Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ



Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Το νέο στάδιο της καπιταλιστικής κρίσης, που είναι τώρα η κινητήρια δύναμη της επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα, δημιουργεί μια νέα σχέση με «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ. Δεν αρκεί, όμως, να ισχυριζόμαστε ότι η ανάλυσή του έχει επιβεβαιωθεί. Χρειάζεται να το εξετάσουμε ξανά στο φως των σύγχρονων εξελίξεων, να προσδιορίσουμε την ανεπάρκειά του και να αναλάβουμε στην εποχή μας το καθήκον που ο Μαρξ έβαλε στον εαυτό του πριν από έναν περίπου αιώνα. Όμως, πρώτα είναι αναγκαίο να μάθουμε, μελετώντας το έργο του, το πώς ο Μαρξ προσέγγιζε τη θεωρία της κρίσης. Κι αυτός είναι ο στόχος αυτού του κειμένου: ένας φιλόδοξος στόχος που, πραγματικά, πρέπει να προσπαθήσει κανείς να φέρει σε πέρας. Η σημαντική θεωρία του Μαρξ για την κρίση έγινε αντικείμενο διαφωνιών αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν ο Δεύτερος και ο Τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου». Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αναφερόμαστε μόνο στις ερμηνείες των ίδιων των κειμένων του Μαρξ και όχι στις διάφορες λαϊκές και συχνά πλαστές «μαρξιστικές» θεωρίες της κρίσης. Διάφορες απόψεις έχουν εκφραστεί για το αν ο Μαρξ είχε καθόλου μια θεωρία της κρίσης. Δεν υπάρχει κεφάλαιο ή τίτλος στο «Κεφάλαιο» με αυτό το όνομα και αυτό φαίνεται εκπληκτικό από πρώτη άποψη. Οι απόψεις πάνω στο ζήτημα μπορούν να συνοψιστούν ως έξης:
TOM ΚΕΜΠ



Ότι υπάρχει μια λίγο ή πολύ πλήρης θεωρία της κρίσης στο έργο του Μαρξ που πρέπει απλά να εξαχθεί και να παρουσιαστεί ολοκληρωμένη.


Ότι ο Μαρξ δεν είχε πλήρως επεξεργαστεί μια θεωρία της κρίσης, αλλά ότι τελικά άφησε μόνο το περίγραμμα και σημειώσεις για μια τέτια θεωρία διασκορπισμένα σε διαφορετικά μέρη του έργου του.

Ότι η θεωρία της κρίσης αποτελεί ένα ακέραιο μέρος του έργου του Μαρξ, αλλά παραμένει ατελής και έτσι πρέπει να ερμηνευθεί στο φως της μεθόδου του «Κεφαλαίου» και της επιστημονικής ανάλυσης του Μαρξ για τον καπιταλιστικό τρόπο παράγωγης σαν όλο.

Ότι υπάρχει μια λίγο ή πολύ πλήρης θεωρία της κρίσης στο έργο του Μαρξ που πρέπει απλά να εξαχθεί και να παρουσιαστεί ολοκληρωμένη.
Ότι ο Μαρξ δεν είχε πλήρως επεξεργαστεί μια θεωρία της κρίσης, αλλά ότι τελικά άφησε μόνο το περίγραμμα και σημειώσεις για μια τέτια θεωρία διασκορπισμένα σε διαφορετικά μέρη του έργου του.
Ότι η θεωρία της κρίσης αποτελεί ένα ακέραιο μέρος του έργου του Μαρξ, αλλά παραμένει ατελής και έτσι πρέπει να ερμηνευθεί στο φως της μεθόδου του «Κεφαλαίου» και της επιστημονικής ανάλυσης του Μαρξ για τον καπιταλιστικό τρόπο παράγωγης σαν όλο.
Η πιο βαθιά από αυτές τις απόψεις μοιάζει να είναι η τελευταία. Βέβαια ο Μαρξ δεν έγραψε μια θεωρία της κρίσης με τον τρόπο των αστών οικονομολόγων. Γι’ αυτούς, οι κρίσεις είναι μια τρέλα που πραγματικά δεν θα έπρεπε καθόλου να συμβεί, γι’ αυτό και γράφουν ξεχωριστά κεφάλαια στα εγχειρίδια τους, γι’ αυτό και δημιούργησαν ένα ειδικό τμήμα οικονομίας που ασχολείται μ’ αυτό που κατ’ ευφημισμό ονομάζουν «επιχειρησιακό κύκλο». Η μελέτη των κρίσεων βασίζεται στην ιδέα ότι αν μπορεί να βρεθεί η αιτία τους, τότε μπορεί να αναπτυχθεί ένας καπιταλισμός χωρίς κρίσεις. Οι κρίσεις θεωρούνται λοιπόν σαν αντικανονικά γεγονότα, που διαταράσσουν την κατά τα άλλα αρμονική πρόοδο προς την ισορροπία. Η θεωρία γίνεται απλά μια άσκηση που στηρίζει τις αναρίθμητες πιθανές αιτίες, καταφεύγοντας σε επιτηδευμένα μοντέλα, χρησιμοποιώντας μαθηματικές και οικονομο-μετρικές τεχνικές και ρίχνοντας μια μάζα εμπειρικών δεδομένων για να αποχτήσουν κάποια επαφή με την πραγματικότητα. Όταν φτάνουν να εξηγήσουν τις κρίσεις, το αποτέλεσμα είναι η πλήρης θεωρητική χρεοκοπία. Για παράδειγμα, είναι αδύνατο να βρούμε στη βιβλιογραφία της οικονομίας μια πειστική θεωρητική εξήγηση της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του ’30. Αν και υπάρχουν τώρα άπειρα περισσότεροι οικονομολόγοι, πολλοί σε επίσημα πόστα σε εθνικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς, αυτοί πελαγώνουν τελείως όταν πρόκειται να εξηγήσουν την κρίση που πνίγει τώρα τον καπιταλιστικό κόσμο, για να μην μιλήσουμε για το ότι θα δόσουν συνταγές για την αντιμετώπισή της.
Ο Μαρξισμός δεν είναι μια ανώτερη μορφή οικονομικής θεωρίας με πιο σωστές απαντήσεις. Είναι τελείως διαφορετικός, μεθοδολογικά και επιστημονικά, γιατί βλέπει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σαν ένα ιστορικά προσδιορισμένο σύστημα, που οδηγεί αναπόφευκτα στις κρίσεις και είναι προορισμένο να ανατραπεί από την επαναστατική τάξη που γεννάει. Από αυτή την άποψη δεν χρειάζεται μια ξεχωριστή θεωρία της κρίσης. Για τον Μαρξ η κρίση εμπεριέχεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από τη στιγμή που αυτός εμφανίζεται. Στην πραγματικότητα, σε εισάγει σ’ αυτήν στο «Κεφάλαιο», στην αρχή του Πρώτου Τόμου όταν αναλύει το εμπόρευμα και το χρήμα.
Έτσι η ανταλλαγή του εμπορεύματος περιλαμβάνει δύο ξεχωριστές και αντίθετες μεταξύ τους πράξεις, την πούληση και την αγορά. Ο πουλητής παίρνει χρήμα ανταλλάσσοντάς το με εμπόρευμα, «αλλά κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει απλά επειδή πούλησε».
«Το γεγονός ότι τα δύο προτσές, που έρχονται αντιμέτωπα σαν αυτοτελή, αποτελούν μιαν εσωτερική ενότητα, σημαίνει επίσης ότι η εσωτερική τους ενότητα κινείται μέσα σε εξωτερικές αντιθέσεις. Αν συνεχιστεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο η εξωτερική αυτοτελοποίηση των προτσές που εσωτερικά δεν είναι αυτοτελή, επειδή συμπληρώνουν το ένα το άλλο, τότε η ενότητα επιβάλλεται βίαια –με μια κρίση. Η αντίθεση που ενυπάρχει στο εμπόρευμα ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην αξία, η αντίθεση της ατομικής εργασίας που είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένη να παρασταίνεται σαν άμεσα κοινωνική εργασία, η αντίθεση της ιδιαίτερης, συγκεκριμένης εργασίας που ισχύει ταυτόχρονα μόνο σαν αφηρημένη γενική εργασία, η αντίθεση της προσωποποίησης του πράγματος και της εμπραγμάτωσης των προσώπων –αυτή η ενυπάρχουσα αντίφαση αποχτάει στις αντιθέσεις τής μεταμόρφωσης του εμπορεύματος τις αναπτυγμένες μορφές της κίνησής της. Γι’ αυτό οι μορφές αυτές κλείνουν μέσα τους τη δυνατότητα, μα μόνο τη δυνατότητα των κρίσεων. Η εξέλιξη αυτής της δυνατότητας σε πραγματικότητα απαιτεί ένα ολόκληρο σύνολο από σχέσεις που δεν υπάρχουν ακόμα καθόλου από την άποψη της απλής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. Ι, σελ. 87-88 της Αγγλικής Έκδοσης).
Επομένως, είναι σαφές ότι για τον Μαρξ η δυνατότητα της κρίσης βρίσκεται στη βασική αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική άξια (ή την αξία), στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία, στην αγορά και την πούληση, στο εμπόρευμα και το χρήμα, στο ίδιο το υλικό του «Κεφαλαίου». Στις σημειώσεις του που κριτικάρει τη θεωρία της συσσώρευσης του Ρικάρντο, ο Μαρξ εξηγεί πώς «το πιο πολύπλοκο φαινόμενο της καπιταλιστικής παραγωγής –την κρίση της παγκόσμιας αγοράς» την αρνούνται οι οικονομολόγοι γιατί αρνούνται «τον πρώτο αυτό όρο της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή, ότι το προϊόν πρέπει να είναι ένα εμπόρευμα και επομένως εκφράζεται σαν χρήμα και υφίσταται το προτσές της μεταμόρφωσης»[1].
Σ’ αυτή τη μεταμόρφωση περιέχεται η αντίθεση μεταξύ ανταλλακτικής αξίας και αξίας χρήσης και η μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα σαν μια ουσιαστική και αναγκαία μορφή της ύπαρξης του. Δεν πρόκειται για προϊόντα αλλά για εμπορεύματα και χρήμα που είναι ανεξάρτητο από τα εμπορεύματα και παρόλα αυτά ουσιαστική πλευρά τους. Το ξαναλέμε: η πούληση ενός εμπορεύματος δεν υποχρεώνει τον πουλητή να αγοράσει ένα άλλο εμπόρευμα με τα χρήματα που παίρνει, έτσι η αλυσίδα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μπορεί να σπάσει. Με τον ίδιο τρόπο αν παράγονται εμπορεύματα που δεν μπορούν να υποστούν τη μεταμόρφωση σε χρήμα, τότε υπάρχει η δυνατότητα της κρίσης.
Σ’ αυτές τις πράξεις το χρήμα δεν είναι απλά ένα ενδιάμεσο, ένα ουδέτερο πράγμα, αλλά παίζει έναν δικό του ρόλο. «Το χρήμα, γράφει ο Μαρξ, δεν είναι μόνο “το μέσο με το όποιο γίνεται η ανταλλαγή”, αλλά ταυτόχρονα είναι και το μέσο με το οποίο η ανταλλαγή προϊόντος με προϊόν διαιρείται σε δύο πράξεις, που είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ξεχωριστές σε τόπο και σε χρόνο»[2], (Καρλ Μαρξ: όπ.π., σελ. 504). Όπως λέει παρακάτω, μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν γίνεται άμεση παραγωγή για προσωπικές ανάγκες:
«Οι κρίσεις προέρχονται από την αδυναμία να πουλήσεις. Η δυσκολία της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος –του ιδιαίτερου προϊόντος της ατομικής εργασίας– στο αντίθετό του, το χρήμα, δηλαδή την αφηρημένη γενική κοινωνική εργασία, βρίσκεται στο γεγονός ότι το χρήμα δεν είναι το ιδιαίτερο προϊόν της ατομικής εργασίας, και ότι το πρόσωπο που έχει κάνει μια πούληση, που έχει επομένως εμπορεύματα με την μορφή του χρήματος, δεν είναι υποχρεωμένο να ξαναγοράσει αμέσως, να μετατρέψει ξανά το χρήμα σ’ ένα ιδιαίτερο προϊόν της ατομικής εργασίας», (Καρλ Μαρξ: όπ.π., σελ. 509).
Αν η δυνατότητα των κρίσεων προέρχεται από το χωρισμό της αγοράς από την πούληση, πράγμα που δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μια οικονομία ανταλλαγής σε είδος, η ίδια η κρίση «δεν είναι παρά η βίαιη επαναβεβαίωση της ενότητας των φάσεων του παραγωγικού προτσές που έχουν γίνει ανεξάρτητες μεταξύ τους»[3]. Βέβαια σ’ αυτές τις σημειώσεις, ο Μαρξ απλοποιεί σημαντικά και τονίζει ότι ο μόνος του σκοπός είναι να δείξει πώς η ίδια η παραγωγή του εμπορεύματος περιέχει την δυνατότητα της κρίσης, ή όπως το θέτει, «την πιο αφηρημένη μορφή της κρίσης»[4].
Γράφοντας αυτά τα κομμάτια ενάντια στον Ρικάρντο, καθώς και σε άλλα σημεία, ο Μαρξ σαφώς εντυπωσιάστηκε από τις περιοδικές κρίσεις που εμφανίζονταν στην εποχή του, ειδικά αυτές του 1857 και του 1866. Προηγήθηκε (των κρίσεων) μια κερδοσκοπία στις αγορές εμπορευμάτων και χαρακτηρίστηκαν από χρηματιστικό πανικό, μια τρελή μετατροπή των εμπορευμάτων σε χρήμα. Όλα πήγαιναν καλά όσο τα εμπορεύματα μετατρέπονταν σε χρήμα και το χρήμα ξαναμετατρέπονταν σε εμπορεύματα, δηλαδή, όσο η κυκλοφορία του κεφαλαίου πραγματοποιούνταν διαμέσου αυτών των μεταμορφώσεων. Όπως το βάζει ο Μαρξ «αυτή η αλληλοσύνδεση και η συνένωση του προτσές της αναπαραγωγής ή κυκλοφορίας διαφορετικών κεφαλαίων από τη μια μεριά γίνεται αναγκαία από τον καταμερισμό της εργασίας, και από την άλλη είναι τυχαία. Και, έτσι, ο ορισμός του περιεχόμενου της κρίσης είναι ήδη πιο ολοκληρωμένος», (Καρλ Μαρξ: όπ.π., σελ. 511).
Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις ανάμεσα στους διάφορους παραγωγούς και εμπόρους που από τα χέρια τους περνούσαν τα εμπορεύματα κυριαρχούνταν όχι τόσο από τις πληρωμές τοις μετρητοίς όσο από τις πιστώσεις, από τις υποσχέσεις πληρωμής που εξαρτούνταν από την εμπιστοσύνη και την ολοκλήρωση των διαφόρων πράξεων όπως θα περίμενε ο καθένας που συμμετείχε σ’ αυτό. Αν ο ένας ή ο άλλος δεν μπορούσε να αντικαταστήσει το κεφάλαιο του, αυτό θα έπληττε με την ανακύκληση τους άλλους, γιατί μέσα από την πολυπλοκότητα της αλυσίδας των αμοιβαίων αξιώσεων και υποχρεώσεων, των πουλήσεων και των αγορών, η δυνατότητα της κρίσης θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, (Καρλ Μαρξ: όπ.π., σελ. 511).
Αν και ο Μαρξ, σ’ αυτό το σημείο, δεν ασχολείται μ’ αυτό, αυτό φέρνει στο προσκήνιο τη δυνατότητα των κρίσεων που προκύπτει στο τραπεζικό και πιστωτικό σύστημα. Κύριος σκοπός του είναι να τονίσει τη δυνατότητα και την πραγματική προδιάθεση στην κρίση του καπιταλιστικού προτσές αναπαραγωγής που αναλύεται εκτενώς αλλού.
Αυτά τα αποσπάσματα από τις «Θεωρίες της Υπεραξίας», δείχνουν τη σκέψη του Μαρξ στην πορεία της επεξεργασίας της. Ασχολείται με τη βασική έννοια του χωρισμού της αγοράς και της πούλησης και δείχνει πώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κρίση στα μέσα πληρωμής, αλλά απορρίπτει τα τελευταία σαν αιτία των κρίσεων. Δείχνοντας το πώς μπορεί να εμφανιστεί η κρίση ή εγκαθιδρύοντας τους γενικούς όρους της κρίσης, δεν είναι το ίδιο με το να ανιχνεύει τις αιτίες. Για τις αιτίες της κρίσης ο Μαρξ παραμένει επιφυλακτικός και για να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του πιο κοντά πρέπει να γυρίσουμε σε άλλα κομμάτια του έργου του. (Βλέπε τις σημειώσεις του «Για τις Μορφές της Κρίσης», όπ.π., σελ. 513-517).
Στον Πρώτο Τόμο του «Κεφαλαίου» υποθέτει την ύπαρξη περιοδικών κρίσεων χωρίς να επιχειρήσει να πάει πιο μακριά στην ερμηνεία τους. «Η ζωή της σύγχρονης βιομηχανίας, γράφει, γίνεται μια σειρά περιόδων μέτριας δραστηριότητας, ευημερίας, υπερπαραγωγής, κρίσης και στασιμότητας», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος Ι, σελ. 455). Επιμένει ότι οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στο σύστημα παραγωγής και κυκλοφορίας που γεννά ο καπιταλισμός, και όχι στην επέκταση ή την συρρίκνωση της πίστης, «που είναι απλά ένα σύμπτωμα των περιοδικών αλλαγών του βιομηχανικού κύκλου». Δείχνει πώς οι άνοδοι και οι πτώσεις της βιομηχανίας δημιουργούν «έναν βιομηχανικό εφεδρικό στρατό» που μεγαλώνει στις περίοδες της ύφεσης και μικραίνει στις περίοδες της ευημερίας. Στον τόμο II, ο Μαρξ αναπτύσσει νέες έννοιες για την ανάλυση της κρίσης που προκύπτουν από την αλλαγή της σκοπιάς που βλέπει τα πράγματα σ’ αυτόν τον τόμο και στον επόμενο. Το θέμα τώρα είναι η αναπαραγωγή και η κυκλοφορία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, όπως ερμηνεύεται στη σπουδαία εισαγωγή στο 3ο μέρος του Δεύτερου Τόμου. Το επίκεντρο δεν είναι πια ο ατομικός καπιταλιστής, αλλά η αυτοεπέκταση του κεφαλαίου σαν όλο.
Το ατομικό κεφάλαιο δεν αποτελεί τώρα παρά ένα μέρος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. «Η κίνηση του κοινωνικού κεφαλαίου αποτελείται από την ολότητα των κινήσεων των επιμέρους ατομικών μερών του, από το σύνολο των μετατροπών των ατομικών κεφαλαίων. Ακριβώς, όπως η μεταμόρφωση του ατομικού εμπορεύματος είναι ένας κρίκος στη σειρά των μεταμορφώσεων του κόσμου των εμπορευμάτων –η κυκλοφορία των εμπορευμάτων– έτσι και η μεταμόρφωση του ατομικού κεφαλαίου, η μετατροπή του είναι ένας κρίκος στην ανακύκληση που κάνει το κοινωνικό κεφάλαιο», γράφει ο Μαρξ, («Το Κεφάλαιο», τόμος II, σελ. 351-352). Η έμφαση τώρα δίνεται στο προτσές της αναπαραγωγής του κεφαλαίου σαν όλου, ενώ στο προηγούμενο μέρος του έργου, η έμφαση δόθηκε σε κάποιο ατομικό κεφάλαιο. «Όμως, λέει ο Μαρξ, οι κυκλήσεις των ατομικών κεφαλαίων αλληλο-συμπλέκονται, αλληλο-προϋποτίθονται, αλληλο-καθορίζονται και ακριβώς σ’ αυτή την σύμπλεξη αποτελούν την κίνηση του συνολικού, κοινωνικού κεφαλαίου», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος II, σελ. 352). Απ’ αυτή την άποψη έγινε επίσης δυνατό για τον Μαρξ να διακρίνει με μεγαλύτερη οξύτητα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του χρήματος-κεφαλαίου.
Το χρήμα-κεφάλαιο είναι αναγκαία η πρώτη μορφή με την οποία εμφανίζεται στο προσκήνιο το κάθε κεφάλαιο. Μια μερίδα της αναπτυγμένης κεφαλαιϊκής αξίας πρέπει, επιπρόσθετα να εμφανίζεται και να επανεμφανίζεται συνεχώς για να βάλει σε κίνηση το παραγωγικό κεφάλαιο, που η αναλογία του εξαρτάται από την κλίμακα της παραγωγής και το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για την ανακύκληση του κεφαλαίου. Συνοπτικά, «ολόκληρη η αναπτυγμένη κεφαλαιϊκή άξια πρέπει να ανταλλαγεί ξανά και ξανά με χρήμα», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», όπ.π., σελ. 355).
Με αλλά λόγια, ότι ίσχυε για το ατομικό κεφάλαιο (η αντίθεση και η ενότητα της πούλησης και της αγοράς που εξετάστηκε στον Πρώτο Τόμο) ισχύει επίσης, στην κλίμακα ολόκληρης της οικονομίας, και για το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Συνεπώς υπάρχει ανάγκη για χρήμα-κεφάλαιο στην κλίμακα που απαιτεί η ανάπτυξη της παραγωγής και η περίοδος της ανακύκλησης του κεφαλαίου. Από αυτό προκύπτει η ανάπτυξη του τραπεζικού και πιστωτικού συστήματος και η υποκατάσταση του μεμονωμένου καπιταλιστή από τις ενωμένες μετοχικές εταιρίες, και, συνεπώς, μια επιπλέον δυνατότητα κρίσης διαμέσου διαταραχών στην αγορά του χρήματος. Η παραγωγή σε μεγαλύτερη κλίμακα σημαίνει επίσης ότι απαιτούνται εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής, που δένουν το χρήμα με το κεφάλαιο για μεγαλύτερη ή μικρότερη περίοδο, αλλά που δεν παράγουν άμεσα εμπορεύματα που μπορούν να μετατραπούν σε χρήμα. Έτσι ανοίγει ένα μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στην πούληση και την αγορά, στην κλίμακα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου.
Για να εμβαθύνει στο ζήτημα της αναπαραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου σαν σύνολο, ο Μαρξ έκανε μια σημαντική ανάπτυξη της θεωρίας. Αυτό έγινε δυνατό μόνο στη βάση των επιστημονικών εννοιών που αναπτύχθηκαν ήδη στον Πρώτο Τόμο: ο νόμος της αξίας, η διπλή φύση του εμπορεύματος και της εργασίας, η διάκριση ανάμεσα σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο και η πηγή της υπεραξίας. Όλες αυτές τις ανακαλύψεις έπρεπε να τις προχωρήσει για να γίνουν δυνατές άλλες, και για να συνεισφέρει στην κατανόηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σαν καθεστώς κρίσης. Αυτός ο τρόπος παραγωγής παράγει εμπορεύματα: το εμπόρευμα περιέχει υπεραξία –νέα αξία που δημιουργείται από τους εργάτες– καθώς και σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο. Το αναγκαστικό λοιπόν κίνητρο αυτού του συστήματος είναι η απόσπαση και η πραγμάτωση της υπεραξίας διαμέσου της μετατροπής των εμπορευμάτων σε χρήμα. Ο καπιταλιστής πρέπει, μετά, να ξαναμετατρέψει το χρήμα σε παραγωγικό κεφάλαιο μέσα από την ανανεωμένη αγορά των στοιχείων του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου στην αγορά. Αυτό προϋποθέτει άλλους καπιταλιστές που παράγουν αυτά τα στοιχεία του κεφαλαίου και εργάτες, που δεν έχουν να πουλήσουν τίποτε άλλο πέρα από την εργατική τους δύναμη και παίρνουν μισθούς που τους ξοδεύουν στην κατανάλωση. Ο Μαρξ δείχνει πώς γίνεται αυτό, υποθέτοντας μόνο καπιταλιστές και εργάτες και την ανταλλαγή των εμπορευμάτων στην άξια τους, πρώτα απ’ όλα μέσα σε συνθήκες απλής αναπαραγωγής όπου οι αξίες απλά αντικαθίστανται και δεν υπάρχει συσσώρευση.
Αυτή η υπόθεση, όπως προσθέτει ο Μαρξ, είναι μια αφαίρεση, αφού ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς συσσώρευση. Όμως, η απλή αναπαραγωγή περιέχεται στην αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα, όπου γίνεται η συσσώρευση, και αυτή η απλούστευση κάνει ικανό τον Μαρξ να εξηγήσει το προτσές της αναπαραγωγής καθεαυτό χωρίς να το περιπλέκει με το ζωτικό στοιχείο της συσσώρευσης, (Καρλ Μαρξ: όπ.π., κεφάλαιο 20).
Η κύρια συνεισφορά του Μαρξ εδώ είναι η διαίρεση της συνολικής κοινωνικής παραγωγής σε δύο κύριους Τομείς. Ο Τομέας Ι που παράγει τα μέσα παραγωγής και ο Τομέας II που παράγει είδη ατομικής κατανάλωσης, (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», όπ.π., σελ. 395). Το συνολικό κεφάλαιο σε κάθε Τομέα μπορεί λοιπόν να διαιρεθεί (όπως και το ατομικό εμπόρευμα) σε τρία μέρη: στο μεταβλητό κεφάλαιο, το σταθερό κεφάλαιο και την υπεραξία. Ο Τομέας Ι πρέπει έτσι να παράγει μέσα παραγωγής για δική του κατανάλωση, όπως και για τον Τομέα II, ενώ ο Τομέας II παράγει μέσα ατομικής κατανάλωσης για τον καπιταλιστή και τον εργάτη και στους δύο Τομείς. Δεν θα παρακολουθήσουμε τις εκτεταμένες εξηγήσεις και τα μαθηματικά παραδείγματα που δίνει ο Μαρξ για να φωτίσει τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο Τομέων. Σ’ αυτό το σημείο παίρνει μια πιο συγκεκριμένη μορφή, αυτό που είχε πριν περιγράψει σαν αλληλοσύνδεση των διαφορετικών ατομικών κεφαλαίων. Το προτσές στο βαθμό που συνεχίζεται ομαλά, περιλαμβάνει την σταθερή μετατροπή του χρήματος σε εμπορεύματα και των εμπορευμάτων σε χρήμα και την απόσπαση και την πραγμάτωση της υπεραξίας.
Στη διευρυμένη αναπαραγωγή ένα μέρος της υπεραξίας χρησιμοποιείται για να αυξηθεί η παραγωγή. Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα την επέκταση του Τομέα Ι που παράγει μέσα παραγωγής βάζοντας σε κίνηση μια μεγαλύτερη απαίτηση για μεταβλητό κεφάλαιο και συνεπώς παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Ταυτόχρονα, η συσσωρευμένη υπεραξία, με τα αντίστοιχα ποσά του χρηματικού κεφαλαίου, θα έπρεπε να αντιστοιχεί στην άξια των νέων μέσων παραγωγής, στον ένα ή και στους δύο Τομείς. Προφανώς, αν η αναπαραγωγή γίνει μέσα στο χρόνο, πρέπει να διατηρηθεί ή να επιβληθεί μια καθορισμένη αναλογία. Ο Μαρξ λέει γι’ αυτές τις σχέσεις:
«Το γεγονός ότι η παραγωγή εμπορευμάτων είναι η γενική μορφή καπιταλιστικής παραγωγής καθορίζει το ρόλο που παίζει το χρήμα σ’ αυτό, όχι μόνο σαν μέσο κυκλοφορίας, αλλά επίσης και σαν χρήμα-κεφάλαιο, και γεννά ορισμένους όρους κανονικής ανταλλαγής, ιδιαίτερους γι’ αυτό τον τρόπο παραγωγής, και επομένως της κανονικής πορείας αναπαραγωγής, είτε σε απλή είτε σε διευρυμένη κλίμακα –όρους που μετατρέπονται σε τόσο πολλές συνθήκες ανώμαλης κίνησης, σε τόσο πολλές δυνατότητες κρίσης, αφού η ίδια η ισορροπία είναι ένα ατύχημα που οφείλεται στην αυθόρμητη κίνηση αυτής της παραγωγής».
Ή παρακάτω:
«Η συνεχής προμήθεια εργατικής δύναμης από μέρους της εργατικής τάξης Ι, η ξαναμετατροπή μιας μερίδας του εμπορεύματος-κεφάλαιου Ι στη χρηματική μορφή του μεταβλητού κεφαλαίου, η αντικατάσταση μιας μερίδας του εμπορεύματος-κεφάλαιου II από τα φυσικά στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου ΙΙσ –όλες αυτές οι αναγκαίες προϋποθέσεις απαιτούν η μια την άλλη, αλλά συντελούνται σ’ ένα πολύ πολύπλοκο προτσές, που περιλαμβάνει τρία προτσές κυκλοφορίας που πραγματοποιούνται ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά αναμειγνύονται. Αυτό το προτσές είναι τόσο πολύπλοκο που δίνει ακόμα πιο πολλές ευκαιρίες ανώμαλης λειτουργίας», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙ, σελ. 495).
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο καπιταλισμός δεν παράγει προϊόντα αλλά εμπορεύματα και ότι σκοπός του και αναγκαστικό του κίνητρο είναι η απομύζηση της υπεραξίας και η συσσώρευσή της. Αυτές είναι οι κυρίαρχες κινητήριες δυνάμεις του προτσές της διευρυμένης αναπαραγωγής. Δεν υπάρχει άλλος μηχανισμός από την αυθόρμητη αλληλεπίδραση των κεφαλαίων στην αγορά και των δυνάμεων ανταγωνισμού για να διατηρηθεί η κίνηση και η ισορροπία ολόκληρου του προτσές. Όπως λέει ο Μαρξ, «αυτό το προτσές είναι τόσο πολύπλοκο που δίνει ακόμα πιο πολλές ευκαιρίες ανώμαλης λειτουργίας». Μ’ αλλά λόγια, η έλλειψη αναλογίας στο προτσές της αναπαραγωγής μπορεί να είναι μια επιταχυντική αιτία κρίσης ή μπορεί να προκύπτει από μια αίτια που παράγεται αλλού.
Μερικοί μαρξιστές, ιδιαίτερα η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έχουν πάρει το σχήμα της αναπαραγωγής του Μαρξ (τη διαίρεση των δύο Τομέων και τον κάθε Τομέα σε μεταβλητό και σταθερό κεφάλαιο) σαν αφετηρία για τη θεωρία της κρίσης. Αυτό που λένε, με δύο λόγια, είναι ότι οι όροι της συνεχιζόμενης αναπαραγωγής δεν μπορούν να διατηρηθούν, χωρίς τις συνεχιζόμενες δυνατότητες πραγματοποίησης έξω από το καπιταλιστικό σύστημα, δηλαδή μέσα στις αποικίες. Χωρίς να προχωρήσουμε σ’ αυτό που έχει γίνει μια μάλλον άγονη διαμάχη εδώ, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Μαρξ δεν είχε σκοπό να μετατρέψει τα σχήματα σε μοντέλο του πραγματικού κόσμου. Είταν ουσιαστικά μια αφαίρεση για να διασαφηνίσει ορισμένες θεμελιακές πλευρές του προτσές αναπαραγωγής –αλλά μόνο ορισμένες πλευρές. Αυτά τα αποσπάσματα από τον Δεύτερο Τόμο δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω από ότι είχε γράψει πριν ο Μαρξ για τη δυνατότητα τη κρίσης που υπάρχει στην πιο γενική μορφή της στον διαχωρισμό της αγοράς και πούλησης από τη θεωρία της τάσης πτώσης του ποσοστού του κέρδους. Βέβαια ο Μαρξ ποτέ δεν υπαινίχθηκε στο Δεύτερο Τόμο πως ο,τιδήποτε ενυπάρχει στα σχήματα αναπαραγωγής μπορεί από μόνο του να προκαλέσει την κατάρρευση του καπιταλισμού. Για τις ώριμες απόψεις του πάνω σ’ αυτό το ζήτημα πρέπει να ανατρέξουμε σε άλλα μέρη του έργου του και αυτό θα κάνουμε παρακάτω.
Αυτό που λέει ο Μαρξ για το χωρισμό της αγοράς και της πούλησης παραμένει θεμελιακό για ολόκληρη την ανάλυσή του τού καπιταλιστικού προτσές παραγωγής και αναπαραγωγής και συνεπώς της κρίσης. Περιέχεται στο ζήτημα της πραγμάτωσης σαν ουσία του: δηλαδή «ολόκληρη η μάζα εμπορευμάτων ...πρέπει να πουληθεί», διαφορετικά, από την αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης προκύπτει αναπόφευχτα η κρίση. Η συνεχώς επεκτεινόμενη παραγωγή απαιτεί έτσι συνεχώς αναπτυσσόμενες αγορές, μια πάλη ανάμεσα στους ίδιους τους καπιταλιστές για την πραγμάτωση της υπεραξίας, και σε βάρος των άλλων, αν χρειαστεί. Η αποτυχία της αγοράς να επεκταθεί προκαλεί αυτό που ο Μαρξ ονομάζει κρίση υπερπαραγωγής.
Ο όρος υπερπαραγωγή, όμως, πρέπει να οριστεί προσεχτικά. Με μια έννοια, όπως αποδείχνει ο Μαρξ, υπάρχει συνεχώς υπο-παραγωγή μέσα στον καπιταλισμό με την έννοια ότι οι ανάγκες των ίδιων των παραγωγών, για να μην μιλήσουμε για τον εφεδρικό στρατό εργασίας, δεν ικανοποιούνται ακόμα και σε περίοδες ευημερίας[5]. Γιατί δεν υπάρχουν αρκετά προϊόντα για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες. Ο καπιταλισμός παράγει εμπορεύματα –δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ο χαραχτήρας αυτού του τρόπου παραγωγής καθορίζεται από το γεγονός ότι οι άμεσοι παραγωγοί δεν έχουν τίποτε να πουλήσουν πέρα από την εργατική τους δύναμη και μπορούν να την πουλούν μόνο όσο οι αγοραστές μπορούν να ιδιοποιούνται, με την πούληση του προϊόντος της εργασίας τους, την απλήρωτη εργασία ή υπεραξία, που παράγουν. Με αλλά λόγια, η παραγωγή γίνεται για να παραχθεί κέρδος και θα σταματήσει λίγο-πολύ άμεσα αν τα κέρδη πέσουν κάτω από τον μέσο όρο, πράγμα που σημαίνει μια υπερπαραγωγή εμπορευμάτων.
Από αυτή την άποψη ο Μαρξ λέει ότι ο αστικός τρόπος παραγωγής περιέχει μέσα του έναν φραγμό στην ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έναν φραγμό που βγαίνει στην επιφάνεια στις κρίσεις, και ιδιαίτερα στην υπερπαραγωγή –το βασικό φαινόμενο των κρίσεων, (όπ.π., σελ. 528).
Αν η συσσώρευση προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο σημείο, μέσα στις δοσμένες συνθήκες, θα παραχθεί πάρα πολύ κεφάλαιο (εν δυνάμει παραγωγή εμπορευμάτων) που διεκδικεί ένα μέρος υπεραξίας και ρίχνει το ποσοστό του κέρδους. Αν και ο μόνος σκοπός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η συσσώρευση κεφαλαίου, όσο πιο πολύ το πετυχαίνει αυτό τόσο πιο κοντά φέρνει τους όρους της κρίσης. Μ’ αυτή την έννοια κάθε άνθηση είναι μόνο η δημιουργία παραπανίσιου κεφαλαίου που ανοίγει το δρόμο της υπερπαραγωγής. Κάθε είδους αντιφάσεις και αγώνες περιέχονται σ’ αυτό το προτσές στο όποιο δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα εδώ. Όπως το συνοψίζει ο Μαρξ: «Εφόσον ο σκοπός του κεφαλαίου δεν είναι η ικανοποίηση ορισμένων επιθυμιών, αλλά η παραγωγή κέρδους, και εφόσον εκπληρώνει αυτό το στόχο με μέθοδες που προσαρμόζουν τη μάζα της παραγωγής στην κλίμακα της παραγωγής, και όχι το αντίστροφο, πρέπει συνεχώς να δημιουργείται ένα ρήγμα μεταξύ των περιορισμένων διαστάσεων της κατανάλωσης μέσα στον καπιταλισμό και μια παραγωγή που τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτό τον εσωτερικό φραγμό», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», Τόμ. IΙΙ, σελ. 251).
Ακόμα πιο συνοπτικά: «Ο πραγματικός φραγμός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο»[6], (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος III, σελ. 245). Αυτή η σκέψη είταν που κυνηγούσε τον Ρικάρντο, ότι δηλαδή ο καπιταλισμός δεν έχει διέξοδο και είναι ιστορικά καταδικασμένος. Είναι μια παρατήρηση που ο Μαρξ κάνει πολλές φορές με διάφορες μορφές, ότι η αυτοεπέκταση του κεφαλαίου οδηγεί σε αντιφάσεις. Μόνο, «μια γενική υποτίμηση ή καταστροφή του κεφαλαίου», η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, δημιουργεί και πάλι τους όρους για ανανεωμένη συσσώρευση, (Καρλ Μαρξ: «Grundrisse», σελ. 446, Αγγλική Έκδοση). «Η αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, γράφει ο Μαρξ, βρίσκεται ακριβώς στην τάση του προς μια απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που έρχονται συνεχώς σε σύγκρουση με τους ειδικούς όρους παραγωγής, μέσα στους οποίους κινείται το κεφάλαιο και στους οποίους μόνο μπορεί να κινηθεί», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, σελ. 252). Ακόμα και μια περίοδος διευρυμένης αναπαραγωγής σαν αυτή που γνώρισε ο καπιταλισμός μετά την τεράστια καταστροφή των κεφαλαιϊκών αξιών με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ύφεση που προηγήθηκε δεν μπορούσε παρά να προετοιμάσει το δρόμο για μια νέα κρίση ιστορικών διαστάσεων (και όχι απλές κυκλικές κρίσεις της παλιάς μορφής). Η ρήξη των διαφόρων ρεβιζιονιστικών σχολών με τον Μαρξ κάτω από την πίεση της άνθησης βασίστηκε στην άποψη (ανοιχτή ή καλυμμένη στις θεωρίες τους) ότι ο καπιταλισμός άλλαξε και ότι το κεφάλαιο (η κοινωνική σχέση) δεν αποτελούσε πια φραγμό στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτές είταν ιμπρεσιονιστικές απόψεις που βασίζονταν στα φαινόμενα, συνθηκολογώντας με εκείνες τις αστικές θεωρίες που προέρχονταν από τις φετιχοποιημένες μορφές του ίδιου του καπιταλισμού, μια διάλυση στη χυδαία οικονομολογία και την απολογητική της αστικής κοινωνίας. «Δεν θα μας προκαλούσε έκπληξη, έγραψε κάποτε ο Μαρξ, το ότι η χυδαία οικονομία αισθάνεται ιδιαίτερα άνετα στα αποξενωμένα εξωτερικά φαινόμενα των οικονομικών σχέσεων, όπου εμφανίζονται αυτές οι εκ πρώτης όψεως παράλογες και τέλειες αντιφάσεις και ότι αυτές οι σχέσεις φαίνονται τόσο πιο αυτονόητες όσο οι εσωτερικές τους σχέσεις μένουν καλυμμένες, αν και ο λαϊκός νους τις καταλαβαίνει. Αλλά θα είταν άχρηστη κάθε επιστήμη αν τα εξωτερικά φαινόμενα συμπέφτανε άμεσα με την ουσία των πραγμάτων», (Καρλ Μαρξ: όπ.π., σελ. 797). Αυτό μπορεί να γίνει ο επιτάφιος όλων εκείνων των ρεβιζιονιστικών σχολών που μας έλεγαν στη διάρκεια της άνθησης ότι ο Μαρξ είταν ξεπερασμένος και έπρεπε να απορριφθεί ή να βελτιωθεί στο φως του κεϊνσιανισμού και άλλων θεωριών της μόδας.
Μια από τις πιο αγαπημένες αναθεωρήσεις του Μαρξ, στην οποία οδήγησαν αυτές οι θεωρίες είταν ο ισχυρισμός ότι ο Μαρξ είταν υπο-καταναλωτής. Αυτό ταίριαζε καλά με τον κεϊνσιανισμό που είταν μια πιο εξευγενισμένη μορφή υπο-καταναλωτισμού, λέγοντας, πραγματικά, ότι οι κρίσεις είναι αποτέλεσμα της έλλειψης επαρκούς ζήτησης και ότι αν η ζήτηση μπορεί να εισαχθεί μέσα στο σύστημα με κάποια μορφή (στηριγμένη στις κυβερνητικές δαπάνες για δημόσια έργα, εξοπλισμούς ή διαστημική έρευνα) τότε μπορεί να διατηρηθεί η επέχταση (η λεγόμενη πολιτική της πλήρους απασχόλησης που τώρα ρίχνεται στο σκουπιδοτενεκέ, τη στιγμή που θεωρητικά πρέπει να είναι πιο εφαρμόσιμη παρά ποτέ!).
Μια εξέταση της θεωρίας του Μαρξ δείχνει ότι είναι απόλυτα επιστημονική και δεν αφήνει χώρο για τέτιες επιπολαιότητες. Αν αναφερθούμε στη διαίρεση της παραγωγής στους δύο Τομείς είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι η πλειοψηφία των εργατών δεν μπορεί να καταναλώσει τα ίδια της τα προϊόντα είτε είναι ποσότητες ατσαλιού είτε Ρολς Ρόις. Όπως είδαμε, ο Μαρξ λέει ότι με μια έννοια, μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής υπάρχει πάντα υπο-παραγωγή: οι ανάγκες δεν ικανοποιούνται γιατί υπάρχει υπο-παραγωγή: οι ανάγκες δεν ικανοποιούνται επειδή το κεφάλαιο ενδιαφέρεται μόνο για τη ζήτηση που στηρίζεται στην ικανότητα πληρωμής. Εξ ορισμού ένα μέρος του προϊόντος της εργασίας, η υπεραξία, πάει σε αλλά χέρια απ’ αυτά των άμεσων παραγωγών, έτσι, γι’ άλλη μια φορά, οι εργάτες δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω αυτά που παράγουν. Και είναι άχρηστο το να θεωρείται ότι μπορεί να βρεθεί διέξοδος με την αύξηση των μισθών ή την ανακατανομή του εισοδήματος, γιατί αυτό απλά χτυπά τα κέρδη και έτσι το κίνητρο των καπιταλιστών να παράγουν και να συσσωρεύουν. Όπως και νά ’χει, απασχολούν εργάτες, όχι για να τους δόσουν δουλιά, ή να τους επιτρέψουν να καταναλώσουν, αλλά για να αποσπάσουν υπεραξία από την απλήρωτη εργασία τους[7].
Η πιο γλαφυρή και πιο αποτελεσματική απόρριψη της έννοιας της υποκατανάλωσης, δίνεται από τον Μαρξ στον Δεύτερο Τόμο του «Κεφαλαίου», όπου γράφει:
«Είναι καθαρή ταυτολογία να λέμε πως οι κρίσεις προέρχονται από έλλειψη κατανάλωσης ικανής να πληρώνει ή καταναλωτών ικανών να πληρώνουν. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν γνωρίζει άλλες μορφές κατανάλωσης, παρά μόνο την κατανάλωση με πληρωμή, έκτος από την κατανάλωση sub forma Pauperis (με τη μορφή της εξαθλίωσης) ή την κατανάλωση του απατεώνα. Όταν μένουν απούλητα τα εμπορεύματα, αυτό σημαίνει απλά πως δεν βρέθηκαν αγοραστές ικανοί να πληρώσουν, δηλαδή καταναλωτές (αφού τα εμπορεύματα, σε τελευταία ανάλυση, αγοράζονται για παραγωγική ή ατομική κατανάλωση). Αν όμως για να δόσουν στην ταυτολογία αυτή μιαν επίφαση βαθύτερης δικαιολόγησης μας πουν πως η εργατική τάξη παίρνει ένα πάρα πολύ μικρό μέρος του προϊόντος της, και πως επομένως το κακό μπορεί να θεραπευτεί, όταν η εργατική τάξη πάρει μεγαλύτερο μερτικό απ’ αυτό, όταν δηλαδή ο μισθός της αυξηθεί –τότε αρκεί να παρατηρήσουμε μόνο το πως κάθε φορά οι κρίσεις προετοιμάζονται ίσα-ίσα από μια περίοδο όπου ανεβαίνει γενικά ο μισθός εργασίας και η εργατική τάξη παίρνει στην πραγματικότητα μεγαλύτερη μερίδα από το μέρος εκείνο του χρονιάτικου προϊόντος που προορίζεται για την κατανάλωση. Από την άποψη αυτών των συνηγόρων της υγιούς και “απλής”(!) κοινής λογικής, μια τέτια περίοδος θα έπρεπε μάλλον να απομακρύνει την κρίση. Φαίνεται λοιπόν πως η κεφαλαιοκρατική παραγωγή περικλείει όρους ανεξάρτητους από την καλή ή κακή θέληση, που τη σχετική εκείνη ευημερία της εργατικής τάξης την επιτρέπουν μόνο για μια στιγμή, και μάλιστα πάντα μόνο σαν το πουλί της καταιγίδας που προμηνάει την κρίση», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος II, σελ. 410-411).
Αυτό έχει μεγάλη σχέση με τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας. Η αύξηση του επίπεδου κατανάλωσης της εργατικής τάξης, μέσα σε αυστηρά περιορισμένα όρια, στη διάρκεια της άνθησης, προετοίμασε απλά το δρόμο για την κρίση, δηλ. αυξάνοντας το κόστος εργασίας, δυναμώνοντας την εργατική τάξη σαν τάξη που αντιστέκεται στον καπιταλισμό και βάζοντας σε κίνδυνο τα κέρδη του. Έτσι, όχι μόνο δεν αποκαλύπτει η κρίση την ανάγκη αύξησης της κατανάλωσης σαν διέξοδο, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ο κεϊνσιανισμός είναι τώρα ανυπόληπτος και οι απολογητές του καπιταλισμού καλούν όχι για αύξηση της κατανάλωσης αλλά για την περικοπή του βιοτικού επιπέδου, των κοινωνικών υπηρεσιών, των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση, την ευημερία, κλπ. Η πραγματική φύση του κεφαλαίου απογυμνώνεται, και έτσι αποκαλύπτεται η επαναστατική σύγκρουση ανάμεσα στις τάξεις.
Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό το απόσπασμα, με την απροκάλυπτη καταδίκη της θεωρίας της υποκατανάλωσης και στο εξίσου γνωστό απόσπασμα από τον Τόμο III, όπου ο Μαρξ λέει ότι: «Ο έσχατος λόγος κάθε πραγματικής κρίσης παραμένει πάντα η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν το όριο να είταν μόνο η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας», (Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος III, σελ. 472-473). «Ο έσχατος λόγος» αυτός δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος εξέτασης του ίδιου του κεφαλαίου, δηλαδή της σχέσης ανάμεσα στους κατόχους των μέσων παραγωγής και την εργατική τάξη. Είναι η άλλη πλευρά εκείνου που ο Μαρξ ονόμαζε υποκατανάλωση. Ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να ανεβάσει τα καταναλωτικά επίπεδα των μαζών πέρα από ορισμένα όρια, και όταν το κάνει, όπως είδαμε, δεν δημιουργεί παρά τους όρους για την κρίση. Ο κίνδυνος στις θεωρίες της υποκατανάλωσης βρίσκεται τόσο στο ότι είναι λαθεμένες επιστημονικά –ανίκανες να εξηγήσουν το πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός– όσο και στο ότι οδηγούν σε ρεφορμιστικά πολιτικά συμπεράσματα που δημιουργούν τις αυταπάτες ότι είναι δυνατός ένας καπιταλισμός χωρίς κρίσεις που βασίζεται στην αύξηση του καταναλωτικού επιπέδου. Αυτό το δρόμο ακολούθησαν στο παρελθόν άνθρωποι σαν τον Τζον Στράτσι στη Βρετανία και τον Λούις Κόρι στις ΕΠΑ, που, αφού επιχειρούν μια μαρξιστική ανάλυση της κρίσης της δεκαετίας του ’30, πέφτουν στον υποκαταναλωτισμό και γίνονται ορθόδοξοι κεϊνσιανοί, ο πρώτος σαν υπουργός στην κυβέρνηση Άτλι[8].
Βέβαια, απέχουμε πολύ ακόμα από μια πλήρη έκθεση της θεωρίας του Μαρξ για την κρίση, αλλά έχουμε πει αρκετά, ίσως, για να ενθαρρύνουν μια μελέτη των κειμένων του και την ανάπτυξη μιας πάρα πέρα δουλιάς γι’ αυτό το ζήτημα, όπως απαιτούν τα σημερινά πολιτικά καθήκοντα.
Πριν κλείσουμε όμως είναι αναγκαίο να γυρίσουμε στην τάση πτώσης του ποσοστού του κέρδους. Αυτό το ζήτημα δεν ξεχάστηκε. Αντίθετα, βρισκόταν πάντα στο βάθος και η σημασία του μπορεί τώρα να εκτιμηθεί πιο ολοκληρωμένα. Πραγματικά, όταν ο Μαρξ λέει ότι ο αληθινός φραγμός στην καπιταλιστική παραγωγή είναι το ίδιο το κεφάλαιο έχει αυτόν ακριβώς το νόμο στο μυαλό του. Η τάση πτώσης του ποσοστού του κέρδους είναι η αναπόφευχτη συνέπεια του προτσές της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Είναι η άλλη πλευρά της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας που προκαλείται από τη συσσώρευση και επομένως από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Μαζί με τις αντίρροπες δυνάμεις που βάζει σε κίνηση, όπως το νόμο της άξιας, λειτουργεί σαν ένας τυφλός νόμος της Φύσης που κυριαρχεί σ’ ολόκληρο το προτσές. Αν, όμως, αναλυθεί αυτός ο νόμος θα δούμε ότι υπάρχει επίσης και μια άλλη πλευρά της αυτοεπέκτασης του κεφαλαίου, της συνεχόμενης αλυσίδας αγοράς και πούλησης, της μετατροπής των εμπορευμάτων (περιλαμβάνοντας και την εργατική δύναμη) σε χρήμα, και του χρήματος σε εμπορεύματα. Οι καπιταλιστές στην προσπάθεια τους να ξεπεράσουν τη λειτουργία αυτού του νόμου, κολλούν τους πιο αδύνατους καπιταλιστές στον τοίχο, και η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου συνεχίζεται γοργά. Οι καπιταλιστές σε κάθε χώρα αναζητούν αγορές στο εξωτερικό και ψάχνουν για αποικίες και σφαίρες επενδύσεων (ιμπεριαλισμός, δηλαδή) για να αντιρροπήσουν αυτήν την τάση. Στην προσπάθεια τους να αντιταχθούν στη λειτουργία αυτού του νόμου, πρέπει να παράγουν με χαμηλότερο κόστος, πράγμα που σημαίνει την παραπέρα υποκατάσταση του μεταβλητού κεφαλαίου από το σταθερό και έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης πάνω στο ποσοστό του κέρδους. Η αναζήτηση του κέρδους είναι η άλλη πλευρά της ανάγκης για την πραγμάτωση των εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί, για τη μετατροπή τους σε χρήμα. Σημειώστε ότι ο Μαρξ τονίζει σαν αιτία της κρίσης το γεγονός ότι η αγορά δεν οδηγεί αναγκαία στην πούληση. Ακόμα κι αν το εμπόρευμα πουληθεί και γίνει η πραγμάτωση στην κλίμακα του κοινωνικού κεφαλαίου σαν όλο, αυτό δεν σημαίνει ότι σταματά η τάση πτώσης του ποσοστού του κέρδους. Έτσι ο καπιταλισμός είναι επιρρεπής στην κρίση από δύο πλευρές, από την ανάγκη να πραγματώσει το εμπόρευμα-προϊόν και από την τάση πτώσης του ποσοστού του κέρδους.
Ταυτόχρονα, όλη η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των πολυπληθών ατομικών κεφαλαίων, όπως φαίνεται στους δύο Τομείς της παραγωγής και των σχέσεων τους μεγαλώνει τη δυνατότητα δυσαναλογίας σαν πηγή της υπερπαραγωγής. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής παράγει εμπορεύματα, όχι προϊόντα που ικανοποιούν ανθρώπινες ανάγκες. Οι αντιφάσεις που περιέχει τον εκθέτουν σε κρίση σε πολλά σημεία. Η τεράστια πολυπλοκότητα της αλυσίδας που ενώνει την παραγωγή και την πούληση με το αντίστοιχο της στις χρηματικές συναλλαγές και τις πιστωτικές σχέσεις, κάνει πιο εύθραυστο το σύστημα σαν σύνολο, εκθέτοντας το σε κάθε είδους σοκ.
Τοποθετώντας τους γενικούς όρους της κρίσης, τη δυνατότητα τους, ο Μαρξ είναι πολύ προσεκτικός στο να εξειδικεύσει μια ή πολλές αιτίες σαν την αποφασιστική. Επιπλέον, μελετώντας τα γραπτά του για το ζήτημα της κρίσης είναι αναγκαίο να πάρουμε υπόψη μας το επίπεδο αφαίρεσης στο όποιο κινείται (έχουμε επίσης την παρατήρηση και το σχολιασμό των κρίσεων της εποχής του, που είναι διαφορετικής τάξης από τις κρίσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα). Ο Μαρξ δεν δίνει ένα βιβλίο συνταγών αλλά ένα επιστημονικό οδηγό στη γνώση που πρέπει να χρησιμοποιηθεί και να χτίσουμε πάνω του.
Τελικά, πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Μαρξ έγραφε συχνά περισσότερο για τις περιοδικές κρίσεις κυκλικού χαραχτήρα παρά για την κρίση του καπιταλισμού σαν σύνολο. Όμως, είναι φανερό πως πιστεύει ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παράγωγης είναι ιστορικά καταδικασμένος και προχωρεί προς την κατάρρευση. Όπως λέει στα «Γκρούντρισε»:
«Το αυξανόμενο ασυμβίβαστο ανάμεσα στην παραγωγική ανάπτυξη της κοινωνίας και των μέχρι σήμερα σχέσεων παραγωγής εκφράζεται στις βαθιές αντιφάσεις, τις κρίσεις, τους σπασμούς. Η βίαιη καταστροφή του κεφαλαίου όχι από εξωτερικές σ’ αυτό σχέσεις αλλά σαν όρος της αυτοσυντήρησής του είναι η πιο εντυπωσιακή μορφή με την οποία του δίνεται η συμβουλή να μας αδειάζει τη γωνιά και να δόσει τη θέση του σε μια ανώτερη κατάσταση κοινωνικής παραγωγής...
Αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν σε εκρήξεις, κατακλυσμούς, κρίσεις, από τις όποιες λόγω του στιγμιαίου σταματήματος της εργασίας και της καταστροφής μιας μεγάλης μερίδας του κεφαλαίου, το τελευταίο οδηγείται βίαια πίσω στο σημείο όπου μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί πλήρως την εργατική του δύναμη χωρίς να αυτοκτονεί.
Όμως αυτές οι καταστροφές που επανέρχονται με κανονικότητα οδηγούν στην επανάληψή τους σε υψηλότερη κλίμακα και τελικά στη βίαιη ανατροπή του», (Καρλ Μαρξ: «Γκρούντρισε», σελ. 750).
Στην εποχή μας τα λόγια του Μαρξ αποχτούν προφητικό χαραχτήρα.
ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1982



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————

[1]. «Οι Θεωρίες της Υπεραξίας» του Καρλ Μαρξ, μέρος ΙΙ, σελ. 492-535 της Αγγλικής Έκδοσης, περιέχουν την πιο θεμελιωμένη συζήτηση του Μαρξ για τις κρίσεις, συζήτηση που είχε σαν στόχο τον Ρικάρντο και τη σχολή του, που αρνούνταν τη δυνατότητα της γενικής υπερπαραγωγής. Αυτές οι σημειώσεις χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό το κείμενο, αλλά μένουν ακόμα πολλά συμπεράσματα να βγουν απ’ αυτές.
[2]. Ο Μαρξ αναφέρεται στον Ρικάρντο. Στην πραγματικότητα, λέει ο Μαρξ, «το χρήμα είναι μια ουσιαστική πλευρά του εμπορεύματος και... στο προτσές της μεταμόρφωσής του είναι ανεξάρτητο από την αρχική μορφή του εμπορεύματος», (όπ.π., σελ. 502).
[3]. Και πάλι: «Η κρίση είναι η βίαιη εγκαθίδρυση της ενότητας ανάμεσα σε στοιχεία που έχουν ανεξαρτητοποιηθεί και ο αναγκαστικός χωρισμός (του ενός από το άλλο) στοιχείων που είναι ουσιαστικά ένα», (όπ.π., σελ. 513).
[4]. Το περιεχόμενο κάθε επιμέρους κρίσης πρέπει λοιπόν να προσδιοριστεί. Η αφηρημένη μορφή της κρίσης δεν είναι η αίτια της. Ο Μαρξ καταγράφει έναν ολόκληρο αριθμό πιθανών αιτιών.
[5]. «Οι Θεωρίες της Υπεραξίας», μέρος II, σελ. 527. «Η λέξη υπερπαραγωγή καθαυτή μπορεί να οδηγήσει σε λάθος. Όσο οι πιο επείγουσες ανάγκες ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας δεν ικανοποιούνται, ή ικανοποιούνται μόνο οι πιο άμεσες ανάγκες, δεν μπορείς φυσικά με κανένα απολύτως τρόπο να μιλήσεις για υπερπαραγωγή προϊόντων –με την έννοια ότι η ποσότητα των προϊόντων είναι υπερβολική σε σχέση με τις ανάγκες. Αντίθετα, πρέπει να ειπωθεί ότι στη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής υπάρχει συνεχής υπο-παραγωγή μ’ αυτή την έννοια. Τα όρια στην παραγωγή μπαίνουν από το κέρδος του καπιταλιστή και καθόλου από τις ανάγκες των παραγωγών. Αλλά η υπερπαραγωγή προϊόντων και η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα».
[6]. «Το γεγονός ότι η αστική παραγωγή από τους ίδιους τους εσωτερικούς της νόμους, από τη μια, είναι υποχρεωμένη να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν να μη γινόταν η παραγωγή σε μια στενή, περιορισμένη κοινωνική βάση, ενώ, από την άλλη, μπορεί να αναπτύσσει αυτές τις δυνάμεις μόνο μέσα σε αυτά τα στενά πλαίσια, είναι η βαθύτερη και πιο απόκρυφη αιτία των κρίσεων, των κραυγαλέων αντιφάσεων μέσα στις όποιες συντελείται η καπιταλιστική παραγωγή και που ακόμα και μια φευγαλέα ματιά την αποκαλύπτει σαν μια μεταβατική ιστορική μορφή μονάχα», (Καρλ Μαρξ: «Οι Θεωρίες της Υπεραξίας», μέρος III, σελ. 84).
[7]. «Στην πραγματικότητα οι εργάτες παράγουν βασικά υπεραξία. Όσο την παράγουν είναι ικανοί να καταναλώνουν. Μόλις σταματήσουν να παράγουν η κατανάλωση τους σταματά επειδή σταματά η παραγωγή τους», (Καρλ Μαρξ: «Οι Θεωρίες της Υπεραξίας», μέρος II, σελ. 519).
[8]. Ενώ ακόμα ισχυρίζονται ότι είναι μαρξιστές, ο Στράτσι έγραψε τη «Φύση της Καπιταλιστικής Κρίσης» και ο Κόρι την «Παρακμή του Αμερικάνικου Καπιταλισμού», που και τα δύο κάνουν υποχωρήσεις στον υποκαταναλωτισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου