Β.Α. ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ: ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΟ «ΚΕΦΑΛΑΙΟ» ΤΟΥ ΜΑΡΞ
Η συγκριτική μελέτη του συστήματος της λογικής του «Κεφαλαίου» του
Κ. Μαρξ και της λογικής του Χέγκελ, είναι χρήσιμη γιατί, όπως υπογραμμίζει και
ο συγγραφέας, μας επιτραπεί να διακρίνουμε διεξοδικά και συστηματικά το
ορθολογικό περιεχόμενο της λογικής του Χέγκελ, αλλά και να αξιοποιήσουμε
δημιουργικά τον πλούτο και το βάθος των απόψεων του Μαρξ, κατανοώντας και τις
βασικές θεωρητικές πήγες γέννησης και ανάπτυξης τους.
Μελετώντας συγκριτικά ο συγγραφέας τη μεθοδολογία και τη λογική
του Μαρξ και του Χέγκελ υπογραμμίζει ότι η υλιστική βάση της πρώτης είναι
προϋπόθεση για την αντικειμενική μελέτη των πραγμάτων στις πραγματικές
αντιθέσεις και την εξέλιξη τους, ενώ ο ιδεαλισμός της Χεγκελιανής λογικής
οδηγεί σε μεταφυσικές θέσεις και άρνηση τελικά της ιστορικής εξέλιξης.
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Η συγκριτική μελέτη του συστήματος της λογικής του Χέγκελ και του
συστήματος λογικής του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ μας επιτρέπει να κατακτήσουμε μια
σειρά σημαντικά αποτελέσματα. Πρώτο: να διακρίνουμε διεξοδικά και συστηματικά
το ορθολογικό περιεχόμενο της λογικής του Χέγκελ, πράγμα που δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί με πληρότητα χωρίς τη συγκριτική διερεύνηση με το Κεφαλαίο. Δεύτερο:
η δημιουργική αξιοποίηση και χρησιμοποίηση των ιδεών του Κεφάλαιου με όλο τον
πλούτο και το βάθος τους προϋποθέτει απαραίτητα την κατανόηση των απόψεων του
Κ. Μαρξ, παίρνοντας υπ' όψη την ανάπτυξη τους και κατά συνέπεια και τις
συνδέσεις τους με τις ιδεολογικές πηγές της γέννησης και της ανάπτυξης τους. Ανάμεσα
σ' αυτές τις πηγές η λογική του Χέγκελ κατέχει εξέχουσα θέση.
«Η δική μου διαλεκτική μέθοδος ως προς την βάση της δεν
είναι μόνο διαφορετική από τη Χεγκελιανή, αλλά είναι το κατευθείαν αντίθετο
της. Για τον Χέγκελ η διαδικασία της νόησης - που με το όνομα ιδέα το
μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο - είναι ο δημιουργός του
πραγματικού που αποτελεί μονάχα το εξωτερικό του φανέρωμα. Για μένα,
αντίστροφα, το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφερμένο και μετασχηματισμένο
στον ανθρώπινο εγκέφαλο».[1][1]
Εδώ ο Κ. Μαρξ επισημαίνει την αντίθεση της
μεθόδου του με την μέθοδο του Χέγκελ. Στον ίδιο όμως επίλογο στη δεύτερη
έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου βεβαιώνει ότι:
«Η μυστικοποίηση που υφίσταται η διαλεκτική στα
χέρια του Χέγκελ δεν αναιρεί διόλου το γεγονός ότι πρώτος αυτός έχει εκθέσει
τις γενικές της μορφές κίνησης με τρόπο καθολικό και συνειδητό. Στο Χέγκελ η
διαλεκτική βρίσκεται με το κεφάλι κάτω. Χρειάζεται να την αναποδογυρίσουμε
και να τη στηρίξουμε στα πόδια της για να αποκαλύψουμε τον ορθολογικό πυρήνα
μέσα στο μυστικιστικό περίβλημα».[1][2]
Εάν η πηγή και το μυστικό της χεγκελιανής
φιλοσοφίας βρίσκεται στη Φαινομενολογία του πνεύματος η ουσία της φιλοσοφίας
του Χέγκελ περιέχεται κυρίως στην Επιστήμη της Λογικής. Η λογική κατέχει
την κεντρική θέση στη φιλοσοφία του Χέγκελ.
Ο Κ. Μαρξ επεξεργαζόταν την διαλεκτική, τη
λογική του Χέγκελ στη διάρκεια πολλών ετών. Η αποκάλυψη, κάτω από το
μυστικιστικό περίβλημα, του «ορθολογικού πυρήνα» της διαλεκτικής, της λογικής
του Χέγκελ, απασχολούσε τον Κ. Μαρξ ήδη από τη δεκαετία του '40.
Τότε όμως έδινε έμφαση στην κριτική του
ιδεαλισμού της χεγκελιανής μεθόδου, της χεγκελιανής λογικής. Το βασικό
αποτέλεσμα της θεωρητικής δραστηριότητας του Κ. Μαρξ αυτά τα χρόνια, ήταν η
ανακάλυψη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας.
Στις δεκαετίες του '50 και του '60, η κατάσταση
άλλαξε σχετικά. Μέσα στη διαδικασία της επανεπεξεργασίας από τον Κ. Μαρξ της
χεγκελιανής μεθόδου, της χεγκελιανής λογικής, η έμφαση μετατοπίζεται. Η κριτική
του ιδεαλισμού του Χέγκελ συνεχίζεται και βαθαίνει αλλά η προσοχή του Κ. Μαρξ
επικεντρώνεται κυρίως στην παραπέρα αποκάλυψη του «ορθολογικού πυρήνα» της
χεγκελιανής μεθόδου.
Σ' αυτό συντέλεσαν μια σειρά παράγοντες. Έναν
από αυτούς επισημαίνει ο Κ. Μαρξ στον επίλογο που αναφερθήκαμε:
«...Ίσα ίσα τον καιρό που επεξεργαζόμουν τον
πρώτο τόμο του Κεφαλαίου άρεσε στους σκυθρωπούς, στους φανατισμένους
και μέτριους επιγόνους που σήμερα δίνουν τον τόνο στη μορφωμένη Γερμανία, να
μεταχειρίζονται τον Χέγκελ όπως ο αγαθός Μάζες Μέντελσον μεταχειριζόταν το
Σπινόζα τον καιρό του Λέσσινγκ, δηλαδή σαν «ψόφιο σκυλί». Γι' αυτό αναγνώρισα
ανοιχτά τον εαυτό μου μαθητή εκείνου του μεγάλου στοχαστή, και στο κεφάλαιο
για τη θεωρία της αξίας ερωτοτρόπησα μάλιστα που και που με τον τρόπο έκφρασης
που τον χαρακτηρίζει».[1][3]
Ο χαρακτηρισμός μιας άλλης, εξίσου σημαντικής
αιτίας, περιέχεται στη βιβλιοπαρουσίαση του Φ. 'Ενγκελς για το βιβλίο του Κ.
Μαρξ Συμβολή στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας, όπου γίνεται
αναφορά στη σημασία του κοσμοϊστορικού έργου του Κ. Μαρξ.
«Σε ένα βιβλίο, παρόμοιο με αυτό που έχουμε
μπροστά μας, - γράφει ο Φ. 'Ενγκελς, - δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κριτική
μεμονωμένων, ξεκομμένων μεταξύ τους θέσεων της πολιτικής οικονομίας, για
αποσπασματική εξέταση τούτων ή των άλλων αμφισβητήσιμων οικονομικών
προβλημάτων. Αντίθετα, αυτό το έργο από την αρχή του είναι κτισμένο στη βάση
της συστηματικής σύλληψης ολόκληρου του πλέγματος των οικονομικών επιστημών,
της συνθετικής παρουσίασης των νόμων της αστικής παραγωγής και της αστικής
ανταλλαγής. Από τον καιρό που πέθανε ο Χέγκελ, απ' ό,τι φαίνεται, δεν έγινε
ούτε μια προσπάθεια να αναπτυχθεί κάποια επιστήμη μέσα από τα δική της την
εσωτερική ενότητα».[1][4]
Στις δεκαετίες του '50 και του '60, ο Κ. Μαρξ
είχε να λύσει το πρόβλημα της συστηματοποίησης των πολιτικοοικονομικών ερευνών
του, της ανάπτυξης μιας επιστήμης μέσα από την εσωτερική της ενότητα. Και καθώς
ο Χέγκελ ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, πριν από τον Κ. Μαρξ ο οποίος, αν και σε
ιδεαλιστική βάση, προσπάθησε να αναπτύξει μ' αυτόν τον τρόπο μιαν επιστήμη, η
στροφή σ' αυτή την απόπειρα και η κριτική αξιοποίηση των ορθολογικών
επιτευγμάτων του Χέγκελ ήταν φυσική και απαραίτητη. Η δημιουργία της θεωρίας της
υπεραξίας, η ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος
μέσα στην εσωτερική της σχέση απαιτούσαν την ερμηνεία του ορθολογικού
περιεχόμενου του συστήματος της λογικής του Χέγκελ.
Ο Κ. Μαρξ επανερμηνεύει τη μέθοδο, τη λογική
του Χέγκελ όχι θεωρησιακά, αλλά σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη-επιστημονική
του έρευνα. Μέσα στη διαδικασία της μελέτης της λογικής του θέματος (του
αντικείμενου της ερευνάς του) ανέπτυσσε και το θέμα της λογικής. Και ακριβώς
στο Κεφάλαιο -στην εργασία στην οποία ο Κ. Μαρξ διατύπωσε τη θεωρία της
υπεραξίας, -εμπεριέχεται και το σύστημα της Λογικής του Κ. Μαρξ (της Λογικής
με κεφάλαιο , δηλ. της λογικής με καθολική σημασία). Ταυτόχρονα το Κεφάλαιο
πρακτικά εμπεριέχει μια κριτική του συστήματος της λογικής του Χέγκελ, αν και
το λογικό περιεχόμενο της σημαντικότερης εργασίας του μαρξισμού εμφανίζεται
συνυφασμένο με το πολιτικο-οικονομικό της περιεχόμενο. Γι' αυτό είναι
απαραίτητη μια ειδική διαλεκτική-λογική έρευνα του Κεφαλαίου για την
αποκάλυψη του συστήματος της διαλεκτικής λογικής του Κ. Μαρξ.
Ο Β.Ι. Λένιν με ιδιοφυή τρόπο επισήμανε τα
καθήκοντα της μελέτης της λογικής του Κεφαλαίοι). Ανάμεσα στα λεγόμενα
του υπάρχει και ο ακόλουθος παράδοξος αφορισμός που έχει εξαιρετική σημασία για
αποκάλυψη της λογικής του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ:
«Είναι αδύνατο να κατανοηθεί πλήρως το
«Κεφάλαιο» του Μαρξ και ιδιαίτερα το πρώτο του κεφάλαιο, χωρίς να έχει
μελετηθεί και χωρίς να έχει κατανοηθεί ολόκληρη η Λογική του Χέγκελ. Συνεπώς,
κανένας από τους μαρξιστές δεν κατανόησε τον Μαρξ εδώ και 1/2 αιώνα!!».[1][5]
Η σύγκριση του συστήματος της λογικής του Χέγκελ και του
συστήματος της λογικής του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, μας επιτρέπει να
εντοπίσουμε περισσότερο το ορθολογικό περιεχόμενο και τις βαθύτερες διαφορές
της διαλεκτικής-υλιστικής λογικής από τη λογική του Χέγκελ, απ' όσο συνήθως
νομίζεται.[1][6] Στην πιο γενική του μορφή το σχήμα, η
διάρθρωση της λογικής του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ αντιστοιχεί στο σχήμα,
στην διάρθρωση της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ. Πράγματι ο Κ. Μαρξ
αρχίζει το Κεφάλαιο με την εξέταση του εμπορεύματος και του χρήματος,
δηλαδή ακριβώς με αυτό στο οποίο προβάλλει πρώτα απ' όλα «ο πλούτος των
κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής...»,[1][7] με τον τρόπο που παρουσιάζεται ο
κεφαλαιοκρατικός πλούτος στην επιφάνεια.[1][8]
Κατά την εξέταση του εμπορεύματος και του χρήματος, ο Κ. Μαρξ δεν αποκαλύπτει
ακόμα την ουσία του κεφαλαίου και γι' αυτό δεν ορίζει, τι είναι κεφάλαιο. Στη
συνέχεια. διαμέσου του χαρακτηρισμού της μετατροπής του χρήματος σε κεφάλαιο,
προχωρεί στην απεικόνιση της παραγωγής του κεφαλαίου. Όμως η παραγωγή του
κεφαλαίου αποτελεί την ουσία του κεφαλαίου.
Στον δεύτερο τόμο αναλύεται η κυκλοφορία του
κεφαλαίου. Ο Κ. Μαρξ κατά κάποιον τρόπο επανέρχεται στο εμπόρευμα και στο χρήμα,
ωστόσο τώρα δεν τον ενδιαφέρουν το εμπόρευμα και το χρήμα καθεαυτό, αλλά ο
τρόπος με τον οποίο το κεφάλαιο εμφανίζεται στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων
και του χρήματος. Και εδώ δεν πρόκειται απλώς για το εμπόρευμα και το χρήμα,
αλλά για το εμπορευματικό και το χρηματικό κεφάλαιο. Επομένως στον δεύτερο
τόμο εξετάζεται το φαινόμενο του κεφαλαίου.
Στον τρίτο τόμο ο Κ. Μαρξ συνεχίζει την κατά
κάποιον τρόπο επιστροφή του στο αφετηριακό σημείο, στην επιφάνεια.
«Οι μεταλλαγές του κεφαλαίου, όπως τις αναπτύσσουμε
σ' αυτό το βιβλίο - γράφει ο Μαρξ, - πλησιάζουν βαθμιαία μ' αυτό τον τρόπο σ'
εκείνη τη μορφή με την οποία παρουσιάζονται στην επιφάνεια της κοινωνίας, στην
αμοιβαία επίδραση διαφόρων κεφαλαίων, στον ανταγωνισμό και στην κοινή
συνείδηση των ίδιων των συντελεστών της παραγωγής».[1][9]
Αντικείμενο της έρευνας στον τρίτο τόμο
αποτελεί η ενότητα των διαδικασιών της παραγωγής και της κυκλοφορίας του
κεφαλαίου. Σε γενικές γραμμές ο χαρακτηρισμός αυτής της ενότητας δίνεται ήδη
στο τέλος του δεύτερου τόμου. Το αντικείμενο του τρίτου τόμου με μεγαλύτερη
ακρίβεια ορίζεται ως εξής:
«Όσο για το θέμα του τρίτου βιβλίου, δεν μπορεί
να συνίσταται στη διατύπωση γενικών σκέψεων σχετικά με την ενότητα αυτή.
Αντίθετα, χρειάζεται να βρεθούν και να περιγραφούν οι συγκεκριμένες μορφές που
προκύπτουν από τη διαδικασία κίνησης, του κεφαλαίου, όταν το εξετάζουμε σαν
σύνολο. Στην πραγματική τους κίνηση, τα κεφάλαια αντικρίζονται μεταξύ τους
με τέτοιες συγκεκριμένες μορφές, για τις οποίες η μορφή ( Gestalt ) του κεφαλαίου στην άμεση διαδικασία
παραγωγής, καθώς και η μορφή του στην διαδικασία της κυκλοφορίας εμφανίζονται
μόνο σαν ιδιαίτερες φάσεις (στιγμές)»[1][10]
Οι συγκεκριμένες μορφές της ενότητας των
διαδικασιών της παραγωγής και της κυκλοφορίας, δηλαδή οι συγκεκριμένες μορφές
της ενότητας ουσίας και φαινόμενου του κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
πραγματικότητα του κεφαλαίου. Μ' αυτό τον τρόπο, η κίνηση της νόησης εδώ
μοιάζει με την κίνηση της νόησης στη λογική του Χέγκελ από το είναι στην ουσία,
στο φαινόμενο, στην πραγματικότητα. Ήδη όμως εδώ υπάρχουν ριζικές διαφορές.
Το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ αποτελεί ένα αξεπέραστο υπόδειγμα
διεξοδικής και συστηματικής συνειδητής χρησιμοποίησης της διαλεκτικο-υλιστικής
μεθόδου μέσα στη διαδικασία διερεύνησης μιας ολόκληρης συγκεκριμένης επιστήμης
(της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας). Η μελέτη της λογικής του
Κεφαλαίου και η δημιουργική της χρήση σε διάφορες συγκεκριμένες επιστήμες
ανοίγουν τεράστιες προοπτικές.
Η λογική του Κ. Μαρξ είναι διαλεκτική -
υλιστική, ενώ η λογική του Χέγκελ βασίζεται στον ιδεαλισμό. Ο Χέγκελ ξεκόβει
την νόηση από τη βάση που τη γέννησε μετατρέπει τη νόηση σε πρωταρχικά αυτοτελή
οντότητα η οποία γεννά όλο τον υπόλοιπο κόσμο σαν το έτερο είναι της
(ετερότητα). Από τις θέσεις του Κ. Μαρξ το υπό έρευνα αντικείμενο δεν εξαρτάται
από τον θεωρητικά σκεπτόμενο εγκέφαλο, ενώ από τις θέσεις του Χέγκελ τα
αντικείμενα του εσωτερικού κόσμου δεν είναι παρά αλλοτριώσεις του εξωτερικού
κόσμου. Γι' αυτό ο Κ. Μαρξ ερευνά την ανεξάρτητη από την νόηση, όμως απεικονιζόμενη
από την νόηση ιδιάζουσα ουσία ενός καθορισμέ νου αντικειμένου, ενώ για τον
Χέγκελ το πρόβλημα έγκειται στο να υπαχθεί το εξεταζόμενο αντικείμενο σε τούτες
ή τις άλλες λογικές κατηγορίες. Μιλώντας με τα λόγια του Κ. Μαρξ ο Χέγκελ δεν
ενδιαφέρεται για «τη λογική του ίδιου του προβλήματος αλλά για το πρόβλημα της
ίδιας της λογικής».[1][11]
Ο Χέγκελ απολυτοποιούσε τη νόηση, την ερμήνευε
σαν κάτι απόλυτο. Πραγματικό αφετηριακό σημείο της φιλοσοφίας του Χέγκελ, όπως
απόδειξε ο Λ. Φοϋερμπαχ, είναι το απόλυτο. Όμως η αναγνώριση της ύπαρξης του
απόλυτου αποτελεί αναγνώριση της ύπαρξης του απόλυτου ξεκομμένου από το
σχετικό. Το απόλυτο ξεκομμένο από το σχετικό στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Επομένως είναι το μη όν και είναι εντελώς απροσδιόριστο. Γι' αυτό το να ξεκινά
κανείς από την ύπαρξη του απόλυτου, σημαίνει να ξεκινά από το γεγονός ότι το
απόλυτο υπάρχει, όμως εδώ πρόκειται για μια τέτοια «ύπαρξη», η οποία είναι
εντελώς απροσδιόριστη και εντελώς ταυτόσημη με την ανυπαρξία (μηδέν). Ο Χέγκελ
λοιπόν ξεκινά στη δόμηση του συστήματος της λογικής του από ένα εντελώς
απροσδιόριστο είναι, από μια εντελώς απροσδιόριστη ύπαρξη.
Ο Κ. Μαρξ σαν υλιστής δεν μπορεί να αναγνωρίζει
τη νόηση αποσπασμένη από τη βάση που την γεννά, δεν μπορεί να αναγνωρίζει το
καθολικό στα αντικείμενα αποσπασμένο από την ιδιαιτερότητα των αντικειμένων.
Για τον υλιστή το καθολικό στα αντικείμενα δεν υπάρχει μόνο αυτό καθεαυτό αποκομμένο
από το ειδικό και το μοναδικό στα αντικείμενα. Η διάκριση του καθολικού μέσα
στη γνωστική διαδικασία προχωρά μέσα από τη διερεύνηση των ιδιαίτερων, των
καθορισμένων, των συγκεκριμένων αντικειμένων, και το καθολικό, όντας
διαφορετικό από τη μοναδικότητα, το πεπερασμένο, την ιδιαιτερότητα αυτών των
αντικειμένων, είναι ταυτόχρονα διαφορετικό μόνο μέσα στην ενότητα με το
αντίθετο του.
Η λογική του Κεφαλαίου ξεκινά από την
επιφάνεια, είτε από το ένα, ωστόσο όχι από το απόλυτο, όχι από το απροσδιόριστο
είναι, αλλά από το είναι ενός σχετικού καθορισμένου συγκεκριμένου
αντικείμενου. Εφ' όσον το εξεταζόμενο πεπερασμένο. ειδικό και ιδιόμορφο
αντικείμενο δεν αποκαλύπτει αμέσως την ουσία του, έπεται ότι η ουσία του
αντικειμένου για την νόηση του ανθρώπου που γνωρίζει το αντικείμενο,
αποδείχνεται άγνωστη, απροσδιόριστη. Μ' αυτή την έννοια στην νόηση, η οποία
αντανακλά την επιφάνεια ενός πεπερασμένου, ιδιόμορφου αντικειμένου
επισημαίνεται κυρίως το γεγονός ότι κάποιο αντικείμενο υπάρχει και όχι σε τι
συνίσταται ουσιαστικά. Επομένως, μπορούμε να πούμε, ότι η λογική του Κεφάλαιο
αρχίζει από την κατηγορία του είναι, όμως σ' αυτήν την κατηγορία εντοπίζεται
ένα κάποιο πεπερασμένο, καθορισμένο, ένα σχετικό είναι, το είναι ενός
καθορισμένου, πεπερασμένου αντικειμένου.
Ο Χέγκελ ξεκινά από ένα εντελώς απροσδιόριστο,
από ένα απόλυτο είναι. Εδώ ο ιδεαλισμός του αποδείχνεται ταυτόχρονα και
μεταφυσική άρνηση της διαλεκτικής. Η λογική του Κεφαλαίου ξεκινά από
μιαν αντίφαση: από την μια πλευρά το αντικείμενο της εξέτασης υπάρχει, από την
άλλη πλευρά δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί η ουσία του και είναι ακόμα άγνωστο τι
είναι αυτό το αντικείμενο. Ταυτόχρονα το αντικείμενο, σαν ιδιαίτερο,
διαφορετικό από άλλα αντικείμενα, αν και δεν έχει ακόμα συλληφθεί στη νόηση,
υπάρχει παρά ταύτα ανεξάρτητα από τη νόηση και είναι δοσμένο στη ζωντανή εποπτεία.
Στη νόηση μπορεί να απεικονισθεί ένα ανεξάρτητο
αντικείμενο, μόνο στην περίπτωση που η νόηση λειτουργεί σε ενότητα με τη
ζωντανή εποπτεία, εάν η νόηση διορθώνεται από το αντικείμενο το οποίο δεν
εξαρτάται από τη νόηση και παρουσιάζεται αρχικά στη ζωντανή εποπτεία. Από την
άποψη του ιδεαλισμού του Χέγκελ η νόηση υπάρχει πρωταρχικά είναι πρωτεύουσα και
δημιουργεί από τον εαυτό της τα αντικείμενα.
Γι' αυτό και η αισθητηριακή γνώση δεν έχει
αυτοτελή σημασία, μη αναγώγιμη στη νόηση. Στην αίσθηση αποδίδεται μόνο ένας
φαινομενολογικός ρόλος μόνο ο ρόλος του εντοπισμού της ήδη υπάρχουσας νόησης.
Το κάθε λογικό πέρασμα σ' αυτή την περίπτωση δεν διορθώνεται από το αντικείμενο
που υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τον θεωρητικό σκεπτόμενο εγκέφαλο και το
οποίο είναι δοσμένο πρωταρχικά στη ζωντανή εποπτεία.
Μ' αυτό τον τρόπο, η διαλεκτικο-υλιστική λογική
συλλαμβάνει τη νόηση στην ενότητα με την αντίθεση της - την αισθητηριακή
γνώση, και μάλιστα όχι μόνο η νόηση δεν ανάγεται στην αισθητηριακή γνώση, αλλά
και η αισθητηριακή γνώση δεν ανάγεται στην νόηση. Και όπως η νόηση δεν μπορεί
να είναι πραγματική νόηση έξω από την ενότητα της με την αισθητηριακή γνώση, με
την απεικόνιση του αντικείμενου σαν ανεξάρτητου από την νόηση, έτσι και η
λογική δεν υπάρχει σαν λογική, έξω από τη σύνδεση με τη θεωρία της γνώσης και
τη διαλεκτική. Η λογική πρέπει να κατανοείται σε ενότητα με τη θεωρία της
γνώσης και την διαλεκτική.
Α πό τη σκοπιά της γνωστικής διαδικασίας στο Κεφάλαιο
κυριαρχεί η κίνηση της γνώσης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Αυτή η
κίνηση είναι κυρίως κίνηση της νόησης. Στο Κεφάλαιο κατά την ανάβαση από
το αφηρημένο στο συγκεκριμένο το αντικείμενο δεν γεννιέται, αλλά απεικονίζεται
από την νόηση. Γι' αυτό η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο
πραγματοποιείται σε ενότητα με ολόκληρη τη μη αναγώγιμη στην ανάβαση αντίθετη
κίνηση - την κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακό-συγκεκριμένο στο αφηρημένο-
και διορθώνεται, εναρμονίζεται αντίστοιχα μ' αυτή την αντίθεση της.
Η ίδια η νόηση πρέπει να κατανοηθεί σαν αίρουσα
μέσα στον ίδιο τον εαυτό της την αντίθεση της - το αντικείμενο, που δεν
εξαρτάται από το θεωρητικά σκεπτόμενο εγκέφαλο και είναι προκαταβολικά δοσμένο
στην ζωντανή εποπτεία. Στο ειδικά λογικό επίπεδο αυτό σημαίνει, ότι η κίνηση
της νόησης από την επιφάνεια, από το είναι στην ουσία, στο φαινόμενο και στην
πραγματικότητα διεξάγεται σε ενότητα με την αντίθετη κίνηση της νόησης - από
την πραγματικότητα στο φαινόμενο, στην ουσία και στο είναι, δηλαδή στην επιφάνεια.
αν και φανερό και σε πρώτο επίπεδο προβάλλει η κίνηση:
είναι-ουσία-φαινόμενο-πραγματικότητα. Για να διερμηνεύσουμε και να
διαλογισθούμε πάνω σε κάποιο αντικείμενο, ήδη χρειάζεται προκαταβολικά να
κάνουμε την επιλογή του μελετώμενου αντικειμένου, και γι αυτό είναι απαραίτητο
να σχηματίσουμε από τα πριν μιαν αντίληψη για το ότι αυτό υπάρχει. Στο Κεφάλαιο
ο Κ. Μαρξ εξετάζει π.χ. το εμπόρευμα. όμως ήδη από την άποψη της έρευνας
του κεφαλαίου, δηλαδή κάνει την ανάλυση του εμπορεύματος έχοντας υπόψη του τις
παραστάσεις που έχει σχηματίσει, για το τί είναι το κεφάλαιο. ποια είναι η
ουσία του κλπ. Αντίθετα, η λογική του Χέγκελ συνιστά μια λογική «μονής
κατεύθυνσης» μια λογική, που αναπαράγει ουσιαστικά την κίνηση της νόησης:
«είναι-ουσία-φαινόμενο-πραγματικότητα».
Σ' αυτή τη διαφορά της λογικής του Κεφάλαιο»
και της λογικής του Χέγκελ, φανερώνεται το γεγονός, ότι η λογική του Κεφαλαίου
αποτελεί λογική της αποκάλυψης, ενιαία με την μη αναγώγιμη πλήρως σ' αυτήν διαδικασία
της έρευνας. Η λογική του Χέγκελ αποδείχνεται λογική της αποκάλυψης, εντελώς
ταυτόσημη με τη διαδικασία της έρευνας.
Έτσι από τη μια πλευρά, το γενικό σχήμα της
Χεγκελιανής λογικής, η γενική κίνηση της σκέψης
«είναι-ουσία-φαινόμενο-πραγματικότητα» έχει θέση και στο Κεφάλαιο του Κ.
Μαρξ. Όμως από την άλλη πλευρά, ο Κ. Μαρξ αρχίζει από την επιφάνεια, από το
είναι ενός καθορισμένου, συγκεκριμένου αντικειμένου. Η λογική του Κεφαλαίου
σαν υλιστική λογική δεν σημαίνει εναπόθεση, πάνω στα πράγματα, των ιδεών, των
κατηγοριών και αναγωγή σε αυτές των πραγμάτων, αλλά απεικόνιση στις ιδέες, στις
κατηγορίες της λογικής των πραγμάτων τα οποία δεν εξαρτώνται από τη νόηση και
που διαθέτουν τη δική τους ιδιαιτερότητα, με την οποία η νόηση είναι
υποχρεωμένη να συμμορφώνεται κατά την απεικόνιση του κάθε νέου αντικειμένου.
Και αυτό δεν αφορά μόνο την αρχή, αλλά και όλη την πορεία της σκέψης. Και καθώς
κάθε φορά το αντικείμενο είναι πρωταρχικά δοσμένο στην ζωντανή εποπτεία, η
πορεία της νόησης πρέπει να πραγματοποιείται στην ενότητα με την ζωντανή
εποπτεία, με την αισθητηριακή γνώση, με το αντικείμενο που υπάρχει ανεξάρτητα
από τη νόηση. Συνεπώς, η λογική πρέπει να κατανοείται στην ενότητα της με τη
θεωρία της γνώσης και τη διαλεκτική και ταυτόχρονα να μη ανάγεται σε αυτές.
Επίσης, η λογική στο εσωτερικό της εμπεριέχει την αντίθεση της, και αυτή η
αντίθεση έγκειται στο γεγονός ότι η κίνηση της νόησης από το είναι. από την
επιφάνεια στην ουσία, και στη συνέχεια στο φαινόμενο και στην πραγματικότητα
διεξάγεται σε ενότητα με την αντίθετη λογική κίνηση.
Τ ο αντικείμενο της έρευνας αρχικά είναι
δοσμένο στην κοινωνική πρακτική σαν αντικείμενο που αξίζει να μελετηθεί, που
διαφέρει από άλλα αντικείμενα, σαν ένα αντικείμενο που η ουσία του είναι ανάγκη
να αναγνωρισθεί. Και από την αρχή υπάρχει επιτακτική ανάγκη να μελετηθεί το
αντικείμενο, το οποίο παρουσιάζεται σαν ιδιαίτερο αντικείμενο. Στη συνέχεια
σχηματίζεται μια εικασία (αργότερα μια υπόθεση) για την ουσία του.
Ωστόσο, η λογική του Κεφαλαίου και η
διαφορά της από τη λογική του Χέγκελ δεν εξαντλούνται μ' όσα είπαμε. Σαν ιδεαλιστής.
ο Χέγκελ ξεκινά από τη νόηση αποσπασμένη από την ύλη. η οποία τη γεννά και την
οποία αυτή απεικονίζει. Γι' αυτό η νόηση αναγκαία κλείνεται στον ίδιο τον εαυτό
της, απολυτοποιείται. Η λογική του Χέγκελ είναι η λογική της κλεισμένης στον
εαυτό της και επάνω στον εαυτό της νόησης. Ο Χέγκελ ξεκινά από το απόλυτο και
τελειώνει μ' αυτό. Η λογική του Χέγκελ είναι η λογική ενός κλειστού συστήματος
και ένα κλειστό σύστημα λογικής. Σαν τέτοια δεν έχει ούτε μέλλον ούτε παρελθόν.
Αντίθετα, ο Κ. Μαρξ είναι υλιστής. Η νόηση
αποτελεί γι' αυτόν μιαν ιδιόμορφη, ειδική απεικόνιση της άπειρα κινούμενης και
ανεξάρτητης από την νόηση ύλης. Γι' αυτό η επιστήμη της λογικής:
1.Μελετά τη νόηση όχι μόνο αυτή καθεαυτή,
αποκομμένη από αυτό το οποίο απεικονίζεται, αλλά και μέσα στην ενότητα της
νόησης με το απεικονιζόμενο και στη διάκριση της νόησης από το απεικονιζόμενο.
Επομένως η λογική έχει την ιδιαιτερότητα της, όμως η ιδιαιτερότητα της υπάρχει
μέσα στην ενότητα της λογικής μ' αυτό, το οποίο δεν είναι λογική με τα
απεικονιζόμενα αντικείμενα, δοσμένα πρωταρχικά στη ζωντανή εποπτεία. Γι' αυτό η
Λογική, δηλ. η καθολική λογική του Κεφαλαίου από την μια πλευρά διαφέρει
από τη λογική της πολιτικής οικονομίας, ενώ από την άλλη πλευρά, συνδέεται μαζί
της άρρηκτα και εσωτερικά ενιαία. Η Λογική του Κεφαλαίου, από την μια
πλευρά είναι διαφορετική από τη θεωρία της γνώσης του μαρξισμού, ενώ από την
άλλη πλευρά, είναι εσωτερικά συνδεδεμένη μ' αυτήν.
2. Η λογική αποτελεί ένα ιστορικό μόρφωμα, δεν
μπορεί να μη μεταβάλλεται μαζί με τις μεταβολές των απεικονιζόμενων
αντικειμένων.
3. Κάθε υλιστική λογική πρέπει να εντοπίζει
στις κατηγορίες το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των απεικονιζόμενων
αντικειμένων. Αντίθετα, στη λογική του Χέγκελ απεικονίζεται μόνο το παρόν, και
μάλιστα σε μυστικοποιημένη μορφή.
Ο υλισμός και η λογική είναι στο Κεφάλαιο εσωτερικά ενιαίοι.
Ακριβώς η υλιστική θέση δίνει τη δυνατότητα για τη συνεπή ανάπτυξη της
διαλεκτικής λογικής, τη στιγμή που ο ιδεαλισμός, ως προς την ουσία του είναι
εσωτερικά ενιαίος με τη μεταφυσική.
Εάν κάνουμε αφαίρεση από το πρώτο και το
δεύτερο σημείο, τα οποία απαιτούν ειδική εξέταση και τα οποία ξεπερνούν τα
πλαίσια του άρθρου, πρέπει να πούμε ότι η λογική του Κ. Μαρξ είναι πιο
περίπλοκη από τη λογική του Χέγκελ. Το παρελθόν και το παρόν δεν μπορούν να
αναχθούν ολοκληρωτικά στο παρόν. Αυτό ισχύει και για τη λογική. Ο Κ. Μαρξ ξεκινά
από το μη αναγώγιμο του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος, από την
ενότητα τους σαν ενότητα του διακεκριμένου. Η λογική του Κ. Μαρξ συνιστά, από
θέσεις αρχών τρεις σπείρες. Η λογική του Χέγκελ εφ' όσον είναι ιδεαλιστική,
συνιστά μια σπείρα. Στη λογική του Κ. Μαρξ πρέπει να υπάρχει μια σπείρα της
έλικας, διαμέσου της οποίας απεικονίζεται ειδικά το παρελθόν, το οποίο
ωριμάζει μέσα στο παρόν. Παρά τη σχετική τους διάκριση, αυτές οι σπείρες δεν
συνιστούν κάτι το εντελώς αυτοτελές, αλλά σχηματίζουν μιαν εσωτερική ενότητα.
Έτσι, το παρελθόν της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας ενυπάρχει με τη μορφή αυτού
που έχει αρθεί σ' όλη, την εξέταση του κεφαλαίου από τον Κ. Μαρξ. Ταυτόχρονα,
το παρελθόν του κεφαλαίου το οποίο υπάρχει με μορφή που έχει αρθεί στην
περίοδο της κεφαλαιοκρατίας, παρουσιάζεται ειδικά στη διερεύνηση του
εμπορεύματος και του χρήματος από τον Κ. Μαρξ. Το εμπόρευμα και το χρήμα
υπήρχαν πριν από την κεφαλαιοκρατία, πριν από την εμφάνιση του κεφαλαίου. Οι
εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις μετατρέπονται σε κεφαλαιοκρατικές, όταν
γίνονται καθολικές, κυρίαρχες, όταν υποτάσσουν και την κυκλοφορία και την παραγωγή
(δηλαδή όταν εμπόρευμα γίνονται οι παράγοντες της καθεαυτό παραγωγής - η
εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής). Ο Κ. Μαρξ στην αρχή δεν εξετάζει ούτε
το εμπορευματικό αυτέ το χρηματικό κεφάλαιο, αλλά απλά το εμπόρευμα και ,το
χρήμα. Ωστόσο, αυτά αποτελούν το αντικείμενο της ερευνάς του, τόσο, όσο αυτά
υπάρχουν σ' αυτή τη μορφή επί κεφαλαιοκρατίας (και όχι όπως υπήρχαν πριν απ'
την κεφαλαιοκρατία).
Μ' άλλα λόγια εμπόρευμα και χρήμα δεν
διερευνώνται ξεκομμένα από τις άλλες πλευρές, μορφώματα της κεφαλαιοκρατίας,
αλλά σε συνδυασμό και παίρνοντας υπόψη τη θέση εκείνη και τη σημασία, που αυτά
έχουν στην κεφαλαιοκρατική οικονομία.
Η απεικόνιση του εμπορεύματος και του χρήματος
από τον Κ. Μαρξ αποτελεί μια σπείρα της έλικας. Ο Κ. Μαρξ αρχίζει το
χαρακτηρισμό του εμπορεύματος από την αξία χρήσης. Το εμπόρευμα «πέφτει στα
μάτια», προβάλλει στην επιφάνεια πρώτα απ' όλα σαν ένα πράγμα, ικανό να
ικανοποιήσει τούτη ή την άλλη ανάγκη. Η αξία χρήσης παρουσιάζεται από την κατηγοριακή
σκοπιά σαν η κατηγορία του είναι, της επιφάνειας του εμπορεύματος (όχι
όμως του κεφαλαίου). Αφού εξετάζει την αξία χρήσης αυτή καθεαυτή, ο Κ. Μαρξ
περνά στη διερεύνηση των κοινωνικών σχέσεων οι οποίες κρύβονται πίσω από τη
σχέση των αξιών χρήσης και αποκαλύπτει την αξία, το απροκρυστάλλωμα της
κοινωνικά μέσης αναγκαίας εργασίας. Η αξία σαν τέτοια δεν είναι αισθητηριακά
δοσμένη, δεν μπορεί κανείς να την αντιληφθεί ούτε με την αφή ούτε με την όραση.
Ωστόσο, αυτή υπάρχει. Η αξία αποτελεί το εσωτερικό του εμπορεύματος, αποτελεί
την ουσία του εμπορεύματος. Εάν η αξία χρήσης δημιουργείται από τη
συγκεκριμένη εργασία, η αξία δημιουργείται από την αφηρημένη εργασία. Μια
ιστορικά καθορισμένη εργασία αποδείχνεται η υπόσταση του εμπορεύματος
και αυτή η υπόσταση είναι διττή.
Αφού αναλύει την αξία αυτή καθεαυτή, ο Κ. Μαρξ
περνά και πάλι από την ουσία στην επιφάνεια, στο είναι, όμως τώρα πλέον πάνω
στην βάση της ήδη γνωστής ουσίας. Ερευνά τον τρόπο με τον οποίο η αξία
εμφανίζεται στη σχέση των αξιών χρήσης, εξετάζει τις μορφές εμφάνισης της αξίας
(απλή, αναπτυγμένη, γενική, χρηματική). Στην πορεία της ανάπτυξης των μορφών
της αξίας αναπτύσσεται η πολική σχέση αξίας και αξίας χρήσης: Η άμεση ταυτότητα
αξίας χρήσης και αξίας πολώνονται μέσα στη σχέση των διαφόρων εμπορευμάτων.
Αναλύοντας την κίνηση από την ουσία (αξία του εμπορεύματος) στο φαινόμενο
(εμφάνιση της αξίας στη σχέση των αξιών χρήσης), μελετώντας τις μορφές του
φαινομένου της ουσίας, ο Κ. Μαρξ δεν εξετάζει απλώς την αξία χρήσης και την
αξία αυτές καθεαυτές, αλλά την ενότητα αξίας και αξίας χρήσης και τις μορφές
αυτής της ενότητας. Μετά την απεικόνιση των μορφών της αξίας, ο Κ. Μαρξ
χαρακτηρίζει τη διαδικασία της ανταλλαγής και στη συνέχεια το χρήμα ή την
κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ειδικά ο Μαρξ αναφέρεται στην ανταλλαγή συνολικά,
στην ολότητα, της κυκλοφορίας. Έτσι στο τρίτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου
«Το χρήμα ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων», ο Κ. Μαρξ αποκαλύπτει τις
λειτουργίες του χρήματος, δηλαδή όχι τις λειτουργίες των μεν ή των δε μεμονωμένων
εμπορευμάτων, αλλά συγκεκριμένα τις λειτουργίες που αφορούν την ολότητα της
κίνησης όλων των εμπορευμάτων. Αυτό όμως δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την πραγματικότητα,
την ενότητα ουσίας και φαινόμενου και της μορφής της. Αυτή είναι η σπείρα της
απεικόνισης του παρελθόντος, είτε η μικρή σπείρα της έλικας της λογικής του Κεφαλαίου.
Το παρόν απεικονίζεται ειδικά σ' εκείνη τη σπείρα της έλικας της λογικής του Κεφαλαίου
στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, εξετάζοντας τη δομή του Κεφαλαίου
συνολικά. Ας την ονομάσουμε μεγάλη σπείρα της έλικας της λογικής του Κεφαλαίου
του Κ.. Μαρξ.
Η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και
ειδικά της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, οδηγεί σε τελική ανάλυση - όχι όμως
αυτόματα - στο θάνατο της και στο σχηματισμό της νέας, της κομμουνιστικής
κοινωνίας. Η ουσία της νέας κοινωνίας δεν σχηματίζεται στα σπλάχνα της
κεφαλαιοκρατίας, δημιουργούνται μόνο οι προϋποθέσεις της. Κατά συνέπεια, η
λογική της απεικόνισης του μέλλοντος κατά την εξέταση της ανάπτυξης της
κεφαλαιοκρατικής οικονομίας δεν μπορεί να φτάσει μέχρι την άμεση απεικόνιση της
ουσίας του νέου. Γι' αυτήν μπορούμε να κρίνουμε από την ανάπτυξη των
προϋποθέσεων της νέας, όχι διαμορφωμένης ακόμα ουσίας. Η αναπαραγωγή του
μέλλοντος στη λογική του Κεφαλαίου σε ακριβή αντιστοιχία με το
αντικείμενο της έρευνας αποτελεί τμήμα της έλικας - την κίνηση της νόησης από
το είναι στην ουσία. Όμως εδώ η ουσία δεν ανασυγκροτείται άμεσα, εφόσον
αυτή δεν υπήρξε ακόμα στην ίδια την πραγματικότητα.
Ας σταθούμε σ' αυτή τη σπείρα κάπως αναλυτικά.
Στην επιφάνεια, στο είναι (στη δοσμένη περίπτωση του κεφαλαίου) τα όρια
ύπαρξης του αντικειμένου δεν εντοπίζονται. Πραγματικά, στη σφαίρα της
κυκλοφορίας η κίνηση του κεφαλαίου είναι μια διαδικασία διαρκούς επαύξησης του
χρήματος η οποία εκφράζεται με την καθολική μορφή του κεφαλαίου Χ-Ε-Χ' όπου Χ=
χρήμα, Ε= εμπόρευμα και Χ'= επαυξημένο χρήμα. Εδώ είναι αδύνατο να δει κανείς
κάποιο όριο της ύπαρξης, της κίνησης, της επαύξησης του κεφαλαίου, καθώς το
αφετηριακό και το τελικό σημείο της κίνησης, όσο κι αν αυτή υπάρχει παραμένουν
ποιοτικά ταυτόσημα. Η διαφορά μεταξύ αφετηριακού και τελικού σημείου είναι
καθαρά ποσοτική. Το Κεφάλαιο και η Κεφαλαιοκρατία, εάν περιοριστούμε στην
σφαίρα της κυκλοφορίας αποκομμένη από τη σφαίρα της παραγωγής, φαίνονται
αιώνια. Και αυτό είναι μια αντικειμενική αυταπάτη.
Το όριο ύπαρξης του αντικειμένου στη λογική του
Κεφαλαίου αρχίζει να εντοπίζεται με το πέρασμα από το είναι στην ουσία
αυτού του αντικειμένου (στη δοσμένη περίπτωση του κεφαλαίου). Το πέρασμα από
την επιφάνεια, το είναι στην ουσία, παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο κατά την
εξέταση της μετατροπής του χρήματος σε κεφάλαιο. Η μετατροπή του χρήματος σε
κεφάλαιο είναι η πώληση από τον ελεύθερο εργάτη («ελεύθερο» από ιδιοκτησία στα
μέσα παραγωγής και ελεύθερο με την έννοια της δυνατότητας να διαθέτει την
ικανότητα του για εργασία) της εργατικής του δύναμης στον ιδιοκτήτη των μέσων
παραγωγής. Όσο η διαδικασία διεξάγεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, η δημιουργία
του κεφαλαίου δεν αποκαλύπτεται ακόμα. Η αγορασμένη όμως εργατική δύναμη
εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία, αρχίζει να καταναλώνεται. Η κατανάλωση
της διαμέσου της χρησιμοποίησης των μέσων παραγωγής που ανήκουν στον
κεφαλαιοκράτη, σημαίνει ότι δημιουργείται από την εργασία του εργάτη αξία, η
οποία ξεπερνά την αξία της αγορασμένης εργατικής δύναμης. Αυτή είναι η
διαδικασία της καθεαυτό δημιουργίας, της παραγωγής του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο
το δημιουργεί η κατανάλωση της αγορασμένης από τον κεφαλαιοκράτη εργατικής
δύναμης, το κεφάλαιο ζει, όσο καταναλώνεται η αγορασμένη εργατική δύναμη.
Ο Κ. Μαρξ διακρίνει δυο βασικές μορφές
υπεραξίας: την απόλυτη και την σχετική. Απόλυτη είναι εκείνη η υπεραξία
που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης ημέρας με αμετάβλητο τον αναγκαίο
χρόνο εργασίας, δηλαδή το χρόνο που απαιτείται καθημερινά για την αναπαραγωγή
της αξίας της εργατικής δύναμης. Η σχετική υπεραξία «προκύπτει από την συντόμευση
του αναγκαίου χρόνου εργασίας, και από την αντίστοιχη αλλαγή στη σχέση των
μεγεθών των δυο συστατικών μερών της εργάσιμης ημέρας».11 Κατά την
παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας ο τρόπος παραγωγής παραμένει αμετάβλητος. Για
την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας είναι απαραίτητη η ανατροπή στους:
«Τεχνικούς και κοινωνικούς όρους της εργασιακής
διαδικασίας, δηλαδή στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, για να αυξήσει την
παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να μειώσει την αξία της εργατικής δύναμης
με την άνοδο της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και για να συντομεύσει έτσι
το μέρος της εργάσιμης ημέρας που είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή αυτής της
αξίας».[1][12]
Η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας συμπιέζεται από
το φυσικό όριο της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας - 24 ώρες την ημέρα. Και
αυτό όμως το όριο είναι αδύνατο να προσεγγίζεται συχνά. Φυσικά, διατηρείται η
δυνατότητα χρησιμοποίησης όλο και μεγαλύτερου αριθμού εργατών χωρίς να
μεταβάλλεται ο τρόπος παραγωγής, όμως σ' αυτή την περίπτωση το ποσοστό της
υπεραξίας (η σχέση υ/μ=υπερεργασία/αναγκαία εργασία, όπου υ=υπεραξία, και
μ=μεταβλητό κεφάλαιο) παραμένει αμετάβλητη, δηλαδή παραμένει αμετάβλητος ο
βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο.
Το κεφάλαιο κατά την παραγωγή της απόλυτης
υπεραξίας αναπτύσσεται εκτατικά μεταβάλλεται ποσοτικά. Το όριο της
εργάσιμης ημέρας είναι και το όριο της ποσοτικής μεταβολής του
κεφαλαίου. Η αύξηση της μάζας της υπεραξίας διαμέσου της αύξησης του αριθμού
των εργατών με αμετάβλητο το ποσοστό υπεραξίας έχει, επίσης, σε τελική
ανάλυση, ποσοτικό όριο. Όμως, η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ωθείται
πριν απ' όλα προς το ποσοτικό όριο με τη μορφή του ορίου διάρκειας της
εργάσιμης ημέρας, εφόσον η φύση του κεφαλαίου, όπως μας δείχνει ο Κ. Μαρξ, το
κατευθύνει αναγκαία πρώτα απ' όλα στο δρόμο αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης
της εργατικής δύναμης.
Οι κεφαλαιοκράτες, στην προσπάθεια τους να
μεγαλώσουν την εργάσιμη ημέρα, έρχονται σε σύγκρουση με την αυξανόμενη
αντίσταση των εργατών.
Σαν αποτέλεσμα της πάλης κεφαλαιοκρατών και
εργατών θεσπίζεται και ο νομοθετικός περιορισμός της εργάσιμης ημέρας. Ο Κ.
Μαρξ το δείχνει αυτό πάνω σε ένα τεράστιο πραγματολογικό υλικό. Φυσικά, οι
κεφαλαιοκράτες βρίσκουν πλήθος τεχνάσματα, για να αποφύγουν την εργοστασιακή νομοθεσία.
Ωστόσο η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας περιορίζεται. Βασικός τρόπος ενίσχυσης
του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης αποδείχνεται, μ' αυτούς τους
όρους, η άνοδος της παραγωγικής δύναμης της εργασίας.
Κατά την περίοδο που κυριαρχεί η παραγωγή
σχετικής υπεραξίας η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσεται κυρίως εντατικά.
Εδώ δεν εντοπίζεται πλέον ένα ποσοτικό όριο μιας ορισμένης μορφής ύπαρξης,
κίνησης, του κεφαλαίου αλλά το ποιοτικό, ακριβέστερα το όριο-μέτρο της
κίνησης του κεφαλαίου γενικά. Πραγματικά, στο βαθμό που αναπτύσσεται η
παραγωγική δύναμη της εργασίας, στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές
δυνάμεις, περιορίζεται η χρησιμοποίηση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το
σταθερό κεφάλαιο. Εντωμεταξύ, ακριβώς το μεταβλητό κεφάλαιο αποτελεί το
ζωντανό κεφάλαιο, ακριβώς η κατανάλωση της εργατικής δύναμης δημιουργεί το
κεφάλαιο.
«Η συσσώρευση του κεφαλαίου που αρχικά
εμφανίστηκε σαν ποσοτική του διεύρυνση, συντελείται, όπως είδαμε, μέσα σε
διαρκή ποιοτική αλλαγή της σύνθεσης του σε αδιάκοπη αύξηση του σταθερού του
συστατικού σε βάρος του μεταβλητού».[1][13]
Μιλώντας στη γλώσσα των μαθηματικών, το σταθερό
κεφάλαιο τείνει στο άπειρο ενώ το μεταβλητό τείνει στο μηδέν.
Η απόλυτη εξάλειψη του μεταβλητού κεφαλαίου, η
αναγωγή του στο μηδέν, και συνεπώς, το απόλυτο όριο ύπαρξης του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μπορούν να επιτευχθούν με την απόλυτη
αυτοματοποίηση, με την πλήρη εξαίρεση της ζωντανής εργασίας από τη διαδικασία
της παραγωγής. Όμως αυτό είναι μάλλον ανέφικτο, όσον αφορά τουλάχιστον το άμεσο
μέλλον. Οι ελπίδες για μια αυτόματη χρεοκοπία της κεφαλαιοκρατίας είναι
ουσιαστικά χωρίς προοπτική και δεν έχουν τίποτε κοινό με το μαρξισμό. Ωστόσο,
όπως απέδειξε ο Κ. Μαρξ
«στο μέτρο που συσσωρεύεται το κεφάλαιο...
χειροτερεύει υποχρεωτικά η κατάσταση του εργάτη, αδιάφορο εάν είναι καλή η
κακή η πληρωμή του»[1][14]
Έτσι δημιουργούνται οι υποκειμενικοί και οι
αντικειμενικοί όροι για την νικηφόρα πάλη της εργατικής τάξης.
Το οριακό μέτρο ύπαρξης του κεφαλαίου
εντοπίζεται κατά την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας επίσης και στο γεγονός
ότι αναγκαία μορφή της «ζωικής δραστηριότητας» του κεφαλαίου αποδείχνεται η
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο χαρακτήρας των παραγωγικών δυνάμεων
μετατρέπεται στο αντίθετο του: με την επικράτηση της παραγωγής με μηχανές
γίνεται τεχνική αναγκαιότητα ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Οι
κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις, οι σχέσεις της ατομικής ιδιοκτησίας,
περνούν σε μια αξεπέραστη, στις κεφαλαιοκρατικές συνθήκες, ώριμη αντίφαση με
το επίπεδο και το χαρακτήρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Το οριακό
μέτρο, το μετρικό όριο σε διάκριση από το ποσοτικό όριο, είναι το όριο της
ίδιας της ύπαρξης του κεφαλαίου σαν τέτοιου.
Η σύγκριση του συστήματος της λογικής του Κεφαλαίου
και της λογικής του Χέγκελ, παρουσιάζεται σ' αυτό το άρθρο στην πιο γενική
της μορφή. Ωστόσο ακόμα και μια τέτοια σύγκριση μας επιτρέπει να βγάλουμε
μερικά συμπεράσματα:
Στη λογική του Χέγκελ εμπεριέχονται περισσότερα
«ορθολογικά σπέρματα» απ' ό,τι συνήθως νομίζεται. Ταυτόχρονα η λογική του Κεφαλαίου
διαφέρει ριζικά, ως προς τις αρχές της, από τη λογική του Χέγκελ.
Ο υλισμός και η λογική είναι στο Κεφάλαιο
εσωτερικά ενιαίοι. Ακριβώς η υλιστική θέση δίνει τη δυνατότητα για τη συνεπή
ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής, τη στιγμή που ο ιδεαλισμός, ως προς
την ουσία του είναι εσωτερικά ενιαίος με τη μεταφυσική. Και μάλιστα ο υλιστικός
χαρακτήρας της λογικής του Κ. Μαρξ και ο ιδεαλιστικός χαρακτήρας της λογικής
του Χέγκελ συνδέονται επίσης εσωτερικά και με τη διαφορετική διάρθρωση του
συστήματος της λογικής τους.
Το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ αποτελεί ένα αξεπέραστο υπόδειγμα
διεξοδικής και συστηματικής συνειδητής χρησιμοποίησης της διαλεκτικο-υλιστικής
μεθόδου μέσα στη διαδικασία διερεύνησης μιας ολόκληρης συγκεκριμένης επιστήμης
(της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας). Η μελέτη της λογικής του Κεφαλαίου
και η δημιουργική της χρήση σε διάφορες συγκεκριμένες επιστήμες ανοίγουν
τεράστιες προοπτικές.
[1][1] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο. Εκδ. Σύγχρονη
Εποχή, τ. 1, σελ.25.
[1][2] Στο ίδιο σ. 26.
[1][3] Στο ίδιο σελ. 26.
[1][4] Κ. Μαρξ, Φ. 'Ενγκελς, Έργα, τ. 13,
σελ. 494. (Ρώσσικη έκδοση).
[1][5] Λένιν
Β.Ι. Άπαντα, τ. 29. σελ. 162.
[1][7] Κ. Μαρξ, 7ο Κεφάλαιο, τ. 1. σελ. 49.
[1][8] Στην καθημερινή συνείδηση το επίθετο από το
ουσιαστικό «επιφάνεια» έχει συχνά σημασία που προκαλεί αρνητικά συναισθήματα. Εδώ
χρησιμοποιούμε την λέξη «επιφάνεια» με την κατηγοριακή έννοια, εννοώντας εκείνο
το αναγκαίο επίπεδο της γνώσης, από το οποίο ξεκινά η διαδικασία της γνώσης να
κινείται σε βάθος.
[1][9] Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο. τ.ΙΙΙ. σελ. 29.
[1][10] Στο ίδιο, σελ. 29.
[1][11] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ.1, σελ. 330.
[1][12] Στο ίδιο.
[1][13] Στο ίδιο, σελ. 651-652.
[1][14 Στο ίδιο, σελ. 668.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου