Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Μαρκ Βασίλιεφ: ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΗ


Μαρκ Βασίλιεφ: ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΗ  

 

ΠΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΤΑΣΗ

 

Γράφει ο ιστορικός Μαρκ Βασίλιεφ  

 

Το όνομα του Μιρσαϊντ Χαϊνταργκάλιεβιτς Σουλτάν Γκαλίεφ –   επικεφαλής του κεντρικού γραφείου των κομμουνιστικών οργανώσεων της Ανατολής το 1918 έως 1921, του Κεντρικού Μουσουλμανικού Επιτροπάτου ΝΑΡΚΟΜΝΑΤΣ της ΡΣΟΣΔ, προέδρου της κεντρικής Μουσουλμανικής Στρατιωτικής Επιτροπής που υπάγεται στο Λαϊκό Επιτροπάτο της ΡΣΟΣΔ, για μεγάλο διάστημα   ήταν περισσότερο γνωστό στη Δύση, απ’ ότι στην ΕΣΣΔ και τη Ρωσία. Οι απόψεις του ανθρώπου αυτού, που οι δυτικοί ιστορικοί τον ονόμαζαν «μουσουλμάνο Τρότσκι», έγιναν προσιτές στον ντόπιο αναγνώστη μόνο στις αρχές του '90, όταν εκδόθηκαν στη Μόσχα τα υλικά της συνδιάσκεψης της ΚΕ του ΡΚΚ (μπ) που εξέταζε την υπόθεση του Σουλτάν – Γκαλίεφ το 1923. 

   

Όπως γράφει ο γνωστός ρώσος ιστορικός Ρ. Γκ. Λάντα: «Αυτά τα ντοκουμέντα μέχρι το 1992 ήταν διαβαθμισμένα ως «άκρως απόρρητα», καθώς αποκάλυπταν ένα εντελώς καινούργιο στάδιο της εθνικής πολιτικής στην ΕΣΣΔ που συνδέεται με την απεμπόληση πολλών αρχών – θέσεων της τακτικής των μπολσεβίκων την περίοδο από 1917 έως 1922. Ακριβώς κατά την αλλαγή του ενός σταδίου της πολιτικής από το άλλο προκλήθηκε και η τραγική στροφή στην μοίρα του Σουλτάν – Γκαλίεφ. Δηλαδή η διαγραφή του από το κόμμα, η σύλληψη και η εκτέλεσή του το 1940.

Όσον αφορά αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι οι επιτυχίες των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου οφείλονται κατά πολύ στην μεγάλη ευλυγισία της πολιτικής του ΡΚΚ(μπ) προς τον πληθυσμό των «μουσουλμανικών» περιοχών της Ρωσίας, οι οποίες υποστήριξαν τελικά τη Σοβιετική εξουσία στην αγώνα εναντίον των λευκών. Αυτήν την πολιτική μπορούσαν να την εξασφαλίσουν μόνο άνθρωποι σαν τον Σουλτάν – Γκαλίεφ. Από τη μια διεθνιστές και από την άλλη γνώστες του πολιτισμού και της ιδιοτυπίας των λαών τους. Το κάλεσμα προς όλους τους εργαζόμενους μουσουλμάνους της Ρωσίας και της Ανατολής του Σουλτάν – Γκαλίεφ περιελάμβανε τα εξής: «Εσείς οι ίδιοι πρέπει να είστε νοικοκυραίοι στην ίδια σας τη χώρα! Εσείς πρέπει να κτίσετε τη ζωή σας με τρόπο που να ταιριάζει σε σας! Έχετε αυτό το δικαίωμα, καθώς η τύχη σας βρίσκεται στα ίδια σας τα χέρια!» («Βοπρόσι ιστόριι» – 1999 – Νο 8).

Σύμφωνα με αυτά, επιστράφηκαν στους μουσουλμάνους της Πετρούπολης και του Ποβόλζι τα κλεμμένα από τη βασιλική κυβέρνηση ιερά κειμήλια των μουσουλμάνων. Η δημοσίευση από τη Σοβιετική Κυβέρνηση των μυστικών συμφωνιών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας που αφορούσαν τα συμφέροντα της Τουρκίας, ανέβασαν πολύ το γόητρο της νέας Ρωσίας στα μάτια των μουσουλμάνων. Τον Ιούνιο του 1918 ο Σοβιετικός Λαϊκός Επίτροπος δημιούργησε ειδικό Λαϊκό Επιτροπάτο τόσο στα ρωσικά κυβερνεία, όσο και στη Μέση Ασία. Με την υποστήριξη των μπολσεβίκων διεξήχθησαν μουσουλμανικά συνέδρια, στα οποία οι επαναστάτες άθεοι κάθονταν δίπλα στους μουλάδες και μαζί με αυτούς διακήρυτταν το σύνθημα: «πίστη, ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία». Ως αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ένα τμήμα του μουσουλμανικού κλήρου να προωθήσει το εξής σύνθημα: «Για τη Σοβιετική Εξουσία, για σαριάτ!». Το 1922 στη Μέση Ασία οι μπολσεβίκοι επανέφεραν τα καταργημένα στο παρελθόν θρησκευτικά δικαστήρια στα τζαμιά και έδωσαν πίσω την περιουσία που τους είχαν πάρει. Το Δεκέμβριο του 1923 έγινε συνδιάσκεψη των μουλάδων με σύνθημα: «Η Σοβιετική Εξουσία δεν έρχεται σε αντίθεση με το Ισλάμ».

Η συντηρητική αντίδραση .

Οι πεποιθήσεις του Σουλτάν – Γκαλίεφ αργά ή γρήγορα θα έρχονταν σε αντιπαράθεση με τη γραμμή του Στάλιν λόγω της αυταρχικής συγκεντροποίησης στις αποφάσεις όλων των ζητημάτων και κυρίως του εθνικού.

Ο Σουλτάν – Γκαλίεφ ήταν ένας από τους πρώτους, οι οποίοι έκαναν δριμεία κριτική εναντίον του σταλινικού σχεδίου «αυτονόμησης», κατά την περίοδο προετοιμασίας της Ενωσιακής συμφωνίας το 1922, μιλούσε για λάθη στις μορφές ένωσης των δημοκρατιών σε ενιαία Ένωση, όπως πρότεινε ο Στάλιν και ιδιαίτερα για τη μη σωστή αρχή διαχωρισμού «των σοβιετικών δημοκρατιών σε εθνικότητες, οι οποίες έχουν δικαίωμα να συμπεριληφθούν στην ΚΕΕ (Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή) της Ένωσης και σε εθνικότητες που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα». Την ίδια περίπου περίοδο έκανε οξεία κριτική εναντίον του σταλινικού σχεδίου «αυτονόμησης» και ο Λένιν παρατηρώντας ότι «κατά τα φαινόμενα, όλο αυτό το «σχέδιο αυτονόμησης» ήταν εντελώς λαθεμένο και καθόλου επίκαιρο».

Όμως ο Στάλιν μιας και δεν μπορούσε να τα βάλει ανοικτά με τον Λένιν, μέσω του Σουλτάν – Γκαλίεφ αποφάσισε να συνετίσει και να φοβίσει όλους τους δυνατούς αντιπάλους. Στις 4 Μάη 1923 η κομματική επιτροπή του ΡΚΚ (μπ) διέγραψε τον Σουλτάν – Γκαλίεφ από το κόμμα, του αφαίρεσε όλα τα πόστα και παρέδωσε την υπόθεσή του στην ΓΚΕΠΕΟΥ. Όμως τόσο οι ομοϊδεάτες του Σουλτάν – Γκαλίεφ, όσο και ο ίδιος δραστηριοποιούνταν ενεργά έως το 1929.

Η κατηγορία στηρίζονταν στα συνωμοτικά γράμματα του Σουλτάν – Γκαλίεφ προς τους ομοϊδεάτες του στην Ταταρία, στην Μπασκίρια, στην Κριμαία που έπιασαν, με τα οποία προέτρεπε να υπερασπίζουν τις θέσεις τους στις κομματικές συνελεύσεις. Όπως έγραφε ο Τρότσκι αργότερα, ο Στάλιν με την υπόθεση του Σουλτάν – Γκαλίεφ «έγλειψε αίμα» για πρώτη φορά.

         Ο Σουλτάν Γκαλίεφ και η αριστερή αντιπολίτευση

Ο Σουλτάν – Γκαλίεφ συνελήφθη εκ νέου το 1929 και μετά από πολλές ανακρίσεις έδωσε αναλυτικό χαρακτηρισμό των απόψεών του και της δραστηριότητάς του στο τέλος της δεκαετίας του 20. «Εγώ προσωπικά συμπαθώ την αντιπολίτευση. Το γεγονός αυτό δεν θέλω να το κρύψω από εσάς, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι η αντιπολίτευση σήμερα θεωρείται από εσάς αντεπαναστατική οργάνωση και έχει απομονωθεί. Συμπαθώ γενικά την αντιπολίτευση. Κατ’ αρχάς την εργατική και στη συνέχεια την τροτσκιστική.

Ο σεβασμός μου προς μεμονωμένους καθοδηγητές της αντιπολίτευσης δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το ίδιο το κόμμα είχε δημιουργήσει μια αίγλη γύρω από τα ονόματα αυτών των καθοδηγητών. Εξηγείται και από το γεγονός, ότι είχα πολλές φορές επαφή με πολλούς από αυτούς κατά τη διάρκεια της επαναστατικής δουλειάς. Έτσι, ο Τρότσκι για παράδειγμα ήταν ο άμεσος καθοδηγητής μου στη στρατιωτική δουλειά από το Σεπτέμβριο του 1918 έως το τέλος του 1920. Άμεσος καθοδηγητής μου μετά την ίδρυση του τμήματος της Ανατολής ήταν ο Μπελομπορόντοφ, ο Σμίλγκα και ο Ρακόφσκι. Εκτός αυτού, οι θέσεις του Τρότσκι και του Ρακόφσκι στο εθνικό ζήτημα κατά τη διάρκεια του 12ου κομματικού συνεδρίου ταίριαζαν περισσότερο με τις απόψεις και τις πεποιθήσεις μου. Όπως είχα μάθει εκείνη την περίοδο η πλειοψηφία των γεωργιανών «αποκλινόντων» με τους οποίους είχα την ίδια θέση στο εθνικό ζήτημα το 1922, κατά τη διάρκεια του 12ου συνεδρίου υποστήριζαν την αντιπολίτευση.

Το σύνθημα του Τρότσκι για την «αναγέννηση του κόμματος», κατά τη γνώμη μου συμφωνούσε με τη θέση για «υποχώρηση της επανάστασης στις θέσεις του ρώσικου εθνικισμού». Τα συνθήματα του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ το 1926 για τον «εθνικό περιορισμό της ρώσικης επανάστασης» και για «υποχώρηση της επανάστασης στις θέσεις του κρατικού καπιταλισμού με πρόσχημα την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα» σήμαιναν σχεδόν ένα και το αυτό, ότι έλεγα στην κατάθεσή μου στη Γκε Πε ου, όταν «επέκρινα» το κόμμα πως «αντί για την οργάνωση της διεθνούς επανάστασης ασχολούταν με την οικοδόμηση του ρώσικου κρατικού μηχανισμού».

Ο κομμουνιστής στην ανάκριση

Ο Σουλτάν – Γκαλίεφ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες περί αστικού εθνικισμού και προσπαθειών ίδρυσης νέου κόμματος. Στην κατάθεσή του στις 29.02.1929 παρέθεσε την εκτίμησή του ως προς την δραστηριότητα στο ΠΚΚ(μπ) της κυβερνητικής φράξιας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών.

1. Δεν διεξάγεται αρκετά ξεκάθαρη και επαναστατική πολιτική σε σχέση με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη της Δύσης. Έτσι εκτιμήσαμε την άρνησή σας για διεξαγωγή επαναστατικής προπαγάνδας στην Ινδία και γενικά στην Ανατολή κατά την περίοδο της πρόσκλησής σας στη συνδιάσκεψη της Γένοβας και όταν οι συζητήσεις σας με τα κράτη της Δύσης έπαιρναν το χαρακτήρα παζαρέματος στα εθνικο – απελευθερωτικά κινήματα.

2. Εσείς παίζατε «από τα πάνω» με μεμονωμένες ομάδες της Διεθνούς του Άμστερνταμ, εν μέρει και με τον τρεϊντγιουνισμό.

3. Η γραμμή στο αγροτικό ζήτημα στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ δεν αντιστοιχούσε στα συμφέροντα των εθνικών περιοχών, καθώς δώσατε έμφαση στην υποστήριξη του «ισχυρού νοικοκύρη» και σημαίνει ότι υπήρχε κίνδυνος αγροτικής αποικιοποίησης από τους ρώσους μετανάστες ορισμένων εθνικών περιοχών, ενισχύοντας ταυτόχρονα μ’ αυτό τα ήδη υπάρχοντα νοικοκυριά των κουλάκων (ρωσικά στην πλειοψηφία τους).

4. Εσείς κάτω από την πίεση της ανάπτυξης του μεγαλορώσικου εθνικισμού, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης του «ιδιωτικού τομέα της λαϊκής οικονομίας», παραμορφώσατε το πρόγραμμα του κομμουνιστικού κόμματος στο εθνικό ζήτημα. Να γεγονότα:

Α. η μη εκτέλεση σε μια σειρά μεγάλες περιοχές, τέτοιες όπως η Ταταρία, η Μπασκίρια, το Καζαχστάν και μερικές άλλες των αποφάσεων του 10ου και του 12ου συνεδρίου του κόμματος για το ζήτημα της εκβιομηχάνισης των εθνικών περιοχών και τη δημιουργία στελεχών του εθνικού προλεταριάτου

Β. αργός ρυθμός «ριζώματος» του κομματικού μηχανισμού, του σοβιετικού και των επαγγελματικών οργανώσεων σ’ αυτές τις περιοχές, αδύναμη προσέλκυση στο κόμμα ντόπιων εργαζομένων.

Γ. ανισόμετρη διανομή κεφαλαίων χρηματοδότησης της λαϊκής παιδείας, της υγείας στην πλειοψηφία των εθνικών περιοχών,

Δ. μονόπλευρος αγώνας εναντίον του εθνικισμού στις εθνικές περιοχές, καθώς η κατεύθυνση του αγώνα εναντίον της εθνικιστικής απόκλισης κατευθύνθηκε προς μια πλευρά προς την πλευρά του αυτόχθονου πληθυσμού και με σχεδόν πλήρη έλλειψη, ενώ αυτό δεν συνέβαινε καθόλου με τους ρώσους κατοίκους. Είναι περίεργο και ακατανόητο να δικάζονται και διώκονται από το κόμμα με τις κατηγορίες για εθνικισμό μόνο οι αυτόχθονες κομμουνιστές, όταν κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου της επανάστασης δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση δίωξης από το κόμμα, είτε δίκης ρώσου ή οποιουδήποτε «ευρωπαίου» κομμουνιστή με την κατηγορία του εθνικιστή ή με μεγαλοϊδεάτικες τάσεις. Τουλάχιστον εμείς δεν είδαμε κάτι τέτοιο.

Ε. φθορά λόγω της εισδοχής αυτοχθόνων ατόμων στις κομματικές οργανώσεις των εθνικών περιοχών με ξένα για την επανάσταση στοιχεία, με τους γιους των μουλάδων, της εθνικής αστικής τάξης. Μεταξύ αυτών θα βρείτε και άτομα που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου πήραν μέρος στον τυφεκισμό των εθνικών κομμουνιστών, οι οποίοι κομμουνιστές ήταν εντεταλμένοι από τον ίδιο τον Ιλίτς (έχω υπόψη μου την τιμωρία του τατάρου κομμουνιστή Μ. Βαχίτοφ, που πραγματοποιήθηκε από την αστική τάξη της Ταταρίας το 1918 μετά την κατάληψη της πόλης Καζάν από τους τσεχοσλοβάκους). Μόνο λόγω αυτής της φθοράς με τη διείσδυση μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί για παράδειγμα, ο τατάρος μενσεβίκος Σεϊφούλ – Μουλιουκόφ, ο οποίος κάνοντας δραστήριο αγώνα τις πρώτες ημέρες της επανάστασης, ήδη το 1925 βρέθηκε στους «παλιούς μπολσεβίκους» και στους «ηγέτες του τατάρικου προλεταριάτου».

         Αυτοί λοιπόν είναι οι παράγοντες στη βάση των οποίων οικοδομήσαμε τα συμπεράσματά μας, όσον αφορά το βαθμό της επαναστατικότητας του ΠΚΚ (μπ) και της Διεθνούς. Το βασικό μας συμπέρασμα, ότι κάτω από την επίδραση των αποτυχιών στη Δύση κάνατε υποτροπή που είχε την κληρονομιά της στην 2η Διεθνή των μενσεβίκικων προλήψεων σε σχέση με το εθνικό ζήτημα. Στηριζόμενοι σ’ αυτό το συμπέρασμα βρίσκαμε ότι η Διεθνής και το ΠΚΚ (μπ) δεν είναι αρκετά επαναστατικές οργανώσεις και τις θεωρούσαμε ως οργανώσεις μεταβατικές από το μενσεβικισμό σε αληθινά επαναστατικό μπολσεβικισμό».

Σοσιαλιστική επανάσταση και Μουσουλμανική Ανατολή

Η αφύπνιση της Ανατολής

         Από ποιους δρόμους θα περάσει η επανάσταση στην Ανατολή; Οι σοσιαλιστές του προηγούμενου αιώνα απαντούσαν μονοσήμαντα: η επαναστατημένη Ανατολή θα ακολουθήσει κατά βήμα τους επαναστάτες της Δύσης, οι οποίοι θα τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν την καθυστέρηση. Όμως η πραγματική πορεία της ιστορίας αποδείχθηκε πιο σύνθετη και με διαφορετικές εκδοχές εξέλιξης απ’ ό,τι τα θεωρητικά σχήματα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι ευρωπαϊκές χώρες έμπαιναν σε πολεμικές περιπέτειες, ενώ η σοσιαλδημοκρατία βρισκόταν σε βαθιά κρίση, σύμφωνα με τον Λένιν, στην Ασία «εκατοντάδες εκατομμύρια ξεχασμένου αγριεμένου πληθυσμού της μεσαιωνικής στασιμότητας, ξύπνησαν με στόχο τη νέα ζωή, στον αγώνα για τα στοιχειώδη δικαιώματα του ανθρώπου, για τη δημοκρατία».

         Το 1908 η Ιρανική Επανάσταση αποτίναξε το ζυγό της διοικούσας δυναστείας και ίδρυσε τη συνταγματική μοναρχία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι παράλληλα με την ολιγάριθμη διανόηση δυτικού τύπου μεταξύ των σταθερών, μαχητικών αγωνιστών του συντάγματος δεν ήταν λίγοι οι εκπρόσωποι του ανώτατου κλήρου των μουσουλμάνων. Αυτοί θεωρούσαν, ότι η απεριόριστη εξουσία του σάχη, του ηγέτη επί της γης βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τις αρχές της συγκρότησης του κράτους που αναφέρει το κοράνι.

         Στην Ολλανδική Ινδία (Ινδονησία) το μαζικό δημοκρατικό κίνημα προέβαλε συνθήματα του Ισλάμ και της εθνικής ανεξαρτησίας. Το τελευταίο αυτό γεγονός τέθηκε ως βάση στο άρθρο του Λένιν «Η αφύπνιση της Ασίας». Το 1911 έπεσε η δυναστεία των κυβερνητών της Μαντζουρίας στην Κίνα. Στη χώρα άρχισαν με ταχείς ρυθμούς να σχηματίζονται κόμματα της εθνικής αστικής τάξης και στην Ασία για πρώτη φορά σχηματίστηκε βουλή ευρωπαϊκού τύπου. Η διάλυση της βουλής από μιλιταριστικές δυνάμεις καθάρισε το δρόμο στη νέα δυναστεία, εξασφαλίζοντας οικονομική βοήθεια από το κονσόρτσιουμ των τραπεζών της Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και της Ρωσίας, και έδωσε στον Λένιν την αφορμή να γράψει το άρθρο «Η καθυστερημένη Ευρώπη και η προοδευτική Ασία»: «Είναι δύσκολο να φέρει κανείς ενδεικτικότερο παράδειγμα σήψης όλης της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, όπως η υποστήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας και των απατεώνων για ιδιοτελείς σκοπούς προς την Ασία», έγραψε ο συγγραφέας.

         Στο συνέδριο της Διεθνούς το 1920 συζητήθηκαν έντονα το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα, η στρατηγική και η τακτική του επαναστατικού κινήματος στις χώρες με κυρίαρχο το προκαπιταλιστικό σύστημα. Ο αντιπρόσωπος του συνεδρίου Χ. Σνέφλιντ, μιλώντας με το ψευδώνυμο Μάρνι, στην ομιλία του υπογράμμιζε τα εξής: «Xθές άκουσα από ένα σύνεδρο, ότι οι μαζικές εξεγέρσεις στην Ινδία μπορούν να φέρουν μόνο δυστυχία και σφαγές, καθώς οι μάζες ακόμη δεν ωρίμασαν. Εγώ υποστηρίζω, ότι μόνο μέσω των μαζικών εξεγέρσεων μπορούμε πραγματικά να οργανώσουμε στασιαστικό κίνημα και να αντιπαραθέσουμε στον καπιταλισμό πραγματική δύναμη». Το μαζικό κίνημα που εμφανίστηκε στη νήσο Ιάβα, σύμφωνα με τα λόγια του Σνέφιλντ ήδη το 1912 ένωσε στις γραμμές του εργάτες και αγρότες. «Αυτή η οργάνωση, παρά τη θρησκευτική της ονομασία –Σαρρεκάτ Ισλάμ – πήρε μαζικό χαρακτήρα, παρατήρησε ο εισηγητής. Εάν προσέξουμε ότι στο πρόγραμμα του κινήματος συμπεριλαμβάνεται και ο αγώνας εναντίον του εγκληματικού καπιταλισμού, ότι ο αγώνας δεν γίνεται μόνο εναντίον της κυβέρνησης, αλλά και εναντίον των ευγενών, τότε το σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα πρέπει να αποκτήσει στενές σχέσεις με αυτή τη μαζική οργάνωση… Εμείς διαπιστώσαμε στην Ιάβα, ότι η αστική τάξη δεν είχε καμιά επιτυχία στο να προσελκύσει το ενδιαφέρον των μαζών στα εθνικά ζητήματα, όμως όταν απευθυνθήκαμε στους προλετάριους των πόλεων και των περιοχών της βιομηχανίας της ζάχαρης και μιλήσαμε μαζί τους για τα χαμηλά ημερομίσθια, για τους αριθμούς θνησιμότητας, για τους υψηλούς φόρους κ.λ.π. κατορθώσαμε να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη τους προς το επαναστατικό στασιαστικό κίνημα».

         Ο Σνέφλιτ κάνει την εξής πρόταση: «καθώς η Μόσχα και η Πετρούπολη, αποτελούν τη Μέκκα για την Ανατολή και καθώς τα αστικά κράτη θα προσπαθήσουν να εμποδίσουν τους κομμουνιστές να φθάσουν στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, τότε εμείς εδώ στη Ρωσία πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα στους επαναστάτες της Ανατολής να αποκτήσουν θεωρητική μόρφωση, ώστε η Ανατολή να γίνει ενεργό μέλος της 3ης Διεθνούς».

         Στο μανιφέστο του Β΄ συνεδρίου της Kομμουνιστικής Διεθνούς αναφερόταν: «Στο αποικιακό κίνημα των λαών το κοινωνικό στοιχείο συνδυάζεται με διάφορες μορφές με το εθνικό, όμως και οι δυο κατευθύνσεις είναι εναντίον του ιμπεριαλισμού…Η πολλά υποσχόμενη προσέγγιση των μουσουλμανικών και των μη μουσουλμανικών λαών, οι οποίοι είναι αλυσοδεμένοι με κοινές αλυσίδες από τη βρετανική και γενικά τη ξένη κυριαρχία, η εσωτερική κάθαρση αυτού του κινήματος, μετατρέπουν τον αναπτυσσόμενο στρατό του αποικιακού κινήματος σε μεγάλη ιστορική δύναμη, σε ισχυρή εφεδρεία του παγκόσμιου προλεταριάτου.

Στο σοσιαλιστή, ο οποίος υποστηρίζει άμεσα ή έμμεσα την προνομιακή θέση κάποιων εθνών εις βάρος άλλων, ο οποίος αποδέχεται την αποικιακή δουλεία, ο οποίος διακρίνει ανθρώπους βάσει των διαφορών της ράτσας και του χρώματος του δέρματός τους…, σ’ αυτό το σοσιαλιστή αν δεν είναι άξιος να δεχτεί μια σφαίρα, τότε του αξίζει η καταισχύνη και όχι βέβαια η εντολή και η εμπιστοσύνη του προλεταριάτου».

        

          Η Σοβιετική Ανατολή.

         Η λήψη της απόφασης του συγκεκριμένου Μανιφέστου στο συνέδριο που έγινε στη Μόσχα με θέμα τα αποικιακά και τα εθνικά ζητήματα δεν στηρίχθηκε μόνο στην πείρα των κομμουνιστών του εξωτερικού. Το 1918 ακόμη στην πόλη Καζάν στην Πανρωσική συνδιάσκεψη των κομμουνιστών μουσουλμάνων, ιδρύθηκε το Πανρωσικό Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που αργότερα μετασχηματίσθηκε σε μουσουλμανικές οργανώσεις του ΠΚΚ (μπ). Επικεφαλής του κόμματος ήταν ο Σουλτάν Γκαλίεφ, ο οποίος το εκπροσωπούσε ως «όργανο όλων των επαναστατημένων μουσουλμάνων που αποδέχονται λίγο – πολύ το πρόγραμμα του ΡΚΚ (μπ)». Ο Σουλτάν Γκαλίεφ σχεδίασε επίσης την ίδρυση του μουσουλμανικού κόκκινου στρατού, ο οποίος θα έπρεπε να αποτελεί μέχρι το μισό όλων των ενόπλων δυνάμεων των μπολσεβίκων. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του πρώην αρχηγού της αυτόνομης Μπασκιρίας Ζακι Βαλίντοβα, ο οποίος έφυγε από την ΕΣΣΔ το 1923, η άποψη αυτή των ενόπλων δυνάμεων έβρισκε υποστήριξη από τον Λαϊκό Επίτροπο των Ενόπλων Δυνάμεων Λ. Τρότσκι. Ως θέμα αρχής ο Σουλτάν Γκαλίεφ έθετε την απαρέγκλιτη πραγματοποίηση του καλέσματος «πρόσκληση προς όλους τους εργαζόμενους της Ρωσίας και της Ανατολής». Απαιτούσε από τους συντρόφους του τού ΠΚΚ (μπ) να δώσουν προσοχή στο γεγονός, ότι το «Ισλάμ ως θρησκεία στα μάτια των μουσουλμάνων της Ρωσίας έχει το χαρακτήρα της καταπιεσμένης θρησκείας, ότι σ’ αυτή τη νέα, γι’ αυτό πιο σταθερή και ισχυρή στην επίδρασή της, θρησκεία υπάρχουν πολλοί νόμοι, οι οποίοι στην ουσία τους έχουν πολύ θετικό χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης της ατομικής ιδιοκτησίας στο νερό, στη γη και δάση».

         Ο Σουλτάν Γκαλίεφ, πέφτοντας ένα από τα πρώτα θύματα των σταλινικών διώξεων το 1929, βρισκόμενος στη φυλακή εξέθεσε τις απόψεις του για το εθνικό ζήτημα, συν τοις άλλοις και για το πρόβλημα της συνένωσης των τουρανικών λαών που μιλούν συγγενείς γλώσσες, κατά τον εξής τρόπο: «Η ιστορική αναγκαιότητα των τουρανικών λαών της ΕΣΣΔ και των γειτονικών με αυτούς χωρών (Κινέζικη Τουρκμενία, τουρανικές περιοχές του Αφγανιστάν και της Περσίας) να αποτελέσουν ενιαίο κρατικό οργανισμό, προκαλείται από τη διάλυση του πατριαρχικού φεουδαρχικού συστήματος και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία απλώς ενίσχυσε, εμβάθυνε, διεύρυνε αυτή τη διαδικασία… η αναπτυσσόμενη αστική τάξη προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη διαδικασία προς δικό της όφελος και προωθεί συνθήματα «απελευθέρωσης των τουρανικών λαών της ΕΣΣΔ από τη Σοβιετική εξουσία. Να που βρίσκεται η ουσία του κινήματος του παντουρκισμού. Εγώ σκεφτόμουν, ότι η αναπτυσσόμενη διαδικασία συνένωσης των τουρκικών λαών της ΕΣΣΔ και των γειτονικών με αυτούς χωρών μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των οικονομικών και στρατηγικών θέσεων της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή… Εγώ θεωρούσα, έγραφε παρακάτω ο Σουλτάν Γκαλίεφ, ότι στη δυνατή και αναμενόμενη επίθεση της αντίδρασης εκ μέρους της Κίνας και της Ινδίας πρέπει να αντιπαρατεθεί ένα δυνατό και σταθερό κράτος – ομοσπονδία των τουρανικών σοβιετικών δημοκρατιών που άμεσα μπορεί να συμπεριληφθεί στην ένωση επί ίσοις όροις με την Ουκρανία ».

Σε περίπτωση ήττας της επανάστασης στη Ρωσία που ο Σουλτάν Γκαλίεφ θεωρούσε πιθανή σε συνθήκες σταθεροποίησης του καπιταλισμού, επίθεσης της αντίδρασης του εσωτερικού και του εξωτερικού στη Ρωσία, θα έπρεπε να γίνει το εξής: «…ένα τμήμα των τουρανών κομμουνιστών πρέπει να περάσει στην παράνομη δράση στα μετόπισθεν με το ΡΚΚ, ένα άλλο μέρος πρέπει να μπει στο νόμιμο Τουρανικό σοσιαλιστικό κόμμα και να αγωνιστεί κάτω από εθνικά συνθήματα αυτονόμησης του Τουρανικού κράτους, καθώς σε περίπτωση ήττας της επανάστασης η διεθνής αστική τάξη μπορεί για στρατηγικούς σκοπούς να προωθήσει το σύνθημα «διατήρηση της ενότητας της περιοχής της Ρωσίας», ενώ η εθνική αστική τάξη να έλθει σε συμφωνία με τη ρωσική μπουρζουαζία και να περιορίσει την όρεξη στα εθνικά όρια της αστικής «αυτονομίας».

«Στην περίπτωση που το κοινό κομμουνιστικό κόμμα και μαζί μ’ αυτό και η Σοβιετική εξουσία τραβούσαν το δρόμο της αναγέννησης, τότε η ομάδα των εθνικών – κομμουνιστών – αντιπολιτευόμενων, σύμφωνα με τη γνώμη του Σουλτάν Γκαλίεφ «πρέπει να μπει στην παρανομία μαζί με την Αριστερή Αντιπολίτευση, ενώ η οργάνωση της μαζικής ένοπλης εξέγερσης και η χρησιμοποίηση του συνθήματος της ανεξάρτητης Τουρανικής Δημοκρατίας ήδη ως συνθήματος ολοκληρωτικής απόσχισης από τη Ρωσία, πρέπει να κατευθύνονται εναντίον της αναγεννημένης και εισερχόμενης στο δρόμο της αστικής παλινόρθωσης της εξουσίας, όπως και να αυτοαποκαλείται».

Ο ΙΣΛΑΜΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ

Αυτή είναι η ιστορία. Οι σύγχρονοι σοσιαλιστές στην Ευρώπη και στην Αμερική πρέπει να συνειδητοποιήσουν πραγματικά, ότι η Ανατολή δεν πρέπει γενικά να θεωρείται καθυστερημένη, όπως 70 χρόνια πριν. Όπως υπογράμμισε ο γνωστός ρώσος ειδικός επί αραβικών θεμάτων Α. Α. Ιγκνατιένκο, ο ισλαμικός κόσμος προσπαθεί να γίνει συσπειρωμένο υποκείμενο της διεθνούς πολιτικής. Εκτός αυτού, οι ισλαμικές διεθνείς οργανώσεις έχουν σαφή τάση να καταστούν σύστημα που να αντικαθιστούν με αρμοδιότητες αλληλοεπικαλυπτόμενες αυτές των διεθνών οργανισμών παγκοσμίου κλίμακας. Υπάρχει η Ισλαμική Τράπεζα Ανάπτυξης, ανάλογη με τη ΔΤΑ, Ισλαμική Οργάνωση για την εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό, ανάλογη της Ουνέσκο. Υπάρχουν ακόμη και σχέδια για ίδρυση «Ισλαμικής οκτάδας» με συμμετέχοντες την Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν, την Αίγυπτο, το Μπαγκλαντές, τη Μαλαισία, την Ινδονησία και τη Νιγηρία ως αντίβαρο στους G 7.

Εκτός αυτού, τα αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης της Δύσης και της Μουσουλμανικής Ανατολής στο τέλος του 20ου αιώνα είναι τόσο αντιφατικά, όσο και 100 χρόνια πριν. Εμπεριέχοντας μέσα του τα καθυστερημένα συστήματα και τον ασιατικό δεσποτισμό σε ενιαίο σύστημα, ο αποικισμός έπρεπε να κάνει υποχωρήσεις προς την ανατολική αντίδραση συγκαλυμμένες εξωτερικά, κάτι που σημειώθηκε από το Λένιν ήδη από το 1913. Ταυτόχρονα, η βίαιη συμμετοχή στο αποικιακό και το καπιταλιστικό σύστημα γέννησε στις χώρες της Ανατολής διαδικασίες και δυνάμεις αντικαπιταλιστικής αντιπαράθεσης, όπου η αντιδυτική και η αντιαστική αρχή παίρνει τόσο προοδευτικές, όσο και αντιδραστικές μορφές.

Μετά το χτύπημα στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 πέρασε κάποιο διάστημα που έδωσε τη δυνατότητα να σκεφτούμε και να ενισχύσουμε τις σκέψεις μας με γεγονότα. Η οργάνωση «Αλ – Κάιντα και οι Αφγανοί Tαλιμπάν (εάν στ’ αλήθεια είναι υπεύθυνοι για το τρομοκρατικό χτύπημα) παρά την ισλαμική τους ορθοδοξία και την αδιαλλαξία, είναι βεβαρυμένοι από το «προπατορικό αμάρτημα», τα χρήματα της C . I . A ., των ειδικών υπηρεσιών του Πακιστάν και της Σαουδικής Αραβίας που βρίσκονταν στις ρίζες αυτών των οργανώσεων στο Αφγανιστάν το 1979, σύμφωνα με τη μυστική οδηγία του τότε προέδρου των ΗΠΑ Τζ. Κάρτερ. Σύμφωνα με αυτές τις συνθήκες σημαντικό σημείο στην ιδεολογική προετοιμασία των «ισλαμιστών αγωνιστών εναντίον του κομμουνισμού» ήταν ιδέες, οι οποίες ανάγονται εν μέρει στη διδασκαλία των ουαχαβιτών του 18ου αιώνα, οι οποίοι ερμήνευαν την Τζιχάντ, αποκλειστικά ως ένοπλο αγώνα και οι ιδέες τακφίρα, δηλαδή η ανακήρυξη ως απίστων ενός μέρους των μουσουλμάνων, οι οποίοι με τα όπλα στα χέρια υπεράσπιζαν το καθεστώς της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν (αυτοί σύμφωνα με τις πιο επιεικείς εκτιμήσεις δεν ήταν λιγότεροι από 150.000 άνθρωποι). Η έξοδος των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν έκανε την ύπαρξη του ισλαμικού εκστρατευτικού σώματος περιττή και πολλές μουσουλμανικές χώρες δεν επιθυμούσαν διακαώς να δεχθούν για πολύ ως επισκέπτες αυτό το εκρηκτικό υλικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο έπεσαν σε τακφίρ. Μια σειρά τρομοκρατικών πράξεων που συνέβησαν σε διάφορες χώρες κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας ήταν θα λέγαμε τα προεόρτια της τραγωδίας της Νέας Υόρκης.

Τα παραδείγματα κάλυψης των βρώμικων υποθέσεων μπορούν να συνεχιστούν. Δεν είναι μυστικό, ότι ο μουσουλμανικός εξτρεμισμός των αλβανικών ομάδων υποστηρίζεται τεχνητά και κατευθύνεται προς τις γειτονικές με την Αλβανία χώρες μετά τη λαϊκή αντικαπιταλιστική εξέγερση του 1997 που περιλαμβάνει όλο το νότο της χώρας, ενώ πίσω από τις πλάτες των διοικητών μαχητών της Ιτσκέριας βρίσκονται οι εκπρόσωποι της πετρελαϊκής κοινοπραξίας Γκόλντσμιτ.

Σε σχέση με αυτά είναι επίκαιρο να θυμηθούμε τα χαιρέκακα λεγόμενα ενός ρώσου αριστερού δημοσιογράφου, ο οποίος σκεφτόταν εάν θα αποφάσιζε ο Μπους να γίνει ανοιχτά ο νέος Τάρας – Μπούλμπα για τον Μπιν Λαντεν (εγώ σε γέννησα, εγώ θα σε σκοτώσω), αλλά και οι σκέψεις που εξέφρασε η Μπεναζίρ Μπούτο από την προσφυγιά: «Το Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι περισσότερο τίτλος μεγάλης εμπορικής φίρμας, παρά ενός ανθρώπου, πρέπει να κοπούν οι ρίζες και όχι τα κλαδιά του δένδρου». Όμως, παρ’ όλ’ αυτά κανείς δεν σκέφθηκε τί οδηγεί στην έξαρση της οργής της ισλαμικής νεολαίας στη Μέση Ανατολή, ακόμα και εκείνους που ανατινάζουν τους εαυτούς τους… Τι ανάγκασε αυτούς τους ανθρώπους να οδηγηθούν σε αυτές τις πράξεις, γιατί η ζωή τους τους φάνηκε χειρότερη απ’ ό,τι ο θάνατος; Πάνω σ’ αυτό να τι έγραψε η ρωσική εφημερίδα «Bήμα του Ισλάμ»: «Ακόμα και αν οι τρομοκράτες είναι τρομοκράτες μουσουλμάνοι, την αιτία των πράξεών τους δεν πρέπει να την ψάξουμε στο Ισλάμ, αλλά στις κοινωνικο – οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες της ύπαρξής τους».

Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 έδωσε μια τεράστια ευκαιρία στους λαούς της Ανατολής να ακολουθήσουν το δρόμο της κοινωνικής προόδου. Όμως είναι εξίσου προφανές ότι αυτή η ευκαιρία δεν πραγματοποιήθηκε εξ ολοκλήρου. Η εκπόρνευση του μαρξισμού από το σταλινικό και τα μετασταλινικά καθεστώτα στην ΕΣΣΔ, η χρησιμοποίηση των λαών του τρίτου κόσμου ως ανταλλάξιμο νόμισμα στο γεωπολιτικό παιχνίδι με τη Δύση, η διάλυση της ΕΣΣΔ και η ιδεολογική «σταυροφορία εναντίον του κομμουνισμού» τη δεκαετία του '90, δημιούργησαν στις χώρες του τρίτου κόσμου τεράστιο κενό. Το Ισλάμ (σε σημαντικό βαθμό λόγω των εξισωτικού χαρακτήρα αρχών και κελευσμάτων του κορανίου) έχει καταστεί στη συνείδηση πολλών απλών ανθρώπων η δύναμη εκείνη, η οποία προσπαθεί να υπερασπιστεί την πολιτισμική ιδιαιτερότητα και την οικονομική ανεξαρτησία των χωρών τους.

Η ιστορία διατήρησε μαρτυρίες, όπου κατά τη διάρκεια αγώνων των μουσουλμανικών λαών εναντίον του αποικισμού έγιναν αρκετές προσπάθειες δημιουργίας «κρατικής δικαιοσύνης» στην Αλγερία το 1843-45 ή στο Ανατολικό Σουδάν στο τέλος του 19ου αιώνα, όπου ο μισθός των ανώτατων υπαλλήλων δεν ξεπερνούσε τα έσοδα του τεχνίτη της πόλης, ενώ οι πλούσιοι ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν ένα τμήμα των εσόδων στους φτωχούς. Η διάρκεια ζωής αυτών των κρατών ήταν σύντομη, όμως η μνήμη, όπως είναι γνωστό, δεν διατηρεί απλώς το παρελθόν, αλλά έχει και την τάση να το εξιδανικεύει.

Μαρκ Βασίλιεφ, ιστορικός

                  Ναϊλ Γιουνούσοφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου