ΑΟΥΣΒΙΤΣ: ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
{Στις 21 Απριλίου στο Γ΄
Νεκροταφείο Νικαίας, στο τμήμα που βρίσκεται το Εβραϊκό Κοιμητήριο τελείται
κάθε χρόνο επιμνημόσυνη δέηση για τα εκατομμύρια εβραίους που μαρτύρησαν στα
ναζιστικά στρατόπεδα φρίκης. Δεκάδες ήταν τα θύματα από την Ελλάδα, ιδιαίτερα
από τη Θεσσαλονίκη όπου μια ανθούσα κοινότητα έχασε πάνω από 50.000 μέλη.
Κοινότητες ολόκληρες, στα Γιάννενα, στη Χαλκίδα, στα Τρίκαλα, σ΄ όλες σχεδόν
τις επαρχιωτικές πόλεις ξεκληρίστηκαν από τη ρατσιστική φασιστική μανία των
ναζί κατακτητών.
Στις θρησκευτικές τελετές
παρευρίσκονται πάντα αντιπροσωπείες κομμάτων και οργανώσεων, εβραίοι
επιβιώσαντες απ΄ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και εβραίοι που πολέμησαν με
τον ΕΛΑΣ τον καιρό της κατοχής. Το κείμενο που δημοσιεύει σήμερα το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ στη σελίδα ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ είναι από το βιβλίο "Κραυγή για το αύριο", της Μπέρρυ Ναχμία, που επέζησε από το Άουσβιτς. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
ΚΑΚΤΟΣ}
"Η δουλειά φέρνει
Ελευθερία" έγραφε κάπου ψηλά επάνω στα Γερμανικά: "Arbeit Macht
Frei". Δρασκελίζοντας τη σιδερένια πόρτα, μετά την Πλατεία, οι δύο
ξεχωριστές γραμμές των νέων, διαταχθήκαμε για πορεία (320 άνδρες και 113 γυναίκες).
Μπροστά μας προηγούντο οδηγητές και πίσω μας οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες,
κρατώντας στα χέρια τους αλυσίδες με μεγάλα λυκόσκυλα.
Όσο προχωρούσαμε... τόσο αισθανόμαστε
την ερημιά και την απομόνωση. Όσο μπαίναμε προς τα μέσα, τόσο απομακρυνόμαστε
απ΄ τον υπόλοιπο κόσμο. Στο δρόμο- κάπου συναντούσαμε μερικά γκρουπ από
κακοντυμένους ανθρώπους με ριγωτές φόρμες από καναβάτσο, που μας κοιτάζανε
κάπως παράξενα, σαν να ερχόμασταν από κάποιο μακρινό, γνωστό τους, προηγούμενο
πλανήτη... Αλλά κι αυτοί φαίνονταν παράξενα όντα. Δε μοιάζανε με ανθρώπους.
Αδύνατοι, κοκαλιάρηδες, με ξυρισμένα κρανία και γουρλωτά μάτια. Δεν τολμούσα να
εμβαθύνω περισσότερο κι ούτε ήθελα να βγάλω πρόωρα κανένα συμπέρασμα. Για να
ξεφύγω απ΄ αυτό το δυσάρεστο θέαμα που έβλεπα, κοίταζα γύρω μου ψάχνοντας λίγη φύση.
Πουθενά... Ο ποδαρόδρομος ατέλειωτος κι ο χώρος γύρω μας επί χιλιόμετρα, δεν
έβλεπες ορίζοντα. Όσο σου επέτρεπε το μάτι σου, έβλεπες συνέχεια
συρματοπλέγματα καλοδιαταγμένα, που χώριζαν όλον εκείνο τον απέραντο χώρο σε
μικρότερους χώρους. Για μια στιγμή αισθάνθηκα χαμένη!
Το μόνο γνωστό σ΄ όλο εκείνο το άσχημο
και κρύο περιβάλλον ήσαν τα λίγα μόνον κορίτσια από την ίδια πόλη ή την
Πατρίδα, που περπατάγαμε μαζί κι είχαμε την ίδια μοίρα. Τ΄ αγόρια μας στην άλλη
γραμμή μονομιάς αλλάξανε κατεύθυνση... φαίνεται κάπου εκεί κοντά οδηγήθηκαν και
δεν τα βλέπαμε πια. Θα τους ξαναδούμε άραγε, μονολογούσα κι ούτε πρόσεξα ποιους
βγάλανε στη γραμμή. Άλλωστε δεν έχει καμιά σημασία... Όπως ήρθαμε όλοι μαζί
κάπου θα ξανασυναντηθούμε, έλεγα, δεν μπορεί... Να κι οι "καμινάδες"!
Το μοναδικό ντεκόρ, σ΄ όλη την απομακρυσμένη εκείνη περιοχή. Οι
"καμινάδες", πολύ ψηλές, με το στόμιο προς τον ουρανό ανέδυαν μεγάλες
φλόγες. Θεέ μου, τι άσχημη μυρουδιά από καμένο! Τι άραγε να καίνε σ΄ αυτές τις
καμινάδες που η μυρουδιά τους φτάνει μέχρι εδώ σ΄ εμάς κι ερεθίζει τα ρουθούνια
μας;
Επιτέλους σταματήσαμε σ΄ ένα γυναικείο
στρατόπεδο τεραστίων διαστάσεων, με μακρόστενες παράγκες και διαδρόμους σε
τέλεια γεωμετρική διάταξη. Πολύς κόσμος σ΄ αυτό το κομμάτι του στρατοπέδου,
πολλές γυναίκες μαζί. Αυτή τη φορά βρέθηκαν πολλές εθελόντριες διερμηνείς,
γυναίκες ντυμένες στα ριγέ, άσπρα και μπλε-γκρι, σχεδόν ξυρισμένες ολότελα.
χωρίς μαλλιά στο κεφάλι. Μας ρωτάγανε ποια γλώσσα προτιμούσαμε:
Ελληνικά, Ισπανικά, Γερμανικά, Ρωσικά,
Ιταλικά... Ότι ήθελες, όλων των εθνικοτήτων.
"Όχι, μην μπαίνετε ακόμα μέσα
στην παράγκα", μας είπαν...
"Πρέπει να πάρετε αριθμό πρώτα, κάντε ουρά γρήγορα". Αφού
μπήκα στη σειρά μου, μ΄ ανέλαβε μια κάποια νεαρή κοπέλα που μου είπε ξαφνικά: "Δώσ΄
μου τ΄ αριστερό σου μπράτσο. Να εδώ κοντά, στο βραχίονά σου, θα σου χαράξω έναν
αριθμό... Τατουάζ... και να το θυμάσαι πάντα σ΄ όλη σου τη ζωή. Εάν ζεις κι όσο
ζεις διότι θα προσπαθήσω να σου κάνω τον αριθμό, όσο το δυνατόν πιο μικρό για
να μην είναι άσχημο" κι αμέσως με μια σύριγγα γεμάτη μελάνι, μου
τρύπαγε σιγά-σιγά προσέχοντας να μην πονέσω... ώσπου χάραξε το: 76859 το
άστρο του Δαβίδ που σήμαινε ότι είμαι Εβραία, κι αυτή άλλωστε ήταν η μόνη
κατηγορία μου. "Είμαι κι εγώ Εβραία", μου λέει... "Αλλά
σήμερα μετά από τόσα χρόνια που είμαι εδώ... έγινα Κάπο".
Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Θα μου
κάνει "μικρό αριθμό" είπε, θα τη θυμάμαι "εάν ζω"
κι "όσο ζω", "ότι είναι Κάπο" λέει κλπ. Πονούσα
όσο χάραζε αυτό τον αριθμό τον απαίσιο στο μπράτσο μου, αν και με πρόσεχε. Μα
έπειτα, τι σχέση έχουν όλα αυτά; Πως θα τη θυμάμαι πάντα, δε θα εξαλειφθεί
αυτός ο αριθμός αύριο; Τελειώνοντας απ΄ αυτή την κοπέλα με παραλαμβάνει μια
άλλη, που κρατούσε στα χέρια της ψαλίδια και ξυριστική μηχανή. "Σκύψε",
μου λέει η άλλη, "είσαι ψηλή και δε σε φτάνω να σου κόψω τα
μαλλιά", κι έκοβε όπως κι όπου της ερχότανε. "Γρήγορα, μπέστε
τώρα μέσα στην παράγκα", μας ξανάπαν: "Ξεντυθείτε, βγάλτε τα
όλα, ολόγυμνες όπως σας γέννησε η Μάνα σας κι ότι βγάζετε από πάνω παραδώστε
μας. Τα πάντα, κυλόττες, κάλτσες, τα παπούτσια, όλα. Θα σας φέρουμε άλλα που θα
έρθουν κατευθείαν απ΄ τον κλίβανο και θα ΄ναι αυτά τα τελειωτικά του
στρατοπέδου".
Δειλά-δειλά, με πολλή δυσκολία
ξεγυμνωθήκαμε και έτσι όπως μας γέννησε η Μάνα μας περιμέναμε όρθιες
τουρτουρίζοντας επί ώρες. Στο τέλος καταφθάνουν και τα πράγματα απ΄ τον κλίβανο
και μου παραδίδουν ένα πακέτο που ήταν δεμένο με μια ζώνη. Το πακέτο ήταν ακόμα
μισοβρεγμένο με τον αχνό του κλιβάνου και περιείχε μέσα ένα ριχτό φόρεμα με
λεκέδες από φρέσκο αίμα που μύριζε ακόμα. Ένα κομμάτι εσώρουχο... μια κυλόττα
σαν σαλβάρι και μέσα σ΄ όλα βγήκαν δύο παπούτσια, θυμάμαι καλά... Το ένα
ανδρικό και τ΄ άλλο γυναικείο. "Φορέστε τα, και στα γρήγορα, για να
βγείτε έξω στη γραμμή, πέντε-πέντε στη σειρά να σας μετρήσουμε". Μου
ήταν αδύνατον να τα βάλω επάνω μου... το αίμα στο φόρεμα μου ΄φερνε εμετό. Κι
όλα τ΄ άλλα αδύνατον να μπούνε... με κανένα τρόπο. Πως είναι δυνατόν ένα
παπούτσι ανδρικό και ένα γυναικείο!! Πώς να τα βάλω; "Βάλτε τα γρήγορα
κακομοίρες" φώναζαν οι Γερμανοί S.S. και σε λίγο άρχισαν με τα λουριά
να χτυπάνε αλύπητα όπου βρίσκανε.
"Από τώρα και στο εξής ξεχάστε
και τ΄ όνομά σας", ουρλιάζανε,
"και μάθετε απ΄ έξω τον αριθμό του βραχίονά σας... Να, αυτό εσύ το 76859,
θα το προφέρεις έτσι: ζεξ-ουντ, ζιπσιχ, αχτ, ούντερ, νάιν, ουντ, φίφτσιχ...
Πέστε το συνέχεια, η καθεμιά το δικό της... ζώο, φλαχ-φλούχτεν iuden"
(βρίζανε). Σε λίγα λεπτά μεταμορφωμένες σαν καρνάβαλοι μας σπρώχνανε έξω για το
πρώτο "Appel" = "μέτρημα", όπως μας ορίζανε πέντε-πέντε στη
γραμμή. Ήμασταν φρίκη! Δεν αναγνώριζα καμιά μας, αλλά ούτε και τον εαυτό μου...
Μας μέτραγαν, μας ξαναμέτραγαν... κι αφού τελείωσαν, σε λίγο φθάνουν 2-3
καζανάκια με σούπα και μας μοίραζαν απ΄ ένα κύπελλο στην καθεμιά μας. Ήταν ένα
μαυριδερό ζουμί... Αν και πεινούσα φοβερά, αυτό το βρώμικο υγρό, μου ΄φερνε
αηδία. Το κοίταγα γι΄ αρκετή ώρα κρατώντας στα χέρια μου το κύπελλο, και δεν είχα
καν το κουράγιο να το βάλω στο στόμα μου.
Ήμουν τελείως χαμένη μ΄ όλα αυτά που μας
συνέβαιναν... Μας απειλούσαν με το θάνατο, το σαδισμό, την κτηνωδία...
Κατέστρεφαν την προσωπικότητά μας και μας ταΐζανε χειρότερα απ΄ τα ζώα.
Αισθάνθηκα έναν κλονισμό μέσα μου, έτοιμη να καταρρεύσω... Όταν ακούω τη φωνή
της Ντόρας να μου φωνάζει δυνατά... για να με ξυπνήσει: "Μπέρρυ πάρε τη
μερίδα σου ψωμί, αυτό το κομματάκι θα ΄ναι για ένα ολόκληρο
εικοσιτετράωρο". Η Ντόρα είχε αρπάξει πριν το κομμάτι ψωμί που μας
μοιράζανε ανά δύο (έτσι μοιράζανε το ψωμί επίτηδες να κοπεί από μας τις ίδιες
στα δυο για να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας). Πολλές φορές το χωρίζαμε στα έξι: "Πάρε
τη μερίδα σου", είπε και μου δίνει το μεγαλύτερο κομματάκι απ΄ τα δύο.
Τότε μόνο συνήλθα και μ΄ έφερε στην πραγματικότητα. Αμέσως της λέω: "Μα
δεν νομίζω πως τα ΄κοψες στα ίσια. Μου δίνεις πιο πολύ εμένα... Γιατί το ΄κανες
αυτό;". "Γιατί εγώ ξέρω να ζήσω και με λιγότερο ψωμί, ενώ εσύ δεν
έχεις τη δύναμη. Σε βλέπω - παραδόθηκες".
"Μα δε βλέπεις πώς μας κατάντησαν;
Γιατί μας βγάλανε τα καλά μας και μας ντύσαν μ΄ αυτά τα κουρέλια; Γιατί μας
στραπατσάρουν έτσι... Να δες, ένα παπούτσι ανδρικό κι ένα γυναικείο έχω. Μας
κόψαν και τα μαλλιά μας!". Έκλαιγα
ασταμάτητα!! "Και τι μ΄ αυτό" μ΄ απάντησε αυτή μ΄ ένα ύφος ατάραχο
αλλά και με θεϊκό θάρρος! "Εάν είσαι εσύ πολύ δυνατή, κανείς δεν μπορεί
να σε στραπατσάρει! Σήκωσε τους ώμους σου ψηλά. Θάρρος, ψηλά το ηθικό
σου". "Και που να ΄βρω τη δύναμη, αφού μόλις μια μπουκιά ψωμί το
εικοσιτετράωρο μας δίνουν; Δε βλέπεις;".
Στην τραγική αυτή στιγμή της ζωή μου...
ανακάλυπτα τον φύλακα άγγελό μου, τον Γκουρού μου. Αυτή μου μετέδιδε την
ατσαλένια κι αλύγιστη θέληση και προσπαθούσε να με πείσει πως έπρεπε να ζήσω. "Κόψε
το ψωμί στα ίσια πάλι, έχω κι εγώ δύναμη σαν κι εσένα", της αποκρίνομαι.
"Θα αντέξω θα δεις". "Το ελπίζω" μου λέει η Ντόρα...
απίστευτα! Για μένα ήταν μια μεγάλη στιγμή που δεν πίστευα κι εγώ η ίδια. Θεέ
μου... αρκεί να μην ξαναλυγίσω πάλι...
Μπήκαμε σε μια παράγκα Νο 27. Εκεί τις
παράγκες τις λέγανε "Μπλοκ". Είκοσι πέντε τέτοια "Μπλοκ"
είχε το Aushwitz και Μπιρκενάου, και το κάθε Μπλοκ, είχε έναν αριθμό με
ιδιαίτερο προορισμό. Αριθμός 9, 10, 11, 19, 20, 21, 27, 28, κλπ. Μέσα σε κάθε
Μπλοκ υπήρχε μια "Μποκόβα". Η αρχηγός. Ήταν κι αυτή κατάδικος που τη
διόριζαν τα S.S. σαν υπεύθυνη για την πειθαρχία των άλλων κατάδικων και την
καθαριότητα του Μπλοκ. Εάν διαπιστωνόταν πως δεν ήταν εντάξει στις διαταγές
τους, της αφαιρούσαν την ιδιότητα της Μπλοκόβας και την τιμωρούσαν. Εμείς
μπήκαμε στο "Μπλοκ Καραντίνας" για τις νεοφερμένες, για 40 μέρες. Τη
δική μας Μπλοκόβα τη λέγανε Νταίζη, κι ήτανε Ελληνίδα από τη Θεσσαλονίκη... Για
μια στιγμή χαρήκαμε που θα μιλάγαμε Ελληνικά μαζί της και θα μας πληροφορούσε
για την κατάστασή μας και προπαντός για το πότε θα συναντήσουμε τους υπόλοιπους
δικούς μας, γονείς, αδέλφια και συγγενείς...
Μας απάντησε κοφτά, ότι ήταν νωρίς ακόμα
να μάθουμε λεπτομέρειες, παρ΄ όλο ότι την επαύριον θα διαπιστώναμε με τα ίδια
μας τα μάτια την πραγματικότητα. "Τώρα", είπε "πρέπει
να κοιμηθείτε νωρίς, διότι στις 9 το βράδυ είναι όλα τα φώτα σβησμένα και δεν
επιτρέπεται να κυκλοφορήσει κανείς, ούτε για την τουαλέτα μετά τις 9. Αύριο
πολύ πρωί, στις 4.30, θ΄ ακούσετε το πρώτο κουδούνι που θα ΄ναι το εγερτήριο...
Να σιάξετε γρήγορα καλά τα κρεβάτια σας και στις 5 η ώρα με το δεύτερο κουδούνι
που θ΄ ακούσετε να ΄στε όλες έτοιμες ντυμένες και να βγείτε έξω για
"Appel" επαναλαμβάνεται και τ΄ απόγευμα κανονικά στις 7 η ώρα, αλλά
μπορεί και να χρειασθεί να κάνετε και περισσότερες φορές την ημέρα. Εδώ στο
στρατόπεδο δεν είναι παίξε-γέλασε. Πρέπει να υπακούτε, και προπαντός το καλό
που σας θέλω, να ενταχθείτε σ΄ ένα κομάντο (Γκρουπ) για δουλειά, γιατί αλίμονό
σας...". Συγχρόνως μας έδειχνε το υπνωτήριο... Μια αίθουσα στο ισόγειο
που είχε γύρω στα 80 περίπου τριπλά κρεβάτια, τοποθετημένα το ένα επάνω στο
άλλο. Κάθε κρεβάτι, είχε ένα αχυρόστρωμα με μια κουβέρτα... πολύ σπάνια είχε
δύο, όπου θα κοιμόμασταν 3-4 κοπέλες μαζί, σκεπασμένες όλες με την ίδια
κουβέρτα.
Επάνω στη σοφίτα, είχε λιγότερα κρεβάτια
αλλά διαρρυθμισμένα στο ίδιο στυλ, όπως και στο ισόγειο. Ξάπλωσα στην άκρη σ΄
ένα από τα κάτω κρεβάτια που διάλεξα γρήγορα, πριν με βγάλουν κι αναγκασθώ ν΄
ανέβω στο επάνω... Σκεφτόμουν πως ήταν πιο βολικό να ΄μαι κάτω για να βγαίνω
εύκολα και γρήγορα, για κάθε κακό ενδεχόμενο. Δεν θυμάμαι αν έκλεισα μάτι όλη
νύχτα. Προσπαθούσα μέσα στο σκοτάδι να μαντέψω το κακό που μας περίμενε! Όταν
σε λίγο άκουσα το πρώτο κουδούνι που μας τάραξε όλες και μονομιάς βρεθήκαμε στο
πόδι. Άλλες έψαχναν τα ξύλινα παπούτσια τους, άλλες ψάχνανε το κομματάκι ψωμί
που έκρυβαν για την επομένη και δεν το βρίσκανε φωνάζοντας απελπισμένα...
Σκοτωμός... Ώσπου κατέφθασαν 2-3 Πολωνίδες (όχι Εβραίες) με λουριά στα χέρια
τους που χτυπούσαν σαν τα όρνια επάνω μας, για να μας βάλουν σε τάξη. Ξύλο,
ξύλο που δεν ήξερες από πού σου ΄ρχόταν.
Δεν αντιλήφθηκα το δεύτερο κουδούνι και
μ΄ έσπρωχναν κιόλας γι΄ Appel, δύο Ελληνίδες. Αυτές θα ήταν απ΄ ένα χρόνο πριν
εκεί, απ΄ το 1943 κι ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη. Έκανα να χαμογελάσω της μιας
κοπέλας και τη ρώτησα Ελληνικά, πως τη λένε και τι γίνεται εδώ μέσα. "Μη
μιλάς τώρα. Μπες με τις καινούργιες σου στη γραμμή ώσπου να μας μετρήσουν. Μετά
θα στα πω όλα", μου λέει. Κάθισα προσοχή περιμένοντας με υπομονή ώσπου
να τελειώσουν οι S.S. το μέτρημα και το ξαναμέτρημα. Μισή ώρα κράτησε, για να
διαπιστώσουν πως δεν έλειπε καμιά, ούτε από τις παλιές ούτε από τις καινούριες.
Ο αριθμός των καταδίκων του κάθε Μπλοκ, ήταν γραμμένος μεθοδικά σ΄ ένα βιβλίο
κι έτσι οι S.S. σε κάθε Appel μας μπορούσαν να κοντρολάρουν για καμιά απουσία ή
θάνατο (που έπρεπε αμέσως να δηλωθεί απ΄ την Μπλοκόβα), ή δραπέτευση.
Οι παλιές στέκονταν στη γραμμή απέναντί
μας κι είχαν το κακό τους χάλι. Κοπελίτσες από 18-20-25 και 30 χρόνων έδειχναν
σουρωμένες γριές 100 χρόνων. Τα πόδια τους, τα χέρια τους, γεμάτα πληγές και
σπυριά κυρτωμένες στα δύο από την αδυναμία, δεν έπαιρναν τα πόδια τους.
"Εμένα με λένε Ρασέλ", μου λέει μια μελαχρινούλα με κομμένα τα μαλλιά
σύρριζα. "Τι όμορφη που είσαι ακόμα", μου λέει, "χοντρή,
χοντρή, αφράτη, νεοφερμένη κατευθείαν από το σπίτι σου". (Εγώ ήμουνα
τότε, αρκετά λεπτούλα, με τα ελληνικά δεδομένα). Η Ρασέλ όμως, με το δίκιο της
μ΄ έβλεπε χοντρή κι αφράτη! "Έτσι ήμουνα κι εγώ σαν κι εσένα όταν
έφτασα εδώ", λέει. "Σε φαντάζομαι ότι μέχρι εχτές, έτρωγες του
σκασμού, ακόμα και σοκολάτες, γλυκά, ότι καλό ήθελες. Μη μου πεις πως είναι
ψέματα... Τώρα τι θέλεις να μάθεις; Που βρίσκονται οι δικοί σου απ΄ όταν
χωρίσατε εχτές; Έλα να δεις... Βλέπεις εκείνες τις καμινάδες που βγάζουν φωτιές
και καπνούς απέναντί μας; Δε μυρίζεις καμένη σάρκα; Ε λοιπόν είναι η μυρουδιά
τους, απ΄ εκεί περάσανε κι αυτοί. Τους κάψανε κι αυτούς! Κι άλλους θα κάψουνε,
κάθε μέρα καίνε, κι ίσως αργά ή γρήγορα κάψουνε κι εμένα κι εσένα... Όλοι απ΄
εκεί θα περάσουμε"...
Την κοίταζα φοβισμένα και συγχρόνως
ταράχτηκα που έπεσα επάνω σε μια τρελή που έχασε τελείως το μυαλό της και δεν
ήξερε τι έλεγε. Δεν μπορεί να 'ναι αλήθεια! "Ναι ξέρω, με παίρνεις για
τρελή... Έτσι ακριβώς σκεπτόμουν κι εγώ σαν κι εσένα μόλις ήρθα, πριν ένα
χρόνο. Αλλά αυτή είναι η μαύρη αλήθεια! Θέλεις, δε θέλεις θα την πιστέψεις...
Θα το διαπιστώσεις κι η ίδια. Και κοίταξε να δεις... Εδώ μην κάνεις ποτέ την
άρρωστη, διότι χάθηκες... τους άρρωστους εδώ, δεν τους αφήνουν ζωντανούς, τους
καίνε... Κι όταν δεν έρχονται "Τρανσπόρτ", δηλαδή συρμοί από την Ευρώπη,
τότε μαζεύουν από μας εδώ, και μας κάνουν "διαλογή" για το φούρνο...
ΟΙ φούρνοι λέγονται Κρεματόρια και τα κρεματόρια πρέπει να καίνε ανθρώπους...
6.000 - 7.000 πολλές φορές και 10.000 την ημέρα. Εσύ προχτές πέρασες κιόλας την
πρώτη διαλογή. Δεν το ΄ξερες βέβαια... Από τώρα όμως θα μάθεις... Θα δεις πόσες
διαλογές ακόμα έχεις να περάσεις... Όσο θα ζεις. Και πρόσεχε αυτό που θα σου
πω. Βλέπεις αυτά τα συρματοπλέγματα; Προς Θεού, μην τ΄ ακουμπήσεις διότι είναι
ηλεκτροφόρα, κι άμα τα πειράξεις θα πάθεις ηλεκτροπληξία και θα πεθάνεις...
Μόνον άμα θέλεις ν΄ αυτοκτονήσεις... να το κάνεις. Διότι είμαι βέβαιη πως θα
θελήσεις μια μέρα να το κάνεις, επειδή δε θ΄ αντέξεις αυτήν τη ζωή του
στρατοπέδου".
Έκλεισα μονομιάς τ΄ αφτιά μου με τα δυο
μου χέρια. Όχι... δεν ήθελα ν΄ ακούσω περισσότερα, ας ήταν και φαντασίες, μιας
θεοπάλαβης τρελής!! Φεύγω γρήγορα από κοντά της και ψάχνω τις κοπέλες με τις
οποίες ήρθα από την Ελλάδα για να τους πω. Τι να τους πω. Αυτές κλαίγανε
σπαρακτικά και ασταμάτητα. Μαθαίνανε απ΄ άλλες παλιές τα ίδια που άκουγα κι εγώ
προ ολίγου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, το λένε όλες, το είπε κι η Νταίζη η
Μπλοκόβα. Άλλωστε το βλέπεις με τα μάτια σου. Τις καμινάδες γεμάτες φλόγες, η
μυρωδιά καμένης σάρκας... Κάθε 50
μέτρα κι ένας S.S. σκοπός και κάθε σκοπός τοποθετημένος
σε μια σκοπιά (πύργοι ελέγχου) 12-20 μέτρα επάνω ψηλά επιτηρώντας τα Μπλοκ του
στρατοπέδου. Σε παράλληλες σειρές... έβλεπες συνεχείς περίπολοι μέχρι 40 χλμ., που ήταν σχεδόν
αδύνατη η οποιαδήποτε απόπειρα για απόδραση, διότι η φρουρά των S.S. εκεί
αποτελείτο από 8-10.000 άνδρες... Πως να ξεφύγει κανείς απ΄ τα μάτια τους!
"Που βρισκόμαστε, πού μας
φέρανε;" ρωτάγαμε μ΄ αγωνία. "Στο
Μπιρκεντάου και στο Αουσβιτς, στρατόπεδα που απέχουν 40 μίλια από την
Κρακοβία" απάντησε κάποια. "Εδώ κάνει πολύ κρύο το χειμώνα,
μέχρι 15-20 κάτω απ΄ το μηδέν, κι είναι πολύ δύσκολο να τα βγάλει κανείς πέρα
με το κρύο. Το δε καλοκαίρι καίει ο ήλιος αφόρητα!!". "Τι στρατόπεδο
είναι το Μπιρκεντάου, και τι είναι το Aushwitz", ξαναρωτάγαμε.
"Το Μπιρκεντάου, όπου και
βρισκόμαστε, είναι τα υπνωτήρια μας, και η κυριότερη παραγωγική δουλειά εδώ,
είναι η πέτρα. Είναι μια απέραντη περιοχή πέτρας. Πιθανότατα να σας στείλουν
εκεί εσάς τις καινούργιες να δουλέψετε. Είναι αρκετά σκληρή δουλειά, κάπου
κοντά, λίγα χιλιόμετρα απ΄ εδώ. Δεν είναι μακριά. Ενώ η παραγωγή στο Aushwitz
είναι ο θάνατος. Τα πάντα είναι τέλεια μελετημένα να λειτουργήσουν τα
κρεματόρια. Άλλωστε αυτός είναι κι ο στόχος των Γερμανών, η "τελική μας
λύση". Κι όλοι οι όμηροι να δουλεύουν με σκοπό το κρεματόριο. Εκτός αυτού,
υπάρχουν μέσα στο Aushwitz, δύο γερμανικές βιομηχανίες, οι Krupp και Siemens
και σε απόσταση 100 χλμ.,
από Aushwitz είναι κι ένα άλλο εργοστάσιο συνθετικού καουτσούκ, στο στρατόπεδο
"Μπούνα". Σ΄ όλα αυτά τα εργοστάσιά τους καθώς και σ΄ άλλα,
χρησιμοποιούν εμάς τους ομήρους για εργασία. Σήμερα, αύριο θα σας χωρίσουν σε
διάφορα γκρουπ. Εδώ τα γκρουπ τα λένε "κομάντο" κι εξαρτάται σε ποιο
κομάντο θα πέσει η κάθε μια σας να δουλέψει. Εάν θέλετε να παρατείνετε έστω και
για λίγο τη ζωή σας, πρέπει να δουλέψετε. Όσοι δε δουλεύουν καίγονται εδώ.
Πιστέψτε μας, δυστυχώς εμείς οι πιο παλιές, ξέρουμε όλη τη λειτουργία του
στρατοπέδου. Εδώ υπάρχουν κατάδικοι που επιζούν πάνω από 4 χρόνια σ΄ αυτές τις
συνθήκες. Οι πρώτοι που ήρθαν πολύ πριν από μας είναι οι Γερμανο-Εβραίοι κι οι
Εβραίοι της Τσεχοσλοβακίας. Αυτοί πάθανε τα πάνδεινα, σχεδόν όλοι τους
πεθάνανε. Καήκανε. Απ΄ όλους τους, πολύ λίγες γυναίκες μένουν ζωντανές στο δικό
μας στρατόπεδο κι αυτές οι λίγες γίνανε "Κάπο" - οι επιτηρητές μας.
Κάνουν πως υπακούουν στους Γερμανούς, γιατί δεν θέλουν να πεθάνουν, κι έχουν
πολλά προνόμια: δεν υποφέρουν τώρα από πείνα".
"Θεέ μου, πώς άντεξαν τόσα
χρόνια... Γιατί άντεξαν;".
Αυτά που ακούγαμε ήταν πολύ σκληρά,
απαράδεκτα. Εδώ συμβαίνει κάτι παράλογο, είπα. Είναι πραγματική, μελετημένη κόλαση.
Μια κόλαση όπου ζεις μέσα, τη βλέπεις, την αισθάνεσαι... Δεν είναι δυνατόν...!
Δηλαδή όλοι οι δικοί μας καήκανε μ΄ αυτό τον απάνθρωπο τρόπο; Όλοι γίνανε
φλόγες, στάχτες από χτες μέχρι σήμερα; Το μυαλό μου πήγε να σαλέψει.
Τραντάχθηκα απ΄ το φόβο, μπροστά σ΄ όλη αυτή τη φρίκη που μας περιέβαλε! Η
αδικία, η αηδία κι η απελπισία μ΄ έριχναν από τη μια κατάσταση στην άλλη, ως
την τέλεια απάθεια. Για μια στιγμή δεν ήθελα ούτε και τη δική μου ζωή πια. Προς
τι; Γιατί;
Για πολλή ώρα, δεν άκουγα, δεν έβλεπα, δε
μ΄ ενδιέφερε αυτός ο κόσμος. Ένας κόσμος σκληρός, κακός που σ΄ έκαιγε. Ήταν ένα
μεγάλο σοκ. Το πρώτο μου σοκ, που δεν μπορούσα να συνέλθω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου