Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Κοστάντσο Πρέβε: Τ Ο Α Σ Ι Γ Α Σ Τ Ο Π Α Θ Ο Σ

Κοστάντσο Πρέβε: Τ Ο Α Σ Ι Γ Α Σ Τ Ο Π Α Θ Ο Σ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΣΙΓΑΣΤΟ ΠΑΘΟΣ» (1989 – 2009)
Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο στις εκδόσεις ΠΙΡΟΓΑFREE photo hosting by Fih.gr
Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, παρόλα αυτά, δεν είναι βέβαια συγκρίσιμο με ένα σπουδαίο μυθιστόρημα περιπέτειας. Και όμως, το ασίγαστο πάθος για τον κομμουνισμό ήταν κατά τον εικοστό αιώνα μία περιπέτεια, αν και πιο πλούσια σε τραγωδίες και λάθη παρά σε ευτυχείς συγκυρίες. Έτσι όταν ο έλληνας εκδότης μου ζήτησε να γράψω είκοσι χρόνια μετά ένα νέο πρόλογο, για την επανέκδοση του Ασίγαστου Πάθους, το δέχτηκα ευχαρίστως. Προφανώς, μόνο ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει αν αυτό το κείμενο είναι «επίκαιρο» ή όχι. Ξαναδιαβάζοντάς το, είναι προφανές ότι σίγουρα δεν θα το ξανάγραφα με τον ίδιο τρόπο, και όχι μόνο για τον προφανή λόγο πως γνωρίζω καλά τι συνέβη σε αυτή την εικοσαετία (1989-2009). Με αυτή την έννοια, αυτό το δοκίμιο είναι ήδη ένα ταπεινό ιστορικό ντοκουμέντο. Οι σκέψεις που θα ακολουθήσουν στοχεύουν να είναι μόνο εισαγωγικές σημειώσεις στην θεώρηση «του παρόντος ως ιστορία», για να θυμίσω μία συλλογή δοκιμίων του σπουδαίου αμερικανού μαρξιστή Πωλ Σουήζυ.
Κοστάντσο Πρέβε

Στη μνήμη του Χρήστου Νάσιου φίλου και μεταφραστή αυτού του βιβλίου
1. Είκοσι χρόνια μετά
Οι Τρεις Σωματοφύλακες του Δουμά, το Νησί των Θησαυρών του Στήβενσον και Τα παιδιά της οδού Πατησίων του Μολνάρ,* καθώς και
* Ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου του Μολνάρ στα ουγγρικά είναι «Τα παιδιά της οδού Παλ». Σ.τ.μ.
ελάχιστα άλλα βιβλία, γέμισαν χαρά τους έφηβους πολλών γενιών. Διάβασα πρόσφατα αυτά τα αριστουργήματα που δεν είχα πάρει στα χέρια μου από την εποχή της παιδικής μου ηλικίας, και κατάλαβα πως η πραγματικά μεγάλη λογοτεχνία είναι λογοτεχνία για όλες τις ηλικίες, και όχι μόνο για την παιδική, γιατί κάθε ηλικία τη διαβάζει με διαφορετικό μάτι, με βάση την εμπειρία ζωής που απέκτησε στο πέρασμα δεκαετιών.
Οι αναγνώστες του Δουμά ξέρουν όμως, πως μετά τους Τρείς Σωματοφύλακες έρχεται η συνέχεια αυτής της ιστορίας, το Είκοσι χρόνια μετά. Ο Ντ΄Αρτανιάν, ο ‘Αθως, ο Πόρθος και ο Άραμις είναι το ίδιο διαθέσιμοι να μπλέξουν σε επικίνδυνες περιπέτειες, αλλά είναι κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτεροι, έχουν στιγμές θλίψης και στοχασμού, και δεν έχουν πλέον την αυθόρμητη φρεσκάδα της νεότητας. Και όμως, όποιος αγάπησε τους Τρεις Σωματοφύλακες θα αγαπήσει σίγουρα και το Είκοσι χρόνια μετά.
Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, παρόλα αυτά, δεν είναι βέβαια συγκρίσιμο με ένα σπουδαίο μυθιστόρημα περιπέτειας. Και όμως, το ασίγαστο πάθος για τον κομμουνισμό ήταν κατά τον εικοστό αιώνα μία περιπέτεια, αν και πιο πλούσια σε τραγωδίες και λάθη παρά σε ευτυχείς συγκυρίες. Έτσι όταν ο έλληνας εκδότης μου ζήτησε να γράψω είκοσι χρόνια μετά ένα νέο πρόλογο, για την επανέκδοση του Ασίγαστου Πάθους, το δέχτηκα ευχαρίστως.
Προφανώς, μόνο ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει αν αυτό το κείμενο είναι «επίκαιρο» ή όχι. Ξαναδιαβάζοντάς το, είναι προφανές ότι σίγουρα δεν θα το ξανάγραφα με τον ίδιο τρόπο, και όχι μόνο για τον προφανή λόγο πως γνωρίζω καλά τι συνέβη σε αυτή την εικοσαετία (1989-2009). Με αυτή την έννοια, αυτό το δοκίμιο είναι ήδη ένα ταπεινό ιστορικό ντοκουμέντο. Οι σκέψεις που θα ακολουθήσουν στοχεύουν να είναι μόνο εισαγωγικές σημειώσεις στην θεώρηση «του παρόντος ως ιστορία», για να θυμίσω μία συλλογή δοκιμίων του σπουδαίου αμερικανού μαρξιστή Πωλ Σουήζυ.
2. Η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του φθινόπωρου του 2008. Το τέλος του μεγάλου όργιου για τη νίκη της τριετίας 1989-91.
Όταν το σύστημα των κρατών και των κομμάτων που ονομάσθηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός» (που προσωπικά προτιμώ να ονομάζω «ιστορικό κομμουνισμό του 20ου αιώνα», για να τον διακρίνω από τον θεωρητικό κομμουνισμό του Μαρξ), εισήλθε ταχύτατα σε φάση μη αναστρέψιμης αποσύνθεσης κατά την τριετία 1989-91, άνοιξε μία αβέβαιη φάση κατάθλιψης (για τους ηττημένους) και ευφορίας (για τους νικητές). Ένα συμβολικό δοκίμιο αυτής της περιόδου ήταν αυτό του Φράνσις Φουκουγιάμα με τίτλο Το Τέλος της Ιστορίας, μέτριο δοκίμιο που όμως καταδείκνυε κάτι περισσότερο από ένα αδιαφιλονίκητο γεγονός, μία σταθερότατη ιστορικο-πολιτική πρόθεση εκ μέρους των νικητών, αυτή του να εγγυηθούν για απροσδιόριστο χρόνο την ισχύ του χρηματιστικού καπιταλισμού. Η αντίδραση των μαρξιστών υπήρξε αβέβαιη, καθόσον γράφτηκαν πολλά δοκίμια (μεταξύ των οποίων και το δικό μου) για να υποστηρίξουν πως όχι, σίγουρα η ιστορία δεν τελείωσε. Δεν τελείωσε ποτέ στο παρελθόν και σίγουρα δεν θα τελείωνε ποτέ στο μέλλον.
Υπήρξε μία αδύναμη αντίδραση. Ο Μαρξ ποτέ δεν θα είχε συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο. Αντί να υποστηρίξει με ρητορικό τρόπο πως η ιστορία δεν θα μπορούσε σίγουρα ποτέ να τελειώσει, ο Μαρξ θα άρχιζε σίγουρα να μελετά τις νέες αντιθέσεις του νέου τύπου του τρόπου καπιταλιστικής παραγωγής που αναδείχθηκε νικητής από την μακρά πάλη με τον υπαρκτό ιστορικό κομμουνισμό του 20ου αιώνα. Το 1991 αυτές οι νέες αντιθέσεις δεν ήταν ακόμη ορατές. Αλλά το 2009 είναι εμφανέστερες και έτσι μπορούμε να τις διαγνώσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Κατά πρώτον, η εικοσαετία 1989-2009 φαίνεται σήμερα ως ένα είδος παρατεταμένου οργίου που ακολούθησε τον εορτασμό της νίκης, όπου οι νικητές ήπιαν και μέθυσαν μέχρι να πέσουν κάτω από το τραπέζι ξερνώντας όλα όσα είχαν καταβροχθίσει. Η εικοσαετία 1989-2009, θεωρούμενη σε παγκόσμιο επίπεδο, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά φαινόμενα αναδιανομής του πλούτου ανάμεσα στις τάξεις, που πραγματοποιήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο. Πίσω από την αποκαλούμενη «παγκοσμιοποίηση», πράγματι, εξελίχθηκαν πρωτόγνωρες σε ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού, διαδικασίες αναδιανομής του παραχθέντος κοινωνικού πλούτου από τα χαμηλά προς τα ανώτερα οικονομικά στρώματα. Αυτό ακριβώς θυμίζει τα όργια των νικητών επί των ηττημένων στην αρχαιότητα. Δικαίως ο Κυριάκος Σιμόπουλος έδωσε μία αρνητική εικόνα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα (βλ. Ο μύθος των μεγάλων της Ιστορίας, σελ. 31-221) ως βίαιου και μέθυσου. Οι νικητές του 1989 επιδόθηκαν σε ένα παρατεταμένο όργιο μέθης (οικονομικής) και βίας (ιμπεριαλιστικής) κατά την εικοσαετία της νίκης τους.
Όταν η σημερινή οικονομική κρίση άρχισε να γίνεται προφανής το καλοκαίρι του 2008, οι οικονομικές εφημερίδες της ολιγαρχίας άρχισαν να μιλούν για μία «δυσάρεστη έλλειψη ελέγχου των οργάνων που θα έπρεπε να ασκήσουν αυτόν τον έλεγχο». Ξεδιάντροπη έλλειψη ντροπής! Οι ελεγκτές δεν είχαν καμία πρόθεση να «ελέγξουν», διότι η χρηματιστική επιλογή του κεφαλαίου που κυριάρχησε την τελευταία εικοσαετία 1989-2009 δεν ήταν μόνο μία αναγκαιότητα που οφειλόταν στην όλο και μεγαλύτερη παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, αλλά πριν από όλα ήταν το πολιτικο-στρατιωτικό όχημα μιας ριζικής αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας μεταξύ των τάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο (συμπεριλαμβάνοντας κατά συνέπεια στο πλαίσιο αυτού του προτσές τόσο την Ινδία όσο και την Κίνα).
Κατά δεύτερον, δίπλα σε αυτό το ξεδιάντροπο όργιο για τη νίκη, που επέφερε μία από τις μεγαλύτερες αναδιανομές πλούτου και εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, γίναμε μάρτυρες ενός τυπικού διαλεκτικού φαινόμενου, όπως θα έλεγαν ο Χέγκελ και ο Μαρξ. Διαλεκτική είναι η ταυτόχρονη παρουσία στην ίδια δυναμική ενότητα δύο αντιτιθέμενων όψεων, που είναι ακριβώς αντίθετες, αλλά είναι αντίθετες στο πλαίσιο της ίδιας κοινωνικής ενότητας. Συγκεκριμένα, μπορούμε να πούμε ότι η εγγύηση για απροσδιόριστο χρόνο της ισχύος του χρηματιστικού καπιταλισμού, του πλέον άγριου από όλες τις μορφές καπιταλισμού, συνοδεύτηκε από το τέλος της εγγύησης της σταθερότητας της μισθωτής εργασίας, η οποία μετατράπηκε σε ευέλικτη και επισφαλή.
Σε απόσταση είκοσι χρόνων (1989-2009), μίνιμουμ περίοδο για να μπορέσουμε να βγάλουμε ένα συνετό ιστορικό ισοζύγιο όσων έχουν συμβεί, μπορούμε να συνοψίσουμε τα δύο κύρια γεγονότα της περιόδου αυτού του ισοζυγίου σε παγκόσμια κλίμακα και όχι μόνο σε ευρωπαϊκή:
α) Η εικοσαετία 1989-2009, θεωρημένη σε παγκόσμια κλίμακα και όχι μόνο σε ευρωπαϊκή ή αμερικανική, είδε μία από τις μεγαλύτερες αναδιανομές του κοινωνικού πλούτου μεταξύ των τάξεων, και αυτή η αναδιανομή συνέβη από τα χαμηλά προς τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, ανατρέποντας μία γενική ιστορική τάση που άρχισε τον εικοστό αιώνα ξεκινώντας από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1918).
Για να αποκλείσουν με κάθε τρόπο να γίνει αντιληπτό με ευκρίνεια το νόημα αυτής της εικοσαετίας, το ιερατείο των πανεπιστημιακών διανοουμένων και το μηντιακό τσίρκο προσομοίωσης της πραγματικότητας (εδώ είναι χρήσιμοι τόσο ο Μπουρντιέ και ο Λας, όσο ο Μποντριγιάρ και ο Ντεμπόρ) έστησε μία προσομοίωση και ένα προπέτασμα καπνού, σύμφωνα με τα οποία ο 20ος αιώνας καταδικάσθηκε ως τερατώδης αιώνας των ολοκληρωτισμών, των ιδεολογιών, των ουτοπιών που μετατρέπονται σε τρόμο, και άλλες ιστορίες για ανίατα διανοητικά καθυστερημένους και για χρόνια ηλίθιους. Σε αυτό το όργιο ηθικολογίας, αγνής καταδίκης του «ιδεολογικού» και «ουτοπικού» παρελθόντος, υπήρχε προφανώς κάτι που έπρεπε να κάνουν να ξεχαστεί, ότι δηλαδή η εικοσαετία που θα έπρεπε να κλείσει οριστικά τον φρικτό εικοστό αιώνα, δηλαδή η αγνή εικοσαετία της ελευθερίας και της παγκοσμιοποίησης 1989-2009, αντίκρυσε μία από τις μεγαλύτερες ολιγαρχικές αναδιανομές του παγκόσμιου πλούτου συνολικά μεταξύ των τάξεων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
β) Η εικοσαετία 1989-2009, θεωρημένη σε παγκόσμια κλίμακα και όχι μόνο σε ευρωπαϊκή, είδε την διαλεκτική ανάπτυξη μιας νέας αντιφατικής ενότητας, την ενότητα της εγγύησης και της μη-εγγύησης. Όπως ανέφερα προηγουμένως, η εγγύηση της λειτουργίας του μηχανισμού αναπαραγωγής του χρηματιστικού κεφαλαίου «εγγυήθηκε» ακριβώς με το τέλος της εγγύησης μιας από τις πάγιες μακράς διαρκείας ιστορικές σταθερές μορφές της ανθρώπινης ζωής, της σχετικής σταθερότητας και εξασφάλισης μακροπρόθεσμα της θέσης εργασίας, αδιάφορο πόσο «αλλοτριωμένης».
3. Η ριζική ιστορική διαφορά ανάμεσα στην εικοσαετία 1920-1940 και την εικοσαετία 1989-2009
Για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την εποχή μας είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε μέσα από την ιστορική αναλογία με μία προηγούμενη ιστορική περίοδο. Πολύ συχνά η ιστορική αναλογία εξαπατά, και δεν επιτρέπει πραγματικά να κατανοήσουμε την εποχή μας, αντιθέτως μας οδηγεί σε ένα εντελώς λαθεμένο δρόμο. Για παράδειγμα, θεωρώ ότι ο Τρότσκυ εξαπατήθηκε όταν φαντάσθηκε πως ο Στάλιν ήταν το νέο «κομμουνιστικό» ισοδύναμο των γάλλων αντεπαναστατών του Θερμιδώρ του 1794. Όπως κι αν ήταν, καλός ή κακός, ο Στάλιν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στην παγκόσμια ιστορία, και δεν ήταν καθόλου ένας «θερμιδοριανός». Αλλά σε αυτό θα επανέλθω αργότερα. Προς το παρόν φθάνει να γνωρίζουμε πως για να κατανοήσουμε το παρόν είναι συχνά χρήσιμο να πάρουμε υπόψη το παρελθόν, αλλά χρειάζεται να το πάρουμε υπόψη πολύ περισσότερο ως προς το διαφορετικό παρά ως προς την ομοιότητα.
Πιστεύω ότι η εικοσαετία που μόλις αφήσαμε πίσω μας (1989-2009) χαρακτηρίσθηκε από νέα φαινόμενα ριζοσπαστισμού σε σχέση με την εικοσαετία 1920-1940, αυτή που μεσολαβεί μεταξύ του τέλους του Πρώτου και της έναρξης του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Η εικοσαετία 1920-1940 είναι σημαντικότατη όχι μόνο από ιστορικής αλλά κυρίως από ιδεολογικής απόψεως, διότι είδε τον σχηματισμό συνολικών ιδεολογικών χαρακτηριστικών τόσο του κομμουνισμού όσο και διαφόρων μορφών του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Κατόπιν αυτών, αφού ζητήσω συγγνώμη για την απαραίτητη απλοποίηση, πιστεύω πως η εικοσαετία 1989-2009 έκλεισε στο ουσιαστικό μέρος και έθεσε οριστικά στο αρχείο το ιδεολογικό και συμβολικό πανόραμα της εικοσαετίας 1920-1940. Όποιος εξακολουθεί να κινείται πολιτικά και ιδεολογικά στη βάση των συνολικών χαρακτηριστικών που αναδείχτηκαν στην εικοσαετία 1920-1940 μοιάζει με τους γάλλους στρατηγούς που κατασκεύασαν την περίφημη Γραμμή Μαζινό, πιστεύοντας πως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα ήταν η επανάληψη του Πρώτου. Και επειδή ο Πρώτος ήταν ένας μεγάλος πόλεμος χαρακωμάτων, θα έπρεπε να κατασκευάσουν ένα Υπερχαράκωμα για να κερδίσουν τον Δεύτερο. Όπως είναι γνωστό ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διεξήχθη με τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα και με τα άρματα μάχης, και όχι πλέον με τα μυδράλια και ο Χίτλερ κατόρθωσε να νικήσει την Γαλλία σε δύο μήνες.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε με αφορμή την διαπάλη μεταξύ εθνικισμών, αλλά οι πραγματικοί ένοχοι ήταν οι καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές ολιγαρχίες. Σε αυτό το σημείο ο Λένιν εξακολουθεί να έχει εκατό τοις εκατό δίκιο. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος γέννησε τόσο τον ρωσικό μπολσεβικισμό όσο (αν και με μερικά χρόνια καθυστέρησης) τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Βλέποντας τα πράγματα από απόσταση ενός αιώνα περίπου, μπορούμε να πούμε πως δεν διεξήχθη μόνο μία πάλη μεταξύ μεγάλου κεφαλαίου και προλεταριάτου, αλλά ότι διεξήχθη επίσης και κυρίως μία αρκετά πιο συγκεκριμένη και καθοριστική πάλη μεταξύ μεσαίων τάξεων και μικροαστικής τάξης από την μία, και εργατικής τάξης και προλεταριάτου από την άλλη. Γνωρίζω καλά πως απλοποιώ με ανυπόφορο τρόπο, αλλά πιστεύω ότι μπορεί να ειπωθεί ότι στην ουσία ο κομμουνισμός αντιπροσώπευσε τα κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα του εργοστασιακού προλεταριάτου και των φτωχών αγροτών από την μία πλευρά, και οι διάφορες μορφές φασισμού τα συνολικά συμφέροντα της μικροαστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων της εποχής από την άλλη.
Γνωρίζω καλά πως ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ εξυπηρέτησαν και τα συμφέροντα του ιταλικού και γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Αλλά αν ο ευρωπαϊκός φασισμός ήταν μόνο πολιτική έκφραση των στρατηγικών συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου και τίποτε άλλο, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα είχε στην συμμαχία τον Τσώρτσιλ, τον Ρούσβελτ, τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι ενάντια μόνο στον Στάλιν. Δεν μιλάω για επιστημονική φαντασία καφενείου. Προσπαθώ να προσκαλέσω τον αναγνώστη σε ένα αναπροσανατολισμό τύπου Gestalt, έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι όταν σχεδιάζουν το ράμφος μιας χήνας που μπορεί να εκληφθεί και ως τα μεγάλα αυτιά ενός κουνελιού. Σύμφωνα με το πώς αποφασίζει κάποιος να δει το σχέδιο, μπορεί να δει μία χήνα ή ένα κουνέλι, και προφανώς η μορφή (στα γερμανικά Gestalt) αλλάζει τελείως.
Κατά την εικοσαετία 1920-1940 διεξήχθη στην Ευρώπη ένας γιγαντιαίος συμβολικός και ιδεολογικός εμφύλιος πόλεμος, που διαίρεσε σίγουρα όλες τις κοινωνικές τάξεις (υπήρξαν πράγματι κομμουνιστές και φασίστες ανάμεσα στους αριστοκράτες, τους αστούς, τους προλετάριους, τους αγρότες, τους διανοούμενους κ.λπ.) αλλά είδε βασικά από τη μία μεριά τους εργαζόμενους και τους προλετάριους (σοσιαλδημοκράτες ή κομμουνιστές), και από την άλλη την μικροαστική τάξη (φασίστες ή συντηρητικούς). Αυτή η κοινωνική πάλη συνδυάσθηκε, προφανώς, με την εθνική σύγκρουση ανάμεσα στην Γερμανία και την Αγγλία, από την μία πλευρά, και την Γερμανία και την Ρωσία από την άλλη. Αλλά δεν μπορεί να αμφιβάλει κανείς για το γεγονός ότι ο κομμουνισμός και ο φασισμός, μακράν από του να μπορεί να εκκαθαριστούν απλά ως «τρέλα ολοκληρωτισμού», υπήρξαν επίσης και κυρίως έκφραση διαφορετικών και ανταγωνιστικών ταξικών συμφερόντων.
Τα πράγματα αλλάζουν την εικοσαετία 1989-2009. Με την γενίκευση της ελαστικής και επισφαλούς εργασίας και με την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία που συνοδεύει αυτή την καταστροφή της «σταθερής θέσης» εργασίας, ο νέος καπιταλισμός χτυπάει πλέον ταυτόχρονα τόσο τις παραδοσιακές εργατικές τάξεις όσο και την νέα μικροαστική τάξη. Φαινομενικά μοιάζει με μία θετική διεύρυνση των κοινωνικών ομάδων που εν δυνάμει ενδιαφέρονται για μία κριτική του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι καθόλου τόσο απλά. Και για το γιατί τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, πρέπει να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε με πιο συστηματικό τρόπο. Ο καπιταλισμός αλλάζει, και ως μαθητές του Μαρξ οφείλουμε να προσπαθήσουμε να σε ποια κατεύθυνση αλλάζει. Ο καιρός της επεξεργασίας του πένθους της τριετίας 1989-1991 πράγματι λήγει αυτά τα χρόνια ακριβώς.
4. Η στρατηγική εντοπισμού του μεταμοντέρνου υπήκοου και το κίνημα της ελληνικής νεολαίας τον Δεκέμβρη του 2008
Σε αντίθεση με ότι συνέβη στην εικοσαετία 1920-1940, φαίνεται δύσκολο για τις καπιταλιστικές ολιγαρχίες να κατορθώσουν να σταθεροποιήσουν την κυριαρχία τους θέτοντας την μία κοινωνική ομάδα κατά μιας άλλης. Αρχίζοντας από την Κομμούνα του Παρισιού το 1871 η συνηθισμένη τεχνική ήταν να βάζουν τους αγρότες ενάντια στους εργάτες, από τη στιγμή που σε μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών (όχι όμως στα Βαλκάνια, στην νότια Ισπανία και στην τσαρική Ρωσία) οι αγρότες είχαν ικανοποιηθεί μερικώς με την πρόσβαση στην μικρή ατομική ιδιοκτησία. Κατόπιν ήλθε η περίοδος της ρατσιστικής αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλιστικού εθνικισμού, που διήρκεσε από το 1871 μέχρι το 1914 τουλάχιστον. Τέλος, υπήρξε η ρήξη ανάμεσα στα κοινωνικά και πολιτικά συλλογικά συμφέροντα μεταξύ των μισθωτών τάξεων, των εργατικών και προλεταριακών από την μία πλευρά, και στις ενδιάμεσες ομάδες της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης και των νέων μεσαίων στρωμάτων που προήλθαν από τη νέα μαζική παραγωγή (ταιυλορισμός, φορντισμός κ.λπ.) και από την αύξηση του τομέα των εμπορικών υπηρεσιών. Και παρόλα αυτά, η γενίκευση της νέας ελαστικής και επισφαλούς εργασίας καθιστά σχεδόν αδύνατον για τις ολιγαρχίες που βρίσκονται στην εξουσία να κατορθώσουν να θέσουν σταθερά μία κοινωνική ομάδα ενάντια στην άλλη. Παραδόξως, αυτή η στρατηγική του διαίρει και βασίλευε μπορούσε να έχει επιτυχία μόνο σε μία ιστορική φάση που υπήρχαν ακόμη παραδοσιακοί κοινοτικοί δεσμοί στην κοινωνία, και ο εντοπισμός του υπήκου-καταναλωτή στερημένου οιασδήποτε πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας δεν είχε φθάσει ακόμη στα σημερινά επίπεδα σε όλη την Ευρώπη.
Η στρατηγική της εξουσίας σήμερα – και το είδαμε καθαρά στη διάρκεια αυτής της εικοσαετίας 1989-2009 – δεν είναι λοιπόν η αντιπαράθεση μιας κυριαρχούμενης κοινωνικής ομάδας με μια άλλη κυριαρχούμενη κοινωνική ομάδα, αλλά έγινε ο εξατομικευμένος διαμελισμός της κοινωνίας, έτσι ώστε όλα τα άτομα απομονωμένα να φθάσουν να αισθανθούν ένα κοινό αίσθημα αδυναμίας, και να πεισθούν βαθειά πως κάθε συλλογική ενέργεια είναι άχρηστη. Το παλιό «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!» αντικαθιστά η γενικευμένη κραυγή των ναυαγών: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!»
Τα άτομα μέσης ηλικίας και οι ηλικιωμένοι, που έζησαν τους ιστορικούς και πολιτικούς κύκλους των κινητοποιήσεων των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, έχουν μεγάλη δυσκολία να κατανοήσουν την κατάσταση της νεολαίας σήμερα, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή αφορά τα παιδιά τους και τα ανήψια τους. Αυτό πάντως δεν είναι κάτι νέο, γιατί ιστορικά συνέβη πάντοτε μία γενιά να μη μπορεί να καταλάβει τα προβλήματα της προηγούμενης ή της επόμενης γενιάς. Και παρόλα αυτά, η σημερινή νέα γενιά είναι η πρώτη γενιά ιστορικά που όχι μόνο βρίσκεται μπροστά στη διαδεδομένη και μαζική εμπειρία των αποκαλούμενων «μειούμενων προσδοκιών» (diminishing aspectatives), αλλά και μπροστά στη γενική ανασφάλεια για τη ζωή και το μέλλον που προκλήθηκε από την πρόσφατη νίκη του απόλυτου χρηματιστικού καπιταλισμού ενάντια σε όλους αδιακρίτως τους αντιπάλους του του 20ου αιώνα (τον ιστορικό κομμουνισμό του 20ου αιώνα στις διάφορες μορφές του, τα αντιμπεριαλιστικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τους λαϊκισμούς διαφόρων τύπων, τις αναδιανεμητικές σοσιαλδημοκρατίες της αριστεράς, τα φασιστικά κινήματα με λαϊκή βάση, κ.λπ.).
Αν ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ου αιώνα υπήρξε μερικώς ένα μεγάλο φαινόμενο κοινωνικής μηχανικής «προστατευμένος κάτω από γεωδαισικό τρούλο» (χρησιμοποιώ εδώ την ορθή έκφραση του Frederic Jameson), σήμερα ο καπιταλισμός αχαλίνωτος επιχειρεί ένα τερατώδες πείραμα μαζικής ανθρωπολογικής χειραγώγησης. Αυτή είναι η αληθινή «βιοπολιτική», όχι αυτή στην οποία αναφέρεται η κάστα των πανεπιστημιακών καθηγητών της μόδας. Γίνεται πράγματι προσπάθεια να παραχθεί τεχνητά μία ολόκληρη γενιά η οποία δεν θα έχει πλέον δικαίωμα σε σταθερή και σίγουρη εργασία, ούτε σε μία εργασία η οποία εκμεταλλεύεται «φυσιολογικά» σύμφωνα με τον παλιό αστικο-καπιταλιστικό τρόπο. Η ελαστική και επισφαλής εργασία, πράγματι, δεν είναι παρά η εξωτερική μορφή ενός βαθύτερου πειράματος συνολικής κοινωνικής μηχανικής, η παραγωγή του επισφαλούς ατόμου, περιβαλλόμενου από επισφαλή τέχνη, επισφαλή φιλοσοφία, από μία γενικώς επισφαλή κουλτούρα. Ακόμη μία φορά ο Jameson πέτυχε την καρδιά του ζητήματος όταν βεβαίωσε πως το μεταμοντέρνο είναι το γενικό πολιτιστικό προφίλ της εποχής της ελαστικής παραγωγής, αν και σταμάτησε στα μισά του δρόμου, και δεν τόλμησε να εξάγει όλα τα συμπεράσματα, σύμφωνα με τα οποία το μεταμοντέρνο είναι η πολιτιστική μορφή ενός μεγάλου σχεδίου συλλογικής κοινωνικής εξημέρωσης, κατακερματισμού και ολοκληρωτικής εξατομίκευσης όλων των ανθρώπινων όντων. Πρόκειται περί ενός «αφηρημένου»προτσές που είχε προβλεφθεί με λαμπρό τρόπο από τον Μαρξ. Οι νέοι λοιπόν στο σύνολό τους κατέστησαν «πειραματόζωα» ενός γιγαντιαίου προτσές ανθρωπολογικής εξημέρωσης, και κατά συνέπεια κοινωνικής και πολιτικής.
Από την στιγμή που είναι οι νέοι οι προνομιούχοι αποδέκτες αυτού του αποκρουστικού πειράματος ανθρωπολογικής μηχανικής, είναι φυσικό οι ίδιοι οι νέοι να καταστούν εν δυνάμει ένα ενιαίο κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο συλλογικής δράσης. Είναι λοιπόν ελάχιστα πιθανόν να περιμένουμε μία αποτελεσματική συλλογική πολιτική δράση ενάντια στην καπιταλιστική μεταμοντέρνα μορφή ζωής της ελαστικής και επισφαλούς εργασίας από τα κρατικά συνδικάτα, από την εργοστασιακή εργατική τάξη ή από ότι απομένει από την αγροτική τάξη στην Ευρώπη, ενώ αντιθέτως καθίσταται πιο πιθανόν να συμβεί από τους νέους ως τέτοιοι. Αυτό που έλεγε ο Μαρκούζε το 1968, ότι δηλαδή οι νέοι ήταν ένα επαναστατικό υποκείμενο παρά την διαταξική φύση των φοιτητικών τους κινημάτων, το οποίο κατά την γνώμη μου δεν ήταν αληθές, και δεν ήταν αληθές διότι δεν ήταν ακόμη αληθές, μπορεί ίσως να καταστεί αληθές στην πεντηκοστή επέτειο του 1968, δηλαδή το 2018.
Η δική μου καθόλου δεν είναι μία ουτοπική ευχή, ή μία απλή εξτρεμιστική επιθυμία. Η δική μου είναι μία υπόθεση βασισμένη στην μέθοδο ανάλυσης του Μαρξ, η οποία ξεκινά από τις ιδιαίτερες μορφές του καπιταλισμού, οι οποίες όντας ιδιαίτερες παράγουν ιδιαίτερες ιστορικές αντιθέσεις. Τα είκοσι χρόνια αισχρού όργιου χρηματοοικονομικοπιστωτικού πλουτισμού του καπιταλισμού, νικητή του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα (1988-2008), τροποποίησαν πράγματι ριζικά την ταξική σύνθεση σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, φέρνοντας αντικειμενικά κοντά τα βαθύτερα οικονομικά συμφέροντα των προλεταριακών και μικροαστικών στρωμάτων. Δεν πρόκειται όμως για την αφηρημένη «προλεταριοποίηση» στην οποία συχνά αναφέρθηκαν οι οικονομιστές ερμηνευτές του μαρξισμού, από τη στιγμή που ο όρος «προλεταριοποίηση» μπορεί να εξαπατήσει, καθόσον οδηγεί στο να σκεφτούμε σε μία συνειδητή μαζική συναίνεση στις αποκαλούμενες «προλεταριακές αξίες». Μία νεολαία που έχει υποβληθεί στην θεραπεία σοκ αυτού του τύπου της ανθρωπολογικής μηχανικής, είναι πλέον για πολλούς λόγους πέρα από την διχοτομία του 20ου αιώνα Προλεταριάτο/Μικροαστική τάξη, και επιπλέον είναι ήδη έτοιμοι στην υπέρβαση «από αριστερά» της παλιάς διχοτομίας Δεξιά/Αριστερά (πιθανώς όχι ακόμη στην Ελλάδα, αλλά σίγουρα ήδη στην Ιταλία, όπου πλέον Δεξιά και Αριστερά, Μπερλουσκόνι και Βελτρόνι,* είναι πλέον απολύτως δυνατόν να περάσεις τον ένα για τον άλλο.
*ο μέχρι πρόσφατα παραιτηθείς ηγέτης του PD. Σ.τ.μ.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα παράδοξο. Τα ίδια τα γεγονότα του ελληνικού «μακρύ Δεκέμβρη» του 2008 που ξέσπασαν με αφορμή την δολοφονία στα Εξάρχεια του νεαρού δεκαπεντάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, πρέπει να ερμηνευθούν ιστορικά ως κάτι το εν δυνάμει πιο σημαντικό από τον ίδιο τον γαλλικό Μάη του 1968. Και στις δύο περιπτώσεις προφανώς (τον γαλλικό Μάη του 1968 και τον ελληνικό Δεκέμβρη του 2008) βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι παρόμοιο, δηλαδή σε ένα μαζικό κίνημα της νεολαίας, ή ακριβέστερα σε μία συλλογική δράση της νεολαίας, που συμπεριφέρεται εκ των πραγμάτων ως εάν να ήταν ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, φορέας γενικών πολιτικών διεκδικήσεων. Το γεγονός πως αυτή η νεολαία αυτοερμηνεύεται και αυτοπροσδιορίζεται ως G700 (Γενιά των 700 Ευρώ τον μήνα) αποκαλύπτει μία μεγάλη ικανότητα ιστορικής αυτοσυνείδησης (βλ. Βάλια Καϊμάκη στον «Le Monde Diplomatique”, Ιανουάριος 2009).
Ο γαλλικός Μάης του 1968 υπήρξε ένα μεγάλο γεγονός σίγουρα, αλλά είναι αναμφίβολο πως 40 χρόνια μετά βρισκόμαστε μπροστά σε μία μερική ενσωμάτωσή του στη νέα ελαστική και «φιλελευθεροποιημένη» διαχείριση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής (βλ. Γιώργος Καραμπελιάς στο «Άρδην», αρ. 69, Απρίλης-Μάης 2008). Δολοφονήθηκε ο Πατέρας Αστός με το μυστακοφόρο και γενειοφόρο Υπερεγώ του, αλλά η εξουσία πέρασε στον Θείο, ενδεδυμένο με κάζουαλ μπλούζα, ικανό να μιλάει αγγλικά για μπίζνες και να κάνει λελογισμένη χρήση ναρκωτικών. Τα παιδιά του ΄68 ήθελαν το μάξιμουμ πρόγραμμα του Απαγορεύεται η Απαγόρευση, αλλά καθώς καμμία κοινωνία δεν μπορεί να αναπαραχθεί στην βάση αυτής της ουτοπικής ρήσης, στο τέλος απαγορεύθηκε μόνο το προφίλ της παλιάς παραδοσιακής αστικής τάξης αλα Ντε Γκωλ, ενώ αντιθέτως αυξήθηκε η φαινομενικά σοφτ εξουσία του νέου καπιταλισμού, διευθυνόμενου από μία πρωτοφανέρωτη εκσυγχρονιστική τριάδα, το επαγγελματικό πολιτικό στρώμα, το μηντιακό τσίρκο χειραγώγησης και το νέο εκσυγχρονιστικό πανεπιστημιακό ιερατείο, απείρως πιο αποδοτικό από τους παλιούς μαυροφορεμένους παπάδες.
Η νέα φοιτητική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 φαίνεται αντιθέτως να είναι πολύ λιγότερο αφομοιώσιμη. Αυτοί οι νέοι απολάμβαναν ήδη την φιλελευθεροποίηση των κοινωνικών ηθών που προκλήθηκε από το κίνημα του ΄68. Αυτό είναι προφανές για αυτούς και ο κόσμος του πριν το ΄68 είναι για πολλούς από αυτούς το ίδιο «ιστορικός» όπως θα μπορούσε να είναι η καθημερινή ζωή πριν από το 1868 ή το 1768. Και αντιθέτως αναρωτιέμαι με ποιόν τρόπο οι σημερινές καπιταλιστικές ολιγαρχίες που κυριαρχούν στον πλανήτη θα μπορούσαν «να αφομοιώσουν» πραγματικά τα ιστορικά και πολιτικά νοήματα του ελληνικού κινήματος του 2008.
Αλλά για να καταλάβουμε καλά το νόημα αυτού του κινήματος είναι απαραίτητο να ανοίξουμε μία παρένθεση για τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής και πολιτικής ελληνικής πραγματικότητας.
5. Μία παρένθεση για τον πολιτικό ρόλο της συλλογικής δράσης της ελληνικής νεολαίας.
Οι νέοι δεν αποδέχονται ευχαρίστως να δολοφονείται χωρίς λόγο ένας συνομήλικός τους από την αστυνομία (ας ανατρέξουμε στην ιταλική περίπτωση του Κάρλο Τζουλιάνι στην Γένοβα το 2001). Την αισθάνονται ως την μέγιστη και πλέον ανυπόφορη αδικία που μπορεί να γίνει και έχουν απολύτως δίκιο. Και εντούτοις, στην Ελλάδα η άδικη δολοφονία ενός νέου στάθηκε συχνά η ευκαιρία μιας συλλογικής συνειδητοποίησης μιας ολόκληρης γενιάς. Ανάμεσα στα πολλά θα αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα.
Η γενιά μου θα θυμάται σίγουρα τα γεγονότα του Ιούλη του 1965, γνωστά στην Ελλάδα ως τα Ιουλιανά. Όπως είναι γνωστόν επρόκειτο για ένα είδος κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος που επιχειρήθηκε από την μοναρχία και από την παλιά πολιτική τάξη της Δεξιάς με την υποστήριξη του στρατού και της αστυνομίας. Οι μεγάλες μαζικές διαδηλώσεις αυτού του καλοκαιριού του 1965 (όπως μεγάλο μέρος των ιστορικών παραδέχεται σήμερα) είδαν το τέλος της μακράς περιόδου, που διήρκεσε 16 χρόνια (1949-1965), που ακολούθησε τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Σε αυτές τις διαδηλώσεις δολοφονήθηκε ένας νέος, ο Σωτήρης Πέτρουλας, μέλος της μικρής ομάδας που συγκεντρωνόταν γύρω από τον μεγάλο επαναστάτη ιστορικό Νίκο Ψυρούκη, μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες μορφές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Η κηδεία του Πέτρουλα (στην οποία συμμετείχα και εγώ, και ακόμη δεν την έχω ξεχάσει μετά από τόσα χρόνια) ήταν κατά μία έννοια η σφραγίδα του τέλους της μακράς μεταπολεμικής περιόδου του 1949-1965. Η ίδια η δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μία αντιδραστική σταθερότητα διαρκείας της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της. Η ελληνική κοινωνία αποδείχθηκε ώριμη, όχι βέβαια για μια κομμουνιστική επανάσταση, αλλά τουλάχιστον την πρώτη μεταρρυθμιστική-λαϊκιστική περίοδο του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, πριν από τον επακολουθήσαντα νεοφιλελεύθερο εκφυλισμό αλά Σημίτη (βλ. Δαμιανού Βασιλειάδη Ο μύθος του Ανδρέα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2007).
Όλοι γνωρίζουν στην Ελλάδα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973. Γραφτήκαν πολλά στην Ελλάδα για την γενιά του Πολυτεχνείου του 1973, και για το πώς ένα μέρος της (η Δαμανάκη κ.λπ.) χρησιμοποίησε τις δάφνες του «αντιφασιστικού ηρωισμού» της για να ανέλθει στα σκαλιά της (αποκρουστικής) ελληνικής πολιτικής και μηντιακής ολιγαρχίας. Αλλά αυτό συνέβη συστηματικά σε όλες τις επαναστάσεις, από την αγγλική επανάσταση του 1640 μέχρι την γαλλική επανάσταση του 1789, από την ρωσική επανάσταση του 1917 μέχρι την αντιφασιστική ιταλική αντίσταση του 1945. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να είναι ένα επιχείρημα ενάντια στην πλήρη αναγνώριση ενός γεγονότος όπως η εξέγερση του Πολυτεχνείου της Αθήνας το 1973, το οποίο παραμένει ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα (κατά σειρά σημαντικότητας θα τοποθετούσα πριν από όλα και πάνω από οτιδήποτε την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, αμέσως ύστερα το δίκαιο ΟΧΙ στον Μουσολίνι το 1940, και τα υπόλοιπα κατόπιν). Η γενιά του Πολυτεχνείου, με όλα της τα λάθη, ήταν πάντα το πολιτικό υποκείμενο του εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Ο άδικος θάνατος του Αλέξη Γρηγορόπουλου μπορεί να είναι η απαρχή μιας ευρείας συνειδητοποίησης μιας ολόκληρης γενιάς ελλήνων. Κανείς δεν επιδοκιμάζει ή εκτιμά την άχρηστη και επιβλαβή δράση των «κουκουλοφόρων», αλλά θα ήταν ανόητο και εγκληματικό να συρρικνώσουμε σε αυτό το νόημα του ελληνικού Δεκέμβρη του 2008. Κατά τα λοιπά υπήρξαν μερικά σχόλια στον μεγάλο ευρωπαϊκό τύπο για τα γεγονότα στην Ελλάδα που ηχούν ως κώδωνας κινδύνου. Μία μεγάλη γαλλική εφημερίδα ανάφερε λίγο-πολύ ότι: «Στην Αθήνα η σπίθα ήταν τυχαία, ο φόνος ενός νέου φοιτητή από ένα ανόητο και εγκληματία αστυνομικό. Αλλά οι πραγματικές αιτίες είναι βέβαια άλλες, και ακριβέστερα η ανεργία και η ελαστική και επισφαλής εργασία στην οποία είναι καταδικασμένη μία ολόκληρη γενιά. Ευτυχώς αυτή η εξέγερση δεν έγινε σε μία «σημαντική» χώρα, στο Παρίσι, το Λονδίνο ή το Βερολίνο. Ευτυχώς έγινε σε μία χώρα σχετικά φτωχή και περιθωριακή όπως η Ελλάδα. Αν συνέβαινε σε μία σημαντικότερη χώρα, θα βρισκόμασταν μπροστά σε ένα γεγονός πολύ πιο σημαντικό από τον γαλλικό Μάη του ΄68».
Και πράγματι είναι έτσι. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτά τα θλιβερά γεγονότα για να μη περιορισθούμε σε σκέψεις γύρω από ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από είκοσι χρόνια, αλλά να προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα γενικό απολογισμό όλων των ιστορικών και πολιτικών προβλημάτων που σήμερα είναι ανοιχτά.
6. Η σημασία ενός γενικού ιστορικού απολογισμού του 20ου
αιώνα.
Οι νέοι έχουν δικαίωμα να διαβάσουν ένα αξιόπιστο ιστορικό απολογισμό του 20ου αιώνα, και βέβαια εγώ δεν είμαι ούτε κατ΄ελάχιστον σε θέση να τους τον προσφέρω, διότι είμαι φιλόσοφος και όχι ιστορικός, και ούτε καν γνωρίζω τι σημαίνει να κάνεις μία ιστορική έρευνα αρχείου. Αυτό είναι καθήκον που αφορά επαγγελματίες ιστορικούς, αλλά οι ιστορικοί της γενιάς μου και της προηγούμενης δεν είναι σε θέση να το φέρουν σε πέρας, διότι σε μεγάλο βαθμό είναι δεσμώτες ιδεολογικών φαντασμάτων και ψυχολογικών συμπλεγμάτων ενοχής των γενιών τους. Θα δώσω εδώ μόνο λίγα παραδείγματα για να γίνω κατανοητός.
Ο Francois Furet είναι ένας γνωστός γάλλος ιστορικός, συγγραφέας μερικών βασικών μελετών της γαλλικής επανάστασης του 1789. Σε νεαρή ηλικία ήταν κομμουνιστής, κατόπιν απαρνήθηκε τον κομμουνισμό για συζητήσιμους λόγους, εύλογους και σεβαστούς πάντως (τον εικοστό αιώνα υπήρξαν εύλογοι και σεβαστοί λόγοι για να απογοητευτείς από τον κομμουνισμό και να τον εγκαταλείψεις, και θα ήταν μία πράξη ιδεολογικού φανατισμού το να μη το παραδεχτείς ανοιχτά). Αυτό αντιθέτως που είναι λιγότερο εύλογο και σεβαστό είναι να μετατρέπεις την δική σου θεμιτή πολιτική και υπαρξιακή απογοήτευση σε ιστοριογραφικό κριτήριο για την συνολική ερμηνεία του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Όμως ο Furet αυτό έκανε (βλ. Le passe’ d’ une illusion, Laffont, Paris 1995). Ο κομμουνισμός μετατράπηκε σε μία ουτοπική αυταπάτη διανοουμένων, προορισμένος να διαψευσθεί από τις σκληρές απαντήσεις της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο ο Furet έγραψε μία υπαρξιακή αυτοβιογραφία, ναρκισσιστικού τύπου αναπόφευκτα, μεταμφιεσμένη σε σοβαρό ιστορικό έργο. Δεν θα το επέτρεπα ούτε στον εαυτό μου, που δεν είμαι ιστορικός αλλά ένας απλός φιλόσοφος. Σε ένα σοβαρό ιστορικό, δεν το συγχωρώ.
Ο Έρικ Χομπσμπάουμ υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς μαρξιστές ιστορικούς του 20ου αιώνα, συγγραφέας ενός από τους πιο γνωστούς απολογισμούς του 20ου αιώνα (βλ. στα ιταλικά Il Secolo Breve, στα ελληνικά Η εποχή των άκρων). Ο Χομπσμπάουμ είναι που πρότεινε να περιγραφεί ο 20ος αιώνας ως ο αιώνας της εποχής των άκρων 1917-1991, ταυτίζοντάς τον εκ των πραγμάτων με τα 74 χρόνια «σοβιετικής» ζωής του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Πρόκειται περί μιας αμφιλεγόμενης πολιτιστικής και ιστοριογραφικής επιλογής. Από την μία πλευρά, τιμά αναμφίβολα το φαινόμενο του κομμουνισμού, ταυτίζοντάς το με έναν ολόκληρο αιώνα, του οποίου θεωρούνταν το πλέον σημαντικό γεγονός όλων. Από την άλλη πλευρά, ο κομμουνισμός «εκμηδενίζεται» ευγενικά ως αποκλειστικό φαινόμενο του 20ου αιώνα, που πρέπει να «θαφτεί» μαζί με τον αιώνα που τον γέννησε.
Η γενιά του Χομπσμπάουμ σφραγίστηκε πύρινα από τον αρνητικό ρόλο των εθνικισμών λόγω της ξεσπάσματος των δύο παγκόσμιων πολέμων. Από αυτό το γεγονός όμως ο Χομπσμπάουμ συμπέρανε εσφαλμένα πως δεν υφίστανται τα έθνη, και πως είναι μονάχα «φανταστικές κοινότητες» που εφευρέθηκαν από συγγραφείς, ποιητές και πολιτικούς. Πρόκειται για μια βαθιά λαθεμένη θεωρία. Τα έθνη υπάρχουν, δεν είναι καθόλου «φανταστικές κοινότητες», και είναι καθόλα λογικό να υπερασπίζεται η ιστορική συνέχεια με εύλογα επιχειρήματα (βλ. Γιώργος Κοντογιώργης, «Έθνος και εκσυγχρονιστική νεοτερικότητα», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2006).
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αποκαλούμενη «απαράβλητη μοναδικότητα» του Άουσβιτς. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Άουσβιτς υπήρξε ουσιαστικά ένα ασυγχώρητο έγκλημα, που καμμία πλαστή ιστοριογραφική «συγκυριακή ένταξη» δεν θα μπορέσει να περισώσει. Και παρόλα αυτά μεταφυσικά αυτό το έγκλημα δεν ήταν καθόλου μοναδικό και απαράβλητο. Οι εβραίοι υπέστησαν σίγουρα μία γενοκτονία, αλλά σίγουρα δεν ήταν οι μόνοι. Οι αρμένιοι την υπέστησαν και αυτοί, καθώς επίσης και οι ερυθρόδερμοι αμερικάνοι τον 19ο αιώνα. Το Άουσβιτς ήταν έγκλημα, αλλά ήταν και η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, και σίγουρα όχι από τα μικρότερα. Ταυτόχρονα οι ευρωπαίοι διανοούμενοι αισθάνονται ακόμη το σύμπλεγμα ενοχής επειδή «επέτρεψαν τον Χίτλερ», φορτώνουν την ενοχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, εφευρίσκουν την μοναδικότητα του Άουσβιτς, και με αυτόν τον τρόπο μετατρέπονται σε ανόητους υπηρέτες της νομιμοποίησης του πολιτικού σιωνισμού (να μη γίνει σύγχυση προφανώς με την εβραϊκή θρησκεία ή με τον εβραϊκό λαό) στην εγκληματική του στρατηγική αφανισμού των ιστορικών και εθνικών δικαιωμάτων του μαρτυρικού παλαιστινιακού λαού.
Θα μπορούσα να συνεχίσω. Αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στο να καταλάβουμε ότι οι νέοι έχουν δικαίωμα να προσεγγίσουν σε έναν ιστορικό απολογισμό του 20ου αιώνα που να μην έχει «φιλτραριστεί» από τα ιδεολογικά και ιστοριογραφικά φαντάσματα της γενιάς μου και της προηγούμενης γενιάς. Ο 20ος αιώνας έχει δικαίωμα να αναγνωσθεί και να ερμηνευθεί στη βάση όλων αυτών που συνέβησαν πραγματικά στην διάρκειά του. Αντιλαμβάνομαι πως δεν είναι εύκολο, αλλά τουλάχιστον είναι ανάγκη να δοκιμάσουμε.
Σύμφωνα με τον γάλλο φιλόσοφο Αλέν Μπαντιού (βλ. Le Siecle, Seuil, Paris 2005) ο 20ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας της πολιτικής, και ακριβέστερα της κυρίαρχης πολιτικής απόφασης. Όπως ήδη σημείωσα προηγουμένως, αυτή η υπεροχή της πολιτικής απόφασης επί των απλών οικονομικών κινήσεων πήρε πολύ διαφορετικές μορφές ακόμη και αντιτιθέμενες, που πάνε από τη μία στον κομμουνισμό μέχρι την άλλη πλευρά στον φασισμό, με μία σειρά ενδιάμεσων θέσεων (τις σκανδιναβικές σοσιαλδημοκρατίες, τους λαϊκισμούς αλά Περόν και Νάσερ, κ.λπ.). Και ακριβώς είναι αυτή η υπεροχή της πολιτικής επί της οικονομίας, που εδώ θέλω να υπογραμμίσω χωρίς υπεισέλθω στην αποτίμηση της διαφοροποιημένης ιστορικής και ηθικής κρίσης (κανένας δεν θα με πείσει ποτέ να θέσω τον Στάλιν και τον Χίτλερ στο ίδιο επίπεδο, και αν πρέπει να το κάνω πάσει θυσία, θα θέσω μαζί και τον Τσώρτσιλ και τον Τρούμαν), που οι σημερινές καπιταλιστικές ολιγαρχίες πρέπει να καταδικάσουν, να δαιμονοποιήσουν και να εξορκίσουν μέσω του εκτεταμένου δικτύου των διανοουμένων-ιδεολόγων τους, παρουσιάζοντας ακριβώς τον εικοστό αιώνα ως τον τρελό αιώνα των ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Αυτή η ιδεολογία της δαιμονοποίησης του 20ου αιώνα είναι στην πραγματικότητα (και σε μερικές δεκαετίες θα είναι σίγουρα ξεκάθαρο) ένα είδος προληπτικού εμβολιασμού. Επιδιώκεται έτσι να τρομάξουν τις νέες γενιές και να τους στείλουν το ακόλουθο μήνυμα: είδατε ποιες συνέπειες επιφέρει το να αποδίδεις στην πολιτική την υπεροχή επί της οικονομίας; Αυτή η υπεροχή δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στον κομμουνισμό, στον φασισμό και στον λαϊκισμό! Κατά συνέπεια, από εδώ και στο εξής αφήστε σε εμάς στην ολιγαρχία, στις τράπεζες, και στους «αυθόρμητους» μηχανισμούς της οικονομίας, να κάνουμε κουμάντο!
7. Μερικές σκέψεις για τις αιτίες της διάλυσης του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα (1917-1991)
Η κατάρρευση του κοινωνικού, πολιτικού και γεωπολιτικού ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα (προτιμώ πράγματι να χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο αντί του όρου «πραγματικός σοσιαλισμός» ή «υπαρκτός σοσιαλισμός»), ήταν μία γιγάντια ιστορική τραγωδία, από την οποία ο κόσμος στο σύνολό του ακόμη και σήμερα δεν έχει συνέλθει.
Ο αναγνώστης θα πει: γιατί μία μεγάλη ιστορική τραγωδία; Αυτά τα συστήματα δεν άξιζαν ίσως να πεθάνουν; Δεν είχαν ίσως δυσφημίσει την μεγάλη ιδέα χειραφέτησης του σοσιαλισμού; Δεν είχαν ίσως παρατείνει την κατάσταση εκτάκτων καταστάσεων* για δεκαετίες; Δεν είχαν ίσως υποχρεώσει.
*κατάσταση όπου επιβάλλεται κενό νόμου για να εξυπηρετηθούν ανάγκες της εξουσίας παρακάμπτοντας την υπάρχουσα νομοθεσία. Οι συνθήκες κράτησης στο Γκουαντανάμο, οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου στον πόλεμο ενάντια στην Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ χάριν της εξυπηρέτησης του κυβερνητισμού της υπερδύναμης, καθώς και ο τρόπος διεξαγωγής στη χώρα μας της δίκης της υπόθεσης της 17ης Νοέμβρη, είναι μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Σ.τ.μ.
τους πολίτες τους σε μία κατάσταση καθημερινής έλλειψης αγαθών και υπηρεσιών; Δεν ήταν ίσως μισητοί από την πλειοψηφία των πολιτών τους; Δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι την στιγμή της κατάρρευσής τους κανένας δεν τους υπερασπίστηκε, και δεν υπήρξε κανένα μαζικό κίνημα που να προσπάθησε να εμποδίσει αυτήν την διάλυση;
Θα απαντήσω με αυτόν τον τρόπο: ο λόγος για τον οποίο η διάλυση των σοσιαλιστικών συστημάτων ήταν μία μεγάλη τραγωδία δεν βασίζεται στο ότι αυτά τα συστήματα ήταν καλά και ενεργώς υποστηριζόμενα από την πλειοψηφία του λαού. Αν ήταν έτσι, ο λαός θα τα είχε σίγουρα υπερασπιστεί ανάμεσα στο 1985 και το 1992. Οι λόγοι για τους οποίους η κατάρρευσή τους ήταν μία γιγάντια ιστορική τραγωδία είναι δύο, ο ένας κοινωνικο-πολιτικός και ο άλλος ιστορικο-γεωπολιτικός.
Πρώτον, η τραγωδία συνίσταται στο ότι δεν στάθηκε δυνατόν να μεταρρυθμιστούν ριζικά εκ των έσω αυτά τα συστήματα ούτως ώστε να μη καταρρεύσουν εντελώς, αφήνοντας ένα κενό το οποίο καλύφθηκε εσωτερικά από τον μαφιόζικο και εγκληματικό καπιταλισμό και εξωτερικά από την νέα αμερικάνικη αυτοκρατορία. Αυτή η αδυναμία ριζικής μεταρρύθμισης εκ των έσω υπήρξε πράγματι η αληθινή τραγωδία, και αυτό εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτή η μεταρρύθμιση θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί από «αριστερά» (Τρότσκι, Μαο Τσε Τουνγκ, κ.λπ.), ή από «δεξιά» (Μπουχάριν, μεικτή οικονομία, κ.λπ.). Εμείς πράγματι μπορούμε να έχουμε διαφορετικές και αντιτιθέμενες εκτιμήσεις για την ιστορική και κοινωνική φύση αυτών των συστημάτων (εργατικά κράτη που εκφυλίστηκαν σε γραφειοκρατικά, κοινωνικά συστήματα κρατικού καπιταλισμού, κρατική κοινοτική γραφειοκρατία, κ.λπ.), αλλά πέρα από αυτές τις διαφοροποιημένες εκτιμήσεις που υπήρξαν από τα πολιτικά ρεύματα του 20ου αιώνα (τροτσκιστές, μαοϊκοί, σταλινικοί, ευρωκομμουνιστές, αναρχικοί, χρουστσωφικοί, κ.λπ.) παραμένει το γεγονός πως η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται πάντα και μόνο στο ότι δεν κατέστη δυνατή μία ριζική αυτομεταρρύθμιση εκ των έσω αυτών των κοινωνιών χωρίς να καταρρεύσει το παν και να γίνει μία απλή παλινόρθωση του καπιταλισμού με την πλέον άγρια μορφή που ήταν δυνατόν.
Δεύτερον, η τραγωδία ήταν πως με το τέλος της γεωπολιτικής ισορροπίας που είχε εδραιωθεί μετά το 1945 επικράτησε μόνο ένας παγκόσμιος αυτοκρατορικός πόλος, ο αμερικάνικος. Ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου το 1991, ο πόλεμος του ΝΑΤΟ ενάντια στην Γιουγκοσλαβία το 1999, η αιματηρή εισβολή ενάντια στο Αφγανιστάν το 2001 και ενάντια στο Ιράκ το 2003, κ.λπ. δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την προηγηθείσα εξαφάνιση της ΕΣΣΔ ως γεωπολιτικού παράγοντα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτοί είναι οι δύο ογκώδεις, όσο η οροσειρά των Ιμαλαίων, λόγοι. Και παρόλα αυτά πρέπει να αναρωτηθούμε ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι αυτού του αποτελέσματος διάλυσης ενός συνόλου ιστορικών και κοινωνικών εμπειριών οι οποίες κυριολεκτικά γέμισαν τον εικοστό αιώνα.
Σχετικά με αυτά, φαίνεται πως το μάθημα του Μαρξ περί της μεθόδου δεν υπήρξε ποτέ. Ο Μαρξ υπέδειξε να κοιτάξουμε εντός του μηχανισμού αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων, και επομένως της ταξικής πάλης. Φαίνεται αντιθέτως πως αυτή η μέθοδος αγνοείται συστηματικά στην μελετητών λόγων της διάλυσης των κοινωνικών συστημάτων του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Οι λόγοι που αναζητούνται είναι πάντοτε άλλου τύπου, και πάντοτε οικονομίστικου και απλοποιητικού τύπου: υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες για να αντιμετωπισθούν οι στρατιωτικές δαπάνες του Ρήγκαν, τεχνολογική καθυστέρηση εκσυγχρονισμού των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, λάθη στον οικονομικό σχεδιασμό, ανεξήγητες προδοσίες κορυφής εκ μέρους πρακτόρων της CIA (Γκορμπατσώφ, Γιέλτσιν, Σεντβαρνάτζε, Γιάκοβλεφ, κ.λπ.). Ο Μαρξ θα ντρεπόταν για αυτόν τον ερασιτεχνικό και δημοσιογραφικό τρόπο ανάγνωσης της ιστορίας και πρότασης ιστοριογραφικών υποθέσεων. Ο Μαρξ αναφερόταν σε τάξεις. Το ερώτημα λοιπόν είναι: έχουν κάποια σχέση εν τέλει οι κοινωνικές τάξεις με τα αποτελέσματα της περιόδου 1985-1992 στην ΕΣΣΔ και της περιόδου 1976-2006 στην Κίνα, ή οι τάξεις δεν παίζουν κανένα ρόλο, και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την έννοια αυτή μόνο για τις περιόδους της κατάληψης της εξουσίας (1917 στην Ρωσία, 1949 στην Κίνα, κ.λπ.);
Δεν είμαι ιστορικός, και δεν πέφτει σε μένα ο κλήρος να κάνω σοβαρές και σε βάθος ιστορικές υποθέσεις. Αλλά αν με ρωτούσε κάποιος ποιοι ήταν οι λόγοι των δύο αδιαμφισβήτητων προτσές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Ρωσία και στην Κίνα, θα απαντούσα με αυτόν τον τρόπο σε σημεία:
(1) Η κοινωνική, πολιτική και ταξική βάση των μεγάλων σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ρωσία και στην Κίνα πρέπει να αναζητηθεί πριν από όλα στις λαϊκές τάξεις, στους εργάτες και τους αγρότες στην Ρωσία και στους αγρότες στην Κίνα. Θα ήταν πολύ δύσκολο να είχαν επιτυχία αυτές οι δύο επαναστάσεις χωρίς τις αναστατώσεις που προκλήθηκαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (Ρωσία) και από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Κίνα). Αντιθέτως θα ήταν πρακτικά αδύνατον να είχαν νικηφόρο αίσιον τέλος αυτές οι δύο επαναστάσεις χωρίς την τακτική και στρατηγική πρωτοβουλία ενός συγκεντρωτικού κόμματος μπολσεβίκικου τύπου. Αυτές οι δύο επαναστάσεις συνεπώς είχαν μία ταξική βάση, αλλά για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Αριστοτέλη, το πέρασμα από την Δύναμη (δύναμις) στην Ενέργεια (Ενέργεια) προϋπέθετε ένα Ενεργητικό Νου (νούς ποιητικός). Το λέγω με όσο το δυνατόν πιο παράδοξο και προβοκατόρικο τρόπο: η φιλοσοφική ορολογία της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη μας χρησιμεύει για να καταλάβουμε το 1917 στην Ρωσία και το 1949 στην Κίνα περισσότερο από ότι μας χρησιμεύουν τόσο ο Χέγκελ όσο και ο Μαρξ. Αν ύστερα κάποιος θέλει να διασκεδάσει κάνοντας καταλόγους όπως οι λογιστές ανάμεσα σε Υλιστές (καλοί) και Ιδεαλιστές (κακοί), ας τους κάνει. Είναι ακίνδυνοι, και ο καθένας έχει δικαίωμα να διασκεδάσει όπως μπορεί. Υπάρχει αυτός που διασκεδάζει με το ψάρεμα με σκουλήκι και αυτός που διασκεδάζει με τον πίνακα των καλών και των κακών στην ιστορία της φιλοσοφίας.
(2) Η εργατική τάξη και η τάξη των φτωχών αγροτών έχουν ανάγκη μιας δομής πολιτικής διαμεσολάβησης για να μπορέσουν να υποστηρίξουν την οικονομική τους εξουσία. Όποιος θεωρεί πως οι εργατικές και αγροτικές τάξεις θα μπορούσαν να κυβερνήσουν και να εγγυηθούν την κοινωνική αναπαραγωγή στην βάση της απλής οικονομικής αυτοδιαχείρισης της επιχείρησης και της απλής πολιτικής αυτοκυβέρνησης χωρίς την αναγκαιότητα μιας αναπόφευκτης γραφειοκρατικής μεσολάβησης, έχει το βάρος του τεκμήριου και της απόδειξης όσων ισχυρίζεται και υποστηρίζει. Η αναρχική ουτοπία, την οποία εγώ σέβομαι και καθόλου δεν περιφρονώ (γνωρίζω καλά πράγματι πως η ουτοπία είναι η απαραίτητη κινητήρια δύναμη για οποιοδήποτε ρεαλιστικό σχέδιο υπάρχει), έχει την ίδια δομή εννοιών με την θρησκευτική θεωρία του Λάιμπνιτς της «προκαθορισμένης αρμονίας» και με την οικονομική θεωρία του Άνταμ Σμιθ για την αυτορυθμιζόμενη παγκόσμια αγορά από το «αόρατο χέρι» της ίδιας της αγοράς. Προσωπικά, σε αντίθεση με τον Μαρξ, του οποίου εξακολουθώ να δηλώνω ότι είμαι μαθητής του, δεν πιστεύω καθόλου στην θεωρία της αποκαλούμενης «απονέκρωσης» της οικογένειας, της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους. Πρόκειται περί μιας ατομικιστικής θεωρίας μεταμφιεσμένης σε κοινοτισμό. Αν σε κάποιο μέλλον θα μπορέσει να υπάρξει κάτι που θα λέγεται «κομμουνισμός», όπως εύχομαι, θα είναι ένας κομμουνισμός με την οικογένεια (εκδημοκρατισμένη), με την κοινωνία των πολιτών (εκδημοκρατισμένη) και με το κράτος (τροποποιημένο και εκδημοκρατισμένο). Τα υπόλοιπα δεν λειτουργούν. Είναι μία απλή ουτοπία της αφθονίας, με την προϋπόθεση πως τα αγαθά και οι υπηρεσίες θα υπάρχουν σε τόση αφθονία που ο καθένας θα παίρνει ότι θα θέλει. Είναι προφανές πως τα οικολογικά όρια του πλανήτη και αύξηση του πληθυσμού καθιστούν εντελώς αδύνατη αυτήν την κομμουνιστική αναρχία χωρίς αγορά, χωρίς οικογένεια, χωρίς κοινωνία των πολιτών και χωρίς κράτος.
(3) Το μοντέλο του Στάλιν δεν ήταν ένα καλό μοντέλο, στο πολιτικό, στο πολιτιστικό και στο ηθικό πεδίο. Ταυτόχρονα, μου φαίνεται ότι μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό το μοντέλο έφερε πράγματι στην εξουσία την εργατική και αγροτική τάξη. Αυτό, προφανώς, δεν σημαίνει την επικρότηση a posteriori όλων των επιλογών και όλων των εγκλημάτων του Στάλιν. Είναι αληθινό κρίμα το ότι στην πολιτική πολεμική τα δύο πράγματα συγχέονται πάντα. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταταται αδύνατη μία συζήτηση και αναπαράγεται μόνιμα για νιοστή φορά η ιστορία του καραγκιόζη, ο Καλός Τρότσκι ενάντια στον Κακό Στάλιν, ή (αλλά είναι ακριβώς το ίδιο), ο Καλός Στάλιν ενάντια στον Κακό Τρότσκι. Πιστεύω πως ακόμη και τα πλέον τεμπέλικα και ανόητα παιδιά θα βαριόντουσαν και θα διαμαρτυρόντουσαν, μετά από δέκα χιλιάδες φορές που θα τους απαγγελθεί αυτή η ιστορία.
(4) Η παλιά αριστοκρατία και οι παραδοσιακές μεσαίες τάξεις της Ρωσίας δεν επέζησαν στο σύνολό τους κατά την περίοδο των επαναστατικών αναταραχών της εικοσαετίας 1918-1938. Και παρόλα αυτά τα προτσές εκβιομηχάνισης και οικονομικής ανάπτυξης που προωθήθηκαν από την ίδια σοσιαλιστική συσσώρευση σταλινικού τύπου δημιούργησαν σε βάθος δεκαετιών νέες μεσαίες τάξεις, οι οποίες ανέπτυξαν μία νοοτροπία και μία κουλτούρα όλο και πιο ξένες και αντίθετες στην βίαιη και δεσποτική προλεταριοποίηση της κοινωνίας που συνιστούσε την καρδιά του σταλινικού σχεδίου κοινωνικής μηχανικής, την δημιουργία ενός νέου και πρωτόγνωρου σοβιετικού ανθρώπου. Η καρδιά του σχεδίου του Στάλιν, πράγματι, δεν ήταν ούτε πολιτικό ούτε οικονομικό, όπως νομίζουν πολλοί. Ήταν ένα σχέδιο μαζικής ανθρωπολογικής μηχανικής, ένα μεγάλο κοινωνικό πείραμα έμμεσα πλατωνικού τύπου. Και όπως ο Πλάτων στόχευε στην εκπαίδευση (παιδεία), με τον ίδιο τρόπο ο Στάλιν στόχευε στην δημιουργία του νέου σοβιετικού ανθρώπου. Όποιος κατηγόρησε τον Στάλιν για οικονομισμό (Αλτουσέρ) ή για γραφειοκρατία (Τρότσκι) κατά την γνώμη μου δεν αντελήφθη την καρδιά του ζητήματος, αλλά παρέμεινε στην επιφάνεια.
Αυτό το σχέδιο ενός κοινωνικού πειράματος μαζικής ανθρωπολογικής μηχανικής θα έπρεπε αναπόφευκτα να υλοποιηθεί υπό την σκέπη ενός προστατευτικού γεωδαισικού τρούλου (η έκφραση είναι του Jameson), και είναι ακριβώς αυτός ο γεωδαισικός τρούλος που συχνά προσδιορίσθηκε κατόπιν άστοχα ως «δικτατορία» ή «ολοκληρωτισμός», όροι και οι δύο τελείως ακατάλληλοι. Όταν αφαιρέθηκε αυτός ο γεωδαισικός τρούλος, από το 1985 μέχρι το 1992, κατέρρευσαν όλα.
Ο Καρλ Μαρξ ήταν προφανώς εντελώς ξένος από αυτό το πείραμα κοινωνικής ανθρωπολογικής μηχανικής, αλλά αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στον Στάλιν, για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο βασικές υποθέσεις που έγιναν από τον επιστήμονα Μαρξ αποδείχθηκαν ανακριβείς. Κατά πρώτον, η καπιταλιστική αστική τάξη αποδείχθηκε πλήρως ικανή να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, έστω και αν αυτό έγινε σε ένα πλαίσιο συνολικής οικολογικής, περιβαλλοντικής και πολιτιστικής υποβάθμισης, και έτσι δεν μπορεί να συγκριθεί κατ΄ ουδένα τρόπο με τις παλιές δουλοκτητικές, φεουδαρχικές και αριστοκρατικές τάξεις. Κατά δεύτερον, οι εργατικές, μισθωτές και προλεταριακές τάξεις, μετά από μία πρώτη περίοδο πρόσφατης εξόδου από την προηγούμενη κατηγορία του αγρότη, του εργάτη γης και του βιοτέχνη, αποδείχτηκαν πλήρως ενσωματώσιμοι στην καπιταλιστική κοινωνία, μέσω μηχανισμών οικονομίστικης κατεύθυνσης της σύγκρουσης (Μπάουμαν) ή ιμπεριαλιστικής και αποικιοκρατικής εθνικοποίησης των μαζών (Μόσσε).
Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Στάλιν πως «πρόδωσε» τον Μαρξ. Αν ο Στάλιν θα έπρεπε να «ακολουθούσε» την θεωρία του Μαρξ, θα έπρεπε να είχε κλείσει το μαγαζί από το 1925. Το ψέμα είναι πως βάφτισε «μαρξισμό» μία θεωρία και μία πράξη που δεν είχαν καμμία σχέση με τον Μαρξ. Ταυτόχρονα θα ήταν βλακεία να του το προσάψουμε, διότι ο «μαρξισμός» κατέστη ένα είδος άθεης θρησκείας του κόμματος, δηλαδή μία ιδεολογία φιλοσοφικής νομιμοποίησης ενός κοινωνικού συστήματος (με άλλα λόγια, και με ορολογία του Μαρξ, μία μορφή απαραίτητης ψευδούς συνείδησης).
Αυτή η μαζική ανθρωπολογική μηχανική δεν πέτυχε με την πλειοψηφία των νέων μεσαίων τάξεων που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της ίδιας της σοβιετικής ανάπτυξης. Αυτές οι μεσαίες τάξεις ήθελαν, σε δομικό επίπεδο, μεγαλύτερη δυνατότητα ατομικής και οικογενειακής ανάπτυξης και στο επίπεδο του εποικοδομήματος μεγαλύτερη ελευθερία πολιτιστικής και πολιτικής έκφρασης. Δεν έχει λοιπόν νόημα να καταδικάσει κάποιος αυτές τις απαιτήσεις στο όνομα μιας σεχταριστικής ηθικής της προλεταριοποίησης. Το ότι τόσο ο Στάλιν όσο και ο Μάο έχασαν και οι δύο τον στρατηγικό τους ταξικό πόλεμο ενάντια στις νέες μεσαίες τάξεις (οι οποίες κατόπιν αναδύθηκαν με τον Γκορμπατσώφ στην Ρωσία και με τον Τενγκ Χσιάο Πινγκ στην Κίνα), δεν μπορεί να κριθεί με ενάρετα ηθικιστικό τρόπο. Ο Μαρξ στην εποχή του δεν θα το έκανε.
(5) Το φαινόμενο λοιπόν της παλινόρθωσης Γκορμπατσώφ-Γιέλτσιν Της ΠΕΡΙΌΔΟΥ 1985-1992 πρέπει κατά την γνώμη μου να ερμηνευθεί ως μία μεγαλειώδης κοινωνική και ταξική αντεπανάσταση των νέων μεσαίων σοβιετικών στρωμάτων ενάντια σε ένα κοινωνικό σύστημα κυριαρχούμενο από τις εργατικές και αγροτικές τάξεις, η κυριαρχία των οποίων, προφανώς, δεν μπορούσε να εγγυηθεί παρά από έναν διεφθαρμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό, δοθείσης της ολοσχερούς συνολικής κοινωνικής ανικανότητας αυτών των τάξεων να εξασφαλίσουν απευθείας την κυριαρχία τους μέσω μιας πολιτικής συμβουλιακής αυτοκυβέρνησης και μιας οικονομικής αυτοδιαχείρισης χωρίς παρασιτικές μεσολαβήσεις.
Αντιλαμβάνομαι πως παραβιάζω με αισχρό τρόπο το Αριστερό Πολιτικά Ορθό. Παρόλα αυτά η παραβίαση αυτή είναι απαραίτητη, αν θέλουμε πραγματικά, όπως έγραψε στην εποχή του ο Αλτουσέρ, να σταματήσουμε να παραμυθιαζόμαστε.
(6) Τα οικονομικά αποτελέσματα της ταξικής κοινωνικής αντεπανάστασης των νέων σοβιετικών μεσαίων τάξεων είχαν ανάγκη την διατήρηση της κυριαρχίας του ίδιου του σοβιετικού κράτους, έτσι ώστε αυτές οι μεσαίες τάξεις να μπορέσουν να απολαύσουν τους καρπούς της αντεπανάστασής τους. Αυτό ήταν (ίσως) το σχέδιο του Γκορμπατσώφ, που χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν δέκα πέντε χρόνια με την άνοδο στην εξουσία των Πούτιν-Μεντβέντεφ και το κυνήγι του διεφθαρμένου μεθύστακα Γιέλτσιν. Και στην ουσία αυτό συνέβη στην Κίνα, όπου η πλήρης διατήρηση της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής κυριαρχίας εκ μέρους του κόμματος-κράτους επέτρεψε πραγματικά στις μεσαίες κινέζικες τάξεις να πάρουν την εξουσία χωρίς την μεσολάβηση μαφιόζικων εγκληματικών συμμοριών. Στην διάλυση όμως της ΕΣΣΔ αυτό αποδείχτηκε αδύνατον. Οι αντεπαναστατικές μεσαίες σοβιετικές τάξεις που γκρέμισαν το σοσιαλιστικό σύστημα, δεν μπόρεσαν να πάρουν την εξουσία και υποχρεώθηκαν να την αφήσουν στους αποκαλούμενους «νέους ρώσους», μία μαφιόζικη και εγκληματική κοινωνική ομάδα που σήμερα μόλις αρχίζει να τίθεται με αργούς ρυθμούς υπό έλεγχο, ακόμη όμως είναι ισχυρότατη, χάρη στην εξωτερική χρηματοδότηση των δυτικών και των σιονιστών.
Με λίγα λόγια, το σύστημα δεν μπόρεσε να εγγυηθεί επί μακρόν ένα πραγματικά σταθερό «ιστορικό μπλοκ» (Γκράμσι), ικανό να διατηρήσει μία «ηγεμονία» για μία μακρά περίοδο (Γκράμσι πάντα), κατά την οποία θα προστατευόντουσαν τα συμφέροντα των εργατών, των αγροτών και κυρίως των νέων στρατηγικών μεσαίων τάξεων. Για αυτόν τον λόγο, προσωπικά, δεν συμμερίζομαι τις ερμηνείες που δίδονται τόσο από τους νέο-τροτσκιστές (η ευθύνη είναι της διεφθαρμένης και προδοτικής σταλινικής γραφειοκρατίας) όσο και από τους νέο-σταλινικούς (η ευθύνη είναι της ομάδας του Νικήτα Χρουστσώφ μετά το ΧΧ Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956). Πρόκειται για ερμηνείες που στα αγγλικά λέγονται μεσαίου βεληνεκούς (middle range). Το πρόβλημα, πράγματι, είναι πολύ πιο δομικό.
8. Η διάλυση του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα και η κρίση κάθε «ρεαλιστικής προοπτικής»
Ο μεγάλος μαρξιστής φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς επέμενε πάντοτε στο ότι η πλέον σημαντική έννοια της σοσιαλιστικής θεωρίας δεν είναι τόσο αυτή της εκμετάλλευσης, όσο αυτή της προοπτικής. Πως υπάρχει η εκμετάλλευση, πράγματι, είναι πλατιά γνωστό, ακόμη και διαισθητικά και από αυτούς που δεν άκουσαν ποτέ να συζητούν για την μαρξική θεωρία της απόσπασης της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Ο κόσμος δεν είχε ανάγκη τον Καρλ Μαρξ για να το μάθει. Αντιθέτως το νέο που έφερε ο Μαρξ, βρίσκεται στο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία σχεδιάστηκε μία ιστορική και πολιτική προοπτική για να ξεπερασθεί, που φάνηκε αμέσως ρεαλιστική και πιστευτή, διότι δεν έκανε αναφορά σε ατομικές και συλλογικές συγκλίσεις φιλοσοφικού ή θρησκευτικού τύπου, αλλά αναφερόταν σε τάσεις που συναντώνται στην ίδια την ανάπτυξη της κοινωνίας, που με την σειρά τους εντοπίζουν πολιτικο-κοινωνικές υποκειμενικότητες δυνάμενες να οργανωθούν.
Όλα αυτά μπήκαν σε κρίση μετά την τριετία 1989-1991 και το γεγονός ότι η Κούβα «κράτησε» και ότι υπήρξαν μερικές ευχάριστες και απρόσμενες εκπλήξεις (Βενεζουέλα κ.λπ.) δεν μπόρεσε να τροποποιήσει την κατάσταση. Όπως ήδη σημειώθηκε, σήμερα είναι πιο εύκολο να φανταστεί κάποιος την συντέλεια του κόσμου παρά την υπέρβαση του καπιταλισμού. Αποδείχτηκαν βλάκες όλοι αυτοί οι οποίοι, κυρίως μεταξύ των διανοουμένων (ίσως η κοινωνική ομάδα που χρησιμοποιεί χειρότερα τον «νου» της, σίγουρα λιγότερο από όσο οι ταξιτζήδες και οι νοικοκυρές), έκαναν την ακόλουθη συζήτηση: «Κατέρρευσε το κομμουνιστικό σύστημα! Καλώς! Κάλλιστα! Εξαλείφθηκε μία παρεξήγηση! Σε κάθε περίπτωση, αυτό το σύστημα δεν είχε καμμία σχέση με τον αληθινό Μαρξ (μετάφραση: ο αληθινός Μαρξ είναι πάντοτε αυτός που ο κάθε αληθινός μαρξιστής ατομικά νομίζει πως είναι ο αληθινός Μαρξ, δηλαδή ο ίδιος με άλλο όνομα)! Το «φάντασμα» του Μαρξ πάντως παραμένει, και θα μπορούσαμε να αρχίσουμε πάλι από την αρχή ως εάν τίποτα να μην είχε συμβεί στο μεταξύ!». Όμως δεν είναι έτσι. Μόνο οι διανοούμενοι νομίζουν πως αρκεί να βεβαιώσεις το επίκαιρο μιας προοπτικής ακόμη και αν αυτή η προοπτική δεν φαίνεται κατά κάποιον τρόπο ρεαλιστικά υλοποιήσιμη. Οι απλοί εργαζόμενοι παύουν να ενδιαφέρονται και εγκαταλείπουν την στράτευση όπως θα εγκατέλειπαν ένα παλιό ρούχο, που κάποτε μας προστάτευσε από το κρύο, αλλά στο μεταξύ σκίστηκε και είναι γεμάτο τρύπες. Για αυτόν τον λόγο η αποτυχία της δυνατότητας εκ των έσω μετασχηματισμού του πειράματος της ανθρωπολογικο-κοινωνικής μηχανικής υπήρξε μία τραγωδία και για όλες τις άλλες αιρέσεις. Η πρώτη αρχή όλων των θρησκειών και όλων των ιδεολογιών είναι κατά την γνώμη μου αυτή: οι ορθοδοξίες και οι αιρέσεις είναι οι δύο πλευρές του ίδιου συμβολικού συμπλέγματος, ανθίζουν μαζί και πέφτουν μαζί.
Ας δώσουμε το παράδειγμα πέντε διαφορετικών θεωρητικο-πολιτικών θέσεων που με διαφορετικό τρόπο άνθισαν παράπλευρα και ενάντια στο κύριο ρεύμα του οργανωμένου κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα: του αναρχισμού και του νέο-αναρχισμού στις διάφορες μορφές του^ του τροτσκισμού και του νέο-τροτσκισμού στις διάφορες μορφές του και στις αναρίθμητες εσωτερικές διασπάσεις του^ του μαρξισμού-λενινισμού της κινεζικής μαοϊκής σχολής στις διάφορες μορφές του^ του ευρωκομμουνισμού την εποχή της άνθισής του και της μέγιστης αξιοπιστίας του (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, κ.λπ.)^ και τέλος της ριζοσπαστικής α»αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας σκανδιναβικού τύπου, με τα προγράμματά της που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «φορολογικού εξισωτισμού». Προφανώς, δεν υπάρχει εδώ χώρος για να αναλύσουμε αυτά τα πέντε θεωρητικά και πολιτικά προφίλ (αλλά θα άξιζε σίγουρα τον κόπο, και θα ανακαλύπτονταν ενδιαφέροντα πράγματα!). Παραμένει το γεγονός πως αυτά τα πέντε προφίλ, τα οποία θεωρητικά θα έπρεπε να αποκτήσουν πλεονέκτημα από το χάσιμο αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας του κύριου ρεύματος του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα, παρασύρθηκαν και αυτά εκ των πραγμάτων με διάφορο τρόπο από την διάλυσή του.
Και αυτό, ακριβώς, δεν είναι τυχαίο. Πράγματι και οι πέντε αυτοί πολιτικο-ιδεολογικοί σχηματισμοί είχαν διαμορφωθεί με διάφορους τρόπους ως διορθωτικές αιρέσεις μιας αποτυχημένης ορθοδοξίας. Όταν έπεσε η ορθοδοξία, που είχε ενσωματωθεί σε πραγματικές ιστορικές δυνάμεις, μπαίνουν σε κρίση και οι αιρέσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην ιστορία, οι ορθοδοξίες και οι αιρέσεις ζουν και πεθαίνουν πάντα μαζί, μέχρι τη στιγμή που μπαίνει στη σκηνή ένα τρίτο πρόσωπο, δηλαδή ένα νέο και πρωτόγνωρο θεωρητικο-πολιτικό σύμπλεγμα.
Πώς επιβιώνει σήμερα η κομμουνιστική ιδέα; Παρερχόμενοι την πραγματικότητα των κινημάτων εθνικού χαρακτήρα με αγροτική βάση (Νεπάλ. Περού, κ.λπ.), τα οποία αναμφισβήτητα αξίζουν αντιιμπεριαλιστικής αλληλεγγύης, που όμως προφανώς δεν είναι αξιόπιστα μοντέλα και προς αναπαραγωγή στην δική μας κοινωνία, ο κομμουνισμός επιβιώνει σε πολλούς από εμάς με καντιανή μορφή, ως ρυθμιστική ιδέα του καθαρού πρακτικού λόγου υπέρβασης της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας. Θα λεχθεί πως είναι πάντοτε καλύτερα από το τίποτα, και πράγματι και εγώ το παραδέχομαι πως είναι καλύτερα από το τίποτα, διότι κατά μίαν έννοια είναι όπως βάζουμε ένα καπέλο σε μία πολυθρόνα στο θέατρο, ώστε να κρατήσουμε την θέση για να μη μπορεί να καθήσει κανένας μέχρι να επιστρέψουμε. Ωστόσο αυτή η επιστροφή από τον Μαρξ στον Καντ πηδώντας στο κεφάλι του Χέγκελ σίγουρα δεν θα άρεσε στον Μαρξ. Ο Μαρξ ήθελε να εντοπίσει στο εσωτερικό της κοινωνίας πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να είναι πραγματικά φορείς ενός κομμουνιστικού σχεδίου.
Αν επομένως η επιστροφή από τον Μαρξ στον Καντ και η επαναδιατύπωση του κομμουνισμού όχι πλέον ως πραγματική κίνηση που καταργεί υπαρκτές σήμερα καταστάσεις αλλά ως ρυθμιστικό ιδανικό του καθαρού πρακτικού λόγου δεν μπορεί να είναι ο σωστός δρόμος, παρά μόνο μία προσωρινή θεραπεία για να εμποδίσουμε τον άμεσο θάνατο του ασθενούς, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να αποφύγουμε και τον αντίθετο δρόμο, αυτόν δηλαδή της διαβεβαίωσης με κάθε κόστος πως έχουμε ήδη βρει το μετασχηματίζον επαναστατικό ιστορικό υποκείμενο ικανό να αντικαταστήσει την παλιά μισθωτή, εργατική και προλεταριακή τάξη. Αυτός είναι ο δρόμος που διέτρεξαν ο Νέγκρι και ο Χαρντ, που υποδεικνύουν σε ασαφείς Πολλαπλότητες* (πλήθος) το νέο επαναστατικό υποκείμενο. Ο νεοκαντισμός του ρυθμιστικού
* Το Moltiudine προτιμήθηκε να αποδοθεί ως Πολλαπλότητα, που εκφράζει περισσότερο το πολύχρωμο και μη ενιαίο του πλήθους σε επίπεδο κουλτούρας, εθνικότητας, φύλλου, επαγγέλματος, στυλ και οπτικών ζωής, επιθυμιών, κ.λπ. που δεν μπορεί να συρρικνωθούν σε μία μονάδα ή μία μόνο ταυτότητα. Σ.τ.μ.
ιδανικού και ο ονειρικός αναρχισμός της Πολλαπλότητας είναι στην πραγματικότητα οι δύο όψεις της ίδιας ανικανότητας να πάρουν μία σοβαρή και δημιουργική στάση. Ας ελπίσουμε ότι τα είκοσι χρόνια που πέρασαν (1989-2009) θα μπορέσουν να ερμηνευθούν στο μέλλον ως η απαραίτητη περίοδος «αποσυμπίεσης», για να φέρω το παράδειγμα του δύτη που φθάνει στην επιφάνεια αλλά δεν μπορεί να βγει αμέσως από το σκάφανδρο και πρέπει πρώτα να αποσυμπιεσθεί, ή αν θέλουμε τον χρόνο που είναι απαραίτητος σε ένα οργανισμό που έχει υποστεί δηλητηρίαση για να απαλλαγεί από τις τοξίνες του.
9. Η τραγωδία του τέλους του γεωπολιτικού ρόλου που ασκούσε ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ου αιώνα
Ωστόσο, η πλέον αρνητική συνέπεια της διάλυσης του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα ήταν γεωπολιτικού τύπου, και συνεπώς και στρατιωτικού. Γνωρίζω καλά πως ο αποκαλούμενος «πασιφισμός», πολύ θετικός σε φιλοσοφικό και ηθικό επίπεδο, λογοκρίνει και απωθεί το πρόβλημα της ισχύος. Προσωπικά, από την ώρα που το Πολιτικά Ορθό μου είναι ξένο όπως η παιδοφιλία ή τα ναρκωτικά, προτιμώ τον Μακιαβέλι από τον Γκάντι, και θεωρώ ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα να μάθω από τον Μακιαβέλι παρά από τον Γκάντι. Ενώ ο οικολογικός προσανατολισμός μου φαίνεται μία πραγματική πρόοδος της σκέψης και της δράσης, και η ίδια η θεωρία της ήπιας ανάπτυξης, έστω και αν προς το παρόν είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, μου φαίνεται συνετή και στρατηγική σε βάθος χρόνου, πρέπει να παραδεχτώ πως δεν τρέφω μεγάλη συμπάθεια ούτε για τον φεμινισμό ούτε για τον πασιφισμό, τους οποίους ξεχωρίζω επιμελώς τόσο από το γυναικείο φύλλο ως τέτοιο, όσο και από την σπουδαιότητα της ειρήνης. Για να έχουμε ειρήνη, πρέπει δυστυχώς να πολεμήσουμε για να την έχουμε, και τότε το πιο σπουδαίο δεν είναι η ειρήνη, αλλά η αντίσταση. Η αλληλεγγύη διαπερνά τα φύλλα και τις γενιές, και μία αλληλεγγύη μόνο μεταξύ γυναικών, μόνο μεταξύ ανδρών, μόνο μεταξύ νέων και μόνο μεταξύ γερόντων ποτέ δεν θα είναι μία ολοκληρωμένη αλληλεγγύη.
Την τελευταία εικοσαετία παρακολουθήσαμε την εξάπλωση ενός ιδιαίτερου κράτους-έθνους, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που έθεσε την υποψηφιότητά της για τον ρόλο της μοναδικής παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Όπως όλες οι αυτοκρατορίες, ανέπτυξε μία ιδεολογία βασισμένη στον μεσσιανικό εκλεκτικισμό που ανέσυρε από μία πουριτανική ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης, και όπως όλες οι αυτοκρατορίες κατέστρεψε τις βάσεις του διεθνούς δικαίου μεταξύ κρατών αντικαθιστώντας το με την μονομερή της απόφαση να εισβάλει σε όποιον ήθελε. Όλα αυτά θα ήταν αδύνατον αν η Παλιά ΕΣΣΔ και η Κίνα είχαν διατηρήσει τον προηγούμενο αξιέπαινο γεωπολιτικό ρόλο.
Σήμερα υπάρχει το αποκαλούμενο φαινόμενο Ομπάμα. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να καταλάβει κανείς αν θα υπάρξουν ποιοτικές αλλαγές και όχι βιτρίνας στην εξωτερική πολιτική. Μία μερική διόρθωση σε σχέση με την διπλή προεδρία Μπους είναι πιθανή, αλλά εγώ δεν θα έτρεφα υπερβολικές ελπίδες, καθόσον ο ιμπεριαλιστικός ρόλος των ΗΠΑ είναι αντικειμενικός και μακράς διαρκείας, και δεν εξαρτάται παρά σε μικρό βαθμό από την εναλλαγή μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Στην αρχαία Ρώμη οι οπαδοί του Μάριο και του Σίλα, του Καίσαρα και του Πομπήιου, του Οκταβιανού και του Αντώνιου σκοτωνόντουσαν μεταξύ τους, αλλά ήταν απολύτως σύμφωνοι στην δουλοκτητική, αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική πολιτική. Υπήρξαν ελληνόφωνοι αυτοκράτορες (ο Ανδριανός, ο Μάρκος Αυρήλιος), αραβόφωνοι (ο Φίλιππος ο Άραβας), κ.λπ. αλλά η διαχείριση της αυτοκρατορίας παρέμεινε η ίδια.
Η Ευρώπη, το γνωρίζουμε όλοι, δεν υφίσταται πλέον από καιρού ως κυρίαρχη και ανεξάρτητη πολιτική οντότητα, καθόσον είναι κατειλημμένη από ατομικές βάσεις των ΗΠΑ εξήντα χρόνια και πλέον από του τέλους του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτοί που θέλουν την αποχώρηση των βάσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ θεωρούνται φανατικοί εκτός μόδας, ενώ θα έπρεπε να θεωρούνται ως εκείνοι που αγωνίζονται για τις ελάχιστες προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας. Πιστεύει ίσως κανείς πως θα είχαμε την Αθήνα του Σόλωνα, του Κλεισθένη, του Περικλή, του Σωκράτη και του Ευριπίδη, με σπαρτιατικές ή περσικές στρατιωτικές φρουρές στην Ακρόπολη; Ε λοιπόν, η Ευρώπη είναι ακριβώς στην ίδια κατάσταση!
Η σημερινή μόδα των αριστερών ευρωπαίων διανοουμένων για τον Ομπάμα αποκαλύπτει την κατάντια του αισθήματος ανεξαρτησίας των ευρωπαίων. Ζητωκραυγάζουν ως φίλαθλοι για τον Μαύρο Καλό Αυτοκράτορα ενάντια στον παλιό Λευκό Κακό Αυτοκράτορα. Αυτό μου θυμίζει τους αρχαίους γραικύλους, οι οποίοι μη όντας πλέον «έλληνες», αλλά ακριβώς «γραικύλοι», έλπιζαν πως στην θέση του Νέρωνα και των μονομάχων του ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος με τα βιβλία του των στωικών φιλοσόφων.
Το τέλος του γεωπολιτικού ρόλου του παλιού κομμουνισμού κατευθύνω σε αληθινές καταστροφές. Λόγω περιορισμένου χώρου θα περιοριστώ να υπενθυμίσω μόνο τρεις, την επιδρομή του ΝΑΤΟ ενάντια στην Γιουγκοσλαβία το 1999, την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, και τέλος τους εγκληματικούς βομβαρδισμούς του Ισραήλ στην Γάζα τον Ιανουάριο του 2009. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο πολυάριθμα, αλλά αυτό που μετράει είναι να καταλάβουμε πως αυτά τα εγκλήματα δεν θα μπορούσαν να συμβούν με αυτήν την μορφή εάν υπήρχε μεγαλύτερη ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή.
Η εγκληματική επιδρομή του ΝΑΤΟ ενάντια στην Γιουγκοσλαβία το 1999 «πλασαρίστηκε» στους Ευρωπαίους ως μία επέμβαση που κατέστη ηθικά απαραίτητη εξαιτίας μιας γενοκτονίας που βρισκόταν σε εξέλιξη, της γενοκτονίας των αλβανών κοσοβάρων εκ μέρους του Μιλόσεβιτς, του χασάπη των Βαλκανίων, του νέου Χίτλερ των Βαλκανίων. Όποιος γνώριζε την κατάσταση, γνώριζε πως δεν υπήρχε καμμία γενοκτονία σε εξέλιξη, αλλά μία εθνική εξέγερση για ανεξαρτησία της αλβανικής ομάδας του UCK, που στόχευε στην εκδίωξη του σερβικού στοιχείου του πληθυσμού του Κοσόβου. Γενοκτονίες τον 20ο αιώνα υπήρξαν σίγουρα, μεταξύ των οποίων οι δύο πλέον γνωστές, αυτή των αρμενίων το 1915 και αυτή των εβραίων το 1941-1945. Στο Κόσοβο όμως δεν υπήρχε καμμία γενοκτονία, και ούτε υπήρχε κανένα σχέδιο μαζικής εθνικής εκδίωξης (έλληνες από την Μικρά Ασία το 1922, γερμανοί από την Σουδητία, από την Σιλεσία και από την Ανατολική Πρωσία το 1945, κ.λπ.). Ιδιαίτερα δειλή και αδαής αναδείχτηκε στην Ιταλία και την Γαλλία η υπερφίαλη κάστα των διανοουμένων της «αριστεράς», που «ρούφηξε» μέχρι την τελευταία σταγόνα την χειραγώγηση που με επιμέλεια είχε προετοιμασθεί σχεδόν επί ένα χρόνο πριν. Σε αυτό το σημείο η πλειοψηφία των ελλήνων διανοουμένων αποδείχτηκε καλύτερα πληροφορημένη και παρέμεινε ξένη στην υποστήριξη του πολέμου του ΝΑΤΟ (βλ. Παύλος Κρέμος, Ανοιχτό Γράμμα σε ένα φλωρεντινό φίλο, στον «Πολίτη», Απρίλης 1999). Ο σκοπός ήταν φυσικά η στρατηγική επέκταση του στρατιωτικού ελέγχου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Ένας πόλεμος εξαπολυμένος στην βάση της αρχής της αντίθεσης στην εθνοκάθαρση, οδήγησε ακριβώς στην εφαρμογή αυτής της αρχής, στην εκδίωξη του σερβικού εθνικού στοιχείου από το Κόσοβο, ιστορική περιοχή εγκατάστασής του, έστω και αν ήταν μειονότητα. Προσωπικά, μόνο το 1999 και όχι πριν, κατόρθωσα να καταλάβω τον βαθμό διαφθοράς και ηθικής και πολιτικής αποσύνθεσης της ομάδας των ευρωπαίων διανοουμένων της «αριστεράς», από την οποία εφάρμοσα έναν προσωπικό διαχωρισμό (στην εποχή του ο Αντόνιο Γκράμσι χρησιμοποίησε σε παρόμοιες περιπτώσεις τον όρο της «πνευματικής απόσχισης»).
Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσείν το 2003 εγκαινίασε στον νέο αιώνα και την νέα χιλιετία με μία επαίσχυντη πράξη καθαρού αποικιακού ιμπεριαλισμού. Η παλιά ΕΣΣΔ δεν θα την είχε επιτρέψει ποτέ, παρά τον δεσποτισμό της και την γραφειοκρατική της διαφθορά. Το πλέον σκανδαλώδες γεγονός δεν βρίσκεται τόσο στα ολοφάνερα ψεύδη με τα οποία δικαιολογήθηκε η εισβολή, η συνενοχή του Σαντά με την Αλ Κάιντα στην επίθεση της 11ης Σεπτέμβρη του 2001 στους Δίδυμους Πύργους στην Νέα Υόρκη και η κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής (τα οποία στην περιοχή κατέχει μόνο το εγκληματικό σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ). Το πλέον σκανδαλώδες γεγονός , αιώνια ντροπή για την Ευρώπη, έγκειται στο ότι όλες οι πολιτικές οικονομικές και κυρίως μηντιακές ολιγαρχίες, υποκρίθηκαν πως τα πίστεψαν, και πήραν στα σοβαρά τον Κόλιν Πάουελ ο οποίος στον ΟΗΕ κινούσε χημικούς δοκιμαστικούς σωλήνες γεμάτους με υποτιθέμενα τρομερά δηλητήρια.
Η απρόσμενη αντίσταση του ιρακινού λαού έσωσε πιθανώς άλλους λαούς από πιθανές εισβολές. Έγινε αντιληπτό ότι η εισβολή μπορεί να κοστίσει πολύ ακριβά.
Τέλος, η εισβολή του σιωνιστικού κράτους στην Γάζα τον Δεκέμβρη του 2008-Ιανουάριο 2009 είδε για ακόμη μία φορά την επαίσχυντη σιωπή εκ μέρους ολόκληρου του πολιτικού στρώματος και μηντιακού τσίρκου της Δύσης. Η φάρσα της «πορείας προς την ειρήνη», πράγματι, ισοδυναμεί στο ιστορικό επίπεδο με την διακήρυξη των Νεότουρκων πως αγαπούν τον αρμενικό λαό, και του Χίτλερ πως αγαπά τον εβραϊκό λαό. Αν οι σιωνιστές μετά το 1967 ήθελαν μία «πορεία προς την ειρήνη», αυτή θα είχε πραγματοποιηθεί ήδη από καιρό. Στην πραγματικότητα οι σιωνιστές θέλουν μόνο να κερδίσουν χρόνο για να εποικίσουν ό,τι απομένει από το τμήμα της Παλαιστίνης που παραμένει ακόμη αραβικό μετά από το 1948. Όλος ο κόσμος το γνωρίζει, και όλος ο κόσμος υποκρίνεται πως δεν το γνωρίζει. Σύμφωνα με την πολιτική αντίληψη που έχουν για τον κόσμο οι σιωνιστές, οι παλαιστίνιοι πρέπει αργά ή γρήγορα να αναγνωρίσουν πως έχασαν, και για να τους το υπενθυμίζουν πως έχασαν πρέπει σε σύντομα διαλείμματα να σφαγιάζουν τον άμαχο πληθυσμό, ουτως ώστε ο άμαχος πληθυσμός κουρασμένος και τρομοκρατημένος, να εγκρίνει μία πολιτική διοίκηση που επιτέλους να υπογράψει την άνευ όρων παράδοση. Η άνευ όρων παράδοση, πράγματι, ονομάζεται πορεία προς την ειρήνη. Στην τελευταία επίθεση στην Γάζα χρησιμοποιήθηκαν όπλα μαζικής καταστροφής ενάντια σε πολίτες (αυτά που ήταν η αφορμή για την επίθεση στο Ιράκ το 2003), όπως βεβαιώθηκε από μαρτυρίες ανεξάρτητων παρατηρητών, γιατρών και χειρούργων.
Το σιωνιστικό κράτος-δολοφόνος μαρτυράει πολύ καλά το τέλος κάθε πολιτισμού και κάθε ηθικής στην σημερινή καπιταλιστική Δύση. Και αυτό επισημαίνει ακόμη μια φορά την δική μας σημερινή κατάσταση απόλυτης αδυναμίας. Μας επιτρέπεται ακόμη να καταγγέλλουμε δημόσια τις ατιμίες των ολιγαρχιών μας, αλλά οι καταγγελίες μας δεν βγαίνουν πέρα από το περιβάλλον των μικρών μας μειοψηφικών ορίων μέσα στα οποία κινούμαστε. Με αυτές τις συνθήκες είναι δυνατόν να διατηρήσουμε το ασίγαστο πάθος μας και να το μεταδώσουμε στις νέες γενιές;
10. Συμπεράσματα
Οι συλλογικές πολιτικές και πολιτιστικές εμπειρίες κάθε γενιάς τελειώνουν με το τέλος της γενιάς που τις έζησε. Οι εμπειρίες, σε αντίθεση με τις φιλοσοφικές ιδέες και με τα πειράματα και τις επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να μεταδοθούν, γιατί δεν μπορούν να γραφούν σε χαρτί ή σε επιστημονικές γραφικές παραστάσεις. Τα λογοτεχνικά έργα είναι επί του προκειμένου πιο αποτελεσματικά από τα ίδια τα ιστορικά έργα, γιατί μέσα από τα λογοτεχνικά έργα μπορεί συχνά να συνεχίσουμε μα «αναπνέουμε» το κλίμα μιας εποχής.
Διαβάζω συχνά ελληνική ποίηση και λογοτεχνία, αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη. Δεν γνωρίζω τίποτα που να καταφέρνει να με κάνει να επικοινωνήσω με την αρχαιότητα όσο η αποκαλούμενη Παλατινή Ανθολογία. Πρέπει να παραδεχτώ πως η Παλατινή Ανθολογία με εντυπωσιάζει πολύ περισσότερο από την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και από την ίδια την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μεταξύ των ελλήνων σύγχρονων ποιητών διαβάζω φυσικά Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο, αλλά κανένας σύγχρονος έλληνας ποιητής δεν με αγγίζει και δεν με συγκινεί τόσο όσο ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Γνωρίζω πως πολλοί τον κατατάσσουν μεταξύ των ποιητών της ήττας, όμως αυτή δεν είναι η δική μου γνώμη. Ποτέ δεν είσαι νικημένος αν κατορθώνεις να διατηρείς την ανθρωπιά, την διαύγεια και την κατανόηση της ιστορικής και πολιτικής φύσης του παρόντος που ζούμε.
Η στάση μου απέναντι στο παρόν που ζω είναι με πολλούς τρόπους όμοια με αυτήν που μπορεί να βρεθεί στους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη. Τα πράγματα στον εξωτερικό κόσμο δεν βαδίζουν σίγουρα προς την κατεύθυνση που ευχόμουν στη νιότη μου. Αλλά ο νικητής δεν νίκησε στην συνείδησή μου. Και στην νοητική μου κατανόηση του κόσμου συνεχίζω να σκέφτομαι πως ο σημερινός νικητής είναι προσωρινός.
Ναι, αυτό είναι το συμπέρασμά μου: σίγουρα ο νικητής νίκησε, η νίκη του όμως είναι προσωρινή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου