊκό κράτος "το οικονομικό τους περιεχόμενο, τα αιτία" και ειδικότερα τον καταμερισμό της εργασίας και τα επακόλουθα του. Μέσα στη "δομή μιας κοινωνίας βασισμένης σε συγγενικές ομάδες", γράφει ο Ενγκελς, "η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται συνεχώς και μαζί της η ατομική ιδιοκτησία και η συναλλαγή, οι οικονομικές ανισότητες και η δυνατότητα χρησιμοποίησης της ξένης εργατικής δύναμης και επομένως η βάση των ταξικών ανταγωνισμών". Το ασυμβίβαστο αυτών των "νέων κοινωνικών στοιχείων" σε αντίθεση με την "παλιά τάξη πραγμάτων" δημιουργεί πλήρη αναστάτωση. "Το αριστοκρατικό καθεστώς κλονίστηκε από τον καταμερισμό της εργασίας και τα αποτελέσματα της, το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις. Και δίνει τη θέση του στο κράτος".
Η ομοσπονδία των Ιροκεζων αντιπροσωπεύει το πιο ψηλό στάδιο πολιτικής οργάνωσης που είναι δυνατή κάτω από το αριστοκρατικό καθεστώς, συνεχίζει ο Ενγκελς. Μέσα στα στενά όρια που τους επιβάλλει το επίπεδο της τεχνολογίας τους, οι Ιροκεζοι ελέγχουν την παραγωγή τους. Στην Αρχαία Ελλάδα η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η δημιουργία πλεονάσματος οδήγησε στην κατανομή της εργασίας μεταξύ βοσκών και γεωργών, και μεταξύ γεωργών και τεχνιτών, "που σιγά - σιγά μετατρέπονται σε εμπορεύματα προς συναλλαγή: οι παραγωγοί χάνουν τον έλεγχο των προϊόντων τους, η συσσώρευση ατομικής περιούσιας και ο χωρισμός της κοινωνίας σε προνομιούχες και μη τάξεις είναι πια δυνατός. Η δουλεία που είναι πια συμφέρουσα λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, περιορίζεται αρχικά στους αιχμάλωτους πόλεμου, αλλά αργότερα επεκτείνεται σε μέλη της ίδιας της φυλής. Δημιουργούνται ατομικές περιούσιες με τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, και όχι στα πλαίσια του ευρύτερου σώματος των συγγενών. Το αριστοκρατικό καθεστώς θεμελιώθηκε σε μια κοινωνία χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις, και η αποτελεσματικότητα του εξαρτιόταν από τη δύναμη καταναγκασμού της κοινής γνώμης. Οι νέες όμως εξελίξεις δημιούργησαν "μια κοινωνία που εξαιτίας όλων των οικονομικών της όρων ζωής, αναγκαστικά έπρεπε να διασπαστεί σε ελεύθερους και δούλους, σε εκμεταλλευτές πλούσιους και εκμεταλλευόμενους φτωχούς, μια κοινωνία, που όχι μόνο δεν μπορούσε να ξανασυμφιλιωσει αυτές τις αντιθέσεις, μα που αναγκαστικά τις έσπρωχνε όλο και περισσότερο στα άκρα". (Βλ. σελ. 304). Το κράτος ήταν ο νέος θεσμός που, σαν όργανο της εκμεταλλεύτριας τάξης, στεκόταν φαινομενικά "πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, κατάστελλε την ανοιχτή τους σύγκρουση και επέτρεπε να γίνεται ο ταξικός αγώνας το πολύ - πολύ στο οικονομικό πεδίο με τη λεγόμενη νόμιμη μορφή". (Βλ. σελ. 304).
Πράγμα τυπικό της νοοτροπίας της, η σχολή του Boas των αμερικανών ανθρωπολόγων, ουδέποτε ασχολήθηκε άμεσα με την επιχειρηματολογία του Ενγκελς. Όμως, ένα βασικό της στέλεχος, και συνάμα κύριος αντίπαλος του Μοργκαν, ο Robert H. Lowy, έγραψε την "Καταγωγή του Κράτους", όπου υπερασπίζεται τη θέση πως το κράτος ήταν παγκόσμιο φαινόμενο, και τότε ακόμα που βρισκόταν στην πιο πρωτόγονη μορφή, γιατί "ακόμα και λαοί χωρίς γραπτή παράδοση, ασκούν πολιτική εξουσία μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια" (1929:2). Εάν η "αρχή της συνέχειας και της ψυχικής ενότητας" είναι σωστή, έγραφε, τότε θα είμαστε σε θέση να "ανακαλύψουμε την πορεία εκείνη που θα μπορούσε να μετατρέψει μια κοινότητα Ανταμανικου (ας Από τα "Ανταμανικα νησιά του κόλπου της Βεγγάλης, γνωστά σήμερα από το βιβλίο του ανθρωπολόγου Radcliff-Brown, "The Andaman Islanders", που εκδόθηκε το 1933 (Cambridge University Press) τύπου σε μια περίπλοκη σύγχρονη δομή". Για τον Lowie, η εξέλιξη του κράτους εξαρτιόταν από μιαν απλή ποσοτική αλλαγή: το δυνάμωμα, π.χ., του πατριωτικού αισθήματος. Σχετικά με την ανάπτυξη αυτού του θεσμού των ανθρώπων με μια συγκεκριμένη εδαφική έκταση, έγραψε: "ενώ η προϊούσα συγκέντρωση δύναμης στα χέρια ενός ατόμου είναι… ο πιο απλός τρόπος επιβολής του δεσμού ανθρώπου - εδάφους, δεν είναι ο μοναδικός" (1929:116). Σαν άλλο τέτοιο τρόπο πρότεινε τη "δύναμη καταναγκασμού", που μπορεί να βρίσκεται στα χέρια μιας ομάδας, κι όχι ενός μόνον ατόμου. Έτσι σταμάτησε εκεί που άρχισε ο Ενγκελς, δηλαδή στο πρόβλημα του πως, σε μια κοινωνία η δύναμη βρέθηκε συγκεντρωμένη στα χέρια των λίγων, που δεν είναι άλλο από το πρόβλημα της εμφάνισης του κράτους σε μια δοσμένη ιστορική συγκυρία.
Παρόλο που οι ανθρωπολόγοι στην Αμερική σπάνια άσκησαν άμεση κριτική στον Lowie, η θεωρία του περί κράτους δεν έχει πια επιρροή. Επηρεασμένοι από την ανανέωση της εξελικτικής θεωρίας, οι περισσότεροι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι παραδέχονται πως το κράτος εμφανίστηκε σαν ποιοτικά νέος θεσμός συνοδευόμενος από εξόφθαλμες οικονομικές ανισότητες, από έναν αρκετά αναπτυγμένο καταμερισμό εργασίας και από μια σχετική ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Επίσης, οι ανθρωπολόγοι παραδέχονται πως ένα κεντρικό χαρακτηριστικό κρατικής εξουσίας είναι η χρήση βίας για τον έλεγχο του πληθυσμού μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής.
Βέβαια, στις επιστημονικές έρευνες που γίνονται στη Δύση για την καταγωγή του κράτους, σπάνια αναφέρεται το έργο του Ενγκελς, τυπικό παράδειγμα του επιδερμικού τρόπου που αντιμετωπίζεται η Μαρξιστική θεωρία. Εδώ τίθεται ένα άλλο θέμα επειδή η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη αποτελούν δυστυχώς πολύ πρόσφατα παραδείγματα για να χρησιμεύσουν σαν μοντέλα στη μελέτη της ανάπτυξης του κράτους. Η "Καταγωγή" είναι ένα σχετικά σύντομο και μονοκόμματο βιβλίο, όπου εκτίθεται με δυναμισμό η σύγκριση μεταξύ των κοινοτικών σχέσεων της πρωτόγονης κοινωνίας και των σχέσεων εκμετάλλευσης που εμφανίστηκαν μέσα της. Δείχνει καθαρά τη φύση της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας και το κράτος σαν όπλο της κυρίαρχης τάξης, θεσμοί που πρέπει να καταργηθούν και οι δυο, για να υπάρξουν πιο Ελευθερές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Δυστυχώς, όμως, όταν η Αρχαία Αθηνά, όπως την περιέγραψε ο Ενγκελς, ανακηρύχτηκε σε υπόδειγμα της μετάβασης από την α-ταξική στην ταξική κοινωνία, η έννοια του δουλοκτητικού "σταδίου" πήρε τόσο άκαμπτη μορφή, που ήταν αδύνατο να ισχύσει για μια προηγούμενη περίοδο δυο χιλιάδων χρόνων, όπου υπήρξε και κρατική εξουσία και ταξική κοινωνία. Η έμμονη στην κατά λέξη μεταφορά του Αθηναϊκού μοντέλου οδηγεί σε μιαν άγονη "Ευρωπαιοκεντρικη" θέση που υψώνει την Ελλάδα και τη Ρώμη σε περίοπτη θέση, δίνει διαστρεβλωμένη εικόνα των αρχαίων πολιτισμών της Ασίας και της Βορειοδυτικής Αφρικής, της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. (Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η έμμεση παραδοχή ενός αμιγώς Ευρωπαϊκού μοντέλου φεουδαρχίας, προκάλεσε σύγχυση στους Δυτικούς επιστήμονες που θέλησαν να μελετήσουν την Ανατολή).
Εκείνο που προκάλεσε εντύπωση στους μελετητές είναι πως ο Ενγκελς δεν αναφέρεται στον "Ασιατικό" η "Ανατολικό" τρόπο παραγωγής που σύμφωνα με τον Μαρξ χαρακτηρίζει μερικές απ αυτές τις κοινωνίες, όπως π.χ. την αγροτική Ινδία (Βλ. "Κεφαλαίο). Στις Αρχαίες Ινδικές κοινότητες, η γη παραμένει κοινό κτήμα της εκτεταμένης οικογένειας (ας Για τον όρο, βλ. Unesco, λήμμα "Οικογένεια") η μιας ομάδας του χωριού, και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής περιορίζεται για άμεση κατανάλωση. Οι τεχνίτες και άλλοι επαγγελματίες, που ζουν στην κοινότητα, παράγουν αγαθά και υπηρεσίες απ ευθείας γι αυτήν, και σε αντάλλαγμα η κοινότητα τους συντηρεί. Τα αγαθά δεν μετατρέπονται σε εμπόρευμα εκτός από το μέρος του πλεονάσματος που παίρνει το κράτος σε είδος. ("Κεφαλαίο", 1967:334). Ο Μαρξ έγραφε: "Στον αρχαίο Ασιατικό και σε άλλους αρχαίους τρόπους παραγωγής η μετατροπή των παραγόμενων Αγάθων σε εμπόρευμα και επομένως η μετατροπή των ανθρώπων σε παραγωγούς εμπορεύματος, είναι περιορισμένη, αυξάνει όμως ολοένα η σημασία της όσο οι πρωτόγονες κοινότητες βαδίζουν προς την παρακμή. Πραγματικά εμπορευόμενοι λαοί δεν υπάρχουν στην αρχαιότητα παρά μόνο σε πολύ μικρά μεσοδιαστήματα". (1967:79).
Ο Ενγκελς αναφέρεται σε τέτοιους είδους σχέσεις στο "Anti-Duhring" (1939: 165, 337, ff) αλλά δυστυχώς όχι στην "Καταγωγή". Όμως προσθέτει, στην ανάλυση που κάνει του υλικού του Μοργκαν για την Ελλάδα και Ρώμη, την περίπτωση της Γερμανίας, όπου το κράτος "εμφανίζεται σαν άμεσο αποτέλεσμα της κατάκτησης μεγάλων εκτάσεων που είναι αδύνατο να κυβερνηθούν σύμφωνα με το αριστοκρατικό πολίτευμα". Όταν οι Γερμανοί κατακτήσαν τη Ρώμη, "η οικονομική βάση της κοινωνίας έμεινε…όπως πρώτα…και το αριστοκρατικό καθεστώς μπόρεσε να επιζήσει για πολλούς αιώνες". Αυτός είναι όμως δευτερογενής και όχι πρωτογενής μηχανισμός σύστασης του κράτους. Αντίθετα από τις άλλες "θεωρίες κατάκτησης" για την καταγωγή του κράτους, ο Ενγκελς τόνισε ότι "στην πιο καθαρή του μορφή, το κράτος γεννιέται κατ ευθείαν και κυρίως μέσα από τους ταξικούς ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται στην ίδια την αριστοκρατική κοινωνία", και χρησιμοποίησε την εμπειρία της Αρχαίας Αθήνας για να περιγράψει καθαρότερα τη διαδικασία αυτής της καταγωγής.
Τα στοιχεία που δίνει ο Μοργκαν για τη μετάβαση από τη συγγενειακη στην πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, υπογραμμίζουν πιο πολύ την ανάπτυξη της ατομικής ιδιοκτησίας αυτής καθαυτής, παρά την ανάπτυξη κοινωνικών τάξεων που βασίζονται σε διαφοροποιημένες σχέσεις ως προς τους κύριους τρόπους και τα μέσα συντήρησης. Είναι αλήθεια ότι ο Μοργκαν ουσιαστικά αγνοούσε το γεγονός πως η Ελλάδα ήταν μια δουλοκτητική κοινωνία. Ο Ενγκελς, λοιπόν, πρόσθεσε στα στοιχεία του Μοργκαν για το Αθηναϊκό κράτος "το οικονομικό τους περιεχόμενο, τα αιτία" και ειδικότερα τον καταμερισμό της εργασίας και τα επακόλουθα του. Μέσα στη "δομή μιας κοινωνίας βασισμένης σε συγγενικές ομάδες", γράφει ο Ενγκελς, "η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται συνεχώς και μαζί της η ατομική ιδιοκτησία και η συναλλαγή, οι οικονομικές ανισότητες και η δυνατότητα χρησιμοποίησης της ξένης εργατικής δύναμης και επομένως η βάση των ταξικών ανταγωνισμών". Το ασυμβίβαστο αυτών των "νέων κοινωνικών στοιχείων" σε αντίθεση με την "παλιά τάξη πραγμάτων" δημιουργεί πλήρη αναστάτωση. "Το αριστοκρατικό καθεστώς κλονίστηκε από τον καταμερισμό της εργασίας και τα αποτελέσματα της, το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις. Και δίνει τη θέση του στο κράτος".
Η ομοσπονδία των Ιροκεζων αντιπροσωπεύει το πιο ψηλό στάδιο πολιτικής οργάνωσης που είναι δυνατή κάτω από το αριστοκρατικό καθεστώς, συνεχίζει ο Ενγκελς. Μέσα στα στενά όρια που τους επιβάλλει το επίπεδο της τεχνολογίας τους, οι Ιροκεζοι ελέγχουν την παραγωγή τους. Στην Αρχαία Ελλάδα η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η δημιουργία πλεονάσματος οδήγησε στην κατανομή της εργασίας μεταξύ βοσκών και γεωργών, και μεταξύ γεωργών και τεχνιτών, "που σιγά - σιγά μετατρέπονται σε εμπορεύματα προς συναλλαγή: οι παραγωγοί χάνουν τον έλεγχο των προϊόντων τους, η συσσώρευση ατομικής περιούσιας και ο χωρισμός της κοινωνίας σε προνομιούχες και μη τάξεις είναι πια δυνατός. Η δουλεία που είναι πια συμφέρουσα λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, περιορίζεται αρχικά στους αιχμάλωτους πόλεμου, αλλά αργότερα επεκτείνεται σε μέλη της ίδιας της φυλής. Δημιουργούνται ατομικές περιούσιες με τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, και όχι στα πλαίσια του ευρύτερου σώματος των συγγενών. Το αριστοκρατικό καθεστώς θεμελιώθηκε σε μια κοινωνία χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις, και η αποτελεσματικότητα του εξαρτιόταν από τη δύναμη καταναγκασμού της κοινής γνώμης. Οι νέες όμως εξελίξεις δημιούργησαν "μια κοινωνία που εξαιτίας όλων των οικονομικών της όρων ζωής, αναγκαστικά έπρεπε να διασπαστεί σε ελεύθερους και δούλους, σε εκμεταλλευτές πλούσιους και εκμεταλλευόμενους φτωχούς, μια κοινωνία, που όχι μόνο δεν μπορούσε να ξανασυμφιλιωσει αυτές τις αντιθέσεις, μα που αναγκαστικά τις έσπρωχνε όλο και περισσότερο στα άκρα". (Βλ. σελ. 304). Το κράτος ήταν ο νέος θεσμός που, σαν όργανο της εκμεταλλεύτριας τάξης, στεκόταν φαινομενικά "πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, κατάστελλε την ανοιχτή τους σύγκρουση και επέτρεπε να γίνεται ο ταξικός αγώνας το πολύ - πολύ στο οικονομικό πεδίο με τη λεγόμενη νόμιμη μορφή". (Βλ. σελ. 304).
Πράγμα τυπικό της νοοτροπίας της, η σχολή του Boas των αμερικανών ανθρωπολόγων, ουδέποτε ασχολήθηκε άμεσα με την επιχειρηματολογία του Ενγκελς. Όμως, ένα βασικό της στέλεχος, και συνάμα κύριος αντίπαλος του Μοργκαν, ο Robert H. Lowy, έγραψε την "Καταγωγή του Κράτους", όπου υπερασπίζεται τη θέση πως το κράτος ήταν παγκόσμιο φαινόμενο, και τότε ακόμα που βρισκόταν στην πιο πρωτόγονη μορφή, γιατί "ακόμα και λαοί χωρίς γραπτή παράδοση, ασκούν πολιτική εξουσία μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια" (1929:2). Εάν η "αρχή της συνέχειας και της ψυχικής ενότητας" είναι σωστή, έγραφε, τότε θα είμαστε σε θέση να "ανακαλύψουμε την πορεία εκείνη που θα μπορούσε να μετατρέψει μια κοινότητα Ανταμανικου (ας Από τα "Ανταμανικα νησιά του κόλπου της Βεγγάλης, γνωστά σήμερα από το βιβλίο του ανθρωπολόγου Radcliff-Brown, "The Andaman Islanders", που εκδόθηκε το 1933 (Cambridge University Press) τύπου σε μια περίπλοκη σύγχρονη δομή". Για τον Lowie, η εξέλιξη του κράτους εξαρτιόταν από μιαν απλή ποσοτική αλλαγή: το δυνάμωμα, π.χ., του πατριωτικού αισθήματος. Σχετικά με την ανάπτυξη αυτού του θεσμού των ανθρώπων με μια συγκεκριμένη εδαφική έκταση, έγραψε: "ενώ η προϊούσα συγκέντρωση δύναμης στα χέρια ενός ατόμου είναι… ο πιο απλός τρόπος επιβολής του δεσμού ανθρώπου - εδάφους, δεν είναι ο μοναδικός" (1929:116). Σαν άλλο τέτοιο τρόπο πρότεινε τη "δύναμη καταναγκασμού", που μπορεί να βρίσκεται στα χέρια μιας ομάδας, κι όχι ενός μόνον ατόμου. Έτσι σταμάτησε εκεί που άρχισε ο Ενγκελς, δηλαδή στο πρόβλημα του πως, σε μια κοινωνία η δύναμη βρέθηκε συγκεντρωμένη στα χέρια των λίγων, που δεν είναι άλλο από το πρόβλημα της εμφάνισης του κράτους σε μια δοσμένη ιστορική συγκυρία.
Παρόλο που οι ανθρωπολόγοι στην Αμερική σπάνια άσκησαν άμεση κριτική στον Lowie, η θεωρία του περί κράτους δεν έχει πια επιρροή. Επηρεασμένοι από την ανανέωση της εξελικτικής θεωρίας, οι περισσότεροι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι παραδέχονται πως το κράτος εμφανίστηκε σαν ποιοτικά νέος θεσμός συνοδευόμενος από εξόφθαλμες οικονομικές ανισότητες, από έναν αρκετά αναπτυγμένο καταμερισμό εργασίας και από μια σχετική ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Επίσης, οι ανθρωπολόγοι παραδέχονται πως ένα κεντρικό χαρακτηριστικό κρατικής εξουσίας είναι η χρήση βίας για τον έλεγχο του πληθυσμού μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής.
Βέβαια, στις επιστημονικές έρευνες που γίνονται στη Δύση για την καταγωγή του κράτους, σπάνια αναφέρεται το έργο του Ενγκελς, τυπικό παράδειγμα του επιδερμικού τρόπου που αντιμετωπίζεται η Μαρξιστική θεωρία. Εδώ τίθεται ένα άλλο θέμα επειδή η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη αποτελούν δυστυχώς πολύ πρόσφατα παραδείγματα για να χρησιμεύσουν σαν μοντέλα στη μελέτη της ανάπτυξης του κράτους. Η "Καταγωγή" είναι ένα σχετικά σύντομο και μονοκόμματο βιβλίο, όπου εκτίθεται με δυναμισμό η σύγκριση μεταξύ των κοινοτικών σχέσεων της πρωτόγονης κοινωνίας και των σχέσεων εκμετάλλευσης που εμφανίστηκαν μέσα της. Δείχνει καθαρά τη φύση της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας και το κράτος σαν όπλο της κυρίαρχης τάξης, θεσμοί που πρέπει να καταργηθούν και οι δυο, για να υπάρξουν πιο Ελευθερές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Δυστυχώς, όμως, όταν η Αρχαία Αθηνά, όπως την περιέγραψε ο Ενγκελς, ανακηρύχτηκε σε υπόδειγμα της μετάβασης από την α-ταξική στην ταξική κοινωνία, η έννοια του δουλοκτητικού "σταδίου" πήρε τόσο άκαμπτη μορφή, που ήταν αδύνατο να ισχύσει για μια προηγούμενη περίοδο δυο χιλιάδων χρόνων, όπου υπήρξε και κρατική εξουσία και ταξική κοινωνία. Η έμμονη στην κατά λέξη μεταφορά του Αθηναϊκού μοντέλου οδηγεί σε μιαν άγονη "Ευρωπαιοκεντρικη" θέση που υψώνει την Ελλάδα και τη Ρώμη σε περίοπτη θέση, δίνει διαστρεβλωμένη εικόνα των αρχαίων πολιτισμών της Ασίας και της Βορειοδυτικής Αφρικής, της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. (Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η έμμεση παραδοχή ενός αμιγώς Ευρωπαϊκού μοντέλου φεουδαρχίας, προκάλεσε σύγχυση στους Δυτικούς επιστήμονες που θέλησαν να μελετήσουν την Ανατολή).
Εκείνο που προκάλεσε εντύπωση στους μελετητές είναι πως ο Ενγκελς δεν αναφέρεται στον "Ασιατικό" η "Ανατολικό" τρόπο παραγωγής που σύμφωνα με τον Μαρξ χαρακτηρίζει μερικές απ αυτές τις κοινωνίες, όπως π.χ. την αγροτική Ινδία (Βλ. "Κεφαλαίο). Στις Αρχαίες Ινδικές κοινότητες, η γη παραμένει κοινό κτήμα της εκτεταμένης οικογένειας (ας Για τον όρο, βλ. Unesco, λήμμα "Οικογένεια") η μιας ομάδας του χωριού, και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής περιορίζεται για άμεση κατανάλωση. Οι τεχνίτες και άλλοι επαγγελματίες, που ζουν στην κοινότητα, παράγουν αγαθά και υπηρεσίες απ ευθείας γι αυτήν, και σε αντάλλαγμα η κοινότητα τους συντηρεί. Τα αγαθά δεν μετατρέπονται σε εμπόρευμα εκτός από το μέρος του πλεονάσματος που παίρνει το κράτος σε είδος. ("Κεφαλαίο", 1967:334). Ο Μαρξ έγραφε: "Στον αρχαίο Ασιατικό και σε άλλους αρχαίους τρόπους παραγωγής η μετατροπή των παραγόμενων Αγάθων σε εμπόρευμα και επομένως η μετατροπή των ανθρώπων σε παραγωγούς εμπορεύματος, είναι περιορισμένη, αυξάνει όμως ολοένα η σημασία της όσο οι πρωτόγονες κοινότητες βαδίζουν προς την παρακμή. Πραγματικά εμπορευόμενοι λαοί δεν υπάρχουν στην αρχαιότητα παρά μόνο σε πολύ μικρά μεσοδιαστήματα". (1967:79).
Ο Ενγκελς αναφέρεται σε τέτοιους είδους σχέσεις στο "Anti-Duhring" (1939: 165, 337, ff) αλλά δυστυχώς όχι στην "Καταγωγή". Όμως προσθέτει, στην ανάλυση που κάνει του υλικού του Μοργκαν για την Ελλάδα και Ρώμη, την περίπτωση της Γερμανίας, όπου το κράτος "εμφανίζεται σαν άμεσο αποτέλεσμα της κατάκτησης μεγάλων εκτάσεων που είναι αδύνατο να κυβερνηθούν σύμφωνα με το αριστοκρατικό πολίτευμα". Όταν οι Γερμανοί κατακτήσαν τη Ρώμη, "η οικονομική βάση της κοινωνίας έμεινε…όπως πρώτα…και το αριστοκρατικό καθεστώς μπόρεσε να επιζήσει για πολλούς αιώνες". Αυτός είναι όμως δευτερογενής και όχι πρωτογενής μηχανισμός σύστασης του κράτους. Αντίθετα από τις άλλες "θεωρίες κατάκτησης" για την καταγωγή του κράτους, ο Ενγκελς τόνισε ότι "στην πιο καθαρή του μορφή, το κράτος γεννιέται κατ ευθείαν και κυρίως μέσα από τους ταξικούς ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται στην ίδια την αριστοκρατική κοινωνία", και χρησιμοποίησε την εμπειρία της Αρχαίας Αθήνας για να περιγράψει καθαρότερα τη διαδικασία αυτής της καταγωγής.
Στο επόμενο σημείωμα μας θα περιγράψουμε τι έγραψε συνοπτικά ο Ενγκελς.
Συνοπτικά ο Ενγκελς έγραψε
ότι: "Το στάδιο της εμπορευματικής παραγωγής που αποτελεί τη ληξιαρχική
πράξη γέννησης του πολιτισμού, ξεχωρίζει, στο οικονομικό επίπεδο, από την
εμφάνιση: 1) του νομίσματος, και συγχρόνως του χρηματικού κεφαλαίου, κέρδους
και τόκου, 2) των εμπόρων σαν τάξης μεσολαβητών της γης και της υποθήκης, 4)
της εργασίας των δούλων σαν κυρίαρχης μορφής της παραγωγής".
Συνδεμένη με την εμπορευματική παραγωγή ήταν επίσης η μονογαμική οικογένεια, όπου κυριαρχούσε ο άνδρας σαν οικονομική μονάδα της κοινωνίας, και "η σταθεροποίηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο σαν βάση όλου του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας…(και)… η καθιέρωση της διαθήκης, με την οποία ο ιδιοκτήτης, μπορεί να διαθέτει την ιδιοκτησία του ακόμη και μετά το θάνατο του". Και παραπάνω: "Στην πολιτισμένη κοινωνία όλα τούτα συνοψίζονται στο κράτος, που σ όλες τις τυπικές περίοδες είναι, χωρίς εξαίρεση, το κράτος της κυρίαρχης τάξης, και που σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει ουσιαστικά μια μηχανή για την καθυπόταξη της καταπιεζόμενης και εκμεταλλευόμενης τάξης". (Βλ. σελ. 313).
Το γεγονός ότι οι παραπάνω εξελίξεις που περιγράφει ο Ενγκελς, και που εκτυλίσσονταν για χιλιάδες χρόνια, έφτασαν στην Αθήνα του 7ου αιώνα στην πλήρη πραγματοποίηση τους, αναδεικνύει την πόλη αυτή σε χρήσιμο, αλλά παραπλανητικό παράδειγμα για τη μελέτη της εμφάνισης του κράτους. Αν και χρήσιμη στην ανάλυση εκείνων των σχέσεων μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και πολιτεύματος, που έχουν συνυφανθεί με ότι συνηθίζουμε να αποκαλούμε πολιτισμό, η περίπτωση της Αθηνάς αποβαίνει παραπλανητική όταν θεωρηθεί ότι οι ίδιες ακριβώς διαδικασίες ίσχυσαν με όμοια σειρά διαδοχής και σε άλλες περιπτώσεις. Αυτό φαίνεται κυρίως στις περιπτώσεις δευτερογενών εξελίξεων ταξικής και πολιτικής οργάνωσης, όπως εκείνες που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή εξάπλωση, που συμπίεσε τις εξελικτικές διαδικασίες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να τις οξύνει και συνάμα να τις παραμορφώσει, συγκριτικά με τις αντίστοιχες πρωτογενείς η αυτόνομες εξελίξεις.
Στην Ιωνική Χερσόνησο, οι θεσμοί οι σχετικοί με την κοινωνία των γενών είχαν ήδη εξασθενήσει, ακριβώς λόγω της λειτουργίας εκεί του Ανατολικού τρόπου παραγωγής που περιγράφει ο Μαρξ, ενώ στην κλασική εποχή, η εργασία των δούλων και η εμπορευματική παραγωγή, πολύ γρήγορα κυριάρχησαν. Είναι γεγονός πως η άνθηση της Αθήνας στηρίχτηκε στην εμπορευματική παραγωγή. Μικρό, ναυτικο, κοσμοπολιτικο, εμπορικο κρατιδιο, η Αθηνά αποτελεσε ένα από κεινα τα συντομα "μεσοδιαστήματα" (Βλ. σελ. 58), όπου το εμπόριο ασκηθηκε από μια επαγγελματικη τάξη που την ενδιέφερε το κέρδος, ενώ η εμπορικη δραστηριοτητα στην αρχαία Μεση Ανατολή γινόταν κυρίως μέσω του κρατικού μηχανισμού, που ελεγχοταν από το ιερατείο η από την αριστοκρατια, με σκοπο την προμήθεια οικοδομικων υλικων, ειδών πολυτελειας και δούλων. Πολλά ειδη "νομίσματος" χρησιμοποιηθηκαν στην αρχαιότητα, η νομισματικη όμως εγινε αναγκαία όταν η παραγωγή εμπορεύματος και το εμπόριο καθαυτό, πηραν τέτοιες διαστασεις, ώστε δεν μπορούσε να γίνει αλλοιως. Η χρήση του νομίσματος γενικευτηκε πολύ αργότερα, όταν οι Αθηναιοι το δανειστηκαν από τη Λυδια η από κάποια άλλη σύγχρονη εμπορικη πόλη - κράτος.
Οι πρώτες πήγες ανάπτυξης του κράτους εντοπίζονται στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια πριν: Παρόλο που οι ειδικοί διαφωνούν για τη σημασία της δουλείας πριν το 1000 π.Χ. στη Μεσοποταμία, υπάρχει μεγαλύτερη σύμπτωση απόψεων σχετικά με την Αίγυπτο, όπου όλοι συμφωνούν πως η δουλεία δεν αποτέλεσε την κυρίαρχη μορφή εργασίας μέχρι αυτή τη χρονολογία. Φαίνεται πως στα πρώτα Κινεζικά κράτη η δουλεία δεν κυριαρχούσε επίσης. Στα μεσαιωνικά κράτη της Δυτικής Αφρικής, καθώς και στα κράτη που αναπτύχθηκαν αυτόνομα στην Αμερική, των Ίνκας, των Μαγιά, των Ατζέκων και των προκάτοχων τους, η παραγωγή ήταν ακόμα βασισμένη στο χωρικό - αγρότη. Ο αγροτικός πληθυσμός συντηρούσε συχνά εκεί, μια δεσποτική αριστοκρατία, με την οποία συνδεόταν με σχέση φεουδαρχικού τύπου, και στην οποία προσέφερε αγαθά και υπηρεσίες, διατηρώντας όμως αναπαλλοτρίωτο το δικαίωμα του στη γη, μέσα από κάποιο συγγενικό η μεταβατικό τύπο συγγενικής - κοινοτικής ομάδας.
Ο θεσμός της δουλείας υπήρχε, βέβαια, σ όλες αυτές τις κοινωνίες, γιατί είναι φανερό πως η πρώτη μορφή μη - ελεύθερης εργασίας, δεν είναι άλλο από ένα είδος δουλείας. Συχνά, στις πρωτόγονες κοινωνίες, οι αιχμάλωτοι πόλεμου γίνονταν δούλοι, και όντας ξένοι, χωρίς συγγενικούς δεσμούς μέσα στην κοινωνία, καταντούσαν να κάνουν τις πιο βαριές δουλείες, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τους σκότωναν κατά τη διάρκεια τελετουργικών θυσιών. Η κατάσταση τους μπορεί να ήταν βέβαια τραγική, στο προσωπικό επίπεδο, αν και δεν αποτελούσαν, ακόμα, σημαντικό παράγοντα στην παραγωγή. Ο Ενγκελς τόνισε ότι η δουλεία δεν μπορούσε να αποκτήσει οικονομική σημασία παρά μονάχα όταν η εργασία των δούλων γινόταν σε τέτοιο βαθμό παραγωγική, ώστε να είναι σε θέση να παράγει άξια μεγαλύτερη από το κόστος της ίδιας της συντήρησης τους, και έτσι να επιτρέπει σε μιαν αρκετά μεγάλη ομάδα να ασκήσει ρόλο εκμεταλλευτή μέσα στη συγκεκριμένη κοινωνία. Γι αυτό και οι απόγονοι των δούλων στις πρώτες κοινωνίες δεν παραμένουν αναγκαστικά δούλοι, και σε πολλές περιπτώσεις τους υιοθετούσε η ίδια η ομάδα και γίνονταν αγαπητοί και σεβαστοί συγγενείς.
Μεγάλος αριθμός δούλων συναντάται αρχικά στα παλάτια και στους ναούς όπου συχνά μαθαίνουν τέχνες και επαγγέλματα. Αν και "μη ελεύθεροι", οι συνθήκες ζωής τους ήταν πολύ καλύτερες από κείνες των αγροτών, και η κατάσταση τους πολύ διαφορετική από αυτή των δούλων, που εργάζονταν ομαδικά στα χωράφια η στα ορυχεία, καθώς και σε σύγκριση με την αναγκαστική εργασία, στην οποία υποβάλλονταν οι ελεύθεροι άνθρωποι στα δημόσια έργα, όπως οι αρδεύσεις, η κατασκευή δρόμων και η ανέγερση μνημείων. Ο όρος "δουλεία", κατά συνέπεια, καλύπτει διάφορες μορφές ανθρώπινων ομάδων. Συγκρίνοντας την αρχαία Μεσοποταμία με το κεντρικό Μεξικό, ο Adams γράφει ότι και στις δυο περιπτώσεις οι "συνεργαζόμενες συγγενικές ομάδες" ασκούσαν αρχικά τον έλεγχο πάνω στη γη, προτού αναπτυχθούν ιδιωτικές κτηματικές περιούσιες στα χέρια των αρχόντων των πόλεων". Και στις δυο περιπτώσεις "υπήρχαν πολλές κοινωνικές ανισότητες και συνθήκες ανελευθερίας, από τις οποίες η δουλεία ήταν η πιο ακραία, ενώ ο ρόλος της κατώτερης και σχετικά μη ελεύθερης αγροτικής τάξης ήταν φυσικά πολύ πιο σημαντικός από ότι οι αριθμοί των καθαυτό "δούλων" μπορούν να υποδηλώσουν". (1966: 119, 103-104). Επί πλέον όμως, ο Adams σημειώνει ότι οι δούλοι στη Μεσοποταμία, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, συνέβαλαν σημαντικά στην παραγωγή μαλλιού και κλώστης. Γράφει: "…η πώληση ΄η η ανταλλαγή αυτού του εμπορεύματος έπαιζε σημαντικό ρόλο όχι μονάχα στην τοπική διανεμητική οικονομία, αλλά πιθανότατα αποτελούσε τη βάση του εξωτερικού εμπορίου σε είδη πολυτελείας και ζωτικής σημασίας πρώτες ύλες, όπως τα μεταλλεύματα. Μπορούμε να πούμε, επομένως, πως υπήρξε μια σκόπιμη συγκέντρωση δούλων στις θεσμοποιημένες εκείνες δραστηριότητες, που σημάδεψαν το πέρασμα από την προ-αστική στην αστική Μεσοποταμιακη κοινωνία, έτσι ώστε εύκολα γίνεται κατανοητό, ότι η υποτίμηση του θεσμού της δουλείας, μειώνει την πραγματική του σημασία σαν ενός από τους παράγοντες της εξέλιξης". (1966: 103).
Η δουλεία αναπτύχθηκε αργά και άνισα στην ιστορία της ανθρωπότητας και η σημασία της δεν οφείλεται τόσο στο γεγονός της κυριαρχίας της πάνω στην "ελεύθερη" εργασία. Η Ελλάδα και η Ρώμη δεν αποτελούν τυπικά παραδείγματα, γιατί, ενώ η δουλεία ήταν η πρώτη μορφή εκμετάλλευσης της εργασίας, οι πρωτόγονες κοινοτικές σχέσεις, πολλές φορές μετατράπηκαν σε φεουδαρχικές χωρίς να κυριαρχήσει ενδιάμεσα η δουλεία. Κατά τον Ενγκελς αυτό συνέβηκε πιθανότατα στη Γερμανία, ενώ είναι σίγουρο για την περίπτωση της Κινάς και της Αμερικής. Ο Γάλλος μαρξιστής Maurice Godelier έχει επισημάνει την ίδια εξέλιξη στη Δυτική Αφρική, και πολλοί Σοβιετικοί επιστήμονες φαίνεται να συμφωνούν.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω στοιχεία, το βασικό πρόβλημα που παραμένει δεν είναι το ποσοτικό μέγεθος των δούλων σε κάθε κοινωνία η περίοδο, αλλά ο τρόπος που λειτούργησε ο θεσμός της δουλείας στη διαδικασία της μετατροπής της κοινωνίας από κοινοτική σε ταξική. Παρά τις πολλές τοπικές διάφορες, την ανάπτυξη και παρακμή διάφορων λαών η και συγκεκριμένων περιοχών, αν ρίξουμε μια μάτια στη μακροχρόνια εξελικτική διαδικασία της ατομικής ιδιοκτησίας και της κρατικής οργάνωσης, θα δούμε πως αυτή έχει πολλές ομοιότητες και στον Παλιό και στο Νέο Κόσμο. Όπου υπάρχουν στοιχεία για την ανάπτυξη των σύνθετων κοινωνιών, (ΣΣ. Σε αντιπαράθεση με τις "πρωτόγονες κοινωνίες", ο όρος χρησιμοποιείται και για την Κλασική Αρχαία και για τη Σύγχρονη Εποχή)Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας έκανε επικερδέστερη την εκμετάλλευση, και οι μηχανισμοί που διατηρούσαν τις κοινοτικές σχέσεις και κατένεμαν τα αγαθά ισότιμα, τελικά τορπιλίσθηκαν από τούτες τις αντίρροπες τάσεις. Η λειτουργία των ιερατείων και των ηγετιδων οικογενειών που διαφυλάσσουν την ακεραιότητα και την αμοιβαιότητα των σχέσεων της φυλής, ήρθε σε αντίθεση με τη θεσμοποιήσει της δύναμης που συγκεντρώσαν μέσω της προσφοράς των Αγάθων και των υπηρεσιών. Ο "Πολιτισμός" εμφανίζεται τη στιγμή που η αμοιβαία ανταλλαγή Αγάθων και υπηρεσιών παίρνει τη μορφή εκμεταλλευτικής σχέσης και τα αγαθά αυτά καταναλώνει η ανερχόμενη ανώτερη τάξη μαζί με το σώμα των κρατικών λειτουργών.
Το ιερατείο συνέβαλε πολύ στη διαδικασία σχηματισμού του κράτους, γιατί είχε κάθε συμφέρον να σταθεροποιήσει τη θέση του οικοδομώντας μνημειακά κτίσματα, ο δε πόλεμος έπαιζε κι αυτός σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή, γιατί έτσι ασκειτο αναγκαία, κατά περιοδικά διαστήματα, συγκεντρωτικός έλεγχος πάνω στο έμψυχο και άψυχο υλικό. Και σε μερικές περιοχές η αξιοποίηση και διατήρηση της καλλιεργήσιμης γης μέσω της κατασκευής και λειτουργίας αρδευτικών έργων, συνέβαλε στην υφαρπαγή της εξουσίας από μέρους της άρχουσας τάξης. Η έκπτωση σε κατάσταση δουλείας των αιχμάλωτων, ο περιοδικός η μόνιμος εξανδραποδισμός συγγενών για χρέη η και άλλες αιτίες, και η εργασία των καθαυτό δούλων στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων και ειδών πολυτελείας που καταναλώνει η αριστοκρατία η που προορίζονται για άλλες κρατικές επιχειρήσεις, αδυνάτισαν το κοινωνικό status των χωρικών - αγροτών και των άλλων επαγγελματιών. Η ειδίκευση της εργασίας πήρε μεγαλύτερη έκταση και το εμπόριο αναπτύχθηκε, παρόλο που για πολύ καιρό βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, που δεν το άφηνε να περάσει τελείως στα χέρια ιδιωτών εμπόρων, τους οποίους ενδιέφερε το προσωπικό τους κέρδος. Και, τελικά, όλες αυτές οι αλληλένδετες διαδικασίες ήταν αναπόφευκτο να συγκλίνουν προς τα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα.
Υπάρχουν πλήθος από σκόρπια ανεπεξέργαστα στοιχεία, που μας δείχνουν πως η μετατροπή ορισμένων ανθρώπων σε αντικείμενα - εμπορεύματα, υπέσκαψε την κοινωνική θέση των Ελευθερών, πως ελεύθεροι ιθαγενείς μετατράπηκαν σε μια εκμεταλλευόμενη τάξη, πως μεταβλήθηκαν, από ελεύθεροι αγρότες, με αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα στη γη και καθήκοντα απέναντι στην κοινότητα τους που εκπροσωπούσε ο ιερέας η ο αρχηγός τους, σε δουλοπάροικους, παγιδευμένους στη γη και χρεωμένους στην άρχουσα αριστοκρατία η στον κλήρο. Και πως τούτες οι διαδικασίες στηρίχτηκαν στη μετατροπή των Αγάθων σε εμπορεύματα, δηλαδή, πως οι άνθρωποι έχασαν τον έλεγχο της ίδιας της παραγωγής τους. Μελετώντας ο John Murray το κράτος των Ινία, ασχολείται με τη λειτουργία του υφάσματος, το εμπόρευμα με τη μεγαλύτερη άξια, σε μια κοινωνία χωρίς νόμισμα και με σχετικά μικρές αγορές. Οι Ινία έκαναν υποτίθεται απλόχερα "δώρα" από ύφασμα στους λαούς που κατακτούσαν, από τις τεράστιες ποσότητες που στοιβάζονταν στις αποθήκες τους, αλλά τα "δώρα" αυτά ήταν, στην πραγματικότητα, "το πρώτο βήμα προς μια σχέση εξάρτησης, γιατί η "γενναιοδωρία" του κατακτητή εξανάγκαζε τους υποτελείς να παραδίδουν, σε ανταπόδοση, και σε τακτές δόσεις το προϊών της βιοτεχνίας τους στις αποθήκες των αρχόντων". Έτσι οι αγρότες υποχρεώνονταν στο κράτος, σε μια σταθερή προμήθεια υφάσματος. Ο Murray γράφει: "Το κράτος είχε διπλό κέρδος: εξασφάλιζε την προμήθεια του σε ύφασμα, ενώ συγχρόνως ερμήνευε την εξαναγκαστική φύση της υφαντικής τέχνης, σαν μια καταξιωμένη αμοιβαία πολιτιστική ανταλλαγή. Επίσης μπορεί κανείς να διακρίνει σ αυτό το υφασματενιο "Δώρο", τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του πολίτη - Ινκα, μια καταναγκαστική, αλλά συνάμα συμβολική επανάληψη των καθηκόντων των αγροτών προς το κράτος, την επικύρωση της θέσης τους σαν υποτελών υπηκόων". (1962: 721-722).
Είναι φανερό πως η ανάλυση των πρώτων σταδίων της εμπορευματικής παραγωγής θα μας επιτρέψει να λυσουμε τα διάφορα προβλήματα γύρω από τη δουλεία, τον ανατολικο, τον ασιατικο, καθώς και άλλους τρόπους παραγωγής που αναφερονται από τον Μαρξ. Εκτός από τη σημαντική ανάλυση του Μαρξ για την εμπορευματική παραγωγή, στον πρώτο τόμο του "Κεφαλαίου", πολύ λίγα πράγματα προστέθηκαν από άλλους Μαρξιστές επιστήμονες σχετικά με τον τρόπο που η κτήση και η ανταλλαγή πλεονάσματος στα αρχέγονα κράτη, μετέβαλε τον αστικό πληθυσμό σε κατώτερη τάξη, ενώ άφηνε να διαιωνίζονται οι αμοιβαίες σχέσεις στο επίπεδο του χωριού, καθώς και σε σχέση με παρόμοια προβλήματα, θεωρητικά και πρακτικά: Ποτέ οι έμποροι, σαν πρώτοι κρατικοί υπάλληλοι, ίσως και σαν δούλοι κάποιας μορφής, μετατρέπονται σε ανεξάρτητους έμπορους που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον; Ποια η σχέση μεταξύ κρατικού εμπορίου και άμεσης ανταλλαγής Αγάθων στην αγορά, που ήταν τόσο διαδεδομένη στα περισσότερα μέρη του κόσμου; Και Ποτε αρχίζει αυτή η άμεση ανταλλαγή στην αγορά, να παίρνει μορφή συναλλαγής, με την κερδοσκοπική έννοια;
Η χρήση της Αθηναϊκής πόλης - κράτους σαν μοντέλου, δεν μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε Ποτε ακριβώς το κρατικό εμπόριο του οικονομικού πλεονάσματος, που συνίστατο σε φόρους, σε διάφορα τέλη, ακόμα και στο προϊόν της ληστείας, έδωσε τη θέση του σε μια, εγκατεστημένη στην πόλη, τάξη εμπόρων, που δεν τους ενδιέφερε η παραγωγή παρά μόνο σε σχέση με το κέρδος. Εμπορικά λιμάνια ελεγχόμενα από έμπορους, σπάνια άκμασαν κατά την αρχαιότητα. Η λειτουργία τέτοιων λιμανιών στην Ελλάδα, παρ ότι πρωτοπόρα, ήταν πρόσκαιρη, ενώ οι αγώνες τους για ν αυτονομηθούν καλύπτουν ένα σημαντικό κεφαλαίο στην ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης.
Το πώς η εμπορευματική παραγωγή έφτασε να κυριαρχήσει, το μαθαίνουμε από την ιστορία της ανάπτυξης των πόλεων και την εμφάνιση της αντίφασης μεταξύ αστικής και αγροτικής ζωής. Στα αστικά κέντρα, η εμπορευματική παραγωγή μετέβαλε, για πρώτη φορά, τις ανθρώπινες σχέσεις, από άμεσες, προσωπικές και βασικά συνεργατικές, σε απρόσωπες και ανταγωνιστικές, κυριαρχημενες από "μυστηριώδεις δυνάμεις" που ξεφεύγουν από την αντίληψη και τον έλεγχο. Η ολοκληρωτική νίκη της εμπορευματικής παραγωγής με σκοπό το κέρδος, συντελέστηκε με την ανάπτυξη της βορειοδυτικής Ευρώπης. Μια περιοχή υπανάπτυκτη για σχεδόν πέντε χιλιετηρίδες, όπου τα λιμάνια και τα ποτάμια της, καθώς και τα πλούσια κοιτάσματα της σε κάρβουνο και σιδερό, περίμεναν την ιστορική συγκυρία για να επιτρέψουν σε μια νέα νικηφόρα αστική τάξη εμπόρων που επεκτεινόταν προς βορρά, να ενεργοποιήσει όλον τον εκρηκτικό δυναμισμό του βιομηχανικού καπιταλισμού. Αργότερα ήρθε η μεταμόρφωση, σε παγκόσμια κλίμακα, των ανθρώπινων σχέσεων σε εμπορευματικές σχέσεις, σε σχέσεις, δηλαδή, μεταξύ πραγμάτων, που προορισμό έχουν την κατανάλωση. Μια μεταμόρφωση που μετέφερε στα πιο απόμακρα σημεία του πλανήτη, έναν καταπληκτικό δυναμισμό: για γιγάντια επιτεύγματα, αλλά και για μια παράλογη, πιθανή, ολοκληρωτική καταστροφή: Η κληρονομιά του 20ου αιώνα.
Συνδεμένη με την εμπορευματική παραγωγή ήταν επίσης η μονογαμική οικογένεια, όπου κυριαρχούσε ο άνδρας σαν οικονομική μονάδα της κοινωνίας, και "η σταθεροποίηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο σαν βάση όλου του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας…(και)… η καθιέρωση της διαθήκης, με την οποία ο ιδιοκτήτης, μπορεί να διαθέτει την ιδιοκτησία του ακόμη και μετά το θάνατο του". Και παραπάνω: "Στην πολιτισμένη κοινωνία όλα τούτα συνοψίζονται στο κράτος, που σ όλες τις τυπικές περίοδες είναι, χωρίς εξαίρεση, το κράτος της κυρίαρχης τάξης, και που σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει ουσιαστικά μια μηχανή για την καθυπόταξη της καταπιεζόμενης και εκμεταλλευόμενης τάξης". (Βλ. σελ. 313).
Το γεγονός ότι οι παραπάνω εξελίξεις που περιγράφει ο Ενγκελς, και που εκτυλίσσονταν για χιλιάδες χρόνια, έφτασαν στην Αθήνα του 7ου αιώνα στην πλήρη πραγματοποίηση τους, αναδεικνύει την πόλη αυτή σε χρήσιμο, αλλά παραπλανητικό παράδειγμα για τη μελέτη της εμφάνισης του κράτους. Αν και χρήσιμη στην ανάλυση εκείνων των σχέσεων μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και πολιτεύματος, που έχουν συνυφανθεί με ότι συνηθίζουμε να αποκαλούμε πολιτισμό, η περίπτωση της Αθηνάς αποβαίνει παραπλανητική όταν θεωρηθεί ότι οι ίδιες ακριβώς διαδικασίες ίσχυσαν με όμοια σειρά διαδοχής και σε άλλες περιπτώσεις. Αυτό φαίνεται κυρίως στις περιπτώσεις δευτερογενών εξελίξεων ταξικής και πολιτικής οργάνωσης, όπως εκείνες που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή εξάπλωση, που συμπίεσε τις εξελικτικές διαδικασίες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να τις οξύνει και συνάμα να τις παραμορφώσει, συγκριτικά με τις αντίστοιχες πρωτογενείς η αυτόνομες εξελίξεις.
Στην Ιωνική Χερσόνησο, οι θεσμοί οι σχετικοί με την κοινωνία των γενών είχαν ήδη εξασθενήσει, ακριβώς λόγω της λειτουργίας εκεί του Ανατολικού τρόπου παραγωγής που περιγράφει ο Μαρξ, ενώ στην κλασική εποχή, η εργασία των δούλων και η εμπορευματική παραγωγή, πολύ γρήγορα κυριάρχησαν. Είναι γεγονός πως η άνθηση της Αθήνας στηρίχτηκε στην εμπορευματική παραγωγή. Μικρό, ναυτικο, κοσμοπολιτικο, εμπορικο κρατιδιο, η Αθηνά αποτελεσε ένα από κεινα τα συντομα "μεσοδιαστήματα" (Βλ. σελ. 58), όπου το εμπόριο ασκηθηκε από μια επαγγελματικη τάξη που την ενδιέφερε το κέρδος, ενώ η εμπορικη δραστηριοτητα στην αρχαία Μεση Ανατολή γινόταν κυρίως μέσω του κρατικού μηχανισμού, που ελεγχοταν από το ιερατείο η από την αριστοκρατια, με σκοπο την προμήθεια οικοδομικων υλικων, ειδών πολυτελειας και δούλων. Πολλά ειδη "νομίσματος" χρησιμοποιηθηκαν στην αρχαιότητα, η νομισματικη όμως εγινε αναγκαία όταν η παραγωγή εμπορεύματος και το εμπόριο καθαυτό, πηραν τέτοιες διαστασεις, ώστε δεν μπορούσε να γίνει αλλοιως. Η χρήση του νομίσματος γενικευτηκε πολύ αργότερα, όταν οι Αθηναιοι το δανειστηκαν από τη Λυδια η από κάποια άλλη σύγχρονη εμπορικη πόλη - κράτος.
Οι πρώτες πήγες ανάπτυξης του κράτους εντοπίζονται στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια πριν: Παρόλο που οι ειδικοί διαφωνούν για τη σημασία της δουλείας πριν το 1000 π.Χ. στη Μεσοποταμία, υπάρχει μεγαλύτερη σύμπτωση απόψεων σχετικά με την Αίγυπτο, όπου όλοι συμφωνούν πως η δουλεία δεν αποτέλεσε την κυρίαρχη μορφή εργασίας μέχρι αυτή τη χρονολογία. Φαίνεται πως στα πρώτα Κινεζικά κράτη η δουλεία δεν κυριαρχούσε επίσης. Στα μεσαιωνικά κράτη της Δυτικής Αφρικής, καθώς και στα κράτη που αναπτύχθηκαν αυτόνομα στην Αμερική, των Ίνκας, των Μαγιά, των Ατζέκων και των προκάτοχων τους, η παραγωγή ήταν ακόμα βασισμένη στο χωρικό - αγρότη. Ο αγροτικός πληθυσμός συντηρούσε συχνά εκεί, μια δεσποτική αριστοκρατία, με την οποία συνδεόταν με σχέση φεουδαρχικού τύπου, και στην οποία προσέφερε αγαθά και υπηρεσίες, διατηρώντας όμως αναπαλλοτρίωτο το δικαίωμα του στη γη, μέσα από κάποιο συγγενικό η μεταβατικό τύπο συγγενικής - κοινοτικής ομάδας.
Ο θεσμός της δουλείας υπήρχε, βέβαια, σ όλες αυτές τις κοινωνίες, γιατί είναι φανερό πως η πρώτη μορφή μη - ελεύθερης εργασίας, δεν είναι άλλο από ένα είδος δουλείας. Συχνά, στις πρωτόγονες κοινωνίες, οι αιχμάλωτοι πόλεμου γίνονταν δούλοι, και όντας ξένοι, χωρίς συγγενικούς δεσμούς μέσα στην κοινωνία, καταντούσαν να κάνουν τις πιο βαριές δουλείες, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τους σκότωναν κατά τη διάρκεια τελετουργικών θυσιών. Η κατάσταση τους μπορεί να ήταν βέβαια τραγική, στο προσωπικό επίπεδο, αν και δεν αποτελούσαν, ακόμα, σημαντικό παράγοντα στην παραγωγή. Ο Ενγκελς τόνισε ότι η δουλεία δεν μπορούσε να αποκτήσει οικονομική σημασία παρά μονάχα όταν η εργασία των δούλων γινόταν σε τέτοιο βαθμό παραγωγική, ώστε να είναι σε θέση να παράγει άξια μεγαλύτερη από το κόστος της ίδιας της συντήρησης τους, και έτσι να επιτρέπει σε μιαν αρκετά μεγάλη ομάδα να ασκήσει ρόλο εκμεταλλευτή μέσα στη συγκεκριμένη κοινωνία. Γι αυτό και οι απόγονοι των δούλων στις πρώτες κοινωνίες δεν παραμένουν αναγκαστικά δούλοι, και σε πολλές περιπτώσεις τους υιοθετούσε η ίδια η ομάδα και γίνονταν αγαπητοί και σεβαστοί συγγενείς.
Μεγάλος αριθμός δούλων συναντάται αρχικά στα παλάτια και στους ναούς όπου συχνά μαθαίνουν τέχνες και επαγγέλματα. Αν και "μη ελεύθεροι", οι συνθήκες ζωής τους ήταν πολύ καλύτερες από κείνες των αγροτών, και η κατάσταση τους πολύ διαφορετική από αυτή των δούλων, που εργάζονταν ομαδικά στα χωράφια η στα ορυχεία, καθώς και σε σύγκριση με την αναγκαστική εργασία, στην οποία υποβάλλονταν οι ελεύθεροι άνθρωποι στα δημόσια έργα, όπως οι αρδεύσεις, η κατασκευή δρόμων και η ανέγερση μνημείων. Ο όρος "δουλεία", κατά συνέπεια, καλύπτει διάφορες μορφές ανθρώπινων ομάδων. Συγκρίνοντας την αρχαία Μεσοποταμία με το κεντρικό Μεξικό, ο Adams γράφει ότι και στις δυο περιπτώσεις οι "συνεργαζόμενες συγγενικές ομάδες" ασκούσαν αρχικά τον έλεγχο πάνω στη γη, προτού αναπτυχθούν ιδιωτικές κτηματικές περιούσιες στα χέρια των αρχόντων των πόλεων". Και στις δυο περιπτώσεις "υπήρχαν πολλές κοινωνικές ανισότητες και συνθήκες ανελευθερίας, από τις οποίες η δουλεία ήταν η πιο ακραία, ενώ ο ρόλος της κατώτερης και σχετικά μη ελεύθερης αγροτικής τάξης ήταν φυσικά πολύ πιο σημαντικός από ότι οι αριθμοί των καθαυτό "δούλων" μπορούν να υποδηλώσουν". (1966: 119, 103-104). Επί πλέον όμως, ο Adams σημειώνει ότι οι δούλοι στη Μεσοποταμία, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, συνέβαλαν σημαντικά στην παραγωγή μαλλιού και κλώστης. Γράφει: "…η πώληση ΄η η ανταλλαγή αυτού του εμπορεύματος έπαιζε σημαντικό ρόλο όχι μονάχα στην τοπική διανεμητική οικονομία, αλλά πιθανότατα αποτελούσε τη βάση του εξωτερικού εμπορίου σε είδη πολυτελείας και ζωτικής σημασίας πρώτες ύλες, όπως τα μεταλλεύματα. Μπορούμε να πούμε, επομένως, πως υπήρξε μια σκόπιμη συγκέντρωση δούλων στις θεσμοποιημένες εκείνες δραστηριότητες, που σημάδεψαν το πέρασμα από την προ-αστική στην αστική Μεσοποταμιακη κοινωνία, έτσι ώστε εύκολα γίνεται κατανοητό, ότι η υποτίμηση του θεσμού της δουλείας, μειώνει την πραγματική του σημασία σαν ενός από τους παράγοντες της εξέλιξης". (1966: 103).
Η δουλεία αναπτύχθηκε αργά και άνισα στην ιστορία της ανθρωπότητας και η σημασία της δεν οφείλεται τόσο στο γεγονός της κυριαρχίας της πάνω στην "ελεύθερη" εργασία. Η Ελλάδα και η Ρώμη δεν αποτελούν τυπικά παραδείγματα, γιατί, ενώ η δουλεία ήταν η πρώτη μορφή εκμετάλλευσης της εργασίας, οι πρωτόγονες κοινοτικές σχέσεις, πολλές φορές μετατράπηκαν σε φεουδαρχικές χωρίς να κυριαρχήσει ενδιάμεσα η δουλεία. Κατά τον Ενγκελς αυτό συνέβηκε πιθανότατα στη Γερμανία, ενώ είναι σίγουρο για την περίπτωση της Κινάς και της Αμερικής. Ο Γάλλος μαρξιστής Maurice Godelier έχει επισημάνει την ίδια εξέλιξη στη Δυτική Αφρική, και πολλοί Σοβιετικοί επιστήμονες φαίνεται να συμφωνούν.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω στοιχεία, το βασικό πρόβλημα που παραμένει δεν είναι το ποσοτικό μέγεθος των δούλων σε κάθε κοινωνία η περίοδο, αλλά ο τρόπος που λειτούργησε ο θεσμός της δουλείας στη διαδικασία της μετατροπής της κοινωνίας από κοινοτική σε ταξική. Παρά τις πολλές τοπικές διάφορες, την ανάπτυξη και παρακμή διάφορων λαών η και συγκεκριμένων περιοχών, αν ρίξουμε μια μάτια στη μακροχρόνια εξελικτική διαδικασία της ατομικής ιδιοκτησίας και της κρατικής οργάνωσης, θα δούμε πως αυτή έχει πολλές ομοιότητες και στον Παλιό και στο Νέο Κόσμο. Όπου υπάρχουν στοιχεία για την ανάπτυξη των σύνθετων κοινωνιών, (ΣΣ. Σε αντιπαράθεση με τις "πρωτόγονες κοινωνίες", ο όρος χρησιμοποιείται και για την Κλασική Αρχαία και για τη Σύγχρονη Εποχή)Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας έκανε επικερδέστερη την εκμετάλλευση, και οι μηχανισμοί που διατηρούσαν τις κοινοτικές σχέσεις και κατένεμαν τα αγαθά ισότιμα, τελικά τορπιλίσθηκαν από τούτες τις αντίρροπες τάσεις. Η λειτουργία των ιερατείων και των ηγετιδων οικογενειών που διαφυλάσσουν την ακεραιότητα και την αμοιβαιότητα των σχέσεων της φυλής, ήρθε σε αντίθεση με τη θεσμοποιήσει της δύναμης που συγκεντρώσαν μέσω της προσφοράς των Αγάθων και των υπηρεσιών. Ο "Πολιτισμός" εμφανίζεται τη στιγμή που η αμοιβαία ανταλλαγή Αγάθων και υπηρεσιών παίρνει τη μορφή εκμεταλλευτικής σχέσης και τα αγαθά αυτά καταναλώνει η ανερχόμενη ανώτερη τάξη μαζί με το σώμα των κρατικών λειτουργών.
Το ιερατείο συνέβαλε πολύ στη διαδικασία σχηματισμού του κράτους, γιατί είχε κάθε συμφέρον να σταθεροποιήσει τη θέση του οικοδομώντας μνημειακά κτίσματα, ο δε πόλεμος έπαιζε κι αυτός σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή, γιατί έτσι ασκειτο αναγκαία, κατά περιοδικά διαστήματα, συγκεντρωτικός έλεγχος πάνω στο έμψυχο και άψυχο υλικό. Και σε μερικές περιοχές η αξιοποίηση και διατήρηση της καλλιεργήσιμης γης μέσω της κατασκευής και λειτουργίας αρδευτικών έργων, συνέβαλε στην υφαρπαγή της εξουσίας από μέρους της άρχουσας τάξης. Η έκπτωση σε κατάσταση δουλείας των αιχμάλωτων, ο περιοδικός η μόνιμος εξανδραποδισμός συγγενών για χρέη η και άλλες αιτίες, και η εργασία των καθαυτό δούλων στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων και ειδών πολυτελείας που καταναλώνει η αριστοκρατία η που προορίζονται για άλλες κρατικές επιχειρήσεις, αδυνάτισαν το κοινωνικό status των χωρικών - αγροτών και των άλλων επαγγελματιών. Η ειδίκευση της εργασίας πήρε μεγαλύτερη έκταση και το εμπόριο αναπτύχθηκε, παρόλο που για πολύ καιρό βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, που δεν το άφηνε να περάσει τελείως στα χέρια ιδιωτών εμπόρων, τους οποίους ενδιέφερε το προσωπικό τους κέρδος. Και, τελικά, όλες αυτές οι αλληλένδετες διαδικασίες ήταν αναπόφευκτο να συγκλίνουν προς τα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα.
Υπάρχουν πλήθος από σκόρπια ανεπεξέργαστα στοιχεία, που μας δείχνουν πως η μετατροπή ορισμένων ανθρώπων σε αντικείμενα - εμπορεύματα, υπέσκαψε την κοινωνική θέση των Ελευθερών, πως ελεύθεροι ιθαγενείς μετατράπηκαν σε μια εκμεταλλευόμενη τάξη, πως μεταβλήθηκαν, από ελεύθεροι αγρότες, με αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα στη γη και καθήκοντα απέναντι στην κοινότητα τους που εκπροσωπούσε ο ιερέας η ο αρχηγός τους, σε δουλοπάροικους, παγιδευμένους στη γη και χρεωμένους στην άρχουσα αριστοκρατία η στον κλήρο. Και πως τούτες οι διαδικασίες στηρίχτηκαν στη μετατροπή των Αγάθων σε εμπορεύματα, δηλαδή, πως οι άνθρωποι έχασαν τον έλεγχο της ίδιας της παραγωγής τους. Μελετώντας ο John Murray το κράτος των Ινία, ασχολείται με τη λειτουργία του υφάσματος, το εμπόρευμα με τη μεγαλύτερη άξια, σε μια κοινωνία χωρίς νόμισμα και με σχετικά μικρές αγορές. Οι Ινία έκαναν υποτίθεται απλόχερα "δώρα" από ύφασμα στους λαούς που κατακτούσαν, από τις τεράστιες ποσότητες που στοιβάζονταν στις αποθήκες τους, αλλά τα "δώρα" αυτά ήταν, στην πραγματικότητα, "το πρώτο βήμα προς μια σχέση εξάρτησης, γιατί η "γενναιοδωρία" του κατακτητή εξανάγκαζε τους υποτελείς να παραδίδουν, σε ανταπόδοση, και σε τακτές δόσεις το προϊών της βιοτεχνίας τους στις αποθήκες των αρχόντων". Έτσι οι αγρότες υποχρεώνονταν στο κράτος, σε μια σταθερή προμήθεια υφάσματος. Ο Murray γράφει: "Το κράτος είχε διπλό κέρδος: εξασφάλιζε την προμήθεια του σε ύφασμα, ενώ συγχρόνως ερμήνευε την εξαναγκαστική φύση της υφαντικής τέχνης, σαν μια καταξιωμένη αμοιβαία πολιτιστική ανταλλαγή. Επίσης μπορεί κανείς να διακρίνει σ αυτό το υφασματενιο "Δώρο", τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του πολίτη - Ινκα, μια καταναγκαστική, αλλά συνάμα συμβολική επανάληψη των καθηκόντων των αγροτών προς το κράτος, την επικύρωση της θέσης τους σαν υποτελών υπηκόων". (1962: 721-722).
Είναι φανερό πως η ανάλυση των πρώτων σταδίων της εμπορευματικής παραγωγής θα μας επιτρέψει να λυσουμε τα διάφορα προβλήματα γύρω από τη δουλεία, τον ανατολικο, τον ασιατικο, καθώς και άλλους τρόπους παραγωγής που αναφερονται από τον Μαρξ. Εκτός από τη σημαντική ανάλυση του Μαρξ για την εμπορευματική παραγωγή, στον πρώτο τόμο του "Κεφαλαίου", πολύ λίγα πράγματα προστέθηκαν από άλλους Μαρξιστές επιστήμονες σχετικά με τον τρόπο που η κτήση και η ανταλλαγή πλεονάσματος στα αρχέγονα κράτη, μετέβαλε τον αστικό πληθυσμό σε κατώτερη τάξη, ενώ άφηνε να διαιωνίζονται οι αμοιβαίες σχέσεις στο επίπεδο του χωριού, καθώς και σε σχέση με παρόμοια προβλήματα, θεωρητικά και πρακτικά: Ποτέ οι έμποροι, σαν πρώτοι κρατικοί υπάλληλοι, ίσως και σαν δούλοι κάποιας μορφής, μετατρέπονται σε ανεξάρτητους έμπορους που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον; Ποια η σχέση μεταξύ κρατικού εμπορίου και άμεσης ανταλλαγής Αγάθων στην αγορά, που ήταν τόσο διαδεδομένη στα περισσότερα μέρη του κόσμου; Και Ποτε αρχίζει αυτή η άμεση ανταλλαγή στην αγορά, να παίρνει μορφή συναλλαγής, με την κερδοσκοπική έννοια;
Η χρήση της Αθηναϊκής πόλης - κράτους σαν μοντέλου, δεν μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε Ποτε ακριβώς το κρατικό εμπόριο του οικονομικού πλεονάσματος, που συνίστατο σε φόρους, σε διάφορα τέλη, ακόμα και στο προϊόν της ληστείας, έδωσε τη θέση του σε μια, εγκατεστημένη στην πόλη, τάξη εμπόρων, που δεν τους ενδιέφερε η παραγωγή παρά μόνο σε σχέση με το κέρδος. Εμπορικά λιμάνια ελεγχόμενα από έμπορους, σπάνια άκμασαν κατά την αρχαιότητα. Η λειτουργία τέτοιων λιμανιών στην Ελλάδα, παρ ότι πρωτοπόρα, ήταν πρόσκαιρη, ενώ οι αγώνες τους για ν αυτονομηθούν καλύπτουν ένα σημαντικό κεφαλαίο στην ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης.
Το πώς η εμπορευματική παραγωγή έφτασε να κυριαρχήσει, το μαθαίνουμε από την ιστορία της ανάπτυξης των πόλεων και την εμφάνιση της αντίφασης μεταξύ αστικής και αγροτικής ζωής. Στα αστικά κέντρα, η εμπορευματική παραγωγή μετέβαλε, για πρώτη φορά, τις ανθρώπινες σχέσεις, από άμεσες, προσωπικές και βασικά συνεργατικές, σε απρόσωπες και ανταγωνιστικές, κυριαρχημενες από "μυστηριώδεις δυνάμεις" που ξεφεύγουν από την αντίληψη και τον έλεγχο. Η ολοκληρωτική νίκη της εμπορευματικής παραγωγής με σκοπό το κέρδος, συντελέστηκε με την ανάπτυξη της βορειοδυτικής Ευρώπης. Μια περιοχή υπανάπτυκτη για σχεδόν πέντε χιλιετηρίδες, όπου τα λιμάνια και τα ποτάμια της, καθώς και τα πλούσια κοιτάσματα της σε κάρβουνο και σιδερό, περίμεναν την ιστορική συγκυρία για να επιτρέψουν σε μια νέα νικηφόρα αστική τάξη εμπόρων που επεκτεινόταν προς βορρά, να ενεργοποιήσει όλον τον εκρηκτικό δυναμισμό του βιομηχανικού καπιταλισμού. Αργότερα ήρθε η μεταμόρφωση, σε παγκόσμια κλίμακα, των ανθρώπινων σχέσεων σε εμπορευματικές σχέσεις, σε σχέσεις, δηλαδή, μεταξύ πραγμάτων, που προορισμό έχουν την κατανάλωση. Μια μεταμόρφωση που μετέφερε στα πιο απόμακρα σημεία του πλανήτη, έναν καταπληκτικό δυναμισμό: για γιγάντια επιτεύγματα, αλλά και για μια παράλογη, πιθανή, ολοκληρωτική καταστροφή: Η κληρονομιά του 20ου αιώνα.
9. ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Η Ελλάδα του 6ου αιώνα, οι Αυστραλέζικες κοινωνίες κυνηγών και τροφοσυλλεκτων, η προ-Κολομβιανη Αμερική, είναι θέματα που φαίνονται παρωχημένα. Κι όμως, τα θεωρητικά ερωτήματα που τίθενται από τη μελέτη της μετάβασης στην ταξική κοινωνία είναι αποφασιστικά για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ποιες οι συνέπειες του γεγονότος ότι η ειδική καταπίεση των γυναικών τελικά βασίζεται στη φύση της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας; Τι σημαίνει να εξαλειφθεί η εμπορευματική παραγωγή, και η αποξένωση στις προσωπικές σχέσεις που την ακολουθεί, σε ένα ανώτερο τεχνολογικό επίπεδο, όπου τα πολυσύνθετα συστήματα παραγωγής και ανταλλαγής είναι αναγκαία; Είναι δυνατό να λείψει η αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου χωρίς να μεταβληθεί ο κόσμος σ έναν απέραντο συνοικισμό; Και ποια είναι τα σταδία όπου θα βαδίσει η εξαφάνιση του κράτους;
Σ ένα σύντομο κομμάτι της "Καταγωγής" γύρω από τους κοινωνικούς νόμους, ο Ενγκελς τονίζει ότι εάν δεν μελετηθούν "με κόπο", ο κόσμος θα φαίνεται πως κυβερνάται από την τύχη, από "ξένες, αρχικά μάλιστα… άγνωστες δυνάμεις" και πως η κοινωνία "δεν ρυθμίζεται από ένα κοινό καταστρωμένο σχέδιο, αλλά από τυφλούς νόμους, που επιβάλλονται με δύναμη στοιχείων της φύσης". (Βλ. σελ. 312). Όμως: "…Η τύχη είναι μόνο ο ένας πόλος μιας συνάφειας που ο άλλος της πόλος λέγεται αναγκαιότητα. Στη φύση, όπου επίσης φαίνεται να κυριαρχεί η τύχη, από καιρό έχουμε αποδείξει σε κάθε ξεχωριστών τομέα την εσωτερική αναγκαιότητα και νομοτέλεια που επιβάλλεται σ αυτήν την τύχη. Ότι όμως ισχύει για τη φύση, ισχύει και για την κοινωνία. Όσο περισσότερο μια κοινωνική δράση, μια σειρά από κοινωνικά γεγονότα ξεφεύγουν από το συνειδητό έλεγχο των ανθρώπων, περνούν πάνω από το κεφάλι τους, όσο περισσότερο φαίνεται αυτή η δράση να οφείλεται στην καθαρή τύχη, τόσο περισσότερο επιβάλλονται μ αυτή την τύχη και με φυσική αναγκαιότητα οι ιδιόμορφοι εσωτερικοί νόμοι της". (Βλ. σελ. 311).
Η ανθρωπότητα θα επιζήσει μονάχα όταν τιθασεύσει τους κοινωνικούς νόμους, όχι μόνο με βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές στις καπιταλιστικές και νέο - αποικιακές χώρες, όπου μια οικονομία σπάταλης και καταστροφής απειλεί σήμερα τον κόσμο ολόκληρο, αλλά ακόμα και στις σοσιαλιστικές χώρες, όπου η πλάνη, πως ο κομμουνισμός σε ανώτερο επίπεδο, ακολουθεί ομαλά την αρχική εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής εξουσίας έχει οπωσδήποτε εγκαταλειφθεί.
Η ανασυγκρότηση των κοινωνικών νομων, των διαδικασιών, των μηχανισμών, απ΄ όπου ξεπήδησε η ταξική κοινωνία με όλες τις παραλλαγές της, καθώς και η ανασυγκρότηση του χαρακτήρα των κοινωνικών μορφών που προϋπήρχαν, συνεπάγεται μια λεπτομερέστατη σύνθεση θεωρητικών και Εμπειρικων δεδομένων. Τα αρχαιολογικά και εθνογραφικά στοιχεία για τις προ - ταξικές κοινωνίες και για τις κοινωνίες όπου αναπτύχθηκαν ταξικές σχέσεις ανεξάρτητα από την αποικιακή εξάρτηση που επέβαλαν οι δυνάμεις της Ευρώπης και της Ασίας, είναι σποραδικά και διφορούμενα. Τα υπόλοιπα αρχαιολογικά στοιχεία που αφορούν οτιδήποτε άλλο εκτός από τις βασικές γραμμές της κοινωνικό-οικονομικής οργάνωσης, μας βοηθούν αρκετά, χωρίς όμως να μπορούν, για την ώρα, να οδηγήσουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, ενώ το ότι βρίσκονται στοιχεία για κοινωνίες δίχως γραπτή παράδοση σημαίνει, βέβαια, ότι οι κοινωνίες αυτές είχαν ήδη έρθει σε κάποια επαφή, και είχαν επομένως επηρεαστεί, από τις σχέσεις της εμπορευματικής παραγωγής. Έτσι η προσπάθεια της ανασυγκρότησης των πρώτων σταδίων της ιστορίας του ανθρώπου, με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα, σκοντάφτει σ΄ ένα θεμελιώδες δίλημμα. Η πλήρης ανασυγκρότηση των κοινοτικών κοινωνιών, όπως λειτουργούσαν πριν έρθουν σε εμπορικές σχέσεις η σε εχθροπραξίες με τους Ευρωπαίους και με τις "κρατικές" κοινωνίες (state societies) που υπήρχαν ήδη σε αλλά μέρη του κόσμου, προϋποθέτει ορισμένες θεωρητικές παραδοχές, σχετικά με τις κοινωνικές και πολιτικές μορφές που αντιστοιχούν στον τρόπο ζωής ενός κοινωνικού συνόλου που βρίσκεται σε σχετικά χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο. Αλλά προκείμενου να αποδειχθεί η ορθότητα των θεωρητικών αυτών παραδοχών, είναι αναγκαίο να φτάσουμε στην αποκατάσταση της παλαιότερης πραγματικότητας εκείνων των κοινωνιών.
Οι μεμονωμένες εκείνες περιπτώσεις όπου τα στοιχεία για τις προ - ταξικές κοινωνικές σχέσεις είναι ξεκάθαρα, αποκτούν, επομένως, μεγάλη σημασία. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των βορειοανατολικών Αλγκονκιων, για τους οποίους ασυνήθιστα λεπτομερείς περιγραφές Ιησουϊτών ιεραποστολών και άλλων, απόδειξαν ότι δεν υπήρξε ατομική ιδιοκτησία, που συνήθως τους αποδιδόταν. Όπου υπάρχουν αρκετά στοιχεία για έθνο - ιστορικές έρευνες σε μια δεδομένη πρωτόγονη κοινωνία, η μελέτη τους αποκαλύπτει ουσιαστικές αλλαγές του τύπου που συνέβαιναν ανεξάρτητα, σε διάφορα μέρη του κόσμου, και εξελίσσονταν γοργά τους τελευταίους αιώνες της αποικιοκρατίας: δηλαδή το σπάσιμο της συνεργατικής συγγενικής ομάδας σε ξεχωριστές οικογένειες, και την εξατομίκευση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, την εξασθένιση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, την έμφαση της κοινωνικής ιεραρχίας και την υφαρπαγή της εξουσίας από τους αρχηγούς - με λίγα λόγια τις βάσεις της ταξικής κοινωνίας. Πάρο΄ αυτά, περιοχές όπου ο πόλεμος και το εμπόριο, συχνά δουλεμπόριο, είχαν προκαλέσει τεράστιες αναστατώσεις επί τέσσερις η και πέντε αιώνες Ευρωπαϊκής επιρροής και κυριαρχίας, εξετάζονται ακόμα και σήμερα, λες και οι κοινωνικές εκείνες μορφές του 19ου αιώνα, είναι Ποτε δυνατόν ν΄ αντιπροσωπεύουν παρθένους θεσμούς.
Και σαν να μην έφτανε η θεωρητική σύγχυση, οι ανθρωπολόγοι συχνά αναλύουν τις μορφές και τις διαδικασίες των πρωτόγονων θεσμών μέσω ποσοτικών αναλύσεων των στοιχείων που αντλούνται κυρίως από τον 20ο αιώνα. Επί πλέον, μέσα στην πραγματιστική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην αμερικανική επιστήμη, υπάρχει η τάση να θεωρείται ότι η ποσοτική ανάλυση όχι μόνο προσφέρει ενδείξεις για τον προσδιορισμό σημαινουσων σχέσεων προς ανάλυση, αλλά ότι από μονάχη της μπορεί να ορίσει σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος. Το ότι με την ποσοτική συγκριτική ανάλυση απομονώνονται τα διάφορα στοιχεία από το κοινωνικό τους πλαίσιο, δεν θεωρείται σοβαρό θέμα. Ο κοινωνιολόγος Talcot Parsons πέφτει θύμα της ίδιας ακριβώς πλάνης όταν μιλάει για τα όρια του Μαρξ, ένα κείμενο που αξίζει να το παραθέσουμε ολόκληρο, μια και περιγράφει με συντομία και σαφήνεια τα όρια της σύγχρονης Δυτικής κοινωνιολογίας: "Ο Μαρξ… είχε την τάση να αντιμετωπίζει την κοινωνικό-οικονομική δομή της καπιταλιστικής επιχείρησης σαν ενιαία αδιαίρετη ενότητα, αντί να την υποδιαιρεί αναλυτικά σε ένα σύνολο ξεχωριστών μεταβλητών που δρουν στο εσωτερικό της. Αυτός ο αναλυτικός κατακερματισμός αποτελεί, στην προκείμενη περίπτωση, το πιο έντονο χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνιολογικής ανάλυσης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να επωφελούμαστε από τις προόδους που έχουν πραγματοποιηθεί στον τομέα αυτό. Τέτοια προσέγγιση έχει σαν επακόλουθο μια μεταβολή της Μαρξιστικής άποψης για το ίδιο το σύστημα, ενώ συγχρόνως επιτρέπει, να δούμε άλλες πλευρές του συνολικού κοινωνικού συστήματος, που αγνοούσε ο Μαρξ. Η αλλαγή αυτή έχει σαν αποτέλεσμα μια σημαντική τροποποιηση της εμπειρικης οπτικης του Μαρξ, σε σχέση με το πρόβλημα των κοινωνικών τάξεων, και σε αναφορα με αλλά σημεία της θεωρίας του. Έτσι, η πρωταρχική δομική έμφαση δεν αφορά πια τον προσανατολισμό της καπιταλιστικής επιχείρησης προς το κέρδος, και τη θεωρία της εκμετάλλευσης, αλλά αντίθετα, τη δομή των επαγγελματικών ρόλων (occupational roles) μέσα στο σύστημα της βιομηχανικής κοινωνίας". (1954: 324).
Η θέση αυτή του Parsons δείχνει καθαρά σε τι είδους συμπεράσματα μπορεί κανείς να καταλήξει, όταν τα κοινωνικά φαινόμενα αποσπώνται με αφέλεια από το πραγματικό τους πλαίσιο και παραδίδονται στη στατιστική ανάλυση. Το να θεωρείται η συχνότητα ενός φαινομένου σαν μέρος της περιγραφής του, και να συσχετίζεται με την περιοδικότητα άλλων φαινομένων, είναι χρήσιμα μεθοδολογικά διαβήματα. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν θεωρείται δοσμένο πως η κωδικοποίηση, η μέτρηση, και ο συσχετισμός ενός μέρους της πραγματικότητας με κάποιο άλλο, καταλήγουν, ipso facto, σε αιτιατούς συλλογισμούς, πολύ περισσότερο που την ίδια στιγμή της εξαγγελίας των ορίων της στατιστικής ανάλυσης σύνθετων κοινωνικών φαινομένων, η ανάλυση πραγματοποιείται μέσω της ιεράρχησης των επαγγελμάτων η και της κλιμάκωσης του μισθού και του επιπέδου εκπαίδευσης, που συσχετίζονται με απεριόριστο αριθμό άλλων μεταβλητών. Η ψυχοπάθεια κλιμακώνεται κι αυτή σε σχέση με τα διάφορα τμήματα του πληθυσμού. Η ικανότητα μάθησης υπολογίζεται μονοδιάστατα και καθένα παιδί παγιδεύεται έτσι μέσα στα πλαίσια κάποιου αυθαίρετου αριθμού. Το άμεσο αποτέλεσμα (έμμεσα και η αιτία), είναι μια μηχανιστική και στατική άποψη της πραγματικότητας. Ότι αριθμητικά υπερτερεί σε μια δεδομένη στιγμή, όπως ορίστηκε, κλιμακώθηκε, και μετρήθηκε σύμφωνα με κάποια άδηλη αξιολογική αρχή του ερευνητή, θεωρείται αναγκαία και ικανή "απόδειξη", που χαρακτηρίζει μια συγκεκριμένη κατάσταση. Έτσι, τέτοιες μετρήσεις, ad in finite, συνωθούνται στα περιοδικά κοινωνικών επιστήμων για να συσκοτίσουν, παρά να διαφωτίσουν, και ακόμα λιγότερο, βέβαια, για ν αποδείξουν, οτιδήποτε ουσιαστικό σχετικά με την κοινωνική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι να διαιωνίζεται ο κόσμος του κοινωνικού μύθου μέσα στον οποίο ζούμε αναγκαστικά, να μετριέται, να ελέγχεται, να αναλύεται και να "ανακαλύπτεται" - χωρίς Ποτε κανείς να ανασηκώσει το πέπλο και να τον κοιτάξει κατάματα!
Η πειραματική μέθοδος της σύγχρονης δυτικής κοινωνικής ψυχολογίας δεν αποτελεί παρά την ακραία έκφραση των παραπάνω ανεπαρκειών. Όταν βάζεις ανθρώπους σε ένα δωμάτιο και τους κανοναρχείς με πολλούς τρόπους, κάτι βέβαια θα συμπεράνεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους. Άλλες φορές τα συμπεράσματα αυτά μπορεί να ισχύουν ευρύτατα, τις περισσότερες φορές όμως όχι, και σπανίως μπορεί να προβλέψει κανείς πως θα συμπεριφερθούν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες. Γι αυτό το λόγο το αεικίνητο εργαστήρι της Ιστορίας μας είναι απαραίτητο. Η μελέτη των εκλογικών στατιστικών, στα τελευταία χρόνια, έχει υποδείξει με εκπληκτική ακρίβεια, τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων - με δεδομένη, βέβαια, την υπάρχουσα κατάσταση. Όμως, το βασικό ερώτημα, που απασχολεί κυρίως τους προοδευτικούς ανθρώπους, μένει αναπάντητο: ποιες είναι εκείνες οι αλλαγές που απαιτούνται για ν΄ ανατραπεί αυτή η υπάρχουσα κατάσταση;
Και εδώ η μέθοδος του Μαρξ είναι αναντικατάστατη: αναλυτική μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων, βασισμένη σε μια διαλεκτική και υλιστική θεωρία των σχέσεων, που θα πρέπει συνεχώς να ελέγχεται, να πλουτίζεται, και να εξειδικεύεται μέσα από τη θεωρία αλλά και μέσα από την πράξη. Αντί να ψάχνουμε για συγκρίσιμα μεγέθη με τη στατιστική έννοια, μέσα από επιφανειακά κυρίως χαρακτηριστικά διαφορετικών καταστάσεων, θα πρέπει να αναζητούμε τα συγκρίσιμα μεγέθη στο επίπεδο των καθοριστικών μηχανισμών, στο επίπεδο εκείνων των διαδικασιών, που δεν εμπίπτουν στο άμεσο οπτικό μας πεδίο. Οι στατιστικές μέθοδοι δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τις θεωρητικές σκέψεις. Και οι διάφορες υποθέσεις για τους κοινωνικούς νόμους και τις διαδικασίες, τελικά ελέγχονται μονάχα στο εργαστήρι της ιστορικής πείρας.
Αν ασχοληθούμε εδώ λίγο με την πρόκληση που απευθύνει ο Harris, στο βιβλίο του "Rise of Anthropological Theory" (1968), το διαλεκτικό υλισμό, ίσως καταλάβουμε ευκολότερα τη Μαρξιστική αναλυτική μέθοδο. Ο Harris θεωρεί τον Μαρξ σκαπανέα της "υλιστικής στρατηγικής" στην ερευνά, οπαδό της οποίας θεωρεί τον εαυτό του (655, 674), και γράφει, πως αντίθετα από τα λεγόμενα άλλων ιστορικών της ανθρωπολογίας, ο Μαρξ δεν ήταν καθόλου άσχετος μ αυτήν. Επί πλέον επισημαίνει ότι θα ΄ταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια να πει κανείς πως "η πολιτιστική ανθρωπολογία" (ΣΣ. Cultural anthropology, όρος που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ σχεδόν ταυτόσημα με την Κοινωνική ανθρωπολογία) αναπτύχθηκε εξ ολόκληρου σαν αντίδραση προς το Μαρξισμό". (249, υπογράμμιση δική του). Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του αφιερώνεται σε μια διεισδυτική ανάλυση του "πολιτιστικού ιδεαλισμού" και του "μενταλισμου", που χαρακτηρίζουν τις διάφορες σχολές της ανθρωπολογίας. Απ΄ την άλλη μεριά, τα περί διαλεκτικής αποτελούν για τον Χαρρις "στομφώδη μπουρδολογία", και η Μαρξιστική δέσμευση πάνω στο αξεχώριστο της θεωρίας και της πολιτικής πράξης, θεωρείται απ΄ αυτόν καταστρεπτική για την ανίχνευση της επιστημονικής αλήθειας. (220-22).
Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο Χαρρις "μπουρδολογεί" αρκετά στην προσπάθεια του να ξεχωρίσει την έννοια της κοινωνικής εξέλιξης από τη διαλεκτική. Παρόλο που παραδέχεται ότι η αλλαγή είναι "πανταχού παρούσα και συνεχής" (1971: 7), προσπαθεί να πείσει πως η εξέλιξη δεν συνεπάγεται ούτε "άρνηση" ούτε "αντίφαση", αλλά "μεταμόρφωση", (μεταλλαγή). Μπορεί η δομή της σκέψης να είναι διχοτομική και μπορεί επίσης να προχωρεί η θεωρία μέσα απ΄ το ξεπέρασμα της αντίφασης μεταξύ δυο ακραίων εννοιών, αλλά η ιστορία δεν πορεύεται με τον ίδιο τρόπο. (71). Η περιγραφή της εξελικτικής διαδικασίας σαν "άρνηση της άρνησης", "αποτελεί μιαν απλή ποιητική έκφραση".
"Αν η εξελικτική διαδικασία δηλώνεται με τη διαλεκτική της άρνησης, αυτό συμβαίνει μόνο γιατί δεν υπάρχουν εφαρμόσιμοι κανόνες που να κάνουν τη διάκριση μεταξύ αρνητικών και θετικών αλλαγών. Και αφού εξέλιξη σημαίνει μεταβολή, ΄η διάφορα, υπάρχει πάντα η δυνατότητα, επειδή λείπει η αυστηρότητα στα κριτήρια, να δηλώσει κανείς, ότι κάθε προϊών εξέλιξης είναι η άρνηση κάποιας προηγούμενης κατάστασης… Όλες οι εξελικτικές διαδικασίες έχουν ένα πράγμα κοινό: όχι την άρνηση των προηγούμενων μορφών, αλλά απλώς τη μεταβολή τους". (68-69) (υπογράμμιση της Leacock).
Προφανώς ο Χαρρις αναφέρεται στην τρέχουσα χρήση των όρων αντίφαση και άρνηση, και όχι στη σημασία τους στα πλαίσια του τι είναι αλλαγή σαν συμφυτο κατηγορημα κάθε υλης. Αν η αλλαγή είναι "πανταχού παρούσα και συνεχής", όπως παραδέχεται ο Χαρρις, τότε το είναι ταυτίζεται με το γίγνεσθαι όπως στον Hegel, και η πραγματικότητα δεν συντίθεται από πράγματα αλλά από διαδικασίες. Το κάθε φαινόμενο δεν είναι, όπως μας λέει η κλασική λογική, είτε Α, είτε όχι - Α, είναι συγχρόνως και Α και όχι - Α, ΄η βρίσκεται σε μια διαδικασία που συνεχώς γίνεται κάτι άλλο, - δηλαδή μια "ενότητα αντίθετων", μια έκφραση "πάλης" που ενέχει "αντίθεση" ΄η "άρνηση". Η χρήση καθημερινών όρων για την απόδοση μιας ειδικευμένης έννοιας μαρτυρά κάποια αδεξιότητα, αλλά μια τέτοια ορολογία είναι πάντα απαραίτητη προκείμενου να σκιαγραφηθεί εννοιολογικά η πραγματικότητα της συνεχούς αλλαγής.
Χωρίς την έννοια της αντίφασης, ένθετου στοιχείου των διαδικασιών που αποκαλούμε ύλη, η έννοια της αλλαγής γίνεται εξωτερική σε σχέση με κάθε δοσμένο φαινόμενο, και καταντάει απλό αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διάφορων φαινομένων, που αυτά εκλαμβάνονται σαν στατικά. Αλλά κάθε σκεπτόμενος επιστήμονας αναγνωρίζει σήμερα ότι δεν είναι τα πράγματα ΄η οι καταστάσεις που αλληλεπιδρούν, αλλά οι διαδικασίες: Όπως ο φυσικός μελετά την οργάνωση των δυνάμεων που αποτελούν το άτομο, ο χημικός τις σχέσεις των ατόμων αυτών που αποτελούν τα Μορια, ο βιοχημικός τους συνδυασμούς τους που φτιάχνουν τα κύτταρα, κλπ., έτσι κι ο ανθρωπολόγος αντιμετωπίζει κοινωνικές δομές που εξελίσσονται ιστορικά. Και είναι πια σαφές, ότι η ύλη, σαν διαδικασία, βρίσκεται συναρτημένη σε μια καταπληκτικά σύνθετη σειρά από διαδοχικά περιεκτικότερα επίπεδα. Έτσι, εκείνο που ο επιστήμονας μελετά σαν τις εξωτερικές "αλληλεπιδράσεις" μεταξύ δυο φαινομένων σ΄ ένα επίπεδο, είναι, στην πραγματικότητα, εσωτερικές "αντιθέσεις" στο πιο περιεκτικό επίπεδο, όπου τα δυο "αλληλεπιδρώντας" φαινόμενα αποτελούν ένα πιο σύνθετο σύστημα. Αυτή είναι η κατανόηση της πραγματικότητας που παραβλέπει ο Χαρρις, όταν αποδοκιμάζει το "Εγελιανο πάθος του Μαρξ για τις αντιθέσεις". (223).
Η Ελλάδα του 6ου αιώνα, οι Αυστραλέζικες κοινωνίες κυνηγών και τροφοσυλλεκτων, η προ-Κολομβιανη Αμερική, είναι θέματα που φαίνονται παρωχημένα. Κι όμως, τα θεωρητικά ερωτήματα που τίθενται από τη μελέτη της μετάβασης στην ταξική κοινωνία είναι αποφασιστικά για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ποιες οι συνέπειες του γεγονότος ότι η ειδική καταπίεση των γυναικών τελικά βασίζεται στη φύση της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας; Τι σημαίνει να εξαλειφθεί η εμπορευματική παραγωγή, και η αποξένωση στις προσωπικές σχέσεις που την ακολουθεί, σε ένα ανώτερο τεχνολογικό επίπεδο, όπου τα πολυσύνθετα συστήματα παραγωγής και ανταλλαγής είναι αναγκαία; Είναι δυνατό να λείψει η αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου χωρίς να μεταβληθεί ο κόσμος σ έναν απέραντο συνοικισμό; Και ποια είναι τα σταδία όπου θα βαδίσει η εξαφάνιση του κράτους;
Σ ένα σύντομο κομμάτι της "Καταγωγής" γύρω από τους κοινωνικούς νόμους, ο Ενγκελς τονίζει ότι εάν δεν μελετηθούν "με κόπο", ο κόσμος θα φαίνεται πως κυβερνάται από την τύχη, από "ξένες, αρχικά μάλιστα… άγνωστες δυνάμεις" και πως η κοινωνία "δεν ρυθμίζεται από ένα κοινό καταστρωμένο σχέδιο, αλλά από τυφλούς νόμους, που επιβάλλονται με δύναμη στοιχείων της φύσης". (Βλ. σελ. 312). Όμως: "…Η τύχη είναι μόνο ο ένας πόλος μιας συνάφειας που ο άλλος της πόλος λέγεται αναγκαιότητα. Στη φύση, όπου επίσης φαίνεται να κυριαρχεί η τύχη, από καιρό έχουμε αποδείξει σε κάθε ξεχωριστών τομέα την εσωτερική αναγκαιότητα και νομοτέλεια που επιβάλλεται σ αυτήν την τύχη. Ότι όμως ισχύει για τη φύση, ισχύει και για την κοινωνία. Όσο περισσότερο μια κοινωνική δράση, μια σειρά από κοινωνικά γεγονότα ξεφεύγουν από το συνειδητό έλεγχο των ανθρώπων, περνούν πάνω από το κεφάλι τους, όσο περισσότερο φαίνεται αυτή η δράση να οφείλεται στην καθαρή τύχη, τόσο περισσότερο επιβάλλονται μ αυτή την τύχη και με φυσική αναγκαιότητα οι ιδιόμορφοι εσωτερικοί νόμοι της". (Βλ. σελ. 311).
Η ανθρωπότητα θα επιζήσει μονάχα όταν τιθασεύσει τους κοινωνικούς νόμους, όχι μόνο με βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές στις καπιταλιστικές και νέο - αποικιακές χώρες, όπου μια οικονομία σπάταλης και καταστροφής απειλεί σήμερα τον κόσμο ολόκληρο, αλλά ακόμα και στις σοσιαλιστικές χώρες, όπου η πλάνη, πως ο κομμουνισμός σε ανώτερο επίπεδο, ακολουθεί ομαλά την αρχική εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής εξουσίας έχει οπωσδήποτε εγκαταλειφθεί.
Η ανασυγκρότηση των κοινωνικών νομων, των διαδικασιών, των μηχανισμών, απ΄ όπου ξεπήδησε η ταξική κοινωνία με όλες τις παραλλαγές της, καθώς και η ανασυγκρότηση του χαρακτήρα των κοινωνικών μορφών που προϋπήρχαν, συνεπάγεται μια λεπτομερέστατη σύνθεση θεωρητικών και Εμπειρικων δεδομένων. Τα αρχαιολογικά και εθνογραφικά στοιχεία για τις προ - ταξικές κοινωνίες και για τις κοινωνίες όπου αναπτύχθηκαν ταξικές σχέσεις ανεξάρτητα από την αποικιακή εξάρτηση που επέβαλαν οι δυνάμεις της Ευρώπης και της Ασίας, είναι σποραδικά και διφορούμενα. Τα υπόλοιπα αρχαιολογικά στοιχεία που αφορούν οτιδήποτε άλλο εκτός από τις βασικές γραμμές της κοινωνικό-οικονομικής οργάνωσης, μας βοηθούν αρκετά, χωρίς όμως να μπορούν, για την ώρα, να οδηγήσουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, ενώ το ότι βρίσκονται στοιχεία για κοινωνίες δίχως γραπτή παράδοση σημαίνει, βέβαια, ότι οι κοινωνίες αυτές είχαν ήδη έρθει σε κάποια επαφή, και είχαν επομένως επηρεαστεί, από τις σχέσεις της εμπορευματικής παραγωγής. Έτσι η προσπάθεια της ανασυγκρότησης των πρώτων σταδίων της ιστορίας του ανθρώπου, με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα, σκοντάφτει σ΄ ένα θεμελιώδες δίλημμα. Η πλήρης ανασυγκρότηση των κοινοτικών κοινωνιών, όπως λειτουργούσαν πριν έρθουν σε εμπορικές σχέσεις η σε εχθροπραξίες με τους Ευρωπαίους και με τις "κρατικές" κοινωνίες (state societies) που υπήρχαν ήδη σε αλλά μέρη του κόσμου, προϋποθέτει ορισμένες θεωρητικές παραδοχές, σχετικά με τις κοινωνικές και πολιτικές μορφές που αντιστοιχούν στον τρόπο ζωής ενός κοινωνικού συνόλου που βρίσκεται σε σχετικά χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο. Αλλά προκείμενου να αποδειχθεί η ορθότητα των θεωρητικών αυτών παραδοχών, είναι αναγκαίο να φτάσουμε στην αποκατάσταση της παλαιότερης πραγματικότητας εκείνων των κοινωνιών.
Οι μεμονωμένες εκείνες περιπτώσεις όπου τα στοιχεία για τις προ - ταξικές κοινωνικές σχέσεις είναι ξεκάθαρα, αποκτούν, επομένως, μεγάλη σημασία. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των βορειοανατολικών Αλγκονκιων, για τους οποίους ασυνήθιστα λεπτομερείς περιγραφές Ιησουϊτών ιεραποστολών και άλλων, απόδειξαν ότι δεν υπήρξε ατομική ιδιοκτησία, που συνήθως τους αποδιδόταν. Όπου υπάρχουν αρκετά στοιχεία για έθνο - ιστορικές έρευνες σε μια δεδομένη πρωτόγονη κοινωνία, η μελέτη τους αποκαλύπτει ουσιαστικές αλλαγές του τύπου που συνέβαιναν ανεξάρτητα, σε διάφορα μέρη του κόσμου, και εξελίσσονταν γοργά τους τελευταίους αιώνες της αποικιοκρατίας: δηλαδή το σπάσιμο της συνεργατικής συγγενικής ομάδας σε ξεχωριστές οικογένειες, και την εξατομίκευση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, την εξασθένιση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, την έμφαση της κοινωνικής ιεραρχίας και την υφαρπαγή της εξουσίας από τους αρχηγούς - με λίγα λόγια τις βάσεις της ταξικής κοινωνίας. Πάρο΄ αυτά, περιοχές όπου ο πόλεμος και το εμπόριο, συχνά δουλεμπόριο, είχαν προκαλέσει τεράστιες αναστατώσεις επί τέσσερις η και πέντε αιώνες Ευρωπαϊκής επιρροής και κυριαρχίας, εξετάζονται ακόμα και σήμερα, λες και οι κοινωνικές εκείνες μορφές του 19ου αιώνα, είναι Ποτε δυνατόν ν΄ αντιπροσωπεύουν παρθένους θεσμούς.
Και σαν να μην έφτανε η θεωρητική σύγχυση, οι ανθρωπολόγοι συχνά αναλύουν τις μορφές και τις διαδικασίες των πρωτόγονων θεσμών μέσω ποσοτικών αναλύσεων των στοιχείων που αντλούνται κυρίως από τον 20ο αιώνα. Επί πλέον, μέσα στην πραγματιστική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην αμερικανική επιστήμη, υπάρχει η τάση να θεωρείται ότι η ποσοτική ανάλυση όχι μόνο προσφέρει ενδείξεις για τον προσδιορισμό σημαινουσων σχέσεων προς ανάλυση, αλλά ότι από μονάχη της μπορεί να ορίσει σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος. Το ότι με την ποσοτική συγκριτική ανάλυση απομονώνονται τα διάφορα στοιχεία από το κοινωνικό τους πλαίσιο, δεν θεωρείται σοβαρό θέμα. Ο κοινωνιολόγος Talcot Parsons πέφτει θύμα της ίδιας ακριβώς πλάνης όταν μιλάει για τα όρια του Μαρξ, ένα κείμενο που αξίζει να το παραθέσουμε ολόκληρο, μια και περιγράφει με συντομία και σαφήνεια τα όρια της σύγχρονης Δυτικής κοινωνιολογίας: "Ο Μαρξ… είχε την τάση να αντιμετωπίζει την κοινωνικό-οικονομική δομή της καπιταλιστικής επιχείρησης σαν ενιαία αδιαίρετη ενότητα, αντί να την υποδιαιρεί αναλυτικά σε ένα σύνολο ξεχωριστών μεταβλητών που δρουν στο εσωτερικό της. Αυτός ο αναλυτικός κατακερματισμός αποτελεί, στην προκείμενη περίπτωση, το πιο έντονο χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνιολογικής ανάλυσης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να επωφελούμαστε από τις προόδους που έχουν πραγματοποιηθεί στον τομέα αυτό. Τέτοια προσέγγιση έχει σαν επακόλουθο μια μεταβολή της Μαρξιστικής άποψης για το ίδιο το σύστημα, ενώ συγχρόνως επιτρέπει, να δούμε άλλες πλευρές του συνολικού κοινωνικού συστήματος, που αγνοούσε ο Μαρξ. Η αλλαγή αυτή έχει σαν αποτέλεσμα μια σημαντική τροποποιηση της εμπειρικης οπτικης του Μαρξ, σε σχέση με το πρόβλημα των κοινωνικών τάξεων, και σε αναφορα με αλλά σημεία της θεωρίας του. Έτσι, η πρωταρχική δομική έμφαση δεν αφορά πια τον προσανατολισμό της καπιταλιστικής επιχείρησης προς το κέρδος, και τη θεωρία της εκμετάλλευσης, αλλά αντίθετα, τη δομή των επαγγελματικών ρόλων (occupational roles) μέσα στο σύστημα της βιομηχανικής κοινωνίας". (1954: 324).
Η θέση αυτή του Parsons δείχνει καθαρά σε τι είδους συμπεράσματα μπορεί κανείς να καταλήξει, όταν τα κοινωνικά φαινόμενα αποσπώνται με αφέλεια από το πραγματικό τους πλαίσιο και παραδίδονται στη στατιστική ανάλυση. Το να θεωρείται η συχνότητα ενός φαινομένου σαν μέρος της περιγραφής του, και να συσχετίζεται με την περιοδικότητα άλλων φαινομένων, είναι χρήσιμα μεθοδολογικά διαβήματα. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν θεωρείται δοσμένο πως η κωδικοποίηση, η μέτρηση, και ο συσχετισμός ενός μέρους της πραγματικότητας με κάποιο άλλο, καταλήγουν, ipso facto, σε αιτιατούς συλλογισμούς, πολύ περισσότερο που την ίδια στιγμή της εξαγγελίας των ορίων της στατιστικής ανάλυσης σύνθετων κοινωνικών φαινομένων, η ανάλυση πραγματοποιείται μέσω της ιεράρχησης των επαγγελμάτων η και της κλιμάκωσης του μισθού και του επιπέδου εκπαίδευσης, που συσχετίζονται με απεριόριστο αριθμό άλλων μεταβλητών. Η ψυχοπάθεια κλιμακώνεται κι αυτή σε σχέση με τα διάφορα τμήματα του πληθυσμού. Η ικανότητα μάθησης υπολογίζεται μονοδιάστατα και καθένα παιδί παγιδεύεται έτσι μέσα στα πλαίσια κάποιου αυθαίρετου αριθμού. Το άμεσο αποτέλεσμα (έμμεσα και η αιτία), είναι μια μηχανιστική και στατική άποψη της πραγματικότητας. Ότι αριθμητικά υπερτερεί σε μια δεδομένη στιγμή, όπως ορίστηκε, κλιμακώθηκε, και μετρήθηκε σύμφωνα με κάποια άδηλη αξιολογική αρχή του ερευνητή, θεωρείται αναγκαία και ικανή "απόδειξη", που χαρακτηρίζει μια συγκεκριμένη κατάσταση. Έτσι, τέτοιες μετρήσεις, ad in finite, συνωθούνται στα περιοδικά κοινωνικών επιστήμων για να συσκοτίσουν, παρά να διαφωτίσουν, και ακόμα λιγότερο, βέβαια, για ν αποδείξουν, οτιδήποτε ουσιαστικό σχετικά με την κοινωνική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι να διαιωνίζεται ο κόσμος του κοινωνικού μύθου μέσα στον οποίο ζούμε αναγκαστικά, να μετριέται, να ελέγχεται, να αναλύεται και να "ανακαλύπτεται" - χωρίς Ποτε κανείς να ανασηκώσει το πέπλο και να τον κοιτάξει κατάματα!
Η πειραματική μέθοδος της σύγχρονης δυτικής κοινωνικής ψυχολογίας δεν αποτελεί παρά την ακραία έκφραση των παραπάνω ανεπαρκειών. Όταν βάζεις ανθρώπους σε ένα δωμάτιο και τους κανοναρχείς με πολλούς τρόπους, κάτι βέβαια θα συμπεράνεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους. Άλλες φορές τα συμπεράσματα αυτά μπορεί να ισχύουν ευρύτατα, τις περισσότερες φορές όμως όχι, και σπανίως μπορεί να προβλέψει κανείς πως θα συμπεριφερθούν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες. Γι αυτό το λόγο το αεικίνητο εργαστήρι της Ιστορίας μας είναι απαραίτητο. Η μελέτη των εκλογικών στατιστικών, στα τελευταία χρόνια, έχει υποδείξει με εκπληκτική ακρίβεια, τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων - με δεδομένη, βέβαια, την υπάρχουσα κατάσταση. Όμως, το βασικό ερώτημα, που απασχολεί κυρίως τους προοδευτικούς ανθρώπους, μένει αναπάντητο: ποιες είναι εκείνες οι αλλαγές που απαιτούνται για ν΄ ανατραπεί αυτή η υπάρχουσα κατάσταση;
Και εδώ η μέθοδος του Μαρξ είναι αναντικατάστατη: αναλυτική μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων, βασισμένη σε μια διαλεκτική και υλιστική θεωρία των σχέσεων, που θα πρέπει συνεχώς να ελέγχεται, να πλουτίζεται, και να εξειδικεύεται μέσα από τη θεωρία αλλά και μέσα από την πράξη. Αντί να ψάχνουμε για συγκρίσιμα μεγέθη με τη στατιστική έννοια, μέσα από επιφανειακά κυρίως χαρακτηριστικά διαφορετικών καταστάσεων, θα πρέπει να αναζητούμε τα συγκρίσιμα μεγέθη στο επίπεδο των καθοριστικών μηχανισμών, στο επίπεδο εκείνων των διαδικασιών, που δεν εμπίπτουν στο άμεσο οπτικό μας πεδίο. Οι στατιστικές μέθοδοι δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τις θεωρητικές σκέψεις. Και οι διάφορες υποθέσεις για τους κοινωνικούς νόμους και τις διαδικασίες, τελικά ελέγχονται μονάχα στο εργαστήρι της ιστορικής πείρας.
Αν ασχοληθούμε εδώ λίγο με την πρόκληση που απευθύνει ο Harris, στο βιβλίο του "Rise of Anthropological Theory" (1968), το διαλεκτικό υλισμό, ίσως καταλάβουμε ευκολότερα τη Μαρξιστική αναλυτική μέθοδο. Ο Harris θεωρεί τον Μαρξ σκαπανέα της "υλιστικής στρατηγικής" στην ερευνά, οπαδό της οποίας θεωρεί τον εαυτό του (655, 674), και γράφει, πως αντίθετα από τα λεγόμενα άλλων ιστορικών της ανθρωπολογίας, ο Μαρξ δεν ήταν καθόλου άσχετος μ αυτήν. Επί πλέον επισημαίνει ότι θα ΄ταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια να πει κανείς πως "η πολιτιστική ανθρωπολογία" (ΣΣ. Cultural anthropology, όρος που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ σχεδόν ταυτόσημα με την Κοινωνική ανθρωπολογία) αναπτύχθηκε εξ ολόκληρου σαν αντίδραση προς το Μαρξισμό". (249, υπογράμμιση δική του). Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του αφιερώνεται σε μια διεισδυτική ανάλυση του "πολιτιστικού ιδεαλισμού" και του "μενταλισμου", που χαρακτηρίζουν τις διάφορες σχολές της ανθρωπολογίας. Απ΄ την άλλη μεριά, τα περί διαλεκτικής αποτελούν για τον Χαρρις "στομφώδη μπουρδολογία", και η Μαρξιστική δέσμευση πάνω στο αξεχώριστο της θεωρίας και της πολιτικής πράξης, θεωρείται απ΄ αυτόν καταστρεπτική για την ανίχνευση της επιστημονικής αλήθειας. (220-22).
Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο Χαρρις "μπουρδολογεί" αρκετά στην προσπάθεια του να ξεχωρίσει την έννοια της κοινωνικής εξέλιξης από τη διαλεκτική. Παρόλο που παραδέχεται ότι η αλλαγή είναι "πανταχού παρούσα και συνεχής" (1971: 7), προσπαθεί να πείσει πως η εξέλιξη δεν συνεπάγεται ούτε "άρνηση" ούτε "αντίφαση", αλλά "μεταμόρφωση", (μεταλλαγή). Μπορεί η δομή της σκέψης να είναι διχοτομική και μπορεί επίσης να προχωρεί η θεωρία μέσα απ΄ το ξεπέρασμα της αντίφασης μεταξύ δυο ακραίων εννοιών, αλλά η ιστορία δεν πορεύεται με τον ίδιο τρόπο. (71). Η περιγραφή της εξελικτικής διαδικασίας σαν "άρνηση της άρνησης", "αποτελεί μιαν απλή ποιητική έκφραση".
"Αν η εξελικτική διαδικασία δηλώνεται με τη διαλεκτική της άρνησης, αυτό συμβαίνει μόνο γιατί δεν υπάρχουν εφαρμόσιμοι κανόνες που να κάνουν τη διάκριση μεταξύ αρνητικών και θετικών αλλαγών. Και αφού εξέλιξη σημαίνει μεταβολή, ΄η διάφορα, υπάρχει πάντα η δυνατότητα, επειδή λείπει η αυστηρότητα στα κριτήρια, να δηλώσει κανείς, ότι κάθε προϊών εξέλιξης είναι η άρνηση κάποιας προηγούμενης κατάστασης… Όλες οι εξελικτικές διαδικασίες έχουν ένα πράγμα κοινό: όχι την άρνηση των προηγούμενων μορφών, αλλά απλώς τη μεταβολή τους". (68-69) (υπογράμμιση της Leacock).
Προφανώς ο Χαρρις αναφέρεται στην τρέχουσα χρήση των όρων αντίφαση και άρνηση, και όχι στη σημασία τους στα πλαίσια του τι είναι αλλαγή σαν συμφυτο κατηγορημα κάθε υλης. Αν η αλλαγή είναι "πανταχού παρούσα και συνεχής", όπως παραδέχεται ο Χαρρις, τότε το είναι ταυτίζεται με το γίγνεσθαι όπως στον Hegel, και η πραγματικότητα δεν συντίθεται από πράγματα αλλά από διαδικασίες. Το κάθε φαινόμενο δεν είναι, όπως μας λέει η κλασική λογική, είτε Α, είτε όχι - Α, είναι συγχρόνως και Α και όχι - Α, ΄η βρίσκεται σε μια διαδικασία που συνεχώς γίνεται κάτι άλλο, - δηλαδή μια "ενότητα αντίθετων", μια έκφραση "πάλης" που ενέχει "αντίθεση" ΄η "άρνηση". Η χρήση καθημερινών όρων για την απόδοση μιας ειδικευμένης έννοιας μαρτυρά κάποια αδεξιότητα, αλλά μια τέτοια ορολογία είναι πάντα απαραίτητη προκείμενου να σκιαγραφηθεί εννοιολογικά η πραγματικότητα της συνεχούς αλλαγής.
Χωρίς την έννοια της αντίφασης, ένθετου στοιχείου των διαδικασιών που αποκαλούμε ύλη, η έννοια της αλλαγής γίνεται εξωτερική σε σχέση με κάθε δοσμένο φαινόμενο, και καταντάει απλό αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διάφορων φαινομένων, που αυτά εκλαμβάνονται σαν στατικά. Αλλά κάθε σκεπτόμενος επιστήμονας αναγνωρίζει σήμερα ότι δεν είναι τα πράγματα ΄η οι καταστάσεις που αλληλεπιδρούν, αλλά οι διαδικασίες: Όπως ο φυσικός μελετά την οργάνωση των δυνάμεων που αποτελούν το άτομο, ο χημικός τις σχέσεις των ατόμων αυτών που αποτελούν τα Μορια, ο βιοχημικός τους συνδυασμούς τους που φτιάχνουν τα κύτταρα, κλπ., έτσι κι ο ανθρωπολόγος αντιμετωπίζει κοινωνικές δομές που εξελίσσονται ιστορικά. Και είναι πια σαφές, ότι η ύλη, σαν διαδικασία, βρίσκεται συναρτημένη σε μια καταπληκτικά σύνθετη σειρά από διαδοχικά περιεκτικότερα επίπεδα. Έτσι, εκείνο που ο επιστήμονας μελετά σαν τις εξωτερικές "αλληλεπιδράσεις" μεταξύ δυο φαινομένων σ΄ ένα επίπεδο, είναι, στην πραγματικότητα, εσωτερικές "αντιθέσεις" στο πιο περιεκτικό επίπεδο, όπου τα δυο "αλληλεπιδρώντας" φαινόμενα αποτελούν ένα πιο σύνθετο σύστημα. Αυτή είναι η κατανόηση της πραγματικότητας που παραβλέπει ο Χαρρις, όταν αποδοκιμάζει το "Εγελιανο πάθος του Μαρξ για τις αντιθέσεις". (223).
Η αποκήρυξη των διαλεκτικών
εννοιών, οδηγεί τον Χαρρις στο συμπέρασμα, πως η ταξική πάλη δεν είναι σημαίνουσα
κοινωνική αντίφαση, αλλά "απλώς, μια έκφραση του ασυμφιλίωτου ανταγωνισμού
μεταξύ των προλεταρίων και των αστών για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής"
(223). Και παρακάτω, όταν εξηγεί γιατί το προτέρημα του Μαρκιανού μοντέλου δεν
είναι η διαλεκτικοτητα, αλλά η "διαχρονικότητα και η εξελικτική
προοπτική", γράφει: "Κάθε διαχρονικό μοντέλο είναι ικανό να
ερμηνεύσει, πως οι εντάσεις συσσωρεύονται, ώσπου η συνοχή της παλιάς βάσης
διαρρηγνύεται και γκρεμίζεται απότομα ολόκληρο το σύστημα. Αλλά υπάρχει και ένα
άλλο είδος συσσώρευσης δυσλειτουργικών εντάσεων που ανατρέπει την Εγελιανη αυτή
διαλεκτική: η εξέλιξη που πραγματοποιείται με την αργορυθμη συσσώρευση μικρών
αλλαγών, σαν αποτέλεσμα μικρών προσαρμογών σε εντάσεις δευτερεύουσας
σημασίας". (236).
Δυο πράγματα θα πρέπει να σημειωθούν εδώ: πρώτα, ότι το βασικό στοιχείο της εξέλιξης που ονομάστηκε "άρνηση" δεν είναι το γκρέμισμα του παλιού, αλλά η αντικατάσταση του από το καινούργιο. Και δεύτερο, εφ΄ όσον ο Χαρρις συμφωνεί πως η εξέλιξη είναι μεταβολή, τότε θα πρέπει κανονικά να υπάρχει κάποιο σημείο, όπου η συσσώρευση των ασήμαντων εντάσεων θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μεταβολή ΄η την ποιοτική αλλαγή σύμφωνα με τις αρχές της Μαρξιστικής - Εγελιανη διαλεκτικής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως ο Χαρρις, αμφισβητώντας την Εγελιανη διαλεκτική και παραλές τις υλιστικές του πεποιθήσεις, δεν αποφεύγει τελικά να κάνει μια μικρή παραχώρηση στον Εγελιανο ιδεαλισμό: "Στην ισοπεδωτική εξελικτική θεωρία της εποχής του, πρόσθεσε μια αξιοπαρατήρητη έννοια: ότι τα πράγματα ΄η τα γεγονότα μπορούν να κατανοηθούν, ΄η με αλλά λόγια, να υπάρξουν, μονάχα χάρις στα αντίθετα τους, στην αντίφαση ΄η την άρνηση τους". (67). (υπογράμμιση της Leacock).
H στρατηγική της ανάλυσης του Χαρρις απαιτεί να διαμορφωθεί ένας υλιστικός ΄η "αντικειμενικός" κώδικας πληροφόρησης, που να επιτρέπει σε μια κοινότητα παρατηρητών - επιστημόνων να επεξεργαστούν το υλικό τους αντικειμενικά. Χαρακτηρίζει τη Μαρξιστική επιστήμη σαν "σαφώς δεμένη μ ένα πολιτικό πρόγραμμα", και συμπεραίνει: "Αν ο σκοπός είναι να αλλάξουμε τον κόσμο, αντί να τον εξηγήσουμε, ο Μαρξιστής κοινωνιολόγος δεν θα πρέπει να διστάζει να πλαστογραφεί τα στοιχεία του για να τα κάνει πιο χρήσιμα" (221). Αλλά η Μαρξιστική δέσμευση δεν αφορά ένα καθαυτό πολιτικό πρόγραμμα, αντίθετα, η αρχή που ορίζει την απαραίτητη ενότητα μεταξύ θεωρίας και πράξης, είναι, ότι η ενεργός ταύτιση με την κοινωνική τάξη που τώρα καταπιέζεται αλλ ανεβαίνει συνεχώς, σημαίνει μια δέσμευση, στη μελλοντική κατεύθυνση της κοινωνικής αλλαγής, που είναι βασική για την πλήρη συνειδητοποίηση. Είναι αλήθεια πως μερικές φορές, ορισμένοι Μαρξιστές διαστρέβλωσαν τελείως τα κοινωνικά δεδομένα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι παρόμοιοι οπορτουνισμοί δεν προώθησαν την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Άλλωστε, όπως περίτρανα αποδείχνει η ιστορία και η κοινωνιολογία της επιστήμης, είναι αδύνατο να υπάρξει για την ώρα μια ομάδα επιστημόνων - παρατηρητών, που να μπορούν να δρουν και ν αντιδρούν, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση σαν επιστήμονες, όσο και να προσπαθήσουν να είναι απομονωμένοι.
Ο Χαρρις, με τρόπο πειστικότατο, και πολλές φορές ευφυέστατο, μας δείχνει σε ποιο βαθμό ο ιδεαλισμός στην ανθρωπολογία συνδέεται με την αποτυχία να ξεχωρίσουν τις αντικειμενικές δομές και πράξεις από τις υποκειμενικές πεποιθήσεις των μελών των υπό ερευνά κοινωνιών. Η λύση που προτείνει είναι να ξεκαθαριστεί η μεθοδολογική διάκριση μεταξύ "αντικειμενικών" και "υποκειμενικών" στοιχείων. Τα περισσότερα εθνογραφικά στοιχεία είναι "υποκειμενικά", στο μέτρο που είναι ταξινομημένα σύμφωνα με τις απόψεις των πληροφοριοδοτών: έχουν να κάνουν με διακρίσεις οικοδομημένες "πάνω σε αντιθέσεις και αντιδιαστολές, που έχουν νόημα, είναι πραγματικές και ακριβείς, ΄η θεωρούνται, κατά κάποιο τρόπο, σημαίνουσες από τους δρώντας" (571) Για να φτάσουμε σε μια υλιστική στρατηγική, πρέπει να αναπτύξουμε έναν διαφορετικό γλωσσικό κώδικα συλλογής στοιχείων, που θα αντικαταστήσει "το κυρίως υποκειμενικό σώμα του διαθέσιμου εθνογραφικού υλικού", με "αντικειμενικές" περιγραφές (569). Τα στοιχεία που θα προκύπτουν "αντικειμενικά", θα εξαρτώνται από "απτές διακρίσεις, που κρίνονται κατάλληλες από την κοινότητα των επιστημονικών παρατηρητών". (575). Η διχοτόμηση αντικειμενικού - υποκειμενικού: "…βασίζεται στην επιστημολογική σημασία της περιγραφής πολιτιστικών στοιχείων μέσα από σχέσεις και κατηγόριες που είναι αναγκαστικά ισομορφίες με αυτές που είναι κατάλληλες ΄η σημαίνουσες για τους ίδιους τους πράττοντας, σε αντίθεση με τις σχέσεις ΄η κατηγόριες, που σχηματίζονται ανεξάρτητα απ αυτούς, μέσα από το γλωσσικό κώδικα συλλογής στοιχείων του εθνογράφου. Έτσι, κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να καταγράφει και να μελετηθεί υποκειμενικά και αντικειμενικά. Η περιγραφή του πληροφοριοδότη (ΣΣ. Στην εθνολογία ονομάζεται αυτός που πληροφορεί τον ανθρωπολόγο, ο ιθαγενής που μεταφράζει, κλπ) για κάτι που συμβαίνει… δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με αυτό που βλέπει ΄η θα μπορούσε να δει ο εθνογράφος στην ίδια περίσταση". (580 - 81).
Ο Χαρρις προσπαθεί να διαφοροποιήσει τα αντικειμενικά από τα υποκειμενικά στοιχεία, για να καταλήξει στις υλικές "αντικειμενικές" συνθήκες που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων - συχνά ξεκινάει από τη δική του άποψη, πως η αντικειμενική - υποκειμενική διχοτόμηση είναι επιστημολογική, και εφαρμόζει τον όρο "αντικειμενικός" στις υλικές συνθήκες της κοινωνίας (1971: 503). Όπως φαίνεται από το τελευταίο του βιβλίο, είναι αποφασισμένος να διαλύσει τους μύθους γύρω από την "καθυστερημένη ΄η παράλογη συμπεριφορά" των ιθαγενών - αγροτών στα νέα ανεξάρτητα κράτη ΄η των φτωχών στις δικές μας κοινωνίες, που υποβοηθούν την εγκαθίδρυση της νέο - αποικιοκρατίας και των ρατσιστικών θεσμών. Σε ένα παλιότερο έργο του, γκρέμισε την εντύπωση πως τάχα οι Ινδοί αγρότες, παράλογα και ανώφελα υποσιτίζονται, αφού την ίδια στιγμή, αφήνουν τις ιερές αγελάδες, που περιφέρονται ανέμελα στην ύπαιθρο. (1965). Επισήμανε πως εκτός από το γάλα, οι αγελάδες παράγουν και βόδια που είναι απαραίτητα για το όργωμα, ότι η κοπριά τους χρησιμοποιείται σαν βασική καύσιμη ύλη και σαν λίπασμα, ότι το πετσί τους είναι η κύρια πηγή δέρματος, ότι είναι Ελευθερές να περιπλανώνται για να βρίσκουν την καλύτερη τροφή, και πως όταν ψοφήσουν, υπάρχουν πολλοί που τις τρώγουν, δίχως να φοβούνται για το αν θα χάσουν την κάστα τους. Ένα άλλο ωραίο δείγμα της δουλείας του Χαρρις, είναι η κριτική που έκανε στις θεωρίες που δίδασκαν, πως οι διάφορες στην πολιτιστικά καθορισμένη συμπεριφορά μεταξύ Άγγλο - Σαξόνων και Λατίνων άποικων της Αμερικής, υπήρξε η κυριότερη αιτία για τη διάφορα σχέσεων που συναντάμε ανάμεσα στις φυλές στη Βόρεια και Νότια Αμερική (1964). Ο Χαρρις υποστηρίζει θεμελιωμένα πως οι διαφορετικές σχέσεις που συνδέουν τις φυλές (ράτσες) μεταξύ τους, βασίζονται σε ιστορικά διαμορφωμένες διάφορες σχετικά με τον τρόπο εκμετάλλευσης της εργασίας.
Πολλές τέτοιες καινούργιες προσεγγίσεις πρέπει να επιχειρηθούν στην ανθρωπολογία, καθώς λέει ο Χαρρις. Όμως η αντί-διαλεκτική - και ιδεαλιστική - τοποθέτηση του παρατηρητή έξω από το πλαίσιο των σκοπών και των νοημάτων, και ο ακραίος διαχωρισμός μεταξύ της Υλίκης και της ιδεολογικής διάστασης στην κοινωνία δεν επιτρέπουν στις ερμηνείες αυτές να ολοκληρωθούν. Η άποψη του Χαρρις, για την κινητήρια δύναμη της ιστορίας της ανθρωπότητας, υπερτονίζει την τεχνολογική πρόοδο σε άμεση σχέση με την επίδραση του περιβάλλοντος. Τον ενδιαφέρει μια "ακριβής οροθέτηση των τμημάτων των κοινωνικό-πολιτιστικών συστημάτων" και δεν παραδέχεται τις έννοιες, όπως "τρόπος παραγωγής", που αφήνουν τόσο ασαφή, γι΄ αυτόν, "τα σύνορα μεταξύ οικονομίας και τεχνολογίας" (233). Αναφέρει το γνωστό χωριό του Μαρξ στην Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής οικονομίας, ότι "η κοινωνική ύπαρξη των ανθρώπων καθορίζει τη συνείδηση τους" (299) και ύστερα συνεχίζει σαν να μην υπάρχει άλλη αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεολογίας και κοινωνικοοικονομικής δομής, ΄η άλλοι καθορισμοί του ρόλου που διαδραματίζει η συνείδηση στην ιστορική εξέλιξη. Αντίθετα, μιλάει για υποκειμενική και αντικειμενική εθνογραφία, σαν δυο τελείως διαφορετικά πράγματα: είναι σημαντικό να "επιμείνουμε στο διαχωρισμό μεταξύ υποκειμενικών και αντικειμενικών φαινομένων, και των διαφορετικών στρατηγικών ερευνάς". Και προσθέτει: "ο αντικειμενικός τρόπος (μελέτης) εξ ορισμού απορρίπτει τις προκείμενες προτάσεις της υποκειμενικής προσέγγισης. Αντικειμενικά, λοιπόν, το σύνολο των νοημάτων, των ιδανικών, των κίνητρων κλπ., είναι νοητικά απροσπέλαστο". (579). Κι όμως, ως τη στιγμή που θ΄ αντιμετωπίσει κανείς άμεσα την ανθρώπινη συνείδηση σε υλιστική βάση, δηλαδή, και σαν ερευνητής αλλά και σα δρων πολιτικά άτομο, δεν θα έχει, μέχρι εκείνη την ώρα, αγγίξει τον άνθρωπο, την ιστορία του, τον πολιτισμό του, ΄η την επιστήμη του.
Κατόπιν εορτής βέβαια, ο μηχανιστικός υλισμός μοιάζει ν΄ αποφέρει καρπούς. Οι αντικειμενικές συνθήκες - τεχνολογικές, οικονομικές, του περιβάλλοντος - που προηγήθηκαν, και επομένως προκάλεσαν τις κατοπινές εξελίξεις, μπορεί να προσδιοριστούν με τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβητήσεις. Όσο πιο μακρινή είναι η περίοδος που μελετάται, τόσο περισσότερο ο ρόλος των εσωτερικών αντιθέσεων, των επιλογών, της σύγκρουσης επαναστατικών και συντηρητικών ιδεολογιών, που όρισαν με ακρίβεια πως, Ποτε και που επιτελέστηκαν οι μεγάλες αλλαγές, χάνονται μέσα στις αμφιβολίες και στον κατακερματισμό των αρχαιολογικών και ιστορικών στοιχείων. Παρόλα τούτα, για να κατανοηθεί η σύγχρονη ιστορία, απαιτείται όχι μόνο η γνώση της φύσης και των εσωτερικών αντιθέσεων των διάφορων συστημάτων, αλλά και ο ρόλος της κατανόησης ΄η της παρανόησης τους από τους διάφορους ερευνητές.
Η ύπαρξη ανθρώπινης συνείδησης και προορισμού, εισάγει ένα είδος συνθετοτητας στις διαδικασίες της ανθρώπινης κοινωνίας, που δεν απαντάται στην υπόλοιπη φύση. Παλιότερα, κοινή υπήρξε η αντίληψη, ότι, αν και η κοινωνία ξέφευγε ακόμα από μια συνολική σύλληψη του ανθρώπινου νου, ο έλεγχος των φυσικών διαδικασιών δεν ήταν παρά απλό ζήτημα χρόνου. Το εκπληκτικό επίτευγμα της προσγείωσης ανθρώπου στο φεγγάρι, μοιάζει να επαληθεύει την πεποίθηση αυτή, αν την ίδια στιγμή που πατούσαμε το πόδι μας εκεί πέρα, δεν είμαστε αναγκασμένοι ν΄ αναγνωρίσουμε, ότι η αποσπασματική πρόσβαση στις διαδικασίες της φύσης (χαρακτηριστικό της Δυτικής Επιστήμης), αποδείχτηκε ανίκανη να αποτρέψει την επαλήθευση των τυφλών φυσικών νομών, σ΄ ένα άλλο πιο σύνθετο επίπεδο, καθιστώντας δηλαδή, σιγά-σιγά, τον πλανήτη μας ακατάλληλο για ανθρώπινη ζωή. Όπως η κοινωνία είναι αποτέλεσμα του ιστορικού γίγνεσθαι, έτσι κι ο φυσικός κόσμος αποτελεί, κι αυτός, προϊών της μετεωρολογικής και γεωγραφικής ιστορίας. Η αυστηρή περιοδικότητα (στα χρονικά και τοπικά όρια του ηλιακού μας συστήματος) φυσικών φαινομένων, όπως η ανάπτυξη της ατομικής σύστασης των ανόργανων στοιχείων και ο νόμος της βαρύτητας, λειτουργούν στα πλαίσια αλληλένδετων και συνεχώς μεταβαλλόμενων σχέσεων άπειρης συνθετοτητας. Σήμερα, το γεγονός, πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια πτυχή, τούτου του σύνθετου όλου, είναι αυτονόητο. Η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει, για πολύ καιρό ακόμα, να ερμηνεύσει και να κυριαρχήσει αυτή τη φτιαχτή συνθετοτητα. Θα χρειαστεί περισσή γνώση και ικανότητα κατανόησης για να επιζήσουμε, και στη σημερινή τουλάχιστο φάση της ιστορίας, τη γνώση αυτή μόνο η μαρξιστική κοσμοθεωρία μπορεί να μας προσφέρει.
Οκτώβρης 1971
Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Μπρουκλιν.
ΤΕΛΟΣ
Δυο πράγματα θα πρέπει να σημειωθούν εδώ: πρώτα, ότι το βασικό στοιχείο της εξέλιξης που ονομάστηκε "άρνηση" δεν είναι το γκρέμισμα του παλιού, αλλά η αντικατάσταση του από το καινούργιο. Και δεύτερο, εφ΄ όσον ο Χαρρις συμφωνεί πως η εξέλιξη είναι μεταβολή, τότε θα πρέπει κανονικά να υπάρχει κάποιο σημείο, όπου η συσσώρευση των ασήμαντων εντάσεων θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μεταβολή ΄η την ποιοτική αλλαγή σύμφωνα με τις αρχές της Μαρξιστικής - Εγελιανη διαλεκτικής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως ο Χαρρις, αμφισβητώντας την Εγελιανη διαλεκτική και παραλές τις υλιστικές του πεποιθήσεις, δεν αποφεύγει τελικά να κάνει μια μικρή παραχώρηση στον Εγελιανο ιδεαλισμό: "Στην ισοπεδωτική εξελικτική θεωρία της εποχής του, πρόσθεσε μια αξιοπαρατήρητη έννοια: ότι τα πράγματα ΄η τα γεγονότα μπορούν να κατανοηθούν, ΄η με αλλά λόγια, να υπάρξουν, μονάχα χάρις στα αντίθετα τους, στην αντίφαση ΄η την άρνηση τους". (67). (υπογράμμιση της Leacock).
H στρατηγική της ανάλυσης του Χαρρις απαιτεί να διαμορφωθεί ένας υλιστικός ΄η "αντικειμενικός" κώδικας πληροφόρησης, που να επιτρέπει σε μια κοινότητα παρατηρητών - επιστημόνων να επεξεργαστούν το υλικό τους αντικειμενικά. Χαρακτηρίζει τη Μαρξιστική επιστήμη σαν "σαφώς δεμένη μ ένα πολιτικό πρόγραμμα", και συμπεραίνει: "Αν ο σκοπός είναι να αλλάξουμε τον κόσμο, αντί να τον εξηγήσουμε, ο Μαρξιστής κοινωνιολόγος δεν θα πρέπει να διστάζει να πλαστογραφεί τα στοιχεία του για να τα κάνει πιο χρήσιμα" (221). Αλλά η Μαρξιστική δέσμευση δεν αφορά ένα καθαυτό πολιτικό πρόγραμμα, αντίθετα, η αρχή που ορίζει την απαραίτητη ενότητα μεταξύ θεωρίας και πράξης, είναι, ότι η ενεργός ταύτιση με την κοινωνική τάξη που τώρα καταπιέζεται αλλ ανεβαίνει συνεχώς, σημαίνει μια δέσμευση, στη μελλοντική κατεύθυνση της κοινωνικής αλλαγής, που είναι βασική για την πλήρη συνειδητοποίηση. Είναι αλήθεια πως μερικές φορές, ορισμένοι Μαρξιστές διαστρέβλωσαν τελείως τα κοινωνικά δεδομένα, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι παρόμοιοι οπορτουνισμοί δεν προώθησαν την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Άλλωστε, όπως περίτρανα αποδείχνει η ιστορία και η κοινωνιολογία της επιστήμης, είναι αδύνατο να υπάρξει για την ώρα μια ομάδα επιστημόνων - παρατηρητών, που να μπορούν να δρουν και ν αντιδρούν, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση σαν επιστήμονες, όσο και να προσπαθήσουν να είναι απομονωμένοι.
Ο Χαρρις, με τρόπο πειστικότατο, και πολλές φορές ευφυέστατο, μας δείχνει σε ποιο βαθμό ο ιδεαλισμός στην ανθρωπολογία συνδέεται με την αποτυχία να ξεχωρίσουν τις αντικειμενικές δομές και πράξεις από τις υποκειμενικές πεποιθήσεις των μελών των υπό ερευνά κοινωνιών. Η λύση που προτείνει είναι να ξεκαθαριστεί η μεθοδολογική διάκριση μεταξύ "αντικειμενικών" και "υποκειμενικών" στοιχείων. Τα περισσότερα εθνογραφικά στοιχεία είναι "υποκειμενικά", στο μέτρο που είναι ταξινομημένα σύμφωνα με τις απόψεις των πληροφοριοδοτών: έχουν να κάνουν με διακρίσεις οικοδομημένες "πάνω σε αντιθέσεις και αντιδιαστολές, που έχουν νόημα, είναι πραγματικές και ακριβείς, ΄η θεωρούνται, κατά κάποιο τρόπο, σημαίνουσες από τους δρώντας" (571) Για να φτάσουμε σε μια υλιστική στρατηγική, πρέπει να αναπτύξουμε έναν διαφορετικό γλωσσικό κώδικα συλλογής στοιχείων, που θα αντικαταστήσει "το κυρίως υποκειμενικό σώμα του διαθέσιμου εθνογραφικού υλικού", με "αντικειμενικές" περιγραφές (569). Τα στοιχεία που θα προκύπτουν "αντικειμενικά", θα εξαρτώνται από "απτές διακρίσεις, που κρίνονται κατάλληλες από την κοινότητα των επιστημονικών παρατηρητών". (575). Η διχοτόμηση αντικειμενικού - υποκειμενικού: "…βασίζεται στην επιστημολογική σημασία της περιγραφής πολιτιστικών στοιχείων μέσα από σχέσεις και κατηγόριες που είναι αναγκαστικά ισομορφίες με αυτές που είναι κατάλληλες ΄η σημαίνουσες για τους ίδιους τους πράττοντας, σε αντίθεση με τις σχέσεις ΄η κατηγόριες, που σχηματίζονται ανεξάρτητα απ αυτούς, μέσα από το γλωσσικό κώδικα συλλογής στοιχείων του εθνογράφου. Έτσι, κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να καταγράφει και να μελετηθεί υποκειμενικά και αντικειμενικά. Η περιγραφή του πληροφοριοδότη (ΣΣ. Στην εθνολογία ονομάζεται αυτός που πληροφορεί τον ανθρωπολόγο, ο ιθαγενής που μεταφράζει, κλπ) για κάτι που συμβαίνει… δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με αυτό που βλέπει ΄η θα μπορούσε να δει ο εθνογράφος στην ίδια περίσταση". (580 - 81).
Ο Χαρρις προσπαθεί να διαφοροποιήσει τα αντικειμενικά από τα υποκειμενικά στοιχεία, για να καταλήξει στις υλικές "αντικειμενικές" συνθήκες που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων - συχνά ξεκινάει από τη δική του άποψη, πως η αντικειμενική - υποκειμενική διχοτόμηση είναι επιστημολογική, και εφαρμόζει τον όρο "αντικειμενικός" στις υλικές συνθήκες της κοινωνίας (1971: 503). Όπως φαίνεται από το τελευταίο του βιβλίο, είναι αποφασισμένος να διαλύσει τους μύθους γύρω από την "καθυστερημένη ΄η παράλογη συμπεριφορά" των ιθαγενών - αγροτών στα νέα ανεξάρτητα κράτη ΄η των φτωχών στις δικές μας κοινωνίες, που υποβοηθούν την εγκαθίδρυση της νέο - αποικιοκρατίας και των ρατσιστικών θεσμών. Σε ένα παλιότερο έργο του, γκρέμισε την εντύπωση πως τάχα οι Ινδοί αγρότες, παράλογα και ανώφελα υποσιτίζονται, αφού την ίδια στιγμή, αφήνουν τις ιερές αγελάδες, που περιφέρονται ανέμελα στην ύπαιθρο. (1965). Επισήμανε πως εκτός από το γάλα, οι αγελάδες παράγουν και βόδια που είναι απαραίτητα για το όργωμα, ότι η κοπριά τους χρησιμοποιείται σαν βασική καύσιμη ύλη και σαν λίπασμα, ότι το πετσί τους είναι η κύρια πηγή δέρματος, ότι είναι Ελευθερές να περιπλανώνται για να βρίσκουν την καλύτερη τροφή, και πως όταν ψοφήσουν, υπάρχουν πολλοί που τις τρώγουν, δίχως να φοβούνται για το αν θα χάσουν την κάστα τους. Ένα άλλο ωραίο δείγμα της δουλείας του Χαρρις, είναι η κριτική που έκανε στις θεωρίες που δίδασκαν, πως οι διάφορες στην πολιτιστικά καθορισμένη συμπεριφορά μεταξύ Άγγλο - Σαξόνων και Λατίνων άποικων της Αμερικής, υπήρξε η κυριότερη αιτία για τη διάφορα σχέσεων που συναντάμε ανάμεσα στις φυλές στη Βόρεια και Νότια Αμερική (1964). Ο Χαρρις υποστηρίζει θεμελιωμένα πως οι διαφορετικές σχέσεις που συνδέουν τις φυλές (ράτσες) μεταξύ τους, βασίζονται σε ιστορικά διαμορφωμένες διάφορες σχετικά με τον τρόπο εκμετάλλευσης της εργασίας.
Πολλές τέτοιες καινούργιες προσεγγίσεις πρέπει να επιχειρηθούν στην ανθρωπολογία, καθώς λέει ο Χαρρις. Όμως η αντί-διαλεκτική - και ιδεαλιστική - τοποθέτηση του παρατηρητή έξω από το πλαίσιο των σκοπών και των νοημάτων, και ο ακραίος διαχωρισμός μεταξύ της Υλίκης και της ιδεολογικής διάστασης στην κοινωνία δεν επιτρέπουν στις ερμηνείες αυτές να ολοκληρωθούν. Η άποψη του Χαρρις, για την κινητήρια δύναμη της ιστορίας της ανθρωπότητας, υπερτονίζει την τεχνολογική πρόοδο σε άμεση σχέση με την επίδραση του περιβάλλοντος. Τον ενδιαφέρει μια "ακριβής οροθέτηση των τμημάτων των κοινωνικό-πολιτιστικών συστημάτων" και δεν παραδέχεται τις έννοιες, όπως "τρόπος παραγωγής", που αφήνουν τόσο ασαφή, γι΄ αυτόν, "τα σύνορα μεταξύ οικονομίας και τεχνολογίας" (233). Αναφέρει το γνωστό χωριό του Μαρξ στην Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής οικονομίας, ότι "η κοινωνική ύπαρξη των ανθρώπων καθορίζει τη συνείδηση τους" (299) και ύστερα συνεχίζει σαν να μην υπάρχει άλλη αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεολογίας και κοινωνικοοικονομικής δομής, ΄η άλλοι καθορισμοί του ρόλου που διαδραματίζει η συνείδηση στην ιστορική εξέλιξη. Αντίθετα, μιλάει για υποκειμενική και αντικειμενική εθνογραφία, σαν δυο τελείως διαφορετικά πράγματα: είναι σημαντικό να "επιμείνουμε στο διαχωρισμό μεταξύ υποκειμενικών και αντικειμενικών φαινομένων, και των διαφορετικών στρατηγικών ερευνάς". Και προσθέτει: "ο αντικειμενικός τρόπος (μελέτης) εξ ορισμού απορρίπτει τις προκείμενες προτάσεις της υποκειμενικής προσέγγισης. Αντικειμενικά, λοιπόν, το σύνολο των νοημάτων, των ιδανικών, των κίνητρων κλπ., είναι νοητικά απροσπέλαστο". (579). Κι όμως, ως τη στιγμή που θ΄ αντιμετωπίσει κανείς άμεσα την ανθρώπινη συνείδηση σε υλιστική βάση, δηλαδή, και σαν ερευνητής αλλά και σα δρων πολιτικά άτομο, δεν θα έχει, μέχρι εκείνη την ώρα, αγγίξει τον άνθρωπο, την ιστορία του, τον πολιτισμό του, ΄η την επιστήμη του.
Κατόπιν εορτής βέβαια, ο μηχανιστικός υλισμός μοιάζει ν΄ αποφέρει καρπούς. Οι αντικειμενικές συνθήκες - τεχνολογικές, οικονομικές, του περιβάλλοντος - που προηγήθηκαν, και επομένως προκάλεσαν τις κατοπινές εξελίξεις, μπορεί να προσδιοριστούν με τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβητήσεις. Όσο πιο μακρινή είναι η περίοδος που μελετάται, τόσο περισσότερο ο ρόλος των εσωτερικών αντιθέσεων, των επιλογών, της σύγκρουσης επαναστατικών και συντηρητικών ιδεολογιών, που όρισαν με ακρίβεια πως, Ποτε και που επιτελέστηκαν οι μεγάλες αλλαγές, χάνονται μέσα στις αμφιβολίες και στον κατακερματισμό των αρχαιολογικών και ιστορικών στοιχείων. Παρόλα τούτα, για να κατανοηθεί η σύγχρονη ιστορία, απαιτείται όχι μόνο η γνώση της φύσης και των εσωτερικών αντιθέσεων των διάφορων συστημάτων, αλλά και ο ρόλος της κατανόησης ΄η της παρανόησης τους από τους διάφορους ερευνητές.
Η ύπαρξη ανθρώπινης συνείδησης και προορισμού, εισάγει ένα είδος συνθετοτητας στις διαδικασίες της ανθρώπινης κοινωνίας, που δεν απαντάται στην υπόλοιπη φύση. Παλιότερα, κοινή υπήρξε η αντίληψη, ότι, αν και η κοινωνία ξέφευγε ακόμα από μια συνολική σύλληψη του ανθρώπινου νου, ο έλεγχος των φυσικών διαδικασιών δεν ήταν παρά απλό ζήτημα χρόνου. Το εκπληκτικό επίτευγμα της προσγείωσης ανθρώπου στο φεγγάρι, μοιάζει να επαληθεύει την πεποίθηση αυτή, αν την ίδια στιγμή που πατούσαμε το πόδι μας εκεί πέρα, δεν είμαστε αναγκασμένοι ν΄ αναγνωρίσουμε, ότι η αποσπασματική πρόσβαση στις διαδικασίες της φύσης (χαρακτηριστικό της Δυτικής Επιστήμης), αποδείχτηκε ανίκανη να αποτρέψει την επαλήθευση των τυφλών φυσικών νομών, σ΄ ένα άλλο πιο σύνθετο επίπεδο, καθιστώντας δηλαδή, σιγά-σιγά, τον πλανήτη μας ακατάλληλο για ανθρώπινη ζωή. Όπως η κοινωνία είναι αποτέλεσμα του ιστορικού γίγνεσθαι, έτσι κι ο φυσικός κόσμος αποτελεί, κι αυτός, προϊών της μετεωρολογικής και γεωγραφικής ιστορίας. Η αυστηρή περιοδικότητα (στα χρονικά και τοπικά όρια του ηλιακού μας συστήματος) φυσικών φαινομένων, όπως η ανάπτυξη της ατομικής σύστασης των ανόργανων στοιχείων και ο νόμος της βαρύτητας, λειτουργούν στα πλαίσια αλληλένδετων και συνεχώς μεταβαλλόμενων σχέσεων άπειρης συνθετοτητας. Σήμερα, το γεγονός, πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια πτυχή, τούτου του σύνθετου όλου, είναι αυτονόητο. Η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει, για πολύ καιρό ακόμα, να ερμηνεύσει και να κυριαρχήσει αυτή τη φτιαχτή συνθετοτητα. Θα χρειαστεί περισσή γνώση και ικανότητα κατανόησης για να επιζήσουμε, και στη σημερινή τουλάχιστο φάση της ιστορίας, τη γνώση αυτή μόνο η μαρξιστική κοσμοθεωρία μπορεί να μας προσφέρει.
Οκτώβρης 1971
Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Μπρουκλιν.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου