Παράρτημα: για τον «ιδανικό μέσο όρο» και τις μορφές μετάβασης
του Λουί Αλτουσέρ
μετάφραση Χρ. Γιαννούλη και Δ. Δημούλης
Μια λέξη μόνο για δύο σημαντικά θεωρητικά προβλήματα
που έχουν άμεση σχέση με την ανακάλυψη του Μαρξ και τις μορφές έκφρασης της:
πρόκειται για το πρόβλημα του ορισμού του αντικειμένου του Κεφαλαίου ως
«ιδανικού μέσου όρου» του υπαρκτού καπιταλισμού - και το πρόβλημα των μορφών
μετάβασης από έναν τρόπο παραγωγής σε κάποιον άλλο.
«Σε μια τέτοια γενική έρευνα» γράφει ο Μαρξ «θα
προϋποτίθεται πάντα ότι οι πραγματικές σχέσεις αντιστοιχούν στην έννοια τους ή,
πράγμα που είναι το ίδιο, οι πραγματικές σχέσεις θα εκτίθενται μόνο στο μέτρο
που εκφράζουν το γενικό τύπο τους (allgemeinen Typus)...»'
Ο Μαρξ ορίζει επανειλημμένα αυτό το γενικό τύπο ως τον
«ιδανικό μέσο όρο» (idealer Durchschnitt) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ο χαρακτηρισμός αυτός με τον οποίο ο μέσος όρος και το ιδανικό συνδυάζονται
εννοιολογικά, χωρίς να παύουν να αναφέρονται σε κάποια υπαρκτή πραγματικότητα,
θέτει για άλλη μια φορά το ζήτημα της φιλοσοφικής προβληματικής που βρίσκεται
πίσω από αυτούς τους όρους: δεν πάσχει άραγε από εμπειρισμό; Αυτό θα μας έκανε
να πιστέψουμε · το ακόλουθο απόσπασμα από τον Πρόλογο της πρώτης γερμανικής
έκδοσης του Κεφαλαίου:
«Ο φυσικός παρατηρεί τις φυσικές διαδικασίες είτε εκεί
όπου εμφανίζονται με την πιο έντονη μορφή και ελάχιστα θολωμένες από
ενοχλητικές επιδράσεις είτε, όπου αυτό είναι δυνατό, κάνει πειράματα σε
συνθήκες που εξασφαλίζουν την καθαρή εξέλιξη της διαδικασίας. Στο έργο αυτό έχω
να μελετήσω τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις σχέσεις παραγωγής και
ανταλλαγής που αντιστοιχούν σ' αυτόν. Ο κλασικός τόπος του είναι μέχρι τώρα η
Αγγλία. Γι αυτό ακριβώς το λόγο χρησιμεύει ως κύριο μέσο ανάγλυφης παρουσίασης
της θεωρητικής μου ανάπτυξης»3.
Ο Μαρξ επιλέγει λοιπόν το παράδειγμα της Αγγλίας.
Ωστόσο υποβάλλει το παράδειγμα αυτό σε μια σημαντική «κάθαρση» μια και, όπως ο
ίδιος ομολογεί, το αναλύει αφού κάνει την υπόθεση ότι το αντικείμενο του δεν
περιλαμβάνει παρά μόνο δύο τάξεις (κατάσταση για την οποία δεν έχουμε
παράδειγμα στον κόσμο) και ότι η παγκόσμια αγορά υπάγεται ολόκληρη στην
καπιταλιστική παραγωγή, πράγμα που είναι επίσης εκτός πραγματικότητας. Ο Μαρξ
λοιπόν οεν - μελετά καν το παράδειγμα της Αγγλίας, παρ' ότι αυτό είναι κλασικό
και καθαρό, αλλά ένα ανύπαρκτο παράδειγμα, αυτό που ορθά αποκαλεί «ιδανικό μέσο
όρο» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Λένιν επισήμανε αυτή την εμφανή
δυσχέρεια στις Νέες παρατηρήσεις για τη θεωρία της πραγματοποίησης τον 1899
(Έργα, γαλ. έκδ.,τ.ΙΥ, σς. 8788):
«Ας σταματήσουμε για λίγο ακόμη σε ένα πρόβλημα που
απασχολεί εδώ και πολύ καιρό τον Στρούβε: ποια είναι η αληθινή επιστημονική
αξία της πραγματοποίησης;
Είναι ακριβώς η ίδια με την αξία όλων των άλλων θέσεων
της αφηρημένης θεωρίας τον Μαρξ. Αν ο Στρούβε ταράζεται από το ότι "η
απόλυτη πραγματοποίηση είναι το ιδανικό της καπιταλιστικής παραγωγής αλλά επ'
ουδενί λόγω η πραγματικότητα της", θα του υπενθυμίσουμε ότι και όλοι οι
υπόλοιποι νόμοι του καπιταλισμού που ανακαλύφθηκαν από τον Μαρξ εκφράζονται με
τον ίδιο ακριβώς τρόπο ως ιδανικό τον καπιταλισμού και επ' ουδενί λόγω ως
πραγματικότητα τον. "Σκοπός μας" έγραφε ο Μαρξ "είναι να
παρουσιάσουμε αποκλειστικά την εσωτερική οργάνωση του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής, θα λέγαμε στον ιδανικό μέσο όρο του". Η θεωρία του κεφαλαίου
προϋποθέτει ότι ο εργάτης παίρνει ολόκληρη την αξία της εργατικής του δύναμης.
Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού αλλά επ' ουδενί λόγω η πραγματικότητα
του. Η θεωρία της προσόδου προϋποθέτει ότι το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού
χωρίζεται σε ιδιοκτήτες γης και μισθωτούς εργάτες. Αυτό είναι το ιδανικό του
καπιταλισμού και επ' ουδενί λόγω η πραγματικότητα του. Η θεωρία της
πραγματοποίησης προϋποθέτει μια αναλογική κατανομή της παραγωγής. Αυτό είναι το
ιδανικό του καπιταλισμού και επ' ουδενί λόγω η πραγματικότητα του».
Ο Λένιν επαναλαμβάνει απλώς τα λόγια του Μαρξ,
αντιπαραθέτοντας, με αφετηρία τον όρο «ιδανικός» στην έκφραση «ιδανικός μέσος
όρος», την ιδανικότητα (idéalité) του μαρξικού αντικειμένου στην υφιστάμενη
ιστορική πραγματικότητα. Αν επιμείνουμε περισσότερο σ' αυτή την αντίθεση θα
πέσουμε ξανά στις παγίδες του εμπειρισμού, ιδίως αν καταλήξουμε στο συμπέρασμα
ότι ο Λένιν χαρακτηρίζει τη θεωρία του Μαρξ ως μια «αφηρημένη» θεωρία που
μοιάζει έτσι να αντιπαρατίθεται με φυσικότητα στο συγκεκριμένο ιστορικό
χαρακτήρα της πραγματικότητας των υφιστάμενων μορφών του καπιταλισμού. Αλλά και
εδώ μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματική πρόθεση του Μαρξ εννοώντας αφ',
ενός αυτή την ιδανικότητα (idéalité) ως ιδεατότητα (ideelite), δηλαδή ως την
απλή εννοιολογική κατασκευή του αντικειμένου του Μαρξ, και αφ' ετέρου το «μέσο
όρο» ως το περιεχόμενο της έννοιας του αντικειμένου του - και όχι ως το
αποτέλεσμα μιας εμπειρικής αφαίρεσης. Το αντικείμενο του Μαρξ δεν είναι ένα
ιδανικό αντικείμενο που αντιπαρατίθεται σε ένα πραγματικό αντικείμενο και, λόγω
αυτής της αντίθεσης, διακρίνεται από αυτό, όπως το δέον διακρίνεται από το
είναι, ο κανόνας από το γεγονός. Το αντικείμενο της θεωρίας του είναι ιδεατό,
δηλαδή ορίζεται με γνωσιολογικούς όρους, με την αφαιρετικότητα της έννοιας. Ο
ίδιος ο Μαρξ το λέει, γράφοντας ότι «ο ειδικός χαρακτήρας της (ενν. της
καπιταλιστικής παραγωγής, στμ)... εκδηλώνεται (sich darstellt) σε ολόκληρη την
εσωτερική μορφή τον πυρήνα της (In ihrer ganzen...Kerngeslah)»''. Αυτή η
«Kerngestalt» και οι προσδιορισμοί της αποτελούν το αντικείμενο της ανάλυσης
του Μαρξ στο βαθμό που αυτή η ειδοποιός διαφορά ορίζει τον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής ως καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό που σε αγοραίους
οικονομολόγους, όπως ο Στρούβε, φαίνεται να αντιφάσκει προς την πραγματικότητα,
αποτελεί για το Μαρξ την ίδια την πραγματικότητα, την πραγματικότητα τον
θεωρητικού αντικειμένου τον. Για να το καταλάβουμε αυτό αρκεί να θυμηθούμε όσα
λέχθηκαν για το αντικείμενο της θεωρίας της ιστορίας και συνεπώς της θεωρίας
της πολιτικής οικονομίας: το ότι μελετά τις θεμελιώδεις μορφές ενότητας της
ιστορικής ύπαρξης, δηλαδή τους τρόπους παραγωγής. Το ίδιο μας λέει άλλωστε και
ο Μαρξ αν θελήσουμε να πάρουμε κατά γράμμα τα λόγια του στον πρόλογο της πρώτης
γερμανικής έκδοσης (του Κεφαλαίου, στμ), όπου μιλά για την Αγγλία:
«Στο έργο αυτό έχω να μελετήσω τον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής και τις σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής που αντιστοιχούν σ' αυτόν»
(ό.π.).
Αν διαβάσουμε προσεκτικά το κείμενο του Μαρξ, η Αγγλία
αποτελεί απλώς πηγή παραδειγμάτων και ανάγλυφης παρουσίασης και επ' ουδενί λόγω
αντικείμενο θεωρητικής μελέτης: «Ο κλασικός τόπος του είναι μέχρι τώρα η
Αγγλία. Γι αυτό ακριβώς το λόγο χρησιμεύει ως κύριο μέσο ανάγλυφης παρουσίασης
της θεωρητικής μου ανάπτυξης» (ό.π.).
Αυτή η σαφέστατη δήλωση τοποθετεί στη σωστή προοπτική
την πρώτη φράση του αποσπάσματος που αναφερόταν στο παράδειγμα της φυσικής με
όρους που θα άφηναν κάποιον να εννοήσει ότι ο Μαρξ αναζητούσε ένα «καθαρό»
αντικείμενο που δεν «θολώνει από ενοχλητικές επιδράσεις». Υπ' αυτή την έννοια,
και η Αγγλία είναι ένα μη καθαρό και διαταραγμένο αντικείμενο, αλλά αυτή η
«έλλειψη καθαρότητας» και η «διατάραξη» δεν δημιουργούν καμιά δυσχέρεια στη
θεωρία διότι θεωρητικό αντικείμενο τον Μαρξ δεν είναι η Αγγλία αλλά ο
καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στην «Kerngestalt» τον και οι ' προσδιορισμοί
αυτής της «Kerngestalt». Συνεπώς, όταν ο Μαρξ μας λέει ότι μελετά ένα «ιδανικό
μέσο όρο», πρέπει να εννοήσουμε ότι αυτή η ιδανικότητα δεν συνδηλώνει το μη
πραγματικό ή την ιδανική νόρμα αλλά την έννοια του πραγματικού - και ότι αυτός
ο «μέσος όρος» δεν είναι ένας εμπειρικός μέσος όρος, και άρα δεν συνδηλώνει το
μη ιδιαίτερο αλλά αντίθετα συνδηλώνει την έννοια της ειδοποιού διαφοράς του
εξεταζόμενου τρόπου παραγωγής.
Ας προχωρήσουμε. Επανερχόμενοι στο αγγλικό παράδειγμα
και συγκρίνοντας το με το εμφανώς αποκαθαρμένο και απλουστευμένο αντικείμενο
του Μαρξ - τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με δύο τάξεις - θα πρέπει να
αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πραγματικό υπόλειμμα: και
συγκεκριμένα - για να περιοριστούμε σ' αυτό το καίριο σημείο - αντιμετωπίζουμε
την πραγματική ύπαρξη των άλλων τάξεων (ιδιοκτήτες γης, τεχνίτες,
μικροκαλλιεργητές). Δεν θα ήταν παραδεκτό να αγνοήσουμε αυτό το πραγματικό
υπόλειμμα επικαλούμενοι αποκλειστικά το γεγονός ότι ο Μαρξ έχει ως μόνο
αντικείμενο την έννοια της ειδοποιού διαφοράς του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής και αναφερόμενοι στη διαφορά μεταξύ της πραγματικότητας και της
γνώσης της!
Ωστόσο αυτά που λέχθηκαν για το status της θεωρίας της
ιστορίας αποκτούν το πλήρες νόημα τους μέσω αυτής ακριβώς της φαινομενικά
καίριας δυσκολίας - η οποία αποτελεί και το μείζον επιχείρημα για την
εμπειριστική ερμηνεία της θεωρίας του Κεφαλαίου. Κι αυτό διότι ο Μαρξ δεν
μπορεί να μελετήσει την ειδοποιό διαφορά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
παρά μόνο εάν μελετήσει ταυτόχρονα τους άλλους τρόπους παραγωγής. Και υπό την
προϋπόθεση να μελετήσει όχι μόνο τους άλλους τρόπους παραγωγής ως τύπους
ειδικής ενότητας της Verbindung (συναρμογής) των παραγόντων της παραγωγής αλλά
επίσης και τις σχέσεις των διάφορων τρόπων παραγωγής μεταξύ τους στη διαδικασία
συγκρότησης των τρόπων παραγωγής. Η έλλειψη καθαρότητας του αγγλικού
καπιταλισμού είναι ένα πραγματικό και καθορισμένο αντικείμενο που ο Μαρξ δεν
θέλησε να μελετήσει στο Κεφάλαιο, αλλά το οποίο εμπίπτει στο πεδίο της
μαρξιστικής θεωρίας: αυτή την έλλειψη καθαρότητας μπορούμε να την
χαρακτηρίσουμε προσωρινά, στην άμεση μορφή της, ως «επιβίωση» στο εσωτερικό του
κυρίαρχου στη Μεγάλη Βρετανία καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ορισμένων μορφών
άλλων τρόπων παραγωγής, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη διαλυθεί και υποτάσσονται
στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή η υποτιθέμενη «έλλειψη καθαρότητας»
αποτελεί συνεπώς ένα αντικείμενο που εμπίπτει στο πεδίο της θεωρίας των τρόπων
παραγωγής και ιδίως στη θεωρία μετάβασης από έναν τρόπο παραγωγής σε κάποιον
άλλο, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη θεωρία της διαδικασίας συγκρότησης ενός
συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, δεδομένου ότι όλοι οι τρόποι παραγωγής
συγκροτούνται με αφετηρία τις υπάρχουσες μορφές ενός πρότερου τρόπου παραγωγής.
Αυτό το αντικείμενο ανήκει αυτοδικαίως στη μαρξιστική θεωρία και εάν ξέρουμε να
αναγνωρίζουμε τους νόμιμους τίτλους ενός τέτοιου αντικειμένου δεν μπορούμε να
μεμφθούμε τον Μαρξ για το ότι δεν μας έδωσε τη θεωρία του. Όλα τα κείμενα του
Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου αποτελούν τουλάχιστον την
πρώτη ύλη, αν όχι και τη σκιαγράφηση αυτής της θεωρίας, όσον αφορά τη διαδικασία
συγκρότησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δηλαδή τη μετάβαση από το
φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πρέπει συνεπώς να αναγνωρίσουμε
αυτό που πράγματι μας πρόσφερε ο Μαρξ και αυτό που, ενώ δεν μπόρεσε να μας
προσφέρει, μας επιτρέπει να αντλήσουμε. Όπως μπορούμε να πούμε ότι διαθέτουμε
μόνον τη σκιαγράφηση μιας μαρξιστικής θεωρίας των τρόπων παραγωγής που
προηγήθηκαν του καπιταλιστικού, έτσι μπορούμε να πούμε και μάλιστα οφείλουμε να
πούμε δεδομένου ότι η ύπαρξη αυτού του προβλήματος και κυρίως η ανάγκη να τεθεί
με την κατάλληλη θεωρητική μορφή δεν έχουν αναγνωρισθεί γενικά - ότι ο Μαρξ δεν
μας έδωσε μια θεωρία μετάβασης από έναν τρόπο παραγωγής σε κάποιον άλλο, δηλαδή
θεωρία συγκρότησης ενός τρόπου παραγωγής. Γνωρίζουμε ότι αυτή η θεωρία είναι
αναγκαία, πολύ απλά για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες αυτού που
ονομάζεται οικοδόμηση του σοσιαλισμού και αντικείμενο της οποίας είναι η
μετάδοση από τον καπιταλιστικό στο σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, ή ακόμη για να
επιλύσουμε τα προβλήματα που τίθενται από τη λεγόμενη «υπανάπτυξη» των χωρών
του τρίτου κόσμου. Δεν μπορώ να εξετάσω λεπτομερώς τα θεωρητικά προβλήματα που
θέτει αυτό το νέο αντικείμενο αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι η
διατύπωση και η επίλυση αυτών των προβλημάτων που είναι καυτά και επίκαιρα,
βρίσκονται στο επίκεντρο της μαρξιστικής έρευνας. Μ' αυτές τις θεωρητικές
έρευνες συνδέονται άμεσα όχι μόνο τα προβλήματα της περιόδου της
«προσωπολατρίας» αλλά και όλα τα σύγχρονα προβλήματα που εκφράζονται με τη μορφή
του «εθνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό», του «ειρηνικού» ή μη «δρόμου» κ.λπ.
Και σ' αυτό το σημείο ο Μαρξ δεν μας άφησε χωρίς
ενδείξεις ή υλικό - παρ' ότι ορισμένες από τις διατυπώσεις του τείνουν να
προκαλέσουν παρεξηγήσεις. Αν μπορούμε να θέσουμε ως θεωρητικό πρόβλημα το
ζήτημα της μετάβασης από έναν τρόπο παραγωγής σε κάποιον άλλο - και έτσι όχι
μόνο να κατανοήσουμε τις προηγούμενες μεταβάσεις αλλά και να πούμε κάτι για το
μέλλον, να «πηδήσουμε πέρα από τον καιρό μας» (πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει
ο εγελιανός ιστορικισμός) - αυτό δεν συναρτάται με μια υποτιθέμενη «πειραματική
δομή» της ιστορίας αλλά με τη μαρξιστική θεωρία της ιστορίας ως θεωρίας των
τρόπων παραγωγής, με τον ορισμό των συστατικών στοιχείων των διάφορων τρόπων
παραγωγής και με το γεγονός ότι τα θεωρητικά προβλήματα που θέτει η διαδικασία
συγκρότησης ενός τρόπου παραγωγής (με άλλη διατύπωση τα προβλήματα του
μετασχηματισμού ενός τρόπου παραγωγής σε κάποιον άλλο) εξαρτώνται άμεσα από τη
θεωρία των προκείμενων τρόπων παραγωγής5. Γι αυτό ακριβώς μπορούμε
να πούμε ότι ο Μαρξ μας έδωσε τα μέσα να σκεφθούμε πάνω σ' αυτό το πρόβλημα που
είναι θεωρητικά και πρακτικά καθοριστικό: τα προβλήματα της μετάβασης μπορούν
να τεθούν και να επιλυθούν με αφετηρία τη γνώση των προκείμενων τρόπων παραγωγής.
Γι αυτό το λόγο μπορούμε να πούμε κάτι για το μέλλον και να κατασκευάσουμε τη
θεωρία αυτού του μέλλοντος και κυρίως των μεθόδων και των μέσων που θα μας
εξασφαλίσουν την πραγματοποίηση του.
Η μαρξιστική θεωρία της ιστορίας, εννοούμενη με τον
τρόπο που την ορίσαμε πριν, μας παρέχει αυτό το δικαίωμα, με την επιφύλαξη ότι
θα μπορέσουμε να ορίσουμε με ακρίβεια τους όρους της και τα όρια της. Αλλά
ταυτόχρονα μας κάνει να αναλογισθούμε τι μας μένει να κάνουμε - και μένουν πάρα
πολλά - για να ορίσουμε με όλη την επιθυμητή ακρίβεια αυτές τις μεθόδους και
αυτά τα μέσα. Αν είναι αλήθεια - υπό τον όρο να μη δώσουμε σ' αυτή την έκφραση
ιστορικιστική χροιά - ότι η ανθρωπότητα αναλαμβάνει μόνο υποχρεώσεις τις οποίες
μπορεί να εκπληρώσει, θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσει απόλυτα τη σχέση
μεταξύ των υποχρεώσεων και των δυνατοτήτων της, να δεχθεί να γνωρίσει αυτούς
τους όρους και τη σχέση τους, δηλαδή να αμφισβητήσει αυτές τις υποχρεώσεις και
τις δυνατότητες, προκειμένου να καθορίσει τα μέσα που είναι πρόσφορα για να
παράγει το μέλλον της και να κυριαρχήσει σ' αυτό. Στην αντίθετη περίπτωση και
μέσα στη «διαφάνεια» των νέων οικονομικών σχέσεων, θα κινδυνεύσει - εμπειρία
που γνώρισε ήδη μέσα στη σιωπή του τρόμου, και που μπορεί να ζήσει μια ακόμη
φορά με τις ευλογίες του ανθρωπισμού - θα κινδυνεύσει να κατευθυνθεί, με καθαρή
συνείδηση, προς ένα μέλλον που εξακολουθεί να είναι φορτωμένο κινδύνους και
σκιές.
1. L. Althusser, E. Balibar, Lire le Capital, τ.II, Paris 1968, 6' έκδ., σα. 7278. Πρόκειται
για τον «επίλογο» του σημαντικού έργου του Αλτουσέρ το οποίο εξακολουθεί να
παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά.
2. Karl Marx, Das
Kapital, τ. 3, Marx Engels Werke, τ. 25, Berlin 1989, σ. 152. Τα αποσπάσματα του «Κεφαλαίου» μεταφράζονται εδώ από
το γερμανικό πρωτότυπο και όχι από την μη ακριβή γαλλική μετάφραση που
χρησιμοποιείται στο Lire le Capital. Οι υπογραμμίσεις δεν υπάρχουν στο
γερμανικό πρωτότυπο (Στμ).
3. Das Kapital, τ. 1, MEW, τ. 23, Berlin 1988, σ. 12
(Στμ).
4. Das Kapital, τ. 3, ό.π., σ. 254. Η υπογράμμιση και οι εντός παρενθέσεως αναφορές oto
γερμανικό κείμενο έχουν γίνει από τον Αλτουσέρ. Στο Lire le Capital το εν λόγω
απόσπασμα μεταφράζεται ως εξής: η «ειδοποιός διαφορά του καπιταλιστικού
συστήματος εκδηλώνεται σε ολόκληρη τη δομή του πυρήνα του» (Στμ).
5. Βλ. τη μελέτη του Μπαλιμπάρ [στον ίδιο τόμο σ. 79
επ., στμ].
Σημείωση
σχετικά με τις θέσεις για τον Φόυερμπαχ*
του
Λουί Αλτουσέρ
Μετάφραση:
Τ. Κυπριανίδης Επιμέλεια: Δ. Δημούλης
Οι θέσεις για
τον Φόυερμπαχ, όσο και αν είναι εμβαπτισμένες στις έννοιες του Φόυερμπαχ και
του Χέγκελ, σηματοδοτούν εντούτοις μια ρήξη. Μια ρήξη παράξενη καθότι
στερούμενη ισορροπίας. Τούτο μαρτυρεί η τελευταία θέση: «Οι φιλόσοφοι μέχρι
σήμερα ασχολήθηκαν μόνο με την ερμηνεία του κόσμου, ενώ το ενδιαφέρον έγκειται
στο μετασχηματισμό του». Ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι ο Φόυερμπαχ, από
την πλευρά του, ήταν μετριοπαθέστερος και έλεγε: «Δεν είμαι παρά ο ερμηνευτής
της θρησκείας, του κόσμου της θρησκείας, ο οποίος συνιστά την αλλοτριωμένη
προβολή της Ανθρώπινης Ουσίας, άρα του κόσμου του ανθρώπου, ενώ το ενδιαφέρον
έγκειται στο μετασχηματισμό του». Τελεία και παύλα. Γίνεται λόγος μόνο περί
ερμηνευτικής («ο ερμηνευτής»), δεν αναφέρεται ποιος οφείλει να μετασχηματίσει
αυτό τον κόσμο και, σε κάθε περίπτωση, δε λέγεται ότι αυτό το καθήκον μπορεί να
ανατεθεί στους φιλοσόφους, σε ορισμένους φιλοσόφους, όποια νέα φύση και αν
διαθέτουν αυτοί. Ούτε βέβαια, και αυτό ας το σημειώσουμε προσεκτικά, γίνεται
στο Μαρξ λόγος να ανατεθεί ο «μετασχηματισμός του κόσμου» σε κάποιο φιλόσοφο,
όποιος και αν είναι αυτός. Αυτή η σιωπή του Φόυερμπαχ, όπως και η σιωπή του
Μαρξ ενισχύουν με ιδιόμορφο τρόπο το παράδοξο που περιέχεται στο πρώτο σκέλος
της ίδιας τελευταίας φράσης της θέσης Ι του Μαρξ: ότι δηλαδή οι φιλόσοφοι
ασχολήθηκαν μόνο με την ερμηνεία του κόσμου, πράγμα που είναι ολότελα
εσφαλμένο. Ουδέποτε, πραγματικά ουδέποτε παραιτήθηκαν από το μετασχηματισμό του
κόσμου, επιδρώντας πρακτικά σ' αυτόν και στις μορφές γνώσης και πρακτικής του.
Βέβαια, δεν επιδρούσαν άμεσα, αλλά από απόσταση, ανάλογα με το μηχανισμό και
τον τρόπο δράσης που προσιδιάζει σε κάθε φιλοσοφία, άλλοτε ως καλοί
αντιδραστικοί, με στόχο να διατηρήσουν ή vu ενισχύσουν τη μορφή του (πρβλ. τον
Πλάτωνα και το σκυλολόι του που επιβιώνει ακόμη), άλλοτε πάλι με σκοπό να
τροποποιηθεί ή να αλλάξει η μορφή του ενάντια στην αντίσταση των δασκάλων που
εκπροσωπούσαν την εξουσία (ο Επίκουρος και όλοι οι απόγονοι του, ομολογημένοι ή
συγκαλυμμένοι, πράγμα για το οποίο υπάρχει λόγος).
Πράγματι, τι θα
μπορούσε να περιμένει κανείς στα σοβαρά από τους φιλοσόφους i) από φιλοσόφους
σε αυτή τη ρήξη; Η ιστορία της φιλοσοφικής ερμηνείας της θέσης Ι μπορεί να μας
διαφωτίσει σχετικά με το ερώτημα αυτό. Από την πλευρά μου θα διέκρινα τέσσερις
απόπειρες, στις οποίες πρέπει να αναγνωρίσουμε την προσπάθεια να υπάρξουν.
1. Η πρώτη
απόπειρα, που συνιστά αντίδραση, είναι εκείνη που συναντάται στη Γερμανική
Ιδεολογία. Εάν κάθε φιλοσοφία, σύμφωνα με αυτό το σπουδαίο αλλά εσφαλμένο
κείμενο, δεν είναι παρά μια φενάκη στηριζόμενη σε μια αφαίρεση (από τη μια
πλευρά ή την άλλη, του αντικειμένου ή του υποκειμένου), αναστοχασμένη και
ενοποιημένη σε μια θεωρητική κατασκευή, για την οποία ο Χέγκελ δεν είναι το
μόνο αλλά το πλέον διαυγές παράδειγμα σ' αυτό που ο Ένγκελς ονόμασε αργότερα
«σύστημα» (στο κείμενο Λούντβιχ Φόυερμπαχ) προορισμένο, όπως λέει, να
ικανοποιήσει τη βαθύτερη ανάγκη του «ανθρώπινου πνεύματος» (sic) να «υπερβεί
όλες τις αντιφάσεις» (sic!!), τότε θα πρέπει οριστικά να θέσει κανείς «τη
φιλοσοφία στο περιθώριο», όπως το θέλουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στη Γερμανική
Ιδεολογία, και να ασχοληθεί με «τη μελέτη των θετικών πραγμάτων» στη θετικότητα
τους, στη συγκεκριμένη ύπαρξη τους. Η μελέτη των θετικών πραγμάτων είναι, όπως
δείχνει σε όλα της τα σημεία η Γερμανική Ιδεολογία, η εκδίκηση μιας φιλοσοφίας
που επιτέλους ανακηρύχθηκε νεκρή και ετάφη: μια διακήρυξη θετικισμού, μια
προτίμηση της θετικότητας που μελετά την εργασία, αλλά συνοδεύεται εξαιρετικά
ασυνείδητα (ποια ρώμη όμως εγκλείεται σε αυτό το ασυνείδητο!) από μια
«υλιστική» φιλοσοφία της ιστορίας από την απαρχή της έως τον επερχόμενο
κομουνισμό. Αυτή η απόλυτα ιδεαλιστική και τελεολογική φιλοσοφία της ιστορίας,
με την «υλιστική» επικάλυψη της, είναι το τίμημα που καταβάλλει ο Μαρξ επειδή
είχε διακηρύξει το θάνατο της φιλοσοφίας: η νεκρή «κρατιέται» πολύ καλά, μα την
πίστη μου!
2. Η δεύτερη
απόπειρα - πρόκειται περί ερμηνείας - είναι μια υπερβατολογική φιλοσοφία της
πράξης, χουσερλιανή ή άλλη, την οποία εύκολα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε
χρησιμοποιώντας ορισμένα σχήματα του Erfahrung und Urteil, του τελευταίου έργου
του Δάσκαλου σε ζητήματα ίσων και συγκεκριμένων υπερβατολογικών υποκειμένων
(εγώ), πράγμα που ρητά έχουν επιχειρήσει ορισμένοι φαινομενολόγοι, όπως ο Πάτσι
στην Ιταλία, και σε κάποιο βαθμό στη Γαλλία ο ΜερλόΠοντύ και με τρόπο σχεδόν
εμπιστευτικό ο Ντεσαντί. Η πρωταρχικότητα της «sinnliche Menschlichkeit»
(αισθητηριακής ανθρώπινης ιδιότητας) επί του «Objekt» (αντικειμένου), η
πρωταρχικότητα της Πράξης επί της θεωρίας, η ανυπαρξία της «menschliche
Taetigkeit» (ανθρώπινης δραστηριότητας) στο «Objekt» (αντικείμενο) και της
Πράξης στη θεωρία είναι πράγματι δυνατόν να νοηθούν με ευκολία σε μια
υπερβατολογική φιλοσοφία της «προκατηγορικής παθητικής σύνθεσης» στο εσωτερικό
της υλικότητας του κόσμου. Αυτή η φιλοσοφία θεωρείται ότι παράγει, με τις
διαφορετικές έννοιες του «παράγω» (παράγω έτσι απλά και δείχνω, παραδίδω εις
θέαν), τα διαφορετικά επίπεδα διαμόρφωσης και ανάπτυξης των θετικών μορφών στη
βάση ενός προκατηγορήματος της εργασίας και της δράσης, συμπεριλαμβανομένου και
του αγώνα. Σύμφωνα με αυτά, η πράξη είναι το άγνωστο υπερβατολογικό Υποκείμενο
(με την έννοια που μιλάμε για τον άγνωστο στρατιώτη ως δείγμα του είδους του)
μιας φιλοσοφίας της επεξεργασμένης ύλης, των επιτεύξεων της εργασίας και της
βουβής σκοπιμότητας τους, η οποία σταδιακά λαμβάνει την υπόσταση του λόγου και
της έννοιας, έως ότου κορυφωθεί σε μια ωραία ιδεαλιστική Μαθηματική Λογική, για
την οποία πάλι ο ίδιος ο Χούρσελ έγραψε μια για πάντα την Untersuchung
(Διερεύνηση).
Από αυτά
συμπεραίνουμε ότι ο καλύτερος τρόπος για να μετασχηματισθεί ένας διακηρυγμένος
υλισμός σε έναν παραληρούντα ιδεαλισμό είναι να πάρει κανείς κατά γράμμα τις
διατυπώσεις του: γνωρίζουμε εντούτοις από καιρό, από τον Αριστοτέλη, ότι η
αντίθεση της θεωρίας και της πρακτικής είναι η αλφαβήτα κάθε καθωσπρέπει
ιδεαλισμού και ότι η πρωταρχικότητα της πρακτικής είναι η πρώτη λέξη (πρβλ.
Καντ) κάθε ιδεαλισμού. Όμως το να γνωρίζουμε κάτι είναι ένα πράγμα, το να το
συγκρατούμε και να το εφαρμόζουμε είναι κάτι άλλο.
3. Η τρίτη
απόπειρα, που στην πραγματικότητα έχει μικρή σημασία, παρ' ότι δίνει τροφή σε
όμορφες βραδιές των πνευματικών και πανεπιστημιακών σαλονιών μας, συνίσταται
στην απόδοση μιας «ιστορικιστικής» και «ανθρωπιστικής» ερμηνείας της θέσης Ι,
ακολουθώντας την κατεύθυνση που δυστυχώς διάνοιξαν ο Λαμπριόλα, ο Κρότσε και ο
Γκράμσι, με βάση για μια ακόμη φορά τη Γερμανική Ιδεολογία. Η επιμονή του Μαρξ
να εντοπίσει το «Objekt» (αντικείμενο), την Πράξη και την ανθρώπινη
υποκειμενικότητα, η οποία αντιπαρατίθεται πλήρως σε κάθε δυνατή
αντικειμενικότητα, ενθαρρύνει την υιοθέτηση αυτής της απατηλής οδού. Γνωρίζουμε
πού απολήγει αυτός ο τριπλός εντοπισμός: η «ιστορικοποιημένη» φιλοσοφία δεν
είναι πλέον παρά μια απλή «ιδεολογία» όπως οι άλλες, πλην όμως «ανθρωπιστική»,
με τις απόλυτα άτοπες ιδιαίτερες αξιώσεις της, μια ιδεολογία που σε τελική ανάλυση
συνενώνεται με την πολιτική. «Κάθε φιλοσοφία είναι πολιτική», «η φιλοσοφία
είναι πολιτική» είναι η γκραμσιανή, εξωθημένη στα άκρα, μεταφορά της θέσης: η
φιλοσοφία είναι πρακτική. Πράγμα που μετατρέπει όχι μόνο τη φιλοσοφία σε μια
ιδεολογία όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες, αλλά και την πρακτική σε πολιτική
όπου ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Μια καλή εισαγωγή στην πάλη
των τάξεων!
4. Η τέταρτη
αντίδραση θα συνίστατο στο να τοποθετηθούμε πιο πίσω από τις θέσεις, από το
Χέγκελ, ακόμη και από τον Κάντ, και να ξαναφτιάξουμε σ' αυτές τις ανακτημένες
βάσεις ένα είδος υλιστικής οντολογίας σε συνδυασμό με μια θεωρία της γνώσης,
στην οποία η πράξη και το περίφημο «κριτήριο της πράξης»
(Ένγκελς, Λένιν)
θα έπαιρναν τη σκυτάλη από την ύλη, οπότε το άμεσο νόημα της θα φαινόταν κάπως
ανεπαρκές, και από τη σκέψη, όποτε αυτή έχει ανάγκη (αλήθεια, πόσο έχει ανάγκη,
πόση δίψα έχει!) από εγγύηση. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η φιλοσοφία, η οποία
είχε φανεί κατά κάποιον τρόπο περιττή και «έπρεπε να μπει στην άκρη», θα
χρησίμευε ως στήριξη της ύλης (είναι απίστευτο το ότι αυτή η ύλη έχει ανάγκη
φιλοσοφίας [πρβλ. το Λένιν] αυτή η ύλη που ωστόσο βρίσκεται «προ οφθαλμών» για
όποιον θέλει να ανοίξει τα μάτια του!) και ως εγγύηση για τη γνώση (άρα και για
τη γνώση της ύλης), όποτε αυτή η (αέναη) ανάγκη γίνεται αισθητή.
Παρ' όλες αυτές
τις στρεβλώσεις, αν δεχθεί κανείς να πάρει στα σοβαρά ό,τι διαδραματίζεται στο
μισοσκόταδο των θέσεων για τον Φόυερμπαχ, θα πρέπει να καταγράψει κάτι σαν
«ρήξη». Όμως πού βρίσκεται αυτή, με ποιο τρόπο και υπό ποια μορφή; Ο Κρότσε
έλεγε, ακολουθώντας το Λαμπιόλα ο οποίος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος εισηγητής του
μαρξισμού στην Ιταλία, ότι μετά τις θέσεις για τον Φόυερμπαχ δεν είναι πλέον
δυνατόν να φιλοσοφεί κανείς όπως πριν. Μια διατύπωση που δεν τον εμπόδισε να
συνεχίσει να σκέφτεται όπως πριν, υπό την παράδοξη συνθήκη μιας διαλεκτικής με
τέσσερις όρονσΐ Παραμένει όμως το γεγονός ότι το είπε. Πώς μπορεί κανείς να
συλλάβει αυτό το είδος διαπίστωσης;
Αυτό που κατά
βάθος θέλουν να πουν οι θέσεις είναι ότι, ανεξαρτήτως της μορφής που είχε
ενδυθεί η φιλοσοφία στο παρελθόν, είτε επρόκειτο για τις μορφές του υλισμού του
αντικειμένου ή της διαίσθησης, είτε και για το δεδηλωμένο ιδεαλισμό της
ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει κάτι που τους λείπει. Και αν εγκαταλείπαμε
την ιδέα που μας δίνει το δικαίωμα να μιλάμε για έλλειψη, δηλαδή, όπως είδαμε,
μια κάποια ιδέα του πλήρους, και αν επιχειρούσαμε παρά ταύτα, παρά τις
αντιφάσεις και τις ανεπάρκειες του να πούμε αυτό που θα ήθελε να πει αυτό το κείμενο
ακόμη και στα αδύνατα σημεία του, τότε θα λέγαμε: αυτό που λείπει σε κάθε
φιλοσοφία είναι το εξωτερικό της (δηλαδή το γεγονός ότι δεν μπορεί να στοχαστεί
το εξωτερικό της παρά μόνο καταργώντας το ως τέτοιο, για να το μετασχηματίσει
σε εσωτερικό), είναι το γεγονός ότι δεν μπορεί να δει τα νώτα της και χειρότερα
ότι δεν μπορεί να συλλάβει το γεγονός ότι έχει νώτα και ακόμη χειρότερα το ότι
το αρνείται.
Θα κάνω τα
πράγματα όσο απλούστερα γίνονται.
Και για να το
κάνω, θα αναφερθώ απλά στην κλασική θέση του μαρξισμού, θα λέγαμε τη «γενετική»
θέση, της πρωτοκαθεδρίας της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία. Ας υποθέσουμε ότι
γνωρίζουμε τι σημαίνει θεωρία και τι πρακτική (πράγμα όχι αυτονόητο όπως
μαρτυρεί όλη η ιστορία της φιλοσοφίας). Ας υποθέσουμε ακόμη ότι γνωρίζουμε
περίπου ποιες είναι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλεί η απλή διατύπωση
αυτής της θέσης σε διάφορες περιοχές. Τότε, η επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας
της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία είναι, όπως τη διακηρύσσω μεγαλόφωνα ή όπως
εμφανίζεται με σαφήνεια και καθαρότητα στα γραπτά του Ένγκελς, του Λένιν, ακόμη
και του Μαρξ, προφανώς μια θεωρητική διαβεβαίωση, μια θεωρητική θέση. Όταν
διαβεβαιώνω και επιχειρώ να στοχαστώ φιλοσοφικά την πρωτοκαθεδρία της πρακτικής
σε σχέση με τη θεωρία, αρχίζω την παραγωγή μιας θεωρίας που αναπτύσσει
(développe), άρα εγκλείει (envloppe) και εμπεριέχει στο χώρο της που ορίζεται
από φιλοσοφικές κατηγορίες ή φιλοσοφήματα που παρεμβάλλει, την ιδέα της
πρωτοκαθεδρίας της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η
φιλοσοφική διαβεβαίωση είναι αναγκασμένη να στοχαστεί μέσα στη φιλοσοφική
θεωρία αυτό που ονομάζει πρωτοκαθεδρία της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία ή,
για να το πούμε με τον τρόπο που αυτή η πρωτοκαθεδρία μεταξύ μη επαρκώς
οριζόμενων όρων μπορεί να γίνει κατανοητή, οφείλει να στοχαστεί την
πρωτοκαθεδρία κάποιου Άλλου, ενός συγκεκριμένου Εξωτερικού, σε σχέση με τη
φιλοσοφία, η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μιλά στο εσωτερικό της γι’
αυτό το Άλλο και γι’ αυτό το Εξωτερικό.
Αν προτιμά κανείς,
το ερώτημα που τίθεται στη φιλοσοφία που πρεσβεύει και επιχειρεί να στοχαστεί
την πρωτοκαθεδρία της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία είναι το ποια είναι
τελικά η θέση της φιλοσοφίας στη διάταξη που διατυπώνει και επιθυμεί να
στοχαστεί την πρωτοκαθεδρία της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία. Αλλιώς
διατυπωμένο, ποια είναι σε αυτή την περίπτωση η θέση που οφείλει, στο πλαίσιο
αυτής της διάταξης, να αποδώσει στον εαυτό της η φιλοσοφία που στοχάζεται το
όλο της πρωτοκαθεδρίας, ώστε να μην τη διαψεύσει, αντιθέτως να τη σεβαστεί και
να υποταχθεί σε αυτή την πρωτοκαθεδρία πρώτη από όλους.
Οι θέσεις για
τον Φόυερμπαχ απαντούν σε αυτό το ερώτημα στην τελευταία φράση, δια της σιωπής.
Δεν είναι μόνο ότι η «θέση» (η «θέση» της φιλοσοφίας στην πρωτοκαθεδρία) είναι
και παραμένει κενή, αλλά δε γνωρίζει κανείς πού είναι, δε βλέπει πού θα
μπορούσε να βρίσκεται. Μάλλον, αυτή η «θέση» δεν φαίνεται να βρίσκεται μέσα στη
φιλοσοφία, εφόσον η Γερμανική Ιδεολογία εξαφανίζει κάθε φιλοσοφία, άρα καταργεί
και την κενή θέση της, το κενό της θέσης της.
Πιστεύω ότι δεν
απαιτείται μακρά σκέψη για να δει κανείς ότι σε μια φιλοσοφία που εντελώς
αντίθετα πρεσβεύει την πρωτοκαθεδρία της θεωρίας σε σχέση με την πρακτική το
ερώτημα απαντάται ipso facto από την ίδια τη φιλοσοφία, εφόσον η φιλοσοφία
βρίσκεται παντού «στο σπίτι της» («bei sich» κατά Χέγκελ), άρα δεν έχει
εξωτερικό αλλά μόνο εσωτερικό, εμπεριέχοντας στον εαυτό της το Όλον του κόσμου
ή του Νοήματος ή των όρων της εκ των προτέρων εφικτότητάς τους. Μην έχοντας
εξωτερικό, δεν έχει νώτα, είναι κύκλος κύκλων (Χέγκελ) χωρίς εξωτερικό, άρα
χωρίς όριο, χωρίς οριακή γραμμή, χωρίς περιθώρια (πρβλ. την έννοια των
«αποφασιστικών φιλοσοφικών περιθωρίων» που αποκαταστάθηκαν από τον Ντεριντά σε
μια ιδιοφυή θεώρηση).
Η περίπτωση
είναι κάπως περισσότερο περίπλοκη όταν πρόκειται για μια φιλοσοφία που
πρεσβεύει όχι την πρωτοκαθεδρία της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία αλλά το
ασύμμετρο της ηθικότητας (ή πρακτικού λόγου) με το θεωρητικό λόγο ή όταν
πρόκειται για μια φιλοσοφία που πρεσβεύει όχι την πρωτοκαθεδρία της πρακτικής
σε σχέση με τη θεωρία αλλά την ανωτερότητα της πρακτικής Ιδέας επί της
θεωρητικής Ιδέας, όπως στο Χέγκελ, διότι σε κάθε περίπτωση εκείνη η οποία
«πραγματοποιεί» όλη την υπεραξία που συγκεντρώνεται από όλες τις μετεξελίξεις
της Aufhebung (ΑναίρεσηςΥπέρβασης) είναι η απόλυτη Ιδέα. Πρόκειται όμως για μια
οριακή περίπτωση του ιδεαλισμού.
Όμως, στην
περίπτωση μιας φιλοσοφίας που θέλει να στοχαστεί τους όρους που πρέπει να
ικανοποιηθούν προκειμένου να μη διαψευσθεί αυτό που βεβαιώνει, όταν διακηρύσσει
την πρωτοκαθεδρία της πρακτικής σε σχέση με τη θεωρία, τα πράγματα είναι πιο
περίπλοκα. Επαναλαμβάνω ότι μπορούν να συνοψιστούν στο ερώτημα: Πού πρέπει
λοιπόν να βρει η φιλοσοφία τη θέση της στη διάταξη πρωτοκαθεδρίας της πρακτικής
σε σχέση με τη θεωρία, προκειμένου να μην υποβιβαστεί σε μια ερμηνεία της
πρακτικής, που θα ήταν απλά και μόνο η χώνευση της ή, αν προτιμά κανείς, η
εσωτερίκευσή της;
Κατά τη γνώμη
μου υπάρχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα: μόνο που δε θα τη βρει κανείς στα
αμιγώς φιλοσοφικά κείμενα του μαρξισμού, και ευλόγως, διότι εκεί η θέση αυτή
είναι ανεύρετη, δηλαδή αδιανόητη για τη φιλοσοφία. Αυτή την απάντηση θα τη βρεί
κανείς, παρά τον ιδεαλισμό τους ή ενδεχομένως εξαιτίας της συγκεκριμένης
εκδοχής του, στα μη κυριολεκτικώς φιλοσοφικά κείμενα, όπως το Μανιφέστο τον
Κουμμουνιστικού Κόμματος (1848) και τον Πρόλογο στη Συμβολ1859).
Ας δούμε αυτό το
τελευταίο, πολύ σαφέστερο κείμενο. Όπως έχω πει, δεν είναι ένα αληθινά
φιλοσοφικό κείμενο, είναι κείμενο που εκθέτει τις βασικές αρχές του ιστορικού
υλισμού, που ανοίγει το δρόμο για τη γνώση των τρόπων παραγωγής. Δε θέλω να πω
ότι δεν είναι με τον τρόπο του παραγεμισμένο με φιλοσοφία, σε κάθε περίπτωση
όμως δεν πρόκειται για φιλοσοφία που έχει συλληφθεί πριν από την έκθεση της,
αλλά για μια φιλοσοφία που λαμβάνει υπόψη το αντικείμενο που έχει μια γνώση,
και όχι οποιαδήποτε αλλά εκείνη των τρόπων παραγωγής. Είναι λοιπόν σε κάθε
περίπτωση ένα κείμενο θεωρητικό και όχι γνήσια φιλοσοφικό, το οποίο εμφανίζει
όμως την ιδιομορφία, όπως και το Μανιφέστο, να επανεγγράφει τη θέση της θεωρίας
(και της φιλοσοφίας) στο εσωτερικό της θεωρίας, σε έναν καθορισμένο χώρο.
Γνωρίζουμε πώς
γίνεται αυτή η επανεγγραφή, αυτή η διπλοεγγραφή: διαμέσου μιας τοπολογίας. Στη
Συμβολή η τοπολογία έχει κατασκευαστεί όπως ένα σπίτι με δύο ή τρείς ορόφους
(μάλλον δύω: στο ισόγειο η βάση (Basis) ή υποδομή (Struktur), στον πρώτο όροφο
ή υπερδομή (Ueberbau), όπου εμφανίζονται το κράτος, οι ιδεολογίες και το
δίκαιο. Είναι απολύτως σαφές ότι αυτή η τοπολογία δεν αποτελεί τη ζωγραφιά ενός
παιδιού ή μια αφελή περιγραφή, αλλά είναι η απεικόνιση της διάταξης θέσεων
αποτελεσματικότητας, άρα σχετικών σχέσεων και ότι αυτό που αποτυπώνεται από την
τοπολογική διάταξη αναφορικά με τα στοιχεία της είναι οι σχέσεις καθορισμού και
κυριαρχίας. Είναι επίσης σαφές ότι για το Μαρξ τόσο η φιλοσοφία, το όνομα της
οποίας αναφέρει σε σχέση με τις «ιδεολογίες» (μεταξύ των οποίων παραθέτει «τη
φιλοσοφική ιδεολογία»), όσο και η («επιστημονική») θεωρία των τρόπων παραγωγής,
τα βασικά ζητήματα της οποίας διατυπώνει, είναι και αυτές παρούσες στην
τοπολογία στην πλευρά των ιδεολογιών. Αυτό δε συμβαίνει επειδή είναι έστω και
κατ' ελάχιστο ιδεολογίες, αλλά επειδή (και αυτή η παρατήρηση έχει σοβαρές
προεκτάσεις) ακριβώς υπό τη μορφή ιδεολογιών ασκούν επίδραση στη διάταξη
αποτελεσματικότητας που παραστάθηκε και επειδή μέσω αυτής το προλεταριάτο
αποκτά στους αγώνες του συνείδηση τον εαυτού του και τον πεπρωμένου τον (πρβλ.
τον Γκράμσι που το διαπίστωσε).
Από την άλλη
πλευρά, εκείνο που είναι σε κάθε περίπτωση σημαντικό συνίσταται στο ότι:
1. δεν είναι η
φιλοσοφία εκείνη που προβαίνει σε αυτή την τοπολογική εγγραφή, αλλά ένας
ολότελα διαφορετικός θεωρητικός κλάδος, ο «επιστημονικός» και
2. αυτός ο άλλος
κλάδος εγγράφεται ο ίδιος και εγγράφει τις φιλοσοφικές θέσεις στην τοπολογία
που ξεδιπλώνει όχι άμεσα, αλλά υπό τη μορφή της κοινωνικής αποτελεσματικότητας,
υπό την ιδεολογική μορφή.
Με άλλα λόγια,
λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι αυτή η θεωρία («επιστημονική» και «φιλοσοφική»)
υφίσταται στη διάταξη αποτελεσματικότητας της τοπολογίας μόνο υπό τη
μετασχηματισμένη μορφή (verwandelte Form) της ιδεολογίας.
Αν όλα αυτά
μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο στοχασμού (και ο Μαρξ τα
στοχάστηκε, αλλά θα πρέπει αμέσως να προσθέσουμε ότι δεν υπήρξε ο πρώτος: ο
Μακιαβέλι είχε προηγηθεί σε αυτόν το «δύσκολο» δρόμο), θα πρέπει να πούμε ότι η
φιλοσοφία δεν μπορεί να βεβαιώσει την πρωτοκαθεδρία της πρακτικής σε σχέση με
τη θεωρία, παρά μόνο υπό τον απόλυτο όρο ότι θα αναφέρεται η ίδια στην
(«επιστημονική») θεωρία, η οποία υποδεικνύει χωρίς διφορούμενο στη φιλοσοφία τη
θέση που καταλαμβάνει σε σχέση με τα επίδικα αντικείμενα της και σε σχέση με
όλα τα ενδεχόμενα αποτελέσματα, αλλά εξ αποστάσεως, όχι από τα αντικείμενα που
θα στοχαζόταν (η φιλοσοφία δεν έχει αντικείμενο, αλλά διατυπώνει θέσεις), αλλά
από τις θέσεις που διατυπώνει, δηλαδή υπό τον απόλυτο όρο ότι επωμίζεται τον
τρόπο ύπαρξης της στις μορφές της τοπολογικής διάταξης.
Τώρα κατανοούμε
γιατί ο Μαρξ σιωπά στις θέσεις, αναφορικά με τους νέους φιλοσόφους που θα
έπρεπε να μετασχηματίσουν τον κόσμο. Με άλλα λόγια, κατανοούμε γιατί ο
μετασχηματισμός του κόσμου δεν έχει Υποκείμενο, άρα ότι η θέση του Υποκειμένου
είναι κενή και ότι αυτό το απόν Υποκείμενο δε θα μπορούσε να είναι η φιλοσοφία
ή κάποιοι φιλόσοφοι νέου τύπου. Κατανοούμε τέλος ότι η φιλοσοφία οφείλει να
αναζητήσει τη θέση της αλλού, προκειμένου να μπορεί να επανέλθει στον εαυτό της
και να μετασχηματιστεί (και πόσο πολύ!), προκειμένου να βοηθήσει εξ αποστάσεως
στο μετασχηματισμό του κόσμου. Έχοντας κατανοήσει καλά αυτό το γεγονός, οι
θέσεις για τον Φόυερμπαχ βυθίζονται μέχρι σημείου εξαφάνισης στο ένδοξο
παρελθόν τους και μπορεί κανείς να μιλήσει επιτέλους για άλλο πράγμα: για τη
Συμβολή, τα Grundrisse και το Κεφάλαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου