Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο
Louis Althusser, Étienne Balibar, Roger
Establet, Pierre Macherey, Jacques Rancière
Μετάφραση:Δημήτρης
Δημούλης, Χρίστος Βαλλιάνος, Βίκυ Παπαοικονόμου
Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης: Δημήτρης Δημούλης
Σημείωση του Επιμελητή
Παρουσιάζουμε στο ελληνικό κοινό τη μετάφραση ενός αναμφίβολα
κλασικού έργου του μαρξισμού του 20ου αιώνα. Η σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών
καθυστέρηση της ελληνικής μετάφρασης έχει ένα αντιστάθμισμα. Πρόκειται για την
πρώτη δημοσίευση του συνόλου του έργου σε γλώσσα εκτός της γαλλικής.
Η μετάφραση
πραγματοποιήθηκε από την τρίτη γαλλική έκδοση του έργου (Presses Universitaires
de France, 1996). Πρόκειται ουσιαστικά για φωτομηχανική αναπαραγωγή της
δεύτερης έκδοσης (εκδ. Maspero, τόμοι Ι και ΙΙ, 1968, τόμοι ΙΙΙ και IV, 1973). Μικρής
σημασίας αβλεψίες και τυπογραφικά λάθη που επισημαίνει η τρίτη έκδοση
διορθώθηκαν σιωπηρά στην παρούσα μετάφραση.
Οι μεταφραστές
αντιμετώπισαν το πρόβλημα του τρόπου απόδοσης αποσπασμάτων των Μαρξ και Ένγκελς
που παρατίθενται συνήθως από γαλλική μετάφραση. Προκρίθηκε η απ' ευθείας
μετάφραση από το γερμανικό πρωτότυπο. Η λύση αυτή ανταποκρίνεται στην
εισαγωγική προτροπή του Αλτουσέρ "να διαβάσουμε τον Μαρξ στο πρωτότυπο",
επιτρέποντας στον αναγνώστη να έρθει σε αμεσότερη επαφή με τα σχολιαζόμενα
κείμενα. Όπου οι διαφορές του πρωτοτύπου με τη γαλλική μετάφραση του ίδιου
αποσπάσματος επηρεάζουν την κατανόηση και ερμηνεία του αναφέρουμε σε
υποσημείωση τη γαλλική μετάφραση που παραθέτει ο εκάστοτε συγγραφέας.
Τα κείμενα των Μαρξ και
Ένγκελς μεταφράσθηκαν από την ευρέως προσιτή έκδοση Marx-Engels-Werke, Dietz
Verlag, Berlin. Παραπέμπονται με τη συντομογραφία MEW και αναφορά του τόμου και
της σελίδας. Τη μετάφραση των αποσπασμάτων έκανε ο Δ. Δημούλης.
Η μετάφραση των
κειμένων των Αλτουσέρ και Μπαλιμπάρ έγινε από τον Δ. Δημούλη. Ο Χ. Βαλλιάνος
μετέφρασε το κείμενο του Μασερέ. Η Β. Παπαοικονόμου και ο Δ. Δημούλης το
κείμενο του Εσταμπλέ. Η μετάφραση του κειμένου του Ρανσιέρ είναι αποτέλεσμα
συνεργασίας των Χ. Βαλλιάνου και Β. Παπαοικονόμου.
Ιούλιος 2002
Δημήτρης Δημούλης
«Λονδίνο, 18 Μαρτίου 1872
Στον πολίτη Μωρίς Λα Σάτρ
Αγαπητέ πολίτη,
Επικροτώ την ιδέα σας
να δημοσιεύσετε τη μετάφραση του Κεφαλαίου σε τεύχη. Με τη μορφή αυτή, το έργο
θα είναι πιο προσιτό στην εργατική τάξη, και για μένα η σκέψη αυτή μετράει
περισσότερο απo ο,τιδήποτε άλλο.
Αυτή είναι η καλή
πλευρά του νομίσματος. υπάρχει όμως και η ανάποδη: η μέθοδος ανάλυσης που
χρησιμοποίησα και που δεν είχε εφαρμοστεί προηγουμένως σε οικονομικά θέματα, καθιστά
αρκετά δυσχερή την ανάγνωση των πρώτων κεφαλαίων και υπάρχει ο φόβος ότι το
γαλλικό κοινό, πάντα ανυπόμονο να βγάλει συμπεράσματα και διψώντας να γνωρίσει
τη σχέση των γενικών αρχών με τα άμεσα ζητήματα που το παθιάζουν, θα
αποθαρρυνθεί, γιατί δεν θα μπορέσει να φτάσει αμέσως στο τέρμα.
Αυτό είναι ένα
μειονέκτημα σχετικά με το οποίο δεν μπορώ να κάνω τίποτε, εκτός από το να
προειδοποιήσω και να προφυλάξω τους αναγνώστες που νοιάζονται για την αλήθεια. Δεν
υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη και μπορούν να φτάσουν στις φωτεινές
κορυφές της μόνον όσοι δεν υπολογίζουν τον κόπο να περάσουν από τα δύσβατα
μονοπάτια της.
Αγαπητέ πολίτη, δεχθείτε
τη διαβεβαίωση της αφοσίωσής μου.
Καρλ Μαρξ».
ΛΟΥΙ ΑΛΤΟΥΣΣΕΡ
Από το Κεφάλαιο στη φιλοσοφία του Μαρξ
Οι ακόλουθες εισηγήσεις παρουσιάστηκαν σε ένα σεμινάριο αφιερωμένο
στο Κεφάλαιο που οργανώθηκε στις αρχές του 1965 στην Ecole Normale. Φέρνουν τη
σφραγίδα των περιστάσεων: όχι μόνο στη διάρθρωση, στο ρυθμό, στο διδακτικό ή
προφορικό ύφος τους, αλλά και στις διαφορές, στις επαναλήψεις, στους δισταγμούς
και στους κινδύνους που δημιουργεί η έρευνα. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να τις
αναθεωρήσουμε προσεκτικά, να τις διορθώσουμε με αντιπαραβολή, να περιορίσουμε
τις διακυμάνσεις τους, να εναρμονίσουμε όσο γίνεται περισσότερο την ορολογία, τις
υποθέσεις και τα συμπεράσματά τους. Θα μπορούσαμε να εκθέσουμε το υλικό τους με
τη συστηματικότητα του ενιαίου λόγου, με μια λέξη να τις μετατρέψουμε σε
ολοκληρωμένο έργο. Χωρίς να διεκδικούμε αυτό που θα μπορούσαν να είναι, προτιμήσαμε
να τις παρουσιάσουμε όπως είναι: ανολοκλήρωτα κείμενα, απλές αρχές μιας
ανάγνωσης.
1.
Φυσικά όλοι έχουμε
διαβάσει Το Κεφάλαιο. Όλοι το διαβάζουμε. Εδώ και σχεδόν έναν αιώνα μπορούμε να
το διαβάζουμε, καθημερινά, διαφανώς, στα δράματα και τα όνειρα της ιστορίας μας,
στις συζητήσεις και τις συγκρούσεις της, στις ήττες και τις νίκες του εργατικού
κινήματος, τη μόνη μας ελπίδα και πεπρωμένο. Από τότε που "ήρθαμε στον
κόσμο" δεν πάψαμε να διαβάζουμε Το Κεφάλαιο στα γραφτά και στους λόγους
όσων, νεκρών και ζωντανών, το διάβασαν για λογαριασμό μας, σωστά ή εσφαλμένα. Ένγκελς,
Κάουτσκυ, Πλεχάνωφ, Λένιν, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τρότσκυ, Στάλιν, Γκράμσι, ηγέτες
των εργατικών οργανώσεων, οπαδοί ή αντίπαλοί τους: φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί.
Διαβάσαμε αποσπάσματα, «κομμάτια» που η συγκυρία «διάλεξε» για μας. Όλοι μας
διαβάσαμε λίγο-πολύ το Πρώτο Βιβλίο, από το «εμπόρευμα» ως την «απαλλοτρίωση
των απαλλοτριωτών».
Ωστόσο κάποια μέρα
πρέπει να διαβάσουμε κυριολεκτικά Το Κεφάλαιο. Να διαβάσουμε το κείμενο, ολόκληρο,
τα τέσσερα βιβλία, γραμμή προς γραμμή, να μελετήσουμε δέκα φορές τα πρώτα
κεφάλαια και τα σχήματα της απλής και της διευρυμένης αναπαραγωγής, να
περάσουμε από τα άγονα και γυμνά υψίπεδα του Δεύτερου Βιβλίου για να φτάσουμε
στη γη της επαγγελίας του κέρδους, του τόκου, και της γαιοπροσόδου. Και ει
δυνατόν να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο όχι μόνο στη γαλλική μετάφραση (έστω και αν
πρόκειται αναφορικά με το Πρώτο Βιβλίο για τη μετάφραση του Roy, που ο Μαρξ δεν
την είχε απλά κοιτάξει, αλλά την είχε ξανακάνει) αλλά και στο γερμανικό
πρωτότυπο, τουλάχιστον όσον αφορά τα βασικά θεωρητικά κεφάλαια και τα κομμάτια
όπου εμφανίζονται οι έννοιες–κλειδιά του Μαρξ.
Με αυτό τον τρόπο
συμφωνήσαμε να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο. Οι εργασίες που προέκυψαν από αυτό το
πρόγραμμα δεν είναι παρά οι ποικίλες προσωπικές σημειώσεις ανάγνωσης: καθεμιά
ανοίγει με τον τρόπο της μια πάγια δίοδο στο μεγάλο δάσος του Βιβλίου. Τις
παρουσιάζουμε στην αρχική τους μορφή, χωρίς διορθώσεις, για να εμφανίσουμε
όλους τους κινδύνους και τα πλεονεκτήματα αυτής της περιπέτειας. Για να
συναντήσει ο αναγνώστης στην αρχική της μορφή την εμπειρία μιας ανάγνωσης. Και
για να τον οδηγήσουν τα ίχνη της πρώτης ανάγνωσης σε μια δεύτερη που οδηγεί
μακρύτερα.
2.
Μια και δεν υπάρχει
αθώα ανάγνωση, ας ομολογήσουμε ποια ανάγνωση μας βαρύνει.
Ήμασταν όλοι φιλόσοφοι.
Δεν διαβάσαμε Το Κεφάλαιο ως οικονομολόγοι, ιστορικοί ή φιλόλογοι. Δεν θέσαμε
στο Κεφάλαιο το ερώτημα του οικονομικού ή ιστορικού του περιεχομένου, ούτε της
καθαρής εσωτερικής «λογικής» του. Διαβάσαμε Το Κεφάλαιο ως φιλόσοφοι, δηλαδή
του θέσαμε ένα τελείως διαφορετικό ερώτημα. Για να περάσουμε κατευθείαν στο
θέμα, ας το ομολογήσουμε: του θέσαμε το ερώτημα της σχέσης του με το
αντικείμενό του, δηλαδή του θέσαμε ταυτόχρονα το ερώτημα της ιδιαιτερότητας του
αντικειμένου του και της ιδιαιτερότητας της σχέσης του με το αντικείμενο αυτό. Πρόκειται
για το ερώτημα της υφής του λόγου που χρησιμοποιείται για την πραγμάτευση αυτού
του αντικειμένου, για ζήτημα του επιστημονικού λόγου. Και επειδή ο ορισμός
προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από τη διαφορά, θέσαμε στο Κεφάλαιο το ερώτημα
ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του αντικειμένου του και του λόγου του. Αναρωτηθήκαμε
σε κάθε βήμα της ανάγνωσής μας σε τι διαφέρει το αντικείμενο του Κεφαλαίου από
το αντικείμενο της κλασικής (και της σύγχρονης οικονομίας) αλλά και από το
αντικείμενο των Νεανικών Έργων του Μαρξ, κυρίως των Χειρογράφων του 44. άρα σε
τι διαφέρει ο λόγος του Κεφαλαίου από το λόγο της κλασικής οικονομίας και από
το φιλοσοφικό (ιδεολογικό) λόγο του Νεαρού Μαρξ.
Να διαβάσουμε Το
Κεφάλαιο ως οικονομολόγοι θα σήμαινε να το διαβάσουμε θέτοντας το ερώτημα ποιο
είναι το οικονομικό περιεχόμενο και ποια η οικονομική αξία των αναλύσεων και
των σχημάτων του, δηλαδή συγκρίνοντας το λόγο του με ένα αντικείμενο που έχει
ήδη ορισθεί ανεξάρτητα από το ίδιο, χωρίς να εξετάσουμε αυτό το αντικείμενο. Να
διαβάσουμε Το Κεφάλαιο ως ιστορικοί θα σήμαινε να το διαβάσουμε θέτοντας το
ερώτημα της σχέσης των ιστορικών του αναλύσεων με ένα ιστορικό αντικείμενο που
έχει ήδη ορισθεί ανεξάρτητα από το ίδιο, χωρίς να εξετάσουμε αυτό το
αντικείμενο. Να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο ως μελετητές της λογικής θα σήμαινε να
του θέσουμε το ερώτημα των μεθόδων έκθεσης και απόδειξης που χρησιμοποιεί, με
τρόπο αφηρημένο, χωρίς και πάλι να εξετάσουμε το αντικείμενο στο οποίο
αναφέρονται οι μέθοδοι αυτού του λόγου.
Να διαβάσουμε Το
Κεφάλαιο ως φιλόσοφοι σημαίνει ακριβώς ότι μελετούμε το ιδιαίτερο αντικείμενο
ενός ιδιαίτερου λόγου, και την ιδιαίτερη σχέση που έχει αυτός ο λόγος με το
αντικείμενό του. Σημαίνει, δηλαδή, να θέσουμε στην ενότητα λόγος – αντικείμενο
το ερώτημα των επιστημολογικών τίτλων που διακρίνουν τη συγκεκριμένη ενότητα
από άλλες μορφές της ενότητας λόγος – αντικείμενο. Μόνο μια τέτοια ανάγνωση
επιτρέπει να δοθεί απάντηση σε ένα ερώτημα που συνδέεται με τη θέση του
Κεφαλαίου στην ιστορία της γνώσης. Το ερώτημα έχει ως εξής: Το Κεφάλαιο
αποτελεί ένα απλό και συνηθισμένο ιδεολογικό προϊόν, μια εγελιανή διατύπωση της
κλασικής οικονομίας, την επιβολή των ανθρωπολογικών κατηγοριών που είχαν
ορισθεί στα φιλοσοφικά Έργα της Νεότητας στο χώρο της οικονομικής
πραγματικότητας, την «πραγμάτωση» των ιδεαλιστικών επιδιώξεων του Εβραϊκού
Ζητήματος και των Χειρογράφων του 44; Αποτελεί Το Κεφάλαιο απλή συνέχιση και
κατά κάποιο τρόπο ολοκλήρωση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, από την οποία
κληρονόμησε ο Μαρξ τόσο το αντικείμενο όσο και τις έννοιές του; Το Κεφάλαιο
ξεχωρίζει άραγε από την κλασική οικονομία μόνο με βάση τη μέθοδο, τη διαλεκτική
που δανείζεται από τον Χέγκελ και όχι με βάση το αντικείμενο; Ή μήπως, αντίθετα,
Το Κεφάλαιο αποτελεί μια γνήσια επιστημολογική μεταβολή αντικειμένου, θεωρίας
και μεθόδου; Το Κεφάλαιο συνιστά την έμπρακτη θεμελίωση ενός νέου επιστημονικού
κλάδου, την έμπρακτη θεμελίωση μιας επιστήμης – οπότε είναι ένα πραγματικό
γεγονός, μια θεωρητική επανάσταση στη θεωρία που ρίχνει στην προϊστορία της την
κλασική πολιτική οικονομία και τη εγελιανή και φοϋερμπαχιανή ιδεολογία – το
απόλυτο ξεκίνημα της ιστορίας μιας επιστήμης; Και αν η νέα αυτή επιστήμη είναι
θεωρία της ιστορίας, μας επιτρέπει άραγε να γνωρίσουμε την προϊστορία της – να
αποκτήσουμε δηλαδή μια ξεκάθαρη εικόνα για την κλασική πολιτική οικονομία και
για τα φιλοσοφικά έργα της Νεότητας του Μαρξ; Αυτά ενέχονται στο επιστημολογικό
ερώτημα που θέτει στο Κεφάλαιο η φιλοσοφική του ανάγνωση.
Η φιλοσοφική ανάγνωση
του Κεφαλαίου είναι λοιπόν εκ διαμέτρου αντίθετη προς την αθώα ανάγνωση. Είναι
μια ανάγνωση ένοχη, που δεν παίρνει άφεση αμαρτιών χάρη στην εξομολόγηση. Αντιθέτως
διεκδικεί το «αμάρτημά» της ως «αγαθό» και το υπερασπίζεται αποδεικνύοντας την
αναγκαιότητά του. Είναι λοιπόν μια κατ’ εξαίρεση ανάγνωση που
αυτοδικαιολογείται ως ανάγνωση θέτοντας σε κάθε ένοχη ανάγνωση το ερώτημα που
της αφαιρεί τη μάσκα της αθωότητας, το απλό ερώτημα περί αθωότητος: τι σημαίνει
διαβάζω;
3.
Όσο παράδοξο και αν
φαίνεται, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εποχή μας διατρέχει τον κίνδυνο να
εμφανισθεί κάποτε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού σημαδεμένη από την πιο
δραματική και επίπονη δοκιμασία που υπάρχει, από την ανακάλυψη και την εκμάθηση
του νοήματος των «απλούστερων» ενεργειών της ύπαρξης: βλέπω, ακούω, μιλάω, διαβάζω,
των ενεργειών που συνδέουν τους ανθρώπους με τα έργα τους, και με τα έργα που
καταπνίχτηκαν, με τις «απουσίες έργου».
Παρά τα φαινόμενα που
διαρκούν ακόμη, δεν οφείλουμε αυτές τις συνταρακτικές γνώσεις στην ψυχολογία, η
οποία οικοδομείται στην απουσία της έννοιάς τους. Τις χρωστάμε σε μερικούς
ανθρώπους: Μαρξ, Νίτσε και Φρόυντ. Από τον Φρόυντ και μετά αρχίζουμε να
υποψιαζόμαστε τι πάει να πει ακούω, άρα μιλάω (και σωπαίνω). Το «τι πάει να πει»
μιλάω και ακούω αποκαλύπτει, κάτω από την αθωότητα της ομιλίας και της ακρόασης,
το εντοπίσιμο βάθος ενός δεύτερου, τελείως διαφορετικού λόγου, του λόγου του
ασυνειδήτου[1]. Θα τολμούσα να υποστηρίξω πως θα έπρεπε να αρχίσουμε
υποψιαζόμαστε τι πάει να πει διαβάζω, και κατά συνέπεια γράφω, τουλάχιστον στο
επίπεδο της θεωρίας, ήδη από τον Μαρξ. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο το ότι
μπορέσαμε να αναγάγουμε σε μια ανάγνωση που θέλει να θεωρείται αθώα όλες τις
ιδεολογικές προθέσεις που κυριαρχούν στα Χειρόγραφα του '44 και εξακολουθούν να
παραμονεύουν κάθε φορά που το Κεφάλαιο τείνει να ξαναπέσει στον ιστορικισμό. Για
το νεαρό Μαρξ, γνώση της ουσίας των πραγμάτων, της ουσίας του ανθρώπινου
ιστορικού κόσμου, των οικονομικών, πολιτικών, αισθητικών και θρησκευτικών
προϊόντων του, σημαίνει ακριβώς διαβάζω (lesen, herauslesen) την παρουσία της «αφηρημένης»
ουσίας που είναι καθαρά χαραγμένη στη διαφάνεια της «συγκεκριμένης» ύπαρξης του
ανθρώπου. Στην άμεση ανάγνωση της ουσίας μέσα στην ύπαρξη εκφράζεται το
θρησκευτικό μοντέλο της εγελιανής Απόλυτης Γνώσης, το Τέλος της Ιστορίας, όπου
η έννοια γίνεται επιτέλους ορατή σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να εμφανίσθηκε
ανάμεσά μας αυτοπροσώπως, χειροπιαστή στην αισθητή της ύπαρξη – όπου αυτό το
ψωμί, αυτό το σώμα, αυτό το πρόσωπο και αυτός ο άνθρωπος είναι το ίδιο το
Πνεύμα. Αυτό μας οδηγεί στο να κατανοήσουμε ότι η νοσταλγία μιας ανάγνωσης από
ανοιχτό βιβλίο και η νοσταλγία του γαλιλαιικού «Μεγάλου Βιβλίου του Κόσμου» είναι
πιο παλιά από κάθε επιστήμη. Αναμασά αθόρυβα τις θρησκευτικές φαντασιώσεις των
Επιφανίων και της Παρουσίας και το σαγηνευτικό μύθο των Γραφών, όπου η αλήθεια,
με ένδυμα τις λέξεις της, έχει ως σώμα το Βιβλίο: τη Βίβλο. Αυτό μας οδηγεί στο
να υποψιαστούμε ότι, προκειμένου αντιμετωπίσουμε τη φύση ή την πραγματικότητα
ως Βιβλίο όπου, σύμφωνα με τον Γαλιλαίο, μιλά ο άφωνος λόγος μιας γλώσσας «φτιαγμένης
από τρίγωνα, τετράγωνα και κύκλους», θα πρέπει να διακατεχόμαστε από μια
συγκεκριμένη ιδέα για την ανάγνωση που ανάγει το γραπτό λόγο σε άμεση διαφάνεια
του αληθινού και την πραγματικότητα σε λόγο μιας φωνής.
Ο πρώτος που έθεσε το
πρόβλημα της ανάγνωσης, και κατά συνέπεια το πρόβλημα της γραφής, ήταν ο
Σπινόζα, που επίσης για πρώτη φορά πρότεινε μια θεωρία της ιστορίας και μια
φιλοσοφία της αδιαφάνειας του άμεσου γεγονότος. Για πρώτη φορά στον κόσμο, ο
Σπινόζα συνέδεσε με τέτοιο τρόπο την ουσία της ανάγνωσης και την ουσία της
ιστορίας σε μια θεωρία της διαφοράς φανταστικού και αληθινού. Αυτό μας κάνει να
καταλάβουμε γιατί ο Μαρξ μπόρεσε να γίνει Μαρξ, μόνο αφότου θεμελίωσε μια
θεωρία της ιστορίας και μια φιλοσοφία της ιστορικής διάκρισης ανάμεσα στην
ιδεολογία και στην επιστήμη, και γιατί η θεμελίωση αυτή ολοκληρώθηκε ουσιαστικά
με τη διάλυση του θρησκευτικού μύθου της ανάγνωσης. Αντίθετα από το νεαρό Μαρξ
των Χειρογράφων του ’44 που διάβαζε άμεσα, από ανοιχτό βιβλίο, την ανθρώπινη
ουσία στη διαφάνεια της αλλοτρίωσής της, Το Κεφάλαιο επισημαίνει μια απόσταση
και μετατόπιση που είναι εσωτερικές στο πραγματικό, εγγεγραμμένες στη δομή του,
καθιστούν μη αναγνώσιμες τις επιπτώσεις τους και ανάγουν την αυταπάτη της
άμεσης ανάγνωσης σε αποκορύφωμα των επιπτώσεών τους: πρόκειται για το φετιχισμό.
Έπρεπε λοιπόν να φτάσουμε στην ιστορία για να ξεσκεπάσουμε στη φωλιά του το
μύθο της ανάγνωσης. Οι άνθρωποι πήραν αυτό το μύθο από την ιστορία, όπου τον
λάτρεψαν με τις θρησκείες και τις φιλοσοφίες τους, για να τον προβάλλουν στη
φύση προκειμένου να μη χαθούν στην τολμηρή προσπάθεια να τη γνωρίσουν. Μόνο με
βάση την ιστορία, τη θεωρία της ιστορίας, μπορούμε να ερμηνεύσουμε την ιστορική
θρησκεία της ανάγνωσης: τότε θα ανακαλύψουμε πως η ιστορία των ανθρώπων που
βρίσκεται στα Βιβλία δεν είναι κείμενο γραμμένο στις σελίδες ενός Βιβλίου. Η
αλήθεια της ιστορίας δεν διαβάζεται στο ρητό της λόγο, γιατί το κείμενο της
ιστορίας δεν είναι κείμενο όπου μιλά μια φωνή (Λόγος[2]). Είναι η μη επιδεκτική
ακρόασης και ανάγνωσης αποτύπωση των αποτελεσμάτων μιας δομής δομών. Μερικές
από τις εισηγήσεις του τόμου δείχνουν πως όχι μόνο δεν μιλάω μεταφορικά, αλλά
και χρησιμοποιώ τους όρους στην κυριολεξία τους. Να διαρρήξουμε κάθε δεσμό με
το θρησκευτικό μύθο της ανάγνωσης. Αυτή η θεωρητική ανάγκη πήρε στον Μαρξ τη
συγκεκριμένη μορφή της ρήξης με την εγελιανή αντίληψη για το Όλο ως «πνευματική»
ολότητα, πιο συγκεκριμένα ως εκφραστική ολότητα. Δεν είναι τυχαίο που
ανασηκώνοντας το λεπτό φύλλο της θεωρίας της ανάγνωσης βρίσκουμε μια θεωρία της
έκφρασης. Και αποκαλύπτουμε ότι η θεωρία της εκφραστικής ολότητας (που λέει ότι
κάθε μέρος είναι pars totalis που εκφράζει άμεσα το όλο, το οποίο είναι
εγκατεστημένο σε κάθε μέρος) είναι η θεωρία που συγκεντρώνει για τελευταία φορά
στον Χέγκελ, και μάλιστα στο έδαφος της ίδιας της ιστορίας, όλους τους
αλληλοσυμπληρούμενους θρησκευτικούς μύθους της φωνής που μιλά (Λόγος[3]) μέσα
από τη ροή ενός λόγου, της Αλήθειας που κατοικεί στη Γραφή της. του αυτιού που
ακούει και του ματιού που διαβάζει αυτό το λόγο για να αποκαλύψουν (αν είναι
αγνά) το λόγο της Αληθείας που κατοικεί αυτοπροσώπως σε κάθε Λέξη της. Είναι
περιττό να προσθέσουμε πως από τη στιγμή που διαλύθηκε η θρησκευτική συνενοχή
ανάμεσα στο Λόγο και το Είναι, ανάμεσα στο Μεγάλο Βιβλίο, που αποτελεί το είναι
του Κόσμου και το λόγο της γνώσης του κόσμου, ανάμεσα στην ουσία των πραγμάτων
και στην ανάγνωσή της, από τη στιγμή που διαλύθηκαν οι σιωπηρές συμφωνίες με
τις οποίες οι άνθρωποι μιας εύθραυστης ακόμα εποχής καλύπτονταν κάνοντας
μαγικές συμμαχίες ενάντια στην αβεβαιότητα της ιστορίας και το δέος μπροστά στα
τολμήματά τους, από τη στιγμή έσπασαν αυτά τα δεσμά, γεννήθηκε επιτέλους μια νέα
αντίληψη του λόγου.
4.
Ας επιστρέψουμε στο
Μαρξ, επισημαίνοντας ότι μπορούμε να εντοπίσουμε στα όσα λέει αλλά και στα όσα
κάνει την ίδια τη μετάβαση από μια αρχική ιδέα και πρακτική της ανάγνωσης σε
μια νέα πρακτική της και σε μια θεωρία της ιστορίας που μπορεί να μας προσφέρει
μια νέα θεωρία της ανάγνωσης.
Όταν διαβάζουμε τον
Μαρξ έχουμε απέναντί μας έναν αναγνώστη που διαβάζει μπροστά μας και μεγαλόφωνα.
Εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι τόσο το ότι ο Μαρξ υπήρξε ένας έξοχος αναγνώστης,
αλλά κυρίως το ότι ένοιωσε την ανάγκη να θρέψει το κείμενό του με μεγαλόφωνες
αναγνώσεις, όχι μόνο για τη χαρά των παραθεμάτων ή για την επιμονή στις
παραπομπές (σ’ αυτό το σημείο έδειχνε μανιακή ακρίβεια και οι αντίπαλοί του
επρόκειτο να το πληρώσουν ακριβά), όχι μόνο λόγω της πνευματικής εντιμότητας
που τον έκανε πάντα να αναγνωρίζει με απλοχεριά τις οφειλές του (ήξερε πολύ
καλά τι σημαίνει να έχεις χρέη), αλλά και για λόγους που συνδέονται άμεσα και
βαθιά με τις θεωρητικές συνθήκες της αποκάλυψής του. Ο Μαρξ λοιπόν διαβάζει
μπροστά μας μεγαλόφωνα. Όχι μόνο στις Θεωρίες για την υπεραξία[4] – βιβλίο που
ουσιαστικά έμεινε σε κατάσταση σημειώσεων – αλλά και στο Κεφάλαιο: διαβάζει
Κεναί, διαβάζει Σμιθ, διαβάζει Ρικάρντο κλπ. Τους διαβάζει με τρόπο που
φαίνεται πολύ σαφής: επιδιώκει να στηριχτεί σε ό,τι σωστό είχαν πει και να
επικρίνει τα σφάλματά τους, με δυο λόγια να πάρει θέση απέναντι στους
αναγνωρισμένους δασκάλους της Πολιτικής Οικονομίας. Παρόλα αυτά, ο τρόπος που ο
Μαρξ διαβάζει Σμιθ και Ρικάρντο είναι σαφής μονάχα για μια ορισμένη ανάγνωση
αυτής της ανάγνωσης: για μια ανάγνωση άμεση που δεν θέτει ερωτήματα σ’ αυτά που
διαβάζει, αλλά παίρνει τις μετρητοίς τις προφάνειες του κειμένου που διαβάζει. Στην
πραγματικότητα, αν κοιτάξουμε από κοντά τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ διαβάζει
τον Σμιθ και τον Ρικάρντο – τους χρησιμοποιώ εδώ ως παράδειγμα – θα δούμε ότι
είναι αρκετά ιδιόρρυθμος. Πρόκειται για μια διπλή ανάγνωση - ή καλύτερα για μια
ανάγνωση που χρησιμοποιεί δύο ριζικά διαφορετικές αρχές ανάγνωσης.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο
Μαρξ διαβάζει το λόγο του προκατόχου του (π.χ. του Σμιθ) μέσω του δικού του
λόγου. Αυτή η υπό ορισμένο πρίσμα ανάγνωση, στην οποία βλέπουμε το κείμενο του
Σμιθ μέσω του κειμένου του Μαρξ, που προβάλλεται πάνω του σαν μέτρο, συντάσσει
έναν κατάλογο των σημείων συμφωνίας και διαφωνίας, δηλαδή έναν απολογισμό των
ανακαλύψεων και των σφαλμάτων του Σμιθ, των θετικών και αρνητικών στοιχείων, των
παρουσιών και απουσιών του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αναδρομική θεωρητική
ανάγνωση, όπου τα όσα ο Σμιθ δεν μπόρεσε να δει και να καταλάβει εμφανίζονται
ως απόλυτη έλλειψη. Ορισμένες ελλείψεις παραπέμπουν σε άλλες, και αυτές σε
κάποια αρχική έλλειψη. Ωστόσο αυτή η αναγωγή δεν μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από
τη διαπίστωση παρουσιών και απουσιών. Η ανάγνωση δεν εξηγεί τα αίτια των
ελλείψεων, αφού τις αναιρεί με το να τις διαπιστώνει: μέσα από τη συνέχεια του
λόγου του, ο Μαρξ δείχνει τα αόρατα – για τον Σμιθ – κενά που υπάρχουν κάτω από
τη φαινομενική συνέχεια του σμιθιανού λόγου. Ο Μαρξ ερμηνεύει πολύ συχνά αυτές
τις ελλείψεις ως απροσεξίες του Σμιθ, ήτοι ως κυριολεκτικές απουσίες: ο Σμιθ
δεν μπόρεσε να δει αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια του, δεν μπόρεσε να
πιάσει αυτό που είχε στα χέρια του. «Αβλεψίες» που τελικά ανάγονται σχεδόν όλες
στην «τεράστια αβλεψία» της σύγχυσης του σταθερού με το μεταβλητό κεφάλαιο, που
με τον «απίστευτο» παραλογισμό της κυριαρχεί σε ολόκληρη την κλασική οικονομία.
Έτσι, κάθε ελάττωμα στο σύστημα των εννοιών που συνθέτει τη γνώση ανάγεται στο
ψυχολογικό ελάττωμα της «όρασης». Αν όμως η απουσία όρασης αιτιολογεί τις
αβλεψίες, αυτό σημαίνει αναγκαστικά και ότι η παρουσία και η οξύτητα της «όρασης»
αιτιολογεί τις θεάσεις: δηλαδή όλες τις αναγνωρισμένες γνώσεις.
Η ενιαία αυτή λογική
της αβλεψίας και της θέασης μας αποκαλύπτει το πρόσωπό της: είναι η λογική μιας
αντίληψης για τη γνώση, σύμφωνα με την οποία ολόκληρο το έργο γνώσης ανάγεται
ουσιαστικά στην αναγνώριση της απλής σχέσης της όρασης και η φύση του αντικειμένου
ανάγεται στην απλή κατάσταση του δεδομένου. Ό,τι δεν είδε ο Σμιθ από αδυναμία
της όρασης, γίνεται ορατό από τον Μαρξ: τα όσα δεν είδε ο Σμιθ ήταν πέρα για
πέρα ορατά, και ακριβώς επειδή ήταν ορατά, ο μεν Σμιθ δεν τα είδε αλλά ο Μαρξ
τα είδε. Γυρίζουμε γύρω από το ίδιο σημείο: ξαναπέφτουμε στο μύθο του καθρέφτη
όπου η γνώση είναι όραση ενός δεδομένου αντικειμένου ή ανάγνωση ενός έτοιμου
κειμένου, όπου αμφότερα είναι η διαφάνεια αυτή καθαυτή, όπου το ελάττωμα της
τύφλωσης και η αρετή της διορατικότητας ανήκουν δικαιωματικά στην όραση, στο
ανθρώπινο μάτι. Επειδή όμως οι άλλοι μας φέρονται όπως εμείς φερόμαστε στους
άλλους, ο Μαρξ ανάγεται στον Σμιθ, με εξαίρεση τη μυωπία. Εκμηδενίζεται η
τεράστια εργασία χάρη στην οποία ο Μαρξ ξέφυγε από την υποτιθέμενη μυωπία του
Σμιθ. Περιορίζεται στην απλή διαφορά της όρασης στην ηλιόφωτη μέρα όπου δεν
είναι μαύρες όλες οι αγελάδες, και εκμηδενίζεται η ιστορική απόσταση και η
θεωρητική μετατόπιση με την οποία ο Μαρξ νοεί τη θεωρητική διαφορά, που
τελεσίδικα τον χωρίζει από τον Σμιθ. Και τελικά εμείς, μέτοχοι της ίδιας μοίρας
της όρασης, είμαστε καταδικασμένοι να μην βλέπουμε στον Μαρξ παρά ό,τι εκείνος
είχε δει.
5.
Στον Μαρξ υπάρχει ωστόσο και μια δεύτερη, τελείως διαφορετική
ανάγνωση, που δεν επιδέχεται σύγκριση με την πρώτη. Η πρώτη στηρίζεται
αποκλειστικά στη διττή και συνδυασμένη διαπίστωση των παρουσιών και των
απουσιών, των θεάσεων και των αβλεψιών, και βαρύνεται από μια παράδοξη αβλεψία:
δεν βλέπει ότι η συνδυασμένη ύπαρξη παρατηρήσεων και αβλεψιών σε έναν συγγραφέα
θέτει το πρόβλημα του συνδυασμού τους. Δεν βλέπει αυτό το πρόβλημα, ακριβώς
γιατί το πρόβλημα είναι ορατό μόνον ως αόρατο, γιατί το πρόβλημα αφορά κάτι
τελείως διαφορετικό από τα δοσμένα αντικείμενα, για τη διαπίστωση των οποίων θα
αρκούσε το καθαρό μάτι: αφορά μια αναγκαία αόρατη σχέση ανάμεσα στο πεδίο του
ορατού και του μη ορατού, μια σχέση που ορίζει την αναγκαιότητα του σκοτεινού
πεδίου του μη ορατού ως αναγκαίο αποτέλεσμα της δομής του ορατού πεδίου.
Για να εξηγηθώ καλύτερα
θα αφήσω προς το παρόν εκκρεμή αυτή την απότομη τοποθέτηση του προβλήματος, και
θα επανέλθω, αφού πρώτα κάνω μια παρέκβαση αναλύοντας το δεύτερο είδος
ανάγνωσης που βρίσκουμε στον Μαρξ. Είναι αρκετό ένα παράδειγμα: το εξαίρετο 17ο
κεφάλαιο του Κεφαλαίου, σχετικά με το μισθό (MEW, 23, 559-561), που έχει ως
άμεσο σχολιασμό τις θαυμάσιες θεωρητικές παρατηρήσεις του Ένγκελς στον Πρόλογο
του Δεύτερου Βιβλίου. Παραπέμπω λοιπόν στον Μαρξ ως αναγνώστη των κλασικών
οικονομολόγων:
"Η κλασική
πολιτική οικονομία δανείστηκε από την καθημερινή ζωή χωρίς καμιά κριτική την
κατηγορία 'τιμή της εργασίας' για να θέσει ακολούθως το ερώτημα πώς καθορίζεται
η τιμή αυτή. Κατανόησε γρήγορα ότι η αλλαγή στη σχέση προσφοράς και ζήτησης δεν
εξηγεί τίποτε σχετικά με την τιμή της εργασίας, όπως και σχετικά με την τιμή
οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, εκτός από την αλλαγή της, δηλαδή τις
διακυμάνσεις των τιμών αγοράς πάνω ή κάτω από ορισμένο μέγεθος. Όταν η ζήτηση
και η προσφορά ισορροπούν παύει η διακύμανση της τιμής, αν οι λοιποί όροι
παραμένουν αμετάβλητοι. Αλλά τότε παύει επίσης να εξηγεί ο,τιδήποτε η ζήτηση
και η προσφορά. Όταν αυτές οι δύο ισορροπούν η τιμή της εργασίας δεν εξαρτάται
πλέον από τη σχέση τους. Αυτή η φυσική τιμή αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο
της ανάλυσης.
Ορισμένοι εξέτασαν μια
μεγαλύτερη περίοδο διακυμάνσεων της τιμής αγοράς, π.χ. ένα χρόνο, και βρήκαν
πως οι διακυμάνσεις της αντισταθμίζονται οδηγώνας σε ένα μέσο, σταθερό μέγεθος.
Αυτό το μέγεθος πρέπει βέβαια να ορισθεί με τρόπο διαφορετικό από την
αντισταθμιστική διακύμανση σε σχέση με το ίδιο. Αυτή η τιμή που είναι
βασικότερη από τις τυχαίες τιμές αγοράς της εργασίας και τις ρυθμίζει είναι η "αναγκαία
τιμή" των Φυσιοκρατών" ή η "φυσική τιμή" της εργασίας (Άνταμ
Σμιθ) και αναγκαστικώς συνιστά, όπως συμβαίνει και στα άλλα εμπορεύματα, την
αξία της εκφρασμένη σε χρήμα. Έτσι η πολιτική οικονομία νόμιζε πως μέσω των
τυχαίων τιμών της εργασίας θα οδηγηθεί στην πραγματική αξία της. Όπως και για
τα άλλα εμπορεύματα, η αξία αυτή καθορίστηκε ακολούθως από τα έξοδα παραγωγής. Τι
είναι όμως τα έξοδα παραγωγής του εργάτη, δηλαδή τα έξοδα που χρειάζονται για
να παραχθεί και να αναπαραχθεί ο ίδιος ο εργάτης; Αυτό το ερώτημα αντικατέστησε
ασυνείδητα για την πολιτική οικονομία το αρχικό ερώτημα, διότι με τα κόστη
παραγωγής του εργάτη κινούνταν διαρκώς σε κύκλο και δεν μπορούσε να ξεφύγει. Αυτό
λοιπόν που αποκαλεί αξία της εργασίας (value of labor) είναι στην
πραγματικότητα η αξία της εργασιακής δύναμης, η οποία υφίσταται στο πρόσωπο του
εργάτη και είναι τόσο διαφορετική από την εργασία όσο και η μηχανή από τις
λειτουρίες της. Όσοι ασχολούνται με τη διαφορά ανάμεσα στις τιμές αγοράς της
εργασίας και στη λεγόμενη αξία της, με τη σχέση αυτής της τιμής με το ποσοστό
κέρδους και με τα δια της εργασίας παραγόμενες
αξίες εμπορευμάτων κλπ. δεν θα ανακαλύψουν ποτέ ότι η πορεία της
ανάλυσης δεν τους οδηγεί μόνον από τις τιμές αγοράς της εργασίας στην
υποτιθέμενη αξία της, αλλά και στο να διαλύσουν και πάλι αυτή την αξία της
εργασίας στην αξία της εργασιακής δύναμης. Η έλλειψη συνείδησης γι αυτό το
αποτέλεσμα της ανάλυσής τους, η άκριτη αποδοχή των κατηγοριών 'αξία της
εργασίας', 'φυσική τιμή της εργασίας' κλπ. ως ύπατη κατάλληλη έκφραση της
μελετώμενης αξιακής σχέσης ενέπλεξε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, την κλασική πολιτική
οικονομία σε ανυπέρβλητες συγχύσεις και αντιφάσεις, ενώ προσέφερε μια ασφαλή
βάση επιχειρήσεων για τις αποκλειστικά για τη φαινομενικότητα ενδιαφερόμενες
κοινοτοπίες της χυδαίας οικονομίας"[5].
Παίρνω το εντυπωσιακό
αυτό κείμενο γι’ αυτό που είναι: σημειώσεις που κρατούσε ο Μαρξ κατά την
ανάγνωση της κλασικής οικονομίας. Και πάλι μπαίνουμε στον πειρασμό να
πιστέψουμε πως είμαστε καθηλωμένοι σε μιαν αντίληψη για τη γνώση που κάνει
απολογισμό παρατηρήσεων και αβλεψιών. Η κλασική πολιτική οικονομία είδε μεν ότι
…, αλλά δεν είδε ότι …, «δεν κατάφερε ποτέ» να δει ότι …
Φαίνεται δε ότι ο
απολογισμός παρατηρήσεων και αβλεψιών γίνεται υπό ένα ορισμένο πρίσμα, ότι
δηλαδή οι μαρξιστικές παρουσίες επισημαίνουν τις κλασικές απουσίες. Υπάρχει
ωστόσο μια μικρή, ελάχιστη, διαφορά που, προειδοποιώ πάραυτα τον αναγνώστη, κάθε
άλλο παρά έχουμε τη διάθεση να μην τη δούμε: Εκείνο που δεν βλέπει η κλασική
πολιτική οικονομία, δεν είναι ό,τι δεν βλέπει, αλλά εκείνο ακριβώς που βλέπει. δεν
είναι κάτι που της λείπει, είναι εκείνο που δεν της λείπει. δεν είναι κάτι που
της ξεφεύγει, είναι εκείνο που δεν της ξεφεύγει. Η αβλεψία συνίσταται συνεπώς
στο να μη βλέπεις αυτό που βλέπεις. Δεν αναφέρεται λοιπόν στο αντικείμενο αλλά
στην ίδια την όραση. Η αβλεψία αφορά την όραση: η μη όραση είναι εσωτερική στην
όραση, είναι μια μορφή όρασης, άρα έχει μιαν αναγκαία σχέση με την όραση.
Έτσι αγγίζουμε το
πρόβλημά μας, που υπάρχει εντός, και τίθεται διά της έμπρακτης ταυτότητας της
οργανικής σύγχυσης της μη όρασης μέσα στην όραση. Με καλύτερη διατύπωση, η
διαπίστωση της μη όρασης, ή αβλεψίας, δεν συνιστά ανάγνωση της κλασικής
οικονομίας υπό το πρίσμα της θεωρίας του Μαρξ, δεν αποτελεί σύγκριση ανάμεσα
στην κλασική θεωρία και στη μαρξιστική, η οποία χρησιμεύει εδώ για μέτρο – δεδομένου
ότι εδώ συγκρίνουμε την κλασική θεωρία με τον εαυτό της, τη μη όρασή της με την
όρασή της. Συνεπώς εδώ συναντούμε το πρόβλημά μας σε καθαρή κατάσταση, όπως
ορίζεται σε μία και μόνη περιοχή, δίχως αναδρομικές αναγωγές στο άπειρο. Κατανοώντας
την αναγκαία και παράδοξη ταυτότητα της μη όρασης με την όραση μέσα στην ίδια
την όραση, διατυπώνουμε με ακρίβεια το πρόβλημά μας (αναγκαία σχέση ανάμεσα στο
ορατό και στο αόρατο) και, θέτοντάς το ορθά, έχουμε την ευκαιρία να το λύσουμε.
6.
Πώς είναι όμως δυνατή η
ταυτότητα της μη όρασης και της όρασης μέσα στην όραση; Ας ξαναδιαβάσουμε
προσεχτικά το κείμενό μας. Μέσα στη ροή των προβλημάτων που είχε θέσει στον
εαυτό της η κλασική οικονομία σχετικά με την «αξία της εργασίας», συνέβη κάτι
πολύ περίεργο. Η κλασική πολιτική οικονομία «παρήγαγε» (όπως θα πει ο Ένγκελς
στον Πρόλογο του Δεύτερου Βιβλίου για την φλογιστική χημεία που «παρήγαγε» το
οξυγόνο, και την κλασική οικονομία που «παρήγαγε» την υπεραξία) μια σωστή
απάντηση: η αξία της «εργασίας» ισούται με την αξία των μέσων συντήρησης που
είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της "εργασίας". Μια ορθή απάντηση
είναι πάντα μια ορθή απάντηση. Κάθε αναγνώστης «πρώτου είδους» θα βάλει καλό
βαθμό στον Σμιθ και στον Ρικάρντο, και θα προχωρήσει σε άλλες αναλύσεις. Όχι
όμως ο Μαρξ. Γιατί το μάτι του Μαρξ τρόπος του λέγειν πεταρίζει λόγω μιας
περίεργης ιδιότητας αυτής της απάντησης: είναι η σωστή απάντηση σ’ ένα ερώτημα
που παρουσιάζει το μοναδικό ελάττωμα να μην έχει τεθεί.
Το αρχικό ερώτημα όπως
το διατύπωνε το κείμενο της κλασικής οικονομίας, ήταν: ποια είναι η αξία της
εργασίας; Και η απάντηση, αν την περιορίσουμε στο αυστηρό της περιεχόμενο που
μπορεί να τεκμηριωθεί πλήρως στο ίδιο το κείμενο της κλασικής οικονομίας που
την παράγει, γράφεται ως εξής: "η αξία της (...) εργασίας καθορίζεται από
τα έξοδα παραγωγής και αναπαραγωγής της (...) εργασίας". Στο κείμενο της
απάντησης υπάρχουν δύο κενά, δύο απουσίες. Εκείνος που μας κάνει να δούμε τα
κενά στο κείμενο της απάντησης της κλασικής οικονομίας είναι ο Μαρξ: μας
επιτρέπει να δούμε μόνον τι λέει το κλασικό κείμενο μη λέγοντάς το, και τι δεν
λέει λέγοντάς το. Συνεπώς, δεν είναι ο Μαρξ που λέει τα όσα το κλασικό κείμενο
δεν λέει. Ο Μαρξ δεν παρεμβαίνει για να επιβάλει στο κλασικό κείμενο, εκ των
έξω, ένα λόγο που θα αποκάλυπτε την αλαλία του. Το ίδιο το κλασικό κείμενο μας
λέει πως σωπαίνει: μας το λέει η σιωπή του, τα ίδια του τα λόγια. Πραγματικά, αν
σβύσουμε τα αποσιωπητικά μας, αν καταργήσουμε τα κενά μας, συνεχίζουμε πάντα να
έχουμε τον ίδιο λόγο, την ίδια φαινομενικά «πλήρη» φράση: "η αξία της
εργασίας καθορίστηκε ακολούθως από τα έξοδα παραγωγής". Αυτή όμως η φράση
δεν λέει τίποτε. Τι σημαίνει παραγωγή της «εργασίας»; Τι σημαίνει αναπαραγωγή
της «εργασίας»; Μπορούμε να φανταστούμε ότι είναι αρκετό να αντικαταστήσουμε
μια λέξη στο τέλος της απάντησης: αντί για «εργασία» να βάλουμε «εργάτης» - και
λύνεται το πρόβλημα. "η αξία της (...) εργασίας καθορίζεται από τα έξοδα
παραγωγής και αναπαραγωγής του εργάτη". Επειδή όμως εργάτης και εργασία
δεν είναι το ίδιο πράγμα, ο όρος στο τέλος της φράσης συγκρούεται με τον όρο
της αρχής: το περιεχόμενό τους δεν είναι το ίδιο και δεν μπορεί να γραφεί μια
εξίσωση, γιατί ο μισθός δεν αγοράζει τον εργάτη, αγοράζει την «εργασία» του. Πώς
εντάσσεται αυτή η πρώτη εργασία στο δεύτερο όρο "εργάτης"; Αυτό
σημαίνει ότι, στη διατύπωση της φράσης, και για την ακρίβεια στον όρο «εργασία»
στην αρχή της απάντησης και στο τέλος της απάντησης, λείπει κάτι, και η έλλειψη
αυτή δηλώνεται καθαρά από τη λειτουργία των όρων στη συνολική φράση. Καταργώντας
τα αποσιωπητικά μας – τα κενά μας – αποκαθιστούμε μια φράση που, αν την πάρουμε
κατά γράμμα, δείχνει η ίδια μέσα της τους κενούς τόπους, αναδεικνύει τα
αποσιωπητικά ως έδρες μιας έλλειψης που παράγεται από το «πλήρες» της ίδιας της
διατύπωσης.
Η έλλειψη αυτή
εντοπίζεται, από την ίδια την απάντηση, μέσα στην απάντηση, σε άμεση γειτνίαση με
τη λέξη «εργασία», είναι η παρουσία μέσα στην απάντηση της απουσίας του
ερωτήματός της, είναι η έλλειψη του ερωτήματός της. Γιατί το ερώτημα που έχει
τεθεί δεν επαρκεί προφανώς για να εντοπίσει μέσα του αυτή την έλλειψη. «Ποια
είναι η αξία της εργασίας;» είναι φράση ταυτόσημη με μια έννοια, μια φράση–έννοια
που αρκείται να διατυπώνει την έννοια «αξία της εργασίας», μια φράση–διατύπωση,
που δεν δηλώνει καμία έλλειψη, εκτός και αν αυτή η ίδια είναι συνολικά, ως
έννοια, μια ελλείπουσα ερώτηση, μια ελλείπουσα έννοια, η έλλειψη μιας έννοιας. Η
απάντηση είναι εκείνη που απαντά σχετικά με το ερώτημα, αφού ο χώρος του
ερωτήματος περιορίζεται στην έννοια «εργασία», η οποία από την απάντηση
δηλώνεται ως ο τόπος της έλλειψης. Η απάντηση μας λέει ότι αυτή καθαυτή η έλλειψη
είναι το ερώτημα, και τίποτε άλλο.
Εάν λοιπόν η απάντηση, συμπεριλαμβανομένων
των ελλείψεών της, είναι ορθή, και εάν η ερώτησή της δεν είναι παρά η έλλειψη
της έννοιάς της, αυτό οφείλεται στο ότι η απάντηση απαντά σε ένα άλλο ερώτημα, το
οποίο παρουσιάζει το εξής χαρακτηριστικό: δεν έχει διατυπωθεί στα κείμενα της
κλασικής οικονομίας, αλλά έχει διατυπωθεί με αποσιωπητικά στην απάντησή του, για
την ακρίβεια στα αποσιωπητικά της απάντησής του. Γι’ αυτό ο Μαρξ μπορεί να
γράφει:
"Αυτό το ερώτημα αντικατέστησε ασυνείδητα για την πολιτική
οικονομία το αρχικό ερώτημα".
Γι’ αυτό μπορεί ο Μαρξ
να θέτει το μη διατυπωμένο ερώτημα, διατυπώνοντας απλά και μόνο την έννοια που
είναι παρούσα με μη διατυπωμένη μορφή στα κενά της απάντησης, παρούσα στην
απάντηση σε σημείο που να παράγει και να προξενεί την εμφάνιση των ίδιων των
κενών μέσα της, ως κενών μιας παρουσίας. Ο Μαρξ αποκαθιστά τη συνέχεια της
διατύπωσης εισάγοντας–αποκαθιστώντας μέσα στη διατύπωση την έννοια εργασιακή
δύναμη, που είναι παρούσα στα κενά της διατύπωσης της απάντησης της κλασικής
πολιτικής οικονομίας. Όταν δε ο Μαρξ δημιουργεί-αποκαθιστά τη συνέχεια της
απάντησης, με τη διατύπωση της έννοιας εργασιακή δύναμη, παράγει ταυτόχρονα την
ερώτηση που μέχρι τότε δεν είχε τεθεί, και στην οποία απαντά η μέχρι τότε άνευ
ερωτήσεως απάντηση.
Και τότε έχουμε την
εξής απάντηση: «"η αξία της δύναμης εργασίας καθορίζεται από τα έξοδα
παραγωγής και αναπαραγωγής της δύναμης εργασίας" -και η ερώτηση παίρνει
την εξής μορφή: «ποια είναι η αξία της εργασιακής δύναμης;»
Ξεκινώντας από την
αποκατάσταση μιας διατύπωσης που είχε κενά και την παραγωγή του ερωτήματός της
με βάση την απάντηση, μπορούμε να φέρουμε στο φως τους λόγους που εξηγούν την
τυφλότητα της κλασικής οικονομίας απέναντι σε κάτι που ωστόσο βλέπει, και άρα
τη μη όραση που είναι εσωτερική στην όρασή της. Ακόμα καλύτερα, φαίνεται ότι ο
μηχανισμός με τον οποίο ο Μαρξ μπορεί να βλέπει αυτό που η κλασική οικονομία
δεν βλέπει ενώ βλέπει, είναι ταυτόσημος με το μηχανισμό με τον οποίο ο Μαρξ
βλέπει ό,τι δεν βλέπει η κλασική οικονομία. είναι επίσης ταυτόσημος, καταρχήν
τουλάχιστον, με το μηχανισμό με τον οποίο διαλογιζόμαστε το εγχείρημα της
θέασης μιας μη θέασης του ορατού, διαβάζοντας ένα κείμενο του Μαρξ που αποτελεί
με τη σειρά του ανάγνωση του κειμένου της κλασικής οικονομίας.
7.
Αυτό το σημείο είναι το
κατάλληλο για να ανακαλύψουμε την αιτία αυτής της αβλεψίας που συνδέεται με τη
θέαση: πρέπει να μεταρρυθμίσουμε εκ θεμελίων την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για
τη γνώση, να εγκαταλείψουμε το μύθο των αντικατοπτρισμών της άμεσης θέασης και
ανάγνωσης και να νοήσουμε τη γνώση ως παραγωγή.
Αν η πολιτική οικονομία
έπεσε σε κάποια παρανόηση, η παρανόηση αυτή αφορά τελικά το μετασχηματισμό του
αντικειμένου της αβλεψίας της. Εκείνο που δεν βλέπει η πολιτική οικονομία δεν
είναι ένα προϋπάρχον αντικείμενο, που θα μπορούσε να το δει αλλά δεν το είδε. Είναι
ένα αντικείμενο που το παράγει αυτή με το γνωστικό της εγχείρημα και δεν υπήρχε
πριν από αυτή. για την ακρίβεια, εκείνο που δεν βλέπει είναι αυτή η ίδια η
παραγωγή, αυτό το ίδιο το αντικείμενο. Δηλαδή, η πολιτική οικονομία δεν βλέπει
ακριβώς τι κάνει: παράγει μια νέα απάντηση δίχως ερώτημα, παράγοντας ταυτόχρονα
και ένα καινούργιο λανθάνον ερώτημα, που αποτελεί την κρυμμένη πλευρά της νέας
απάντησης. Μέσα από τα κενά της νέας απάντησης η πολιτική οικονομία παρήγαγε
ένα καινούργιο ερώτημα, «εν αγνοία της».
«Αυτό το ερώτημα αντικατέστησε ασυνείδητα για την πολιτική οικονομία το αρχικό
ερώτημα», και παρήγαγε ένα καινούργιο πρόβλημα, αλλά χωρίς να το ξέρει. Αντιθέτως
μάλιστα είναι πεπεισμένη ότι παρέμεινε στο πεδίο του παλιού προβλήματος, ενώ "ασυνείδητα"
άλλαξε πεδίο. Η τυφλότητά της, η «αβλεψία» της οφείλονται στη σύγχυση ανάμεσα
στο τι παράγει και στο τι βλέπει, οφείλεται στην "παρανόηση" που σε
άλλα σημεία ο Μαρξ χαρακτηρίζει «λογοπαίγνιο» (Wortspiel) αναγκαστικά
ανεξιχνίαστο γι’ αυτόν που το διατυπώνει.
Γιατί η πολιτική
οικονομία μένει αναγκαστικά τυφλή απέναντι σ’ αυτό που παράγει και απέναντι
στην παραγωγική της εργασία; Επειδή έχει τα μάτια της καρφωμένα στο παλιό της
ερώτημα και εξακολουθεί να συσχετίζει τη νέα της απάντηση με το παλιό της
ερώτημα. επειδή μένει προσηλωμένη στον παλιό «ορίζοντα», όπου το νέο πρόβλημα «δεν
είναι ορατό»[6]. Έτσι οι μεταφορές με τις οποίες ο Μαρξ στοχάζεται την αναγκαία
αυτή «παρανόηση» βασίζονται στην εικόνα της αλλαγής εδάφους και της σύστοιχης
αλλαγής ορίζοντα. Μας υποβάλλουν μια πολύ σημαντική παρατήρηση που δεν μας
αφήνει να πέσουμε στην ψυχολογική εκδοχή της «αβλεψίας» ή της «άγνοιας». Στην
πραγματικότητα αυτό που κρίνεται με την παραγωγή του νέου αυτού προβλήματος που
εν αγνοία της θέτει η νέα απάντηση, δεν είναι ένα συγκεκριμένο καινούριο
αντικείμενο που εμφανίζεται, ανάμεσα σε άλλα γνωστά αντικείμενα, ως απρόσκλητος
επισκέπτης σε οικογενειακή συγκέντρωση. Αυτό θέτει το ζήτημα μετασχηματισμού
του συνολικού εδάφους και ορίζοντα στους οποίους παρήχθη το νέο πρόβλημα. Η
ανάδυση του νέου αυτού κρίσιμου προβλήματος δίνει απλά το στίγμα ενός πιθανού
κρίσιμου μετασχηματισμού, μιας πιθανής λανθάνουσας μετάλλαξης, που επηρεάζουν
την πραγματικότητα αυτού του εδάφους σ’ όλη του την έκταση μέχρι τα έσχατα όρια
του "ορίζοντά" του. Για να επαναλάβω μια παλιότερη διατύπωσή μου[7], το
γεγονός ότι παράγεται ένα νέο πρόβλημα με αυτόν τον κρίσιμο χαρακτήρα αποτελεί
αβέβαιη ένδειξη της πιθανής παραγωγής μιας νέας θεωρητικής προβληματικής, της
οποίας αυτό το πρόβλημα συνιστά σύμπτωμα. Ο Ένγκελς, στον Πρόλογο στο Δεύτερο
Βιβλίο του Κεφαλαίου, μιλά σαφέστατα: η απλή «παραγωγή» του οξυγόνου από τη
φλογιστική χημεία και της υπεραξίας από την κλασική οικονομία εμπεριέχουν τα
μέσα όχι μόνο για να τροποποιήσουμε την παλιά θεωρία σε κάποιο σημείο της, αλλά
και για να «ανατρέψουμε» τη χημεία ή την οικονομία "συνολικά" (MEW 24,
22-23). Εκείνο λοιπόν που κρίνεται σε τούτο το αστάθμητο και φαινομενικά
περιορισμένης εμβέλειας γεγονός είναι η πιθανότητα μιας επαναστατικής αλλαγής
στην παλιά θεωρία, δηλαδή στο σύνολο της παλιάς προβληματικής. Έτσι έχουμε
μπροστά μας ένα γεγονός που αποτελεί γνώρισμα αυτής καθαυτής της ύπαρξης της
επιστήμης: η επιστήμη μπορεί να θέτει προβλήματα μονάχα στο έδαφος και στον
ορίζοντα μιας ορισμένης θεωρητικής δομής, δηλαδή της προβληματικής της, η οποία
αποτελεί την απόλυτα προσδιορισμένη συνθήκη εφικτότητας και επομένως τον
απόλυτο καθορισμό των μορφών τοποθέτησης κάθε προβλήματος σε μια συγκεκριμένη στιγμή
της επιστήμης[8].
Έτσι καταφέρνουμε να
εννοήσουμε πώς καθορίζεται το ορατό ως ορατό και το μη ορατό ως μη ορατό, καθώς
και τον οργανικό δεσμό που συνδέει το μη ορατό με το ορατό. Ορατό είναι κάθε
αντικείμενο ή πρόβλημα που βρίσκεται στο έδαφος και στον ορίζοντα, δηλαδή στο
συγκεκριμένο και δομημένο πεδίο της θεωρητικής προβληματικής ενός θεωρητικού
κλάδου. Πρέπει να πάρουμε αυτές τις λέξεις στην κυριολεξία τους. Έτσι προκύπτει
ότι η όραση δεν είναι ένα γεγονός που αφορά το άτομο ως υποκείμενο προικισμένο
με την ικανότητα «να βλέπει», ικανότητα που άλλοτε ασκεί προσεκτικά και άλλοτε
απρόσεκτα. Η όραση είναι αποτέλεσμα των δομικών προϋποθέσεων της προβληματικής,
η όραση είναι η εμμενής σχέση αντανάκλασης[9] του πεδίου της προβληματικής στα
αντικείμενά του και στα προβλήματά του. Έτσι η θέαση χάνει τα θρησκευτικά
προνόμια της ιερής ανάγνωσης: δεν είναι πλέον παρά η αντανάκλαση της εμμενούς
αναγκαιότητας που συνδέει το αντικείμενο ή το πρόβλημα με τους όρους ύπαρξής
του, που εξαρτώνται από τις συνθήκες της παραγωγής του. Στην κυριολεξία εκείνο
που βλέπει ό,τι υπάρχει στο πεδίο που ορίζεται από μια θεωρητική προβληματική
δεν είναι πλέον το μάτι (το μάτι του πνεύματος) ενός υποκειμένου: είναι το ίδιο
το πεδίο που βλέπει τον εαυτό του μέσα στα αντικείμενα ή τα προβλήματα που ορίζει
– και η όραση δεν είναι παρά η αναγκαία αντανάκλαση του πεδίου στα αντικείμενά
του. (Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τη «σύγχυση» στην οποία πέφτουν οι κλασικές
φιλοσοφίες της όρασης όταν βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να οφείλουν να
ομολογήσουν ότι το φως της όρασης προέρχεται ταυτόχρονα από το μάτι και από το
αντικείμενο.)
Η ίδια σχέση που ορίζει
το ορατό, ορίζει και το μη ορατό ως το σκιασμένο αντίθετό του. Το πεδίο της
προβληματικής ορίζει και δομεί το μη ορατό ως χώρο που ορίζεται ως αποκλειόμενος,
αποκλεισμένος από το πεδίο της ορατότητας και οριζόμενος ως αποκλεισμένος από
την ίδια την ύπαρξη και δομή του πεδίου της προβληματικής, ως στοιχείο που
απαγορεύει και απωθεί την αντανάκλαση του πεδίου στο αντικείμενό του, δηλαδή
τον αναγκαίο και εμμενή συσχετισμό της προβληματικής με κάποιο αντικείμενό της.
Αυτό συμβαίνει και με το οξυγόνο στη θεωρία της φλογιστικής χημείας και με την
υπεραξία και τον προσδιορισμό της «αξίας της εργασίας» στην κλασική οικονομία. Τα
νέα αυτά αντικείμενα και προβλήματα είναι αναγκαστικά μη ορατά μέσα στο πεδίο
της υπάρχουσας θεωρίας, γιατί δεν είναι αντικείμενά της, γιατί είναι οι
απαγορεύσεις της – αντικείμενα και προβλήματα που κατ’ ανάγκη δεν έχουν
αναγκαίες σχέσεις με το πεδίο του ορατού που ορίζει αυτή η προβληματική. Είναι
μη ορατά γιατί έχουν δικαίως απορριφθεί, έχουν απωθηθεί από το πεδίο του ορατού:
γι’ αυτό και η φευγαλέα παρουσία τους στο πεδίο, όταν σε τελείως ειδικές και
ενδεικτικές περιστάσεις εμφανισθούν, περνά απαρατήρητη, γίνεται στην κυριολεξία
μια αφανής απουσία – αφού η λειτουργία του πεδίου έγκειται ακριβώς στο ότι δεν
τα βλέπει και απαγορεύει τη θέασή τους. Και εδώ το μη ορατό δεν είναι συνάρτηση
της όρασης ενός υποκειμένου, όπως δεν είναι και το ορατό: μη ορατό σημαίνει ότι
η θεωρητική προβληματική δεν βλέπει τα μη αντικείμενά της. Το μη ορατό είναι το
σκοτάδι, το μάτι που τυφλώνεται από την ανττανάκλαση της θεωρητικής
προβληματικής πάνω του, όταν περνά με κλειστά μάτια από τα μη αντικείμενά της, τα
μη προβλήματά της, για να μην τα κοιτάξει.
Μετά από την αναφορά στις συνθήκες
εφικτότητας του ορατού και του μη ορατού, του εξωτερικού και του εσωτερικού στο
θεωρητικό πεδίο που ορίζει το ορατό, για την οποία δανειστήκαμε τους όρους από
τα πολύ σημαντικά τμήματα του προλόγου του Μισέλ Φουκώ στην Ιστορία της Τρέλλας[10]
– μπορούμε ίσως να κάνουμε ένα παραπάνω βήμα και να δείξουμε ότι μπορεί να
υπάρχει μια κάποια σχέση αναγκαιότητας ανάμεσα στο ορατό και το μη ορατό με την
έννοια που δώσαμε εδώ σε αυτούς τους όρους. Το μη ορατό ενός ορατού πεδίου δεν
είναι γενικά, στην ανάπτυξη μιας θεωρίας, ο,τιδήποτε εξωτερικό και ξένο σε
σχέση με ορατό που ορίζει αυτό το πεδίο. Το μη ορατό ορίζεται από το ορατό ως
δικό του μη ορατό, ως δική του απαγόρευση θέασης: το μη ορατό δεν είναι απλά το
έξω από το ορατό, για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι αυτή τη μεταφορά χώρου, δεν
συνιστά το εξωτερικό σκότος του αποκλεισμού. Αποτελεί το εσωτερικό σκότος του
αποκλεισμού, που είναι εσωτερικός σε σχέση με το ορατό, δεδομένου ότι ορίζεται
από τη δομή του ορατού. Με άλλα λόγια, οι γοητευτικές μεταφορές του εδάφους, του
ορίζοντα και των ορίων ενός ορατού πεδίου που ορίζεται από δεδομένη
προβληματική μπορεί να μας οδηγήσουν σε μια εσφαλμένη ιδέα για τη φύση αυτού
του πεδίου αν πάρουμε κατά γράμμα τη χωρική μεταφορά[11] και νοήσουμε το πεδίο ως χώρο που ορίζεται
από έναν άλλο, εξωτερικό χώρο. Αυτός ο άλλος χώρος βρίσκεται επίσης μέσα στον
πρώτο, είναι ένας χώρος που περιέχεται στον πρώτο ως απάρνησή του. Αυτός ο
άλλος χώρος είναι ουσιαστικά ο πρώτος χώρος που ορίζεται ως απάρνηση όσων θέτει
εκτός των ορίων του. Έχει δηλαδή μόνο εσωτερικά όρια και περιέχει το έξω του
στον εαυτό του. Το παράδοξο λοιπόν του θεωρητικού πεδίου έγκειται, αν θέλουμε
να διατηρήσουμε τη χωρική μεταφορά, στο ότι είναι ένας χώρος άπειρος, ακριβώς
επειδή είναι ορισμένος, ένας χώρος δίχως όρια, δίχως εξωτερικά σύνορα που να
τον χωρίζουν από το ο,τιδήποτε. Αυτό συμβαίνει διότι ορίζεται και περιορίζεται
μέσα στον εαυτό του, έχοντας μέσα του τον πεπερασμένο ορισμό του, που το
καθιστά ό,τι είναι, αποκλείοντας ό,τι δεν είναι. Με τον ορισμό του - πράξη
κατεξοχήν επιστημονική – γίνεται ταυτόχρονα άπειρο στο είδος του και
σημαδεύεται στο εσωτερικό του, σε όλους τους καθορισμούς του από τα όσα
αποκλείει από το ίδιο, μέσα στο ίδιο, ο ορισμός του.
Σε ορισμένες κρίσιμες
και πολύ ιδιόμορφες περιστάσεις, η ανάπτυξη των ερωτημάτων που παράγει η
προβληματική (στην περίπτωσή μας η ανάπτυξη των ερωτημάτων της πολιτικής
οικονομίας που διερωτάται για την «αξία της εργασίας») καταλήγει στο να
παραγάγει τη φευγαλέα παρουσία μιας θέασης του μη ορατού μέρους της στο ορατό
πεδίο της υπάρχουσας προβληματικής. Τότε το προϊόν δεν μπορεί παρά να είναι μη
ορατό, αφού το φως του πεδίου το διαπερνά στα τυφλά δίχως να αντανακλάται πάνω
του. Αυτό το μη ορατό χάνεται ως θεωρητική παραδρομή, απουσία, έλλειψη ή
σύμπτωμα. Εκδηλώνεται όπως είναι, δηλαδή ως μη ορατό για τη θεωρία. Γι’ αυτό ο
Σμιθ διαπράττει την «αβλεψία» του.
Για να δούμε το μη
ορατό, για να δούμε τις «αβλεψίες», για να εντοπίσουμε τα κενά στην πληρότητα
του λόγου και τα λευκά σημεία στο σφιχτοδεμένο κείμενο, δεν χρειάζεται μάτι
κοφτερό ή παρατηρητικό, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό, ένα μάτι γυμνασμένο και
ανανεωμένο, που να προκύπτει από την αντανάκλαση της «αλλαγής πεδίου» στην
άσκηση της όρασης, εκεί όπου ο Μαρξ απεικονίζει το μετασχηματισμό της
προβληματικής. Θεωρώ εδώ το μετασχηματισμό ως δεδομένο, χωρίς να επιχειρώ την
ανάλυση του μηχανισμού που τον θέτει σε κίνηση και τον ολοκληρώνει. Δεν μπορώ
να εξετάσω εδώ μια σειρά προβλημάτων: το ότι η «αλλαγή πεδίου» που έχει ως
αποτέλεσμα αυτή η μεταβολή της ματιάς είναι προϊόν εντελώς ειδικών, σύνθετων
και συχνά δραματικών συνθηκών. το ότι επ'ουδενί λόγω μπορεί να αναχθεί στον
ιδεαλιστικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο το πνεύμα παίρνει τάχα την απόφαση να
αλλάξει «σκοπιά». το ότι θέτει σε κίνηση μια ολόκληρη διαδικασία, την οποία δεν
παράγει η όραση του υποκειμένου, αλλά την αντικαθρεφτίζει στη θέση του. το ότι σ’ αυτή τη διαδικασία πραγματικού
μετασχηματισμού των μέσων παραγωγής της γνώσης οι αξιώσεις ενός «συντακτικού
υποκειμένου» είναι το ίδιο ανεδαφικές όσο και οι αξιώσεις ενός υποκειμένου της
όρασης στην παραγωγή του ορατού. Όλα συμβαίνουν στη διαλεκτική κρίση της
μεταβολής μιας θεωρητικής δομής, όπου το υποκείμενο δεν παίζει το ρόλο που
πιστεύει πως παίζει, αλλά εκείνον που του δόθηκε από το μηχανισμό αυτής της
διαδικασίας. Θα αρκεστούμε στην επισήμανση ότι το υποκείμενο πρέπει να έχει
πάρει τη νέα του θέση στο νέο πεδίο[12], με άλλα λόγια να έχει τοποθετηθεί και
μάλιστα εν μέρει εν αγνοία του στο νέο πεδίο, ώστε να μπορέσει να ρίξει στο
παλιό μη ορατό τη γυμνασμένη ματιά που θα το κάνει ορατό το μη ορατό. Αν ο Μαρξ
μπορεί να δει αυτό που ξεφεύγει από τη ματιά του Σμιθ, είναι γιατί τοποθετήθηκε
στο νέο πεδίο που είχε διαμορφώσει εν αγνοία της η παλιά προβληματική με το να
δώσει στοιχεία μιας νέας απάντησης.
---------------------------
[1] Χρωστάμε στη μακρόχρονη, μοναχική, αδιάλλακτη και οξυδερκή
θεωρητική προσπάθεια του Ζ. Λακάν το αποτέλεσμα ανατροπής της ανάγνωσης του
Φρόυντ, Σε μια εποχή πια αρχίζει να γίνεται κοινό κτήμα ο ριζοσπαστικός
νεοτερισμός του Ζ. Λακάν, όπου ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει με τον τρόπο
του αυτό το κεκτημένο, θέλω να αναγνωρίσω την οφειλή μου σε αυτό το μάθημα
υποδειγματικής ανάγνωσης, που όπως θα δούμε, σε ορισμένα αποτελέσματά του υπερβαίνει
το αρχικό αντικείμενο. Θέλω ν’ αναγνωρίσω αυτό το χρέος δημόσια, για να μη «χαθεί
η εργασία του ράφτη μέσα στο ρούχο» (Μαρξ), έστω και αν αυτό το ρούχο είναι το
δικό μας. Θέλω επίσης να αναγνωρίσω την κρυφή ή φανερή οφειλή στους
αριστοτέχνες της ανάγνωσης των έργων γνώσης, όπως παλιότερα ο Ζ. Μπασελάρ και ο
Ζ. Καβαγιές και σήμερα ο Ζ. Κανγκιλέμ και ο Μ. Φουκώ.
[2] Στα ελληνικά στο πρωτότυπο (ΣτΜ).
[3] Στα ελληνικά στο πρωτότυπο (ΣτΜ).
[4] Η γαλλική μετάφραση φέρει τον τίτλο Histoire des Doctrines Ιconomiques,
μτφ. Molitor, εκδ. Costes.
[5] Το απόσπασμα είναι αρκετά διαφορετικό στον Αλτουσέρ που και
εδώ ακολουθεί τη γαλλική μετάφραση. Δεν μεταβάλλεται ωστόσο το νόημά του (ΣτΜ),
[6] O althusser παραπέμπει στη γαλλική μετάφραση του πρώτου τόμου
του Κεφαλαίου (ed. Sociales, t. II, σ. 210). Τα αποσπάσματα δεν εντοπίστηκαν
στο γερμανικό πρωτότυπο (ΣτΜ).
[7] Pour Marx, σσ. 40, 63-66
και αλλού.
[8] Ο Κόντ το είχε ισχυρά υποψιαστεί σε πολλές περιπτώσεις.
[9] «Σχέση εμμενούς αντικατοπτρισμού»: ο «αντικατοπτρισμός» αυτός
θέτει ένα θεωρητικό πρόβλημα που δεν μπορώ να εξετάσω εδώ: θα διατυπωθούν
ορισμένες γενικές παρατηρήσεις στο τέλος της παρούσας εισαγωγής (παράγραφος 19).
[10] Plon, Paris 1961.
[11] Η χρήση μεταφορών χώρου στο παρόν κείμενο (πεδίο, χώρος, τόπος,
κατάσταση, θέση κλπ.) θέτει το θεωρητικό πρόβλημα της δικαιολόγησης των
μεταφορών σε ένα κείμενο που διεκδικεί επιστημονικότητα. Το πρόβλημα μπορεί να
διατυπωθεί ως εξής: γιατί μια ορισμένη μορφή επιστημονικού λόγου απαιτεί τη
χρήση μεταφορών δανεισμένων από μη επιστημονικούς λόγους;
[12] Εξακολουθώ να χρησιμοποιώ τη μεταφορά χώρου. Ωστόσο η αλλαγή
εδάφους γίνεται στην ίδια θέση: ακριβολογώντας πρέπει να μιλήσουμε για μεταβολή
θεωρητικού τρόπου παραγωγής, και για αλλαγή λειτουργίας του υποκειμένου που
προκαλείται από τη μεταβολή του τρόπου παραγωγής
ΤΕΛΟΣ
02/04/2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου